ECLI:CY:AD:2020:C411
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ Αρ. 92/2014
(ΑΡ. ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ 1564/2012)
2 Δεκεμβρίου, 2020
[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,
Τ.Ψ. ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΚΟΥΛΕΝΤΗ
Εφεσείουσα/Αιτήτρια
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. Υπουργικού Συμβουλίου
2. Υπουργού Εσωτερικών
Εφεσιβλήτων/Καθ’ ων η Αίτηση
------------
Α. Σ. Αγγελίδης, για Α. Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα
Δ. Καλίγερος, Ανώτερος Δικηγόρος τη Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα για τους Εφεσίβλητους
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ: Η εφεσείουσα, ιδιοκτήτρια του τεμαχίου με αρ. 2x7, Φ/Σχ. XLVII.12 στο χωριό Πάνω Πλάτρες της Επαρχίας Λεμεσού, υπέβαλε στις 4/5/2011 στην Πολεοδομική Αρχή Λεμεσού αίτηση για πολεοδομική άδεια, προκειμένου να ανεγείρει διώροφη κατοικία στο τεμάχιο της. Την αίτηση συνόδευε επιστολή της ίδιας με την παράκληση όπως σε περίπτωση που υπάρξει κώλυμα σ’ ό,τι αφορά την προσπέλαση του τεμαχίου να αποσταλεί αίτημα στον Υπουργό Εσωτερικών για απόκλιση από τις σχετικές πρόνοιες της Eντολής 1/1994 ως προς το μήκος του δικαιώματος διάβασης, ώστε να θεωρηθεί για σκοπούς ανέγερσης της κατοικίας ως ικανοποιητική προσπέλαση. Το αίτημα της προωθήθηκε από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Λεμεσού με την επιστολή του ημερομηνίας 8/7/2011 στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ως το αρμόδιο όργανο για έγκριση του αιτήματος για απόκλιση. Με την απαντητική του επιστολή ημερομηνίας 9/9/2011, το Υπουργείο Εσωτερικών γνωστοποίησε την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών ότι η απόκλιση από την Εντολή, ώστε η προσπέλαση του τεμαχίου να θεωρηθεί ως ικανοποιητική, στη βάση των ενώπιον του στοιχείων, δεν ήταν δικαιολογημένη. Η αίτηση για πολεοδομική άδεια απορρίφθηκε τελικά στις 11/10/2011 κατά κύριο λόγο ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη ευρίσκεται σε περιοχή εκτός ορίου ανάπτυξης και σε μεγάλη απόσταση από αυτό και ότι το τεμάχιο δεν διαθέτει κατάλληλη, ικανοποιητική, άνετη και ασφαλή δημόσια προσπέλαση.
Η εφεσείουσα αντέδρασε στην απόρριψη της αίτησης της με την καταχώρηση ιεραρχικής προσφυγής στις 7/11/2011, σύμφωνα με το άρθρο 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν.90/1972), η οποία κατόπιν εξέτασης της από την τριμελή Υπουργική Επιτροπή που απαρτίζετο από τους Υπουργούς Εσωτερικών (Πρόεδρο), Συγκοινωνιών και Έργων και Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, απορρίφθηκε στις 17/9/2012. Κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης καταχωρήθηκε η υπ. αριθμό 1564/2012 προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, στα πλαίσια της οποίας η εφεσείουσα προώθησε ανεπιτυχώς 24 λόγους ακύρωσης.
Με την απόρριψη της προσφυγής στις 24/6/2014, καταχωρήθηκε από πλευράς εφεσείουσας η υπό κρίση Αναθεωρητική Έφεση με την οποία προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με 11 λόγους έφεσης, οι πλείστοι εκ των οποίων αντιστοιχούν στους λόγους ακύρωσης που προώθησε πρωτόδικα. Παραπονείται συναφώς ότι
το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με τις διαπιστώσεις του ότι οι πρόνοιες του άρθρου 4Α(β)(ιιι) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου δεν ετύγχαναν εφαρμογής (λόγος 1), ότι τα 300 μέτρα του δικαιώματος διόδου του επίδικου τεμαχίου αποκλίνουν σημαντικά από τις πρόνοιες της Εντολής 1/1994 (λόγος 2), ότι δεν υπήρξε κακή σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής λόγω της συμμετοχής σ’ αυτήν του Υπουργού Εσωτερικών (λόγος 3), ότι η εισήγηση περί παραβίασης του άρθρου 28 του Συντάγματος τέθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου και όχι ενώπιον της Διοίκησης (λόγος 4), ότι η συμπεριφορά της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής δεν ήταν αντιφατική (λόγος 5), ότι διεξήχθηκε δέουσα έρευνα εκ μέρους της Υπουργικής Επιτροπής και ότι η σύμπτωση των απόψεων της με εκείνες του Υπουργείου Εσωτερικών δεν αποκάλυπτε απεμπόληση εξουσίας ή αναρμοδιότητα από πλευράς Υπουργού Εσωτερικών (λόγος 6), ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης της εφεσείουσας, (λόγος 7), ότι δεν υπήρξε περιορισμός του δικαιώματος στην ελεύθερη ανάπτυξη του τεμαχίου (λόγος 8), ότι τα πρακτικά της 87ης συνεδρίας της Υπουργικής Επιτροπής ημερομηνίας 17/9/2012 ήσαν πλήρη και άρτια (λόγος 9), ότι η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής ήταν νόμιμη (λόγος 10) και τέλος ότι η αναφορά του Υπουργού Εσωτερικών ότι «αξιολόγησε τα ενώπιον του στοιχεία» εννοούσε ότι έλαβε υπόψη του τις θετικές απόψεις του Επάρχου Λεμεσού, του Κοινοτικού Συμβουλίου Πλατρών και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως για απόκλιση των προνοιών Εντολής 1/1994 (λόγος 11).
Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το περιεχόμενο της ειδοποίησης ημερομηνίας 11/10/2011 της Πολεοδομικής Αρχής, στην οποία εμφαίνονται οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση για πολεοδομική άδεια, χωρίς μάλιστα να χρειαστεί η περαιτέρω λεπτομερής εξέταση της αίτησης.
«ΛΟΓΟΙ ΑΡΝΗΣΕΩΣ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΣ ΑΔΕΙΑΣ
Αρ. Αιτήσεως : ΛΕΜ/00590/2011
ΟΝΟΜΑ ΑΙΤΗΤΗ: Κα xxx ΚΟΥΛΕΝΤΗ
(500) Η προτεινόμενη ανάπτυξη (κατοικία) δεν μπορεί να επιτραπεί επειδή κρίνεται ότι η χωροθέτηση της εκτός ορίου ανάπτυξης και σε μεγάλη απόσταση από αυτό δυνατό να επηρεάσει αρνητικά την Γενική Στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης ενθαρρύνοντας την διάσπαρτη ανάπτυξη, με αποτέλεσμα τη δημιουργία σοβαρών λειτουργικών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων (Κεφ. 2, παρ. 2.1(β) της Δήλωσης Πολιτικής. Επίσης καταστρατηγούνται οι αρχές της αειφόρου ανάπτυξης με την μη προγραμματισμένη και αλόγιστη χρήση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του τόπου και ειδικά της γης, του νερού και του υπόγειου πλούτου (Κεφ. 1, Παρ. 1.8(β) της Δήλωσης Πολιτικής).
(501) Το τεμάχιο δεν διαθέτει κατάλληλη, ικανοποιητική, άνετη και ασφαλή δημόσια προσπέλαση, απαραίτητη προϋπόθεση για την προτεινόμενη ανάπτυξη (κατοικία) σε αντίθεση με την Πολιτική 3.1(γ) - Κεφάλαιο 3 των Γενικών Προνοιών Πολιτικής της Δήλωσης Πολιτικής και όπως αυτή επεξηγείται με την Εντολή 1/94 του Υπουργού Εσωτερικών.
Σημειώσεις:
(α) Σχετικό με τους Λόγους Άρνησης (500) και (501) πιο πάνω είναι και το περιεχόμενο της απαντητικής προς εμάς επιστολής του Υπουργείου Εσωτερικών σε αίτημα δικό σας για έγκριση απόκλισης από τις πρόνοιες της Εντολής 1/94 ώστε να καταστεί δυνατή η χορήγηση Πολεοδομικής Άδειας για ανέγερση κατοικίας,
(β) Ενόψει των πιο πάνω Λόγων Άρνησης η αίτηση δεν μελετήθηκε σε παραπέρα λεπτομέρεια.»
Λεμεσός, 11 Οκτωβρίου, 2011»
Παραθέτουμε επίσης το περιεχόμενο της επιστολής του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 9/9/2011, προς το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Λεμεσού, με την οποίαν κοινοποιούσε την απόφαση του στο αίτημα για απόκλιση από την Εντολή 1/94:
«Αίτημα της xxx Κουλέντη για έγκριση απόκλισης από τις πρόνοιες της Εντολής 1/94 ώστε να καταστεί δυνατή η χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση κατοικίας Τεμάχιο με αρ. 2x7, Φ./Σχ. 47/12, Πάνω Πλάτρες (Αρ. Φακ. Πολεοδομικής Αίτησης: ΛΕΜ/0590/2011)
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στη σχετική με το πιο πάνω θέμα επιστολή σας με αρ. φακ. ΛΕΜ/0590/2011 και ημερομηνία 08.7.2011, και να σας πληροφορήσω ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, αφού μελέτησε το υποβληθέν αίτημα και αξιολόγησε τα ενώπιον του στοιχεία, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη ότι η ανάπτυξη προτείνεται σε ζώνη προστασίας Ζ1, καθώς και κοντά σε κρατικό δάσος, ενώ τυχόν έγκριση της θα συμβάλει στη διασπορά μεμονωμένων κατοικιών εκτός των καθορισμένων ορίων ανάπτυξης, ανατρέποντας, κατά συνέπεια, τη βασική στρατηγική Ανάπτυξης της Δήλωσης Πολιτικής, η οποία είναι η επιδίωξη της συμπαγούς και συγκεντρωμένης ανάπτυξης εντός των καθορισμένων ζωνών ανάπτυξης, δημιουργώντας παράλληλα κακό προηγούμενο με το ενδεχόμενο συσσώρευσης τέτοιων αναπτύξεων στη συγκεκριμένη περιοχή με συνεπαγόμενες αρνητικές επιπτώσεις στη δυνατότητα υλοποίησης των στρατηγικών στόχων του Σχεδίου Ανάπτυξης (πέραν του διαβλεπομένου κινδύνου πρόκλησης ατυχημάτων δεδομένου του μακρού μήκους του δικαιώματος διάβασης, το οποίο υπερβαίνει το μέγιστο καθοριζόμενο από τους σχετικούς κανονισμούς), έκρινε ότι το αίτημα χορήγησης απόκλισης από τις πρόνοιες της Εντολής 1/94, ώστε η προσπέλαση του τεμαχίου να θεωρηθεί ως ικανοποιητική για σκοπούς ανάπτυξης, δεν είναι δικαιολογημένο.»
Ενόψει της σπουδαιότητας του λόγου έφεσης 3 που αναφέρεται στην κατ’ ισχυρισμό κακή σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής λόγω της συμμετοχής του Υπουργού Εσωτερικών, όπου τυχόν επιτυχία του θα κρίνει και την τύχη της υπό κρίση έφεσης, κρίνουμε ορθό να δοθεί προτεραιότητα στην εξέταση του συγκεκριμένου λόγου σε συνάρτηση με άλλους συναφείς λόγους έφεσης, στην περίπτωση που ήθελε κριθεί αναγκαίο.
Η εφεσείουσα στηρίζει την πιο πάνω εισήγηση της σε τρεις πυλώνες. Ο πρώτος ότι ο Υπουργός Εσωτερικών δεν μπορούσε να συμμετάσχει στην Επιτροπή Υπουργών εφόσον είχεν απορρίψει προηγουμένως την αίτηση για απόκλιση ως προς το δικαίωμα προσπέλασης, γεγονός που τον εμπόδιζε να εισηγηθεί στη συνέχεια στην Υπουργική Επιτροπή την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής. Ο δεύτερος ότι η Υπουργική Επιτροπή, ως δέσμια της εισήγησης του Υπουργού Εσωτερικών την υιοθέτησε σαν «rubber stump», χωρίς τη διεξαγωγή της δικής της έρευνας και χωρίς την παροχή αιτιολογίας και ο τρίτος ότι το Υπουργείο Εσωτερικών, μέσω του Υπουργού του, κινήθηκαν μεροληπτικά προπαρασκευαστικά απορρίπτοντας την αίτηση για έγκριση απόκλισης.
Η πιο πάνω διαδικασία που διεξήλθε η αίτηση της εφεσείουσας για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας, είχε σαν αποτέλεσμα, κατά την εισήγηση της ίδιας, παραβίαση, μεταξύ άλλων, της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης.
Εξετάσαμε τις θέσεις της εφεσείουσας επί του ζητήματος, οι οποίες αναπτύχθηκαν εν εκτάσει στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου της.
Σημειώνεται ότι η εφεσίβλητη δεν τοποθετήθηκε σχετικά επί του συγκεκριμένου λόγου έφεσης παρά μόνο περιορίστηκε στην υποστήριξη γενικά της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.
Η ίδια εισήγηση υποβλήθηκε και πρωτόδικα από πλευράς εφεσείουσας και το Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία έκρινε ότι η εισήγηση δεν ευσταθούσε.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση για να διαφανεί το σκεπτικό του Δικαστηρίου απόρριψης της εισήγησης:
«Ούτε ο ισχυρισμός της αιτήτριας πως παρανόμως συμμετείχε στην Υπουργική Επιτροπή ο «ήδη μεροληπτικά προαποφασιζόμενος Υπουργός Εσωτερικών» ευσταθεί.
Στην Ανδρέας Σκαπούλλαρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Υποθ. αρ. 696/20029, ημερ. 20.4.2011 υιοθετήθηκαν τα ακόλουθα από την Ανθή Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85 τα οποία εν προκειμένω τυγχάνουν και εδώ εφαρμογής και ως εκ τούτου υιοθετούνται αντί οποιουδήποτε άλλου σχολιασμού:
«Ως προς τη δεύτερη πτυχή του θέματος, η οποία αναφέρεται στη διπλή εμπλοκή του Υπουργείου Εσωτερικών, τόσο στη συλλογή στοιχείων και υποβολή σημειώματος προς την Υπουργική Επιτροπή, όσο και στη συμμετοχή του στη σύνθεση της Επιτροπής, και αυτό το θέμα εξετάστηκε και αποφασίστηκε στην προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 975/2007. Στη σελ. 8 της απόφασης είχαν λεχθεί και τα εξής:-
Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αντικειμενικότητας της Υπουργικής Επιτροπής διότι σ΄ αυτή συμμετείχε και ο Υπουργός Εσωτερικών. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με το Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Εκχώρηση Εξουσιών) Διάταγμα του 1996 (ΚΔΠ 53/96) ο Υπουργός Εσωτερικών εκχώρησε τις εξουσίες του για πολεοδομικό έλεγχο στους Επαρχιακούς Λειτουργούς. Επί του θέματος σχετική είναι η απόφασή μου στην Χαπέρη ν. Υπουργείου Εσωτερικών, Προσφυγή 1283/2007, 17.12.2008, όπου αναφέρω τα ακόλουθα:
Προβάλλεται, τέλος, στην απαντητική αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας, ο ισχυρισμός ότι πάσχει η σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής, καθότι δεν φαίνεται στο σχετικό πρακτικό εάν συμμετείχε ο Υπουργός Εσωτερικών. Εάν όντως συμμετείχε, τότε η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αντικειμενικότητας της Υπουργικής Επιτροπής. Ούτε και αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72, όπως τροποποιήθηκε) "η Πολεοδομική Αρχή είναι, αναλόγως της περιπτώσεως, ο Υπουργός ή οιαδήποτε αρχή εις την οποίαν έχουσι μεταβιβασθή αρμοδιότητες". Η εκχώρηση αρμοδιοτήτων θεσμοθετήθηκε με το περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Εκχώρηση Εξουσιών) Διάταγμα του 1996 (Κ.Δ.Π. 53/96) από το οποίο προκύπτει με σαφήνεια ότι, στις περιοχές οι οποίες δεν εμπίπτουν στα δημοτικά όρια των Δήμων, οι οποίοι κατονομάζονται στη διάταξη, μεταξύ των οποίων και ο Δήμος Παραλιμνίου, οι εξουσίες του Υπουργού Εσωτερικών για πολεοδομικό έλεγχο, στο υπό συζήτηση ζήτημα, εκχωρήθηκαν στους "κατά τόπο αρμόδιους Επαρχιακούς Λειτουργούς". Πολεοδομική Αρχή, στην περίπτωση της αιτήτριας, ήταν ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου. Όχι ο Υπουργός Εσωτερικών. Το ότι ο Υπουργός Εσωτερικών είναι η προϊσταμένη αρχή δεν επηρεάζει την αποκλειστική αρμοδιότητα της Πολεοδομικής Αρχής. Την επίδικη απόφαση εξέδωσε αρμόδια, ως Πολεοδομική Αρχή, ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου, χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη του Υπουργού Εσωτερικών. Δεν στοιχειοθετείται, επομένως, ο ισχυρισμός ότι η συμμετοχή του Υπουργού Εσωτερικών στην Υπουργική Επιτροπή συνέβαλε στη δημιουργία δυσμενών αποτελεσμάτων για την αιτήτρια, ότι, δηλαδή, ο Υπουργός Εσωτερικών εστερείτο των εχέγγυων αμεροληψίας. (Βλ. Προκατασκευασμένα Υλικά Σκυροδέματος Ύψωνας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ)."»
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι η απόφαση στην υπόθεση Σκαπούλαρος στην οποίαν παραπέμπει η πρωτόδικη απόφαση, είχεν εφεσιβληθεί με την Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 15/2011, και επικυρώθηκε από το Εφετείο με την απόφαση του ημερομηνίας 9/11/2016. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα που μας ενδιαφέρει από την απόφαση:
«Επί του δεύτερου λόγου έφεσης και ιδιαίτερα του ισχυρισμού του εφεσείοντα ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη νομολογία για το θέμα ανάμειξης του Υπουργείου Εσωτερικών δεν είχε προσδιορίσει ορθά τις νομικές κατευθύνσεις επί του θέματος, παρατηρούμε ότι συνολικά εξετάζοντας την επ΄αυτού πρωτόδικη κρίση ειδικά στις σελίδες που αφορούν τους ισχυρισμούς του λόγου αυτού θα συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η υποβολή απόψεως από το Υπουργείο Εσωτερικών και η ανάμειξη του ήταν απόλυτα νόμιμη και ορθή. Η δε νομολογία που παρατέθηκε εκ μέρους του κ.Αγγελίδη δεν αποδείκνυε αναρμοδιότητα του Υπουργείου, ως εισηγείται η πλευρά του εφεσείοντα. Επίσης ορθά εκρίθη πρωτοδίκως ότι δεν χρειάζεται ειδική εντολή ως προαπαιτούμενο για τη χορήγηση βοήθειας από άλλα αρμόδια και/ή κατώτερα όργανα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση το οποίο και υιοθετούμε:
«Περαιτέρω, προς απάντηση της θέσης ότι αναρμοδίως ανέλαβε πρωτοβουλία και υπέβαλε απόψεις το Υπουργείο Εσωτερικών, όπως αποφασίστηκε και στην υπόθεση Προκατασκευασμένα Υλικά Σκυροδέρματος Ύψωνας Λτδ ν. Δημοκρατίας, αρ. 905/07, ημερ. 21.10.99, η υποβολή απόψεων από το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο με τη σειρά του έλαβε και τις απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, δεν ήταν λανθασμένη διαδικασία, ούτε αποδείκνυε αναρμόδια εκ μέρους του ανάμειξη. Παρόμοιο στην ουσία επιχείρημα απορρίφθηκε στην εν λόγω υπόθεση, αλλά και στην υπόθεση Μαρίνα Πίκολου ν. Δημοκρατίας, αρ. 878/07, ημερ. 8.8.08, (Κωνσταντινίδης, Δ.), όπου σημειώθηκε ότι παρόμοια επιχειρήματα είχαν εξεταστεί και απορριφθεί στην απόφαση της Ολομέλειας Χριστοδούλου ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810, όπου σημειώθηκε το μη επιτακτικό του χαρακτήρα του Καν. 7(5), ως προς τα τυπικά της ανάθεσης διενέργειας έρευνας από άλλα βοηθητικά σώματα, στα οποία δύναται να απευθύνεται η Υπουργική Επιτροπή ή ακόμη και να αναζητούνται από το Υπουργείο Εσωτερικών αρμοδίως οι απόψεις άλλων τμημάτων. Μάλιστα, στην Π. Στρούθος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72, κρίθηκε, σε παρόμοια και επίσης απορριφθέντα επιχειρήματα, ότι «. ... το Υπουργείο Εσωτερικών . ... καθηκόντως όφειλε να θέσει ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή, όλα τα στοιχεία που αφορούσαν την υπόθεση». Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι δεν χρειάζεται ειδική εντολή ως προαπαιτούμενο για τη χορήγηση βοηθείας από άλλα αρμόδια και κατώτερα όργανα, ιδιαίτερα έχοντας υπόψη ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν διαθέτει δική της γραμματεία.
Στη Μαγδαληνή Παπαλουκά κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 116/09, ημερ. 27.1.10, το παρόν Δικαστήριο είχε εκ νέου την ευκαιρία να εξετάσει παρόμοια επιχειρήματα, τα οποία και συναφώς, υπό το φως της νομολογίας, απέρριψε. Κρίθηκε ότι η Πολεοδομική Αρχή στην οποία υποβάλλεται η σχετική αίτηση είναι βέβαια διαφορετικό όργανο από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο εξετάζει τις ιεραρχικές προσφυγές, έστω και αν αυτές ανατίθενται σε Υπουργική Επιτροπή, στην οποία συμμετάσχει και το Υπουργείο Εσωτερικών. Η υποβολή απόψεων από το Υπουργείο Εσωτερικών, δεν ήταν λανθασμένη διαδικασία, ούτε σήμαινε αναρμόδια ανάμειξη του. Επομένως, οι σχετικές εισηγήσεις του αιτητή περί αναρμοδίας ανάμειξης του Υπουργού Εσωτερικών είναι στερημένες ουσίας, αλλά και έχουν ήδη πλειστάκις απαντηθεί μέσα από σαφή προς τούτο νομολογία και κακώς επαναφέρονται προς συζήτηση».
Η ακολουθητέα κατά νόμο διαδικασία εξέτασης ιεραρχικής προσφυγής που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 31 του Νόμου αποτέλεσε το αντικείμενο εξέτασης σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Χριστοδούλου κ.ά. ν Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 ΑΑΔ 810, Ιωαννίδου κ.ά ν Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 75 και Ιωάννου ν Δημοκρατίας κ.ά (2011) 3 ΑΑΔ 325). Σύμφωνα με το γράμμα της προαναφερόμενης νομοθετικής διάταξης η ιεραρχική προσφυγή κατά απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο ελέγχει τόσο τη νομιμότητα όσο και την ουσία της πολεοδομικής απόφασης. Κατ’ αρχήν δεν αμφισβητείται ότι στην παρούσα περίπτωση η Υπουργική Επιτροπή στην οποίαν έχει εκχωρηθεί η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου για λήψη απόφασης σε ιεραρχική προσφυγή που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 31, όπως τροποποιήθηκε, για την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής της εφεσείουσας, μεταξύ άλλων, βρισκόταν σε πλήρη σύνθεση. Σ’ αυτή δε μετείχε και ο Υπουργός Εσωτερικών, ως Πρόεδρος, (βλ. Στρούθος ν Δημοκρατία (2001) 3 ΑΑΔ 72, Χριστοδούλου κ.ά ν Έπαρχου Λευκωσίας (2001) 3 ΑΑΔ 810, Λάμπρου ν Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 79) και Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 151).
Ο πυρήνας του παραπόνου της εφεσείουσας είναι ότι ο Υπουργός Εσωτερικών ως μέλος της Επιτροπής είχεν ήδη προαποφασίσει επί της Ιεραρχικής Προσφυγής με την προηγηθείσα απόρριψη του αιτήματος της εφεσείουσας για απόκλιση από την Εντολή 1/1994 ως προς την προσπέλαση του τεμαχίου της, η δε Επιτροπή στη συνέχεια απλώς υιοθέτησε την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών χωρίς τη διεξαγωγή της δικής της έρευνας και παροχή της αναγκαίας αιτιολογίας. Είναι φανερό ότι η επιχειρηματολογία προς υποστηριξη του λόγου έφεσης 3 συμπλέκεται με εκείνη του λόγου έφεσης 6 που αναφέρεται στην παράλειψη διεξαγωγής από την Υπουργική Επιτροπή της δικής της δέουσας έρευνας. Ως εκ τούτου κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το απόσπασμα από τα πρακτικά της 87ης συνεδρίας της Υπουργικής Επιτροπής, κατά την οποίαν λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για να διαφανούν οι συνθήκες και το σκεπτικό απόρριψης της Ιεραρχικής Προσφυγής:
«Ιεραρχική προσφυγή της κας xxx Κουλέντη, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, εναντίον απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής να αρνηθεί τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας (αίτηση αρ. ΛΕΜ/0590/2011) για ανέγερση διώροφης κατοικίας, στις Πάνω Πλάτρες (αρ. φακ. 5.33.4.5.239)
Η Επιτροπή μελέτησε το Σημείωμα αρ. 87/24 του Υπουργείου Εσωτερικών και, αφού εξέτασε τα πραγματικά και νομικά γεγονότα τα οποία σχετίζονται με την υποβληθείσα αίτηση, την απόφαση και τα επιχειρήματα της Πολεοδομικής Αρχής, τις απόψεις/εισηγήσεις της Αν. Διευθύντριας Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, τους λόγους που επικαλέστηκε η αιτήτρια για υποστήριξη της Ιεραρχικής Προσφυγής, καθώς και το γεγονός ότι τυχόν έγκριση της προτεινόμενης ανάπτυξης θα συμβάλει στη διασπορά μεμονωμένων κατοικιών εκτός των καθορισμένων Ορίων Ανάπτυξης, δημιουργώντας παράλληλα κακό προηγούμενο με το ενδεχόμενο συσσώρευσης τέτοιων αναπτύξεων στη συγκεκριμένη περιοχή, ανατρέποντας, κατά συνέπεια, τη Γενική Στρατηγική Ανάπτυξης και τους Στρατηγικούς Στόχους της Δήλωσης Πολιτικής, και συγκεκριμένα την επιδίωξη της συμπαγούς και συγκεντρωμένης ανάπτυξης εντός των καθορισμένων Ζωνών Ανάπτυξής, και επιπρόσθετα, ότι, αίτημα για έγκριση απόκλισης από τις πρόνοιες της Εντολής 1/1994, ώστε η προσπέλαση του προς ανάπτυξη τεμαχίου να θεωρηθεί ικανοποιητική για σκοπούς ανέγερσης, στο τεμάχιο, κατοικίας, απορρίφθηκε από τον υπουργό Εσωτερικών, ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 31 περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, αποφάσισε ομόφωνα να απορρίψει την Ιεραρχικής Προσφυγή, κρίνοντας ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής και ορθή και σύμφωνα με τις πρόνοιες της πολεοδομικής νομοθεσίας και της Δήλωσης Πολιτικής.»
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η τελική απόφαση επί της Ιεραρχικής Προσφυγής λήφθηκε από το κατά νόμο αρμόδιο όργανο, την Υπουργική Επιτροπή, ενόψει εκχώρησης σ’ αυτήν των εξουσιών του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία εξέτασε ως σώμα τις διάφορες απόψεις των διαφόρων τμημάτων και εισηγήσεις τους, σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης. Μεταξύ των γεγονότων που έλαβε υπόψη ήταν και η απόρριψη από τον Υπουργό Εσωτερικών του αιτήματος για έγκριση απόκλισης από τις πρόνοιες της Εντολής 1/94, εφόσον το δικαίωμα προσπέλασης δεν ήταν στην περίπτωση του τεμαχίου της εφεσείουσας σύμφωνο με τους περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμούς, στον οποίον το Πολεοδομικό Τμήμα αποτάθηκε για λήψη της έγκρισης του, σύμφωνα με την παράκληση της εφεσείουσας, ως το αρμόδιο όργανο να αποφασίσει.
Ως εκ τούτου η αρνητική απάντηση του Υπουργού Εσωτερικών όχι μόνο δεν ήταν αποτέλεσμα λανθασμένης διαδικασίας αλλ’ ούτε και καθιστούσε τη συμμετοχή του στην Υπουργική Επιτροπή καθ’ οιονδήποτε τρόπο μεμπτή. Η ανάμιξη του ήταν απόλυτα νόμιμη και ορθή σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία και εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης από πλευράς εφεσείουσας προς το Τμήμα Πολεοδομίας να αποταθεί στον Υπουργό Εσωτερικών αν χρειαζόταν, σε περίπτωση που παρουσιάζετο κώλυμα ως προς την προσπέλαση του τεμαχίου της. Η αρνητική του απάντηση για απόκλιση από την Εντολή 1/94 ήταν διαφορετικής φύσεως ζήτημα από το αντικείμενο της ιεραρχικής προσφυγής, με την οποία προσβάλλετο η αρνητική απάντηση της Πολεοδομικής Αρχής στην αίτηση της εφεσείουσας για πολεοδομική άδεια. Αφορούσε ως λέχθηκε, αίτημα για απόκλιση από την Εντολή 1/94. Η Πολεοδομική Αρχή με την αρνητική απάντηση του Υπουργού Εσωτερικών θεώρησε το θέμα λήξαν και δεν προχώρησε στην περαιτέρω εξέταση της αίτησης. Η απόρριψη τελικά της αίτησης λήφθηκε από την Πολεοδομική Αρχή, ως η αρμοδία αρχή, που είναι βέβαια διαφορετικό όργανο από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο εξετάζει τις ιεραρχικές προσφυγές έστω και αν αυτές ανατίθενται σε Υπουργική Επιτροπή, στην οποία συμμετέχει και ο Υπουργός Εσωτερικών.
Ως προς το παράπονο της εφεσείουσας περί μη διεξαγωγής από πλευράς της Υπουργικής Επιτροπής της δικής της έρευνας, είναι νομολογιακά γνωστό ότι απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία υιοθετεί πρόταση του αρμόδιου οργάνου κρίνεται ως επαρκώς αιτιολογημένη ιδιαιτέρως εκεί όπου δεν απαιτείται εκ του Νόμου η καταγραφή ρητής αιτιολογίας (βλ. Demetriou & Others v. The Republic (1988) 3 CLR 91, Chrysanthou v. The Republic (1989) 3 (A) CLR 589 και Ιωαννίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 75.)
Στην τελευταία δε υπόθεση αποφασίστηκε περαιτέρω ότι ορθά ενήργησε το Υπουργείο Εσωτερικών θέτοντας ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής διάφορα στοιχεία και τις δικές του απόψεις σε σχέση με την υπόθεση και δεν θεωρήθηκε ότι ήταν εμπλεκόμενο ως «αντίδικος» στην υπόθεση, που ήταν και μια από τις εισηγήσεις της εφεσείουσας στην υπό κρίση έφεση προς υποστήριξη των θέσεων της.
Ενόψει των πιο πάνω η εισήγηση περί παράνομης σύνθεσης της Υπουργικής Επιτροπής ενόψει της συμμετοχής του Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος είχε κατ’ ισχυρισμό ήδη προαποφασίσει ως προς το δικαίωμα προσπέλασης του τεμαχίου, ενεργώντας έτσι υπό διπλή ιδιότητα, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το ότι υπήρχε το ενδεχόμενο η αίτηση να αντιμετωπίσει πρόβλημα ως προς την προσπέλαση του τεμαχίου της, ήταν γνωστό στην εφεσείουσα εξού και ζήτησε όπως αποσταλεί αίτημα της για απόκλιση από την Εντολή 1/94, αμέσως με την καταχώρηση της αίτησης της για πολεοδομική άδεια. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εντοπίζεται κενό έρευνας από πλευράς της Υπουργικής Επιτροπής, ενώ η αιτιολογία της απόφασης της είναι ενσωματωμένη σ’ αυτήν. Για όλους τους πιο πάνω λόγους δεν ισχύουν όσα εισηγείται ο δικηγόρος της εφεσείουσας ότι δηλ. η Υπουργική Επιτροπή ενήργησε ως «σφραγίδα επικύρωσης» (rubber stamp), διαπίστωση που επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.
Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 3 και 6 απορρίπτονται.
Για τους λόγους που θα εξηγήσουμε κατωτέρω η πιο πάνω απόφαση μας σφραγίζει και την τύχη της έφεσης.
Είναι σαφές από την απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής ότι η αίτηση για πολεοδομική άδεια απορρίφθηκε με τους λόγους, με αρ. 500 και 501. Αν και με την Ιεραρχική Προσφυγή κατά της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής και την προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο φαινομενικά προσβάλλετο ολόκληρη η απορριπτική απόφαση, εν τούτοις από τους λόγους ακύρωσης και την επιχειρηματολογία που τους υποστηρίζουν, καθίσταται σαφές ότι προσβάλλεται ουσιαστικά ο λόγος απόρριψης 501 που αναφέρεται στην προσπέλαση του τεμαχίου. Αυτό διευκρίνισε επίσης ο δικηγόρος της εφεσείουσας όταν κλήθηκε από το Εφετείο να τοποθετηθεί επί του συγκεκριμένου σημείου κατά την ακρόαση, προβάλλοντας ότι σημασία έχει ο λόγος 501 εφόσον σ’ ότι αφορά τον 500 θα μπορούσε να υπάρξει συμμόρφωση. Επ’ αυτού δε του λόγου απόρριψης, διεξήχθηκε η ακρόαση της προσφυγής και εκδόθηκε απόφαση.
Η πιο πάνω συμπεριφορά της εφεσείουσας δεν μπορεί παρά να δηλώνει σιωπηρή αποδοχή και/ή συναίνεση εκ μέρους της στην απορριπτική απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής. Τυχόν αποδοχή της Ιεραρχικής Προσφυγής θα ήταν ανεφάρμοστη και μόνο θεωρητική.
Καταλήγοντας κρίνουμε ότι η προσφυγή της εφεσείουσας ήταν απαράδεκτη, ως αλυσιτελής, εφόσον η ίδια δεν θα είχε πλέον καμιά ωφέλεια από την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η εφεσείουσα σαφώς θα έπρεπε να προσβάλει και τους δύο λόγους απόρριψης της αίτησης της, υπό στοιχεία 500 και 501, για να έχει έννομο συμφέρον προσβολής της απορριπτικής απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, που το έχει απωλέσει με την αποδοχή του ενός εκ των λόγων απόρριψης, ανεπιφύλακτα. Το ζήτημα ύπαρξης εννόμου συμφέροντος από πλευράς αιτητή για την άσκηση της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος είναι ζήτημα δημόσιου συμφέροντος το οποίο το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει ακόμη και αυτεπάγγελτα και κατά προτεραιότητα (Δέστε Epsilon Electromechanical Ltd ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2000) 3 Α.Α.Δ. 379, Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 4 Α.Α.Δ. 421 και Δημοκρατία ν. Α.Κ. Χατζηιωάννου και Υιοί (2005) 3 Α.Α.Δ. 467).
Το έννομο συμφέρον αποτελεί αδήριτη προϋπόθεση για την άσκηση οποιασδήποτε προσφυγής στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Χατζησωτηρίου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 524) και θα πρέπει να υπάρχει σ’ όλα τα στάδια της διαδικασίας (βλ. Μαυρουδής κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 123, Δώρα Ανδρέα Κούππα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 149, Λαμπρατσιώτη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 202 και Τσιμεντοποιϊα Βασιλικού Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Α.Ε. 66/10 ημερ. 4/6/15), ECLI:CY:AD:2015:C390. Αυτό μπορεί να εξαλειφθεί αν ο αιτητής αποδεχθεί την προσβαλλόμενη πράξη και η αποδοχή του είναι ελεύθερη και ανεπιφύλακτη και όχι αποτέλεσμα πίεσης ή απειλής επέλευσης επιβλαβών συνεπειών σ' αυτόν (βλ. Ν. Χρ. Χαραλάμπους «Εγχειρίδιον Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, 2η έκδ. σελ. 122, στην Κωνσταντίνου κ.α. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2001) 3 Α.Α.Δ. 282) και πρόσφατες The ONISI LTD v. Δημοκρατίας, Α/Ε 202/10 ημερομηνίας 13/2/2017 και Καλλένου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Α.Ε. 5/2011, ημερομηνίας 2/3/2017, ECLI:CY:AD:2017:C66).
Εάν η ακύρωση ούτε θα ωφελήσει ούτε θα βλάψει τον αιτητή, τότε η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη. (Βλ. Ioakim ν. Limassol Municipality (1970) 3 C.L.R. 170 και Demetriou & others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1853, 1861).
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων θεμάτων που εγείρονται με την έφεση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εκ €3.000 υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ- ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο