Μοτίτης Όμηρος Πέτρου και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 926

ECLI:CY:AD:2017:C459

(2017) 3 ΑΑΔ 926

[*926]14 Δεκεμβρίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

1. ΟΜΗΡΟΣ ΠΕΤΡΟΥ ΜΟΤΙΤΗΣ,

2. ΜΑΡΙΑ ΚΙΚΗ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,

3. ΧΡΥΣΗ ΑΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙΣΙΔΗ,

 

Εφεσείοντες - Αιτητές,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 29/2012)

 

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Ο σκοπός παραμένει ή όχι πραγματοποιήσιμος ― Άρθρο 23.5 του Συντάγματος ― Η μη υλοποίηση των σκοπών της απαλλοτρίωσης μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δεν καταδεικνύει αφ’ εαυτής ότι ο σκοπός για τον οποίον έγινε αυτή είναι ανέφικτος ή ότι έχει εγκαταλειφθεί ― Περιστάσεις της εσφαλμένης εφαρμογής του από τη διοίκηση στην κριθείσα περίπτωση.

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Σκοπός ― Η αναγκαιότητα του συγκεκριμένου έργου, αποτελεί τεχνικής φύσεως θέμα αναγόμενο στο τομέα ευθύνης της διοίκησης που δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο.

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Δεν μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια της ισχυρισμοί που δεν είχαν προβληθεί πρωτόδικα.

 

Οι Εφεσείοντες 2 και 3 απέσυραν την έφεσή τους και παρέμεινε προς εξέταση η έφεση του Εφεσείοντα 1. Ο Εφεσείοντας ζήτησε με την έφεσή του την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την  οποία απερρίφθη η προσφυγή του κατά της άρνησης των εφεσιβλήτων να ανακαλέσουν την απαλλοτρίωση και να του επιστρέψουν το κτήμα του.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

[*927]Είναι  θέση του εφεσείοντα, όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε από την προώθηση των τριών (3) λόγων έφεσης, ότι οι ενέργειες που επισημαίνονται στην πρωτόδικη απόφαση – περίφραξη του χώρου, συσκέψεις αρμοδίων, ανάθεση σε γραφείο μελετών της εκπόνησης σχεδίων κλπ – δεν συνιστούσαν στοιχεία που μπορούσαν εύλογα να θεωρηθούν ότι καθιστούσαν εφικτό και υλοποιήσιμο το σκοπό της απαλλοτρίωσης.

 

Ισχυρίζεται, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις επί του θέματος νομολογιακές αρχές που διατυπώθηκαν στην υπόθεση Ευθυμιάδης v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166 και ιδιαίτερα παρέλειψε να ικανοποιήσει το αντικειμενικό κριτήριο που εκεί τέθηκε, δηλαδή να εξετάσει κατά πόσον οι εφεσίβλητοι προέβησαν σε ενέργειες εύλογα αναγκαίες προς υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης.

 

Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Στην υπόθεση Ευθυμιάδης (ανωτέρω) η Πλήρης Ολομέλεια εξέτασε διεξοδικά το ζήτημα με ανασκόπηση και ανάλυση της μέχρι τότε σχετικής νομολογίας, τονίζοντας ότι το βάρος στον πρώην ιδιοκτήτη δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί ή έχει καταστεί ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν προέβη στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως της περίπτωσης, θα κρίνονταν ως εύλογα αναγκαίες για την υλοποίηση του έργου.

 

Η ουσία της κρίσης στην Ευθυμιάδης (ανωτέρω) είναι η διαρκής υποχρέωση της διοίκησης να καθιστά εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης. Η μη υλοποίηση των σκοπών της απαλλοτρίωσης μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δεν καταδεικνύει αφ’ εαυτής ότι ο σκοπός για τον οποίον έγινε αυτή είναι ανέφικτος ή ότι έχει εγκαταλειφθεί.

 

Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί και τα οποία δεν έχουν αμφισβητηθεί, αποφασίστηκε πως διακρίνεται ότι όντως έλαβε χώρα σειρά διοικητικών ενεργειών, οι οποίες απαριθμούνται στην πρωτόδικη απόφαση και καταδεικνύουν ότι οι εφεσίβλητοι δεν καθυστέρησαν να προχωρήσουν στην υλοποίηση του σκοπού.  Ούτε και εγκατέλειψαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το σκοπό της απαλλοτρίωσης. Αντίθετα φαίνεται από τα διοικητικά στοιχεία ότι προωθείτο ο σχεδιασμός και ότι η υλοποίηση του σκοπού είχε αρχίσει.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν απέσεισε το σχετικό βάρος απόδει[*928]ξης όπως αυτό έχει τεθεί στην υπόθεση Ευθυμιάδης, κρίθηκε ορθό.  Όπως ορθή κρίθηκε και η επισήμανση του ότι το θέμα της περίφραξης και ένταξης του επίδικου τεμαχίου στο χώρο του σχολείου στα πλαίσια προώθησης του σκοπού της απαλλοτρίωσης, καθώς και η αναγκαιότητα του συγκεκριμένου έργου, αποτελεί τεχνικής φύσεως θέμα αναγόμενο στο τομέα ευθύνης της διοίκησης που δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο. Τούτο δε, γιατί προφανώς πρόκειται για επί μέρους μέτρο το οποίο συντελεί στην προώθηση και εξυπηρέτηση του βασικού σκοπού της δημιουργίας μέτρων οδικής ασφάλειας για την εξυπηρέτηση του Δημοτικού Σχολείου Λειβαδιών.

 

Τέλος, η εισήγηση του εφεσείοντα ότι τα τεμάχια που απαλλοτριώθηκαν δεν έχουν χρησιμοποιηθεί κατ’ αποκλειστικότητα για την εξυπηρέτηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, δεν είναι αποδεκτή. Η εισήγηση βασίζεται σε ισχυρισμό ότι στα συγκεκριμένα τεμάχια έχει ήδη ανεγερθεί υπαίθριο αμφιθέατρο και αίθουσες διδασκαλίας, θέση η οποία δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί και το περιεχόμενο των σχετικών φακέλων, περιλαμβανομένου και φωτογραφικού υλικού που είχε παρουσιαστεί από τον εφεσείοντα στην πρωτόδικη διαδικασία. Ακόμα όμως και στην περίπτωση που θα μπορούσε να τεκμηριωθεί ότι η ανέγερση των εγκαταστάσεων που αναφέρονται στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα έλαβε πράγματι χώρα, και μάλιστα μέσα στο επίδικο τεμάχιο, δεν θα επρόκειτο για απόκλιση ή εγκατάλειψη του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Και αυτό καθότι η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης αναφέρεται σε ιδιοκτησία η οποία είναι αναγκαία για «σχολικούς ή άλλους σκοπούς», το δε Διάταγμα Απαλλοτρίωσης παραπέμπει στους «σκοπούς που καθορίζονται στην πιο πάνω Γνωστοποίηση ή για οποιοδήποτε από αυτούς». Ανεξαρτήτως όμως τούτου, όπως αποφασίστηκε, το πιο πάνω επιχείρημα δεν είχε τεθεί ως λόγος ακυρώσεως ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εξεταστεί κατ’ έφεση.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ευθυμιάδης v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166,

 

Καλλικά v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 177,

 

Θεμιστού v. Δημοκρατίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 514,

 

Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ v. Δήμου Λεμεσού (1993) 3 Α.Α.Δ. 25,

[*929]Βωνιάτη v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 611,

 

Ζαχαρία v. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 293,

 

Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης v. Mεταξά (2013) 3 Α.Α.Δ. 341.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Αιτητή Αρ. 1 εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1414/2008, 1872/2008, 1873/2008), ημερ. 30/12/2011.

 

Μ. Δειλινός, για τους Εφεσείοντες.

 

Θ. Πιπερή (κα), για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την απόσυρση της έφεσης από τις εφεσείουσες 2 και 3 παρέμεινε προς εξέταση η έφεση του Όμηρου Π. Μοτίτη (εφεσείων 1, στο εξής ο εφεσείων), ο οποίος θεωρεί εσφαλμένη την απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της υπ’ αρ. 1414/2008 προσφυγής του για τρεις (3) λόγους τους οποίους θα εξετάσουμε αφού πρώτα παραθέσουμε επιγραμματικά το ιστορικό της υπόθεσης και αναφερθούμε στην πρωτόδικη απόφαση.

 

Στις 30.7.2004 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Διάταγμα Απαλλοτρίωσης τριών κτημάτων – των τεμαχίων 1134, 1135 και 1447 – της Κοινότητας Λειβαδιών Λάρνακας τα οποία, όπως γνωστοποιήθηκε από την προηγηθείσα Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, ήταν αναγκαία για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας. Δηλαδή για σχολικούς και άλλους σκοπούς και συγκεκριμένα για μέτρα οδικής ασφάλειας προς εξυπηρέτηση του Δημοτικού Σχολείου της Κοινότητας.

 

Μερικούς μήνες μετά τη δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, τα μέρη κατέληξαν σε συμφωνία δυνάμει της οποίας ο εφεσείων – ιδιοκτήτης του τεμαχίου 1135 – αποζημιώθηκε με το ποσό των Λ.Κ.56.675,50  το οποίο και του καταβλήθηκε και το κτήμα του ενεγράφη επ’ ονόματι του Υπουργείου Παιδείας. Στη [*930]συνέχεια, στις 28.11.2006, πραγματοποιήθηκε ευρεία σύσκεψη όλων των εμπλεκομένων φορέων, στο πλαίσιο της οποίας η Τεχνική Επιτροπή Οδικής Ασφάλειας Μαθητών συμφώνησε όπως στα σχέδια αναβάθμισης του Δημοτικού Σχολείου προωθηθεί και η δημιουργία εσωτερικού κόλπου αποβίβασης/επιβίβασης μαθητών στον κύριο δρόμο της Κοινότητας (Αρχ. Μακαρίου Γ΄).  Ωστόσο δεκαεννέα μήνες περίπου αργότερα, στις 21.5.2008, ο εφεσείων ζήτησε με επιστολή μέσω δικηγόρου από τον Υπουργό Παιδείας την επιστροφή του τεμαχίου του, με ταυτόχρονη επιστροφή του ποσού της αποζημίωσης, στη βάση ότι παρόλο που παρήλθαν 3½ χρόνια από τη δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης το κτήμα του δεν χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό της απαλλοτρίωσης «ή/και ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν κατέστη εφικτός ή/και έχει εγκαταλειφθεί και/ή άλλως πως».

 

Η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, αφού ζήτησε και έλαβε τις απόψεις όλων των εμπλεκόμενων αρχών επί του ζητήματος, απέρριψε το αίτημα και ενημέρωσε σχετικά τον δικηγόρο του εφεσείοντα με επιστολή ημερ. 28.7.2008, στην οποίαν μεταξύ άλλων σημείωσε ότι:

 

«(α) Το τεμάχιο 1135 στο Φ/Σχ. ΧΛ/48, περιλαμβάνεται στην απαλλοτρίωση η οποία προωθήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, σε συνεργασία με τα υπόλοιπα συναρμόδια κυβερνητικά τμήματα, με σκοπό τη δημιουργία μέτρων οδικής ασφάλειας για την εξυπηρέτηση του Δημοτικού Σχολείου Λειβαδιών Λάρνακας.

 

(β) Οι Τεχνικές Υπηρεσίες και η Διεύθυνση Δημοτικής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, σημειώνουν ότι το υπό αναφορά τεμάχιο έχει ήδη περιφραχθεί και ενταχθεί στο χώρο του σχολείου, για τη δημιουργία ασφαλούς πρόσβασης προς το Δημοτικό σχολείο Λειβαδιών».

 

H αντίδραση του εφεσείοντα στην απόρριψη του αιτήματός του εκδηλώθηκε με την προαναφερθεισα προσφυγή, με την οποία επεδίωξε δηλωτική απόφαση ότι η άρνηση των εφεσιβλήτων να ανακαλέσουν την απαλλοτρίωση και να του επιστρέψουν το κτήμα ήταν άκυρη και/ή παράνομη και/ή ελήφθη καθ’ υπέρβαση εξουσίας. Και αυτό καθότι το κτήμα δεν χρησιμοποιήθηκε μέσα στα καθοριζόμενα από το Σύνταγμα και το Νόμο χρονικά περιθώρια και/ή δεν είχε χρησιμοποιηθεί για το σκοπό της απαλλοτρίωσης και/ή ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση κατέστη ανέφικτος και/ή εγκαταλείφθηκε.

[*931]Η προσφυγή του εφεσείοντα προσέκρουσε σε ένσταση των εφεσιβλήτων και εν τέλει το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στο Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και το Άρθρο 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν.15/1962 όπως τροποποιήθηκε), απέρριψε την προσφυγή και επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος, διαπιστώνοντας  ότι είχαν γίνει ενέργειες, συσκέψεις και σχεδιασμοί για την υλοποίηση του έργου και ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης παρέμενε εφικτός, κριτήριο που έχει αναδειχθεί από τη νομολογία ως κρίσιμο στις περιπτώσεις όπου τίθεται θέμα επιστροφής περιουσίας που απαλλοτριώθηκε. Κατέληξε δε στις ακόλουθες επισημάνσεις:

 

«Ο τρόπος υλοποίησης του σκοπού της απαλλοτρίωσης και, εν προκειμένω, η δημιουργία μέτρων οδικής ασφάλειας αποτελεί τεχνικό ζήτημα, το οποίο δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί από το Δικαστήριο, εκτός όπου διαπιστώνεται υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, πλάνη ή αλλότριος σκοπός – (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959), σελ. 227, και Ε. Κoutsou Estates Ltd κ.ά. v. K.O.T. (2001) 3 Α.Α.Δ. 316).

 

Στην παρούσα περίπτωση, από το σύνολο των εγγράφων που παρουσιάστηκαν, δεν έχει αποδειχθεί ότι, στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης – (30/7/2004) – και της επίδικης απόφασης, οι καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε ενέργειες, εύλογα αναγκαίες για την υλοποίηση του έργου. Αντίθετα προκύπτει ότι η διοίκηση, συμμορφούμενη προς τη συνταγματική υποχρέωση της, διατήρησε το σκοπό της απαλλοτρίωσης πραγματοποιήσιμο. Ως εκ τούτου οι αιτητές δεν απέσεισαν το σχετικό βάρος απόδειξης που έφεραν με βάση τη Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ v. Δημοκρατίας (πιο πάνω)».

 

Ο εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση, προβάλλοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα (α) αποφάνθηκε ότι οι εφεσίβλητοι δεν παρέλειψαν να προβούν στις εύλογα αναγκαίες ενέργειες για την υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης και της απόρριψης του αιτήματός του για επιστροφή του κτήματος του (1ος λόγος έφεσης), (β) απέρριψε την εισήγησή του ότι η απαλλοτρίωση αποσκοπούσε σε μελλοντική επέκταση των σχολικών εγκαταστάσεων και ότι ο αρχικός σκοπός της είχε εγκαταλειφθεί, δεδομένου ότι στα επίδικα τεμάχια [*932]έχει ανεγερθεί υπαίθριο αμφιθέατρο και κλειστές αίθουσες διδασκαλίας (2ος λόγος έφεσης) και (γ) δεν αποφάνθηκε ότι το κτήμα του – όπως και τα άλλα δύο απαλλοτριωθέντα τεμάχια – δεν χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για το σκοπό που απαλλοτριώθηκε, (3ος λόγος έφεσης).

 

Είναι θέση του εφεσείοντα, όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε από την προώθηση των τριών (3) λόγων έφεσης, ότι οι ενέργειες που επισημαίνονται στην πρωτόδικη απόφαση – περίφραξη του χώρου, συσκέψεις αρμοδίων, ανάθεση σε γραφείο μελετών της εκπόνησης σχεδίων κλπ – δεν συνιστούσαν στοιχεία που μπορούσαν εύλογα να θεωρηθούν ότι καθιστούσαν εφικτό και υλοποιήσιμο το σκοπό της απαλλοτρίωσης. Αντίθετα, εισηγείται, τα μέτρα αυτά λήφθηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο κατόπιν των δικών του οχλήσεων και ότι κανένα ουσιαστικό μέτρο δεν είχε ληφθεί ή περατωθεί μέσα στην τριετή συνταγματική προθεσμία ή μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Ειδικά, σ’ ό,τι αφορά την περίφραξη του χώρου, ισχυρίστηκε ότι αυτή ακολούθησε το αίτημα του για επιστροφή του κτήματος και έγινε με αλλότρια κίνητρα και δη για να δικαιολογηθεί η απραξία των εφεσιβλήτων. Επιπρόσθετα η περίφραξη δε συνάδει προς το σκοπό της απαλλοτρίωσης, αλλά τον αντιστρατεύεται αφού εμποδίζει την είσοδο και έξοδο οχημάτων στο συγκεκριμένο χώρο. Κατά συνέπεια, ισχυρίζεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις επί του θέματος νομολογιακές αρχές που διατυπώθηκαν στην υπόθεση Ευθυμιάδης v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166 και ιδιαίτερα παρέλειψε να ικανοποιήσει το αντικειμενικό κριτήριο που εκεί τέθηκε, δηλαδή να εξετάσει  κατά πόσον οι εφεσίβλητοι προέβησαν σε ενέργειες εύλογα αναγκαίες προς υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Επομένως, κατέληξε, το κτήμα του δεν έχει χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για το σκοπό της απαλλοτρίωσης, κατά παράβαση του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος και του Άρθρου 14(1) του Ν.15/1962, αφού αντί του σχεδιαζόμενου κλειστού κόλπου αποβίβασης/επιβίβασης μαθητών, ανεγέρθηκαν κλειστές αίθουσες διδασκαλίας και υπαίθριο αμφιθέατρο γεγονός που συνιστά πρόσθετο λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης.

 

Διαμετρικά αντίθετη είναι η θέση των εφεσιβλήτων. Η εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων που συνθέτουν μία απαλλοτρίωση, αντέταξαν, αλλά και ο τρόπος ενέργειας και προώθησης του εκάστοτε καθοριζόμενου σκοπού, συνιστούν ζητήματα αναγόμενα στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης και εν προκειμένω τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου καταδεικνύουν ότι το επίδικο τεμάχιο εξακολουθούσε να εξυπηρετεί το σκοπό της απαλλοτρίω[*933]σης, ο οποίος με τις ενέργειες που είχαν γίνει μέχρι τότε από πλευράς διοίκησης παρέμενε κατά πάντα χρόνο εφικτός.

 

Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων. Καταλήξαμε ότι η επιχειρηματολογία του εφεσείοντα και κατ’ επέκταση οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Στην υπόθεση Ευθυμιάδης (ανωτέρω) η Πλήρης Ολομέλεια εξέτασε διεξοδικά το ζήτημα με ανασκόπηση και ανάλυση της μέχρι τότε σχετικής νομολογίας, τονίζοντας ότι το βάρος στον πρώην ιδιοκτήτη δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί ή έχει καταστεί ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν προέβη στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως της περίπτωσης, θα κρίνονταν ως εύλογα αναγκαίες για την υλοποίηση του έργου.

 

Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά, στις σελ. 183-184 της απόφασης:

 

«Συμμεριζόμαστε την ανησυχία που εκφράστηκε στην Συμεωνίδης, και φρονούμε ότι η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για τον σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση, εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό. Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των υποκειμενικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες, ως εκ της προκύπτουσας διαφοροποίησης του επιπέδου των απαιτούμενων ενεργειών της διοίκησης, στο αποτέλεσμα της όποιας συγκεκριμένης υπόθεσης».

 

Η ουσία της κρίσης στην Ευθυμιάδης (ανωτέρω) είναι η διαρκής υποχρέωση της διοίκησης να καθιστά εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης. Η μη υλοποίηση των σκοπών της απαλλοτρίωσης μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δεν καταδεικνύει           αφ’ εαυτής ότι ο σκοπός για τον οποίον έγινε αυτή είναι ανέφικτος ή ότι έχει εγκαταλειφθεί. Το κρίσιμο στοιχείο, όπως έχει υποδειχθεί στην Καλλικά v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 177, είναι η διαπίστωση του κατά πόσον ο σκοπός παραμένει ή όχι πραγματοποιήσιμος. Ο δε όρος "εφικτός" στο Άρθρο 23.5 του Συντάγματος [*934]έχει την έννοια "δυνάμενος να πραγματοποιηθεί" και όχι "πραγματοποιηθείς".Όπως δε εξηγήθηκε στην υπόθεση Θεμιστού v. Δημοκρατίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 514 το ζητούμενο είναι η προώθηση του έργου με εύλογες ενέργειες, ώστε αυτό να καθίσταται όχι μόνο μέσα στην τριετία αλλά και διαχρονικά εφικτό.

 

Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί και τα οποία δεν έχουν αμφισβητηθεί, φαίνεται ότι όντως έλαβε χώρα σειρά διοικητικών ενεργειών, οι οποίες απαριθμούνται στην πρωτόδικη απόφαση και καταδεικνύουν ότι οι εφεσίβλητοι δεν καθυστέρησαν να προχωρήσουν στην υλοποίηση του σκοπού. Ούτε και εγκατέλειψαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το σκοπό της απαλλοτρίωσης. Αντίθετα φαίνεται από τα διοικητικά στοιχεία ότι προωθείτο ο σχεδιασμός και ότι η υλοποίηση του σκοπού είχε αρχίσει.

 

Η εξαντλητική αναφορά και εξέταση των διοικητικών εγγράφων και ενεργειών που καταγράφονται στο φάκελο και της αλληλογραφίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών και οργάνων την οποία επικαλείται ο εφεσείων, δεν υποστηρίζει την εισήγηση του ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης είτε εγκαταλείφθηκε είτε κατέστη ανέφικτος. Αντίθετα επιβεβαιώνουν την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης ότι στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης και της επίδικης απόφασης, η διοίκηση προέβη σε ενέργειες και σχεδιασμούς οι οποίοι καθιστούσαν το σκοπό της απαλλοτρίωσης εφικτό και μάλιστα σε τροχιά υλοποίησης. 

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν απέσεισε το σχετικό βάρος απόδειξης όπως αυτό έχει τεθεί στην υπόθεση Ευθυμιάδης, είναι ορθό. Όπως ορθή είναι και η επισήμανση του ότι το θέμα της περίφραξης και ένταξης του επίδικου τεμαχίου στο χώρο του σχολείου στα πλαίσια προώθησης του σκοπού της απαλλοτρίωσης, καθώς και η αναγκαιότητα του συγκεκριμένου έργου, αποτελεί τεχνικής φύσεως θέμα αναγόμενο στο τομέα ευθύνης της διοίκησης που δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο (βλ. Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ v. Δήμου Λεμεσού (1993) 3 Α.Α.Δ. 25). Τούτο δε, γιατί προφανώς πρόκειται για επί μέρους μέτρο το οποίο συντελεί στην προώθηση και εξυπηρέτηση του βασικού σκοπού της δημιουργίας μέτρων οδικής ασφάλειας για την εξυπηρέτηση του Δημοτικού Σχολείου Λειβαδιών. Σχετική επί του ζητήματος είναι η Βωνιάτη v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 611, όπου παρατηρήθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Στην περίπτωση όπου συγκεκριμένη απαλλοτρίωση συνιστά μέρος ευρύτερου πολεοδομικού σχεδίου, η κρίση ως προς την [*935]ορθότητα της απόφασης της Απαλλοτριούσας Αρχής είναι συνηρτημένη προς τη γενική φιλοσοφική αντίληψη του σχεδίου και του επιδιωκόμενου σκοπού. Η οποιαδήποτε προσπάθεια για αξιολόγηση της συνεισφοράς ή της χρησιμότητας του κάθε επί μέρους σχεδιασμού προς διαπίστωση της αξίας που η λύση μεμονωμένα προσφέρει ενέχει τον κίνδυνο λανθασμένης εκτίμησης. Ο σχεδιασμός και οι λύσεις που προτείνονται πρέπει να εξετάζονται συνολικά και αλληλένδετα σε συνάρτηση προς την ευρύτητά που καλύπτει ο σκοπός της απαλλοτρίωσης και όχι επιλεκτικά με βάση το μεμονωμένο ατομικό συμφέρον των ιδιοκτητών επηρεαζόμενων τεμαχίων».

 

Τέλος, η εισήγηση του εφεσείοντα ότι τα τεμάχια που απαλλοτριώθηκαν δεν έχουν χρησιμοποιηθεί κατ’ αποκλειστικότητα για την εξυπηρέτηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, δεν είναι αποδεκτή. Η εισήγηση βασίζεται σε ισχυρισμό ότι στα συγκεκριμένα τεμάχια έχει ήδη ανεγερθεί υπαίθριο αμφιθέατρο και αίθουσες διδασκαλίας, θέση η οποία δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί και το περιεχόμενο των σχετικών φακέλων, περιλαμβανομένου και φωτογραφικού υλικού που είχε παρουσιαστεί από τον εφεσείοντα στην πρωτόδικη διαδικασία. Ακόμα όμως και στην περίπτωση που θα μπορούσε να τεκμηριωθεί ότι η ανέγερση των εγκαταστάσεων που αναφέρονται στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα έλαβε πράγματι χώρα, και μάλιστα μέσα στο επίδικο τεμάχιο, δεν θα επρόκειτο για απόκλιση ή εγκατάλειψη του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Και αυτό καθότι η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης αναφέρεται σε ιδιοκτησία η οποία είναι αναγκαία για «σχολικούς ή άλλους σκοπούς», το δε Διάταγμα Απαλλοτρίωσης παραπέμπει στους «σκοπούς που καθορίζονται στην πιο πάνω Γνωστοποίηση ή για οποιοδήποτε από αυτούς».  Ανεξαρτήτως όμως τούτου, όπως ορθά παρατήρησε η δικηγόρος της Δημοκρατίας, το πιο πάνω επιχείρημα δεν είχε τεθεί ως λόγος ακυρώσεως ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εξεταστεί κατ’ έφεση (βλ. Ζαχαρία v. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 293, Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης v. Mεταξά (2013) 3 Α.Α.Δ. 341).

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται, με €1.500 έξοδα προς όφελος των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο