ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ v. ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΗ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ.8/2014, 22/5/2020

ECLI:CY:AD:2020:C162

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ.8/2014)

(Υπ. Αρ. 1491/2010)

 

 

22 Μαΐου 2020

 

 

 [ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΔ]

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

xxx ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

 

Εφεσείοντα/Ενδιαφερόμενου Μέρους

 

και

 

xxx ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΗ

 

Εφεσίβλητου/Αιτητή

 

και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ΄ων η Αίτηση

__________

Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα/Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Ε. Τόλλα (κα) για Μ. Ηλιάδη και Συνεταίρους ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο/Αιτητή.

Ε. Παπαγεωργίου (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

__________

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη.  Την απόφαση της Πλειοψηφίας θα δώσει ο Χ. Μαλαχτός, Δ.  Με αυτή συμφωνούν ο Μ. Χριστοδούλου, Δ. και η Κ. Σταματίου, Δ. Διιστάμενη απόφαση θα δοθεί από τον Λ. Παρπαρίνο, Δ.  Με αυτή συμφωνεί και η Α. Πούγιουρου, Δ.

_________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας ήταν η νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας, η Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 19.10.2010, με την οποία ο Εφεσείοντας προάχθηκε στη μόνιμη θέση Διευθυντή Τελωνείων από 1.11.2010. 

 

Η συζήτηση κατά την πρωτόδικη διαδικασία είχε περιστραφεί γύρω από την παράγραφο 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης που, ενώ προνοούσε ότι μεταπτυχιακό δίπλωμα του υποψηφίου σε συγκεκριμένα θέματα αποτελούσε πλεονέκτημα, με σημείωση η πρόνοια καθίστατο αδρανής σε σχέση με την πρώτη πλήρωση της θέσης αμέσως μετά την ημερομηνία έγκρισης του Σχεδίου, όπως ήταν η επίδικη περίπτωση. 

 

Ως αποτέλεσμα, η Ε.Δ.Υ. δεν προσέδωσε στο μεταπτυχιακό δίπλωμα που κατείχε ο Εφεσίβλητος τη βαρύτητα του πλεονεκτήματος, αλλά την αξία ενός πρόσθετου προσόντος, μη προβλεπόμενου, αλλά άμεσα σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Ο Εφεσίβλητος προσέβαλε την απόφαση της προαγωγής και δικαιώθηκε στη βάση της διαπίστωσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη σημείωση ήταν άκυρη γιατί παραβίαζε την αρχή της ισότητας. 

 

Η Ε.Δ.Υ. δεν εφεσίβαλε την ακυρωτική απόφαση.  Επανεξέτασε το ζήτημα και προήγαγε εκ νέου τον Εφεσείοντα στη θέση αναδρομικά από την ημερομηνία της ακυρωθείσας προαγωγής του.  Κατά την ακρόαση της έφεσης κατατέθηκε εκ συμφώνου απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίας της Ε.Δ.Υ. ημερ. 14.1.2014 κατά την οποία αποφασίστηκε η εκ νέου προαγωγή του Εφεσείοντα.  Αναφέρεται ότι η Ε.Δ.Υ., αφού εξέτασε την απόφαση του Δικαστηρίου,  αποφάσισε ότι για σκοπούς της επανεξέτασης η παράγραφος 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης σχετικά με το πλεονέκτημα θα λαμβανόταν υπόψη ως είχε και η σημείωση  θα αγνοείτο.

 

Ο Εφεσίβλητος έχει καταχωρίσει την προσφυγή 117/2014 κατά της απόφασης επαναδιορισμού του Εφεσείοντα, που απορρίφθηκε και εκκρεμεί έφεση.

 

Στη βάση των εξελίξεων εγείρεται από τον Εφεσίβλητο ζήτημα ότι ο Εφεσείοντας δεν έχει έννομο συμφέρον να προωθεί την παρούσα έφεση.

 

Προϋπόθεση προκειµένου κάποιο πρόσωπο να νοµιµοποιείται να ασκήσει προσφυγή δυνάµει του ΄Αρθρου 146.2 του Συντάγµατοςείναι να έχει έννοµο συµφέρον.  ΄Οπως επισηµαίνεται στην Χρυσοστόµου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 316, 319, η κατοχή του «συναρτάται µε τη ζωτικότητα του συµφέροντος του προσφεύγοντος κατά τα τρία κρίσιµα στάδια, (λήψη απόφασης, άσκηση προσφυγής, εκδίκαση).» (βλ. ακόμη Ε.Π. Σπηλιωτόπουλος: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 15η έκδ., Νομική Βιβλιοθήκη 2015, Τόμος II, σελ.89).  Το στάδιο της εκδίκαση αφορά τόσο την πρωτόδικη διαδικασία όσο και την έφεση (Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 202, 209).

 

Αναφύεται το κεφαλαιώδες ζήτημα κατά πόσο πρόσωπο ο διορισμός ή προαγωγή του οποίου ακυρώνεται πρωτόδικα και καταχωρεί έφεση κατά της ακυρωτικής απόφασης, νομιμοποιείται στην συνέχιση της προώθηση της, στην περίπτωση που η διοίκηση δεν έχει εφεσιβάλει την ακυρωτική απόφαση και, στο μεταξύ, τον διορίζει ή προάγει εκ νέου στην ίδια θέση και με ισχύ όπως ο διορισμός ή η προαγωγή του που ακυρώθηκε.

 

Είναι νομολογιακά ξεκαθαρισμένο πως το γεγονός της επανεξέτασης αποστερεί από την διοίκηση το δικαίωμα καταχώρισης έφεσης κατά της ακυρωτικής απόφασης ή της συνέχισης της προώθησης της εφόσον είχε καταχωριστεί.  Η υποβολή έφεσης συνιστά αντινομία προς την αποδοχή της ακυρωτικής απόφασης, αφού για την γένεση της νέας διοικητικής απόφασης που η διοίκηση ηθέλησε να λάβει, προϋπόθεση είναι η αποδοχή της εξαφάνισης της πράξης που ακυρώθηκε (Κ.Ο.Α. ν. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ. 1110, 1114).  Δεν αποστερεί όμως, ως θέμα αρχής, το δικαίωμα καταχώρισης ή προώθησης έφεσης από ενδιαφερόμενο μέρος, που επηρεαζόταν άμεσα και θετικά από την ακυρωθείσα πράξη, αφού αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεσμεύεται από την απόφαση συμμόρφωσης με την ακυρωτική απόφαση (Χαραλάμπους ν. Πουλλικά (2002) 3 Α.Α.Δ. 685, 687).

 

Στη Νατιώτης ν. Γερολέμου , Αναθεωρητική Έφεση Αρ.13/2010, ημερ. 9.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:D668, στην οποία μας έχει παραπέμψει ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου, αναφέρεται ότι σε σχέση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ηεπί του θέματος νομολογία καταδεικνύει πως η κάθε υπόθεση έχει κριθεί με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της. Αναφέρεται ότι: «Ένα κοινό κριτήριο, το οποίο µε σαφήνεια εξάγεται από τη νοµολογία αυτή και παρέχει καθοδήγηση για αντιµετώπιση κάθε τέτοιας περίπτωσης, αφορά στο κατά πόσο η περαιτέρω προώθηση της έφεσης θα αποφέρει οποιοδήποτε απτό νοµικό ή πραγµατικό όφελος στον εφεσείοντα.» και με αναφορά στη Χρυσοστόµου (σελ.320) πως «για να δικαιολογείται η εκ προοιµίου απόρριψη έφεσης, πρέπει να “καταφαίνεται, ως αναντίλεκτο γεγονός, ότι η έφεση έχει απολέσει το αντικείµενό της”, µε την έννοια, προφανώς, πως, αν αυτό συµβεί, ο εφεσείων δε θα έχει οποιοδήποτε όφελος από την περαιτέρω προώθησή της

Στη Νατιώτης, ο εφεσείοντας είχε διοριστεί από τον Αρχηγό της Αστυνομίας στη θέση μηχανικού αστυνομικών ακάτων με το βαθμό του λοχία, αλλά ο διορισμός του ακυρώθηκε σε προσφυγή που καταχώρησε ο εφεσίβλητος.  Ο εφεσείοντας καταχώρησε την εξεταζόμενη έφεση κατά της ακυρωτικής απόφασης, αλλά πριν την εκδίκαση της ο Αρχηγός, κατόπιν επανεξέτασης, διόρισε τον εφεσίβλητο στη θέση, ενώ παράλληλα προήγαγε τον εφεσείοντα σε υπεράριθµη θέση στο βαθµό του Λοχία µε αναδροµική ισχύ, όπως ο διορισµός του που είχε ακυρωθεί, με τον εφεσείοντα να αποδέχεται την προαγωγή ανεπιφύλακτα.  Παρά ταύτα, προσέφυγε κατά του διορισμού του εφεσίβλητου, αλλά όταν η προσφυγή του απορρίφθηκε δεν εφεσίβαλε την απορριπτική απόφαση.  Αποφασίστηκε πως τυχόν επιτυχία της έφεσης θα έβρισκε τόσο τον εφεσείοντα όσο και τη διοίκηση, δηλαδή τον Αρχηγό, αντιµέτωπους µε το δεδικασµένο, το οποίο είχε ήδη δηµιουργηθεί συνεπεία του αποτελέσµατος της απόρριψης της προσφυγής του εφεσείοντα, που είχε εδραιώσει τον εφεσίβλητο ως το νόµιµο κάτοχο της θέσης, οπόταν η συνέχιση της έφεσης κανένα όφελος δε θα μπορούσε να αποφέρει στον εφεσείοντα.

 

Επιβεβαιώθηκε ωστόσο στη Νατιώτης, κατ’ επίκληση της Χρυσοστόμου και της Πουλλικά, πως«η αποδοχή προαγωγής, η οποία είναι το αποτέλεσµα επανεξέτασης από τη διοίκηση, δεν καταργεί το δικαίωµα έφεσης το οποίο ασκείται, στο µεταξύ, από τον επανεκλεγέντα, σε σχέση µε την προηγούµενη ακυρωτική απόφαση επί του ιδίου θέµατος.»

 

Στην Χαραλάμπους ν. Πίλλας, Αναθεωρητική Έφεση Αρ.118/2010, ημερ. 2.12.2015, στην οποία επίσης μας έχει παραπέμψει ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου, η ακύρωση της προαγωγής του εφεσείοντα εφεσιβλήθηκε από τον ίδιο, όχι όμως από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας που κατόπιν επανεξέτασης τον προήγαγε εκ νέου και αναδρομικά.  Η νέα προαγωγή ακυρώθηκε και αυτή, όμως η ακυρωτική απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε.  Σε νέα επανεξέταση, η Ε.Ε.Υ. διόρισε αναδρομικά τον εφεσίβλητο αυτή τη φορά και ο εφεσείοντας καταχώρησε προσφυγή που εκκρεμούσε.  Κρίθηκε ότι η μη αμφισβήτηση της δεύτερης ακυρωτικής απόφασης επενεργούσε αντίθετα με το δικαίωμα του εφεσείοντα να συνεχίσει την έφεση (κατά της πρώτης ακυρωτικής απόφασης).

 

Επισημαίνεται πως τόσο στη Νατιώτης όσο και στην Πίλλας υφίστατο τελεσίδικη απόφαση που, όπως αποφασίστηκε, επηρέαζε το δικαίωμα συνέχισης της προώθησης της έφεσης.  Ωστόσο, τέτοια απόφαση υφίστατο και στην Πουλλικά.

 

Στην Πουλλικά  ο εφεσείοντας εφεσίβαλε την ακυρωτική απόφαση της προαγωγής του, αλλά όταν κατά την επανεξέταση η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου προήγαγε τον εφεσίβλητο δεν προσέβαλε την πράξη.  Η Ολομέλεια αποφάνθηκε ότι δεν θα μπορούσε να ήταν γνωστό κατά πόσο ο εφεσείοντας, εάν εγκατέλειπε την έφεση, θα μπορούσε να προβάλει λόγους ακυρότητας κατά της προαγωγής του εφεσίβλητου, λόγους που ίσως είχε να προβάλει στην υπό εξέταση έφεση.  Η Ολομέλεια δεν αποδέχτηκε ότι ο εφεσείοντας δεσμευόταν από την απόφαση προαγωγής του εφεσίβλητου που δεν είχε προσβάλει, ούτε ότι η έφεση του δεν είχε αντικείμενο, εξηγώντας ότι σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης και επικύρωσης της προαγωγής του εφεσείοντα, η Α.Η.Κ. θα είχε την υποχρέωση, συμμορφούμενη με το αποτέλεσμα της έφεσης, να ανακαλέσει την δεύτερη απόφαση, δηλαδή να ανακαλέσει την προαγωγή του εφεσίβλητου.

Στην Πίλλας διακρίθηκε η Πουλλικά στη βάση ότι η έφεση καταχωρίστηκε μετά την επανεξέταση και επομένως δεν τίθετο θέμα επηρεασμού του δικαιώματος του εφεσείοντα να προβάλει λόγους ακύρωσης της δεύτερης πράξης.  Η διάκριση θα πρέπει να προσεγγιστεί έχοντας υπόψη ότι με την δεύτερη πράξη προάχθηκε και πάλιν ο εφεσείοντας (είναι με την τρίτη πράξη που προάχθηκε ο εφεσίβλητος), ενώ αντίθετα στην Πουλλικά ήταν ο εφεσίβλητος και επομένως στη τελευταία ο εφεσείοντας ίσως να μην είχε λόγους ουσίας για να προσβάλει την προαγωγή του εφεσίβλητου.

 

Στην Ιωάννου ν. Γράβανη κ.ά.(2011) 3Β Α.Α.Δ. 913, πάνω στην οποία έχει στηρίξει την επιμέρους επιχειρηματολογία του ο δικηγόρος του Εφεσείοντα, ο διορισμός του εφεσείοντα στη θέση Καθηγητή στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου ακυρώθηκε σε προσφυγή του εφεσίβλητου, αφού το Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι η σύνθεση και λειτουργία του Εκλεκτορικού Σώματος, που σύστησε στην Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή για διορισμό τον εφεσείοντα, έπασχε.  Μετά την καταχώριση της έφεσης, η Επιτροπή, συμμορφούμενη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, προχώρησε σε επανεξέταση και διόρισε εκ νέου τον εφεσείοντα αναδρομικά.  Ο εφεσίβλητος αμφισβήτησε το νέο διορισμό με νέα προσφυγή που εκκρεμούσε.

 

Κατά την έφεση, προβλήθηκε πως με τον αναδροµικό διορισµό του εφεσείοντακαι την ανεπιφύλακτη από τον ίδιο αποδοχή του, αυτός απώλεσε το έννοµο του συµφέρον για προώθηση της έφεσης. Αποφασίστηκε πως το γεγονός ότι η διοίκηση συµµορφώθηκε µε την πρωτόδικη απόφαση και προχώρησε σε επανεξέταση, δεν επενεργούσε, καταλυτικά στο δικαίωµα έφεσης του εφεσείοντα και πως το ενδεχόμενο επιτυχίας της έφεσης δεν θα ήταν χωρίς σημασία για τον εφεσείοντα, αφού, πλέον, δεν θα υπήρχε οτιδήποτε να συζητηθεί στη προσφυγή για το νέο διορισμό.

 

Με την έφεση αμφισβητείτο μόνο η ορθότητα της απόρριψης προδικαστικής ένστασης που αφορούσε την εκτελεστότητα της απόφασης της Επιτροπής.   Η θέση του εφεσείοντα ήταν πως το όργανο με την αποφασιστική αρμοδιότητα ήταν το Εκλεκτορικό Σώμα, η απόφαση του οποίου δεν είχε προσβληθεί. Ο εφεσίβλητος είχε προσβάλει την απόφαση της Επιτροπής  και το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι η απόφαση της ήταν εκτελεστή. Εάν η έφεση επιτύγχανε, κρινόταν δηλαδή ότι απόφαση της Επιτροπής  δεν ήταν εκτελεστή, δεν θα υπήρχε, επεσήμανε η Ολομέλεια, οτιδήποτε να συζητηθεί στη προσφυγή για το νέο διορισμό, που προδήλως είχε και πάλι ασκηθεί κατά της απόφασης της Επιτροπής.

 

Η Γράβανη συζητήθηκε στη Λαμπρατσιώτη όπου και διακρίθηκε επί των γεγονότων της. Διακρίθηκε και η Πουλλικά στη βάση ότι εκεί κατά την επανεξέταση αυτός που προάχθηκε ήταν ο εφεσίβλητος και όχι ο εφεσείοντας.

 

Στη Λαμπρατσιώτη ο διορισμός της εφεσείουσας από την Ε.Δ.Υ. στη μόνιμη θέση Ακτινογράφου ακυρώθηκε σε προσφυγή που καταχώρησε η εφεσίβλητη για τον λόγο που αφορούσε τη μη κατοχή από την εφεσείουσα καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, που ήταν προαπαιτούμενο του σχεδίου υπηρεσίας για την πλήρωση της θέσης.  Η  εφεσείουσα καταχώρησε έφεση, ενώ η Ε.Δ.Υ. αποδέχτηκε την πρωτόδικη κρίση και προχώρησε σε επανεξέταση.  Προέβηκε σε επεκταμένη έρευνα και, στη βάση του αποτελέσματος της, θεώρησε ότι η εφεσείουσα κατείχε το προσόν και την επαναδιόρισε αναδρομικά.  Η εφεσίβλητη καταχώρησε προσφυγή εναντίον του επαναδιορισμού.

Σημειώνεται στην Λαμπρατσιώτη ότι αν δεν υπήρχε η μεταγενέστερη προσφυγή δεν θα παρέμενε έννομο συμφέρον στην εφεσείουσα και πως δεν διατηρούσε δικαίωμα να εμμένει στην έφεση της διότι η διοικητική πράξη του πρώτου διορισμού της εξέλιπε.  Αυτά όμως τα δεδομένα συνέτρεχαν και στη Γράβανη.

 

Η ουσιαστική διάκριση που είχε σημειωθεί από την Ολομέλεια ήταν ότι στη Γράβανη η ακύρωση του διορισμού οφειλόταν στην πλημμελή σύνθεση του Εκλεκτορικού Σώματος το οποίο κατά την επανεξέταση συνεδρίασε με νόμιμη σύνθεση, ενώ στην Λαμπρατσιώτη το πρόβλημα ήταν ουσιαστικής υφής, η έλλειψη προσόντος, που κατά την επανεξέταση, στη βάσει της νέας έρευνας, διαπιστώθηκε ότι η εφεσείουσα κατείχε.  Η νέα προσφυγή, όπως σημειώνεται, είχε ασκηθεί επί νέων δεδομένων.

 

Ουσιαστικής υφής είναι και το επίδικο ζήτημα στην υπό εκδίκαση περίπτωση, που αφορά στο κατά πόσο το μεταπτυχιακό δίπλωμα του υποψηφίου σε συγκεκριμένα θέματα αποτελούσε πλεονέκτημα και ως τέτοιο θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη προς όφελος του Εφεσίβλητου που το κατείχε, ή ίσχυε η σημείωση και ορθά το μεταπτυχιακό δίπλωμα του Εφεσίβλητου δεν λήφθηκε υπόψη ως πλεονέκτημα.  Και εδώ η νέα προσφυγή ασκήθηκε επί νέων δεδομένων, αφού κατά την επανεξέταση η σημείωση αγνοήθηκε.

 

Υπάρχει, όμως, μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ της Λαμπρατσιώτη και της παρούσας.  Στη Λαμπρατσιώτη η εφεσείουσα στην υποστήριξη του διορισμού της μετά την επανεξέταση θα είχε το περαιτέρω υπέρ της στοιχείο του αποτελέσματος της επεκταμένης έρευνας και της απόφασης της Ε.Δ.Υ.ότι κατείχε το προσόν, ενώ στην παρούσα ο Εφεσείοντας στην υποστήριξη της προαγωγής του μετά την επανεξέταση, στην έφεση που εκκρεμεί, θα έχει να αντιμετωπίσει και το δεδομένο της κατοχής από τον Εφεσίβλητο μεταπτυχιακού διπλώματος που θα προσμετρά ως πλεονέκτημα για τον τελευταίο. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο, με το μεταπτυχιακό δίπλωμα να λαμβάνεται υπόψη ως πλεονέκτημα, ο Εφεσίβλητος θα επιτύχει στην έφεση που εκκρεμεί.  Εάν επιτύχει, η προαγωγή του Εφεσείοντα θα ακυρωθεί.  Εάν όμως η Έφεση επιτύχει και επομένως η σημείωση ορθά ίσχυσε και το μεταπτυχιακό δίπλωμα του Εφεσίβλητου ορθά δεν λήφθηκε υπόψη ως πλεονέκτημα, ο Εφεσείοντας δεν θα διατρέξει τον πιο πάνω κίνδυνο.  Ως εκ τούτου δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο Εφεσείοντας δεν μπορεί να έχει όφελος από την προώθησητης παρούσας Έφεσης.

 

Εάν η παρούσα Έφεση επιτύχει τότε αναπόφευκτα η Ε.Δ.Υ. θα πρέπει να ανακαλέσει την δεύτερη απόφαση προαγωγής του ιδίου του Εφεσείοντα ημερ.14.1.2014 με αποτέλεσμα η προσφυγή 117/2014 να καταστεί άνευ αντικειμένου.  Αυτή η συλλογιστική κρίθηκε στην Λαμπρατσιώτη λανθασμένη.  Αναφέρθηκε κατ’ επέκταση, σελ. 210-211, πως:

 

«Η εφεσείουσα δεν μπορεί να επιλέγει και τα δύο. Δεν μπορεί να ακολουθεί μοναχικό δρόμο παρά την απόφαση της Ε.Δ.Υ. να επανεξετάσει προς όφελος της, αναμένοντας ταυτόχρονα από την Ε.Δ.Υ. να ανακαλέσει την προς όφελος της απόφαση, εάν η έφεση επιτύχει, λειτουργώντας έτσι και εναντίον των δικών της συμφερόντων.

 

Άλλωστε η νομολογία αποδοκιμάζει την έγερση θεμάτων από το ενδιαφερόμενο μέρος που έρχονται σ’ αντίθεση με τη θέση που λαμβάνει το διοικητικό όργανο, το οποίο είναι βεβαίως κατ’ εξοχήν το αρμόδιο σώμα να αποφασίσει πώς θα χειριστεί μια ακυρωτική από το Ανώτατο Δικαστήριο, απόφαση. Ένα ενδιαφερόμενο μέρος οφείλει να συνδράμει στην απόφαση και όχι να προβάλλει χωριστές αιτιάσεις στήριξης της διοικητικής πράξης έξω από το χειρισμό της ίδιας της διοίκησης. Η εμπλοκή του ενδιαφερομένου μέρους στην όλη διαδικασία αποσκοπεί στην υποστήριξη της διοικητικής απόφασης, (Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109 και Κυπριανού κ.ά. ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Συνεκδ. Προσφ. Αρ. 1519/09 κ.ά., ημερ. 20.7.2012).»

 

 

 

 

 

Και στη σελ. 209:

 

 

«Η ίδια όμως η εφεσείουσα δεν διατηρεί πλέον δικαίωμα να εμμένει στην έφεση της, αποδεχθείσα τον επαναδιορισμό της διότι η διοικητική πράξη επί της οποίας κρίθηκε άκυρος ο πρώτος διορισμός της, εξέλιπε. Και περαιτέρω έπαυσε και να έχει οποιαδήποτε ισχύ εφόσον το ίδιο το διοικητικό όργανο που την παρήγαγε αποδέχθηκε την ακύρωση και το λόγο αυτής και επομένως επανεξέτασε το διορισμό στην επίδικη θέση εξ υπαρχής με τα δεδομένα, νομικά και πραγματικά που υπήρχαν τότε, τηρουμένου του ακυρωτικού αποτελέσματος. Η παραχθείσα τότε πράξη εφόσον ακυρώθηκε, εξαφανίστηκε, σύμφωνα και με το Άρθρο 57 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Αρ. 158(Ι)/99, η δε Ε.Δ.Υ. επανέφερε τα πράγματα στην προτέρα τους κατάσταση, πριν την έκδοση της νέας πράξης.

 

Η καταχώρηση νέας προσφυγής δεν αποτελεί από μόνο του στοιχείο τέτοιο που προσδίδει έννομο συμφέρον εφόσον η νέα προσφυγή συναρτάται προς νέα δεδομένα, της παλαιότερης πράξης εξαφανισθείσας με την απόφαση του διοικητικού οργάνου να αποδεχθεί την ετυμηγορία του Δικαστηρίου και να επανεξετάσει. Ούτε βέβαια ο χρόνος καταχώρησης της έφεσης, αν δηλαδή καταχωρήθηκε πριν τον επαναδιορισμό της εφεσείουσας έχει σημασία διότι ακριβώς η επανεξέταση ακυρωθείσας απόφασης υποδηλώνει και την αποδοχή του ακυρωτικού αποτελέσματος της, (Δήμος Αραδίππου κ.ά. ν. Γεωργίου (Αρ. 1) (2003) 3 Α.Α.Δ. 25, σελ. 28-29 και στην ΚοινοπραξίαActionPR&PublicationsLtd&Epistle (Epistele)Communications & Media Ltd v.Kοινοπραξίας L & T PartnersCommunications Services Ltd & PR Partners Ltd (2009)3 Α.Α.Δ. 475).»

 

 

Ήταν η κατάληξη στη Λαμπρατσιώτη ότι η εφεσείουσα στερείτο εννόμου συμφέροντος να προωθεί την έφεση της, εφόσον το διοικητικό όργανο επανεξετάζοντας την υπόθεση την επαναδιόρισε, με αναδρομική, μάλιστα, ισχύ.

 

Προκύπτει πως στη Λαμπρατσιώτη παρά την διάκριση παλαιοτέρων υποθέσεων επί των γεγονότων τους, ουσιαστικά σηματοδοτήθηκε μια διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα που περιορισμένα αν καθόλου περιθώρια αφήνει για άλλη κατάληξη από το ότι σε τέτοιες περιπτώσεις έφεση δεν θα πρέπει να καταχωρείται ή εάν έχει καταχωριστεί πριν την επανεξέταση να εγκαταλείπεται.

 

Στις μεταγενέστερες Νατιώτης και Πίλλας μνημονεύεται η Λαμπρατσιώτη, στη Πίλλας ρητά ως δεσμευτικό προηγούμενο.

 

Στις επίσης μεταγενέστερες της Λαμπρατσιώτη συνενωμένες εφέσεις Ταρτίου ν. Κυριάκου και Κυριάκου ν. Χατζημάρκου (2014) 3 Α.Α.Δ. 333, ECLI:CY:AD:2014:C722, υπήρξαν διιστάμενες αποφάσεις.

 

Σε ό,τι ενδιαφέρει από τα γεγονότα της υπόθεσης, δύο προσφυγές κατά της προαγωγής της εφεσείουσας από την Ε.Δ.Υ. που συνεκδικάστηκαν πέτυχαν με την εφεσείουσα να εφεσιβάλλει την μια μόνο.  Η Ε.Δ.Υ. αποδέχτηκε την πρωτόδικη κρίση και κατά την επανεξέταση προήγαγε τον εφεσίβλητο αναδρομικά στην επίδικη θέση που ήταν μία.  Η εφεσείουσα δεν προσέφυγε κατά της προαγωγής του εφεσίβλητου. 

 

Η πλειοψηφία (τρεις Δικαστές) αποφάνθηκαν ότι η προαγωγή του εφεσίβλητου κατά την επανεξέταση είχε επιφέρει νέα τετελεσμένα τα οποία, εφόσον δεν αμφισβητήθηκαν από την εφεσείουσα με προσφυγή, παρέμεναν ισχυρά.  Η ορθότητα της προαγωγής του εφεσίβλητου δεν ήταν πλέον δυνατό να αμφισβητείται, ούτε να τίθεται εμμέσως, δηλαδή με την υπό εξέταση έφεση, υπό έλεγχο.  Περαιτέρω, η προαγωγή της εφεσείουσας εφόσον είχε ακυρωθεί (με την υπό έφεση απόφαση) είχε εξαφανιστεί. Η Πουλικκά, όπως και στη Λαμπρατσιώτη, διακρίθηκε επί των γεγονότων της.  Στην Ταρτίου αναφέρεται ότι είχε ουσιαστική σημασία η μη προσβολή της προαγωγής του εφεσίβλητου, ενώ πρόσθετο ουσιώδες διαφοροποιητικό στοιχείο ήταν και η μη άσκηση έφεσης στη συνεκδικασθείσα προσφυγή. Ωστόσο, στην Ταρτίου η θεώρηση του ζητήματος στη Πουλικκά τίθεται υπό ξεκάθαρη αμφισβήτηση και ανεξάρτητα από τα γεγονότα των υποθέσεων. Αναφέρεται στις σελ.339-340 ότι:

 

«Πρώτον, στην Πουλικκάς δεν φαίνεται να απασχόλησε ή να συζητήθηκε η επίπτωση της δηµιουργίας νέας διοικητικής πράξης µετά την επανεξέταση, έχοντας υπόψη ότι η πρώτη ακυρωθείσα πράξη εξαφανίσθηκε. Η επανεξέταση οδηγεί σε τετελεσµένα που δεν θα ήταν δυνατόν να ανατραπούν εκ των υστέρων µε την επιτυχία της έφεσης. Η άποψη που εκφράστηκε στην Πουλικκάς ότι το διοικητικό όργανο θα υποχρεωθεί να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση, συµµορφούµενο µε το αποτέλεσµα της έφεσης παραγνωρίζει (i) ότι η δεύτερη απόφαση δεν συναρτάται πλέον µε την πρώτη και δεν αποτελεί συνέχεια της εφόσον ήταν αποτέλεσµα επανεξέτασης µε την έκδοση νέας αυτοτελούς διοικητικής πράξης, (ii) ότι ο διορισµός ή προαγωγή που αποφασίστηκε µετά την επανεξέταση δεν είναι δυνατόν σε παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης του διοικούµενου προς τη διοίκηση, να ακυρωθεί µετά πάροδο χρόνου όταν αποφασιστεί πλέον η έφεση, και (iii) η επανεξέταση µπορεί να είναι προς όφελος και πάλι του ενδιαφερόµενου µέρους ή ακόµη και υπέρ τρίτου, επιφέροντας έτσι διαφορετικά αποτελέσµατα κάθε φορά.

 

Δεύτερο, η Πουλικκάς δεν ανεφέρθη και στην άλλη αρχή ότι η εµπλοκή του ενδιαφερόµενου µέρους στην όλη διαδικασία είναι να συνδράµει και να υποστηρίξει τη διοικητική πράξη και απόφαση και δεν µπορεί να προβάλλει αιτιάσεις έξω από το χειρισµό της ίδιας της διοίκησης, (Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109 και Λαµπρατσιώτη ν. Ανδρέου – ανωτέρω –. Για την όλη υπόσταση και εµβέλεια της ανάµειξης του ενδιαφερόµενου µέρους δέστε xxx Φινόπουλος κ.ά. ν. Δηµοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1729/11, 33/12 και 194/12, ηµερ. 10.12.2013[)].

 

Τίθεται εν αµφιβόλω, η δυνατότητα χειρισµού διαφορετικού από την απόφαση του διοικητικού οργάνου, όταν αυτό αποφασίζει να αποδεκτεί την ακυρωτική απόφαση, ενεργώντας εννοείται αµερόληπτα, αποστασιοποιηµένα και πέραν των προσωπικών συµφερόντων των υποψηφίων. Γνώµονας του διοικητικού οργάνου, το οποίο παρήγαγε τη διοικητική πράξη και µάλιστα χωρίς τη συµµετοχή του ενδιαφεροµένου µέρους, είναι η επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για διορισµό ή προαγωγή. Η αποδοχή από το διοικητικό όργανο της απόφασης ακύρωσης από το κατ’ εξοχήν αρµόδιο συνταγµατικό όργανο, το Ανώτατο Δικαστήριο, δείχνει και σεβασµό προς την απόφαση, αλλά και αναγνώριση των λαθών που διέπραξε κατά την παραγωγή της διοικητικής πράξης.»

 

Η μειοψηφία δεν αποδέχτηκε τη θέση ότι τυχών επιτυχία της έφεσης δεν θα ωφελούσε την εφεσείουσα γιατί η προαγωγή της θα παρέμενε ακυρωμένη στη βάση της ακύρωσης που δεν εφεσίβαλε.  Στη βάση ότι η ακυρωτική απόφαση επενεργεί έναντι πάντων(ergaomnes) ως προς το αποτέλεσµά της και ότι το ακυρωτικό αποτέλεσμα ήταν ένα, δεν αποδέχτηκε ότι η Πουλικκά δεν είχε εφαρμογή στα γεγονότα της υπόθεσης.  Μνημονεύονται στην απόφαση της μειοψηφίας εκείνα τα αποσπάσματα από τις Χρυσοστόμου και Πουλικκά που καθιέρωσαν την προσέγγιση που αμφισβήτησε η πλειοψηφία.

 

Στην Χατζηχάννας ν. Παρέλλη, Αναθεωρητική Έφεση Αρ.102/2010, ημερ. 1.2.2016, μετά την ακυρωτική απόφαση του διορισμού του εφεσείοντα που ο τελευταίος εφεσίβαλε, κατά τη επανεξέταση διορίστηκε ο εφεσίβλητος.  Ο εφεσείοντας πρόσβαλε τον νέο διορισμό, είχε ωστόσο αποσύρει την προσφυγή αφού η διοίκηση αποδέχτηκε την ακύρωση του νέου διορισμού για συγκεκριμένο λόγο, με τον εφεσείοντα να επιφυλάσσει τα δικαιώματα του σε σχέση με πρόσθετους λόγους ακύρωσης που είχε προβάλει.

 

Η πλειοψηφία (τρεις Δικαστές) ακολούθησε τη προσέγγιση της Πουλικκά.  Δεν έγινε αποδεκτή εισήγηση ότι υπό το φως της Λαμπρατσιώτη και της Ταρτίου ο εφεσείοντας είχε απολέσει το δικαίωμα της έφεσης του.  Επισημάνθηκε πως η έφεση δεν στρεφόταν εναντίον της απόφασης που εξαφανίστηκε με την ακυρωτική απόφαση, αλλά εναντίον της πρωτόδικης απόφασης και σημειώθηκε ότι:

« … αποστέρηση από τον Εφεσείοντα του δικαιώματος του να προωθήσει την έφεσή του, συνεπάγεται τη δημιουργία απρόσβλητου δεδικασμένου στη βάση του οποίου η διοίκηση θα κινηθεί στα πλαίσια της επανεξέτασης. Κατά την εισήγηση, με την έκδοση νέας πράξης κατόπιν ακυρωτικής απόφασης, πρέπει να παραμείνει ανέλεγκτη η πράξη από την οποία γεννήθηκε το εν λόγω δεδικασμένο και να υποχρεούται ο Εφεσείοντας να δεχθεί το ακυρωτικό αποτέλεσμα και να διεκδικήσει το δίκαιό του, όπως ο ίδιος το αισθάνεται, αλλά κινούμενος πλέον μέσα στο περιοριστικό πλαίσιο που θέτει μια νέα διοικητική απόφαση η οποία εκδόθηκε σε συμμόρφωση με δεδικασμένο και συνεπώς, πιθανώς, όχι εφ’ όλων των ζητημάτων. Θα είχαμε έτσι το παράδοξο ο Εφεσείων να αποστερείται του δικαιώματος να στραφεί εναντίον της πρωτόδικης απόφασης από την οποία γεννήθηκε το δεδικασμένο επειδή έχει δικαίωμα να προσβάλει τη νέα απόφαση η οποία εκδόθηκε στη βάση ακριβώς αυτού του δεδικασμένου.»

 

Η μειοψηφία κατ’ επίκληση της Ταρτίου  και στη βάση της καταλυτικής, όπως την χαρακτήρισε, απουσίας αμφισβήτησης του νέου διορισμού, οδηγήθηκε στο αντίθετο αποτέλεσμα.  Κρίθηκε πως το πιο σηµαντικό στοιχείο ήταν η, τελικώς, µη αµφισβήτηση από πλευράς εφεσείοντα της νοµιµότητας της προαγωγής του εφεσιβλήτου. Η απόσυρση της προσφυγής που καταχώρησε ο εφεσείοντας, υποδηλούσε αποδοχή των αποτελεσµάτων της προσβληθείσας απόφασης, τα αποτελέσµατα της οποίας, δεν ήταν εφικτό να διαφοροποιηθούν από τη στιγµή που αµέσως δεν υπήρχε προσβολή στην ορθότητα της.

 

Στην Ελισσαίου ν. Παντελή, Αναθεωρητική Έφεση Αρ.65/2010, ημερ. 11.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:C475,έγινε ανάλυση της μέχρι τότε νομολογίας και διαφοροποιήθηκαν από την Ολομέλεια, με ομόφωνη απόφαση, οι υποθέσεις (Πίλλας,Ταρτίου καιΝατιώτης) όπου «είτε δεν είχε ασκηθεί προσφυγή εναντίον της διοικητικής απόφασης, που προέκυψε µετά την επανεξέταση, είτε δεν ασκήθηκε έφεση εναντίον της απορριπτικής απόφασης.» Διαφοροποιήθηκε και η Λαμπρατσιώτη όπου κατά την επανεξέταση είχε επαναδιοριστεί η εφεσείουσα, ενώ στην Ελισσαίου η εφεσίβλητη. Κρίθηκε πως, δεδομένης της αµφισβήτησης τόσο της ακυρωτικής απόφασης του δικού της διορισμού, όσο και της απόφασης διορισµού της εφεσίβλητης κατά την επανεξέταση, και κατ’ επίκληση της Πουλικκά, η εφεσείουσα δεν έχει απωλέσει το δικαίωµα της για προώθηση της έφεσης.

 

Στην Παπαθεοδώρου ν. Χαραλάμπους κ.ά., Αναθεωρητική Έφεση Αρ.99/2012, ημερ. 16.10.2018,ο εφεσείοντας εφεσίβαλε την απόφαση ακύρωσης του διορισμού του, δεν πρόσβαλε όμως τον διορισμό του εφεσίβλητου που ακολούθησε κατά την επανεξέταση.  Εγέρθηκε ζήτημα έννομου συμφέροντος του εφεσείοντα στη προώθηση της έφεση και αναγνωρίστηκε ότι το ζήτημα δεν αντιμετωπίζεται ομοιόμορφα από τη νομολογία.  Παρατέθηκε εκτενές απόσπασμα από την Ελισσαίου, όπου γινόταν ανάλυση της μέχρι τότε νομολογίας, με την πλειοψηφία (τέσσερεις Δικαστές) να αποφαίνεται ότι η προσέγγιση της, θεμελιωμένη στην θεώρηση της Πουλικκά ότι επιτυχία στην έφεση θα υποχρεώσει την διοίκηση να ανακαλέσει την δεύτερη της απόφαση, απαντάται στη Ταρτίου με το σκεπτικό πως με την επανεξέταση δημιουργούνται νέα τετελεσμένα τα οποία, εφόσον δεν αμφισβητήθηκαν με άσκηση προσφυγής παραμένουν ισχυρά.  Επιβεβαιώνεται η σημασία που είχε στη Ταρτίου το γεγονός ότι δεν είχε ασκηθεί προσφυγή από τον εφεσείοντα κατά του διορισμού του εφεσίβλητου κατά την επανεξέταση.

 

Είναι αναμφισβήτητο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, παρ' όλον ότι δεσμεύεται από προηγούμενές του αποφάσεις, δε στερείται της δυνατότητας να αποστεί από αρχές που διατυπώθηκαν στο παρελθόν. Όμως η απόκλιση θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη περίσκεψη. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεως ή η αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου, δικαιολογεί μια τέτοια κατάληξη. Το σφάλμα θα πρέπει να έχει αντικειμενική υπόσταση και να καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο. Αν χωρούν ή αν έχουν, ακόμα χειρότερα, εκφραστεί περισσότερες της μιας άποψης ως προς την ορθότητα της αρχής δικαίου που ενσωματώνει, το σφάλμα σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναντίλεκτο, ώστε να παρέχει βάση για την ανατροπή της προηγούμενης απόφασης (Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων (1996) 1 Α.Α.Δ. 315καιΒύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77).Οι λόγοι που συνηγορούν υπέρ της δυσκολίας απόκλισης είναι προφανείς. Η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου συνδέεται με την ερμηνεία του νόμου, αλλά κυρίως στηρίζει την ανάγκη για τη βεβαιότητα περί το δίκαιο που πρέπει να υπάρχει.

Στην Λαμπρατσιώτη δεν αποκηρύχτηκε ευθέως ο λόγος των Χρυσοστόμου καιΠουλικκά . Αυτό έγινε στη Ταρτίουαπό την πλειοψηφία με αναφορά στηΛαμπρατσιώτηκαι ακολουθήθηκε στη Παπαθεοδώρου, πάλιν με πλειοψηφική απόφαση.  Δεδομένης της μειοψηφικής άποψης στις δύο αυτές εφέσεις και μεταγενέστερων τηςΛαμπρατσιώτη και τηςΤαρτίου αποφάσεων Ολομέλειας (βλ.Νατιώτης,Χατζηχάννας καιΕλισσαίου) όπου οι αρχές που αναδύονται από τιςΧρυσοστόμου και Πουλικκά επαναλαμβάνονται, καταλήγουμε ότι αυτές δεν έπαψαν να συνιστούν μέρος του δικαίου και ο λόγος τους, που είναι υπέρ της δυνατότητας άσκησης και προώθησης από το διοικούμενο του δικαιώματος της έφεσης, δεν μπορεί να παραγνωριστεί.

 

Ολοκληρώνοντας επί του ζητήματος, αναφερόμαστε και στην Χριστοφή ν. Αντωνίου κ.ά (2014) 3 Α.Α.Δ. 99, ECLI:CY:AD:2014:C236, για να σημειώσουμε πως εκείτο ζήτημα κρίθηκε στη βάση κωλύματος παρά στη ζωτικότητα της προσφυγής ή της έφεσης.  Αποφασίστηκεότι η εφεσίβλητη  που δεν είχε προσβάλει τον διορισµό της εφεσείουσας που έλαβε χώρα µετά από την πρώτη επανεξέταση είχε σιωπηρώς αποδεχτεί το διορισµό της και αυτό της αποστερούσε την δυνατότητα να αμφισβητήσει µε προσφυγή τη νοµιµότητα της δεύτερης επανεξέτασης όπου διορίστηκε και πάλιν η εφεσείουσα.  Κρίθηκε ότι διαφορετική προσέγγιση θα οδηγούσε σε ατέρμονες διαδικασίες.  Τέτοιο κώλυμα δεν εγείρεται στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.

 

Η Νατιώτης, η Πίλλας, η Ταρτίουκαι η Παπαθεοδώρου έχουν κοινό χαρακτηριστικό την θεμελίωση κάποιου αποτελέσματος σε σχέση με την επίδικη σε κάθε περίπτωση θέση, στην Ταρτίου δύο φορές, στοιχείο που απουσιάζει από την υπό εκδίκαση περίπτωση.  Το στοιχείο αυτό απουσίαζε και στηνΛαμπρατσιώτη η οποία όμως διακρίνεται από την παρούσα για τους λόγους που έχουν πιο πάνω εξηγηθεί.

 

Είναι για αυτούς τους λόγους που καταλήγουμε ότι «δεν καταφαίνεται ως αδιαµφισβήτητο γεγονός ότι η έφεση απώλεσε τη ζωτικότητά της ή κάθε σηµασία για τα δικαιώµατα» της εφεσείουσας (βλ.Χρυσοστόµου).

 

Θα προχωρήσουμε, συνεπώς, στη εξέταση της ουσίας της Έφεσης.

 

Επικροτούμε την προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποφασίσει το εγειρόμενο ζήτημα σε επίπεδο αρχής «ανεξάρτητα από τα υποκειμενικά δεδομένα των διαδίκων και το πώς εντέλει θα διαμορφωνόταν η μεταξύ τους συγκριτική εικόνα των προσόντων, αν εξέλειπε τέτοια σημείωση και συνέτρεχε θέμα πλεονεκτήματος». 

Υποστηρίζοντας το πρώτο λόγο έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται ως λανθασμένη ηπιο πάνω προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου,ο δικηγόρος του Εφεσείοντα υποστήριξε ότι με την κατάργηση της σημείωσης θα λαμβανόταν υπόψη πλεονέκτημα και προς όφελος του Εφεσείοντα, πάνω σε άλλη βάση, ενώ, εφόσον τομεταπτυχιακό δίπλωμα του Εφεσίβλητου λαμβανόταν υπόψη ως πλεονέκτημα, δεν θα μπορούσε να προσμετρήσει και ως πρόσθετο προσόν μη απαιτούμενο.  Το αποτέλεσμα ανάφερε θα ήταν το ίδιο, δηλαδή η προαγωγή του Εφεσείοντα.  Παρέπεμψε προς τούτο στην απόφαση της Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση με την οποία και πάλι προάχθηκε ο Εφεσείοντας.

 

Δεδομένης της κατοχής μεταπτυχιακού διπλώματος από τον Εφεσίβλητο, που του παρείχε το βάθρο για την προσβολή της εγκυρότητας της σημείωσης, οιαδήποτε άλλα στοιχεία θα εισάγονταν στην εξίσωση με την κατάργηση της σημείωσης, ήταν ζήτημα που αφορούσε την Ε.Δ.Υ. να αξιολογήσει.  Δεν εναπόκειται στην Ολομέλεια να εκτιμήσει στην παρούσα διαδικασία ποια θα έπρεπε να ήταν η ορθή απόφαση κατά την επανεξέταση, για να καταλήξει κατά πόσο ο Εφεσίβλητος θα μπορούσε να είχε όφελος από την προσφυγή του και κατ’ ακολουθία την απόρριψη της Έφεσης.  Κατά συνέπεια οπρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης στρέφεται κατά της ουσίας της πρωτόδικης κρίσης, ότι η σημείωση ήταν ultravires του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 και παραβίαζε την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 27(1) του Νόμου τα γενικά καθήκοντα και ευθύνες κάποιας θέσης και τα προσόντα που απαιτούνται για την κατοχή της καθορίζονται στα σχέδια υπηρεσίας που καταρτίζονται από το Υπουργικό Συµβούλιο µε κανονισµούς που εγκρίνει η Βουλή σύµφωνα µε τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 87.  Το άρθρο 27 παρέχει στο Υπουργικό Συµβούλιο απεριόριστη εξουσία καθορισµού των προσόντων (Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 67/2003, ημερ. 24.3.2004). Τα σχέδια υπηρεσίας αποτελούν νομοθετική πράξη που δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο από πλευράς ουσίας.  Συνιστούν δευτερογενή νοµοθεσία ( PASYDYandOthersv. Republic (1978) 3 C.L.R. 27) που κατά πόσο έχει θεσπιστεί καθ΄ υπέρβασηεξουσίας εξαρτάται από την ορθή ερμηνεία του εξουσιοδοτούντος νόµου (MarangosandOthersv. TheMunicipalCommitteeofFamagusta (1970) 3 C.L.R. 7, 13, SpyrouandOthers (No. 2) v. Republic (1973) 3 C.L.R. 627, 643 και Σάββα ν. Δηµοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 98).  Όπως ορθά σημειώνεται στη πρωτόδικη απόφαση ο κανονιστικός νομοθέτης οφείλει να θέτει, κατά τρόπο αντικειμενικό και απρόσωπο, πρόνοιες προς εξυπηρέτηση των αναγκών της δημόσιας υπηρεσίας προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος και με αναφορά στη Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, ότι τα σχέδια υπηρεσίας, ως κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οφείλουν να διέπονται από απροσωπόληπτες και διαφανείς πρόνοιες.  Στην Ηλία αναφέρθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια, σελ. 902, ότι:

«Η αρχή της ισότητας εξυπακούει την παροχή ίσων ευκαιριών στους πολίτες της Κυπριακής Δηµοκρατίας να διεκδικήσουν θέσεις στο δηµόσιο. Μόνο µε την προκήρυξη των θέσεων και την πρόσκληση προς κάθε πολίτη της Δηµοκρατίας, που κατέχει τα απαιτούµενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα για διορισµό, να διεκδικήσει τη θέση, εκπληρούται η επιτακτική υποχρέωση της πολιτείας προς εξασφάλιση του ατοµικού δικαιώµατος της ίσης µεταχείρισης των πολιτών, δικαίωµα που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγµατος και διασφαλίζεται, όπως και κάθε άλλο θεµελιώδες δικαίωµα, ως όρος της λειτουργίας κάθε µιας από τις τρεις εξουσίες του κράτους, από το Άρθρο 35 του Συντάγµατος.

Και προσωποποιηµένο, µπορεί να προσθέσουµε, σχέδιο υπηρεσίας θα προσέκρουε, όπως και εξατοµικευµένες νοµοθετικές διατάξεις, στο Άρθρο 28 του Συντάγµατος.»

Όπως έχει νομολογηθεί, το σύστημα αξιολόγησης πρέπει να στοχεύει στην ανάδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον (Γιωργούδη ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, 117).

 

Ο προσδιορισμός στο Σχέδιο Υπηρεσίας του μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου ως πλεονεκτήματος, εξυπακούει απαρέγκλιτα ότι το προσόν αυτό είχε σημασία για τα καθήκοντα της θέσης.  Δεν υφίστατο κανένας λόγος και δεν θα μπορούσε να υφίσταται οιοσδήποτε γιατί να μην συνιστά η κατοχή του μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου πλεονέκτημα και κατά την πρώτη πλήρωση της θέσης αμέσως μετά την ημερομηνία έγκρισης του Σχεδίου.

 

Η διάκριση από τις σχετικές πρόνοιες στην Ανδρέου, που ο δικηγόρος του Εφεσείοντα μας κάλεσε να ακολουθήσουμε,αναδεικνύει το σημείο.  Στην Ανδρέου το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας προνοούσε ως προαπαιτούμενο ακαδημαϊκό προσόν, ενώ με σχετική σημείωση, για την πλήρωση των θέσεων κατά τον πρώτο χρόνο μετά την έγκριση του σχεδίου υπηρεσίας υποδεέστερο ακαδημαϊκό προσόν σε συνδυασμό με τριετή πείρα σχετική µε τα καθήκοντα της θέσης.  Κρίθηκε πως ο νοµοθέτης μπορούσε, εφόσον το ήθελε, να εντάξει στις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας και πρόσωπα που είχαν τη σχετική πείρα.  Στην ίδια βάση διακρίνεται και ηΘεοκλέους ν. Ε.Δ.Υ., Υποθ. Αρ. 1189/2002, ημερ. 5.2.2004 την οποίαο δικηγόρος του Εφεσείοντα επίσης μας κάλεσε να ακολουθήσουμε.

 

Άλλο η διεύρυνση των κριτηρίων με προσόντα που η διοίκηση θεωρεί ότι είναι κατάλληλα εχέγγυα για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων της θέσης, που μπορεί να εξυπηρετούν ποικιλοτρόπως ώστε, για παράδειγμα, να υπάρχουν αρκετοί προσοντούχοι υποψήφιοι για την πλήρωση της θέσης σε δεδομένη χρονική περίοδο και άλλο, εφόσον συγκεκριμένο προσόν θεωρείται ως πλεονέκτημα, να μην συνιστά τέτοιο κατά την πρώτη ή οποιαδήποτε μεταγενέστερη πλήρωση της θέσης.  Όπως ορθά διαπίστωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κανένα νόμιμο σκοπό ή λειτουργική ανάγκη κατά την πλήρωση της θέσης δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει μια τέτοια επιφύλαξη.  Η διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν συνιστά ανεπίτρεπτη ενασχόληση με τα κίνητρα, πολιτική ή φιλοσοφία του Σχεδίου Υπηρεσίας, όπως εισηγείται ο δικηγόρος του Εφεσείοντα, αλλά έκφραση της κοινής λογικής.

 

Με τη σημείωση να εφαρμόζεται θα ήταν δυνατό να επιλεγεί για προαγωγή υποψήφιος άλλος από αυτό στον οποίο η Ε.Δ.Υ. θα κατέληγε αν η σημείωση δεν υφίστατο, που δεν θα ήταν κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος, στερώντας απότη δημόσια υπηρεσία ένα διπλωματούχο που, εξ’ αντικειμένου θα εξυπηρετούσε καλύτερα τις ανάγκες της υπηρεσίας και κατ’ επέκταση θα ήταν προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος.

 

Στο σύγγραμμα του Α. Γ. Τσούτσου «Διοίκησις και Δίκαιον», Αφοί Π. Σάκκουλα 1979, 166, τονίζεται η αναγκαιότητα στελέχωσης της κρατικής μηχανής με τους διαθέτοντες την πλέον εξειδικευμένη γνώση, επισημαίνοντας ότι με αυτό τον τρόπο εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον.  Αναφέρεται ότι:

«Είναι χαρακτηριστικόν του συγχρόνου Κράτους η ανάγκη χρησιμοποιήσεως εις διαφόρους τομείς της πλέον εξειδικευμένης τεχνικής.  Ούτω συνήθως απαντάται επί κεφαλής διαφόρων υπηρεσιών ουχί ο γενικής καταρτίσεως υπάλληλος, όστις συν τω χρόνω έχει δια της εμπειρίας αποκτήσει την απαιτούμενην εξειδίκευσιν, αλλ΄ ο ειδικός, όστις εν τη πράξει επλουτίσθη δια της γενικοτέρας εμπειρίας και καταρτίσεως, εις την οποίαν ενισχύεται επί πλέον δια συμπληρωματικής επιμορφώσεως.»

 

 

 

Εφόσον η κατοχή μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου συνιστούσε πλεονέκτημα η επενέργεια της σημείωσης ήταν και η άνιση μεταχείριση του Εφεσίβλητου έναντι των άλλων υποψηφίων που δεν θα είχαν πλεονέκτημα, γιατί κατέχοντας μεταπτυχιακό δίπλωμα δεν θα ελάμβανε το πλεονέκτημα που διαφορετικά θα είχε, με ενδεχόμενο δυσμενή επηρεασμό της υποψηφιότητας του.  Κατά συνέπεια απορρίπτεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης.

 

Έναυσμα για τον τρίτο λόγο έφεσης αποτέλεσε η αναφορά στο καταληκτικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης ότι η ακυρότητα της επίδικης σημείωσης «εκθεμελιώνει τη διαδικασία ενώπιον της Ε.Δ.Υ». Αναφέρθηκε ο δικηγόρος του Εφεσείοντα στη νομολογία που επεξηγεί ότι η κρίση νομοθετικής διάταξης ως αντισυνταγματικής δεν επάγεται απαρέγκλιτα την αποκήρυξη του νόμου, κανονισμού ή σχεδίου υπηρεσίας στην ολότητα του ως αντισυνταγματικού, εφόσον με τη διαγραφή της ενστάσιμης διάταξης  δεν πλήττεται ο πυρήνας του νόμου και δεν αλλοιώνονται οι σκοποί του (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων(2000)3 Α.Α.Δ. 157, 162και Σοφιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 334, 346-347).

 

Δεν εξάγεται από την πρωτόδικη απόφαση ότι,πέραν από την επίδικη σημείωση, οποιοδήποτε άλλο μέρος του Σχεδίου Υπηρεσίας κρίθηκε ως αντισυνταγματικό ή άκυρο.  Ούτε ότι η ακυρότητα της σημείωσης παρέσερνε σε ακυρότητα οποιοδήποτε άλλο μέρος του ΣχεδίουΥπηρεσίας.

 

Υποστήριξε ακόμα ο Εφεσείοντας πως η προφορική εξέταση που διεξάχθηκε στη διαδικασία που οδήγησε στην ακυρωθείσα απόφαση και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή διασώζεται με βάση το άρθρο 34Α του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990.

 

Εκθεμελίωσημιας διαδικασίας χαρακτηρίζεται η εκ βάθρων ανατροπή της, συνήθως από το χρονικό σημείο της έναρξης της.  Ωστόσο, ορθολογιστική ανάγνωση της πρωτόδικης απόφασης αναδεικνύει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας διαπιστώσει ακυρότητα της επίδικης σημείωσης, ακύρωσε την απόφαση τηςΕ.Δ.Υ. με την οποία ο Εφεσείοντας είχε προαχθεί και τίποτε περισσότερο.  Η φράση «εκθεμελιώνει τη διαδικασία ενώπιον της Ε.Δ.Υ» δεν πρόσθεσε κάτι άλλο στην πρωτόδικη απόφαση.  Συμφωνεί και ο Εφεσίβλητοςπως κατά την επανεξέταση θα πρέπει να ακολουθηθούν οι αρχές της επανεξέτασης και οι πρόνοιες του Νόμου, ζήτημα που μπορεί να είναι επίδικο στη προσφυγή 117/2014 κατά της απόφασης επαναδιορισμού του Εφεσείοντα, που εκκρεμεί.  Επομένως απορρίπτεται και ο τρίτος λόγος έφεσης.

 

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

 

                                                                   Μ. Χριστοδούλου, Δ.

 

                                                                   Κ. Σταματίου, Δ.

                                                                  

                                                                   Χ. Μαλαχτός, Δ.

 


 

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8/14

(Υπ. Αρ. 1491/2010)

 

22 ΜΑΪΟΥ 2020

 

[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ

Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑΣ/Ε.Μ.

 

κΑΙ

 

xxx ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΗ

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ/ΑΙΤΗΤΗ

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ

--------------------

 

Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα/Ενδιαφερόμενο Μέρος

Ε. Τόλλα (κα) για Μ. Ηλιάδη και Συνεταίρους ΔΕΠΕ για τον Εφεσίβλητο/Αιτητή

Ε. Παπαγεωργίου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα για την Καθ'  ης η Αίτηση

-------------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ)

 

Παρπαρίνος, ΔΗ απόφαση της πλειοψηφίας δεν μας βρίσκει σύμφωνους για τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω, αναφορικά με την κρίση της σε σχέση με την ύπαρξη έννομου συμφέροντος του Εφεσείοντα να προωθήσει την παρούσα έφεση.  Συμφωνούμε, βεβαίως, με την απόρριψη της Έφεσης.

 

Τα περιβάλλοντα γεγονότα της υπόθεσης είναι ότι η ΕΔΥ με απόφαση της ημερ. 19.10.2010 προήγαγε τον Εφεσείοντα στη θέση Διευθυντή Τελωνείων από 1.11.2010. Ο Εφεσίβλητος καταχώρησε την προσφυγή αρ. 1491/2010 εναντίον της άνω προαγωγής και πέτυχε την ακύρωση της σύμφωνα με την υπό έφεση απόφαση ημερ. 23.12.2013 του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η άνω προσφυγή περιελάμβανε 14 λόγους ακυρώσεως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε μόνο ένα λόγο ακυρώσεως και αφορούσε την Σημείωση (2) που προστέθηκε στην παράγρ. 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης.

 

"(6)  Μεταπτυχιακό Δίπλωμα ή τίτλος που αποκτήθηκε μετά από σπουδές διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε ένα από τα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο (1)(α) πιο πάνω, ή/και πενταετής τουλάχιστον πείρα σε θέματα τελωνείων ή/και φόρου προστιθέμενης αξίας, πέραν της δεκαετούς απαιτούμενης στην παράγραφο (2) πιο πάνω, αποτελεί πλεονέκτημα."

 

"Σημείωση: (2) Για την πρώτη πλήρωση της θέσης αμέσως μετά την ημερομηνία έγκρισης του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας η κατοχή των προσόντων που αναφέρονται στην παράγραφο (6) πιο πάνω δεν αποτελεί πλεονέκτημα."

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ως άνω Σημείωση αφορούσε "πρόνοια που παραβιάζει την αρχή της ισότητας" και ως αποτέλεσμα η επίδικη απόφαση του ΕΔΥ ημερ. 19.10.2010 ακυρώθηκε.

 

Με την Έφεση προβάλλονται τρεις λόγοι Έφεσης.  Με τον πρώτο ότι ο Εφεσίβλητος στερείτο έννομου συμφέροντος να εγείρει θέμα UltraVires ή αντισυνταγματικότητας της "Σημείωσης (2)" του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Με τον δεύτερο ότι εσφαλμένα έκρινε ότι η "Σημείωση (2)" ήταν UltraVires του Ν.1/90 και ότι παραβίαζε το Άρθρο 28 του Συντάγματος και ότι εκθεμελιώνει τη διαδικασία ενώπιον της ΕΔΥ, τρίτος λόγος.

 

Η ΕΔΥ δεν εφεσίβαλε την πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση αλλά επανεξέτασε το ζήτημα και προήγαγε εκ νέου τον Εφεσείοντα αναδρομικά στην επίδικη θέση από την ημερομηνία της ακυρωθείσας προαγωγής του.  Η Σημείωση (2) αγνοήθηκε ως φαίνεται από τα ενώπιον μας πρακτικά της ΕΔΥ, ημερ. 14.1.2014

 

Ο Εφεσίβλητος καταχώρησε την προσφυγή αρ. 117/2014 εναντίον της άνω απόφασης επαναδιορισμού του Εφεσείοντα.

 

Με όλο το σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας παρατηρούμε, σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, ότι με την επανεξέταση επήλθαν νέα τετελεσμένα.  Με την επανεξέταση προέκυψε νέα διοικητική πράξη όπου η ΕΔΥ, ως διοικητικό όργανο, άσκησε την διακριτική της ευχέρεια και προέβη σε νέα επιλογή.  Η νέα επιλογή της είναι αντικείμενο της προσφυγής αρ. 117/2014 και δεν είναι ορθό να τίθεται εμμέσως υπό έλεγχο της παρούσας έφεσης, ως η εισήγηση του συνήγορου του Εφεσείοντα υπονοεί.  Ως το έθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος, "ακολουθεί την Γραβανή, διότι εάν επιτύχει αυτή η Έφεση τελεσίδικα ο Εφεσείων κρατά την θέση του Διευθυντή και όλες οι άλλες διαδικασίες παραμένουν χωρίς αντικείμενο".

 

Στην Ιωάννου ν. Γραβανή (2011) 3 Α.Α.Δ. 913 "η ασκηθείσα προσφυγή εναντίον του διορισμού του εφεσείοντα είχε επιτυχή κατάληξη και η απόφαση για διορισμό ακυρώθηκε, λόγω πάσχουσας σύνθεσης του διοικητικού οργάνου. Καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα έφεση. Η διοίκηση προχώρησε σε επανεξέταση και διόρισε αναδρομικά τον εφεσείοντα, ενώ ο εφεσίβλητος καταχώρισε προσφυγή εναντίον του πιο πάνω διορισμού. Ο εφεσίβλητος ήγειρε θέμα εννόμου συμφέροντος και το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η συμμόρφωση της διοίκησης με την ακυρωτική απόφαση και η προώθηση διαδικασίας επανεξέτασης, δεν επενεργούσε καταλυτικά στο δικαίωμα του εφεσείοντα για συνέχιση και προώθηση της έφεσης του. Παράλληλα, αποφασίστηκε ότι, ούτε ο επαναδιορισμός του μπορούσε να επενεργήσει κατασταλτικά ώστε να θεωρηθεί ως τερματισθείσα η έφεση. Η ανεπιφύλακτη, όπως λέχθηκε, αποδοχή του επαναδιορισμού του δεν συνδεόταν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, με το δικαίωμα έφεσης το οποίο αυτός είχε, και άσκησε, πριν από τον επαναδιορισμό του.".

 

Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, στην υπόθεση Γραβανή, κρίθηκε ότι "Η ανεπιφύλακτη από αυτόν αποδοχή του επαναδιορισμού του δεν διασυνδεόταν, καθ'  οιονδήποτε τρόπο, με το δικαίωμα έφεσης, το οποίο αυτός είχε και άσκησε πριν τον επαναδιορισμό του".  Εδώ αντίθετα με τα πιο πάνω η ανεπιφύλακτη από αυτόν αποδοχή του επαναδιορισμού του διασυνδέεται με το δικαίωμα έφεσης καθότι αποδέκτηκε τον επαναδιορισμό του ο οποίος συνετελέστηκε με διοικητική πράξη όπου αγνοήθηκε η "Σημείωση (2)" που τώρα με την ΄Εφεση του υποστηρίζει ότι "η Σημείωση (2) και νόμιμη και Συνταγματική είναι".  Η στάση αυτή εκτός του ότι παραβιάζει το Δόγμα της ανεπίτρεπτης Επιδοκιμασίας και Αποδοκιμασίας που από μόνη της είναι ικανή να τερματίσει την παρούσα διαδικασία στο παρόν στάδιο, είναι αντίθετη και σε αριθμό αποφάσεων της Νομολογίας μας.

 

Όπως κρίθηκε στην Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 202:

 

"Η εφεσείουσα δεν μπορεί να επιλέγει και τα δύο. Δεν μπορεί να ακολουθεί μοναχικό δρόμο παρά την απόφαση της Ε.Δ.Υ. να επανεξετάσει προς όφελος της, αναμένοντας ταυτόχρονα από την Ε.Δ.Υ. να ανακαλέσει την προς όφελος της απόφαση, εάν η έφεση επιτύχει, λειτουργώντας έτσι και εναντίον των δικών της συμφερόντων.

 

Άλλωστε η νομολογία αποδοκιμάζει την έγερση θεμάτων από το ενδιαφερόμενο μέρος που έρχονται σ' αντίθεση με τη θέση που λαμβάνει το διοικητικό όργανο, το οποίο είναι βεβαίως κατ' εξοχήν το αρμόδιο σώμα να αποφασίσει πώς θα χειριστεί μια ακυρωτική από το Ανώτατο Δικαστήριο, απόφαση. Ένα ενδιαφερόμενο μέρος οφείλει να συνδράμει στην απόφαση και όχι να προβάλλει χωριστές αιτιάσεις στήριξης της διοικητικής πράξης έξω από το χειρισμό της ίδιας της διοίκησης. Η εμπλοκή του ενδιαφερομένου μέρους στην όλη διαδικασία αποσκοπεί στην υποστήριξη της διοικητικής απόφασης, (Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109 και Κυπριανού κ.ά. ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Συνεκδ. Προσφ. Αρ. 1519/09 κ.ά., ημερ. 20.7.2012)."

 

………………………………………………………………………………… ……………………………….

 

"Η ίδια όμως η εφεσείουσα δεν διατηρεί πλέον δικαίωμα να εμμένει στην έφεση της, αποδεχθείσα τον επαναδιορισμό της διότι η διοικητική πράξη επί της οποίας κρίθηκε άκυρος ο πρώτος διορισμός της, εξέλιπε. Και περαιτέρω έπαυσε και να έχει οποιαδήποτε ισχύ εφόσον το ίδιο το διοικητικό όργανο που την παρήγαγε αποδέχθηκε την ακύρωση και το λόγο αυτής και επομένως επανεξέτασε το διορισμό στην επίδικη θέση εξ υπαρχής με τα δεδομένα, νομικά και πραγματικά που υπήρχαν τότε, τηρουμένου του ακυρωτικού αποτελέσματος. Η παραχθείσα τότε πράξη εφόσον ακυρώθηκε, εξαφανίστηκε, σύμφωνα και με το Άρθρο 57 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Αρ. 158(Ι)/99, η δε Ε.Δ.Υ. επανέφερε τα πράγματα στην προτέρα τους κατάσταση, πριν την έκδοση της νέας πράξης.

 

Η καταχώρηση νέας προσφυγής δεν αποτελεί από μόνο του στοιχείο τέτοιο που προσδίδει έννομο συμφέρον εφόσον η νέα προσφυγή συναρτάται προς νέα δεδομένα, της παλαιότερης πράξης εξαφανισθείσας με την απόφαση του διοικητικού οργάνου να αποδεχθεί την ετυμηγορία του Δικαστηρίου και να επανεξετάσει. Ούτε βέβαια ο χρόνος καταχώρησης της έφεσης, αν δηλαδή καταχωρήθηκε πριν τον επαναδιορισμό της εφεσείουσας έχει σημασία διότι ακριβώς η επανεξέταση ακυρωθείσας απόφασης υποδηλώνει και την αποδοχή του ακυρωτικού αποτελέσματος της, (Δήμος Αραδίππου κ.ά. ν. Γεωργίου (Αρ. 1) (2003) 3 Α.Α.Δ. 25, σελ. 28-29, και στην Κοινοπραξία ActionPR&PublicationsLtd&Epistle (Epistele) Communications&MediaLtdv. Κοινοπραξίας L&TPartnersCommunicationsServicesLtd&PRPartnersLtd(2009) 3 Α.Α.Δ. 475)."

 

 

(βλ. επίσης Νατιώτης ν. Χρίστου, Α.Ε. 13/2010 ημερ. 9.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:D668, Χαραλάμπους ν. Πίλλας Α.Ε. 118/10, ημερ. 2.12.2015, Ταρτίου ν. Κυριάκου (2014) 3 Α.Α.Δ. 333, ECLI:CY:AD:2014:C722, Παπαθεοδώρου κ.α. ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού Α.Ε. 99/2012, ημερ. 16.10.2018 (απόφαση πλειοψηφίας))

 

Δεν παραβλέπουμε ότι υπάρχει νομολογία προς την αντίθετη κατεύθυνση.  Είναι η κρίση μας ότι η νομολογία στην οποία έχουμε αναφερθεί είναι δεσμευτική και παράλληλα ρυθμίζει με ορθό και ξεκάθαρο τρόπο τη διοικητική λειτουργία.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, θα απορρίπταμε την Έφεση.

 

 

 

                                                                   Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο