ECLI:CY:AD:2018:C551
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 116/2012)
20 Δεκεμβρίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
1. xxx ΒΟΥΡΗΣ,
2. xxx ΤΣΙΟΥΤΗΣ,
3. xxx ΜΥΛΩΝΑΣ,
4. xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείοντες-Αιτητές 1, 3, 5 και 7,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η Αίτηση.
_________________________
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Διονύσης Ι. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, μαζί με Ν. Κορέλλη, Ασκούμενο Δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
_________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες διορίστηκαν ως θηροφύλακες, δυνάμει του περί Προστασίας και Αναπτύξεως Θηραμάτων και ΄Αγρίων Πτηνών Νόμου του 1974, (Ν. 39/1974), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, ειδικά, από το Ν. 27/1991). Σύμφωνα με το άρθρο 24(2)[1] του εν λόγω Νόμου, κατέστησαν μέλη της Δημόσιας Υπηρεσίας. Υπηρετούσαν δε στην Υπηρεσία Θήρας και Πανίδας του Υπουργείου Εσωτερικών, (η Υπηρεσία Θήρας).
Αργότερα, με τον περί Ταμείου Θήρας Νόμο του 1990, (Ν. 158/1990), καθιδρύθηκαν το Ταμείο Θήρας και η Επιτροπή Διαχείρισής του, η οποία είχε, μεταξύ άλλων, εξουσία να προβαίνει στο διορισμό θηροφυλάκων και άλλου προσωπικού. Στη συνέχεια, με τον Τροποποιητικό Νόμο 32(Ι)/1995, προστέθηκε το άρθρο 5Α, το εδάφιο (1) του οποίου προέβλεπε για τη μεταφορά των υπαλλήλων ή εργατών της Υπηρεσίας Θήρας σε ανάλογες θέσεις του Ταμείου Θήρας, αντίστοιχες προς τις θέσεις που αυτοί κατείχαν.
Εναντίον της εφαρμογής του πιο πάνω άρθρου, καταχωρίστηκε η προσφυγή αρ. 737/1995, η οποία στέφθηκε με επιτυχία. Ως αποτέλεσμα, ο Τροποποιητικός Νόμος 32(Ι)/1995 κρίθηκε αντισυνταγματικός. Η απόφαση δε αυτή επικυρώθηκε, κατ’ έφεση, από το Ανώτατο Δικαστήριο, στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αγαθαγγέλου κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 198. Συνακόλουθα, οι εφεσείοντες επανήλθαν στη Δημόσια Υπηρεσία, όπου συνέχισαν να υπηρετούν είτε στο Υπουργείο Εσωτερικών, σε διάφορα τμήματα ή υπηρεσίες του, είτε σε άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες, στις οποίες είχαν αποσπαστεί, χωρίς, σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους, να υπάρχει περιθώριο ανέλιξής τους, παρά τα πολλά χρόνια υπηρεσίας τους.
Το 2002, συστάθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών ο Τομέας Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων, με στόχο την εφαρμογή του περί Στερεών και Επικίνδυνων Αποβλήτων Νόμου του 2002, (Ν. 215(Ι)/2002), (ο «Νόμος»). Οι εφεσείοντες μεταφέρθηκαν από τα διάφορα τμήματα στα οποία υπηρετούσαν μέχρι τότε στη Διοίκηση του Υπουργείου αυτού, στο οποίο ανήκαν οργανικά, προκειμένου να στελεχώσουν τον εν λόγω Τομέα. ΄Εκτοτε, με δεδομένο ότι η Υπηρεσία Θήρας, στην οποία αυτοί ανήκαν, καταργήθηκε, τους ανατέθηκαν, δυνάμει του άρθρου 35 του Νόμου, καθήκοντα, ως Επιθεωρητές, τα οποία, ομολογουμένως, ήταν άσχετα με τα καθήκοντα που, αρχικά, όταν πρωτοδιορίστηκαν, τους είχαν ανατεθεί.
Στη συνέχεια, κατόπιν σχετικής μελέτης των Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εσωτερικών, η οποία εγκρίθηκε από το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών, ο Τομέας Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων εντάχθηκε στις Τεχνικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών. Κατά την κρίση του Προϊσταμένου των Τεχνικών Υπηρεσιών, ορισμένες από τις αρμοδιότητες, οι οποίες διεκπεραιώνονταν από τη Διοίκηση του εν λόγω Υπουργείου και, ειδικότερα, από τον υπό αναφορά Τομέα ή/και από τα Επαρχιακά Γραφεία του, αποκεντρώθηκαν ή/και συγχωνεύθηκαν με τις Επαρχιακές Διοικήσεις (Κλάδους Τεχνικών Υπηρεσιών), για σκοπούς καθαρά υπηρεσιακούς και οικονομίας πόρων. Ως εκ τούτου, κρίθηκε αναγκαία η μετακίνηση προς τις Επαρχιακές Διοικήσεις τόσο των εφεσειόντων όσο και του Τεχνικού και του Γραμματειακού Προσωπικού που απασχολείτο με τη διεκπεραίωση αυτών των αρμοδιοτήτων.
Οι εφεσείοντες ενημερώθηκαν για την υπό αναφορά μετακίνησή τους τον Οκτώβριο του 2010, με σχετικές επιστολές του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, στις οποίες καταγραφόταν ρητά ότι αυτή θα γινόταν το Νοέμβριο του 2010. Οι ίδιοι θα εξακολουθούσαν να ασκούν τα καθήκοντα που ασκούσαν και προηγουμένως. Θα μετακινούνταν μόνο γεωγραφικά, εντός της ίδιας επαρχίας, και πάλι στις Τεχνικές Υπηρεσίες.
Η πιο πάνω απόφαση δε βρήκε σύμφωνους τους εφεσείοντες, οι οποίοι, με επιστολή του δικηγόρου τους, ημερομηνίας 9.12.2010, διαμαρτυρήθηκαν έντονα για την εν λόγω, κατ’ ισχυρισμό, άδικη μεταχείρισή τους και ζήτησαν την άρση της, επιφυλάσσοντας τα δικαιώματά τους. Ακολούθως, στις 3.1.2011, καταχώρισαν την προσφυγή αρ. 5/2011, προσβάλλοντας όχι μόνο την μετακίνησή τους στις Τεχνικές Υπηρεσίες των Επαρχιακών Διοικήσεων αλλά και την παράλειψη των εφεσιβλήτων να απαντήσουν και/ή να ενεργήσουν σύμφωνα με την επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 9.12.2010. Ούτε, όμως, η προσπάθειά τους αυτή είχε θετικό αποτέλεσμα∙ η προσφυγή τους απορρίφθηκε, οπότε καταχώρισαν την παρούσα έφεση.
Συγκεκριμένα, προβλήθηκε, πρωτόδικα, υπό μορφή προδικαστικής ένστασης, η οποία έγινε δεκτή, ότι η προσβληθείσα απόφαση συνιστούσε εσωτερικό μέτρο της διοίκησης και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη. Η πιο πάνω ένσταση είχε έρεισμα σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία οι μετακινήσεις υπαλλήλων στο δημόσιο τομέα θεωρούνται εσωτερικό διοικητικό μέτρο και δεν προσδίδουν εκτελεστό χαρακτήρα στην πράξη, (βλ. Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 219). Κρίθηκε δε, συναφώς, ότι η απόφαση για τη μετακίνηση των εφεσειόντων στις Τεχνικές Υπηρεσίες των Επαρχιακών Διοικήσεων δεν παρήγαγε οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα για τους ιδίους∙ δεν τους δημιούργησε οποιεσδήποτε νέες υποχρεώσεις, ούτε κατάργησε δικαιώματά τους. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, ο οποίος εξεδίκασε την υπόθεση, η συγκεκριμένη απόφαση αποτελούσε «ένα εσωτερικό μέτρο, το οποίο λήφθηκε από τη διοίκηση στο πλαίσιο αποφάσεων για εξοικονόμηση πόρων και για καλύτερη λειτουργία των υπηρεσιών της, με την αξιοποίηση του υπάρχοντος προσωπικού.».
Οι εφεσείοντες, με τους λόγους έφεσης 1 και 3, ουσιαστικά, στρέφονται κατά του πιο πάνω συμπεράσματος της πρωτόδικης απόφασης, υποβάλλοντας ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του ότι η προσβληθείσα διοικητική πράξη στερείτο εκτελεστού χαρακτήρα. Είναι, ειδικότερα, η θέση τους ότι αυτή επέφερε συνέπειες και μεταβολή στην υπηρεσιακή τους υπόσταση, αφού είχε ως αποτέλεσμα οι ίδιοι να ασκούν καθήκοντα άλλα από αυτά που προβλέπονταν στο σχέδιο υπηρεσίας, με βάση το οποίο είχε γίνει ο διορισμός τους. ΄Αμεση συνέπεια ήταν η παραβίαση του άρθρου 60 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/1990), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), αλλά και του δεδικασμένου που απορρέει από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αγαθαγγέλου κ.ά., πιο πάνω. ΄Οπως επισημαίνουν, στην παρούσα περίπτωση, η ομαλή σταδιοδρομία τους ανετράπη χωρίς δική τους ευθύνη, αφού, από θηροφύλακες, μετατράπηκαν, αναρμόδια και παράνομα, σε υπαλλήλους της Επαρχιακής Διοίκησης.
Το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης έχει, ήδη, παρατεθεί. Από αυτό, προκύπτει, με σαφήνεια, πως η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε ό,τι αφορά την εγερθείσα προδικαστική ένσταση περί έλλειψης εκτελεστότητας της προσβληθείσας απόφασης, είναι απόλυτα ορθή. Αντί δε οποιουδήποτε άλλου σχολιασμού, παρατίθενται τα όσα, σχετικά, αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση, τα οποία υιοθετούνται πλήρως, για σκοπούς της παρούσας έφεσης:-
«Στην προκειμένη περίπτωση οι Αιτητές ως Θηροφύλακες στο παρελθόν εντάχθηκαν με Νόμο, ο οποίος κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο αντισυνταγματικός, στην υπηρεσία του ‘Ταμείου Θήρας’ η οποία αργότερα καταργήθηκε. ΄Ετσι ως δημόσιοι υπάλληλοι, στο πλαίσιο εσωτερικών μετακινήσεων, αδιαμαρτύρητα και για πολλά χρόνια είχαν ενταχθεί και υπηρετούσαν ως προσωπικό στον Τομέα Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων. Με την προσβαλλόμενη απόφαση πλέον, ο Τομέας τους εντάχθηκε στις Τεχνικές Υπηρεσίες των Επαρχιακών Διοικήσεων. Κατά την άποψή μου, η απόφαση αυτή δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού δεν παράγει οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα για τους Αιτητές. Με αυτή δεν δημιουργούνται ούτε νέες υποχρεώσεις, ούτε και καταργούνται δικαιώματά τους (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 238 και 340). Η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την άποψή μου, είναι ένα εσωτερικό μέτρο, το οποίο λήφθηκε από τη διοίκηση στο πλαίσιο αποφάσεων για εξοικονόμηση πόρων και για καλύτερη λειτουργία των υπηρεσιών της, με την αξιοποίηση του υπάρχοντος προσωπικού. Το ζήτημα της μετακίνησης των Αιτητών σε άλλη υπηρεσία του ίδιου Υπουργείου, καθώς και η αναδιάρθρωση και η δομή των κλιμάκων και των θέσεών τους, είναι θέμα που αφορά αποκλειστικά τη διοίκηση και όχι το Δικαστήριο το οποίο σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορεί να επέμβει, εκτός αν διαπιστωθεί παρανομία ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας ... Η ανάγκη για δημιουργία προοπτικών ανέλιξης όπως ισχυρίζονται οι Αιτητές, είναι και πάλι θέμα που δεν μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο, αφού αφορά τις σχέσεις μεταξύ των υπαλλήλων και των αρμόδιων διοικητικών υπηρεσιών.»
Στο σημείο αυτό, επισημαίνεται ότι τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία καταδεικνύουν πως οι εφεσείοντες αποδέχονταν τα διάφορα καθήκοντα, που κατά καιρούς τους ανατίθεντο, υπό διαμαρτυρία, ουδέποτε, όμως, πρόσβαλαν με προσφυγή τις σχετικές αποφάσεις. ΄Επραξαν τούτο μετά από υπηρεσία οκτώ, σχεδόν, ετών στον Τομέα Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων. Από τη στιγμή, όμως, που ο συγκεκριμένος Τομέας, στον οποίο υπηρετούσαν από το 2002, εντάχθηκε στις Τεχνικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών, στις Επαρχιακές Διοικήσεις, η μετακίνησή τους σε αυτές ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Οι ρυθμίσεις δε που έγιναν, σχετικά, αφορούσαν αποκλειστικά θέματα της Διοίκησης και δεν επηρέαζαν οποιαδήποτε δικαιώματα των εφεσειόντων. ΄Αλλωστε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, σύμφωνα με τα γεγονότα της εξεταζόμενης υπόθεσης, στις εν λόγω Υπηρεσίες μετακινήθηκαν όχι μόνο οι εφεσείοντες αλλά και το Τεχνικό και Γραμματειακό Προσωπικό που απασχολείτο με τη διεκπεραίωση των αρμοδιοτήτων που αποκεντρώθηκαν και/ή συγχωνεύτηκαν με τις Επαρχιακές Διοικήσεις.
Συνοψίζοντας, μέσα από τα πραγματικά περιστατικά της εξεταζόμενης υπόθεσης, εξειδικεύονται, με σαφήνεια, οι λόγοι οι οποίοι υπαγόρευσαν όχι μόνο τη συγκεκριμένη μετακίνηση των εφεσειόντων αλλά και τις προγενέστερες μετακινήσεις τους. Αυτοί ήταν η εύρυθμη λειτουργία των διαφόρων τμημάτων του Υπουργείου Εσωτερικών, στο οποίο οργανικά ανήκαν οι εφεσείοντες, και η ορθή αξιοποίησή τους, ως υπαλλήλων αυτού. Σαφέστατα, οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν αποτελούσαν εκτελεστή διοικητική πράξη, επιφέρουσα έννομα αποτελέσματα, ώστε αυτή να μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του ΄Αρθρου 146.1 του Συντάγματος.
΄Οσον αφορά την ανάγκη για δημιουργία προοπτικών ανέλιξης, όπως ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, αυτό είναι και πάλι θέμα που δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Δικαστηρίου, αφού τούτο αφορά τις σχέσεις μεταξύ των υπαλλήλων και του αρμοδίου Τμήματος της Δημόσιας Υπηρεσίας στο οποίο αυτοί υπηρετούν, στη βάση τυχόν ρυθμίσεων που υπάρχουν σε σχετικό νόμο ή κανονισμό. Ουδέν, όμως, έχει αναφερθεί εκ μέρους των εφεσειόντων, ως προς τη συγκεκριμένη αυτή πτυχή.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως, στο αιτητικό τους, είχαν και δεύτερο αίτημα θεραπείας, το οποίο αφορούσε την παράλειψη των εφεσιβλήτων να απαντήσουν και/ή να ενεργήσουν σύμφωνα με την επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 9.12.2010. Το πιο πάνω αίτημα εδράζεται στο ΄Αρθρο 29 του Συντάγματος. Το συγκεκριμένο άρθρο, όπως έχει, κατ’ επανάληψη, τονιστεί από τη νομολογία, κατοχυρώνει το δικαίωμα προσώπου να απευθύνεται στις αρχές και να απαιτεί από αυτές την εξέταση του θέματος και τη λήψη δεόντως αιτιολογημένης απόφασης εντός προθεσμίας μη υπερβαίνουσας τις τριάντα ημέρες. Αποσκοπεί στη διασφάλιση της χρηστής διοίκησης, υποχρεώνοντας τις δημόσιες αρχές να επιλαμβάνονται γραπτών αιτήσεων των πολιτών, οι οποίοι έχουν δικαίωμα να αναμένουν απάντηση σε αυτές.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσείοντες, παρά το ότι δεν έλαβαν απάντηση στην προαναφερόμενη επιστολή τους, από τη στιγμή που πρόσβαλαν με προσφυγή την τελική απόφαση των εφεσιβλήτων, τη σχετική με το θέμα για το οποίο είχε ζητηθεί απάντηση, (τη μετακίνησή τους, δηλαδή, στις Τεχνικές Υπηρεσίες των Επαρχιακών Διοικήσεων), δε νομιμοποιούνται να αξιώνουν, ταυτόχρονα, απόφαση για παράλειψη απάντησης. ΄Εχει νομολογιακά κριθεί πως αιτητής, όταν ασκήσει προσφυγή δυνάμει του ΄Αρθρου 146.1 του Συντάγματος σε σχέση με την ουσία του αιτήματός του, δεν μπορεί να αξιώνει συγχρόνως θεραπεία δυνάμει του ΄Αρθρου 29 σε σχέση με την παράλειψη της διοίκησης να του απαντήσει, (βλ. Phedias Kyriakides and The Republic (Minister of Interior) 1 R.S.C.C. 66, Yiannakis Georghiades and The Republic of Cyprus through The District Officer Limassol (1966) 3 C.L.R. 153, Pelopidas Sevastides v. Republic (Council of Ministers) (1968) 3 C.L.R. 309 και Sofocles Sofocleous v. Republic (Ministry of Education and Another) (1974) 3 C.L.R. 63). Eπομένως, προώθηση λόγου ακύρωσης και στη βάση αυτή, ευλόγως, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική.
Επιπρόσθετα, για να είναι επιτρεπτή η ανάληψη δικαιοδοσίας δυνάμει του ΄Αρθρου 146.1 του Συντάγματος κατ’ επίκληση του ΄Αρθρου 29 του Συντάγματος, πρέπει το ζήτημα που εγείρεται από τον αιτητή να αφορά σε εκτελεστή διοικητική πράξη, (βλ. Charilaos Xenophontos and The Republic (Minister of Interior) 2 R.S.C.C. 89, Modestos Pitsillos v. The Minister of the Interior through The Director - General and Another (1971) 3 C.L.R. 397, Republic v. Nissiotou (1985) 3 C.L.R. 1335 και Δημοκρατία ν. Γιωργαλλή κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 590). Εν προκειμένω, δεδομένου ότι, όπως ήδη έχει λεχθεί, η μετακίνηση των εφεσειόντων στις Τεχνικές Υπηρεσίες των Επαρχιακών Διοικήσεων αποτελούσε εσωτερικό μέτρο και δε συνιστούσε απόφαση τέτοιας φύσεως, η μη απάντηση στη σχετική επιστολή εκ μέρους των εφεσειόντων δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του ΄Αρθρου 146.1 του Συντάγματος σε συνδυασμό προς το ΄Αρθρο 29 του Συντάγματος, το οποίο δεν επεκτείνει τη δικαιοδοσία που αναλαμβάνεται δυνάμει του ΄Αρθρου 146.1, (βλ. Charilaos Xenophontos and The Republic (Minister of Interior), ανωτέρω). Συνεπώς, ορθά το Δικαστήριο δεν εξέτασε το συγκεκριμένο αίτημά τους.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000,00.
Κ. Παμπαλλής,Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.,
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΜΠ
[1] «(2) Οι θηροφύλακες που διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο αυτό είναι μέλη της δημόσιας υπηρεσίας και έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις και τα ίδια δικαιώματα και εργάζονται κάτω από τους ίδιους όρους όπως και οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι, εκτός αν γίνεται διαφορετική ρύθμιση σε Κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με το Νόμο αυτό.»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο