ΠΙΕΡΙΔΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 107/2014, 10/12/2020

ECLI:CY:AD:2020:C423

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 107/2014

10 Δεκεμβρίου, 2020

 

[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ,  Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,

Τ.Ψ. ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx ΠΙΕΡΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η Αίτηση.

- - - - - -

Κώστας Χατζηϊωάννου, για Α. Κ. Χατζηϊωάννου & ΣΙΑ  για την Εφεσείουσα – Αιτήτρια

 

Έλενα Παπαγεωργίου, Δικηγόρος τη Δημοκρατίας, μαζί με τον ασκούμενο δικηγόρο Παύλο Ξαγοράρη, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα για τους Εφεσίβλητους

 

Αντρέας Σ. Αγγελίδης, για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε. για το Ενδιαφερόμενο Μέρος

                                                         ---------------

          ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ:  Η εφεσείουσα προσέβαλε με την Προσφυγή Αρ. 1/2012 την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 25/11/2011, με την οποίαν προήγαγε και/ή διόρισε το Ενδιαφερόμενο Μέρος, xxx Καθητζιώτη (Ε/Μ), στη μόνιμη θέση του Διευθυντή Κέντρου Παραγωγικότητας από 1/12/2011.

 

Οι λόγοι ακύρωσης, επί των οποίων βασίστηκε η προσφυγή,  συνοψίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αναιτιολόγητη, ότι ήταν προϊόν ελλιπούς έρευνας, ότι παραγνωρίστηκε η υπεροχή της εφεσείουσας σε αξία και αρχαιότητα και ότι προσδόθηκε  υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση των υποψηφίων. 

 

Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, η  εφεσείουσα προσλήφθηκε στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων το 1980 και αφού υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις προήχθηκε στις 15/5/2003 στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Παραγωγικότητας.  Διαθέτει δε το πτυχίο του Bachelor of Science in Chemistry του Αμερικανικού Πανεπιστημίου της Βηρυτού και Master of Science in Chemistry του ιδίου Πανεπιστημίου καθώς  και μεταπτυχιακό δίπλωμα του Μεσογειακού Ινστιτούτου Διευθύνσεως, το οποίο είχε αναγνωριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο ως μεταπτυχιακό προσόν διάρκειας ενός έτους για σκοπούς εργοδότησης στη Δημόσια Υπηρεσία.  Από την άλλη, το Ενδιαφερόμενο Μέρος προσλήφθηκε στο ίδιο Υπουργείο το 1985 και κατέχει τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Παραγωγικότητας από τις 15/5/2004.  Διαθέτει δε το πτυχίο του Bachelor of Science in Metallurgy and Mechanical Engineering του Πανεπιστημίου του Manchester και  Master of Business Administration του Πανεπιστημίου του Birmingham καθώς και Master of Science in Automobile Engineering, Cranfield Institute of Technology και Post-graduate Diploma in Management, MIM.  Για την πλήρωση της θέσης του Διευθυντή Κέντρου Παραγωγικότητας ανταποκρίθηκαν 19 υποψήφιοι αλλά κρίθηκαν ως προσοντούχοι μόνο οι 11 οι οποίοι και κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη, μεταξύ των οποίων η εφεσείουσα και το Ε/Μ.

 

Με την απόφαση του ημερομηνίας 14/7/2014 το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι εφόσον  το Ε/Μ υπερείχε οριακά της εφεσείουσας σε προσόντα και αξία, η αρχαιότητα της τελευταίας δεν θεωρείτο επαρκές αντίβαρο στην υπεροχή αυτή και προχώρησε στην απόρριψη της προσφυγής λόγω μη απόδειξης έκδηλης υπεροχής της εφεσείουσας έναντι του Ε/Μ.

 

Με την υπό κρίση έφεση η εφεσείουσα προσβάλλει βασικά την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις πιο πάνω πτυχές της με 6 λόγους έφεσης, οι οποίοι συμπλέκονται και έχουν ως κύριο άξονα την υπεροχή της εφεσείουσας,  τόσο στο θέμα αξίας όσο και αρχαιότητας, γι΄ αυτό και θα εξεταστούν μαζί. 

 

Με τον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερείχε οριακά σε αξία.  Ειδικότερα εισηγείται ότι η υπεροχή της σε αρχαιότητα κατά  5 χρόνια από την πρόσληψη και 1 χρόνου από την προαγωγή στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Παραγωγικότητας και συνακόλουθα η υπεροχή της στην πείρα που απέκτησε, σε συνάρτηση με τη βαθμολόγηση της ως καθόλα εξαίρετης, έπρεπε να λειτουργήσουν καθοριστικά υπέρ της  και όχι  να αγνοηθούν ή και να παραμεριστούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Προτάσσει δε ότι αυτή η εικόνα δεν μπορούσε να ανατραπεί με την υπέρ του Ε/Μ σύσταση του Γενικού Διευθυντή (τρίτος λόγος έφεσης).  Εισηγείται περαιτέρω ότι η όλη βάση της αιτιολογίας της πρωτόδικης απόφασης δηλαδή το να θεωρηθεί η αρχαιότητα της εφεσείουσας περιορισμένης σημασίας είναι λανθασμένη (τέταρτος λόγος έφεσης).  Λανθασμένα επίσης   το Δικαστήριο  βασίστηκε στην προσωπική συνέντευξη παρά την αναφορά του ότι δεν της δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα (πέμπτος λόγος).

 

Προσβάλλεται επίσης με τον έκτο λόγο η παράλειψη του Δικαστηρίου να ασχοληθεί με την εισήγηση της εφεσείουσας ότι η διαπίστωση της ΕΔΥ ότι τα δύο διπλώματα Master που κατείχε το Ε/Μ ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και ότι  ήταν αναιτιολόγητη.

 

 Ανατρέχοντας στην πρωτόδικη απόφαση  το Δικαστήριο θεώρησε κατ΄ αρχάς ότι και οι δύο υποψήφιοι είχαν τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση.  Ως προς το θέμα της αξίας διαπίστωσε  ότι προσμετρούσε υπέρ του  Ε/Μ η σύσταση του Γενικού Διευθυντή και ότι βαθμολογήθηκε οριακά ψηλότερα από την εφεσείουσα κατά την προφορική συνέντευξη.  Σε σχέση με τη βαθμολογημένη αξία η  εφεσείουσα είχε καθόλα τα προηγούμενα 10 χρόνια βαθμολογηθεί ως εξαίρετη σε όλους τους τομείς, το δε Ε/Μ ως «εξαίρετος» σε όλους τους τομείς τα χρόνια 2009, 2008 και 2007 ενώ για το 2006 είχε βαθμολογηθεί με  5 «εξαίρετα» και 3 «πολύ ικανοποιητικά».  Για όλα δε τα προηγούμενα χρόνια σε όλα «εξαίρετος».  Σε σχέση με το θέμα της αρχαιότητας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υπερείχε η εφεσείουσα.  Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του το Δικαστήριο κατέληξε στα εξής:

 

«Έχουμε επομένως δύο υποψήφιους που είναι ουσιαστικά ισάξιοι σε βαθμολογημένη αξία σε όλα τα χρόνια (με πάρα πολύ οριακή υπεροχή της αιτήτριας), και έχουμε υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα, όπως επεξηγήθηκε ανωτέρω.  Στα προσόντα, ικανοποιούν και οι δύο τις προϋποθέσεις του σχεδίου υπηρεσίας, όμως, το ενδιαφερόμενο μέρος διαθέτει επιπλέον Master of Science in Automobile Engineering καθώς και Master of Business Administration, τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της προαναφερόμενης θέσης και επομένως τους δόθηκε ανάλογη βαρύτητα.  Το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν, επίσης, πολύ οριακά καλύτερο κατά την προφορική συνέντευξη και είχε υπέρ του τη σύσταση  του Γενικού Διευθυντή.

 ΄Εχοντας υπόψιν όλα τα ενώπιον μου στοιχεία καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, το ενδιαφερόμενο μέρος θα πρέπει να θεωρηθεί ότι υπερέχει, ουσιαστικά, σε αξία της αιτήτριας, ενόψει της υπέρ του σύστασης του Γενικού Διευθυντή (Δέστε:  Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 390)  και της πολύ οριακά καλύτερης βαθμολογίας του στην προφορική συνέντευξη (Δέστε:  Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 ΑΑΔ 374).   Επίσης υπερέχει οριακά και σε προσόντα, της αιτήτριας, ενόψει των προαναφερόμενων, μή απαιτούμενων, αλλά σχετικών με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης, προσόντων του, αλλά η αιτήτρια υπερέχει, του ενδιαφερόμενου μέρους, σε αρχαιότητα τόσον ως προς το χρόνο πρόσληψης στη Δημόσια Υπηρεσία, όσον και ως προς το χρόνο της τελευταίας προαγωγής.  Η υπεροχή της αιτήτριας είναι κατά 5 περίπου χρόνια στην πρώτη περίπτωση και κατά 1 χρόνο στη δεύτερη. 

 Σύμφωνα με τη νομολογία, η αρχαιότητα έχει ιδιαίτερη σημασία όταν η αξία και τα προσόντα είναι ουσιαστικά ισοδύναμα.  Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει οριακά σε αξία και προσόντα, της αιτήτριας, και, επομένως, θεωρώ ότι η αρχαιότητα της αιτήτριας, υπό τις περιστάσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκές αντίβαρο στην προαναφερόμενη οριακή υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους, στα δύο πρώτα στοιχεία.» 

 

 

Εξετάσαμε με προσοχή τις εκατέρωθεν εισηγήσεις, υπό το φως της νομολογίας και των γεγονότων της υπόθεσης, όπως διαγράφονται στους Προσωπικούς Φακέλους και στα τεκμήρια που κατατέθηκαν κατά την πρωτόδικη διαδικασία.

 

Κύριος άξονας των εισηγήσεων της εφεσείουσας είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε εντελώς τόσο την υπεροχή της σε αρχαιότητα και  πείρα που προέκυπτε από τον ένα χρόνο αρχαιότητας της στην αμέσως προηγούμενη θέση αλλά και σε αξία.

 

Είναι νομολογιακά γνωστό ότι η αρχαιότητα αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο το οποίο προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία όταν οι  υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι ως προς τα υπόλοιπα κριτήρια, ήτοι την αξία και τα προσόντα (βλ. Αναστασία Βιολάρη ν. Δημοκρατίας, Α/Ε 162/10, ημερ. 11.4.17 και Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 (Α) ΑΑΔ 403). 

 

 Η αρχαιότητα φέρει μαζί της, κατά τεκμήριο, και την ανάλογη πείρα λόγω ακριβώς του εύρους υπηρεσίας του συγκεκριμένου υποψηφίου. Εκ του γεγονότος ότι η αρχαιότητα δεν έχει παύσει να αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο, παρόλο που έχει υποτιμηθεί, η πείρα, που σημειωτέον  δεν αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο προαγωγής,  ως απορρέουσα από αυτή την αρχαιότητα, την τονίζει, προσθέτοντας στην αξία.   Οι πιο πάνω αρχές επισημάνθηκαν στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Περικλέους ν. Δημοκρατίας Α/Ε  Αρ.  2/14, ημερ. 13.1.20.

 

Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο η  αρχαιότητα της εφεσείουσας κατά ένα χρόνο στην αμέσως προηγούμενη θέση δεν είχε ιδιαίτερη σημασία εφόσον το Ε/Μ υπερτερούσε οριακά σε προσόντα και αξία.    Η διαπίστωση αυτή δεν διαφέρει από την απόφαση της ΕΔΥ η οποία έλαβε μεν υπόψη την υπεροχή της εφεσείουσας έναντι του Ε/Μ σε αρχαιότητα αλλά προσθέτει ότι το Ε/Μ  «δεν υστερεί ουσιαστικά σε αξία, υπερέχει σε προσόντα και επιπλέον διαθέτει και την υπέρ του σύσταση του Γενικού Διευθυντή».  Ορθά δε σημειώνει, ότι ενόψει του ότι η θέση είναι διευθυντική, πρώτου διορισμού και προαγωγής το στοιχείο της αρχαιότητας είναι περιορισμένης σημασίας.  Επίσης ότι το Ε/Μ  αξιολογήθηκε  κατά την προφορική εξέταση σε ψηλότερο επίπεδο.

 

  Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η αρχαιότητα σε θέσεις, όπως η επίδικη που είναι ψηλά στην ιεραρχία είναι μικρής και/ή οριακής σημασίας η δε διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι ευρεία (βλ. Δημοκρατία κ.α. ν. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395, 409, Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και Παρούτη ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 99, 102).

 

Συνεπώς η αρχαιότητα δεν παραγνωρίστηκε από την ΕΔΥ ως η εισήγηση της εφεσείουσας.   Αντίθετα, την αναγνωρίζει σημειώνοντας ότι δεν μπορούσε να υπερισχύσει, αιτιολογώντας την κρίση της αυτή. 

 

Προσβάλλεται επιπρόσθετα η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε δοθεί από πλευράς ΕΔΥ υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη.  Ήταν εισήγηση της εφεσείουσας, ότι η προφορική συνέντευξη αποτέλεσε τελικά το μοναδικό κριτήριο επιλογής.  Εξετάσαμε την εισήγηση η οποία δεν μας βρίσκει σύμφωνους.   Στην απόφαση της η  ΕΔΥ σημειώνει  ότι  έλαβε δεόντως υπόψη και συνεκτίμησε τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όσων ήταν δημόσιοι υπάλληλοι καθώς και την απόδοση στις προσωπικές συνεντεύξεις και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.  

 

 Σ’ όσον αφορά τη σημασία της προσωπικής συνέντευξης, όπως λέχθηκε στην Χ”Χάννας ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 655, σε υψηλά ιστάμενες θέσεις στην ιεραρχία, όπως η επίδικη, η βαρύτητα των εντυπώσεων της προφορικής συνέντευξης είναι αυξημένη και το διορίζον όργανο έχει ευρεία διακριτική εξουσία επιλογής, εφόσον σταθμίσει βέβαια ορθά όλα τα σχετικά στοιχεία.  Η αρχή αυτή υιοθετήθηκε σε μεταγενέστερη νομολογία (βλ. Παναγή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3(3) Α.Α.Δ. 639.). 

 

Συνεπώς, νομίμως η ΕΔΥ επέλεξε να αποδώσει σημασία στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, συνυπολογίζοντας τα όμως μαζί με τα άλλα στοιχεία,  όσο οριακή και αν μπορεί να χαρακτηριστεί η διαφορά, δηλ. εξαίρετος για το Ε/Μ, «Σχεδόν εξαίρετος» για την εφεσείουσα, (βλ. Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (ανωτέρω)), που αφορούσε τη θέση Γενικού Διευθυντή, Υπουργικό Συμβούλιο).

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, το Ε/Μ δεν υπερείχε μόνο στην αξιολόγηση στην προφορική εξέταση αλλά είχε υπέρ του και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία επίσης αμφισβητείται από την εφεσείουσα ως αντίθετη με τα στοιχεία των Προσωπικών Φακέλων, τα οποία κατ’ ισχυρισμόν  καταδεικνύουν την υπεροχή της έναντι του Ε/Μ. Παρ’ όλα αυτά σε συνάρτηση με την έλλειψη αιτιολογίας,  κατά την εισήγηση της, η σύσταση   υπήρξε ο ρυθμιστής της επίδικης  προαγωγής.

 

Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. 

 

Επαναλαμβάνουμε ότι στην παρούσα περίπτωση η επιλογή του Ε/Μ έναντι της εφεσείουσας έγινε με ειδική αναφορά τόσο  στην υπέρ του Ε/Μ σύσταση του Γενικού Διευθυντή  καθώς και  στη μεγάλη διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ, εφόσον επρόκειτο για θέση υψηλά στην ιεραρχία.  

 

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ήταν παρών και στις δύο συνεδρίες της ΕΔΥ κατά τη διεξαγωγή των προσωπικών συνεντεύξεων δηλ. στις 25/10/2013 και 26/10/2013, σύμφωνα με τα πρακτικά της κάθε συνεδρίας, στα οποία έχουμε ανατρέξει.  Μάλιστα  είχαν τεθεί  στη διάθεση του  οι Προσωπικοί Φάκελοι  και εκείνοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων, όσων εκ των υποψηφίων ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, δίνοντας του επαρκή χρόνο για να μελετήσει τους Φακέλους.  Το πρακτικό συνεχίζει περαιτέρω ότι μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, ο Γενικός Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και σύστησε στη συνέχεια για προαγωγή το Ε/Μ.  Συνεπώς η σύσταση, την οποίαν κρίνουμε νόμιμη, δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, ως η εισήγηση της εφεσείουσας.

 

Ως προς τη βαθμολόγηση, για την οποίαν επίσης παραπονείται η εφεσείουσα ότι δεν λήφθηκε υπόψη η υπεροχή της,  μικρές διαφορές στις αξιολογήσεις έχουν κατ’ επανάληψη κριθεί οριακές, ώστε να παραμένει ουσιαστικά η ισοδυναμία των εμπλεκόμενων (Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404 και Δημοκρατία ν. Φεσσά (2009) 3 Α.Α.Δ. 141). Επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε την εφεσείουσα και το Ε/Μ ως ισάξιους σε βαθμολογημένη αξία, με πάρα πολύ οριακή υπεροχή της εφεσείουσας.   Δεν τέθηκε κανένα στοιχείο από πλευράς εφεσείουσας που να υποστηρίζει την εισήγηση ότι έπασχε η σύσταση του Γενικού Διευθυντή.  Η προβαλλόμενη  θέση της εφεσείουσας, μέσω του περιγράμματος αγόρευσης του δικηγόρου της, ότι η σύσταση  ήταν αντίθετη με τα στοιχεία του Προσωπικού Φακέλου του Ε/Μ, όπου περιέχοντο αναφορές για παρακοή εντολών του προϊσταμένου του, αν και τέθηκε πρωτόδικα εν τούτοις  δεν μπορεί να εξεταστεί εφόσον δεν συνιστά λόγο έφεσης.

 

Σε σχέση με το παράπονο της εφεσείουσας ότι η σύσταση ήταν αναιτιολόγητη,  έστω και αν έτσι είχαν τα πράγματα, σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 83 και Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 644) σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως η παρούσα, η σύσταση χωρίς αιτιολογία είναι καθόλα νόμιμη.

Ανεδαφικός επίσης είναι και ο τελευταίος λόγος έφεσης ότι δηλ. έσφαλε η ΕΔΥ με το να θεωρήσει ότι  τα δύο διπλώματα Master που κατείχε το Ε/Μ  ήταν σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης, κρίνοντας στη συνέχεια ότι υπερείχε στο θέμα προσόντων το Ε/Μ.  Η σημασία και η αξία μη προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντος, σχετικού όμως με τα καθήκοντα της θέσης, είναι νομολογημένο  ότι δεν παραγνωρίζεται αλλ’ ούτε και υπερτιμάται (βλ. Δημοκρατία ν. Ανδρέου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και Ζωδιάτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).  Εν προκειμένω η ΕΔΥ συνεκτίμησε την υπεροχή του Ε/Μ σε προσόντα, με τα άλλα στοιχεία δίνοντας τους την ανάλογη βαρύτητα.  Εξάλλου δεν τέθηκε κανένα στοιχείο από πλευράς εφεσείουσας που να υποστηρίζει την εισήγηση της ότι η ΕΔΥ έσφαλε στην κρίση της αυτή. 

 

Σ’  όσον αφορά την εισήγηση της εφεσείουσας  περί πλάνης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξία της, που αναφέρεται κυρίως  στο θέμα της αρχαιότητας και πείρας της, για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω, δεν ευσταθεί.

 

Ενόψει του συνόλου των πιο πάνω στοιχείων δεν έχει τεκμηριωθεί ότι η ΕΔΥ υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας ή ότι υπερέβη  αυτά τα όρια με τον τρόπο που αποτίμησε τη βαρύτητα των νόμιμων κριτηρίων κρίσης, ούτε ότι ενήργησε κάτω από οποιανδήποτε μορφή πλάνης που κατ’ ισχυρισμό ανάγεται στο θέμα της αξίας που προκύπτει από την αρχαιότητα και πείρα. 

 

Καταλήγοντας, η εφεσείουσα δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε/Μ.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

 

                            Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.                                                                                                     

                                                                  Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

                                                           

                                                             Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

                                                               

                                                             Τ. ΨΑΡΑ- ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.                                                          

                                                          

                                                              Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

  /Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο