ECLI:CY:AD:2020:C336
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 37/14)
6 Οκτωβρίου, 2020
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ
xxx ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΤΜΗΜΑ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ
Εφεσίβλητοι
---------
Εφεσείων παρών προσωπικά
Θ.Χ΄Λούκα, για τους εφεσίβλητους
----------------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων-αιτητής είχε καταχωρήσει προσφυγή εναντίον της απόφασης του Αν. Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, Α.Σωκράτους, με την οποία του επιβλήθηκε ποινή αυστηρής επίπληξης. Η ποινή του γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 4.2.2013.
Αδελφός μας Δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση θεώρησε πως αυτή δεν στοιχειοθετείτο απορρίπτοντας όλους τους προβαλλόμενους λόγους ακυρότητας.
Τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείτο ο εφεσείων και στα οποία βρέθηκε ένοχος ήσαν κατά παράβαση του Κανονισμού 7(α)(ii)[1] και 7(α)(v)[2] των Πειθαρχικών Παραπτωμάτων Ποινές, των όρων απασχόλησης του Ωρομισθίου Κυβερνητικού Προσωπικού Κανονισμών και αφορούσαν συστηματική μη τήρηση του ωραρίου της Υπηρεσίας και γενικότερα μη αρμόζουσα σε εργοδοτούμενο διαγωγή, ως εξειδικεύεται στο μαρτυρικό υλικό.
Κτηματολογικός Λειτουργός 1ης τάξεως, ο κ. Χ΄Ιωσήφ, ορίστηκε ως ο ερευνών λειτουργός. Η έρευνα ολοκληρώθηκε και υποβλήθηκε στο Διευθυντή. Να σημειωθεί ότι εκ των καταθετόντων μαρτύρων υπήρξε η προϊστάμενη του εφεσείοντα κα Ι. Γεωργιάδου Παναγιώτου, Ανώτερη Επαρχιακή Κτηματολογικός Λειτουργός, η οποία είχε διαπιστώσει ότι ο εφεσείων υπέγραφε παράτυπα το πρωί ταυτόχρονα την ώρα προσέλευσης και την ώρα αποχώρησης του. Επίσης υπήρξε αναφορά για διαπληκτισμούς και φραστικές επιθέσεις του εφεσείοντα κατά την ώρα εργασίας. Πρόσθετα, και άλλοι μάρτυρες είχαν δώσει κατάθεση για επιμέρους περιστατικά.
Στις 19.4.2012, αφού κλήθηκε ο εφεσείων, έλαβε χώρα η εκδίκαση της υπόθεσης, ο Διευθυντής απήγγειλε τις κατηγορίες στον εφεσείοντα και του έδωσε το λόγο για να υπερασπίσει τον εαυτό του. Ο εφεσείων παραδέχθηκε κάποιες από τις κατηγορίες ενώ για άλλες έδωσε τις θέσεις του. Ο Διευθυντής του συνέστησε, μεταξύ άλλων να είναι συνεπής στους Κανονισμούς λειτουργίας του Γραφείου καθώς και στην εφαρμογή των οδηγιών των προϊσταμένων του και ότι θα μελετούσε την υπόθεση.
Στο μεταξύ όμως, ο Διευθυντής αφυπηρέτησε από τη Δημόσια Υπηρεσία την 1.9.2012 χωρίς να του επιβάλει ποινή.
Μετά από σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα κρίθηκε ως η δέουσα διαδικασία όπως ο Αναπληρωτής Διευθυντής να μη προβεί σε επανεκδίκαση και να του επιβάλει ποινή. Κλήθηκε εκ νέου να παρουσιασθεί ο εφεσείων πλην όμως δεν το έπραξε. Στην απουσία του, ο Αν.Διευθυντής του επέβαλε την πιο πάνω ποινή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ενώ ο ως άνω Κανονισμός[3] προέβλεπε ότι η έρευνα θα πρέπει να ολοκληρωθεί εντός 30 ημερών, η παράταση που υπήρξε δεν δημιούργησε ακυρότητα. Το ίδιο έκρινε αναφορικά και με την ποινή.
Ενδιέτριψε ιδιαιτέρως και αναλυτικώς το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς το θέμα της αφυπηρέτησης του Διευθυντή και της επιβολής ποινής από τον Αναπληρωτή Διευθυντή. Σημείωσε δε σχολιάζοντας την όλη διαδικασία πως στον εφεσείοντα δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί και στα δύο στάδια της διαδικασίας.
Ο εφεσείων καταχώρησε 4 λόγους έφεσης καθώς και πρόσθετο περίγραμμα επί ενός θέματος που ήγειρε αργότερα. Πρέπει να λεχθεί ότι τα περιγράμματα του εφεσείοντα σε κάποια σημεία εκφεύγουν των λόγων έφεσης και στο βαθμό αυτό, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.
Η Δημοκρατία στο δικό της λιτό περίγραμμα υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Κατά το στάδιο των προφορικών αγορεύσεων ενώπιον μας, ο κ.Χ΄Λούκα εκπροσωπώντας τη Δημοκρατία δήλωσε πως η έφεση είναι αλυσιτελής και χωρίς αντικείμενο, καθότι η ποινή της αυστηρής επίπληξης, σύμφωνα με τον Κανονισμό, διαγράφεται από το φάκελο σε 2 χρόνια και δεν συνιστά επιβαρυντικό στοιχείο. Ως εκ τούτου, συνεχίζει, στην απουσία ισχυρισμού για κατάλοιπο ζημιάς, η έφεση δεν έχει αντικείμενο.
Bεβαίως, θέμα αλυσιτελούς έφεσης, είναι δυνατό να τεθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Υπό τις συνθήκες όμως που περιβάλλουν την υπόθεση και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά, κρίνουμε ότι ορθότερο είναι να ασχοληθούμε με την ουσία των ενώπιον μας λόγων έφεσης.
Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε στους λόγους έφεσης καταγράφοντας τους εν πολλοίς με τον αυτούσιο λόγο του εφεσείοντα, ο οποίος παρουσίασε την υπόθεση του τόσο πρωτοδίκως, όσο και ενώπιον μας, χωρίς νομική εκπροσώπηση.
1ος λόγος έφεσης:
Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίκασε την υπόθεση κατά παράβαση του ΄Αρθ.30(2) του Συντάγματος. Αποδίδει μομφή ο εφεσείων εναντίον του Δικαστηρίου επί τω ότι ο πρωτόδικος Δικαστής είχε εκδικάσει και άλλες δικές του υποθέσεις, οι οποίες – και εκείνες – οδηγήθηκαν σε αποτυχία. Μάλιστα την ίδια μομφή εξαπέλυσε και εναντίον δύο εκ των μελών της Ολομέλειας γιατί επίσης ήσαν μέλη σ΄άλλη Ολομέλεια που ομοίως απέρριψε δική του αναθεωρητική έφεση σε άλλα επίδικα θέματα. (Βλ. ΑΕ152/13 Χ΄Γεωργίου ν. ΚΥΣΑΤΣ, 28.7.20 που αφορούσε μόνο θέμα εξόδων).
Δεν προτιθέμεθα να μακρυγορήσουμε επί του θέματος το οποίο ο εφεσείων παρουσιάζει ως θεμελιακό και ως πλήττον το δίκαιο της δίκης, αφού στο Δικαστήριο εν τελευταία αναλύσει αποδίδεται η μομφή μεροληψίας.
Η θέση αυτή, ως παρουσιάστηκε, δόθηκε με πλήρη απουσία στοιχείων για ίχνη έστω προκατάληψης. Το ότι ένας διάδικος, ο οποίος μάλιστα φαίνεται να έχει πολλές υποθέσεις στο Δικαστήριο, έτυχε δικανικής κρίσης σ΄άλλες διαδικασίες, δεν μπορεί - άνευ ετέρου - να αποτελέσει λόγο εξαίρεσης, λόγω προκατάληψης, εκτός εάν προβάλλονται συγκεκριμένα απτά στοιχεία. Εν πάση περιπτώσει τονίζεται πως δεν πρόκειται για υποθέσεις με ίδια γεγονότα. Και επίσης δεν αφορούν υποθέσεις αξιολόγησης μαρτυρίας αλλά νομικές θεωρήσεις σε προσφυγές ή αναθεωρητικές εφέσεις. Όπως είναι γνωστό, προηγούμενη νομική θεώρηση επί νομικών θεμάτων έστω και ταυτοσήμων, δεν μπορεί με βάση τα νομολογηθέντα να αποτελέσει βάθρο εξαίρεσης ή μομφή προκατάληψης. (Βλ. Sigma Radio T.V Ltd κ.ά. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, (2004)3 ΑΑΔ 134). Kρίνουμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε πως ο εφεσείων όντας μη δικηγόρος δεν έχει διαχωρίσει το ζήτημα μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής αμεροληψίας. (Βλ. Μιχαηλίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν.εφ.125/17, 26.4.2018). Όμως από όποιο πρίσμα και να εξεταστεί το θέμα, ο λόγος αυτός στερείται βασιμότητας και απορρίπτεται.
2ος λόγος έφεσης
Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε την υπό κρίση υπόθεση «με πλήρη ή και μερική απουσία του διοικητικού φακέλου κατά παράβαση του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/99, άρθρο 24(1), του δεδικασμένου και σωρείας πάγιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου».
Κατά την ακροαματική διαδικασία καταχωρήθηκαν χωρίς οποιαδήποτε ένσταση όλα τα σχετικά έγγραφα της διαδικασίας ενώπιον της διοίκησης, σημειούμενα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως τεκμ.Α. Εκείνο που φάνηκε κυρίως να ισχυρίστηκε ο εφεσείων στην πρωτόδικη διαδικασία είναι ότι δεν είχε προσκομιστεί από την εφεσίβλητη Δημοκρατία ο επίδικος Κανονισμός. ΄Εχουμε ελέγξει το τεκμήριο Α και ο Κανονισμός είναι εντός της δεσμίδας των εγγράφων που κατατέθηκε από το δικηγόρο της Δημοκρατίας, χωρίς να υπάρξει ένσταση κατά το στάδιο της κατάθεσης. Εξάλλου, όταν μόνο εκ των υστέρων, ο εφεσείων διατύπωσε ένσταση, ο κ.Καλλίγερος εμφανιζόμενος τότε για τη Δημοκρατία, διευκρίνισε ότι τα έγγραφα αυτά αποτελούσαν το διοικητικό φάκελο προσθέτοντας πως είναι ο μόνος φάκελος που υπάρχει στα αρχεία της αρμόδιας αρχής. Περαιτέρω παρατηρούμε πως δεν επιχειρήθηκε με συγκεκριμένο τρόπο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας να προβληθεί ισχυρισμός πως κάποιο άλλο σημαντικό έγγραφο δεν ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου.
΄Εχουμε εξετάσει εκ νέου τις εισηγήσεις του εφεσείοντα. Τίποτα δεν συνηγορεί υπέρ των θέσεων του, ούτε και το άρθρο 24(1) «τήρηση πρακτικών» που επικαλείται, δεν ανταποκρίνεται στη στήριξη του λόγου αυτού. Η πρωτόδικη κρίση υπήρξε ορθή και ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
3ος λόγος έφεσης.
«Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε ότι υπάρχει παραβίαση του Κανονισμού 7». Επ΄αυτής της πτυχής προβλήθηκαν ως λανθασμένα τα επιμέρους σημεία που το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν έρχονται σε αντίθεση με τον Κανονισμό 7 ή ότι εν πάση περιπτώσει δεν δημιουργούν ακυρότητα.
Ο λόγος αυτός θα εξεταστεί στη συνέχεια σε σύζευξη με τις εισηγήσεις που γίνονται στο πρόσθετο περίγραμμα.
4ος λόγος έφεσης:
Λανθασμένα το Δικαστήριο επεδίκασε δικαστικά έξοδα εναντίον του εφεσείοντα από τη στιγμή «που αποδεδειγμένα έκανε σαφές στο Δικαστήριο, πλήρως και αιτιολογημένα, ότι δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να το πράξει. ΄Αλλωστε η μη επιβολή δικαστικών εξόδων εναντίον του αιτητή ήταν και η θέση του ιδίου του Δικαστή παλαιοτέρα στην Χ΄Γεωργίου ν. Ε.Ε.Υ (2011)3 Α.Α.Δ. 876». Ο λόγος αυτός, ως εκ της φύσεως του, θα εξεταστεί στο τέλος.
Πρόσθετο περίγραμμα:
Με πρόσθετο περίγραμμα, κατόπιν αδείας της Ολομέλειας, ο εφεσείων εισήγαγε και θέμα «παράνομης συγκρότησης της αρχής ή του οργάνου» που έλαβε την υπό κρίση απόφαση, ημερ. 4.2.2013. ΄Οπως ο εφεσείων αναφέρει, στην υπόθεση Τσολάκης ν. Δημοκρατίας, υπ. αρ.528/13, 11.3.2016 (απόφαση Παμπαλλή, Δ.), το Δικαστήριο ακύρωσε την προαγωγή του Αν.Διευθυντή στη θέση Πρώτου Κτηματολογικού Λειτουργού (Ε.Μ.) στις 11.3.2016, διότι μεταξύ άλλων δεν διαπιστωνόταν ότι κατείχε τα προσόντα όπως προβλέπονταν από το σχέδιο υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, η ακύρωση της προαγωγής του κ.Σωκράτους δεν αφήνει κανένα περιθώριο νομιμότητας της υπό κρίση απόφασης. Γίνεται δε σχετική παραπομπή από τον εφεσείοντα στην απόφαση ΑΕ αρ.29/2011 Στυλιανός Αγαθοκλέους ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 21.7.2016, η οποία όμως δεν εφαρμόζεται στην υπόθεση του, καθότι στην περίπτωση εκείνη κρίθηκε ότι έπασχε η σύνθεση του εφεσίβλητου Συμβουλίου γιατί δεν δικαιολογήθηκε η απουσία 4 μελών του Συμβουλίου, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα υπόθεση.
Επίσης στα πλαίσια του ιδίου λόγου, ο εφεσείων αναφέρεται σε ακυρότητα που ανατρέχει στη ρίζα της υπόθεσης, καθότι και η προαγωγή της προϊσταμένης του κας Ι. Γεωργιάδου Παναγιώτου στη θέση Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Λακκοτρύπη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπ.αρ. 135/12 κ.ά. ημερ. 4.8.2015 (απόφαση Ερωτοκρίτου, Δ.). Επικαλείται επ΄αυτής της πτυχής τα άρθρα 22, 45, 46 και 47 του Ν.158(Ι)/99, τα οποία αναφέρονται στην αλλαγή της σύνθεσης συλλογικού οργάνου, στην επαρκή έρευνα από τη διοίκηση, στη πλάνη αυτής και στα στοιχεία κρίσης που οφείλει η διοίκηση να λαμβάνει υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, αντίστοιχα.
Προχωρούμε στην εξέταση του 3ου λόγου έφεσης καθώς και του πρόσθετου περιγράμματος. Πρωτίστως θα πρέπει να πεισθούμε για το πραγματικό βάθρο της εισήγησης του εφεσείοντα. Ο εφεσείων επικαλείται την ακύρωση της προαγωγής του κ.Α. Σωκράτους και της καταγγέλλουσας λειτουργού παραπέμποντας στις ακυρωτικές αποφάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Τσολάκης και Λακκοτρύπης (ανωτέρω), αντίστοιχα. Στη βάση των αποφάσεων αυτών ο εφεσείων εισηγείται πως η έναρξη της έρευνας καθώς και η ποινή που του επιβλήθηκε ήσαν άκυρες λόγω του ότι η προαγωγή των πιο πάνω προσώπων ακυρώθηκε.
Η εισήγηση είναι ολωσδιόλου αβάσιμη. Η νομιμότητα της διοικητικής απόφασης κρίνεται με βάση τα στοιχεία ενώπιον της Διοίκησης στο χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. (βλ. Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452). Το πρώτο που πρέπει να διαχωριστεί είναι ότι διαφορετική είναι η έννοια του «οργάνου» απ΄αυτή του «φορέα του οργάνου». Ο φορέας του οργάνου αφορά το πρόσωπο και δεν μπορεί να ταυτιστεί εννοιολογικά με το όργανο. Ο διευθυντής επέβαλε μια ποινή, η δε επαρχιακή λειτουργός προέβη σε μια καταγγελία. Το όργανο ως τέτοιο έδρασε υπό την εκ του νόμου ιδιότητα του και προέβη σε μια πράξη. Η εγκυρότητα της πράξης δεν δύναται να πληγεί από την ακύρωση προαγωγής του προσωπικού φορέα του οργάνου. Αναφέρονται τα εξής στο Σύγγραμμα Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄ Δαγτόγλου 1977, σελ.211 και 212. «΄Οργανο, υπό νομική έννοια είναι η οργανωτική μονάδα που αποτελεί αυτοτελές υποκείμενο αρμοδιοτήτων. Από το όργανο πρέπει να διακρίνουμε σαφώς τον φορέα του οργάνου. Ενώ το όργανο είναι μια οργανωτική μονάδα, ο φορεύς του οργάνου είναι πάντοτε φυσικό πρόσωπο». Και παρακάτω: «το πρώτο είναι απρόσωπο και συνεχές, ενώ ο δεύτερος είναι προσωπικός, συγκεκριμένος και κατ΄ανάγκην, χρονικώς περιορισμένος».
Στην κρινόμενη περίπτωση φυσικά και κατά την επιβολή της ποινής το όργανο υφίστατο. Το ίδιο και η προϊστάμενη λειτουργός κατά το χρόνο της καταγγελίας ή της έναρξης της έρευνας.
Αναφέρει και πάλιν ο Δαγτόγλου, ως άνω, παραπέμποντας και στον Υπαλληλικό Κώδικα ότι οι πράξεις του υπαλλήλου, του οποίου ο διορισμός ανεκλήθη ως παράνομος είναι έγκυρες. Οι πράξεις αυτές συνεχίζει, όχι μόνο δεν είναι ανύπαρκτες αλλά ούτε καν ακυρώσιμες. Μπορούν όμως να προσβληθούν και ακυρωθούν με άλλους λόγους ασχέτως με τη νομιμότητα ιδιότητας του φορέα του οργάνου που τις εξέδωσε. Η αρχή αυτή που προέρχεται από το ρωμαϊκό δίκαιο συμπυκνούμενη στη φράση Lex Barbarius Philippus[4] υφίσταται σαν εχέγγυο της αρχής της νομιμότητας ώστε μια ακυρωτική απόφαση να μην επηρεάζει πράξεις οι οποίες έγιναν νόμιμα τον ουσιώδη χρόνο.
Στο Σύγγραμμα Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 1, 14η έκδοση, σελ.129 αναφέρονται τα εξής:
«η νόμιμη υπόσταση του μονομελούς διοικητικού οργάνου διαρκεί έως την ανάκληση ή την ακύρωση ή γενικά την παύση της ισχύος (π.χ. με παραίτηση ή έκπτωση κ.λπ) της πράξης εκλογής ή διορισμού του προσώπου που το αποτελεί ή έως τη λήξη της θητείας του.»
Οι ίδιες προσεγγίσεις αντικατοπτρίζονται και στην κυπριακή νομολογία συγκεκριμένα στη Γρουτίδης ν. Δ/τιας ΑΕ220/12, 18.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:C379 όπου εύστοχα καταγράφονται τα εξής επί παρόμοιας εισήγησης:
“Η αρχή επί της οποίας στηρίχθηκε ο Εφεσείων αναφέρεται στις διοικητικές πράξεις που εξεδόθησαν μεταξύ του χρόνου έκδοσης της ακυρωθείσας πράξεως (εδώ διορισμού του Δ.Χ. στις 1.4.2009) και του χρόνου έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης (εδώ 26.5.2015), είναι άκυρες διότι στηρίζοντο ή είχαν ως προϋπόθεση την ακυρωθείσα απόφαση. Ο κανόνας όμως αυτός δεν είναι απόλυτος όπως εξηγήσαμε πιο πάνω και δεν εφαρμόζεται, όπως εδώ ισχύει, στις περιπτώσεις όπου το απαιτεί η ανάγκη της σταθερότητας και της ασφάλειας των δημιουργηθεισών νομικών καταστάσεων αλλά και η προστασία των καλόπιστων πολιτών, οι οποίοι, ευλόγως, επίστευαν ότι το διοικητικό όργανο είχε νόμιμη υπόσταση και ως εκ τούτου δεν είναι ορθό και δίκαιο να υποστούν τις συνέπειες της υφιστάμενης, μη εμφανούς, παρανομίας»
Η διαπίστωση αυτή που οδηγεί στην απόρριψη των πρόσθετων λόγων του δευτέρου περιγράμματος του εφεσείοντα, φέρνει στο προσκήνιο τον 3ο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή υπήρξε παραβίαση του Κανονισμού 7 σε διάφορες επιμέρους πτυχές παραπόνου.
Η θέση αυτή ενέχει την κύρια δυναμική της στο ότι η διαδικασία υπήρξε άκυρη λόγω του ότι το εύρημα ενοχής και η επιβολή ποινής έγινε από άλλο πρόσωπο απ΄αυτό που χειρίστηκε την υπόθεση προηγουμένως. Αυτό σε συνδυασμό με την καθυστέρηση στη διαδικασία και την έκβαση της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επ΄αυτής της θέσης αφού τόνισε πως πρόκειται για συνοπτική εκδίκαση παρόμοια με αυτή του αρθρ.82 του Νόμου 1/90 κατέληξε ως εξής (σελ.11):
“Εδώ, για καλό λόγο, λόγω αφυπηρέτησης του Προϊστάμενου, η ποινή δεν επιβλήθηκε αμέσως μετά τη διαπίστωση της ενοχής. Επεβλήθη, όμως, αμέσως μετά που στον αιτητή δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί πριν την ποινή. Δεν διαπιστώνεται πρόβλημα, ούτε ο αιτητής υπέστη οποιοδήποτε αρνητικό επηρεασμό ή επηρεάστηκαν ανεπίτρεπτα τα δικαιώματα του. Είχε κριθεί ένοχος των παραπτωμάτων και η καθυστερημένη επιβολή ποινής μόνο υπέρ του μπορούσε να επενεργήσει”.
Και παρακάτω: (σελ.12 και 13)
“Τα δεδομένα αναμφίβολα εδώ είναι διαφορετικά. Το διαφοροποιητικό και ουσιώδες στοιχείο είναι ότι η μόνη καθυστέρηση οφείλεται στην αφυπηρέτηση του προηγούμενου Διευθυντή, χωρίς επαναλαμβάνεται, να έχει δημιουργηθεί ως εκ τούτου οποιαδήποτε ουσιώδης ή εμφανής αδικία ως εκ της καθυστέρησης στην επιβολή της ποινής. Ο ίδιος ο αιτητής όχι μόνο δεν πρόβαλε ενώπιον της διοίκησης την όποια καθυστέρηση ως έρεισμα για την ακυρότητα της όλης διαδικασίας, αλλά αντίθετα ούτε παρουσιάστηκε ενώπιον του Διευθυντή στις 4.2.2013, για να ακουσθεί πριν την επιβολή της όποιας ποινής”.
Kαι παρακάτω (σελ.16):
“Εδώ, στον αιτητή δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί και στα δύο στάδια. Και είναι πρόδηλο από το σκεπτικό της επιβολής ποινής στις 4.2.2013, ότι η έρευνα που προηγήθηκε εναντίον του αιτητή, κατέδειξε τη διάπραξη των διαφόρων παραπτωμάτων. Αυτό ακριβώς προνοεί και ο Κανονισμός 7(δ), σύμφωνα με τον οποίο αφού ο οικείος προϊστάμενος κρίνει ότι διαπράχθηκε πειθαρχικό παράπτωμα, τότε ακούει τον υπάλληλο και δύναται να του επιβάλει την αρμόζουσα ποινή”.
Αξιολογώντας τις θέσεις του εφεσείοντα για το λανθασμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, αφού έχουμε διαπιστώσει πλήρη και ενδελεχή ανάλυση των δεδομένων της κρινόμενης περίπτωσης από τον ευπαίδευτο Δικαστή. Το σημαντικό, όπως επισημάνθηκε, ήταν η δυνατότητα του εφεσείοντα να ακουστεί κατά τα ουσιώδη στάδια της διαδικασίας. Πρόκειται εξάλλου για συνοπτική διαδικασία. Ουσιαστικά το εύρημα ενοχής – αν και δεν ανακοινώθηκε ρητά και επίσημα – προέκυπτε από την ακόλουθη ποινή. Επισημαίνεται και υπενθυμίζεται πως ο εφεσείων είχε παραδεχθεί μέρος των αδικημάτων. Παρά ταύτα η διαδικασία δεν είχε ολοκληρωθεί την ημέρα εκείνη. Ολοκληρώθηκε αργότερα, από τον Αν.Διευθυντή, ενώ ο τελευταίος είχε ενώπιον του όλο το σχετικό υλικό και το έλαβε υπόψη. Στο δε εφεσείοντα και πάλιν δόθηκε η δυνατότητα να ακουστεί.
Αναφορικά δε με τις επιμέρους εισηγήσεις για παραβίαση προθεσμιών δεν έχουμε παρά να υιοθετήσουμε πλήρως την πρωτόδικη προσέγγιση επαναλαμβάνοντας πως δεν έχει καταδειχθεί - ούτε καν υποψία – βλάβης του εφεσείοντα και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Ούτε τα πιο πάνω αναφερθέντα άρθρα του Ν.158(Ι)/99 προσθέτουν ή στηρίζουν τις θέσεις του εφεσείοντα.
Αναφορικά με το λόγο έφεσης που αφορά τα έξοδα πως δηλαδή ο εφεσείων στερείτο των οικονομικών μέσων να τα υποστεί και αυτό το είχε θέσει πρωτόδικα, θα πούμε ότι δεν αναγνωρίζεται τέτοιος παράγοντας από το νόμο ή τη νομολογία. Ο κανόνας είναι ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Και αυτό ακολουθήθηκε εν προκειμένω. Κανένας λόγος επέμβασης δεν χωρεί.
Και ο 4ος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος.
Καταληκτικά των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται συλλήβδην με €2,000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
[1] Διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου δεν μπορεί εύλογα να αναμένεται να συνεχιστεί.
[2] (α) Οι ακόλουθες περιπτώσεις μπορούν να αποτελέσουν λόγο πειθαρχικής δίωξης ωρομισθίου:
..........................
(v) Σοβαρή ή επαναλαμβανόμενη παράβαση ή παραγνώριση κανόνων της εργασίας ή άλλων κανόνων που σχετίζονται με την απασχόληση.»
[3] 7(γ) Η έρευνα θα πρέπει να συμπληρώνεται το συντομότερο, και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερο των 30 ημερών από την ημερομηνία της εντολής για έρευνα. Ο ερευνών λειτουργός αφού λάβει όλα τα στοιχεία και πληροφορίες για την υπόθεση και αφού ακούσει τυχόν μάρτυρες που υπάρχουν για το ερευνούμενο παράπτωμα, και πάρει γραπτές καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο που μπορεί να γνωρίζει οτιδήποτε από τα γεγονότα της υπόθεσης, εκθέτει το πόρισμα του, πλήρως αιτιολογημένο, στον οικείο Προϊστάμενο για λήψη απόφασης και επιβολή ποινής.
[4] αναγνωρίστηκε το κύρος των πράξεων που είχε εκδώσει ο δούλος Philippus ο οποίος είχε αναδειχθεί παράνομα πραίτορας και οι πολίτες θεωρούσαν ότι νόμιμα είχε ασκήσει τα καθήκοντα του εκδίδοντας ένα μεγάλο αριθμό αποφάσεων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο