ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ v. L. NEMITSAS LTD, Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 65/2014, 20/1/2021

ECLI:CY:AD:2021:C15

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 65/2014)

 

20 Ιανουαρίου, 2021

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,

ΨΑΡΑ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Εφεσείοντες,

ν.

 

L. NEMITSAS LTD,

Εφεσιβλήτων.

_ _ _ _ _ _

Ε. Συμεωνίδου (κα)για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες.

Δ. Αραούζος για ChryssesDemetriades&CoLLC, για τους Εφεσίβλητους.

_ _ _ _ _ _

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ,Δ.:Οι Εφεσίβλητοι - Αιτητές, με προσφυγή τους αμφισβήτησαν την απόφαση των Εφεσειόντων – Καθ΄ ων η αίτηση, ημερ. 16.7.2009, μέσω της οποίας πληροφορήθηκαν ότι απερρίφθη το αίτημά τους, ημερ. 13.4.2009, για αναθεώρηση εκ των υστέρων βεβαίωσης τελωνειακής οφειλής, σύμφωνα με την οποία κλήθηκαν να καταβάλουν πρόσθετους εισαγωγικούς δασμούς €48.898, ΦΠΑ €7.334 και χρηματική επιβάρυνση ίση προς 10% επί των πιο πάνω ποσών, πλέον τόκο 8%. 

 

Στην πρωτόδικη απόφαση παρατέθηκαν, ως ουσιαστικά για την υπόθεση γεγονότα, τα ακόλουθα:

 

«Η αιτήτρια είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο και ασχολείται με την εισαγωγή και εμπορία συγκολλητών σωλήνων κάθε είδους από σίδηρο ή κραματοποιημένο χάλυβα ή και επιψευδαργυρωμένων σωλήνων προέλευσης Κίνας.

 

Στις 16.12.2008, μετά από σχετική έρευνα η οποία ανακοινώθηκε από 26.9.2007 στην επίσημη εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ψήφισε και δημοσίευσε τον Κανονισμό (ΕΚ) αρ.1256/2008, με τον οποίο, μεταξύ άλλων, επιβλήθηκε οριστικός δασμός αντιντάμπιγκ σε συντελεστή 90,6% επί της τελωνειακής αξίας, στις εισαγωγές σωλήνων προέλευσης Κίνας,  οι οποίοι ταξινομούνται κάτω από τον κωδικό της συνδυασμένης ονοματολογίας 7306307280. Ο Κανονισμός 1256/08 (στο εξής «ο Κανονισμός») δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L-343 στις 19.12.2008 και σχετικη πληροφόρηση υπήρχε στο ηλεκτρονικό δασμολόγιο της Ένωσης Taric (στο εξής «κοινοτικό Taric»), από 20.12.2008.  Το Τμήμα Τελωνείων εξέδωσε στις 22.12.2008 σχετική εγκύκλιο, με την οποία κοινοποιούσε στο τελωνειακό προσωπικό και σε όλο τον εμποροβιομηχανικό κόσμο της Κύπρου την επιβολή των εν λόγω δασμών.

 

Σημειώνεται ότι όλοι οι Κανονισμοί ή ανακοινώσεις που επηρεάζουν άμεσα τη δασμολογική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή το ύψος των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών καθώς  και οι εκαστοτε νέες πληροφορίες καταχωρούνται στο κοινοτικό Taric, το οποίο είναι ελευθέρως προσβάσιμο στο κοινό. Όλα τα δεδομένα του κοινοτικού Taric μεταφέρονται αυτόματα στο ημεδαπό/εθνικό Taric, το οποίο υποστηρίζει το λογισμικό του Τμήματος Τελωνείων «ΘΗΣΕΑΣ» (εφεξής «ΘΗΣΕΑΣ»).

 

 Προκειμένου να θέσει σε ελεύθερη κυκλοφορία σωλήνες που είχαν κατασκευαστεί στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, και ταξινομούνται κάτω από τον κωδικό της συνδυασμένης ονοματολογίας 7306307280, η αιτήτρια στις 23.12.2008 υπέβαλε στο λογισμικό του Τμήματος Τελωνείων «ΘΗΣΕΑΣ» ηλεκτρονική διασάφηση/δήλωση. Η διασάφηση έγινε αυθημερόν αποδεκτή και τα εν λόγω εμπορεύματα αποδεσμεύτηκαν στις 7.1.2009, αφού πληρώθηκε το ποσό των €8.096,00.

 

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι το λογισμικό σύστημα «ΘΗΣΕΑΣ» δεν ενημερώθηκε με τον Κανονισμό 1256/08 και τον πιο πάνω αντιντάμπινγκ δασμό κατά την ημερομηνία αυτόματης εφαρμογής και ισχύος του, δηλαδή στις 20.12.2008 (ημέρα Σάββατο), λόγω μη ικανοποίησης των κανόνων εισδοχής από όλες τις εγγραφές στη βάση δεδομένων TARIC που οφειλόταν σε τεχνικούς λόγους μη λειτουργίας των ημεδαπών συστημάτων. Το πρόβλημα έγινε αντιληπτό στις 22.12.2008 και επιλύθηκε μόλις στις 29.12.2008, οπότε διαπιστώθηκε ότι οι εισαγωγικοί δασμοί αντιντάμπινγκ και το ΦΠΑ δεν είχαν εισπραχθεί.  Στις 9.2.2009 ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων προέβη, δυνάμει των άρθρων 48 και 52 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94(Ι)/2004 (στο εξής «ο Νόμος»), σε εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής. Η αιτήτρια έλαβε γνώση της απόφασης αυτής στις 7.4.2009, σύμφωνα με την οποία κλήθηκε να καταβάλει πρόσθετους εισαγωγικούς δασμούς (αντιντάμπινγκ) €48.898 δυνάμει των άρθρων 38, 39 και 41-44 του Νόμου και του Κανονισμού  (ΕΚ)1256/2008, ΦΠΑ €7.334,00 δυνάμει των άρθρων 33(2) του Νόμου και 51(1)(β), 5(γ), 13(1) και 17 του περί Φόρου Προστιθέμενης Άξιας Νόμου Ν.95(Ι)/2000, χρηματική επιβάρυνση ίση προς 10% επί των πιο πάνω ποσών πλέον τόκο 8%.

 

Η αιτήτρια στις 13.4.2009 υπέβαλε αίτημα αναθεώρησης, ισχυριζόμενη ότι η συγκεκριμένη παραγγελία και εισαγωγή έγινε με το δεδομένο ότι δεν υπήρχε τέτοιος δασμός, ούτε κατά την πληρωμή της εκτελώνισης ζητήθηκε αυτός ο δασμός.  Συνεπώς η επιβολή του παραβιάζει το άρθρο 24.3 του Συντάγματος, αφού έχει αναδρομική ισχύ σε σχέση με εμπορικές συναλλαγές που έχουν ήδη συντελεσθεί.

 

Οι καθ' ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα για αναθεώρηση με επιστολή ημερ. 16.7.2009 παραθέτοντας, μεταξύ άλλων, την ακόλουθη αιτιολογία:

 

«Σε ότι αφορά το σημείο 9 της επιστολής σας, αναφορικά με την μη ενημέρωση του μηχανογραφημένου συστήματος του Τμήματος τελωνείων, σας πληροφορώ ότι οι υποχρεώσεις του διασαφιστή σε σχέση με την υποβολή της σχετικής διασάφησης καθορίζονται στο άρθρο 199 του Καν (ΕΟΚ) 2454/93 σύμφωνα με το οποίο:

 

«η κατάθεση στο τελωνείο διασάφησης την οποία έχει υπογράψει ο διασαφιστής ή ο αντιπρόσωπος του ισοδυναμεί με δέσμευση σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν όσον αφορά:

 

-    την ακρίβεια των στοιχείων της διασάφησης,

 

-    την γνησιότητα των επισυνημμένων εγγράφων,

 

-    την τήρηση κάθε υποχρέωσης, όσον αφορά την υπαγωγή των εκάστοτε εμπορευμάτων στο σχετικό καθεστώς»

 

Στην συγκεκριμένη περίπτωση οι πελάτες σας προέβηκαν σε υποβολή τελωνειακής διασάφησης στο σύστημα Θησέας στις 23/12/2008, πλην όμως παρέλειψαν να δώσουν στο Τελωνείο τα ακριβή στοιχεία που παρέχονται στον κοινοτικό κανονισμό [Κανονισμός (ΕΚ) 1256/08] που είχε ήδη δημοσιευτεί στις 19/12/2008, ημερομηνία που προηγείται της υποβολής της σχετικής διασάφησης στο μηχανογραφημένο σύστημα του Τελωνείου.

 

Το άρθρο 199 του Καν (ΕΟΚ) εφαρμόζεται ανεξάρτητα από την λειτουργικότητα/ενημέρωση του μηχανογραφημένου συστήματος Θησέα.  Από την στιγμή που υπήρχε δημοσίευση του εν λόγω Κανονισμού στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν υποχρέωση του εισαγωγέα να συμπληρώσει ορθά την σχετική διασάφηση και να την υποβάλει στο σύστημα Θησέας.  Το γεγονός ότι το μηχανογραφημένο σύστημα Θησέας, λόγω τεχνικών προβλημάτων, δεν ήταν ενημερωμένο κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής διασάφησης, δεν απαλλάσσει τον εισαγωγέα από την πιο πάνω υποχρέωση του.

 

Η αποδοχή διασάφησης από το Τελωνείο «χωρίς αντίρρηση» δεν αποτελεί σφάλμα των Τελωνειακών Αρχών εκτός και εάν η απουσία αντίρρησης αφορά μεγάλο αριθμό διασαφήσεων που προσκομίστηκαν κατά την διάρκεια μεγάλου χρονικού διαστήματος και εάν ειδικότερα, τα στοιχεία που εμφανίζονται στις εν λόγω διασαφήσεις καθιστούσαν δυνατή την αποκάλυψη της μη ορθότητας τους.

 

Σύμφωνα με τα πιο πάνω οι πελάτες σας δεν έχουν τηρήσει όλες τις διατάξεις που προβλέπονται στην ισχύουσα τελωνειακή νομοθεσία σε ότι αφορά την τελωνειακή διασάφηση και ως εκ τούτου το οφειλόμενο ποσό θα πρέπει να καταβληθεί.  Προηγούμενη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επισυνάπτεται για ενημέρωση σας.»

 

 

 

 

 Πρωτοδίκως, όπως ορθά εντόπισε το εκδώσαν την απόφαση Δικαστήριο, στο επίκεντρο των θέσεων των Εφεσιβλήτων ήταν ότι το Τμήμα Τελωνείων έδρασε κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ιδίως για τους πιο κάτω λόγους:

 

1.      «Ενώ υπήρχε η ρητή διαβεβαίωση των καθ΄ ων η αίτηση μέσω της επίσημης τους ιστοσελίδας ότι το πρόγραμμα «ΘΗΣΕΑΣ» ενημερώνεται καθημερινά με τα κοινοτικά μέτρα, εντούτοις, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κατά ασυνεπή, αντιφατική και καταχρηστική συμπεριφορά και χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση, το εθνικό ηλεκτρονικό δασμολόγιο δεν ήταν ενημερωμένο.

 

2.        Οι καθ' ων η αίτηση δεν πληροφόρησαν τους χρήστες εκτελωνιστές του εθνικού μηχανογραφημένου συστήματος «ΘΗΣΕΑΣ» κατά τον ουσιώδη χρόνο, ούτε την αιτήτρια  ειδικότερα ότι, η ενημέρωση του με τα νέα κοινοτικά μέτρα ενδεχομένως να μην ήταν πλήρης. Ούτε προέβηκαν σε ανακοίνωση για μη ενημέρωση του συστήματος μεταξύ 19.12.2008-23.12.2008.

 

 

3.        Η παράλειψη είσπραξης του ορθού δασμού οφείλεται κατά κύριο λόγο σε παραλείψεις και παραβιάσεις των καθ' ων η αίτηση, που αυτοί διόρθωσαν και αποκατέστησαν μετά την πάροδο 2 μηνών, με αποτέλεσμα η αιτήτρια όχι μόνο να χάσει την ευκαιρία να επιστρέψει τα προϊόντα στον εξαγωγέα αλλά και να μετακυλούσε το επιπρόσθετο κόστος του επιβληθέντος δασμού στην τελική τιμή των προϊόντων, σε περίπτωση που ενημερωνόταν νωρίτερα για την οφειλή της.»

 

 

Εκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν εντοπιζόταν ελλιπής, ανακριβής ή λανθασμένη ηλεκτρονική καταχώρηση από την πλευρά των Εφεσιβλήτων ή υπαγωγή σε λανθασμένη δασμολογική κλάση ή ότι η μη επιβολή του επίδικου δασμού ανάγεται σε παράλειψη των Εφεσιβλήτων να τηρήσουν τις διατάξεις και τους κανόνες της τελωνειακής διασάφησης. Σημείωσε, περαιτέρω, ότι ο τελωνειακός πράκτορας των Εφεσιβλήτων δεν είχε τη δυνατότητα επέμβασης στο ηλεκτρονικό πεδίο που αναγραφόταν ο δασμός, ο οποίος υπολογιζόταν αυτόματα από το ίδιο το σύστημα στη βάση του εθνικού δασμολογίου. Θεωρήθηκε, κατά προέκταση, πως δεν προέκυπτε καμία άμεση ή έμμεση συμμετοχή των Εφεσιβλήτων στην παραγωγή της λανθασμένης διασάφησης και ότι αυτοί ενήργησαν καλόπιστα υπό το φως των δεδομένων και της καλόπιστης πεποίθησης ότι ο ΘΗΣΕΑΣ ήταν πλήρως ενημερωμένος με όλα τα κοινοτικά μέτρα. Υπό το φως αυτών των παραμέτρων, ήταν η προέκταση της πρωτόδικης κρίσης ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν καμία συμμετοχή σε οποιαδήποτε ολιγωρία και/ή παράλειψη από την οποία δημιουργήθηκε μια ευνοϊκή γι΄ αυτούς κατάσταση. Υπό το πρίσμα αυτό, σημειώνοντας τη μετέπειτα μεταβολή της στάσης της Διοίκησης,  αποφασίστηκε ότι η επιβολή του επίμαχου δασμού, δύο σχεδόν μήνες μετά την εκτελώνιση των εμπορευμάτων, αντιστρατευόταν την αρχή της καλής πίστης και ήταν αντίθετη προς την αρχή της χρηστής διοίκησης. Κατέληξε δε ως ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την ενώπιόν του προσφυγή και ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση:

 

«Στην προκειμένη όμως περίπτωση, έχουν τηρηθεί οι υποχρεώσεις του εισαγωγέα κατά την υποβολή της τελωνειακής διασάφησης η οποία έλαβε χώρα μόλις 3 ημέρες μετά την έναρξη ισχύος του Κοινοτικού Κανονισμού (20.12.2008).  Επίσης, το σφάλμα ως προς την παράλειψη βεβαίωσης του δασμού ανάγεται ξεκάθαρα σε υπαιτιότητα των ίδιων των τελωνειακών αρχών.  Λόγω δε του ηλεκτρονικού τύπου διασάφησης και του προαναφερόμενου τρόπου λειτουργίας και ενσωμάτωσης του Κοινοτικού κεκτημένου από τον «ΘΗΣΕΑ», δεν ήταν σφάλμα που θα μπορούσε να επαληθευτεί ευχερώς από την αιτήτρια, παρά την επιμέλεια και την επαγγελματική της πείρα.  Συνεπώς, θεωρώ ότι πεπλανημένα κρίθηκαν οι τέσσερις σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 220(2)(β) του Καν.(ΕΟΚ) 2913/92, από τους καθ΄ ων η αίτηση.»

 

 

 

Με υπόβαθρο το πλαίσιο των γεγονότων που καλύπτουν την υπό κρίση περίπτωση, στον πυρήνα των ενώπιόν μας λόγων έφεσης, εντοπίζεται το ζήτημα της κριθείσας παραβίασης των αρχών της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης. Τίθεται, συνοπτικά, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν προέκυπτε καμία άμεση ή έμμεση συμμετοχή των Εφεσιβλήτων στην παραγωγή της λανθασμένης διασάφησης, ότι η Διοίκηση στην παρούσα περίπτωση δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε ενέργεια η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί παραπλανητική για τους Εφεσίβλητους και ότι οι Εφεσίβλητοι όφειλαν, στα πλαίσια άσκησης της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, να ενημερώνονται για τους δασμούς αντιντάμπιγκ από το σχετικό Κανονισμό και να συμβουλεύονται την Κοινοτική βάση δεδομένων Taric,ως κύρια πηγή πληροφόρησής τους.

 

Όπως είχε την ευκαιρία το Ανώτατο Δικαστήριο να σημειώσει στην απόφαση Δημοκρατία ν. Φεραίος Λτδ, ΑΕ 98/2013, ημερ. 1.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:C268, συνοψίζοντας την προηγούμενη επί του θέματος νομολογία:

 

«Ως θέμα αρχής η επιβολή και είσπραξη δασμών και φόρων συνιστά ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Συνακόλουθα, η αρμοδία αρχή νομιμοποιείται να ανακαλέσει προηγούμενη αντίθετη προς το Νόμο πρακτική της και συμπεριφορά προς τον σκοπό είσπραξης οφειλόμενου φόρου. Θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η καταβολή οποιωνδήποτε οφειλόμενων ποσών υπό μορφή δασμών και φόρων και το δικαίωμα προς είσπραξη, δεν παραγράφεται και ότι αποτελεί υποχρέωση της αρμόδιας αρχής η είσπραξη των εν λόγω ποσών μέσω της προώθησης των ανάλογων διαδικασιών (TheDirectoroftheDepartmentofCustomsv.M.Chr.PlatanisAndCoLtd(1981) 1C.L.R. 635, Δημοκρατία ν.Ioannou&Paraskevaides(Overseas)Ltd,ECLI:CY:AD:2016:C419, Α.Ε. 197/2010, ημερ. 12.9.2016, ECLI:CY:AD:2016:C419).

 

Το Τμήμα Τελωνείων έχει εξουσία ανάκλησης προηγούμενης λανθασμένης πράξης προς τον σκοπό αποκατάστασης της νομιμότητας και επαναφοράς των πραγμάτων στην ορθή νομική και πραγματική τους θέση (Director of Customs vGrecian Hotel (1985) 1 C.L.R. 476). Όπως είχε την ευκαιρία το Ανώτατο Δικαστήριο να υπομνήσει σχετικά στην απόφαση Paraskevaides (ανωτέρω):

 

«Η ανάκληση τέτοιων παράνομων διοικητικών αποφάσεων είναι επιτρεπτή, νοουμένου ότι λαμβάνει χώραν εντός ευλόγου χρόνου, στοιχείο το οποίο σταθμίζεται ανάλογα με τα γεγονότα της κάθε περίπτωσης. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η διαρροή χρόνου δεν αποτελεί, ούτως ή άλλως, κώλυμα για την ανάκληση όπου η ανακληθείσα διοικητική πράξη αντιστρατεύεται το δημόσιο συμφέρον. Συναφώς, ο προαναφερθείς περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος, άρθρο 54(2)(3), καθορίζει ότι η ανάκληση παράνομης, αλλά ακόμη και νόμιμης διοικητικής πράξης, έστω και αν παρήλθε εύλογο χρονικό διάστημα από την έκδοσή της, δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Η διασφάλιση των δημοσίων εσόδων και η είσπραξη των νόμιμων οφειλών προς το κράτος, εμπίπτει στις περιπτώσεις εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος και δικαιολογεί τη μετέπειτα αναζήτηση κάθε οφειλής, η οποία παραμένει ανείσπρακτη από λάθος της διοίκησης.

 

Αλλωστε, όπως τονίστηκε στην απόφαση Δημοκρατία ν. Παπαφώτη(1997) 3 ΑΑΔ 191, 196:

 

«Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. Όπως διευκρινίζεται στην TamassosSuppliers v. Δημοκρατίας(1992) 3 Α.Α.Δ. 60, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου.»

 

Παρόμοια ζητήματα εξετάστηκαν από τον αδελφό Δικαστή Ναθαναήλ στην υπόθεση Chrikar Trading Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 413/2007, ημερ. 27.2.2009. Στην εν λόγω υπόθεση, ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων διαπίστωσε, στα πλαίσια μετελέγχου, ότι  συγκεκριμένα προϊόντα, ήτοι τυριά, είχαν ταξινομηθεί σε λανθασμένη δασμολογική κλάση, με αποτέλεσμα την αποφυγή καταβολής φόρου κατανάλωσης. Μετά τον επανέλεγχο και τη διαπίστωση του λάθους προέκυψε απαίτηση εκ μέρους της Δημοκρατίας, περί της οποίας πληροφόρησαν τους εισαγωγείς. Οι τελευταίοι, προέβαλαν, μεταξύ άλλων, ισχυρισμούς περί ανεπίτρεπτης επιβολής, αναδρομικά, φόρου και περί παραβίασης ευμενών δεδομένων που είχαν δημιουργηθεί προς όφελός τους από την ίδια τη διοίκηση. Υιοθετούμε την ακόλουθη προσέγγιση του Δικαστηρίου:

 

«Στην πραγματικότητα εδώ επαναφέρθηκε η δημόσια τάξη με την ορθή ταξινόμηση των προϊόντων (τα οποία να σημειωθεί ότι και οι ίδιοι οι αιτητές κατά καιρούς ταξινομούσαν άλλωτε ως τυριά και άλλωτε ως απομιμήσεις αυτών), με την αναζήτηση της καταβολής των νενομισμένων τελωνειακών δασμών.  Όπως αναφέρθηκε στην Αλέξανδρος Σολέας και Υιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 803:

 

«... η διαρροή χρόνου δεν αποτελεί κώλυμα για την ανάκληση όπου η παράνομη διοικητική πράξη αντιστρατεύεται το δημόσιο συμφέρον.»

 

Οι καθ΄ ων ως οι υπεύθυνοι για τη νομιμότητα αφενός της δασμολογικής κατάταξης των εισαγομένων προϊόντων και αφετέρου της υπ΄ αυτών είσπραξης των επιβαλλομένων φόρων και δασμών, είχαν υποχρέωση να επαναφέρουν τα πράγματα στην ορθή τους πραγματική και νομική διάσταση, προχωρώντας μάλιστα να εισπράξουν τις αναγκαίες οφειλές.  Παραμένει προεξάρχουσα η αρχή ότι οι αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης που στοχεύουν στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας από πλευράς της διοίκησης, δεν υπερφαλαγγίζουν «.. την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία με την αρχή του κράτους δικαίου.» (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191).  Η είσπραξη των οφειλομένων εκ της νέας δασμολογικής κατάταξης δασμών αποτελεί υποχρέωση της διοίκησης, η οποία και δεν έχει δικαίωμα να παραγράψει τις οφειλές αυτές.  (Frakapor Co Ltd ν. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 1499/99, ημερ. 12.7.01)

 

Τα πιο πάνω απαντούν τις αιτιάσεις των αιτητών σε σχέση με το ανεπίτρεπτο, κατ΄ ισχυρισμόν, της επιβολής κατ΄ αναδρομικό τρόπο του φόρου και της παραβίασης των «ευμενών» δεδομένων που έχουν δημιουργηθεί υπέρ αυτών από την ίδια τη διοίκηση. (δέστε και την υπόθεση DPD Milk Products Ltd ν. Υπουργείου Οικονομικών,υπόθ. αρ. 1358/05, ημερ. 16.10.07). Δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ότι επέρχονται νόμιμες συνέπειες  από την αποφυγή της καταβολής των νενομισμένων δασμών που, έστω και εκ των υστέρων, διαπιστώνονται ότι έπρεπε να είχαν καταβληθεί.  Δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε παραβίαση των αρχών της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας.»»

 

 

 

Υπό το φως των πιο πάνω, είναι το κατάλληλο στάδιο να παραθέσουμε τα κρίσιμα για την υπόθεση δεδομένα:

 

Το σύστημα ΘΗΣΕΑΣ, το οποίο χρησιμοποιείται από τις Τελωνειακές Αρχές, είναι ένα λογισμικό το οποίο, με ηλεκτρονικό τρόπο, δίδει την ευκαιρία στον κάθε εμπορευόμενο που συναλλάσσεται με είδη κατανάλωσης, να εισάγει δεδομένα και, αναλόγως, το σύστημα επιβάλλει την αναγκαία φορολόγηση ή τους αναγκαίους εισαγωγικούς και τελωνειακούς δασμούς. Το εν λόγω λογισμικό επεξεργάζεται τα δεδομένα, όπως αυτά καταχωρούνται, χωρίς να είναι δυνατό να τύχουν εξέτασης από πλευράς των Τελωνειακών Αρχών ως προς την ορθότητά τους (Μάριος Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2010) 4 ΑΑΔ 1312, PanipsosLtdv. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 743/2010, ημερ. 27.9.2012, P.P.BodyArtGymLtdv. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 444/2008, ημερ. 1.9.2009).

 

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το λογισμικό σύστημα ΘΗΣΕΑΣ, λόγω τεχνικού προβλήματος, δεν ενημερώθηκε με τον επίδικο Κανονισμό και τον υπό κρίση δασμό κατά την ημερομηνία αυτόματης εφαρμογής και ισχύος του, ήτοι το Σάββατο, 20.12.2008. Το πρόβλημα έγινε αντιληπτό, ως λέχθηκε, δύο μέρες αργότερα, στις 22.12.2008 και επιλύθηκε μετά από μία βδομάδα, στις 29.12.2008. Εν τω μεταξύ όμως, στις 23.12.2008, οι Εφεσίβλητοι είχαν υποβάλει την επίδικη τελωνειακή διασάφηση στο σύστημα ΘΗΣΕΑΣ, παραλείποντας όμως να δώσουν στο Τελωνείο τα ακριβή στοιχεία προς συμμόρφωση με τον υπό αναφορά Κανονισμό, ο οποίος είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε. στις 19.12.2008.

 

Πέραν των πιο πάνω όμως, προβάλλει ως αναντίλεκτο γεγονός, ότι κατά τον χρόνο κατάθεσης της επίμαχης διασάφησης, στις 23.12.2008, υπήρχε η δυνατότητα επιβεβαίωσης των συντελεστών δασμού από τους τελωνειακούς πράκτορες, τόσο μέσω της άμεσης πρόσβασης στο κείμενο του Κανονισμού που είχε ήδη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, όσο και μέσω του κοινοτικού συστήματος DDS (TARIC), το οποίο είναι προσβάσιμο, διαδικτυακά, από τα γραφεία των εν λόγω πρακτόρων. Περαιτέρω, το Τμήμα Τελωνείων εξέδωσε, στις 22.12.2008, σχετική εγκύκλιο, με την οποία κοινοποιούσε σε όλους τους ενδιαφερομένους, συμπεριλαμβανομένων των τελωνειακών πρακτόρων και του εμποροβιομηχανικού κόσμου της Κύπρου, την επιβολή των υπό εξέταση δασμών, με αναφορά στον Κανονισμό και τις λεπτομέρειες δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε. Ας σημειωθεί, επιπρόσθετα, ότι από τις 29.9.2008 το Τμήμα Τελωνείων κοινοποίησε στα πιο πάνω πρόσωπα ενημερωτική επιστολή για θέματα που αφορούσαν μέτρα αντιντάμπιγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές συγκεκριμένων προϊόντων, υποδεικνύοντας ότι «Πληροφορίες για τα υφιστάμενα μέτρα και για τις έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη υπάρχουν και στην ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην πιο κάτω διεύθυνση………» και καλώντας τους ενδιαφερομένους «….. να προβαίνουν σε έρευνα μέσω των πιο πάνω πηγών, όσον αφορά επικείμενες εισαγωγές τους.»

 

Σε ό,τι δε αφορά τη διαδικασία καταχώρησης, ηλεκτρονικά, διασαφήσεων στο σύστημα ΘΗΣΕΑΣ από τελωνειακούς πράκτορες, συνιστά κοινό έδαφος ότι εισάγεται, σε πρώτο στάδιο, προκαταρκτική ηλεκτρονική δήλωση και συμπληρώνονται τα απαιτούμενα πεδία της διασάφησης. Στη συνέχεια, το σύστημα συγκρίνει και επιβεβαιώνει τους κωδικούς που καταχωρήθηκαν από τον τελωνειακό πράκτορα σε κάθε πεδίο της προκαταρκτικής ηλεκτρονικής δήλωσης με τους κωδικούς που μπορούν να γίνουν αποδεκτοί. Εφόσον είναι ορθοί, το σύστημα προχωρεί σε υπολογισμό δασμών και ενημερώνεται ο τελωνειακός πράκτορας ότι η διασάφηση έχει συμπληρωθεί και μπορεί να γίνει αποδεκτή. Στο στάδιο αυτό, ο τελωνειακός πράκτορας - έχοντας στη διάθεσή του ολοκληρωμένη τη δήλωσή του σε όλα τα απαιτούμενα πεδία, περιλαμβανομένων και των συντελεστών δασμών και των ποσών που υπολογίστηκαν από το σύστημα - έχει την επιλογή να καταθέσει την δήλωση επίσημα ή, εάν δεν συμφωνεί, να προβεί σε διορθώσεις.

 

Με δεδομένα τα πιο πάνω, ο τελωνειακός πράκτορας των Εφεσιβλήτων, είχε τη δυνατότητα, αλλά και την υποχρέωση, να γνωρίζει τις πρόνοιες της εθνικής και κοινοτικής τελωνειακής νομοθεσίας, αλλά και τις σχετικές εγκυκλίους του Τμήματος Τελωνείων. Κατά προέκταση, είχε κάθε ευχέρεια να διαπιστώσει, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής ηλεκτρονικής δήλωσης στο σύστημα ΘΗΣΕΑΣ, την διαφορά ως προς τον υπολογισμό των δασμών και φόρων και ανάλογα να προβεί στις σχετικές διορθώσεις προς συμμόρφωση με τα διαλαμβανόμενα στον Κανονισμό. Το γεγονός ότι παρουσιαζόταν τεχνικό πρόβλημα ως προς την ενημέρωση του λογισμικού συστήματος ΘΗΣΕΑΣ, δεν μπορεί να εκληφθεί ως παραπλανητική ενέργεια εκ μέρους των Εφεσειόντων, ούτε και απάλλασσε τον τελωνειακό πράκτορα από το καθήκον του να προσφύγει στις αυθεντικές πηγές που είχε στη διάθεσή του προς ορθή και σύννομη επιτέλεση του έργου του, ήτοι της επακριβούς επιβεβαίωσης των αναλογούντων δασμών.

 

Ορθά κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι:

 

«…. σε κάθε περίπτωση η Διοίκηση οφείλει να λάβει εκείνα τα μέτρα, ακόμη και ανακλητικά, προς είσπραξη των οφειλών του δημοσίου, όπως οι νόμιμα οφειλόμενοι δασμοί, που αποτελούν απαράγραπτο χρέος προς την Δημοκρατία [βλ, μεταξύ άλλων, FrakaporCoLtdv. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1499/99, ημερ. 12.7.2001,Σκούλλου ν. Υπουργού Οικονομικών(2004) 3 Α.Α.Δ. 530,Δημοκρατία ν. Αλέξανδρος Σολέας και Υιοί Λτδ (2005) 3 Α.Α.Δ. 284,FramespexLtdv. Δημοκρατίας(2000) 3 Α.Α.Δ. 7 και Panipsos Ltd (ανωτέρω)]. Ο δε χρόνος δεν αποτελεί πρόβλημα όταν στην παραγωγή της πράξης συνέβαλε και ο διοικούμενος  (βλ. Αλέξανδρος Σολέας και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 803 και Μίχαλος Δημητρίου Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας(2009) 3 Α.Α.Δ. 675).» 

 

 

 

 

 

Όπως και στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία v. PanipsosLtd, AE 227/2012, ημερ. 15.1.2019, επαναλαμβάνεται:

 

«Η είσπραξη των δασμών, που προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία, αποτελεί ζήτημα που σχετίζεται με τα κρατικά έσοδα.  Σε περίπτωση δε ανακριβών δηλώσεων, οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής οφείλουν, καταρχήν, να προβούν στην εκ των υστέρων είσπραξη των δασμών που δεν εισπράχθηκαν κατά την εισαγωγή (C-12/92 Edmond Huygen, 7.12.1993), όπως η πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνωρίζει και υιοθετεί το πρωτόδικο Δικαστήριο,[3] προσφάτως δε επαναλήφθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Υπουργείου Οικονομικών δια του Τμήματος Τελωνείων ν. Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd, Α.Ε. Αρ. 197/2010,12.9.2016, ECLI:CY:AD:2016:C419.»

 

 

Για τους λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί, οι σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 220(2)(β) του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα (Κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92), δεν συνέτρεχαν στην υπό κρίση περίπτωση. 

 

Στην Panipsos (ανωτέρω), εντοπίζεται ότι:

 

«αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του υπόχρεου, για το βάσιμο του συνόλου των στοιχείων που υπεισέρχονται στη λήψη της απόφασης, ως προς την αναγκαιότητα ή μη, της εκ των υστέρων βεβαίωσης των τελωνειακών δασμών, εισάγεται με το άρθρο 220(2)(β)[4] του Κανονισμού. 

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Οι πρόνοιες του άρθρου 220(β) του Κανονισμού επανεξετάσθηκαν στην σχετικά πρόσφατη απόφαση C-47/16 Valsts ieņēmumu dienests, 16.3.2017, με την οποία συνοψίστηκε και επαναλήφθηκε νομολογία του ΔΕΕ.  Στα πλαίσια ένδικης διαφοράς μεταξύ της Λεττονικής Φορολογικής Αρχής και της εταιρείας εισαγωγής των προϊόντων, σχετικά με την επιβολή εισαγωγικών δασμών και φόρου προστιθέμενης αξίας, στο πλαίσιο εκ των υστέρων ελέγχου μιας τελωνειακής διασαφήσεως, το Δικαστήριο απαντώντας στα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον του, ερμηνεύοντας το άρθρο 220(2)(β), έκρινε ότι:

 

«(1)  Το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, τουκανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 τουΣυμβουλίου, της 12ηςΟκτωβρίου 1992, περίθεσπίσεωςκοινοτικούτελωνειακούκώδικα, όπωςτροποποιήθηκεαπότονκανονισμό (ΕΚ) 2700/2000 τουΕυρωπαϊκούΚοινοβουλίουκαιτουΣυμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2000, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο εισαγωγέας μπορεί να επικαλεσθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, βάσει της διατάξεως αυτής, προκειμένου να αντικρούσει τον εκ των υστέρων καταλογισμό των εισαγωγικών δασμών, προβάλλοντας ότι τελούσε σε καλή πίστη, μόνον εφόσον συντρέχουν τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις. Καταρχάς, η μη είσπραξη των δασμών αυτών πρέπει να οφείλεται σε σφάλμα των ίδιων των αρμόδιων αρχών, έπειτα, το σφάλμα αυτό πρέπει να είναι τέτοιο που να μην μπορούσε λογικά να γίνει αντιληπτό από καλόπιστο οφειλέτη και, τέλος, ο οφειλέτης αυτός πρέπει να έχει τηρήσει όλες τις ισχύουσες διατάξεις σχετικά με την τελωνειακή του διασάφηση. Δεν υφίσταται τέτοια δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ιδίως σε περίπτωση που ο εισαγωγέας, μολονότι είχε προφανείς λόγους ώστε να αμφιβάλλει για την ορθότητα ενός πιστοποιητικού καταγωγής «τύπου A», δεν αναζήτησε πληροφορίες, εντός των ορίων των δυνατοτήτων του, για τις περιστάσεις της εκδόσεως του πιστοποιητικού αυτού προκειμένου να ελέγξει αν οι αμφιβολίες αυτές ήταν δικαιολογημένες. Μια τέτοια υποχρέωση δεν σημαίνει πάντως ότι ο εισαγωγέας οφείλει γενικώς να ελέγχει κατά τρόπο συστηματικό τις περιστάσεις της εκδόσεως, από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής, ενός πιστοποιητικού καταγωγής «τύπου A». Είναι έργο του αιτούντος δικαστηρίου να εκτιμήσει, με βάση το σύνολο των συγκεκριμένων στοιχείων της διαφοράς της κύριας δίκης, αν οι τρεις αυτές προϋποθέσεις συντρέχουν εν προκειμένω.

(2)    Το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, τουκανονισμού 2913/92, όπωςτροποποιήθηκεαπότονκανονισμό 2700/2000, πρέπειναερμηνευθείυπότηνέννοιαότι, σευπόθεσηόπωςαυτήτηςκύριαςδίκης, είναιδυνατόννασυναχθείαπόταστοιχείαμιαςεκθέσεως της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ότι ο εισαγωγέας δεν μπορεί βασίμως να επικαλεσθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του, βάσει της διατάξεως αυτής, προκειμένου να αντικρούσει τον εκ των υστέρων καταλογισμό των εισαγωγικών δασμών. Στο μέτρο όμως που μια τέτοια έκθεση περιέχει μόνο γενική περιγραφή της συγκεκριμένης περιπτώσεως, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει, η έκθεση αυτή δεν αρκεί από μόνη της για να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται όντως από κάθε άποψη, ιδίως όσον αφορά την κρίσιμη συμπεριφορά του εξαγωγέα. Υπ' αυτές τις συνθήκες, απόκειται καταρχήν στις τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής να αποδείξουν, με πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία, ότι η έκδοση, από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής, ενός ανακριβούς πιστοποιητικού καταγωγής «τύπου A» οφείλεται στην ανακριβή έκθεση των γεγονότων εκ μέρους του εξαγωγέα. Πάντως, όταν οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής αδυνατούν να παράσχουν την εν λόγω απόδειξη, απόκειται, ενδεχομένως, στον εισαγωγέα να αποδείξει ότι το εν λόγω πιστοποιητικό βασίστηκε σε ορθή έκθεση των γεγονότων εκ μέρους του εξαγωγέα.» 

Προκύπτει εκ των ανωτέρω, ότι επίκληση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης βάσει της διάταξης του άρθρου 220(2), προϋποθέτει την πλήρωση τριών προϋποθέσεων ή κριτηρίων τα οποία πρέπει σωρευτικά να συντρέχουν:

 

-    Η μη είσπραξη των δασμών πρέπει να οφείλεται σε σφάλμα των ίδιων των αρμόδιων αρχών.

-    Το διαπραχθέν από τις αρχές αυτές σφάλμα πρέπει να είναι τέτοιο που να μην μπορούσε λογικά να γίνει αντιληπτό από καλόπιστο οφειλέτη και τέλος

-    ο οφειλέτης πρέπει να έχει τηρήσει όλες τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας σχετικά με την τελωνειακή του διασάφηση (βλ., μεταξύ άλλων, Agrover (ανωτέρω), σκέψη 35 και C-409/10 Afasia KnitsDeutschland,15.12.2011, σκέψη 47).

 

Οι προϋποθέσεις αυτές, επιμερίζουν, σύμφωνα με την πιο πάνω  απόφαση, τον κίνδυνο από σφάλματα ή παρατυπίες της τελωνειακής διασάφησης, με βάση τη συμπεριφορά και την επιμέλεια καθενός εκ των εμπλεκομένων: των αρμόδιων αρχών του κράτους εξαγωγής και του κράτους εισαγωγής, του εξαγωγέα και του εισαγωγέα.»

 

 

 

Τα γεγονότα των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων στην απόφαση του ΔΕΕ (απόφαση του Πρωτοδικείου) KaufringAGandOthersv. E.C. Commission, ημερ. 10.5.2011,  τις οποίες επικαλέσθηκε η πλευρά των Εφεσιβλήτων προς στήριξη των επιχειρημάτων της, διαφοροποιούνται. Αφορούσε περίπτωση στην οποία οι εν λόγω υποθέσεις εντάσσοντο στο πλαίσιο της Συμφωνίας Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας. Ζητούμενο ήταν κατά πόσο εισαγωγές εγχρώμων τουρκικών τηλεοράσεων σε χώρες της Ευρώπης θα έπρεπε να επιβαρυνθούν με δασμούς καθότι, κατά παράβαση της πιο πάνω Συμφωνίας Συνδέσεως, αυτές περιείχαν και μη τουρκικά εξαρτήματα. Κρίθηκε (σκέψη 296) ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε για ποιους λόγους οι προσφεύγουσες εταιρείες όφειλαν να είχαν αμφιβολίες ως προς την καταγωγή και το τελωνειακό καθεστώς των ενσωματωμένων στις συσκευές τηλεοράσεως συστατικών μερών. ΄Ο,τι έχει σημασία για την ενώπιόν μας περίπτωση, είναι η αναφορά στη σκέψη 225, ως προς την υποχρέωση στάθμισης αφενός του συμφέροντος της Κοινότητας να διασφαλίσει την τήρηση των τελωνειακών διατάξεων, και αφετέρου, του συμφέροντος του καλόπιστου εισαγωγέα να μην υποστεί ζημιές υπερβαίνουσες τον συνήθη επιχειρηματικό κίνδυνο. Στα πλαίσια αυτά, κρίθηκε ότι, «……. κατά την εξέταση του δικαιολογημένου χαρακτήρα μιας αιτήσεως διαγραφής χρέους, η Επιτροπή δεν μπορεί να περιοριστεί στο να λάβει υπόψη τη συμπεριφορά των εισαγωγέων. Οφείλει επίσης να εκτιμήσει τις επιπτώσεις της δικής της, ενδεχομένως πλημμελούς, συμπεριφοράς επί της δημιουργηθείσας καταστάσεως.».

 

Τα ενώπιόν μας δεδομένα, όπως τα έχουμε ήδη εκθέσει, επιμαρτυρούν ότι οι Εφεσίβλητοι, μέσω των έμπειρων τελωνειακών τους πρακτόρων, είχαν εύκολη πρόσβαση και όφειλαν να γνωρίζουν τον επίδικο Κανονισμό και αναλόγως να ενεργήσουν, τηρώντας τις σχετικές διατάξεις του, ως προς τον επακριβή προσδιορισμό και επιβεβαίωση των αναλογούντων δασμών. Εντέλει, δεν εντοπίζεται σφάλμα του Τμήματος Τελωνείων εν τη εννοία του πιο πάνω άρθρου 220, η δε παραγωγή λανθασμένης διασάφησης φέρει το αποτύπωμα της ίδιας της συμμετοχής των Εφεσιβλήτων, αφού, δεν επέδειξαν, υπό τις περιστάσεις, τον ανάλογο βαθμό επιμέλειας.

 

Περαιτέρω, υπό τις πιο πάνω συνθήκες, έστω και αν εντοπιζόταν ουσιαστικό σφάλμα εκ μέρους της διοίκησης, εφαρμογή θα είχαν τα λεχθέντα στην απόφαση Μίχαλος Δημητρίου Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 675:

 

«Εδώ, το λάθος της διοίκησης, όπως αναγνωρίζεται και στην πρωτόδικη απόφαση, κατατάσσει την περίπτωση σε αυτές που είναι δυνατή η ανάκληση της εκδοθείσας διοικητικής πράξης.  Υπενθυμίζεται ότι τα πιστοποιητικά εισαγωγής από το Υπουργείο εκδόθηκαν στις 27.7.04 όταν προϋπήρχε σε ισχύ ο Κοινοτικός Κανονισμός (ΕΚ) 327/1998, που ενσωματώθηκε αυτόματα στην Κυπριακή έννομη τάξη με την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1.5.2004 με το σχετικό κυρωτικό Νόμο αρ. 35(ΙΙΙ)/2003.  Είχε επίσης προηγηθεί η έκδοση του προαναφερθέντος Οδηγού του Υπουργείου που επεξηγούσε την Κοινοτική Οδηγία ως προς το ότι για εισαγωγές από χώρες όπως την Ταϋλάνδη, ήταν αναγκαία η κατάθεση του πρωτότυπου πιστοποιητικού εξαγωγής από τη χώρα αυτή.  Στα πλαίσια αυτά όντως τα πιστοποιητικά εισαγωγής που είχαν εκδοθεί προς όφελος των εφεσειόντων ήταν παράνομα με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η ανάκληση τους για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ανεξάρτητα από το χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της έκδοσης της διοικητικής πράξης και της ανάκλησης της, ενώ στην έκδοση τους αναμφίβολα συνετέλεσαν και οι ίδιοι οι εφεσείοντες ενώ γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τον Κοινοτικό Κανονισμό.  Προστίθεται δε ότι είναι αμφίβολο εάν η έκδοση των πιστοποιητικών εισαγωγής θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει επιφέρει ευμενείς επιπτώσεις στους εφεσείοντες, διότι δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοια μια πράξη που συντελεί ή επιτρέπει τη μη νόμιμη καταβολή κατά τα άλλα οφειλομένων δασμών.  Υπό αυτή την έννοια και το Άρθρο 51(2), του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, που δεν επιτρέπει στη διοίκηση να επικαλείται τις δικές της παραλείψεις αγνοώντας μια ευνοϊκή για το διοικούμενο δημιουργηθείσα κατάσταση πραγμάτων, δεν εφαρμόζεται στα επίδικα γεγονότα εφόσον δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει επέλθει οποιαδήποτε νόμιμη συνέπεια που αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του.

 

Ενόψει των πιο πάνω, οι εφεσείοντες δεν υπέστησαν «τιμωρία», αλλά απλώς επιβάρυνση που αυτομάτως επέρχεται δυνάμει του Άρθρου 52(1) και (2) του Νόμου επί οποιουδήποτε εκ των υστέρων βεβαιούμενου δασμού, με βάση το Άρθρο 48(3) του ιδίου Νόμου.  Δεν τίθετο θέμα διακριτικής ευχέρειας του Τελωνείου ούτε για την εκ των υστέρων βεβαίωση του δασμού, ούτε για την πρόσθετη επιβάρυνση. Αυτά επέρχοντο αυτοδικαίως μετά την ανάκληση των σχετικών διοικητικών πράξεων από το Υπουργείο.  Και δεν εγειρόταν ούτε ζήτημα μετακύλησης των αναλογούντων δασμών από τη Δημοκρατία ή επιμερισμού των δασμών μεταξύ των εφεσειόντων και της διοίκησης, εφόσον με την ανάκληση βεβαιώθηκαν δασμοί που εξ αρχής όφειλαν οι εφεσείοντες.»

 

 

 

Με δεδομένα τα πιο πάνω και κατ΄ εφαρμογήν των νομικών αρχών που έχουμε ήδη παραθέσει και οι οποίες διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα, το Τμήμα Τελωνείων, ενεργώντας στα πλαίσια της νομιμότητας, όφειλε και είχε, καθηκόντως, κάθε εξουσία, να ενεργήσει ως έπραξε – επεξηγώντας πλήρως τους λόγους και έχοντας δώσει επαρκή αιτιολογία – προς είσπραξη των επίδικων δασμών. Συνεπώς, οι ενώπιόν μας λόγοι έφεσης είναι βάσιμοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το σφάλμα στον τρόπο λειτουργίας του ΘΗΣΕΑ δεν θα μπορούσε να επαληθευθεί ευχερώς από τους Εφεσίβλητους, παρά την επιμέλεια και την επαγγελματική τους πείρα και ότι  οι ενέργειες του Τμήματος Τελωνείωνπαραβίαζαν τις αρχές της καλής πίστης, εμπιστοσύνης και χρηστής διοίκησης.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 16.7.2009, μέσω της οποίας απερρίφθη το αίτημα για αναθεώρηση των επίδικων ποσών, επικυρώνεται στο σύνολό της. Τόσο τα πρωτόδικα έξοδα όσο και αυτά της έφεσης επιδικάζονται προς όφελος των Εφεσειόντων και εις βάρος των Εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                      Γ.ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                      Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                      Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο