S. AL SALEH κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 100/2014, 10/12/2020

ECLI:CY:AD:2020:C422

ΑNΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 100/2014)

(Υπ. Αρ. 1651/2011)

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

10 Δεκεμβρίου, 2020

 

1.    S. AL SALEH,

2.    (1) S. AL SALEH, ΚΑΙ

(2) K. AL SALEH, ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΩΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΓΟΝΕΩΝ, ΕΧΟΝΤΑΣ ΤΗ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΤΟΥΣ:

(α) G. AL SALEH,

(β) Y. AL SALEH,

(γ) A. AL SALEH,

(δ) R. AL SALEH,

(ε) M. AL SALEH,

(στ) MO. AL SALEH,

Εφεσείοντες/Αιτητές,

ΚΑΙ

 ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

(α) ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

(β) ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσίβλητοι/Καθ΄ ων η αίτηση.

Β. Πιερίδου (και) για κ. Α. Ευτυχίου, για τους Εφεσείοντες.

Τ. Ιακωβίδου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Λ. Τουμπουρή

 (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για το Γενικό Εισαγγελέα της

 Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

 

_ _ _ _ _ _

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση οι εφεσείοντες-αιτητές επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, η οποία γνωστοποιήθηκε στους εφεσείοντες, με επιστολή ημερομηνίας 11.11.2011, με την οποία τους ενημέρωνε ότι ο Υπουργός Εσωτερικών εξέδωσε διάταγμα στέρησης της υπηκοότητάς τους, ημερομηνίας 16.9.2011, κατόπιν σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 8.4.2010, η οποία λήφθηκε με βάση το άρθρο 113 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν.141/2002.

 

Το ιστορικό και τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση καταγράφονται επαρκώς στην πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως:

 

«Ο Σύριος S. Al Saleh (στο εξής ο Αιτητής 1) πρωτοαφίχθηκε στην Κύπρο στις 26.3.1991 και του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτη μέχρι 10.4.91.  Παρέτεινε όμως παράνομα την παραμονή του στη Δημοκρατία μέχρι τις 20.8.94 οπόταν συνελήφθη από την Αστυνομία και απελάθηκε στην πατρίδα του,  το δε όνομα του καταχωρίστηκε στον κατάλογο των απαγορευμένων μεταναστών.  Παρολ΄ αυτά επιχείρησε να επαναεισέλθει στη Δημοκρατία τον Απρίλιο του 1995, πλην όμως δεν του επετράπη η είσοδος και επέστρεψε αυθημερόν στην πατρίδα του.  Δεν εγκατέλειψε όμως τις προσπάθειες εγκατάστασης του στο νησί, τις οποίες προώθησε μέσω βουλευτή με το αιτιολογικό ότι θα παντρευτεί ελληνοκύπρια (Ε/Κ).  Μάλιστα την υποψήφια Ε/Κ νύμφη ο βουλευτής χαρακτήριζε αξιοθρήνητη και σύστηνε να επιτραπεί η είσοδος στη Δημοκρατία του Αιτητή 1 προκειμένου να την παντρευτεί καθότι - όπως ανάφερε - λόγω της εμφάνισης της ήταν δύσκολο να την παντρευτεί Ε/Κ.  Όλες όμως οι προσπάθειες δεν απέδωσαν,  ώσπου στις 27.8.96 το όνομά του αφαιρέθηκε από τον κατάλογο των απαγορευμένων μεταναστών στη βάση στοιχείων που διαβιβάστηκαν στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής το Τμήμα) ότι στις 25.1.96 ο Αιτητής 1  τέλεσε πολιτικό γάμο στο Λίβανο με την κατά 20 χρόνια μεγαλύτερη του Ε/Κ  Ε. Α.

 

     Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω ο Αιτητής 1 επανήλθε στην Κύπρο στις 9.9.96 και έκτοτε μέχρι 30.9.01 το Τμήμα ανανέωνε περιοδικά την άδεια παραμονής του στη Δημοκρατία, η οποία έπαυσε να είναι απαραίτητη αφού στις 22.8.01 ενεγράφη ως Κύπριος πολίτης λόγω του γάμου του με την προαναφερθείσα Ε/Κ.  Δέκα όμως μήνες μετά, στις 22.5.02, ο εν λόγω γάμος λύθηκε με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού και το Φεβρουάριο του επόμενου έτους ο Αιτητής 1 νυμφεύτηκε στη Συρία την ομοεθνή του A. Khadija (K. Al Saleh, Αιτήτρια 2 στην αίτηση) με την οποία είχε ήδη αποκτήσει δύο παιδιά στις 24.12.97 και  2.1.01, ενώ τρίτο παιδί γεννήθηκε δύο μήνες μετά την τέλεση του γάμου τους στις 15.4.03.  Ακολούθησε τον Ιούνιο του 2003 η άφιξη στην Κύπρο και της Αιτήτριας 2 με τα τρία παιδιά που είχε μέχρι τότε αποκτήσει με τον Αιτητή 1 και, όπως γίνεται αντιληπτό, παραχωρήθηκε και σ΄ αυτούς  άδεια παραμονής στη Δημοκρατία. Έκτοτε το ζεύγος διαμένει στη Λεμεσό όπου απέκτησε ακόμη τρία παιδιά τα οποία γεννήθηκαν στις 21.9.04, 31.12.07 και 11.10.10 αντίστοιχα.

 

     Στις 9.7.08 υποβλήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών για στέρηση από τον Αιτητή 1 της κυπριακής υπηκοότητας με το αιτιολογικό ότι την είχε αποκτήσει με δόλο και ψευδείς παραστάσεις, οι οποίες συνίσταντο στο ότι απέκρυψε το γεγονός ότι ενώ ήταν παντρεμένος με την προαναφερθείσα Ε/Κ διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με την νυν σύζυγό του με την οποία μάλιστα είχε - όταν αιτήθηκε την εγγραφή του ως Κύπριου πολίτη - αποκτήσει και δύο παιδιά.

 

     Η πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών έγινε αποδεκτή από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο ενημέρωσε σχετικά τον Αιτητή 1 με επιστολή ημερ. 13.8.08.

 

     Ο Αιτητής 1 αντέδρασε στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με επιστολή μέσω δικηγόρου με την οποία υπέβαλε αίτημα για διορισμό Επιτροπής Έρευνας προς εξέταση του όλου θέματος.  Το αίτημα έγινε αποδεκτό και η διορισθείσα Επιτροπή - στη βάση των στοιχείων που συνέλεξε και αφού άκουσε τόσο τον Αιτητή 1 όσο και την πρώην Ε/Κ «σύζυγό του» - ετοίμασε έκθεση με ημερ. 20.7.10 που υπέβαλε στο Υπουργικό Συμβούλιο.  Πρόκειται για αιτιολογημένη έκθεση στην οποία η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής 1 νυμφεύτηκε την κατά 20 χρόνια μεγαλύτερή του Ε/Κ με αποκλειστικό στόχο την απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας και για την επίτευξη αυτού του στόχου απέκρυψε από τις αρχές της Δημοκρατίας ουσιώδη γεγονότα.  Παράλληλα, η Επιτροπή, εξέφραζε  την ανησυχία ότι τον ίδιο επιλήψιμο τρόπο που μετήλθε ο Αιτητής 1 για να ξεγελάσει τις Αρχές της Δημοκρατίας προς εξασφάλιση της κυπριακής υπηκοότητας, μετήλθε και ο αδελφός του Α. Τζιπάρι ο οποίος παντρεύτηκε την ίδια Ε/Κ, η οποία είναι κατά 30 χρόνια μεγαλύτερη του, για να εξασφαλίσει και αυτός κυπριακή υπηκοότητα.  Συναφώς η Επιτροπή επεσήμανε ότι η Ε/Κ που «νυμφεύτηκε» τα δύο αδέλφια  είναι άτομο αξιοθρήνητο, φτωχό, άρρωστο, ευάλωτο, ζει με βοηθήματα του Γραφείου Ευημερίας και χρησιμοποιήθηκε πλήρως από τον Αιτητή 1 προς απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας, κάτι που επιχειρείται να επαναληφθεί για τον ίδιο σκοπό και από τον αδελφό του.

 

     Η έκθεση υποβλήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο σε συνεδρία του ημερ. 8.4.10 αποφάσισε να εξουσιοδοτήσει τον Υπουργό Εσωτερικών να προβεί στην έκδοση διατάγματος στέρησης της κυπριακής υπηκοότητας τόσο από  τον  Αιτητή 1 όσο και από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του.  Τέτοιο διάταγμα  εκδόθηκε  δυνάμει των προνοιών του άρθρου 113 των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων του 2002 έως 2013 (Ν.141(1)/2002) στις 16.9.11 και στη συνέχεια, το Τμήμα, απέστειλε συστημένη επιστολή στον Αιτητή 1 ημερ. 11.11.11 με την οποία τον καλούσε να παραδώσει όλα τα έγγραφα τα οποία σχετίζονται με την εγγραφή τόσο του ιδίου όσο και των λοιπών μελών της οικογένειας του ως κυπρίων πολιτών και, περαιτέρω, να αναχωρήσει άμεσα από την Κύπρο με την οικογένεια του.  Πρόκειται, όπως γίνεται αντιληπτό, για την απόφαση που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή και η οποία στο εξής θα αναφέρεται ως η Απόφαση.

 

     Η προσφυγή προωθήθηκε με άξονα τις θέσεις ότι η Απόφαση (α) παραβιάζει τα άρθρα 1, 2, 7 και 8 του Μέρους ΙΙ του Κυρωτικού Νόμου 5(ΙΙΙ)/2000 για τα Δικαιώματα του Παιδιού, (β) εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας του Υπουργού Εσωτερικών, (γ) παραβιάζει το άρθρο 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158/99), (δ) βασίζεται σε Έκθεση που αφενός είναι αναιτιολόγητη και αφετέρου δεν είναι προϊόν δέουσας έρευνας, (ε) συνιστά βάναυση, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση των αιτητών και παραβιάζει τα δικαιώματα τους για οικογενειακή ζωή που κατοχυρώνονται από τα άρθρα 3 και 8 της ΕΣΔΑ και (στ) είναι παράνομη εφόσον λήφθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο με πάσχουσα σύνθεση.»

 

Με έξι λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε ισάριθμους και ταυτόσημους λόγους ακύρωσης της εν λόγω απόφασης.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως λανθασμένα αποφασίστηκε ότι οι εφεσείοντες 2(1)(2)(δ)(ε) και (στ), τέκνα του εφεσείοντα 1, που γεννήθηκαν στην Κύπρο, δεν έχουν αποκτήσει αμέσως αυτοτελές και ανεξάρτητο δικαίωμα για την απόκτηση της Κυπριακής ιθαγένειας, λόγω της γέννησής τους στην Κύπρο.

 

Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι τα τέκνα του εφεσείοντα 1 απέκτησαν δικαίωμα απόκτησης Κυπριακής ιθαγένειας λόγω της γέννησής τους στην Κύπρο, δυνάμει των άρθρων 1, 2, 7 και 8 του περί της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικού Νόμου) Ν.5(ΙΙΙ)/2000. Περαιτέρω, οι εφεσείοντες 2(δ)(ε) και (στ), ανεξάρτητα από τις πρόνοιες της πιο πάνω Σύμβασης, έχουν αποκτήσει άμεσα το δικαίωμα αυτό, δυνάμει του άρθρου 109(1) του Ν.141(1)/2002, λόγω του ότι ο πατέρας τους, εφεσείων 1, είχε αποκτήσει την υπηκοότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας πριν τη γέννησή τους στην Κύπρο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το εγειρόμενο ζήτημα, αναφέρθηκε στις πρόνοιες των άρθρων 1, 2, 7 και 8 του Ν.5(ΙΙΙ)/2000 και έκρινε πως η Σύμβαση αφήνει στα συμβαλλόμενα κράτη να ρυθμίζουν με εθνική νομοθεσία τον τρόπο και τη διαδικασία απόκτησης ή στέρησης της ιθαγένειας. Προς τούτο, η Κυπριακή Δημοκρατία θέσπισε το Ν.141(1)/2002 ο οποίος, χωρίς να αντιστρατεύεται τις πρόνοιες της Σύμβασης, ρυθμίζει διεξοδικά το ζήτημα. Στη βάση αυτή και, αφού σημειώθηκε από το Δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες δεν εξειδίκευσαν επαρκώς τους ισχυρισμούς που προώθησαν για τον υπό συζήτηση ακυρωτικό λόγο, τον απέρριψε.

 

Όπως ορθά αναφέρθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα άρθρα 1 και 2 του Νόμου καμία αναφορά δε γίνεται στο υπό συζήτηση θέμα, εφόσον το άρθρο 1 ορίζει τι σημαίνει «παιδί» και το άρθρο 2 προνοεί για το σεβασμό που οφείλουν τα συμβαλλόμενα κράτη στα δικαιώματα του παιδιού. Ούτε τα άρθρα 7 και 8[1] προνοούν ότι με τη γέννησή του ένα παιδί αμέσως αποκτά την ιθαγένεια του συμβαλλόμενου κράτους στο οποίο γεννήθηκε, παρά μόνο αφήνει στα συμβαλλόμενα κράτη να ρυθμίσουν με εθνική νομοθεσία τον τρόπο και διαδικασία απόκτησης ή στέρησης της ιθαγένειας. Στην Κυπριακή Δημοκρατία θεσπίστηκε ο περί Αρχείου και Πληθυσμού Νόμος, Ν. 141(1)/2002, ο οποίος διέπει το θέμα και, όπως ορθά παρατήρησε ο αδελφός μας Δικαστής, δεν αντιστρατεύεται τις πρόνοιες της Σύμβασης.

 

Το άρθρο 109(1) του Ν. 141(1)/2002 προβλέπει ως ακολούθως:

«109.—(1) Πρόσωπο που γεννήθηκε στην Κύπρο κατά ή μετά τη 16η Αυγούστου 1960, είναι πολίτης της Δημοκρατίας αν κατά το χρόνο της γέννησής του ήταν πολίτης της Δημοκρατίας οποιοσδήποτε γονέας αυτού ή, σε περίπτωση κατά την οποία δεν ζούσε ο γονέας αυτός κατά το χρόνο της γέννησης του εν λόγω προσώπου, ο γονέας αυτός θα εδικαιούτο, αν δεν είχε αποβιώσει, να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι οι διατάξεις του εδαφίου αυτού δεν εφαρμόζονται, εκτός αν το Υπουργικό Συμβούλιο διαφορετικά ήθελε διατάξει, σε περιπτώσεις όπου η είσοδος ή η παραμονή στην Κύπρο οποιουδήποτε των γονέων του εν λόγω προσώπου ήταν παράνομη.»

 

Είναι, λοιπόν, σαφές από την πιο πάνω νομοθετική πρόνοια ότι τα τέκνα του εφεσείοντα 1 δεν είχαν αυτοτελές και ανεξάρτητο δικαίωμα απόκτησης της Κυπριακής ιθαγένειας λόγω της γέννησής τους στην Κύπρο. Το γεγονός ότι ο πατέρας τους είχε αποκτήσει την Κυπριακή υπηκοότητα πριν τη γέννησή τους, η οποία όμως μεταγενέστερα ανακλήθηκε, συμπαρασύρει και την υπηκοότητα που είχε δοθεί στα ανήλικα τέκνα του. Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα αποφασίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αφαίρεση της ιθαγένειας, τόσο του εφεσείοντα 1, όσο και των εφεσειόντων 2(1)(2)(δ)(ε)(στ), που απέκτησαν λόγω της γέννησής τους στην Κύπρο, καθώς και από τα τέκνα του εφεσείοντα 1 2(1)(2)(α)(β)(γ), που απέκτησαν την ιθαγένειά τους με εγγραφή, λόγω του ότι ο εφεσείων 1 κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε την ιθαγένεια της Κύπρου, ήταν επακόλουθο της αφαίρεσης της υπηκοότητας του εφεσείοντα 1, λόγω δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων.

 

Η θέση που προωθήθηκε από τους εφεσείοντες είναι ότι τα τέκνα του εφεσείοντα 1 δεν υπήρξαν προσωπικά υπαίτιοι δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων. Η ιθαγένεια που απέκτησαν τα παιδιά του λόγω γέννησης τους στην Κύπρο δεν μπορούσε να τους αφαιρεθεί δυνάμει του άρθρου 7 του Ν.243/90 και 5(ΙΙΙ)/2000, καθώς και του άρθρου 109(2) του Νόμου 141(Ι)/2002, ενώ τα παιδιά του που γεννήθηκαν στην Συρία δεν μπορούσαν να απωλέσουν την Κυπριακή ιθαγένεια εφόσον, όταν την απέκτησαν, ο πατέρας τους ήταν πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας, δυνάμει του Ν. 141(1)/2002.

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με την εισήγηση, αποφάσισε, με βάση την εισήγηση της Επιτροπής Έρευνας, και διέταξε την έκδοση διατάγματος να στερηθεί την ιδιότητα του πολίτη ο εφεσείων 1 και, προς τούτο, εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εσωτερικών να εκδώσει το εν λόγω διάταγμα. Ο Υπουργός Εσωτερικών δεν είχε διακριτική ευχέρεια να επιλέξει εναντίον ποίων εκ των εφεσειόντων να στερήσει την ιδιότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ιδιότητα του πολίτη δεν μπορεί να αποστερηθεί δυνάμει του άρθρου 113 του Ν. 141(Ι)/2002, ενώ, με βάση το άρθρο 2 της Σύμβασης που κυρώθηκε με τους Ν. 243/90 και 5(ΙΙΙ)/2000, το κράτος οφείλει να λαμβάνει όλα τα μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία του παιδιού έναντι όλων των μορφών διακρίσεων ή τιμωρίας με βάση την υπόσταση της συμπεριφοράς των γονέων τους.

 

Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση της Δημοκρατίας που υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.

 

Τα πρώτα τρία παιδιά του εφεσείοντα ενεγράφησαν ως πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας λόγω της ιδιότητας του πατέρα τους, εφεσείοντα 1, δυνάμει εγγραφής σύμφωνα με το άρθρο 110(3)[2] του Ν.141(Ι)/2002. Τα άλλα τρία παιδιά ενεγράφησαν, δυνάμει του άρθρου 109(1)[3] του ιδίου Νόμου, ως γεννηθέντα στη Δημοκρατία από πατέρα Κύπριο πολίτη. Εφόσον η υπηκοότητα των παιδιών στηριζόταν αποκλειστικά στην υπηκοότητα του πατέρα και αυτή  ακυρώθηκε, γιατί κρίθηκε ότι αποκτήθηκε με δόλο και ψευδείς παραστάσεις, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αυτό καθιστούσε τη στέρηση της κυπριακής υπηκοότητας μονόδρομο. Συνακόλουθα, και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι μπορούσε να ανακληθεί η Κυπριακή ιθαγένεια που παραχωρήθηκε στους εφεσείοντες με δεδομένο ότι πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα και στο μεταξύ δημιουργήθηκαν δικαιώματα και ευνοϊκές καταστάσεις γι’ αυτούς. Προς τούτο, επικαλούνται το άρθρο 54 του Ν.158(Ι)/1999, το οποίο προνοεί ότι εκτελεστές διοικητικές πράξεις που δημιουργούν δικαιώματα και ευνοϊκές για τους διοικούμενους καταστάσεις, δεν ανακαλούνται μετά από την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος.

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Όπως ορθά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση το εδάφιο 6 του άρθρου 54 του Ν.158(Ι)/1999, οι αρχές της χρηστής διοίκησης που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων δεν ισχύουν όταν η ανάκληση ρυθμίζεται ειδικά από το Νόμο. Σε τέτοια περίπτωση η νομιμότητα της πράξης εξετάζεται με βάση τις πρόνοιες της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης (βλ. A. & S. Antoniades & Co v. Republic (1965) 3 C.L.R. 673, 684, Κυπριακά Διϋλιστήρια Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 ΑΑΔ 345, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 198-199, Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 7η έκδοση, σελ. 73: «οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας ο οποίος έχει θεσπιστεί με πράξη νομοθετικού οργάνου»). Εν προκειμένω, η απόφαση των εφεσιβλήτων για ανάκληση προηγούμενης χορήγησης της υπηκοότητας ρυθμίζεται από το άρθρο 113 του Ν.141(Ι)/2002 το οποίο, σε όση έκταση αφορά την παρούσα υπόθεση, προνοεί ως ακολούθως:

 

«113.—(1) Πολίτης της Δημοκρατίας ο οποίος είναι πολίτης σύμφωνα με εγγραφή ή είναι πολιτογραφημένο πρόσωπο, παύει να είναι πολίτης της Δημοκρατίας εάν στερηθεί της ιδιότητας του πολίτη με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό:

Νοείται ….

 (2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με Διάταγμα να στερήσει οποιοδήποτε τέτοιο πολίτη από την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας εάν ικανοποιηθεί ότι η εγγραφή ή το πιστοποιητικό πολιτογράφησης αποκτήθηκε με δόλο, ψευδείς παραστάσεις ή απόκρυψη οποιουδήποτε ουσιώδους γεγονότος.»

 

Ενόψει της ύπαρξης του ειδικού νόμου επί του εγειρόμενου ζητήματος, είναι αυτός που εφαρμόζεται και, συνεπώς, ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα αποφασίστηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν  δέουσας έρευνας, χωρίς πλάνη και αιτιολογημένα. Σύμφωνα με την εισήγηση, το δημόσιο συμφέρον, για το οποίο αφαιρέθηκε η ιθαγένεια από τους εφεσείοντες, δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια. Η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε στα συμπεράσματα της Επιτροπής Έρευνας, τα οποία ήταν αναιτιολόγητα και είναι αντίθετα με τα στοιχεία του φακέλου. Από τον εφεσείοντα, σύμφωνα με την εισήγηση, όχι μόνο δεν ζημιώνει το κράτος, αλλά αντίθετα επωφελείται, εφόσον ο εφεσείων 1 είναι αυτοαπασχολούμενος επιχειρηματίας, ο οποίος καταβάλλει τους φόρους του στο κράτος και, επίσης, για ένα από τα παιδιά του πληρώνει για τη φοίτησή του σε ιδιωτικό σχολείο. Αποδίδει, επίσης, όλες τις ενέργειες, μεθοδεύσεις και συμπεριφορά για επιστροφή του στην Κύπρο στην κύπρια σύζυγο που είχε. Το δε διαζύγιο λήφθηκε αφού η πρώην σύζυγός του δεν υπέβαλε υπεράσπιση και έσπευσε μάλιστα να νυμφευθεί τον αδελφό του.

 

Αντίθετη η θέση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε πως το στοιχείο του δημοσίου συμφέροντος αποτελεί, σύμφωνα με το Νόμο, προϋπόθεση για αποστέρηση από κάποιο πρόσωπο της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας. Ορθά δε αναφέρθηκε στην αποκρυσταλλωμένη θέση της νομολογίας ότι δεν αρκεί απλή επίκληση λόγω δημοσίου συμφέροντος για αποστέρηση της υπηκοότητας, αλλά απαιτείται όπως το δημόσιο συμφέρον συγκεκριμενοποιείται με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά, έτσι που να αποκαλύπτεται ο συλλογισμός και να επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχος (Στεφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 367, Panayiotis Georgiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 221 και Aντέννα Τ.V. Λτδ ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 747, όπως και το σύγγραμμα Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου «Το Διοικητικό συμφέρον και η ανάκληση των διοικητικών πράξεων», Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929-1979, ΙΙ, σελ. 355 και επ.). Απαιτείται μάλιστα να δίδεται και ειδική αιτιολογία (G.D.L. Construction Ltd v. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 1433).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως αναφέρει στην απόφαση, διεξήλθε της Έκθεσης της Επιτροπής Έρευνας, η οποία συντάχθηκε αφού άκουσε τον αιτητή και την Ε/Κ σύζυγό του. Προς τούτο, παρέπεμψε και στα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία έκρινε πως αποκαλύπτουν ότι η Έκθεση της Επιτροπής υπήρξε προϊόν ενδελεχούς έρευνας και τα ευρήματα και συμπεράσματά του καθόλα τεκμηριωμένα και αιτιολογημένα:

 

«Μεταξύ αυτών και ότι (α) διαρκούσης της «έγγαμης συμβίωσής του» με την Ε/Κ είχε παράλληλα εξωσυζυγική σχέση με την νυν σύζυγό του με την οποία απέκτησε τα τρία από τα έξι παιδιά τους, (β)  αμέσως μόλις  επετεύχθη ο σκοπός του - δηλαδή η απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας - προχώρησε σε αίτηση διαζυγίου και με τη λύση του γάμου του νυμφεύτηκε την νυν σύζυγο του που στην πραγματικότητα πάντοτε ήταν η συμβία του, (γ) ένα χρόνο μετά το διαζύγιό του με την  κατά 20 χρόνια μεγαλύτερη του Ε.Α., αυτή παντρεύτηκε τον αδελφό του Αιτητή 1 που είναι παράνομος μετανάστης και κατά 30 χρόνια μικρότερος της και (δ) η Ε/Κ χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για επίτευξη του σκοπού του Αιτητή 1 ως πρόσωπο αδιαμφισβήτητα αξιοθρήνητο, φτωχό και ευάλωτο.»

 

Περαιτέρω, το Δικαστήριο παραθέτει τα ακόλουθα στοιχεία από την Έκθεση της Επιτροπής τα οποία, κατά την κρίση του, εξειδικεύουν την έννοια του δημοσίου συμφέροντος με συγκεκριμένα περιστατικά:

 

«(στ)        Η διατήρηση της κυπριακής υπηκοότητας από τον κ. S. ΑΙ Saleh με τέτοια συμπεριφορά και τέτοιο ιστορικό δεν συντελεί, κατά τη γνώμη μας, προς το δημόσιο συμφέρον και δεν γίνεται αποδεκτή από την έννομη κυπριακή πολιτεία. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι στην περίπτωση που διατηρηθεί η ιδιότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας στον κ. S., το δημόσιο συμφέρον παραβλάπτεται γιατί -

 

(ι) το κράτος θα υποχρεωθεί, εκ των πραγμάτων, να πολιτογραφήσει εκτός από τα πέντε (σήμερα) παιδιά του και την αλλοδαπή σύζυγο του, και

 

          (ιι) τα δημόσια ταμεία συνεχώς θα επιβαρύνονται με κοινωνικές παροχές, επιδόματα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εκπαίδευση, στέγαση μιας πολυμελούς οικογένειας, η οποία πιστεύουμε ότι εξασφάλισε τη παραμονή στον τόπο μας δόλια, εκμεταλλευόμενη ένα ευάλωτο άτομο και με καταστρατήγηση και καταπάτηση της κυπριακής νομοθεσίας.»

 

Θα προσθέταμε ότι είναι έκδηλη η συνδρομή του δημόσιου συμφέροντος όπου αποκτάται η ιδιότητα πολίτη κράτους υπό συνθήκες δόλου και συμπεριφοράς όπως στην παρούσα.

 

Έχοντας εξετάσει την Έκθεση της Επιτροπής, υπό το φως και των εισηγήσεων των εφεσειόντων, δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ούτε διαπιστώνουμε διάσταση με τα στοιχεία των φακέλων. Αυτό που αναδεικνύεται ως διάσταση είναι η διαφορετική αντίκριση και επεξήγηση των γεγονότων.

 

Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά βάναυση, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των εφεσειόντων, όπως κατοχυρώνεται από τα Άρθρα 8 και 15 του Συντάγματος και των Άρθρων 3 και 8 της ΕΣΔΑ.

 

Η εισήγηση εδράζεται στη μακροχρόνια διαμονή των εφεσειόντων στη Δημοκρατία με τα τέκνα του εφεσείοντα 1 να φοιτούν σε ελληνικά σχολεία και ένα εξ αυτών, που γεννήθηκε με γενετικό νόσημα, φοιτά σε μονάδα ειδικής εκπαίδευσης σε Νηπιαγωγείο στη Λεμεσό, που υπάγεται στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο ακύρωσης, υιοθέτησε πλήρως τη θέση των καθ΄ ων η αίτηση, την οποία ενσωμάτωσε στην απόφασή του. Αποφάσισε, συναφώς, ορθά κατά την κρίση μας, ότι δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί ότι η αποστέρηση υπηκοότητας, με βάση το Νόμο, συνιστά βάναυση, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση του εφεσείοντα 1 ή των τέκνων του ή ότι αντίκειται στο δικαίωμά τους για οικογενειακή ζωή, ως τα δικαιώματα αυτά κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑ και πως η παραχώρηση και στέρηση υπηκοότητας με βάση το Νόμο, καθώς και η παραχώρηση ή στέρηση δικαιώματος παραμονής σε οποιοδήποτε αλλοδαπό, στη βάση του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, αποτελεί γνώρισμα και αποτέλεσμα των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας επί του εδάφους της (βλ. μεταξύ άλλων Levantis v. Republic (1988) 3C CLR 2483). Η δε άσκηση του κυριαρχικού δικαιώματος της Δημοκρατίας, βάσει των θεσμοθετημένων κριτηρίων του Νόμου, δεν δύναται να συνιστά βάναυση, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση του εφεσείοντα 1 ή των τέκνων του ή να αντίκειται στο δικαίωμά τους για οικογενειακή ζωή.

 

Είναι γεγονός ότι υπήρξε μία μακροχρόνια διαμονή του εφεσείοντα 1 και των παιδιών του στην Κύπρο με ό,τι αυτό επιφέρει. Από την άλλη, δεν μπορεί σε ένα κράτος δικαίου, κάποιος εκμεταλλευόμενος την παρανομία του να συνεχίζει να κατέχει την Κυπριακή ιθαγένεια και να εκμεταλλεύεται κάθε τι που συνεπάγεται από αυτήν, ενώ η ιθαγένεια αποκτήθηκε με δόλο. Εφόσον οι εφεσείοντες είχαν διαμονή στην Κύπρο, λόγω της ιθαγένειας, η διαμονή εδραζόμενη σε αυτόν το λόγο δεν μπορούσε να συνεχίσει. Οι ενδεχόμενες εναλλακτικές λύσεις που προσφέρονται στους εφεσείοντες ως προς τη διαμονή τους δεν είναι κάτι που μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας.

 

Συνακόλουθα, απορρίπτεται και αυτός ο λόγος έφεσης.

 

Ο έκτος λόγος έφεσης άπτεται της σύνθεσης του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, έπασχε και η περί του αντιθέτου απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη. Σημειώνεται πως η πάσχουσα σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν τέθηκε ως λόγος ακύρωσης με την προσφυγή. Παρά ταύτα, εξετάστηκε από το Δικαστήριο ως θέμα δημοσίας τάξεως, το οποίο μπορεί να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Κρίθηκε πως το θέμα προωθήθηκε γενικά και αόριστα και πως «η εκάστοτε σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν καταγράφεται στα σχετικά πρακτικά των συνεδριάσεων του τα οποία επισυνάπτονται στην ένσταση» και απέρριψε την εισήγηση.

 

Οι εφεσείοντες παραπέμπουν στα άρθρα 24 και 25 του Ν.158(Ι)/99, όπου προνοείται πως τα Συλλογικά Όργανα πρέπει να τηρούν λεπτομερώς πρακτικά και να φαίνονται από ποιους λήφθηκε η απόφαση και ποια ήταν τα παρόντα μέλη. Από τα συνημμένα στην ένσταση Παραρτήματα 34, 37 και 41 δεν φαίνεται, κατά την εισήγηση, ποια ήταν η σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου που λειτουργεί ως Συλλογικό Όργανο.

 

Εν προκειμένω, όπως ορθά εισηγούνται οι εφεσίβλητοι, το Παράρτημα 37 της ένστασης αφορά τις εργασίες της Ερευνητικής Επιτροπής που συστάθηκε, όπου σαφώς αναφέρεται η σύνθεση της Επιτροπής. Τα Παραρτήματα 34 και 41 είναι τα αποσπάσματα των πρακτικών του Υπουργικού Συμβουλίου που αφορούν τη συγκεκριμένη υπόθεση. Δε θα μπορούσαν να ήταν τα πλήρη πρακτικά της συγκεκριμένης συνεδρίας, εφόσον το Υπουργικό Συμβούλιο δεν ασχολείται μόνο με ένα θέμα στις συνεδρίες του. Συνεπώς, μόνο το απόσπασμα από τα πρακτικά που αφορά τη συγκεκριμένη υπόθεση είναι σχετικό. Επίσης, τα εν λόγω πρακτικά είναι υπογραμμένα από τον Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, ο οποίος παρακάθεται στις συνεδρίες του Συμβουλίου, σύμφωνα με το Άρθρο 60 του Συντάγματος. Είναι, επίσης, σαφές από το Σύνταγμα ότι οι αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία (Άρθρο 46.5).  Η γενικότητα με την οποία υποβάλλεται η εισήγηση δεν επιτρέπει την περαιτέρω ενασχόληση με το θέμα. Συνακόλουθα, και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με €2.000 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

                                                    

     ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

/ΧΤΘ  



[1] «Άρθρο 7

 

1.      Το παιδί  εγγράφεται στο ληξιαρχείο αμέσως μετά τη γέννηση του και έχει από εκείνη τη στιγμή τo δικαίωμα ονόματος, το δικαίωμα να αποκτήσει  ιθαγένεια και, στο μέτρο του δυνατού,  τo δικαίωμα να γνωρίζει  τους γονείς του και να ανατραφεί από αυτούς.

 

2.     Τα Συμβαλλόμενα Κράτη μεριμνούν για την εφαρμογή αυτών των δικαιωμάτων,  σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τους και με  τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλουν οι ισχύουσες σ' αυτό τον τομέα διεθνείς συνθήκες, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, ελλείψει αυτών,  το παιδί θα ήταν άπατρις.

 

 

Άρθρο 8

 

1.     Τα   Συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σέβονται το δικαίωμα του παιδιού να διαφυλάττει την ταυτότητα του,  συμπεριλαμβανομένης της ιθαγένειας του, του ονόματος του και των οικογενειακών σχέσεων του, όπως αυτά αναγνωρίζονται από το νόμο, χωρίς παράνομη παρέμβαση.

 

2.     Όταν ένα παιδί στερείται παράνομα ορισμένα ή όλα τα στοιχεία που συνιστούν την ταυτότητα του, τα Συμβαλλόμενα Κράτη οφείλουν να του παράσχουν κατάλληλη υποστήριξη και προστασία, ώστε η ταυτότητα του να αποκατασταθεί τo συντομότερο δυνατόν.»

 

 

[2] (3) Ο Υπουργός μπορεί να μεριμνήσει όπως το ανήλικο παιδί οποιουδήποτε πολίτη της Δημοκρατίας εγγραφεί ως πολίτης της Δημοκρατίας κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται κατά τον καθορισμένο τρόπο από το γονέα ή τον κηδεμόνα του παιδιού.

[3] 109.—(1) Πρόσωπο που γεννήθηκε στην Κύπρο κατά ή μετά τη 16η Αυγούστου 1960, είναι πολίτης της Δημοκρατίας αν κατά το χρόνο της γέννησής του ήταν πολίτης της Δημοκρατίας οποιοσδήποτε γονέας αυτού ή, σε περίπτωση κατά την οποία δεν ζούσε ο γονέας αυτός κατά το χρόνο της γέννησης του εν λόγω προσώπου, ο γονέας αυτός θα εδικαιούτο, αν δεν είχε αποβιώσει, να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι οι διατάξεις του εδαφίου αυτού δεν εφαρμόζονται, εκτός αν το Υπουργικό Συμβούλιο διαφορετικά ήθελε διατάξει, σε περιπτώσεις όπου η είσοδος ή η παραμονή στην Κύπρο οποιουδήποτε των γονέων του εν λόγω προσώπου ήταν παράνομη.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο