Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Kυριάκου Λοΐζου (2017) 3 ΑΑΔ 883

ECLI:CY:AD:2017:C421

(2017) 3 ΑΑΔ 883

[*883]28 Νοεμβρίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσείουσα - Καθ’ ης η αίτηση,

 

v.

 

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΛΟΪΖΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου - Αιτητή.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 141/2011)

 

 

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Η υπεροχή σε αρχαιότητα «δύναται» να ισοζυγίζει ελαφρώς καλύτερες εμπιστευτικές εκθέσεις ― Το διοικητικό όργανο δεν είναι υποχρεωμένο να ακολουθήσει αυτή την πορεία στα πλαίσια άσκησης διακριτικής του ευχέρειας μπορεί να αποδώσει βαρύτητα στον παράγοντα που κρίνει σημαντικό.

 

Η εφεσείουσα της οποίας η απόφαση ημερομηνίας 22/12/2009 για προαγωγή του Ε/Μ στη θέση Τεχνικού Επόπτη ή Ανώτερου Τεχνικού Μηχανικού (Ηλεκτρολογία, Επιθεώρηση Εγκαταστάσεων) στην Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών, Γραφείο Περιφέρειας Λεμεσού), ακυρώθηκε πρωτοδίκως, εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτή την έφεση, κατά πλειοψηφία, με απόφαση που εξέδωσε η Δικαστής Σταματίου συμφωνούντων των Δικαστών Μιχαηλίδου, Ψαρά-Μιλτιάδου και Πούγιουρου, αποφάσισε ότι:

 

Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τον Καν. 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών (ΚΔΠ 291/1986), οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι η επίδοση/απόδοση, πείρα, προσόντα, αρχαιότητα. Από το πρακτικό που τηρήθηκε, διαφαίνεται πως αυτοί οι παράγοντες λήφθηκαν υπόψη και δεν συγκρούονται με τα στοιχεία των φακέλων.

[*884]Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως αναιτιολόγητα επιλέγηκε το ενδιαφερόμενο μέρος, αφού δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η επίκληση της υπεροχής σε 3 στοιχεία αξιολόγησης για την παραγνώριση της υπεροχής του αιτητή σε αρχαιότητα και κατέγραψε τους συλλογισμούς του ως προς το τι θα μπορούσε να διερευνήσει το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει στην απόφασή του.

 

Όπως αποφασίστηκε η υπεροχή σε αρχαιότητα «δύναται» να ισοζυγίζει ελαφρώς καλύτερες εμπιστευτικές εκθέσεις. Αυτό, όμως, δεν επιβάλλει υποχρέωση στο διοικητικό όργανο να ακολουθήσει αυτή την πορεία. Πρόκειται για δυνητική πορεία η οποία ανήκει καθαρά στο διοικητικό όργανο.

 

Αποτελεί πάγια νομολογία πως το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου με την κρίση του αρμόδιου οργάνου όταν η κρίση του οργάνου είναι εύλογα επιτρεπτή.

 

Αποτελεί θέση της εφεσείουσας η οποία συνάδει με τη νομολογία ότι το Δικαστήριο επεμβαίνει όταν ο προσβάλλων το διορισμό αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, κάτι το οποίο δεν έχει αποδειχθεί στην προκειμένη περίπτωση. Το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε στο κριτήριο αξία, ενώ στο κριτήριο αρχαιότητα υπερείχε ο εφεσίβλητος. Το διορίζον όργανο δεν αγνόησε την αρχαιότητα του εφεσίβλητου, παρά μόνο στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας απέδωσε βαρύτητα στον παράγοντα αξία, αντί στην αρχαιότητα. Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αυτό, δεν δημιουργούσε ερωτηματικά όπως αυτά τέθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν αποκαλύπτεται κενό αιτιολογίας.

 

Ο Δικαστής Παμπαλλής εξέδωσε διιστάμενη απόφαση μειοψηφίας.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

ΙΓ Μακρή Κτηματική Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56,

 

Ηλιόπουλος v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2000) 3 Α.Α.Δ. 438,

 

Χατζηλοϊζου Καρατζιά v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1252/2002, ημερ. 28.2.2006,

 

Δημοκρατία v. Βασιλείου (1990) 3 Α.Α.Δ. 226,

[*885]Christou a.o. v. P.S.C., 4 RSCC 1,

 

Piperi a.o. v. Republic 3 C.L.R. 1306,

 

Petrides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 341,

 

Eliades v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1904,

 

Ηλία v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2015) 3 Α.Α.Δ. 135, ECLI:CY:AD:2015:C246.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Καθ’ ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κωνσταντινίδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 260/2010), ημερ. 7/10/2011.

 

Α. Χρίστου (κα), για Ιωαννίδη, Δημητρίου, ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

 

Ε. Χαραλάμπους (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα απαγγελθεί από τη  Σταματίου, Δ., με την οποία συμφωνούν οι Μιχαηλίδου, Ψαρά-Μιλτιάδου και Πούγιουρου, ΔΔ.. Διιστάμενη απόφαση θα απαγγείλει ο Παμπαλλής, Δ..

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση της εφεσείουσας ημερομηνίας 22.12.2009 να προαγάγει το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Τεχνικού Επόπτη ή Ανώτερου Τεχνικού Μηχανικού (Ηλεκτρολογία, Επιθεώρηση Εγκαταστάσεων) στην Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών, Γραφείο Περιφέρειας Λεμεσού ακυρώθηκε με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση.

 

Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως «με αναφορά στην αιτιολογία, ελλείπει από αυτή στάθμιση ουσιωδών στοιχείων με συνακόλουθη την πλημμελή άσκηση της διακριτικής εξουσίας». Ειδικότερα, ο αιτητής υστερούσε έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους κατά 3Α στις αξιολογήσεις των τελευταίων πέντε ετών (2004-2008), ενώ υπερείχε έναντί του σε αρχαιότητα ανέκαθεν, αλλά και στην αμέσως προηγούμενη θέση κατά 16 μήνες. Σε προσόντα κρίθηκαν ισάξιοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε [*886]πως η «διαχρονική» και «ουσιαστική» υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα δεν μπορούσε να παραγνωριστεί μόνο με «μία ξηρή πρόσθεση», ιδίως όταν ο αιτητής κατά το 2002 υπερείχε έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους κατά 2Α, ενώ κατά το 2003 οι δύο υποψήφιοι ήταν ισάξιοι. Συνεπώς, κατά την πρωτόδικη απόφαση, θα ήταν εύλογο για τη διοίκηση «να ανατρέξει στις βαθμολογίες τους ως σύνολο, αφού οι διαφορές ήταν τόσο μικρές, όσο και αν, γενικά, αναγνωρίζεται δυνατότητα απόδοσης μεγαλύτερης βαρύτητας στα τελευταία χρόνια, για να φανεί, αν πράγματι, στο σύνολο, διαμορφωνόταν εικόνα υπεροχής του ενδιαφερόμενου». Ακόμα και να προβεί σε ανάλυση των τομέων υπεροχής στα στοιχεία υπεροχής ή υστέρησης, αναλόγως.

 

Η εφεσείουσα εγείρει ένα λόγο έφεσης. Εσφαλμένα το Δικαστήριο κατέληξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας γιατί ελλείπει η στάθμιση ουσιωδών στοιχείων, με συνακόλουθη την πλημμελή άσκηση της διακριτικής εξουσίας της εφεσείουσας. Διαιρεί τον λόγο έφεσης σε δύο υποενότητες: την έλλειψη στάθμισης ουσιωδών στοιχείων και την πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της εφεσείουσας.

 

Ως προς την πρώτη υποενότητα, είναι η εισήγηση της εφεσείουσας ότι από τα πρακτικά της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου ημερoμηνίας 22.12.2009 είναι εμφανής ο λόγος επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους στα πλαίσια της ευρείας διακριτικής της ευχέρειας. Παρά την υπεροχή του εφεσίβλητου σε αρχαιότητα, προσέδωσε βαρύτητα στην υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία, στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας. Κρίση η οποία, κατά την εφεσείουσα, ήταν ευλόγως επιτρεπτή εφόσον δεν συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων ούτε και καταδείχθηκε έκδηλη υπεροχή. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν δύναται να επέμβει ούτε και είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου (ΙΓ Μακρή Κτηματική Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56, Ηλιόπουλος v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2000) 3 Α.Α.Δ. 438). Βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα στοιχεία που οδήγησαν την εφεσείουσα στην επιλογή της και δεν μπορεί το Δικαστήριο να υποκαταστήσει τη διοικητική απόφαση με τη δική του.

 

Ως προς τη δεύτερη υποενότητα, πως η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της εφεσείουσας είναι πλημμελής, η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας παρατηρεί πως δεν έχει καταδειχθεί από τον εφεσίβλητο ότι υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους ώστε να ήταν επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασί[*887]σει ότι η εφεσείουσα άσκησε πλημμελώς τη διακριτική της ευχέρεια. Το διορίζον όργανο είναι ελεύθερο να αποδώσει σπουδαιότητα σε ένα παράγοντα αντί σε άλλο κατά την άσκηση της ευρείας διακριτικής του ευχέρειας, εν προκειμένω στην αξία αντί στην αρχαιότητα, παράγοντας που, εν πάση περιπτώσει, ατονεί συγκριτικά με τα υπόλοιπα κριτήρια επιλογής, σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία όπως η παρούσα (Χατζηλοΐζου Καρατζιά v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Προσφυγή αρ. 1252/2002, ημερομηνίας 28.2.2006). Κατά τη νομολογία, σημασία αποκτά η αρχαιότητα στην προηγούμενη της επίδικης θέση και όχι η συνολική, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε.

 

Ο εφεσίβλητος από την άλλη εισηγείται πως η απόφαση της εφεσείουσας στερείται αιτιολογίας, λόγω του ότι περιορίστηκε μόνο στην αναγραφή των παραδεδεγμένων κριτηρίων, χωρίς να παρέχει τις πληροφορίες που οδήγησαν στη διαμόρφωση της απόφασής της, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος. Επικαλείται και ο εφεσίβλητος την ΙΓ Μακρή Κτηματική Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως και την Ηλιόπουλος v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ανωτέρω, για να εισηγηθεί πως είναι ακριβώς ευθύνη της διοίκησης και όχι του Δικαστηρίου να προβεί στους κατάλληλους συλλογισμούς καταγράφοντας, εν τέλει, τα στοιχεία που την οδήγησαν στη λήψη της απόφασής της. Η αιτιολογία είναι ελλιπής και τα ερωτήματα τα οποία έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του δεν απαντώνται, ούτε προκύπτουν από τα πρακτικά, όπως ισχυρίζεται η εφεσείουσα.

 

Παρά, δε, το ότι η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι εξαιρετικά ευρεία, εντούτοις η απόφαση πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να δίδονται οι λόγοι για τους οποίους προτιμήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος, εν προκειμένω γιατί αγνοήθηκε η αρχαιότητα του αιτητή.

 

Από τα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου ημερομηνίας 22.12.2009 (Παράρτημα 4 στην Ένσταση) που καταχωρήθηκε από την εφεσείουσα στην πρωτόδικη διαδικασία προκύπτει το σκεπτικό της απόφασης. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:

 

«Αφού έλαβαν δεόντως υπόψη τους τις ομόφωνες συστάσεις και εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, όπως επίσης τη σύσταση του Διευθυντή, με την οποία συμφωνούν και υιοθετούν, τα Μέλη αποφάσισαν ομόφωνα να προσφέρουν προαγωγή στον Γεώργιο Σταύρου, στη θέση Τεχνικού Επόπτη ή Ανώτερου Τεχνικού Μηχανικού (Ηλεκτρολογία, Επιθεώρηση Εγκα[*888]ταστάσεων), Κλίμακα Α10-Α11+2 ή Α10-Α11-Α12, Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών, στο Γραφείο Περιφέρειας Λεμεσού από την 1 Ιανουαρίου 2010.

 

Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση τους υπέρ της προαγωγής του Γεώργιου Σταύρου, τα Μέλη δεν παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους το γεγονός ότι ο Κυριάκος Λοΐζου υπερέχει σε αρχαιότητα στην Αρχή έναντι του Γεώργιου Σταύρου. Ανέφεραν όμως ότι το γεγονός αυτό δεν αλλοιώνει την απόφαση τους γιατί με βάση την εικόνα των εν λόγω υποψηφίων, όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις τα τελευταία πέντε χρόνια, ο Γεώργιος Σταύρου εξασφάλισε συνολικά καλύτερες βαθμολογίες, αφού συγκέντρωσε 32Α και 18Β+ έναντι των 29Α και 21Β+ που εξασφάλισε ο Κυριάκος Λοΐζου.»

 

Σημειώνουμε ότι, σύμφωνα με τον Καν. 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών (ΚΔΠ 291/1986), οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι η επίδοση/απόδοση, πείρα, προσόντα, αρχαιότητα. Όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα των πρακτικών, αυτοί οι παράγοντες λήφθηκαν υπόψη και δεν συγκρούονται με τα στοιχεία των φακέλων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως αναιτιολόγητα επιλέγηκε το ενδιαφερόμενο μέρος, αφού δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η επίκληση της υπεροχής σε 3 στοιχεία αξιολόγησης για την παραγνώριση της υπεροχής του αιτητή σε αρχαιότητα και κατέγραψε τους συλλογισμούς του ως προς το τι θα μπορούσε να διερευνήσει το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει στην απόφασή του.

 

Είναι γεγονός ότι υπεροχή σε αρχαιότητα «δύναται» να ισοζυγίζει ελαφρώς καλύτερες εμπιστευτικές εκθέσεις (Δημοκρατία v. Βασιλείου (1990) 3 Α.Α.Δ. 226). Αυτό, όμως, δεν επιβάλλει υποχρέωση στο διοικητικό όργανο να ακολουθήσει αυτή την πορεία. Πρόκειται για δυνητική πορεία η οποία ανήκει καθαρά στο διοικητικό όργανο.

 

Αποτελεί πάγια νομολογία πως το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου με την κρίση του αρμόδιου οργάνου όταν η κρίση του οργάνου είναι εύλογα επιτρεπτή (Christou a.o. v. P.S.C., 4 RSCC 1, 6, Piperi a.o. v. Republic 3 C.L.R. 1306, Petrides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 341, 350 και Eliades v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1904, 1909).

[*889]Αποτελεί θέση της εφεσείουσας η οποία συνάδει με τη νομολογία ότι το Δικαστήριο επεμβαίνει όταν ο προσβάλλων το διορισμό αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, κάτι το οποίο δεν έχει αποδειχθεί στην προκειμένη περίπτωση. Το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε στο κριτήριο αξία, ενώ στο κριτήριο αρχαιότητα υπερείχε ο εφεσίβλητος. Το διορίζον όργανο δεν αγνόησε την αρχαιότητα του εφεσίβλητου, παρά μόνο στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας απέδωσε βαρύτητα στον παράγοντα αξία, αντί στην αρχαιότητα. Αυτό, όμως, δεν δημιουργούσε κατά την κρίση μας ερωτηματικά όπως αυτά τέθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν αποκαλύπτεται κενό αιτιολογίας έτσι ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Ηλιόπουλος v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ανωτέρω.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η επίδικη πράξη επικυρώνεται. Τόσο τα πρωτόδικα έξοδα όσο και τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται εναντίον του εφεσίβλητου και υπέρ της εφεσείουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Με όλο το σεβασμό, διαφωνώ, με την απόφαση της πλειοψηφίας.

 

Το κρίσιμο ζήτημα που τέθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο στη βάση των δεδομένων που είχαν τεθεί ενώπιον του διοικητικού οργάνου, ήταν κατά πόσο υπήρξε στάθμιση των ουσιωδών στοιχείων έτσι ώστε να διαφανεί αν δεν ασκήθηκε με πλημμελή τρόπο η διακριτική ευχέρεια των εφεσειόντων.

 

Πρωτοδίκως γίνεται μια ανάλυση της επαγγελματικής πορείας αμφοτέρων, εφεσιβλήτου και ενδιαφερομένου. Θεωρώ επιβεβλημένο να παραθέσω τα κυριότερα σημεία.

 

Ο εφεσίβλητος είχε προσληφθεί στην ΑΗΚ την 1η Σεπτεμβρίου 1973. Ο ενδιαφερόμενος στις 15 Οκτωβρίου 1981. Υπήρχε αρχαιότητα κατά οκτώ χρόνια. Αμφότεροι προήχθησαν, ο μεν εφεσίβλητος την 1η Φεβρουαρίου 1984, ο δε ενδιαφερόμενος                   την 1η Οκτωβρίου 1991, ήτοι, υπήρχε επτά χρόνων αρχαιότητα. Στη συνέχεια, προήχθησαν αμφότεροι στην τελευταία θέση πριν την επίδικη, ο μεν εφεσίβλητος 1η Μαΐου 2000, ο δε ενδιαφερόμενος 1η Σεπτεμβρίου 2001, ήτοι 16 μήνες μετά. Παρατηρείται, συναφώς, ότι υπήρχε καθόλη τη διάρκεια της πορείας τους το στοιχείο της αρχαιότητος υπέρ του εφεσιβλήτου.

[*890]Από τις υπηρεσιακές εκθέσεις των πέντε τελευταίων χρόνων είχε, ο μεν ενδιαφερόμενος 7 (Α) και 3 (Β+). Είχε δηλαδή 3 (Α) περισσότερα από τον εφεσίβλητο.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε θέσει ερωτήματα κατά πόσο η ύπαρξη αυτής της διαφοράς στις υπηρεσιακές εκθέσεις, χωρίς άλλη σκέψη, ήταν δικαιολογημένο για την ΑΗΚ να καταλήξει σε συμπέρασμα. Από τα δέκα στοιχεία κρίσεως, στα έξι είχαν αμφότεροι ακριβώς την ίδια βαθμολογία. Στην ποιότητα εργασίας είχαν επίσης τα τέσσερα τελευταία έτη την ίδια βαθμολογία. Το 2004 ο εφεσίβλητος είχε καλύτερη βαθμολογία στην ικανότητα και προφορική επικοινωνία και ο ενδιαφερόμενος υπερτερούσε στην υπηρεσιακή κατάρτιση και πρωτοβουλία τα τρία τελευταία χρόνια.

 

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διορισμού αμφότεροι είχαν παρόμοιες συστάσεις από τους προϊσταμένους τους, ήτοι, ευρύτατη πείρα, εξαιρετικές οργανωτικές και πολύ καλές εποπτικές ικανότητες, η δε απόδοση τους ήταν εξαιρετική. Ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής ο Γενικός Διευθυντής σύστησε τον ενδιαφερόμενο, καθότι υπερείχε στις υπηρεσιακές εκθέσεις των πέντε τελευταίων χρόνων ως ακολούθως: 32 (Α) και 18 (Β+), ο δε εφεσίβλητος 29 (Α) και 29 (Β+). Τονίστηκε ότι δεν υπήρχε διαφορά ως προς τα προσόντα των υποψηφίων.

 

Το ζήτημα που τέθηκε ήταν κατά πόσο η αρχαιότητα την οποία είχε προς όφελος του ο εφεσίβλητος ήταν εύλογο να υποχωρήσει στην οριακή υπεροχή του ενδιαφερομένου, χωρίς περαιτέρω κρίση και αιτιολόγηση;

 

Ο αδελφός Δικαστής που εκδίκασε την πρωτόδικη υπόθεση, αφού έθεσε στον εαυτό του σειρά ερωτημάτων κατέληξε ότι: «Στην αιτιολογία, ελλείπει από αυτή στάθμιση ουσιωδών στοιχείων με συνακόλουθη την πλημμελή άσκηση της διακριτικής της εξουσίας».

 

Το προς απόφανση είναι αν το δικαστήριο θέτοντας τα ερωτήματα που το οδήγησαν στην τελική του κρίση, ήταν εύλογο να τεθούν ή, όπως υποστηρίχθηκε από τους εφεσείοντες, υποκατέστησε ουσιαστικώς την κρίση του διοικητικού οργάνου, κάτι ανεπίτρεπτο για σκοπούς αναθεωρητικού ελέγχου μιας διοικητικής απόφασης.

 

Έπρεπε οι εφεσείοντες να προβούν σε μια πιο λεπτομερή αποτίμηση της υπηρεσιακής υπεροχής του ενδιαφερομένου, έναντι [*891]της καθολικής υπεροχής του εφεσιβλήτου ως προς το θέμα της αρχαιότητας; Όφειλαν οι εφεσείοντες να προχωρήσουν σε μια συνολική θεώρηση των αξιολογήσεων των υποψηφίων;

 

Η απάντηση σε αμφότερα τα πιο πάνω ερωτήματα έπρεπε να είναι, κατά τη γνώμη μου, θετική.

 

Ανάλογο θέμα έχει απασχολήσει το Εφετείο στην υπόθεση Ηλία v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2015) 3 Α.Α.Δ. 135, ECLI:CY:AD:2015:C246. Στην υπόθεση αυτή, στα πλαίσια της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής για προαγωγές, στην παρουσία των άμεσα προϊστάμενων του εφεσείοντα και του ενδιαφερομένου, δηλώθηκε ότι η απόδοση και των δύο ήταν εξαίρετη. Η Συμβουλευτική Υποεπιτροπή της Αρχής για θέματα προσωπικού, έχοντας υπόψη τις συστάσεις και απόψεις των προϊσταμένων και τις εμπιστευτικές εκθέσεις, κάλεσε το Γενικό Διευθυντή, ο οποίος σύστησε τον ενδιαφερόμενο παρά το ότι ο εφεσείων υπερείχε σε αρχαιότητα κατά τέσσερα έτη. Στη σύσταση του ο Γενικός Διευθυντής ανέφερε ότι, παρόλο που ο εφεσείων υπερτερεί σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερομένου, αυτή αντισταθμίζεται από τη γενική υπεροχή που υπάρχει σε αξία, απόδοση και επίδοση, όπως αντικατοπτρίζεται στους υπηρεσιακούς φακέλους των πέντε τελευταίων χρόνων. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής υιοθέτησε τη σύσταση του Διευθυντή και κατά πλειοψηφία προχώρησε σε προαγωγή του ενδιαφερομένου.

 

Τέθηκε θέμα κατά πόσο η υπεροχή του ενδιαφερομένου κατά 3 (Α) ήταν τέτοια που θα μπορούσε να υποκαταστήσει την αρχαιότητα που είχε υπέρ του ο εφεσείων. Το δικαστήριο κατέληξε ότι η διαφορά ήταν τέτοια που απέληγε σε ουσιαστική ισοδυναμία μεταξύ των δύο. Περαιτέρω γίνεται αναφορά για τη διαφοροποίηση που υπήρχε στις βαθμολογήσεις των πέντε τελευταίων χρόνων. Το δικαστήριο επικέντρωσε την προσοχή του στο κατά πόσο η μη διαπίστωση της έκδηλης υπεροχής, η οποία στηρίχθηκε στην αντίληψη «περί γενικής υπεροχής σε αξία», όπως αντικατοπτρίζεται στους υπηρεσιακούς φακέλους, ισοδυναμούσε με διαφορά στις βαθμολογημένες αξιολογήσεις των δύο υποψηφίων. Το δικαστήριο θεώρησε ότι ουσιαστικώς υπήρχε ισοδυναμία μεταξύ των δύο καθότι η ύπαρξη της διαφοράς των 3 (Α) δεν μπορούσε να θεωρηθεί ουσιαστική. Υπεβλήθη δε ο εξής σχολιασμός από το Εφετείο: «Το ζήτημα, κατά την προαναφερθείσα νομολογία, δεν είναι ζήτημα μιας απλής μηχανιστικής αντιπαράθεσης βαθμολογιών αλλά ουσίας όπως αναδύεται μέσα από τη συνολική θεώρηση των αξιολογήσεων οι οποίες, εν προκειμένω, δεν περιλαμβάνουν μόνο τις σχηματοποιημένες διαβαθμίσεις αλλά και λεπτομερή σχό[*892]λια αναφορικά με τις πτυχές όπου οι υπάλληλοι αξιολογούνται ως εξαίρετοι». Το ερώτημα, συνεπώς, είναι κατά πόσο, παρά τις σημειωθείσες διαφορές, εξάγεται η ασφαλής εικόνα που αναδύεται από το σύνολο των στοιχείων που ενδεχομένως να οδηγούν σε ουσιαστική ισοδυναμία; Το ίδιο ερώτημα τίθεται και στην παρούσα υπόθεση. Και αν υπάρχει αυτή η ισοδυναμία, τότε το ζήτημα της αρχαιότητας του εφεσιβλήτου αποκτά άλλη βαρύτητα.

 

Συνεπώς, κατά την άποψη μου, η ανάλυση που γίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο και η παράθεση των προβληματισμών του, ορθώς απολήγει στο ότι τελικά η επιλογή έγινε «απλώς με μια ξηρή πρόσθεση» και ορθώς προχώρησε να θεωρήσει ότι η μη στάθμιση των ουσιωδών στοιχείων, απέληγε σε πλημμελή άσκηση της διακριτικής εξουσίας των εφεσειόντων.

 

Στη βάση των πιο πάνω θα απέρριπτα την έφεση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο