ΠΑΝΤΖΑΡΗ-ΕΛΙΣΣΑΙΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ κ.α., Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 113/2015, 25/2/2021

ECLI:CY:AD:2021:C69

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 113/2015 )

 

25 Φεβρουαρίου,  2021

 

[ΛΙΑΤΣΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

χχχ ΠΑΝΤΖΑΡΗ-ΕΛΙΣΣΑΙΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

 

Μ. Σπανού (κα), για την Εφεσείουσα.

Λ. Ουστά (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Δ. Νικολετόπουλος, για το Ενδ. Μέρος 1, χχχ Παντελή.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδ. Μέρος 2, χχχ Σισμάνη.

_ _ _ _ _ _


Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Η πλήρωση δύο θέσεων Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, αποτέλεσε το έναυσμα πολύχρονης δικαστικής διαμάχης, η οποία εκδηλώθηκε με αλλεπάλληλες προσφυγές.

 

Θα επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε το ιστορικό της πορείας των δικαστικών διαβημάτων, παραθέτοντας αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση και συμπληρώνοντας, στη συνέχεια, το φάσμα των γεγονότων που ακολούθησαν:

 

«Αρχικώς οι καθ'ων η αίτηση, επέλεξαν για τις δύο θέσεις (28 Σεπτεμβρίου 1993), Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, τις χχχ Λεωνίδου και χχχ Σισμάνη.

 

Ο εν λόγω διορισμός ακυρώθηκε με απόφαση στην Υπ. Αρ. 802/1993 κ.ά., χχχ Παντελή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 265.

 

Στις 18 Απριλίου 1996 οι καθ'ων η αίτηση επανεξέτασαν το θέμα και αποφάσισαν όπως προχωρήσουν στο διορισμό των ίδιων υποψηφίων, ήτοι των χχχ Λεωνίδου και χχχ Σισμάνη.

 

Στο πλαίσιο προσφυγής η εν λόγω απόφαση των καθ'ων η αίτηση ακυρώθηκε με την Υπ. Αρ. 573/1996, χχχ Παντζαρή-Ελισσαίου ν. Δημοκρατίας (1997) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1889.

 

Η ακολουθήσασα δεύτερη επανεξέταση που έλαβε χώρα στις 24 Φεβρουαρίου 1998, οδήγησε τους καθ'ων η αίτηση στη λήψη απόφασης για επιλογή για διορισμό των χχχ Παντελή και χχχ Σισμάνη.

 

Η εν λόγω απόφαση προσβλήθηκε, επιτυχώς, με δύο προσφυγές 500/1998 και 576/1998. Η καταχωρηθείσα έφεση εκ μέρους της Δημοκρατίας απορρίφθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2003, με την απόφαση Δημοκρατία ν. Παντζαρή - Ελισσαίου κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 168.

 

Στο πλαίσιο της τρίτης επανεξέτασης οι καθ'ων η αίτηση με απόφαση τους ημερ. 5 Δεκεμβρίου 2003, επέλεξαν για διορισμό τις χχχ Παντζαρή - Ελισσαίου και χχχ Σισμάνη.

 

Η εν λόγω απόφαση προσβλήθηκε, και πάλι επιτυχώς, με τις προσφυγές 76/2004 και 124/2004. Η Δημοκρατία εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση. Στις 10 Σεπτεμβρίου 2007 με την απόφαση Σισμάνη κ.ά. ν. Θεοδώρου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 420, η έφεση απορρίφθηκε.

 

Ακολουθεί τέταρτη επανεξέταση που διεξάγεται την 1η Νοεμβρίου 2007 όπου οι καθ'ων η αίτηση, επέλεξαν για διορισμό τις χχχ Παντζαρή - Ελισσαίου και χχχ Σισμάνη.

 

Η ορθότητα της απόφασης των καθ'ων η αίτηση αμφισβητήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την προσφυγή 96/2008 και ακυρώθηκε.

 

Η έφεση που καταχωρήθηκε από την ενδιαφερόμενη Παντζαρή - Ελισσαίου εκκρεμεί προς εκδίκαση.

 

Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της έφεσης οι καθ'ων η αίτηση προχώρησαν στις 7 Μαΐου 2010 στην πέμπτη επανεξέταση και επέλεξαν για διορισμό τις χχχ Παντζαρή - Ελισσαίου και χχχ Σισμάνη.

 

Η εν λόγω απόφαση ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 30 Μαρτίου 2012, στο πλαίσιο της προσφυγής 992/2010. Οι καταχωρηθείσες εφέσεις, Α.Ε. 101/2012 και Α.Ε. 104/2012, από τις δύο ενδιαφερόμενες, εκκρεμούν προς εκδίκαση.

 

Ανεξαρτήτως τούτου, οι καθ'ων η αίτηση προχώρησαν στην έκτη επανεξέταση και στις 10 Απριλίου 2012, επέλεξαν για διορισμό τις χχχ Παντελή και χχχ Σισμάνη.

 

Εναντίον της τελευταίας αυτής απόφασης καταχωρήθηκε η υπό εκδίκαση προσφυγή.»

 

 

Στο διάστημα που μεσολάβησε από την έκδοση της υπό κρίση πρωτόδικης απόφασης μέχρι και σήμερα εκδόθηκαν οι αποφάσεις επί των Αναθεωρητικών Εφέσεων 65/2010 και 101/2012, οι οποίες αφορούσαν, αντιστοίχως, το αποτέλεσμα των προσφυγών 96/2008 και  992/2010, ήτοι στα όσα κάλυπταν την τέταρτη και πέμπτη επανεξέταση. Ας σημειωθεί ότι η Αναθεωρητική ΄Εφεση 104/2012 αποσύρθηκε πριν την έναρξη της ακρόασής της.

 

Παρεμβάλλουμε ότι οι πιο πάνω εφέσεις, οι οποίες, υπενθυμίζουμε, καταχωρήθηκαν από την Εφεσείουσα και στην υπό κρίση αναθεωρητική έφεση, απερρίφθησαν. Σ΄ ότι αφορά την Αναθεωρητική ΄Εφεση 65/2010, παρά την επιτυχία των υπόλοιπων λόγων έφεσης, η Ολομέλεια, ομόφωνα, απέρριψε τον έκτο λόγο έφεσης, μέσω του οποίου προσβαλλόταν η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία δεν δόθηκε η απαιτούμενη, ειδική, αιτιολογία σε σχέση με την παραγνώριση του πλεονεκτήματος που κατείχε η Εφεσίβλητη Ευανθία Παντελή. Ως μόνη αιτιολογία από την ΕΔΥ για παραγνώριση του υπό αναφορά πλεονεκτήματος, δόθηκε η καλύτερη απόδοση της Εφεσείουσας στην προφορική συνέντευξη. Η Ολομέλεια, με αναφορά στη σχετική επί του θέματος νομολογία, αποφάσισε ότι ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως το πλεονέκτημα αποτελεί σημαντικό στοιχείο, στο οποίο θα πρέπει να αποδίδεται ουσιώδης σημασία και για να παρακαμφθεί επιβάλλεται  να δίδονται ειδικοί και πειστικοί λόγοι. Σε σχέση με την Αναθεωρητική ΄Εφεση 101/2012, αφού κρίθηκε από την Ολομέλεια ότι ο λόγος έφεσης ως προς την παραγνώριση του πλεονεκτήματος, ως ανωτέρω στην 65/2010, μπορούσε να εξετασθεί, επιβεβαιώθηκε και πάλι ότι η απόδοση στις συνεντεύξεις δεν συνιστούσε επαρκές αντιστάθμισμα για παραγνώριση του πλεονεκτήματος, ούτε και εξειδίκευση του λόγου παράβλεψής του. Ηταν η κατάληξη της Ολομέλειας ότι η ΕΔΥ ενήργησε κατά παράβαση του δεδικασμένου, παραγνωρίζοντας το υφιστάμενο πλεονέκτημα.

Όπως ήδη λέχθηκε, η υπό κρίση πρωτόδικη απόφαση διαπραγματευόταν το αποτέλεσμα της έκτης επανεξέτασης, αναφορικά με την πλήρωση των υπό αναφορά δύο κενών θέσεων Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου. Ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας το σύνολο των λόγων ακύρωσης, ότι η προσφυγή δεν είχε περιθώρια επιτυχίας.

 

Η πρωτόδικη αυτή κατάληξη προσβάλλεται με δέκα λόγους έφεσης, ως εσφαλμένη. Παρά τη ξεχωριστή, εκτεταμένη διατύπωσή τους, στην ουσία είναι αλληλένδετοι. Πλήττουν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ορθά η Εφεσίβλητη (εφεξής η ΕΔΥ) έλαβε την επίδικη απόφαση, προβαίνοντας στην ενδεδειγμένη δέουσα έρευνα και μη ενεργώντας υπό πλάνη περί τα πράγματα αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης, επιλέγοντας τα δύο Ενδιαφερόμενα Μέρη.

 

Συγκεκριμένα, ο πρώτος και ένατος λόγος έφεσης προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με το διορισμό του Ενδ. Μέρους 1 - Παντελή, οι λόγοι έφεσης αρ. 2, 3 και 8 αμφισβητούν το διορισμό του Ενδ. Μέρους 2 - Σισμάνη και οι λόγοι έφεσης 4, 5, 6, 7 και 10 αφορούν ισχυριζόμενες παραλείψεις της ΕΔΥ ως προς την αιτιολόγηση κριτηρίων και στοιχείων υπέρ της Εφεσείουσας. Αναλυτικότερα:

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ΕΔΥ προέβη στη δέουσα έρευνα για να καταλήξει ότι το Ενδ. μέρος 1 Παντελή κατείχε το απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόν 1(β) «Μεταπτυχιακός τίτλος ή δίπλωμα σε θέματα …… ή Κλινικής ψυχολογίας, μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους». Προβάλλεται ότι η ΕΔΥ δεν είχε τις απαιτούμενες γνώσεις προς κατάληξη επί του θέματος αυτού και όφειλε να αποταθεί στα αρμόδια όργανα στην Κύπρο και ειδικά στο ΚΥΣΑΤΣ. Επεκτείνοντας, η Εφεσείουσα θέτει ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η επιστολή του Πρέσβη της Κύπρου στο Παρίσι, στην οποία δινόταν ανάλυση του Υπουργείου Παιδείας της Γαλλίας αναφορικά με τα επίπεδα τίτλων σπουδών στη Γαλλία ήταν επαρκές στοιχείο ώστε η ΕΔΥ να κατέληγε ότι ο τίτλος «Maitrise» του Ενδ. Μέρους 1 ήταν μεταπτυχιακό.

 

Ο υπό διαπραγμάτευση λόγος δεν έχει περιθώρια επιτυχίας. Παρεμβάλλουμε, ότι δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου αναφορικά με το συγκεκριμένο προσόν του Ενδ. Μέρους 1, εφόσον ουδέποτε αποφασίστηκε ο,τιδήποτε αναφορικά με τη διαπίστωση της ΕΔΥ ότι πράγματι το «Maitrise» της ενδιαφερόμενης αποτελεί Μεταπτυχιακό, ως απαιτείται από την παράγραφο 1(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Όπως, όμως, ορθά αναφέρθηκε στην πρωτόδικη απόφαση, η ΕΔΥ μετά την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 576/98 προέβη σε έρευνα αναφορικά με το συγκεκριμένο προσόν του Ενδ. Μέρους 1. Αποτάθηκε μέσω της πρεσβείας της Κύπρου στη Γαλλία, στο γαλλικό Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, ζητώντας πληροφορίες σχετικά με το επίπεδο του πανεπιστημιακού τίτλου «Maitrise». Όλα τα πιο πάνω καταγράφονται στο πρακτικό της συνεδρίας της ΕΔΥ ημερ. 8.10.03, όπου η ΕΔΥ κατέληξε, με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία, ότι η μεταπτυχιακή εκπαίδευση της Παντελή είναι στον κλάδο Κλινικής Ψυχολογίας, που είναι ένα από τα καθορισθέντα στο Σχέδιο Υπηρεσίας στοιχεία, εφόσον στο σχετικό μεταπτυχιακό της δίπλωμα «Maitrise», αναφέρεται ότι περιλάμβανε και την «Κλινική Ψυχολογία».

 

Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, η ερμηνεία και η εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίες επαφίεται στην κρίση του διοικητικού οργάνου. Επέμβαση του Δικαστηρίου επιτρέπεται μόνο όπου η ερμηνεία που δίνεται δεν είναι εύλογα επιτρεπτή. Το ζήτημα των απαιτούμενων προσόντων είναι θέμα πραγματικό εντός της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ. Αναφέρεται σχετικά στην απόφαση Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 ΑΑΔ 93, 102:

 

«Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας επαφίεται στην κρίση του διοικητικού οργάνου και η δικαστική επέμβαση επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η ερμηνεία που δίνεται δεν είναι εύλογα επιτρεπτή. Όπως έχει τονισθεί στην απόφαση της Ολομέλειας στη Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517.

 

«Το ζήτημα των προσόντων που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας για διορισμό σε μια θέση είναι θέμα πραγματικό εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. (Βλ. Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 60). Η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας. (Βλ. Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61, Φιλίππου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 543, Δημοκρατία v. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286).»

 

 

 

 

Επιπρόσθετα, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο και υπό το φως των ανωτέρω στοιχείων, η έρευνα της ΕΔΥ κρίνεται επαρκής και δεν υπήρχε ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση ή απαίτηση προσκόμισης πιστοποιητικού αναγνώρισης ή οποιασδήποτε συμβουλής από το ΚΥΣΑΤΣ. Όπως έχει καθορισθεί από τη νομολογία, το ΚΥΣΑΤΣ είναι το αρμόδιο όργανο να επιλύει θέματα διπλωμάτων ή άλλων συναφών θεμάτων, δεν αποτελεί όμως βοηθητικό όργανο της ΕΔΥ για διερεύνηση προσόντων. Λέχθηκε σχετικά στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Γρουτίδης κ.ά., Α.Ε. 88/2013, 103/2013, ημερ. 16.7.2019:

 

«Με υπόβαθρο τα ως άνω γεγονότα που ήσαν υπόψη της ΕΔΥ, η έρευνα, στην οποία προέβη αναφορικά με το εν λόγω προσόν του ΕΜ, το οποίο θεωρήθηκε ως «μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους», θεωρείται επαρκής.  Δεν συνέτρεχε λόγος ή ανάγκη που επέβαλλε την περαιτέρω διερεύνηση ή απαίτηση προσκόμισης πιστοποιητικού αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ.  Το ΚΥΣΑΤΣ είναι το αρμόδιο όργανο για να επιλύει θέματα διπλωμάτων ή άλλων συναφών θεμάτων (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100, 106), δεν αποτελεί όμως βοηθητικό όργανο της ΕΕΥ για διερεύνηση προσόντων (Μικελλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 769 και Κρίνος Ξενοφώντος κ.α. ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2017:C380, Α.Ε. Αρ. 73/11, 74/11 και 75/11, 26.10.2017).»

 

 

 

Συνακόλουθα, απορρίπτεται ο πρώτος λόγος έφεσης.

 

Ο διορισμός του Ενδ. Μέρους 1 αμφισβητείται και μέσω του ένατου λόγου έφεσης. Τίθεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεδέχθη τον λόγο ακυρότητας περί πλάνης της ΕΔΥ, ότι δηλαδή η ΕΔΥ τελούσε υπό νομική πλάνη πως η επιλογή του Ενδ. Μέρους 1 – χχχ Παντελή ήταν επιβεβλημένη, λόγω της από μέρους της κατοχής του πλεονεκτήματος και/ή λόγω δεδικασμένου.

 

Ο υπό εξέταση λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη, αφού τα γεγονότα που τον περιβάλλουν δεν θεμελιώνουν την επί του προκειμένου εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εφεσείουσας. Η ΕΔΥ δεν εξέλαβε σε καμία περίπτωση ως επιβεβλημένη την επιλογή του υπό αναφορά Ενδ. Μέρους. Όπως διαφαίνεται από το σχετικό πρακτικό, προέβη σε σύγκριση της Παντελή με την Εφεσείουσα, έχοντας λάβει υπόψη, ως όφειλε, το δεδικασμένο ως προς τη σημασία του πλεονεκτήματος που κατείχε το Ενδ. Μέρος. Ετσι ενεργώντας, ορθά σημείωσε ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, από μόνη της, δεν ήταν αρκετή για παραγνώριση του πλεονεκτήματος. Κινούμενη η ΕΔΥ ως ανωτέρω και με δεδομένο ότι δεν υπήρχε ο,τιδήποτε άλλο να προσμετρήσει προς όφελος της Εφεσείουσας, πλην της καλύτερης απόδοσης στην προφορική εξέταση, στοιχείο το οποίο δεν μπορούσε να αντισταθμίσει το πλεονέκτημα, βάσιμα έκλινε, κινούμενη εντός των ορίων των εξουσιών της, στην επιλογή του Ενδ. Μέρους.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, με τους λόγους έφεσης 2, 3 και 8, η Εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την πείρα του Ενδ. Μέρους 2 - Σισμάνη στην Επιτροπή Προστασίας Νοητικά Καθυστερημένων Ατόμων (ΕΠΝΚΑ).

Αμφισβητείται, συγκεκριμένα, ότι νόμιμα η υπό αναφορά πείρα λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ κατά την επιλογή της για διορισμό στην επίδικη θέση και ότι ήταν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι παράνομα λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ η πείρα του Ενδ. Μέρους, καθότι αυτή αποκτήθηκε μετά τις 20.3.92, τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων, που ήταν καθοριστική για την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων και του πλεονεκτήματος. Τίθεται επίσης ότι η υπό αναφορά πείρα δεν ήταν συναφής με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Προστίθεται ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Λειτουργού ΕΠΝΚΑ δεν απαιτούσε προσόντα Ψυχολόγου και δεν αφορούσε την άσκηση καθηκόντων ψυχολόγου, όπως η επίδικη θέση. Ούτε, εν πάση περιπτώσει, το Ενδ. Μέρος κατείχε 10.5 μήνες περίπου πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, καθότι η πείρα της στην ΕΠΝΚΑ διήρκησε από 15.1.93 – 31.8.93, οπόταν και διορίστηκε στην επίδικη θέση.

 

Όπως σωστά προκύπτει από τα γεγονότα της πρωτόδικης απόφασης, αλλά και της προσβαλλόμενης πράξης (πρακτικό 10.4.12, παράρτ. 5 στην ένσταση), η πείρα του Ενδ. Μέρους 2 δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως πλεονέκτημα σύμφωνα με την παρ. 4 των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, εφόσον αποκτήθηκε μετά τη λήξη της ημερομηνίας υποβολής των αιτήσεων (20.3.1992). Σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία, ο εν λόγω χρόνος ισχύει για τα απαιτούμενα προσόντα (Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 570). Άλλα προσόντα, μη απαιτούμενα, μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον αποκτηθούν πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης για διορισμό. Συναφώς, η ΕΔΥ έλαβε υπόψη στα ορθά πλαίσια την υπό αναφορά πείρα του Ενδ. Μέρους 2, όπως, ορθά, κρίθηκε, ως ακολούθως, από το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Οι καθ' ων η αίτηση κρίνοντας ότι η πείρα της ενδιαφερομένης δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως πλεονέκτημα, αφού είχε αποκτηθεί μετά τη λήξη της ημερομηνίας υποβολής των αιτήσεων (20 Μαρτίου 1992), ανέφεραν στην απόφαση τους τα ακόλουθα:

 

"Επιπλέον ως λειτουργός στην Επιτροπή Προστασίας Νοητικά Καθυστερημένων Ατόμων, διαθέτει πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, η οποία, αν και δεν μπορεί να συνυπολογιστεί για σκοπούς απόδοσης του προβλεπόμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματος, αφού αποκτήθηκε μετά την τελευταία ημερομηνία συνδρομής των προσόντων (20.3.92), είναι απόλυτα σχετική με τα καθήκοντα και τις ευθύνες των υπό πλήρωση θέσεων και ως τέτοια προσδίδει στην αξία της. Επομένως, λήφθηκε υπόψη ως επιπρόσθετο προσόν και αποδόθηκε σε αυτήν η δέουσα βαρύτητα, συνυπολογιζόμενη με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης.

 

Η πείρα αυτή είχε αποκτηθεί μεν, μετά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων, αλλά, πριν τη λήψη της απόφασης. Σύμφωνα με τη νομολογία υποψήφιος πρέπει να κατέχει τα απαιτούμενα, από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, προσόντα κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Πρόσθετα προσόντα που αποκτήθηκαν μεταγενέστερα μπορούν να ληφθούν υπόψη. Ουσιώδης χρόνος σε σχέση με τέτοια μη απαιτούμενα προσόντα δεν είναι η τελευταία ημερομηνία που καθορίζεται για την υποβολή της αίτησης για διορισμό αλλά ο χρόνος λήψης της απόφασης για διορισμό. (Υπ. Αρ. 828/2008, Παπαζαχαρίου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 23 Σεπτεμβρίου 2011).

 

Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 570:

 

"Ο εν λόγω χρόνος ισχύει για προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας - απαιτούμενα, πρόσθετα ή πλεονεκτήματα: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Republic vPericleous & Others (1984) 3 C.L.R. 577. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τα επιπρόσθετα μη προβλεπόμενα προσόντα. Τα οποία, καθώς υποδείχθηκε από την Ολομέλεια στη Δημοκρατία & άλλοι ν. Ανδρέου & άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, (στη σελ. 159) "είναι νόμιμο να εκτιμηθούν και μέχρι της ημέρας λήψης της απόφασης"."» 

 

 

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις βεβαιώσεις που απέστειλε το Ενδ. Μέρος 2 στην ΕΔΥ, η πείρα της είναι σχετική με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζεται η Εφεσείουσα. Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Λειτουργού ΕΠΝΚΑ απαιτούσε πτυχίο Ψυχολογίας, ως προς τα καθήκοντα δε της θέσης προέβλεπε και «Παροχή καθοδήγησης και συμβουλών …..». Πρόσθετα, σύμφωνα με το παράρτημα 4 στην ένσταση (προσφ. αρ. 1049/12) το Ενδ. Μέρος 2 προσκόμισε βεβαιώσεις τόσο από την ΕΠΝΚΑ όσο και από τη Σχολή Τυφλών, ότι παρείχε «υπηρεσίες ψυχολόγου».

 

Τέλος, σύμφωνα με τις  πιο πάνω βεβαιώσεις, προκύπτει, ότι το Ενδ. Μέρος 2 κατείχε σχετική με τα καθήκοντα της θέσης πείρα 10,5 περίπου μήνες. Προσλήφθηκε από 3.9.92 (σε έκτακτη βάση) ως Δασκάλα Ειδικής Εκπαίδευσης στη Σχολή Τυφλών Λευκωσίας και διορίστηκε στη θέση Λειτουργού στην ΕΠΝΚΑ από 15.1.93 μέχρι 31.8.93, αφού από 1.9.93 διορίστηκε στην επίδικη θέση. Συνεπώς, στα ορθά πλαίσια λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ η πιο πάνω πείρα του Ενδ. Μέρους 2 και προσμέτρησε στην αξία της. Όπως δε σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία:

 

«…….. δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αναζήτηση και ο προσδιορισμός της σημασίας των προσόντων που κατέχει ένας υποψήφιος. Αυτό πρέπει να διερευνάται διοικητικώς (Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 1).»

 

 

Η Εφεσείουσα με τους λόγους έφεσης 4, 5, 6 και 7 αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με την πείρα της στη θέση Λειτουργού Ευημερίας 3ης τάξης και στον ιδιωτικό τομέα. Ότι δηλαδή παράνομα και/ ή λανθασμένα η ΕΔΥ δεν έλαβε υπόψη της την πείρα της στην πιο πάνω θέση, ισχυριζόμενη δεδικασμένο και γενικά στον ιδιωτικό τομέα, αφού παρείχε υπηρεσίες ψυχολόγου σε παιδιά που φοιτούσαν στα σχολεία.

 

Όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, η Εφεσείουσα κωλύετο, λόγω δεδικασμένου, να εγείρει ζήτημα προγενέστερης πείρας της. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης, όπου με λεπτομέρεια καταγράφεται η προσέγγιση ως προς την ύπαρξη δεδικασμένου, η οποία μας βρίσκει σύμφωνους:

 

«Η αιτήτρια εισηγήθηκε ότι οι καθ'ων η αίτηση παραγνώρισαν και δεν αξιολόγησαν την πείρα της ως κοινωνικής λειτουργού σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης, ως επίσης και ότι διαθέτει υπέρτερη πείρα από τις ενδιαφερόμενες. Περαιτέρω πρόβαλε ότι, δεν εξετάστηκε το θέμα της πείρας της στον ιδιωτικό τομέα η οποία αφορούσε την παροχή υπηρεσιών ψυχολόγου σε παιδιά που φοιτούσαν σε σχολεία και ήταν απόλυτα συναφής με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Η ενδιαφερομένη αντιπρότεινε ότι η διαπίστωση πως η αιτήτρια δεν κατέχει πείρα αποτελεί δεδικασμένο, με βάση τις προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις. Προς αντίκρουση του ισχυρισμού αυτού η αιτήτρια εισηγήθηκε ότι αποτελεί δεδικασμένο μόνο ότι η πείρα της δεν αποτελεί πλεονέκτημα, αλλά, όχι ότι δεν έχει πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Αναφορικά με την πείρα της αιτήτριας, ως κοινωνικής λειτουργού, θεωρώ ότι αυτό αποτελεί δεδικασμένο. Οι καθ'ων η αίτηση είχαν εξετάσει το θέμα κατά πόσο τα καθήκοντα που ασκούσε ήταν συναφή με τα καθήκοντα της θέσης και αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο δεν της πιστώθηκε το πλεονέκτημα της θέσης. Στις προσφυγές αρ. 802/1993, 867/1993 εξετάστηκε το θέμα της συνάφειας των καθηκόντων που εκτελούσε η αιτήτρια με τα καθήκοντα της θέσης και το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

"Είναι η θέση της ότι τα σχέδια υπηρεσίας της θέσης που κατέχει (Λειτουργός Ευημερίας 3ης Τάξης), παρουσιάζουν κοινά στοιχεία με το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, οι δε Λειτουργοί Ευημερίας βρίσκονται σε άμεση επαφή με τους Λειτουργούς του Υπουργείου Παιδείας, όπως και με παιδιά που παρουσιάζουν προβλήματα στο σχολείο ή την οικογένειά τους.

 

Η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας είναι έργο που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ΕΔΥ. Η Συμβουλευτική Επιτροπή συμπεριέλαβε την αιτήτρια ανάμεσα στους κατέχοντες το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Η γνώμη όμως της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν δεσμεύει την ΕΔΥ, ούτε την απαλλάσσει από την υποχρέωσή της να ερμηνεύσει και εφαρμόσει η ίδια τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας.

 

Όπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου της, η αιτήτρια κατέχει, από 16/12/91, τη θέση Λειτουργού Ευημερίας 3ης Τάξης. Τα καθήκοντα που εκτελούσε η αιτήτρια περιγράφονται στο φάκελό της που βρισκόταν ενώπιον της ΕΔΥ. Ενώπιόν μου τέθηκαν επίσης και τα σχέδια υπηρεσίας των δύο θέσεων. Από τα στοιχεία αυτά βρίσκω ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό στην ΕΔΥ να καταλήξει στο συμπέρασμά της ότι η αιτήτρια δεν κατείχε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας και δεν ήταν απαραίτητη οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα.″

 

Στην προσφυγή αρ. 573/1996 (Παντζαρή – Ελισσαίου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1889), το Δικαστήριο ανέφερε ότι, το θέμα της πείρας της αιτήτριας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης, ως πλεονέκτημα, αποτελεί δεδικασμένο και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νέας αναθεώρησης.

 

Στις Υπ. Αρ. 500/1998 και 576/1998, Λεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 6 Σεπτεμβρίου 2000, ο ίδιος ισχυρισμός, αναφορικά με την πείρα, είχε εγερθεί και το Δικαστήριο πάλι έκρινε ότι αποτελεί δεδικασμένο. Παραθέτω πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

 

″Το ζήτημα της πείρας της Ελισσαίου ήταν κατ΄ ευθείαν επίδικο στις πρώτες προσφυγές, εξετάστηκε κατ΄ ουσίαν και καλύφθηκε από τη δικαστική απόφαση. Αποτελεί ζήτημα κριθέν και, συνεπώς, δεδικασμένο, όπως άλλωστε διακηρύχθηκε και με την επόμενη δικαστική απόφαση."

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι οι καθ'ων η αίτηση παραγνώρισαν την πείρα της στον ιδιωτικό τομέα, αυτός εγείρεται για πρώτη φορά και δεν εγέρθηκε σε οποιαδήποτε από τις προσφυγές που είχε καταχωρίσει η αιτήτρια. Σύμφωνα με τη νομολογία δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί (Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608).

 

Ακόμη και εάν αποτελούσε λόγο ακυρώσεως που δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο, η αιτήτρια είχε δικαίωμα να ασκήσει έφεση ζητώντας εξέταση του λόγου ακυρώσεως (Θεοδούλου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 796).

 

Περαιτέρω παρατηρώ ότι οι καθ'ων η αίτηση εξέτασαν μόνο την πείρα της αιτήτριας ως κοινωνικής λειτουργού αφού, όπως ανέφεραν, είναι η μόνη που πιστοποιείται με βεβαιώσεις. Από μελέτη του φακέλου δεν εντόπισα οποιαδήποτε βεβαίωση ως προς την πείρα της. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι δεν της ζητήθηκαν τέτοια στοιχεία. Οι καθ'ων η αίτηση δεν έχουν τέτοια υποχρέωση.»

 

 

 

Συνακόλουθα, με δεδομένη την ύπαρξη δεδικασμένου, δεν προκύπτει ζήτημα αντιφατικής συμπεριφοράς της ΕΔΥ ως προς την προσέγγισή της να λάβει υπόψη την πείρα του Ενδ. Μέρους 2, παραγνωρίζοντας αυτήν της Εφεσείουσας.

 

Ο τελευταίος λόγος έφεσης εστιάζει στο παράπονο της Εφεσείουσας, σύμφωνα με το οποίο η ΕΔΥ δεν έλαβε υπόψη τη βαθμολογία της στις υφιστάμενες εξαμηνιαίες εκθέσεις της, που αφορούσαν την περίοδο κατά την οποία είχε διορισθεί στη Μόνιμη Θέση Λειτουργού Ευημερίας 3ης Τάξης.

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω θέση. Ορθά κρίθηκε το υπό εξέταση ζήτημα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το ενιαίο μέτρο κρίσης και η αρχή της ίσης μεταχείρισης  επέβαλλαν όπως μη ληφθούν υπόψη οι υπό αναφορά εκθέσεις της Εφεσείουσας, δεδομένου ότι τα Ενδιαφερόμενα Μέρη δεν είχαν ετήσιες εκθέσεις αφού δεν ήταν μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης και στο καθήκον διακρίβωσης του κατά πόσον η Διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια των εξουσιών της. Συνιστά βασική νομολογιακή αρχή ότι, εφόσον ακολουθήθηκε νόμιμη διαδικασία, για να πετύχει προσφυγή υποψήφιου σε θέση, πρέπει να αποδειχθεί έκδηλη υπεροχή έναντι του επιλεγέντος (Δημοκρατία κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. (2006) 3 ΑΑΔ 52).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, η διαδικασία επανεξέτασης διεξήχθη προς συμμόρφωση με το δεδικασμένο προηγούμενης ακυρωτικής απόφασης, που αφορούσε την έλλειψη αιτιολογίας για παραγνώριση του πλεονεκτήματος που διέθετε το Ενδ. Μέρος 1. Καταλήγουμε, σε πλήρη ταύτιση με την πρωτόδικη κρίση, ότι η ΕΔΥ στάθμισε στα ορθά πλαίσια και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειάς της, όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, προβαίνοντας στη δέουσα έρευνα.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος της Εφεσείουσας, καθοριζόμενα στο ποσό των €2.500 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

 

                                                      Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

                                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                      Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                      Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο