ΙΑΚΩΒΟΥ v. ΒΡΑΧΙΜΗΣ, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ.161/2013 και 1/2014, 3/11/2020

ECLI:CY:AD:2020:C377

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ.161/2013 και 1/2014)

(Υπόθεση Αρ. 369/2010)

 

3 Νοεμβρίου, 2020

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                                    (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 161/2013)

 

xxx Γ. ΙΑΚΩΒΟΥ

Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

ΚΑΙ

 

xxx ΒΡΑΧΙΜΗΣ

Εφεσίβλητος-Αιτητής

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ΄ης η αίτηση

------------------------

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1/2014)

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Εφεσείουσα-Καθ΄ης η αίτηση

 

ΚΑΙ

 

xxx ΒΡΑΧΙΜΗΣ

Εφεσίβλητος-Αιτητής

-------------------------

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για εφεσείοντα (ΑΕ 161/13).

Ε. Τόλλα για Μ. Ηλιάδης & Συνεταίροι, για εφεσίβλητο (ΑΕ 161/13).

Λ. Ουστά (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για καθ΄ ης η αίτηση.

Λ. Ουστά (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για εφεσείουσα (ΑΕ 1/14).

Ε. Τόλλα (κα), για εφεσίβλητο (ΑΕ 1/14).

Α. Σ. Αγγελίδης, για ΕΜ xxx Ιακώβου.

 

---------

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Τ.Θ.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Οι διάδικοι xxx Ιακώβου (εφεσείων-ΕΜ) και xxx Βραχίμης (εφεσίβλητος-Αιτητής), υπηρετούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, κατέχοντας τη θέση του Ανώτερου Εκτελεστικού Μηχανικού.  

    

Ανταποκρινόμενοι σε σχετική προκήρυξη διεκδίκησαν μαζί με άλλους υποψηφίους τη θέση Πρώτου Εκτελεστικού Μηχανικού (Τμήμα δημοσίων Έργων) - («η επίδικη θέση») η οποία είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και ως τέτοια υπάγεται στις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 34 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90 ως έχει τροποποιηθεί) που διέπει τη διαδικασία πλήρωσης θέσεων της εν λόγω κατηγορίας.   

 

Σημειώνεται ότι δυνάμει της παραγράφου 5 των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης, «Μεταπτυχιακό προσόν εις θέματα σχετιζόμενα με τας δραστηριότητας του Τμήματος θα αποτελεί πλεονέκτημα».

 

Οι υποψήφιοι αξιολογήθηκαν σε πρώτο στάδιο από την αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία τους υπέβαλε σε προφορική εξέταση βαθμολογώντας τους με βάση την απόδοση σε αυτήν και στη συνέχεια, με βάση όλα τα ενώπιον της στοιχεία, χαρακτήρισε τον εφεσίβλητο ως «Σχεδόν πάρα πολύ καλό» και τον Εφεσείοντα ως «Εξαίρετο». H Συμβουλευτική Επιτροπή, μεταξύ άλλων, εξέτασε και το ζήτημα της κατοχής των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας καταγράφοντας στην έκθεση της ότι τόσο ο εφεσίβλητος με βάση το μεταπτυχιακό του από το Imperial College of Science and Technology, όσο και ο εφεσείων με βάση το πτυχίο του από το Moscow Civil Engineering Institute - αναγνωρισμένο από το ΚΥΣΑΤΣ ως τίτλος ισότιμος προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master - διέθεταν το προβλεπόμενο πλεονέκτημα.

 

Στο επόμενο στάδιο οι υποψήφιοι αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας («η ΕΔΥ»), η οποία επίσης τους υπέβαλε σε προφορική εξέταση χαρακτηρίζοντας τον εφεσίβλητο ως «Πάρα πολύ καλό» και τον εφεσείοντα ως «Εξαίρετο». Ακολούθως η ΕΔΥ προέβη σε γενική σύγκριση και αξιολόγηση των υποψηφίων και αφού, όπως σημείωσε, έλαβε  μεταξύ άλλων, δεόντως υπόψιν και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, επέλεξε τον εφεσείοντα και μια άλλη υποψήφια η οποία δεν είναι διάδικος, ως καταλληλότερους για προαγωγή στην επίδικη θέση, με το αιτιολογικό ότι αξιολογήθηκαν σε ψηλότερο από τους υπόλοιπους υποψήφιους επίπεδο, τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και από την ίδια την ΕΔΥ στην ενώπιον της προφορική εξέταση, ότι ο εφεσείων επιπλέον διέθετε και το πλεονέκτημα της επίδικης θέσης και επιπρόσθετα δεν υστερούσαν σε βαθμολογημένη αξία, είχαν υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή και υπερείχαν όλων σε αρχαιότητα.

 

Η πιο πάνω απόφαση προσβλήθηκε από τον εφεσίβλητο  και τελικά ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο λόγω πλάνης της ΕΔΥ αναφορικά με την αρχαιότητα των διαδίκων.  Ήταν η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι η αντίληψη της ΕΔΥ ότι ο εφεσείοντας υπερείχε των άλλων υποψηφίων σε αρχαιότητα ήταν εσφαλμένη, εφόσον είναι ο εφεσίβλητος που υπερείχε κατά 18 μήνες (βλ. xxx Βραχίμης v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 747/2008, ημερ. 11.11.2009).

 

Στη συνέχεια η ΕΔΥ προχώρησε σε επανεξέταση συμμορφούμενη, ως είχε υποχρέωση, προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα, υπό την έννοια που εξηγήθηκε, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 517 και  Χατζηλουκά v. Δημοκρατίας (2011) 3(Β) ΑΑΔ 643

 

Σε ότι αφορά το στοιχείο της αρχαιότητας, υπό το πρίσμα της ακυρωτικής απόφασης, αυτή τη φορά αναγνώρισε την υπεροχή του εφεσίβλητου, πλην όμως έκρινε ότι το στοιχείο της αρχαιότητας από μόνο του δεν μπορούσε να ανατρέψει τη γενική υπεροχή του εφεσείοντα, τον οποίο και επέλεξε εκ νέου για προαγωγή θεωρώντας ότι «υπερείχε γενικά έναντι των άλλων υποψηφίων».

 

Η αντίδραση του εφεσίβλητου εκδηλώθηκε με νέα προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο κατέληξε και πάλι σε ακυρωτική απόφαση αποδεχόμενο τη θέση του εφεσίβλητου, αυτή τη φορά, ότι υπήρξε ουσιώδης πλάνη της ΕΔΥ αναφορικά με την κατοχή από τον εφεσείοντα του προβλεπόμενου στο σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης πλεονεκτήματος.  Ειδικότερα, το δικαστήριο έκρινε ότι η ΕΔΥ λανθασμένα ερμήνευσε το σχέδιο υπηρεσίας και θεώρησε ότι ο εφεσείοντας ήταν κάτοχος του πλεονεκτήματος, ενώ, κατά την κρίση του, δεν ήταν (βλ. xxx Βραχίμης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 369/2010, ημερ. 25.11.2013).

 

Αυτό όμως το ζήτημα το είχε θέσει ο εφεσίβλητος στην πρώτη προσφυγή (Αρ. 747/08) και το δικαστήριο δεν το εξέτασε περιοριζόμενο, ως άνω, σε ακύρωση της προαγωγής στη βάση άλλου προβληθέντος λόγου. 

 

Με τις υπό εκδίκαση τώρα εφέσεις επιδιώκεται η ανατροπή της απόφασης στη δεύτερη προσφυγή.  Αμφότεροι οι εφεσείοντες, ΕΜ και Δημοκρατία, προβάλλουν κατά κύριο λόγο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα προχώρησε στην εξέταση του λόγου ακυρότητας για πλάνη αναφορικά με το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης και την κατοχή του πλεονεκτήματος από τον εφεσείοντα, αγνοώντας τη σχετική προδικαστική ένσταση ότι ο εφεσίβλητος δεν νομιμοποιείτο να προβάλει το συγκεκριμένο λόγο.  Περαιτέρω με τις εφέσεις προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση για λανθασμένη ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας και πλάνη της ΕΔΥ, καθώς και το συνεπακόλουθο αποτέλεσμα ότι δεν μπορούσε να πιστωθεί στον εφεσείοντα το ακαδημαϊκό του προσόν ως πλεονέκτημα. 

 

Σε ότι αφορά το παραπάνω κύριο και προκριματικό ζήτημα είναι η θέση των εφεσειόντων ότι επί του θέματος της κατοχής του πλεονεκτήματος έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο inter partes μεταξύ των διαδίκων. Ισχυρίζονται ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης αφορούσε ζήτημα που προηγείτο του λόγου για τον οποίον ακυρώθηκε η πρώτη διοικητική απόφαση, δεν είχε εξεταστεί από το Δικαστήριο στην πρώτη προσφυγή αρ. 747/2008, ούτε ηγέρθη το θέμα προς εξέταση από τον εφεσίβλητο με έφεση εναντίον της ακυρωτικής απόφασης. Ως αποτέλεσμα, συνεχίζει η εισήγηση,  η κρίση και η σχετική εκτίμηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και ακολούθως της ΕΔΥ, που υιοθέτησε το πόρισμα της αναφορικά με το πλεονέκτημα, παρέμεινε αλώβητη χωρίς δυνατότητα επαναφοράς του στα πλαίσια προσβολής διοικητικής απόφασης που λαμβάνεται κατόπιν επανεξέτασης, η οποία κατά τη νομολογία διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ’ όλης της ύλης (Ιωσηφίδης κ.ά. v. Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 ΑΑΔ 147 και Παπαδόπουλος v. Iωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 ΑΑΔ 601). Επικαλέστηκαν δε προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους τα νομολογηθέντα στην απόφαση Ναζίρης v. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38.

 

Η απάντηση του εφεσιβλήτου στα πιο πάνω επιχειρήματα είναι ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι αφορούσαν το τελικό στάδιο αξιολόγησης ενώπιον της ΕΔΥ, η οποία ως το αποφασίζον όργανο δυνάμει του άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90, είχε υποχρέωση να εξετάσει την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και να ερμηνεύσει τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας, εφαρμόζοντας τη σχετική νομολογία αναφορικά με την κατοχή του πλεονεκτήματος, λαμβανομένου μάλιστα υπόψιν και του σχολίου του ακυρωτικού Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 747/2009 ότι για σκοπούς εξέτασης των υπολοίπων λόγων θα έπρεπε «πρώτα να ληφθεί απόφαση επί των ορθών δεδομένων».

 

Σύμφωνα με τη νομολογία ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα (βλ. Παπαδόπουλος v. Oργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 ΑΑΔ 608 και Ναζίρης (ανωτέρω, απόφαση Πλήρους Ολομέλειας). Στη Nαζίρης, εξετάστηκε το κατά πόσο υποψήφιος που δεν προσέβαλε τη διοικητική απόφαση η οποία παρήχθη με την πρώτη εξέταση διατηρεί τη δυνατότητα, όταν προσβάλει απόφαση η οποία λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης, να θέσει ζητήματα σε σχέση με πλημμέλειες οι οποίες προηγούνταν των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση.  Αποφασίστηκε ότι δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως και τονίστηκε ότι o έλεγχος διοικητικής απόφασης εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται πάντοτε μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.

 

Ως αποτέλεσμα, ένας επιτυχών διάδικος, εφόσον προκύπτει ζήτημα δέσμευσης προς βλάβη του από την ακυρωτική απόφαση, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει έφεση, όχι βέβαια για να αμφισβητήσει την ακύρωση της απόφασης που πέτυχε, αλλά για να προκαλέσει την εκδίκαση και των άλλων λόγων έφεσης που είχε θέσει στην προσφυγή του χωρίς να εξεταστούν.  Σύμφωνα με τη νομολογία μπορεί να τεθεί θέμα εξέτασης άλλων λόγων, εφόσον από την πρωτόδικη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος, προς βλάβη του αιτητή-εφεσείοντα (βλ. Χατζηγεωργίου v. KΥΣΑΤΣ (2008) 3 AAΔ 82, Καντούνας v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 344).

 

Ο εφεσίβλητος είχε τέτοια δυνατότητα, ως επιτυχών διάδικος, είτε να ζητήσει από το δικαστήριο κατά την εκδίκαση της προσφυγής αρ. 747/08 να επιληφθεί και των υπολοίπων λόγων, είτε να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης στην προσφυγή αρ. 747/08 υπό την παραπάνω έννοια και για τον προαναφερθέντα συγκεκριμένο σκοπό.  Εφόσον δεν το έπραξε, τα σχετικά με την κατοχή του πλεονεκτήματος σημεία τα οποία ετεροχρονισμένα προβλήθηκαν από τον εφεσίβλητο δεν θα έπρεπε να απασχολήσουν το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Συνεπώς δικαίως παραπονούνται οι εφεσείοντες  για την επαναφορά του θέματος  της κατοχής του πλεονεκτήματος και την εξέταση του από το πρωτόδικο δικαστήριο.  Ήταν θέμα που, υπό τις περιστάσεις, παρέμεινε αλώβητο από την ακυρωτική απόφαση και δεν διαφοροποιήθηκε κατά την επανεξέταση.

Εν κατακλείδι, οι κατ’ ισχυρισμόν πλημμέλειες σε σχέση με το προσόν-πλεονέκτημα, αφορούσαν στάδιο της διαδικασίας προγενέστερο του συγκεκριμένου και μόνου λόγου για τον οποίον ακυρώθηκε εν τέλει η προαγωγή του εφεσείοντα - ΕΜ. Εν όψει τούτου και στην απουσία έφεσης κατά της απόφασης εκείνης από τον επιτυχόντα διάδικο, ώστε να επιδιώξει την εκδίκαση και των άλλων λόγων ακυρότητας που είχε θέσει, εφόσον προέκυπτε ζήτημα δέσμευσης προς βλάβη του, το θέμα των προσόντων των διαδίκων δεν μπορούσε να αποτελέσει εξεταστέο λόγο ακυρότητας στα πλαίσια της δεύτερης προσφυγής αρ. 369/2010. Διαφορετική προσέγγιση θα οδηγούσε σε ατέρμονες διαδικασίες.

 

    Εν όψει των πιο πάνω ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης ως προς την προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει σε αμφότερες τις εφέσεις. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

          Ως προς τα έξοδα αυτά επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και σε βάρος του εφεσίβλητου όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο.

 

                                                                   Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.

 

                                                                   Κ. Σταματίου, Δ.

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                                   Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                                                   Α. Πούγιουρου, Δ.

 

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο