Kωνσταντίνου Μαρία και Άλλη ν. Δημήτρη Αντωνίου και Άλλης (2017) 3 ΑΑΔ 907

ECLI:CY:AD:2017:C437

(2017) 3 ΑΑΔ 907

[*907]6 Δεκεμβρίου, 2017

 

[NAΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 124/2014)

 

ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

 

Εφεσείουσα - Ενδιαφερόμενο Μέρος,

 

v.

 

ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου - Αιτητή,

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 134/2014)

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσείοντες - Καθ’ ων η αίτηση,

 

v.

 

ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου - Αιτητή.

 

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 124/2014,134/2014)

 

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Ο Νόμος αναφέρει πως «Προηγούμενη αρχαιότητα στη θέση ή τάξη που κατεχόταν από αυτούς αμέσως πριν από την κατοχή της πα[*908]ρούσας θέσης τους ή τάξης» και είναι αυτό που δεσμεύει το Δικαστήριο ― Άρθρο 49 (7) του Ν.1/1990 ― Περιστάσεις.

 

Δικαστικές αποφάσεις — Δεσμευτικότητα — Παρέκκλιση από προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας — Εντοπίστηκε σφάλμα στην απόφαση που δικαιολογεί την ανατροπή της και αποδέσμευση του Εφετείου από το λόγο της.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα ― Λαμβάνονται υπόψη, εφόσον είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης ― Αξιολόγηση και στάθμιση της σημασίας τους κατά περίπτωση, εναπόκειται στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.

 

Η εφεσείουσα επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή του αιτητή-εφεσίβλητου, εναντίον της προαγωγής της, με την οποία προήχθη στη μόνιμη θέση Ανώτερης Νομικής Λειτουργού στη Δικαστική Υπηρεσία, για λόγους που συναρτώνται με το λανθασμένο του σκεπτικού του Δικαστηρίου όσον αφορά τα κριτήρια που έλαβε υπόψη της η Αρχιπρωτοκολλητής, όσο και η Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας προς ανάδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου, της εφεσείουσας (EM).  Έφεση άσκησε και η Δημοκρατία με δύο ταυτόσημους συναπτούς λόγους. Ο εφεσίβλητος/αιτητής καταχώρισε αντέφεση με δώδεκα συναφείς λόγους που στρέφονται εναντίον της παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει τους αντίστοιχους λόγους ακυρότητας, τους οποίους προέβαλε πρωτοδίκως, οι οποίοι θα εξεταστούν μόνο σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας τις εφέσεις και απορρίπτοντας την αντέφεση, αποφάσισε ότι:

 

Στα πλαίσια των εφέσεων αποφασίστηκαν τα εξής:

 

Μια από τις θέσεις του εφεσίβλητου, όπως προωθήθηκε πρωτοδίκως, ήταν ότι η σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού ήταν αναιτιολόγητη και μη συνάδουσα με το περιεχόμενο των φακέλων. Τόσο η Αρχιπρωτοκολλητής, όσο και η ΕΔΥ, πεπλανημένα και αναιτιολόγητα αξιολόγησαν τα σχετικά στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, τόσο ως προς το μεταπτυχιακό τίτλο του εφεσίβλητου, στον οποίο προσδόθηκε μηδενική βαρύτητα, όσο και ως προς την αρχαιότητα της εφεσείουσας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τα ανωτέρω ζητήματα, παραπέμποντας στην Αλευρά v. Ηρακλέους κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 85 και [*909]στις πρόνοιες του Νόμου, Άρθρο 49, εδάφιο (7), έκανε δεκτές τις θέσεις του εφεσίβλητου, θεωρώντας ότι η αναγωγή σε πρώτο διορισμό είναι άμεσα σχετική με τη θέση: οι ενδιαφερόμενοι είχαν διοριστεί στη θέση Νομικού Λειτουργού την ίδια ημερομηνία, προήχθησαν στη θέση Νομικού Λειτουργού 1ης τάξης και πάλι την ίδια ημερομηνία, οπότε θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής η πρόνοια του Άρθρου 49(7) του Νόμου, δυνάμει της οποίας η αρχαιότητα κρίνεται στη βάση της ηλικίας των υπαλλήλων. Τούτων δοθέντων, το Δικαστήριο στη βάση των ανωτέρω και με δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος γεννήθηκε στις 29.8.1968, ενώ η αιτήτρια-εφεσείουσα (ΕΜ) στις 26.5.1969, ακύρωσε το διορισμό της. Όπως διευκρινίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αρχαιότητα της εφεσείουσας/ΕΜ, όπως διαφάνηκε από τα στοιχεία του προσωπικού της φακέλου, προκύπτει από την υπηρεσία της στη μόνιμη θέση γραφέα από την 1.8.1991, όπου για τριάμισι περίπου χρόνια, ασκούσε καθήκοντα δημοσίου κατηγόρου με ανάθεση από το Γενικό Εισαγγελέα.

 

Το δεύτερο ζήτημα που ηγέρθη πρωτοδίκως αφορούσε στα προσόντα των υποψηφίων και τις αιτιάσεις του εφεσίβλητου πως δεν δόθηκε ανάλογη βαρύτητα στο μεταπτυχιακό προσόν που κατείχε στο European Union Law.

 

Το ζήτημα της αρχαιότητας ρυθμίζεται από το Άρθρο 49 του Νόμου εν γένει. Δεν προβλέπεται στο Νόμο παράγοντας συνάφειας των δύο θέσεων – αυτή στην οποία υπηρέτησε ο υπάλληλος και αυτή στην οποία επιδιώκει προαγωγή ή διορισμό.

 

Ό,τι δεσμεύει το Δικαστήριο είναι ο Νόμος και η σχετική πρόνοια του Άρθρου 49(7). Ο νομοθέτης επέλεξε να δώσει αρχαιότητα στον εκτενεστέρως υπηρετούντα στο δημόσιο και εν προκειμένω η προϊσταμένη Αρχιπρωτοκολλητής, κατά νομοθετική συμμόρφωση, αναγνώρισε την υπεροχή του ΕΜ σε αρχαιότητα, εν όψει του πρώτου μόνιμου διορισμού του στη δημόσια υπηρεσία κατά δέκα χρόνια, 1991, πριν τον πρώτο διορισμό του εφεσίβλητου στο δημόσιο το 2001. Ο Νόμος είναι σαφής και δεν χρήζει οποιασδήποτε ερμηνείας. «Προηγούμενη αρχαιότητα στη θέση ή τάξη που κατεχόταν από αυτούς αμέσως πριν από την κατοχή της παρούσας θέσης τους ή τάξης». Κρίθηκε ότι στην Αλευρά (ανωτέρω) η Ολομέλεια πρόσθεσε πέραν του Νόμου ορίζοντας ότι η αρχαιότητα υπάρχει μόνο όταν η υπηρεσία αφορά σε θέση συναφή με την επίδικη.

 

Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναδύεται σφάλμα στην απόφαση Αλευρά (ανωτέρω) που δικαιολογεί την ανατροπή της και αποδέσμευση του Εφετείου από το λόγο [*910]της. Η ερμηνευτική διάταξη του όρου «προηγούμενη αρχαιότητα» είναι ρητή και σαφής και δεν εγείρεται ούτε ζήτημα ερμηνείας, αντικειμενικής ή υποκειμενικής, ώστε να χωρούν αντίθετες απόψεις επί του θέματος ή να χωρεί κατά λογική τάξη αντίλογος.

 

Αποφασίστηκε πως αυτό που προκύπτει ως αποτέλεσμα του Άρθρου 49(7) του Νόμου και της νομολογίας είναι ότι αρχαιότητα της φύσης που κατείχε η εφεσείουσα λαμβάνεται υπόψη, αλλά ως απομακρυσμένη δεν έχει σημαντική βαρύτητα ούτε αυτοτελώς αναδεικνύει έκδηλη υπεροχή.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης πλήττεται ως πεπλανημένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστή ότι η Αρχιπρωτοκολλητής και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν συνυπολόγισαν και/ή δεν έδωσαν τη δέουσα βαρύτητα στο μεταπτυχιακό προσόν που κατείχε ο εφεσίβλητος στο European Union Law. Παρεμφερής, και άμεσα συνδεδεμένος και ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου, όπως προωθήθηκε και πρωτοδίκως, ότι η σύσταση είναι πεπλανημένη: αποσιωπήθηκαν τα προσόντα του και παραβιάστηκε το ενιαίο μέτρο κρίσης.

 

Tόσο η Αρχιπρωτοκολλητής, όσο και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, θεώρησαν το μεταπτυχιακό του εφεσίβλητου ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης συνεπώς, δεν τίθετο θέμα πλάνης.  Εύλογα η Αρχιπρωτοκολλητής θεώρησε ότι δεν ήταν δυνατόν να αποδοθεί ουσιώδης υπεροχή στον εν λόγω παράγοντα, δεδομένου ότι δεν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε και αποτελούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν.

 

Η νομολογία επί τούτου είναι σαφέστατη. Κατοχή από τους υποψήφιους επιπρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων, τα οποία δεν θεωρούνται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα ή επιπρόσθετο προσόν, είναι στοιχείο στο οποίο δεν πρέπει να αποδίδεται μεγάλη βαρύτητα. Αφ’ εαυτών, όπως αποφασίστηκε τα εν λόγω προσόντα δεν αποδεικνύουν έκδηλη υπεροχή.

 

Η παράθεση των προσόντων της εφεσείουσας και το γεγονός ότι το μεταπτυχιακό προσόν στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο του εφεσίβλητου δεν είχε με οποιοδήποτε τρόπο αξιολογηθεί, όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι λανθασμένη. Η Αρχιπρωτοκολλητής δεν έδωσε βαρύτητα στη μεταπτυχιακή εξέταση που κατείχε η εφεσείουσα, ούτε και εξέλαβε την μεταπτυχιακή εξέταση ως πρόσθετο προσόν, ή εν αντιθέσει απέκρυψε ή δεν απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα στο μεταπτυχιακό που κατείχε ο αιτητής στο European Law. Είναι γεγονός ότι τα επιπρόσθετα προσόντα, τα μη απαιτούμενα από το [*911]σχέδιο υπηρεσίας, προσδίδουν στον κάτοχο τους ευρύτητα γνώσης και αντίληψης ώστε να μπορεί να αντεπεξέλθει καλύτερα στις απαιτήσεις και τα καθήκοντα της θέσης. Η κατοχή τους σχετίζεται με την ευχέρεια που παρέχει στον κάτοχο τους να εκπληρώσει τα καθήκοντα της θέσης με μεγαλύτερη επιτυχία

 

Εσφαλμένη λοιπόν κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η θεώρηση του Δικαστηρίου ότι οι καθ’ ων δεν έλαβαν υπόψη το μεταπτυχιακό του εφεσίβλητου ως στοιχείο της εκτίμησης της ικανότητας του για καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων του. Η Ολομέλεια αποφάσισε πως λήφθηκε υπόψη και συνυπολογίστηκε.

 

Στα πλαίσια της αντέφεσης αποφασίστηκαν τα εξής:

 

Η σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού ήταν καθόλα έγκυρη και νόμιμη βασισθείσα στην αρχαιότητα της εφεσείουσας έστω και αν αυτή, όπως υποδείχθηκε ανωτέρω, ήταν οριακής σημασίας. Η αρχαιότητα έστω και απομακρυσμένη παραμένει ένα αναγνωρισμένο νόμιμο και θεσμοθετημένο κριτήριο όταν, κατά τα άλλα, τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα. Η αρχαιότητα πρέπει να συνυπολογίζεται διότι ουδέποτε έπαυσε να έχει τη σημασία της, παρά την υποτίμηση που έτυχε κατά καιρούς νομολογιακά. Επομένως, η έστω απομακρυσμένη αρχαιότητα της εφεσείουσας της προσέδιδε το ανάλογο προβάδισμα, συνεπικουρούμενη από την πείρα που αποκτήθηκε, επίσης οριακή, αλλά που μπορούσε να ληφθεί υπόψη. Το παράπονο του εφεσίβλητου ότι δεν εξετάστηκαν όλα τα πιο πάνω είναι λανθασμένο διότι η Αρχιπρωτοκολλητής ορθά στη σύσταση της αναφέρθηκε στη διαφορά που υπήρχε στην αρχαιότητα, με συνακόλουθη την αναφορά στην πείρα, με αποτέλεσμα να υπήρχε μια ορθή σύσταση επί της οποίας μπορούσε να λειτουργήσει η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.

 

Επίσης, το παράπονο στην αντέφεση, ότι δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως και το θέμα των προσόντων στο οποίο ο εφεσίβλητος κατ’ ισχυρισμόν υπερείχε, δεν ευσταθεί. Το Δικαστήριο εξέτασε το θέμα αφού παρέθεσε τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού, θεωρώντας ότι αυτή έδωσε βαρύτητα στη μεταπτυχιακή εξέταση που κατείχε η εφεσείουσα, χωρίς να δοθεί και η ανάλογη βαρύτητα στο μεταπτυχιακό προσόν που κατείχε ο ίδιος ο εφεσίβλητος. Συνεχίζοντας το Δικαστήριο έκρινε ότι η ύπαρξη του μεταπτυχιακού προσόντος στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, που κατείχε ο εφεσίβλητος, ήταν θέμα το οποίο σχετιζόταν με το αντικείμενο και τα καθήκοντα της θέσης και δεν είχε με οποιοδήποτε τρόπο αξιολογηθεί από τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού, θεωρώντας τη σύσταση ως πάσχουσα και γι’ αυτό το λόγο.

[*912]Όπως αποφασίστηκε, τα όσα αναφέρονται από τον προϊστάμενο στη σύσταση του, ως χαρακτηρίζοντα ένα υποψήφιο, λειτουργούν συγκριτικά, αντανακλώντας στους υπόλοιπους, έστω και αν δεν αναφέρεται τίποτε ιδιαίτερο. Ούτε ο προϊστάμενος έχει υποχρέωση να αναφερθεί σε ένα έκαστο των υποψηφίων ή στο σύνολο των δεδομένων τους. Αρκεί η σύσταση προς ορισμένο ή ορισμένους υποψηφίους. Το δε διοικητικό όργανο τεκμαίρεται ότι έχει ενώπιον του και έχει λάβει υπόψη το σύνολο των προσωπικών στοιχείων των υποψηφίων εφόσον οι σχετικοί φάκελοι τίθενται ενώπιον του.

 

Όσον αφορά το λόγο αντέφεσης 2, σε σχέση με τη μεγαλύτερη πείρα στην άσκηση δικηγορίας, τέτοια πείρα για να είναι αποφασιστική σε θέσεις προαγωγής, πρέπει να έχει αποκτηθεί στην τελευταία θέση που προηγείται της επίδικης. Απομακρυσμένη πείρα έχει μόνο οριακή σημασία όπως κρίθηκε. Παρόμοιο παράπονο είχε απορριφθεί στην Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275 με σκεπτικό ότι η πείρα στη δικηγορία ενδεχομένως να αποτέλεσε στοιχείο κρίσης κατά το διορισμό υποψηφίου στη θέση Πρωτοκολλητή, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει πρόσθετο στοιχείο κρίσης για προαγωγή, η οποία κρίνεται πλέον στη βάση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, χωρίς η πείρα αυτού του είδους να δικαιολογεί προσδοκία ότι επαυξάνει την αξία σε βαθμό ανατροπής της κατάστασης πραγμάτων.

 

Ως προς το λόγο αντέφεσης 9, ότι δεν καθορίστηκε συγκεκριμένη βαρύτητα στο μεταπτυχιακό τίτλο του εφεσίβλητου, το ζήτημα δεν εγείρεται στην ουσία, από τη στιγμή που οριακή και μόνο κρίθηκε με βάση τη νομολογία η σημασία του. Ούτε και βεβαίως ισχύει όπως κρίθηκε από την Ολομέλεια ο ισχυρισμός για θυματοποίηση του εφεσίβλητου, λόγω εμπλοκής της Αρχιπρωτοκολλητού σε άλλες υποθέσεις όπου ακυρώθηκε ο δικός της διορισμός στη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή. Απέτυχε, ο εφεσίβλητος να αποδείξει, στη βάση της νομολογίας με την αναγκαία αυστηρότητα, οποιαδήποτε λογική διασύνδεση με το πρόσωπο του, αλλά και διότι δεν έθεσε στο κατάλληλο στάδιο ενώπιον του διοικητικού οργάνου προς εξέταση ένα τέτοιο ισχυρισμό. Άλλωστε, η απόφαση με την οποία ακυρώθηκε η θέση της Αρχιπρωτοκολλητού ως Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητού εκδόθηκε πολύ πριν η Αρχιπρωτοκολλητής δώσει τη σύσταση της ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για τις επίδικες προαγωγές.

 

Και οι τελευταίοι λόγοι αντέφεσης 4, 10 και 12, δεν έχουν υπόσταση εφόσον όλοι αφορούν τη μη στάθμιση των κριτηρίων προαγωγής και την έλλειψη αιτιολογίας. Και αιτιολογία έδωσε η Επι[*913]τροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και στάθμισε, όπως ήδη αναφέρθηκε προηγουμένως, όλα τα θεσμοθετημένα κριτήρια. Υπέρ της εφεσείουσας υπήρχε η οριακή αρχαιότητα και η σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού, που επαυξάνει την αξία του υποψηφίου, και η οποία, όπως ήδη κρίθηκε, δεν έπασχε.

 

Οι εφέσεις επέτυχαν με έξοδα και η αντέφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αλευρά v. Ηρακλέους κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 85,

 

Κουρτελλάρης v. Δημοκρατίας, Αρ. Υπόθ. 1039/2010, 17.7.2012,

 

Dias United Publishing Co. Ltd. v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550,

 

Μιχαηλίδου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112,

 

Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338,

 

Δημοκρατία v. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363,

 

Republic v. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213,

 

Μαυρογένης v. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,

 

Αποστολίδου v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2002) 3 Α.Α.Δ. 576,

 

Investylia Public Company Ltd v. Τσεριώτη κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 614,

 

Γουότς κ.ά. v. Λαούρη κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1401, ECLI:CY:AD:2014:A474,

 

Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416,

 

Larkos v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 513,

 

Papadopoulos v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 1070,

 

Tokkas v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 361,

 

Hadjiioannou v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1041,

 

Kalaitzis a.ο. v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 839,

[*914]Spanos v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 1826,

 

Πούρος v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 A.A.Δ. 374,

 

Γρουτίδης v. Δημοκρατίας (2017) 3  Α.Α.Δ. 265, ECLI:CY:AD:2017:C93,

 

Χρίστου v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας (1993) 3 Α.Α.Δ. 604,

 

Δημοκρατία v. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341,

 

Μοδίτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695,

 

Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116,

 

Δημοκρατία v. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391,

 

Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275,

 

Ζωδιάτης v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406,

 

Παναγή v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639,

 

Αγαπίου v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 431,

 

Αντωνίου v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 562.

 

Εφέσεις.

 

Εφέσεις από το Ενδιαφερόμενο Μέρος και Καθ’ ης η αίτηση  εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παμπαλλής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1098/2011), ημερ. 3/9/2014.

 

Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα - Ενδιαφερόμενο Μέρος στην Αναθεωρητική Έφεση 124/2014 και Ενδιαφερόμενο Μέρος στην Αναθεωρητική Έφεση 134/2014.

 

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Εφεσείοντες Καθ’ ων η αίτηση στην Αναθεωρητική Έφεση 134/2014 και Καθ’ ων η αίτηση στην Αναθεωρητική Έφεση 124/2014.

 

Γ. Πασιαρδής, για τον Εφεσίβλητο και στις δύο εφέσεις.

 

Cur. adv. vult.

[*915]ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή του αιτητή-εφεσίβλητου, εναντίον της προαγωγής της, με την οποία προήχθη στη μόνιμη θέση Ανώτερης Νομικής Λειτουργού στη Δικαστική Υπηρεσία, για λόγους που συναρτώνται με το λανθασμένο του σκεπτικού του Δικαστηρίου όσον αφορά τα κριτήρια που έλαβε υπόψη της η Αρχιπρωτοκολλητής, όσο και η Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), προς ανάδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου, της εφεσείουσας (EM).

 

Έφεση άσκησε και η Δημοκρατία με δύο ταυτόσημους συναπτούς λόγους. 

 

Ο εφεσίβλητος καταχώρισε αντέφεση με δώδεκα συναφείς λόγους που στρέφονται εναντίον της παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει τους αντίστοιχους λόγους ακυρότητας, τους οποίους προέβαλε πρωτοδίκως, οι οποίοι βεβαίως θα εξεταστούν μόνο σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης. 

 

Συνοπτικά μπορούμε να αναφερθούμε εξ αρχής σε ό,τι προκύπτει ως βασική παράμετρος που διατρέχει τους λόγους έφεσης: οι διαφορές μεταξύ της εφεσείουσας και εφεσίβλητου, ως προς τα θεσμοθετημένα κριτήρια προς επιλογή του καταλληλότερου για προαγωγή υποψηφίου ήσαν οριακές. Αρκεί να αναφερθεί ότι οι διάδικοι πρωτοδιορίστηκαν στη Δικαστική Υπηρεσία στη θέση Νομικού Λειτουργού 2ης τάξης την ίδια ημερομηνία, 15.3.2001, και ακολούθως προήχθησαν στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέσης, Νομικοί Λειτουργοί 1ης τάξης, επίσης κατά την ίδια ημερομηνία, 1.4.2006. Στις υπηρεσιακές εκθέσεις υπάρχει απόλυτη ισοδυναμία με εξαίρετες αξιολογήσεις ως προς όλα τα στοιχεία κρίσης. Ως προς την αρχαιότητα, εν όψει των σχετικών προνοιών του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/1990 (o Νόμος) κρίθηκε ότι η εφεσείουσα προηγείτο σε αρχαιότητα, λόγω της ημερομηνίας του αρχικού διορισμού της στη θέση γραφέα την 1.8.1991 (των υποψηφίων 2, 3, 4 και των υποψηφίων 5 και 6 κατά 15 μήνες λόγω της προαγωγής της στην παρούσα θέση 1.4.2006). Ως προς τα προσόντα έκρινε η ΕΔΥ, ότι η εφεσείουσα κατείχε πρόσθετα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Το αυτό και ο εφεσίβλητος: κατέχει και μεταπτυχιακό στο European Union Law, το οποίο όμως, όπως έκρινε η Αρχιπρωτοκολλητής και ακολούθως η ΕΔΥ, δεν ήταν δυνατόν να προσδώσει ουσιώδη υπεροχή στον παράγοντα «προσό[*916]ντα», δεδομένου ότι αυτά δεν απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας και δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα. Εν πάση περιπτώσει, συνυπολογίστηκαν προκειμένου η Αρχιπρωτοκολλητής να προβεί στη σύσταση της, με απόληξη τη σύσταση του ΕΜ-εφεσείουσας ως της καταλληλότερης για προαγωγή για τη θέση. 

 

Μια από τις θέσεις του εφεσίβλητου, όπως προωθήθηκε πρωτοδίκως, ήταν ότι η σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού ήταν αναιτιολόγητη και μη συνάδουσα με το περιεχόμενο των φακέλων.  Τόσο η Αρχιπρωτοκολλητής, όσο και η ΕΔΥ, πεπλανημένα και αναιτιολόγητα αξιολόγησαν τα σχετικά στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, τόσο ως προς το μεταπτυχιακό τίτλο του εφεσίβλητου, στον οποίο προσδόθηκε μηδενική βαρύτητα, όσο και ως προς την αρχαιότητα της εφεσείουσας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τα ανωτέρω ζητήματα, παραπέμποντας στην Αλευρά v. Ηρακλέους κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 85 και στις πρόνοιες του Νόμου, Άρθρο 49, εδάφιο (7), έκανε δεκτές τις θέσεις του εφεσίβλητου, θεωρώντας ότι η αναγωγή σε πρώτο διορισμό είναι άμεσα σχετική με τη θέση: οι ενδιαφερόμενοι είχαν διοριστεί στη θέση Νομικού Λειτουργού την ίδια ημερομηνία, προήχθησαν στη θέση Νομικού Λειτουργού 1ης τάξης και πάλι την ίδια ημερομηνία, οπότε θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής η πρόνοια του Άρθρου 49(7) του Νόμου, δυνάμει της οποίας η αρχαιότητα κρίνεται στη βάση της ηλικίας των υπαλλήλων. Τούτων δοθέντων, το Δικαστήριο στη βάση των ανωτέρω και με δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος γεννήθηκε στις 29.8.1968, ενώ η αιτήτρια-εφεσείουσα (ΕΜ) στις 26.5.1969, ακύρωσε το διορισμό της. Σημειώνουμε ότι η αρχαιότητα της εφεσείουσας/ΕΜ, όπως διαπιστώνεται από τα στοιχεία του προσωπικού της φακέλου, προκύπτει από την υπηρεσία της στη μόνιμη θέση γραφέα από την 1.8.1991, όπου για τριάμισι περίπου χρόνια, ασκούσε καθήκοντα δημοσίου κατηγόρου με ανάθεση από το Γενικό Εισαγγελέα. 

 

Το δεύτερο ζήτημα που ηγέρθη πρωτοδίκως αφορούσε στα προσόντα των υποψηφίων και τις αιτιάσεις του εφεσίβλητου: δεν δόθηκε ανάλογη βαρύτητα στο μεταπτυχιακό προσόν που κατείχε στο European Union Law. Το Δικαστήριο και επ’ αυτού υιοθετώντας την ορθότητα του παραπόνου του εφεσίβλητου, κατέληξε πως όντως η Αρχιπρωτοκολλητής δεν το αξιολόγησε ως πρόσθετο προσόν και με παραπομπή στην Κουρτελλάρης v. Δημοκρατίας, Αρ. Υπόθ. 1039/2010, 17.7.2012, εξέλαβε τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού ως πάσχουσα. Με δεδομένο δε ότι η απόφαση της ΕΔΥ στηρίχθηκε κατά μέγιστο βαθμό στην πάσχουσα σύσταση της Αρχι[*917]πρωτοκολλητού, μορφώθηκε και η τελική κρίση του Δικαστηρίου: η τελική απόφαση συμπαρασύρθηκε σε ακυρότητα.

 

Ως προς το πρώτο ζήτημα, η εφεσείουσα και η Δημοκρατία με παραπομπή στις σχετικές πρόνοιες του Νόμου, Άρθρο 49, υποστηρίζουν ότι η αντίκριση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη, όπως λανθασμένη και αντίθετη με το Άρθρο 49(7) του Νόμου, θεωρούν και την Αλευρά (ανωτέρω) εξ ου και καλούν το Εφετείο να αποστεί από την εν λόγω απόφαση. 

 

Το ζήτημα της αρχαιότητας ρυθμίζεται από το Άρθρο 49 του Νόμου εν γένει. Δεν προβλέπεται στο Νόμο παράγοντας συνάφειας των δύο θέσεων – αυτή στην οποία υπηρέτησε ο υπάλληλος και αυτή στην οποία επιδιώκει προαγωγή ή διορισμό – τον οποίο λανθασμένα εισήγαγε η Αλευρά, η οποία πρόσθεσε στις πρόνοιες του Νόμου, καθότι ο Νόμος δεν προβλέπει πως αρχαιότητα υπάρχει μόνο όπου η υπηρεσία σε προηγούμενη θέση είναι συναφής με την υπό πλήρωση. Αυτό κατά ρητή παράβαση της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών και της νομολογίας (Dias United Publishing Co. Ltd. v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550).  Προεκτείνοντας το επιχείρημα του ο δικηγόρος της εφεσείουσας θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη πως η προηγούμενη αρχαιότητα κρίνεται δυνάμει της σχετικής πρόνοιας του άρθρου «αφού εφαρμοστεί αναδρομικά μέχρι τους πρώτους διορισμούς των υπαλλήλων στη δημοσία υπηρεσία» και εσφαλμένα κρίνει ότι η αρχαιότητα του ΕΜ, όπως προκύπτει από τους πρώτους διορισμούς στη δημόσια υπηρεσία είναι ίδια, οπότε σε τέτοια περίπτωση, όφειλε η προϊσταμένη, η Αρχιπρωτοκολλητής, να καταφύγει στην ηλικία των υποψηφίων. Ο Νόμος αναφέρεται σε πρώτο διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία και όχι σε συγκεκριμένη θέση/τμήμα που λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της προηγούμενης αρχαιότητας. Η Μιχαηλίδου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, εισηγείται ο δικηγόρος της εφεσείουσας, ερμήνευσε ορθά το ζήτημα της προηγούμενης αρχαιότητας δυνάμει των σαφών προνοιών του Άρθρου 49, ενώ η Αλευρά εκδόθηκε per incuriam της Μιχαηλίδου. 

 

Ο εφεσίβλητος από την άλλη, αντιτάσσοντας την υπεροχή του, εισηγείται ότι θα έπρεπε να αγνοηθεί η εν λόγω υπηρεσία της εφεσείουσας: ο ίδιος υπερείχε ηλικιακώς και στις δύο θέσεις Νομικού Λειτουργού 1ης τάξης και Νομικού Λειτουργού 2ης τάξης: η εφεσείουσα και ο ίδιος τοποθετήθηκαν κατά την ίδια ημερομηνία. 

 

Ό,τι δεσμεύει το Δικαστήριο είναι ο Νόμος και η σχετική πρό[*918]νοια του Άρθρου 49(7). Ο νομοθέτης επέλεξε να δώσει αρχαιότητα στον εκτενεστέρως υπηρετούντα στο δημόσιο και εν προκειμένω η προϊσταμένη Αρχιπρωτοκολλητής, κατά νομοθετική συμμόρφωση, αναγνώρισε την υπεροχή του ΕΜ σε αρχαιότητα, εν όψει του πρώτου μόνιμου διορισμού του στη δημόσια υπηρεσία κατά δέκα χρόνια, 1991, πριν τον πρώτο διορισμό του εφεσίβλητου στο δημόσιο το 2001. Ο Νόμος είναι σαφής και δεν χρήζει οποιασδήποτε ερμηνείας. «Προηγούμενη αρχαιότητα … στη θέση ή τάξη που κατεχόταν από αυτούς αμέσως πριν από την κατοχή της παρούσας θέσης τους ή τάξης». Θεωρούμε ότι στην Αλευρά (ανωτέρω) η Ολομέλεια πρόσθεσε πέραν του Νόμου ορίζοντας ότι η αρχαιότητα υπάρχει μόνο όταν η υπηρεσία αφορά σε θέση συναφή με την επίδικη (Dias United Publishing Co Ltd (ανωτέρω)).  Η Μιχαηλίδου (ανωτέρω) αποδίδει ορθά το γράμμα του Νόμου.

 

Αναμφισβήτητα αναδύεται σφάλμα στην απόφαση Αλευρά (ανωτέρω) που δικαιολογεί την ανατροπή της και αποδέσμευση του Εφετείου από το λόγο της (Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, Δημοκρατία v. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363, Republic v. Demetriades (1977) 3 C.L.R. 213, Μαυρογένης v. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, Αποστολίδου v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2002) 3 Α.Α.Δ. 576, Investylia Public Company Ltd v. Τσεριώτη κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 614 και Γουότς κ.ά. v. Λαούρη κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1401, ECLI:CY:AD:2014:A474). Η ερμηνευτική διάταξη του όρου «προηγούμενη αρχαιότητα» είναι ρητή και σαφής και δεν εγείρεται ούτε ζήτημα ερμηνείας, αντικειμενικής ή υποκειμενικής, ώστε να χωρούν αντίθετες απόψεις επί του θέματος ή να χωρεί κατά λογική τάξη αντίλογος (Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416, 418). 

 

Εκείνο το οποίο προκύπτει ως αποτέλεσμα του Άρθρου 49(7) του Νόμου και της νομολογίας είναι ότι αρχαιότητα της φύσης που κατείχε η εφεσείουσα λαμβάνεται υπόψη, αλλά ως απομακρυσμένη δεν έχει σημαντική βαρύτητα ούτε αυτοτελώς αναδεικνύει έκδηλη υπεροχή. 

 

Ανεπίτρεπτα θεωρούμε συζητήθηκαν από τον εφεσίβλητο τα καθήκοντα της θέσης τα οποία ασκούσε το ΕΜ, καθήκοντα δημόσιου κατήγορου και με τα οποία διορίστηκε στην πρώτη επίδικη θέση, γραφέας 2ης τάξης. Δεν επιτρέπεται το Δικαστήριο, στα πλαίσια ελέγχου της υπό κρίση πράξης, να ψηλαφίζει ή αναψηλαφίζει εν τινί τρόπω, τα προσόντα εκείνης της θέσης ώστε να κριθούν παρεμπιπτόντως στα πλαίσια της υπό κρίση προσφυγής τα καθήκοντα τα οποία ασκούσε τότε η εφεσείουσα. Άλλωστε, όταν [*919]ο εφεσίβλητος διορίστηκε το πρώτον στη δημόσια υπηρεσία, αυτός ο διορισμός δεν έγινε στη βάση σύγκρισης με την εφεσείουσα αλλά αυτοτελώς. Η οργανική ένταξη στη δημόσια υπηρεσία μεταξύ ισότιμων μελών της υπηρεσίας, αποτελεί και την αφετηρία προσδιορισμού της αρχαιότητας. Η μη αναγνώριση της ύπαρξης αρχαιότητας εκ μέρους της εφεσείουσας από την Αρχιπρωτοκολλητή και τους καθ’ ων θα συνιστούσε άμεση σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων κατά παράβαση του Νόμου. Ο σχετικός λόγος έφεσης επιτυγχάνει. 

 

Με το 2ο λόγο έφεσης πλήττεται ως πεπλανημένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστή ότι η Αρχιπρωτοκολλητής και η ΕΔΥ δεν συνυπολόγισαν και/ή δεν έδωσαν τη δέουσα βαρύτητα στο μεταπτυχιακό προσόν που κατείχε ο εφεσίβλητος στο European Union Law. Παρεμφερής, και άμεσα συνδεδεμένος και ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου, όπως προωθήθηκε και πρωτοδίκως, ότι η σύσταση είναι πεπλανημένη: αποσιωπήθηκαν τα προσόντα του και παραβιάστηκε το ενιαίο μέτρο κρίσης. Η Αρχιπρωτοκολλητής προβαίνοντας στη σύσταση της ήταν σαφής:

 

«Συστήνοντας την υποψήφια με αύξ. αρ. 1, Κωνσταντίνου Μαρία, έλαβα υπόψη ότι οι υποψήφιοι με αυξ. αρ. 3, Αντωνίου Δημήτρης είναι κάτοχος μεταπτυχιακού προσόντος στο European Union Law και …προσόντα που κρίνονται σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αυτά όμως δεν μπορούν να τους προσδώσουν ουσιώδη υπεροχή στον παράγοντα προσόντα, δεδομένου ότι δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν. Εν πάση περιπτώσει, τα έχω συνυπολογίσει μαζί με τα άλλα στοιχεία προκειμένου να προβώ σε σύσταση.(Γρηγορίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 3868, ημ. 1.6.2007)»

 

Tόσο η Αρχιπρωτοκολλητής όσο και η ΕΔΥ θεώρησαν το μεταπτυχιακό του εφεσίβλητου ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης συνεπώς δεν τίθετο θέμα πλάνης. Εύλογα η Αρχιπρωτοκολλητής θεώρησε ότι δεν ήταν δυνατόν να αποδοθεί ουσιώδης υπεροχή στον εν λόγω παράγοντα, δεδομένου ότι δεν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε και αποτελούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν.

 

Η νομολογία επί τούτου είναι σαφέστατη. Κατοχή από τους υποψήφιους επιπρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων, τα οποία δεν θεωρούνται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα ή επιπρόσθετο προσόν, είναι στοιχείο στο οποίο δεν πρέπει να [*920]αποδίδεται μεγάλη βαρύτητα. Αφ’ εαυτών τα εν λόγω προσόντα δεν αποδεικνύουν έκδηλη υπεροχή (Larkos v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 513, Papadopoulos v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 1070, Tokkas v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 361, Hadjiioannou v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1041, Kalaitzis a.ο.  v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 839 και Spanos v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 1826).

 

Τα ανωτέρω συνοψίστηκαν και υιοθετήθηκαν εύγλωττα στην Πούρος v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 A.A.Δ. 374, τα οποία για μια ακόμη φορά υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε. Καταλήγουμε ότι όπου τα πρόσθετα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα λαμβάνονται υπόψη το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει.  Εναπόκειται στην αρμόδια Αρχή να αξιολογήσει και να τους αποδώσει την ανάλογη βαρύτητα. Ομοίως δεν επεμβαίνει αφής στιγμής η αρμόδια Αρχή κινήθηκε εντός των ευλόγων επιτρεπτών ορίων. Η νομολογία επ’ αυτού είναι διαχρονική και επιβεβαιώθηκε πολύ πρόσφατα στην Γρουτίδης v. Δημοκρατίας (2017) 3 Α.Α.Δ. 265, ECLI:CY:AD:2017:C93. Στην προκειμένη περίπτωση η Αρχιπρωτοκολλητής και μετέπειτα η ΕΔΥ κινήθηκαν εντός των ευλόγων επιτρεπτών ορίων άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας. Ο υπερτονισμός εκ μέρους του εφεσίβλητου της κατοχής μεταπτυχιακού και της συνάφειας του με την επίδικη θέση δεν μπορεί να διαφοροποιήσει τις ανάγκες τις οποίες έκρινε και θεώρησε ο συντάκτης του σχεδίου υπηρεσίας ως απαραίτητες. Ένα τέτοιο προσόν δεν θεωρήθηκε επιπρόσθετο προσόν ώστε να αποδοθεί σε αυτό οποιαδήποτε βαρύτητα ή ουσιαστική βαρύτητα όπως ο ίδιος εισηγείται. 

 

Η παράθεση των προσόντων της εφεσείουσας και το γεγονός ότι το μεταπτυχιακό προσόν στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο του εφεσίβλητου δεν είχε με οποιοδήποτε τρόπο αξιολογηθεί, όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι λανθασμένη. Η Αρχιπρωτοκολλητής δεν έδωσε βαρύτητα στη μεταπτυχιακή εξέταση που κατείχε η εφεσείουσα, ούτε και εξέλαβε την μεταπτυχιακή εξέταση ως πρόσθετο προσόν, ή εν αντιθέσει απέκρυψε ή δεν απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα στο μεταπτυχιακό που κατείχε ο αιτητής στο European Law. Είναι γεγονός ότι τα επιπρόσθετα προσόντα, τα μη απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας, προσδίδουν στον κάτοχο τους ευρύτητα γνώσης και αντίληψης ώστε να μπορεί να αντεπεξέλθει καλύτερα στις απαιτήσεις και τα καθήκοντα της θέσης. Η κατοχή τους σχετίζεται με την ευχέρεια που παρέχει στον κάτοχο τους να εκπληρώσει τα καθήκοντα της θέσης με μεγαλύτερη επιτυχία (Χρίστου v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας (1993) 3 Α.Α.Δ. 604). Όπως και είναι ορθό ότι η βαρύτητα [*921]που προσδίδεται σε ορισμένο στοιχείο κρίσης δεν μπορεί να προκαθοριστεί, αλλά πρέπει να είναι το αποτέλεσμα συσχετισμών στη βάση του συνόλου των δεδομένων της κάθε περίπτωσης (Δημοκρατία v. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341). Αυτά σταθμίζονται κατά περίπτωση και σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις της εκάστοτε υπό πλήρωση θέσης (Πούρος (ανωτέρω)). Η σύγκριση γίνεται πάντοτε προς ανάδειξη υπεροχής του ενός ή άλλου εκ των υποψηφίων (Μοδίτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695 και Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116).

 

Εσφαλμένη λοιπόν η θεώρηση του Δικαστηρίου ότι οι καθ’ ων δεν έλαβαν υπόψη το μεταπτυχιακό του εφεσίβλητου ως στοιχείο της εκτίμησης της ικανότητας του για καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων του. Εκ των όσων ανωτέρω παραθέσαμε και λήφθηκε υπόψη και συνυπολογίστηκε. 

 

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν.

 

ΑΝΤΕΦΕΣΗ

 

Όλοι οι λόγοι αντέφεσης επαναλαμβάνουν στην ουσία τις θέσεις που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και, κατά τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου, δεν απαντήθηκαν από το Δικαστήριο. Οι λόγοι αντέφεσης μπορούν να ομαδοποιηθούν κατά τρόπο που να τύχουν εξέτασης ενιαίως, εφόσον πολλοί από αυτούς αφορούν στην ουσία τα ίδια θέματα.

 

Το βασικό παράπονο του εφεσίβλητου είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό περί πάσχουσας κρίσης της προϊσταμένης: ότι ο εφεσίβλητος δεν υπερείχε στο θεσμοθετημένο κριτήριο των προσόντων. Συναφές με το ζήτημα είναι και ο ισχυρισμός περί μη εξέτασης της θέσης περί παραβίασης του ενιαίου μέτρου κρίσης και του ισχυρισμού ότι η σύσταση ήταν αναιτιολόγητη, μη συναρτώμενη με τον επακριβή προσδιορισμό των απαιτήσεων της επίδικης θέσης. Επιπλέον, ότι παρείσφρησαν στη σύσταση εξωγενή στοιχεία, ενώ η προταθείσα αρχαιότητα της εφεσείουσας δεν θα μπορούσε να αποκτήσει σημασία ή να καταστεί ρυθμιστικός παράγων εφόσον δεν υπήρχε ισοδυναμία στα υπόλοιπα κριτήρια προαγωγής.

 

Οι λόγοι αυτοί – υπ’ αρ. 1, 3, 5, 6, 7 και 8 – έχουν στην ουσία απαντηθεί από την ανάλυση που προηγήθηκε επί της εφέσεως. Η σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού ήταν καθόλα έγκυρη και νόμιμη βασισθείσα στην αρχαιότητα της εφεσείουσας έστω και αν αυτή, [*922]όπως υποδείχθηκε ανωτέρω, ήταν οριακής σημασίας. Η αρχαιότητα έστω και απομακρυσμένη παραμένει ένα αναγνωρισμένο νόμιμο και θεσμοθετημένο κριτήριο όταν, κατά τα άλλα, τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα, (Δημοκρατία v. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391 και Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275). Η αρχαιότητα πρέπει να συνυπολογίζεται διότι ουδέποτε έπαυσε να έχει τη σημασία της, παρά την υποτίμηση που έτυχε κατά καιρούς νομολογιακά, (Ζωδιάτης v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406 και Δημοκρατία v. Ταλιώτη (ανωτέρω)).  Επομένως, η έστω απομακρυσμένη αρχαιότητα της εφεσείουσας της προσέδιδε το ανάλογο προβάδισμα, συνεπικουρούμενη από την πείρα που αποκτήθηκε, επίσης οριακή, αλλά που μπορούσε να ληφθεί υπόψη, (Παναγή v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639). Το παράπονο του εφεσίβλητου ότι δεν εξετάστηκαν όλα τα πιο πάνω είναι λανθασμένο διότι η Αρχιπρωτοκολλητής ορθά στη σύσταση της αναφέρθηκε στη διαφορά που υπήρχε στην αρχαιότητα, με συνακόλουθη την αναφορά στην πείρα, με αποτέλεσμα να υπήρχε μια ορθή σύσταση επί της οποίας μπορούσε να λειτουργήσει η ΕΔΥ.

 

Επίσης, το παράπονο στην αντέφεση, ότι δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως και το θέμα των προσόντων στο οποίο ο εφεσίβλητος κατ’ ισχυρισμόν υπερείχε, δεν ευσταθεί. Το Δικαστήριο εξέτασε το θέμα αφού παρέθεσε τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού, θεωρώντας ότι αυτή έδωσε βαρύτητα στη μεταπτυχιακή εξέταση που κατείχε η εφεσείουσα, χωρίς να δοθεί και η ανάλογη βαρύτητα στο μεταπτυχιακό προσόν που κατείχε ο ίδιος ο εφεσίβλητος. Συνεχίζοντας το Δικαστήριο έκρινε ότι η ύπαρξη του μεταπτυχιακού προσόντος στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, που κατείχε ο εφεσίβλητος, ήταν θέμα το οποίο σχετιζόταν με το αντικείμενο και τα καθήκοντα της θέσης και δεν είχε με οποιοδήποτε τρόπο αξιολογηθεί από τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού, θεωρώντας τη σύσταση ως πάσχουσα και γι’ αυτό το λόγο. 

 

Παρατηρείται όμως επί του ανωτέρου ότι τόσο η Αρχιπρωτοκολλητής, όσο και η ΕΔΥ, αναφέρθησαν στο εν λόγω μεταπτυχιακό προσόν ρητώς, προβαίνοντας μάλιστα σε σύγκριση του προσόντος αυτού με τα διάφορα άλλα προσόντα που κατείχε η εφεσείουσα.

 

Η ΕΔΥ, αναφέρθηκε στην κατάληξη της στο συγκεκριμένο προσόν του εφεσίβλητου, σημειώνοντας ότι δεν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελούσε πλεονέκτημα ή θεωρείτο ως πρόσθετο προσόν, αποδίδοντας σ’ αυτό τη δέουσα βαρύτητα. Προκύπτει συνεπώς ότι λανθασμένα αναπτύσσεται λόγος περί του προσόντος του εφεσίβλητου ως μη ληφθέντος υπόψη ενώ, παρατηρεί[*923]ται ότι και στον Πίνακα που ήταν ενώπιον της ΕΔΥ, όλα τα προσόντα ήταν καταγραμμένα και θεωρούνται ότι λήφθηκαν υπόψη κατά τη διαδικασία προαγωγής από το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Όπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Παναγή v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) οι λέξεις «ανάλογη βαρύτητα» ή «δέουσα βαρύτητα», που χρησιμοποιεί η ΕΔΥ, είναι φράση που αποδίδει την εκτίμηση του διοικητικού οργάνου σε ό,τι αφορά τη σημασία πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος.

 

Η φράση έχει χρησιμοποιηθεί και στην Πούρος v. Χατζηστεφάνου (ανωτέρω) και έχει την έννοια της στάθμισης, κατά περίπτωση, προσόντων που δεν είναι απαιτούμενα ή θεωρούνται πλεονέκτημα, ώστε το διοικητικό όργανο να εξισορροπήσει τα δύο άκρα, να μην αποδοθεί από τη μια υπερβολική βαρύτητα ή από την άλλη να θεωρηθεί ως εντελώς οριακό. Πρόκειται, όπως είναι πρόδηλο, για μια λεπτή άσκηση κρίσης κατά τη διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου και δεν μπορεί εύκολα να πιστοποιηθεί πλάνη ή λάθος από τη στιγμή που το πρόσθετο ή πρόσθετα προσόντα λαμβάνονται δεόντως υπόψη. Εδώ αναμφίβολα η ΕΔΥ, ακολουθώντας τη σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού, εύλογα και εντός της διακριτικής της ευχέρειας χωρίς να εκφεύγει των ακραίων ορίων αυτής, συστάθμισε από τη μια το μεταπτυχιακό προσόν του εφεσίβλητου έναντι των άλλων προσόντων που κατείχε η εφεσείουσα, τα οποία επίσης δεν αποτελούσαν πλεονέκτημα ή θεωρούνταν δυνάμει του σχεδίου υπηρεσίας ως πρόσθετα προσόντα, και έκρινε ότι εξακολουθούσε η εφεσείουσα να είχε προβάδισμα στην προαγωγή έναντι του εφεσίβλητου υπό το φως της ισοβαθμίας στην αξία των ίδιων ουσιαστικά προσόντων και την οριακή, έστω, υπεροχή της στην αρχαιότητα. Ούτε και μπορεί ο εφεσίβλητος βάσιμα να παραπονείται για τα προσόντα της εφεσείουσας που παρέθεσε η Αρχιπρωτοκολλητής που δεν είναι ακαδημαϊκού επιπέδου, όταν ζήτησε και ο ίδιος να ληφθούν υπόψη και δικά του μη ακαδημαϊκά προσόντα, όπως, την επιτυχία σε εξετάσεις για τη γερμανική γλώσσα και το πιστοποιητικό παρακολούθησης μαθημάτων στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, επιδοκιμάζοντας και αποδοκιμάζοντας ταυτοχρόνως.

     

Όπως επιβεβαιώθηκε και πρόσφατα στη Γρουτίδης (ανωτέρω), με αναφορά και στην Αγαπίου v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 431, τα όσα αναφέρονται από τον προϊστάμενο στη σύσταση του, ως χαρακτηρίζοντα ένα υποψήφιο, λειτουργούν συγκριτικά, αντανακλώντας στους υπόλοιπους, έστω και αν δεν αναφέρεται τίποτε ιδιαίτερο. Ούτε ο προϊστάμενος έχει υποχρέωση να αναφερθεί σε ένα έκαστο των υποψηφίων ή στο σύνολο των δεδομέ[*924]νων τους. Αρκεί η σύσταση προς ορισμένο ή ορισμένους υποψηφίους. Το δε διοικητικό όργανο τεκμαίρεται ότι έχει ενώπιον του και έχει λάβει υπόψη το σύνολο των προσωπικών στοιχείων των υποψηφίων εφόσον οι σχετικοί φάκελοι τίθενται ενώπιον του. 

 

Όσον αφορά το λόγο αντέφεσης 2, σε σχέση με τη μεγαλύτερη πείρα στην άσκηση δικηγορίας, τέτοια πείρα για να είναι αποφασιστική σε θέσεις προαγωγής, πρέπει να έχει αποκτηθεί στην τελευταία θέση που προηγείται της επίδικης. Απομακρυσμένη πείρα έχει μόνο οριακή σημασία. Παρόμοιο παράπονο είχε απορριφθεί στην Γρηγορίου (ανωτέρω) με σκεπτικό ότι η πείρα στη δικηγορία ενδεχομένως να αποτέλεσε στοιχείο κρίσης κατά το διορισμό υποψηφίου στη θέση Πρωτοκολλητή, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει πρόσθετο στοιχείο κρίσης για προαγωγή, η οποία κρίνεται πλέον στη βάση των κριτηρίων της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, χωρίς η πείρα αυτού του είδους να δικαιολογεί προσδοκία ότι επαυξάνει την αξία σε βαθμό ανατροπής της κατάστασης πραγμάτων (Αντωνίου v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 562).

       

Ως προς το λόγο αντέφεσης 9, ότι δεν καθορίστηκε συγκεκριμένη βαρύτητα στο μεταπτυχιακό τίτλο του εφεσίβλητου, το ζήτημα δεν εγείρεται στην ουσία, από τη στιγμή που οριακή και μόνο κρίθηκε με βάση τη νομολογία η σημασία του. Ούτε και βεβαίως ισχύει ισχυρισμός για θυματοποίηση του εφεσίβλητου (λόγος αντέφεσης 11), λόγω εμπλοκής της Αρχιπρωτοκολλητού σε άλλες υποθέσεις όπου ακυρώθηκε ο δικός της διορισμός στη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή. Απέτυχε, θεωρούμε, ο εφεσίβλητος να αποδείξει, στη βάση της νομολογίας με την αναγκαία αυστηρότητα, οποιαδήποτε λογική διασύνδεση με το πρόσωπο του, αλλά και διότι δεν έθεσε στο κατάλληλο στάδιο ενώπιον του διοικητικού οργάνου προς εξέταση ένα τέτοιο ισχυρισμό. Άλλωστε, η απόφαση με την οποία ακυρώθηκε η θέση της Αρχιπρωτοκολλητού ως Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητού εκδόθηκε πολύ πριν η Αρχιπρωτοκολλητής δώσει τη σύσταση της ενώπιον της ΕΔΥ για τις επίδικες προαγωγές. 

 

Και οι τελευταίοι λόγοι αντέφεσης 4, 10 και 12, δεν έχουν υπόσταση εφόσον όλοι αφορούν τη μη στάθμιση των κριτηρίων προαγωγής και την έλλειψη αιτιολογίας. Και αιτιολογία έδωσε η ΕΔΥ και στάθμισε, όπως ήδη αναφέρθηκε προηγουμένως, όλα τα θεσμοθετημένα κριτήρια. Υπέρ της εφεσείουσας υπήρχε η οριακή αρχαιότητα και η σύσταση της Αρχιπρωτοκολλητού, που επαυξάνει την αξία του υποψηφίου, και η οποία, όπως ήδη κρίθηκε, δεν έπασχε. 

 

Όλοι οι λόγοι αντέφεσης απορρίπτονται.

[*925]Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ’ έφεση, υπέρ των εφεσειόντων και σε βάρος του εφεσίβλητου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η αντέφεση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα εν όψει της κοινής συνεκδίκασης της με την έφεση.

 

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα και η αντέφεση απορρίπτεται.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο