ECLI:CY:AD:2021:C71
ΑNΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 47/14)
(Υπ. Αρ. 1226/12, 1260/12 και 1299/12)
25 Φεβρουαρίου, 2021
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΣΕΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
(Υποθ. Αρ. 1226/12)
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
(Υποθ. Αρ. 1260/12)
3. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΣΕΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ/Ή ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
(Υποθ. Αρ. 1299/12)
Εφεσείοντες/Καθ΄ ων η αίτηση
ΚΑΙ
1. xxx ΠΑΝΑΓΗ (Υπ. Αρ. 1226/12)
2. xxx ΤΟΥΜΠΑΣ (Υπ. Αρ. 1260/12)
3. xxx ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ (Υπ. Αρ. 1299/12)
Εφεσίβλητοι/Αιτητές
-----------------
Δ. Εργατούδη (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τους εφεσείοντες.
Γ. Ζαχαρία (κα) για Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου ΔΕΠΕ, για τον εφεσίβλητο 1.
Π. Πολυβίου με ασκούμενη δικηγόρο Ι. Γεωργιάδου (κα), Αλ. Ταλιαδώρος για Κ. Χρυσοστομίδης ΔΕΠΕ και Δ. Καλλής, για τον εφεσίβλητο 2.
Λ. Δήμου (κα), για τον εφεσίβλητο 3.
---------
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ. Θ. Οικονόμου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:
Το ιστορικό.
Οι εφεσίβλητοι, κατά τις πρωινές ώρες στις 20.12.2005, μαζί με άλλους αστυνομικούς ανέκοψαν δύο πολίτες σε κεντρικό δρόμο της Λευκωσίας και τους κακοποίησαν με άγριο ξυλοδαρμό.[1] Οι διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου που δίκασε την υπόθεση ήταν ότι:
«Ανυπεράσπιστοι πολίτες υπέστησαν σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση από Αστυνομικούς».[2]
Σε σχέση με το συμβάν αυτό, στις 5.7.2006 ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη εναντίον των αστυνομικών για τα ακόλουθα σοβαρά αδικήματα: ανάρμοστη συμπεριφορά, αμέλεια καθήκοντος, ψεύδος ή διαστροφή ή απόκρυψη αλήθειας, παράνομη ή άσκοπη άσκηση εξουσίας και συνέργεια σε πειθαρχικό αδίκημα (πειθαρχική υπόθεση αρ. 6/2006).
Η εκδίκαση πειθαρχικών αδικημάτων με βάση τους περί Αστυνομίας (Πειθαρχικούς) Κανονισμούς όπως ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο (περί Αστυνομίας (Πειθαρχικοί) Κανονισμοί του 1989-2004) (ΚΔΠ 53/89 όπως τροποποιήθηκε με την ΚΔΠ 215/2004) (εν τοις εφεξής «οι Κανονισμοί»)[3], διενεργείται καταρχάς από Ανώτερο Αξιωματικό ως Προεδρεύοντα Αξιωματικό (Καν.12(2)(β)[4] και Καν.20[5]). Μπορεί όμως να διενεργηθεί από Πειθαρχική Επιτροπή, αποτελούμενη από τρία μέλη της Δύναμης, που πρέπει να είναι Ανώτεροι Αξιωματικοί, οριζόμενα από τον Αρχηγό με την έγκριση του Υπουργού, εάν ο Αρχηγός της Δύναμης κρίνει ότι λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος ή των περιστάσεων υπό τις οποίες διαπράχθηκε ενδείκνυται να εκδικαστεί από τέτοια Επιτροπή (Καν.12(2)(γ)[6] και Καν.13(1)).[7]
Η διαφορά, ως προς τη δυνατότητα επιβολής ποινών, έγκειται στο ότι ενώ ο Προεδρεύοντας Αξιωματικός μπορούσε να επιβάλει ποινές από επίπληξη μέχρι και κατακράτηση προσαύξησης (Καν.22(1)),[8] η Επιτροπή μπορούσε, μεταξύ άλλων, να επιβάλει την ποινή της απόλυσης ή του εξαναγκασμού σε παραίτηση (Καν.16(1)).[9]
Εν προκειμένω, στις 6.7.2006, ο τότε Αρχηγός της Αστυνομίας κ. Χ. Κουλέντης έκρινε, με βάση τις προϋποθέσεις του Καν.12(2)(γ), ότι ενδείκνυτο όπως η υπόθεση εκδικαστεί από Επιτροπή και προχώρησε στη σύσταση τέτοιας Επιτροπής. Ως πρόεδρος ορίστηκε ο τότε ανώτερος αστυνόμος Α. Νικολαϊδης και ως μέλη η τότε ανώτερη αστυνόμος Μ. Φραντζή και ο τότε αστυνόμος Β΄ Γ. Τρυφωνίδης.
Η πειθαρχική όμως διαδικασία στις 19.9.2006, κατόπιν αιτήματος των συνηγόρων και με σύμφωνη γνώμη της κατηγορούσας αρχής, αναβλήθηκε μέχρι την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης η οποία είχε στο μεταξύ, στις 18.7.2006, καταχωριστεί εναντίον των εφεσιβλήτων και άλλων αστυνομικών για το επίδικο επεισόδιο ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (ποινική υπόθεση αρ. 17179/06).
Το Κακουργιοδικείο στις 19.3.2009 αθώωσε όλους τους κατηγορούμενους. Ακολούθησε έφεση του Γενικού Εισαγγελέα.
Στις 9.4.2009 η Επιτροπή επανασυνεδρίασε. Ο εισαγγελεύων αξιωματικός υπαστυνόμος κ. Αβρααμίδης υπέβαλε αίτημα για τροποποίηση του κατηγορητηρίου δια της προσθήκης κατηγοριών λέγοντας τα ακόλουθα:
«Μελετώντας την απόφαση του Κακουργιοδικείου σε συνάρτηση με το μαρτυρικό υλικό που υπάρχει στην παρούσα πειθαρχική υπόθεση και με την έγκριση του Αρχηγού Αστυνομίας σήμερα θα υποβάλω αίτημα για τροποποίηση του κατηγορητηρίου και συγκεκριμένα με την προσθήκη δύο ή τριών ή μίας κατηγορίας επιπρόσθετης για τον κάθε κατηγορούμενο που θα εξηγήσω μετά.»
Παράλληλα υπέβαλε αίτημα για εκ νέου αναβολή της πειθαρχικής διαδικασίας μέχρι την απόφαση του Εφετείου. Η Επιτροπή ενέκρινε το χωρίς ένσταση αίτημα για αναβολή μέχρι το τέλος της εκδίκασης της έφεσης και άφησε εκκρεμές το αίτημα για τροποποίηση του κατηγορητηρίου ώστε να δοθεί ευκαιρία στους δικηγόρους υπεράσπισης να τοποθετηθούν, όπως το είχαν ζητήσει.
Στις 29.3.2010 το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε την εν λόγω αθωωτική απόφαση και διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης από το Κακουργιοδικείο με άλλη σύνθεση (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. xxx Ευσταθίου κ.α. (ανωτέρω)).
Στις 7.4.2010 η πειθαρχική υπόθεση αναβλήθηκε ξανά επ΄ αόριστον μέχρι την επανεκδίκαση της υπόθεσης από το Κακουργιοδικείο. Για το αίτημα για τροποποίηση του κατηγορητηρίου, όπως είχε τεθεί στις 9.4.2009, δεν έγινε λόγος. Ούτε ποτέ επανήλθε.
Στα πλαίσια της επανεκδίκασης, οι κατηγορούμενοι, περιλαμβανομένων των εφεσιβλήτων, παραδέχθηκαν και καταδικάστηκαν για το αδίκημα της πρόκλησης επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη. Στις 18.2.2011 τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών με τριετή αναστολή.
Ως αποτέλεσμα, η πειθαρχική διαδικασία αναβίωσε. Πλην όμως με τροποποίηση του πειθαρχικού εντύπου/κατηγορητηρίου, άσχετη όμως με το αίτημα για το οποίο έγινε αναφορά στις 9.4.2009. Συγκεκριμένα στις 9.3.2011 ο κ. Αβρααμίδης ζήτησε την άδεια της (Πειθαρχικής) Επιτροπής και προσέθεσε για όλους τους κατηγορούμενους, περιλαμβανομένων των εφεσιβλήτων, μια νέα κατηγορία περί καταδίκης για ποινικό αδίκημα κατά παράβαση της παραγρ. 20, Πρώτος Πίνακας (Καν.8) του Πειθαρχικού Κώδικα και 16(1) των Κανονισμών.[10] Οι κατηγορούμενοι δεν έφεραν ένσταση. Κατηγορήθηκαν στη νέα κατηγορία και παραδέχθηκαν. Ακολούθως ο εισαγγελεύων ανέστειλε τις υπόλοιπες κατηγορίες για τα προαναφερθέντα αδικήματα από τις οποίες οι κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν.
Κατόπιν τούτου η Επιτροπή με απόφαση της ημερ. 6.4.2011 επέβαλε εις έκαστον χρηματική ποινή που ισούται με απολαβές 8 ημερών.
Ο Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης) κ. Θ. Αχιλλέως, λόγω της σοβαρότητας των παραπτωμάτων, θεώρησε την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή και ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Καν.28(2),[11] στις 19.4.2011 εφεσίβαλε την επιβληθείσα ποινή ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων.
Στο Συμβούλιο Εφέσεων προήδρευε, με βάση τους τότε ισχύοντες Κανονισμούς 1989-2004 ex officio ο εκάστοτε Αρχηγός της Αστυνομίας ως πρόεδρος (Καν.27).[12]
Στις 3.8.2012, όταν επελήφθη της εν λόγω έφεσης το Συμβούλιο Εφέσεων, Αρχηγός της Δύναμης ήταν πλέον ο κ. Μ. Παπαγεωργίου. Συνεπακόλουθα, ήταν πρόεδρος του Συμβουλίου ως ορίζει ο Καν.27.
Το Συμβούλιο την ημέρα εκείνη (3.8.2012) έκρινε κατά πλειοψηφία, ότι οι ποινές που είχε επιβάλει η Επιτροπή ήταν ανεπαρκείς και επέβαλε στους εφεσίβλητους την ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση.
Οι προσφυγές.
Ακολούθησαν προσφυγές με τις οποίες παράλληλα υποβλήθηκαν και τρεις ξεχωριστές αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι αιτήσεις εκδικάστηκαν ξεχωριστά. Οι ενδιάμεσες αποφάσεις εφεσιβλήθηκαν και συνεκδικάστηκαν από την Ολομέλεια η οποία αποφάσισε ότι ο διπλός ρόλος του Αρχηγού της Αστυνομίας με βάση το κανονιστικό πλαίσιο και δοθέντος ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση τη θέση του Αρχηγού κατείχαν κατά τα δύο ουσιώδη χρονικά σημεία δύο διαφορετικά πρόσωπα, δεν συνιστούσε έκδηλη παρανομία ώστε να δικαιολογούσε την έκδοση ενδιαμέσου διατάγματος ως εξαιρετικού μέτρου (Τούμπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 3 ΑΑΔ 387).
Με τις εν λόγω προσφυγές οι εφεσίβλητοι ήγειραν ως κοινό λόγο ακύρωσης το γεγονός ότι ο Αρχηγός της Αστυνομίας ήταν το ίδιο θεσμικό όργανο, έστω και αν επρόκειτο για δύο διαφορετικά φυσικά πρόσωπα, που αρχικά αποφάσισε την παραπομπή της υπόθεσης σε Επιτροπή, προκρίνοντας τη σοβαρότητα της και που αργότερα προήδρευσε ex officio του Συμβουλίου Εφέσεων. Με αυτό τον τρόπο παραβιάστηκε η αρχή της αμεροληψίας και της δίκαιης δίκης κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.
Παράλληλα τέθηκε θέμα αντισυνταγματικότητας των συνδυασμένων Κανονισμών 12(2)(γ) και 27 με εισήγηση ότι η συνδυασμένη εφαρμογή τους είναι αντίθετη με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος για τον ίδιο ως άνω λόγο.
Επιμέρους παρόμοια Νομικά Σημεία προβλήθηκαν επιπρόσθετα από τον εφεσίβλητο 2 (αιτητή στην προσφυγή αρ. 1260/12) ο οποίος, προς υποστήριξη του γενικού Νομικού Σημείου αρ.1 της Αίτησης του περί παράνομης, παράτυπης και αντικανονικής διαδικασίας επικαλέστηκε δύο περαιτέρω ενέργειες του κ. Παπαγεωργίου. Ειδικότερα στο Νομικό Σημείο 1(β) έθεσε τα ακόλουθα:
(α) ο κ. Μ. Παπαγεωργίου, τότε αναπληρωτής Αρχηγός Αστυνομίας, ζήτησε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, με επιστολή του ημερ. 23.3.2009, να εγκρίνει το διορισμό της κας Φραντζή ως προέδρου της Πειθαρχικής Επιτροπής σε αντικατάσταση του κ. Νικολαϊδη και το διορισμό ως μέλους της Επιτροπής του κ. Στ. Παπαθεοδώρου σε αντικατάσταση της κας Φραντζή. Η εμπλοκή αυτή του κ. Παπαγεωργίου ισοδυναμούσε με προαπόφαση του ότι η υπόθεση ήταν σοβαρή, εφόσον συνιστούσε υιοθέτηση της πορείας που είχε καθορίσει ο προηγούμενος Αρχηγός κ. Κουλέντης.
(β) Αργότερα ο κ. Παπαγεωργίου ως αναπληρωτής Αρχηγός Αστυνομίας είχε εγκρίνει «την τροποποίηση του κατηγορητηρίου» και είχε αναστείλει την πειθαρχική δίωξη εναντίον δύο εκ των κατηγορουμένων τους οποίους είχε αθωώσει οριστικά το Ανώτατο Δικαστήριο. Η εμπλοκή αυτή μετατρέπει τον Αρχηγό Αστυνομίας σε εισαγγελεύοντα-κατήγορο και απολήγει σε ανάληψη διαδοχικών και διαφορετικών ρόλων από τον Αρχηγό Αστυνομίας.
Θα πρέπει εδώ εξ αρχής να διευκρινιστεί ότι υπήρξε παρανόηση ως προς το ζήτημα που αφορά την «τροποποίηση του κατηγορητηρίου». Το σχετικό Νομικό Σημείο 1(β) αναφερόταν σε «έγκριση της τροποποίησης του κατηγορητηρίου» και παρέπεμπε, από πλευράς γεγονότων, στις παραγράφους 20 και 22 της Αίτησης. Η παρ.20 αναφέρεται στο αίτημα για τροποποίηση ημερ. 9.4.2009 που ποτέ δεν προχώρησε. Η παρ.22 δεν αναφέρεται καθόλου σε τροποποίηση, αλλά στο γεγονός της αναστολής της ποινικής δίωξης των δύο αθωωθέντων. Συνεπώς δεν προβλήθηκε ως Νομικό Σημείο η πραγματωθείσα τροποποίηση ημερ. 9.3.2011 η οποία πρέπει να σημειωθεί ότι προέκυψε αναγκαστικά εκ του κανονιστικού πλαισίου, λόγω της ποινικής τους καταδίκης όπως προβλέπεται στην παράγραφο 20 του Πειθαρχικού Κώδικα. Παρά ταύτα, εκείνη η τροποποίηση φαίνεται ως συζητηθείσα και ως επηρεάζουσα την πρωτόδικη απόφαση και όχι το αίτημα για τροποποίηση ημερ. 9.4.2009, ζήτημα στο οποίο επανήλθαν με το περίγραμμα αγόρευσης τους οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του εφεσίβλητου 2, εισηγούμενοι άμεσο συσχετισμό με την υπόθεση Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1359/11, ημερ. 4.9.2013 (πρωτόδικη απόφαση), στην οποία θα αναφερθούμε κατωτέρω.
Περαιτέρω, στην Αίτηση (προσφυγή) του εφεσίβλητου 2, υπό το Νομικό Σημείο 1 («παράνομη, παράτυπη και αντικανονική διαδικασία») αναφέρεται ότι ο Βοηθός Αρχηγός Αστυνομίας κ. Θ. Αχιλλέως, ο οποίος, ως άνω, δυνάμει του Καν. 28(2) είχε εφεσιβάλει την απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής, ήταν «βασικός μάρτυρας κατηγορίας» στην ποινική υπόθεση αρ. 11179/06, το αποτέλεσμα της οποίας είχε οδηγήσει στην επίδικη πειθαρχική διαδικασία. Σημειώνουμε ότι η αναφορά στο γεγονός αυτό έγινε περιγραφικά χωρίς τούτο να διασυνδεθεί, με τον κατάλληλο νομικό ισχυρισμό, με την έννοια της σύνθετης διοικητικής ενέργειας.
Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος 2 ήγειρε ζήτημα παράβασης ουσιώδους νομοθετικού τύπου διότι, μεταξύ άλλων, ενώ σύμφωνα με τον Καν.11(1) το πειθαρχικό έντυπο/κατηγορητήριο υπογράφεται από το Βοηθό Αρχηγό, στην παρούσα υπόθεση το τροποποιηθέν κατηγορητήριο ημερ. 9.3.2011 υπεγράφη από τον εισαγγελεύοντα υπαστυνόμο κ. Α. Αβρααμίδη.
Τα δύο τελευταία αυτά ζητήματα επαναφέρθηκαν με αντέφεση που καταχώρισε ο εφεσίβλητος 2, παραπονούμενος ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν τα εξέτασε (Λόγοι Αντέφεσης 2 και 4, αντιστοίχως). Είχε πρωτοδίκως προβάλει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε εξετάσει και άλλες κατ΄ ισχυρισμόν παραβάσεις ουσιώδους τύπου, πλην όμως δεν αναφερόμαστε στα ζητήματα εκείνα, εφόσον δεν έχουν επαναφερθεί, υπό την παραπάνω έννοια, με την αντέφεση.
Τέλος, οι εφεσίβλητοι είχαν εγείρει θέμα υπερβολικής ποινής η οποία ήταν αποτέλεσμα πλημμελούς άσκησης διακριτικής ευχέρειας και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Δεν είχαν εκτιμηθεί ορθά οι μετριαστικοί παράγοντες και δεν υπήρχε δέουσα αιτιολογία. Ήταν προϊόν πλάνης, αντίθετη προς τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και προς το νόμο και αντίθετη με τις πρόνοιες του άρθρου 52 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999.
Η πρωτόδικη απόφαση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, ως προς το βασικό ζήτημα που ήγειραν οι αιτητές, ήτοι το ρόλο του Αρχηγού Αστυνομίας, ως θεσμικού οργάνου ανεξάρτητα από την εναλλαγή των προσώπων, θεώρησε ως ευθέως σχετική και εφαρμοστέα την αρχή της υπόθεσης Νικολάου ν. Συμβουλίου Εφέσεων (2012) 3 ΑΑΔ 357.
Στην υπόθεση εκείνη το ίδιο πρόσωπο που ως ο Αρχηγός Αστυνομίας είχε κρίνει ότι τα αδικήματα ήταν τόσο σοβαρά ώστε να έπρεπε να εκδικαστούν από Επιτροπή και όχι από Προεδρεύοντα Αξιωματικό, στη συνέχεια έλαβε μέρος ως ex officio πρόεδρος του Συμβουλίου Εφέσεων το οποίο έκρινε την έφεση του αιτητή. Υπ΄ αυτές τις περιστάσεις η Ολομέλεια έκρινε ότι:
«…Ο Αρχηγός, με το να θεωρήσει το διαπραχθέν πειθαρχικό παράπτωμα ως σοβαράς μορφής να το παραπέμψει στην Επιτροπή για εκδίκαση, ήταν ως σαν να προαποφάσιζε ότι δυνατόν να απαιτούσε η περίπτωση και ποινή σοβαρότερη από εκείνες που είχε την εξουσία να επιβάλει ο Προεδρεύων Αξιωματικός. Έτσι, καταλήγουμε πως με αυτό τον τρόπο, δεν υπήρξε η εγγύηση εξασφάλισης τεκμηρίου αμεροληψίας, απαραίτητου προσόντος για την άσκηση των καθηκόντων του κριτή στο στάδιο της εκδίκασης και ιδιαίτερα της επιβολής της ποινής. Κρίνουμε πως είχαν παραβιαστεί οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.»
Στα πλαίσια εξέτασης του απρόσωπου ρόλου του Αρχηγού ως θεσμικού οργάνου το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και τους δύο επιπρόσθετους σχετικούς λόγους ακύρωσης που, ως άνω, είχε εγείρει ο εφεσίβλητος 2.
Ειδικότερα ως προς το πρώτο ζήτημα έκρινε ότι ο κ. Παπαγεωργίου με το να ζητήσει την αντικατάσταση μελών της Επιτροπής είχε υιοθετήσει την κρίση του προηγούμενου Αρχηγού κ. Κουλέντη για εκδίκαση από Επιτροπή. Έδωσε προς τούτο σημασία στο γεγονός ότι στην επιστολή του ημερ. 23.3.2009 με την οποία είχε εισηγηθεί τη διαφοροποίηση της σύνθεσης της Επιτροπής προς τον αρμόδιο Υπουργό, ο κ. Παπαγεωργίου είχε αναφερθεί στην προηγούμενη επιστολή Κουλέντη ημερ. 5.7.2006 για την αρχική σύσταση της Επιτροπής ως η επιστολή του («…σε συνέχεια της επιστολής μου»). Ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι «ο Μ. Παπαγεωργίου, ενεργώντας ως Αρχηγός Αστυνομίας, βεβαίωσε και συμφώνησε με την κρίση του προηγούμενου Αρχηγού, Χ. Κουλέντη, προχωρώντας μάλιστα σε περαιτέρω ενέργεια, …προς διαφοροποίηση των μελών της Επιτροπής.»
Ίδια ήταν η προσέγγιση του πρωτοδίκου δικαστηρίου και σε ότι αφορά την τροποποίηση του κατηγορητηρίου, προσέγγιση η οποία, υπενθυμίζουμε έγινε με αναφορά στην πραγματωθείσα τροποποίηση ημερ. 9.3.2011, ενώ το σχετικό Νομικό Σημείο παρέπεμπε, ως άνω, από πλευράς γεγονότων, στο μετέωρο τελικά αίτημα για τροποποίηση του κατηγορητηρίου στις 9.4.2009. Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι με την αλλαγή που επήλθε στο κατηγορητήριο προστέθηκαν οι κατηγορίες που εν τέλει υποστύλωσαν τις επιβληθείσες ποινές. Έστω και αν οι προηγούμενες κατηγορίες «είχαν ξεπεραστεί από τα γεγονότα», όπως το έθεσε, τούτο δεν διαφοροποιούσε τα πράγματα, εφόσον η ανάμιξη του Αρχηγού της Αστυνομίας ήταν εξ αντικειμένου θεσμικά ανεπίτρεπτη.
Περαιτέρω εξέτασε τους λόγους ακυρότητας που αφορούσαν τις επιβληθείσες ποινές θεωρώντας ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας με αποτέλεσμα να έπρεπε να παρέμβει και για το λόγο αυτό παρά το ότι, ως κατέγραψε με αναφορά σε νομολογία, το αναθεωρητικό δικαστήριο δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην κρίση του διοικητικού οργάνου ως προς το είδος και το μέτρο που επιλέγει για πειθαρχική ποινή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψιν το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε μέχρι την επιβολή των πειθαρχικών ποινών (σχεδόν 7 χρόνια), θεώρησε ότι υπήρξε υπέρβαση και κατάχρηση σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Έκρινε ότι η αναγνώριση των μετριαστικών παραγόντων από το Συμβούλιο Εφέσεων δεν ήταν ουσιαστική, εφόσον παρά τη συνδρομή τους, το Συμβούλιο επέβαλε τη δεύτερη αυστηρότερη από τις προβλεπόμενες ποινές, η οποία στην ουσία ισοδυναμεί με την πλέον αυστηρή, την απόλυση, με τη διαφοροποίηση να αφορά μόνο στα οικονομικά οφέλη. Θεώρησε ακόμα ότι ο χρόνος που διέρρευσε αναπόφευκτα έδωσε την ευκαιρία της επανεξέτασης των λανθασμένων ενεργειών τους ώστε να μην επαναλάβουν τέτοιου είδους συμπεριφορά. Υπό την ίδια έννοια θεώρησε ότι η γενικότερη διάσταση που έλαβε η υπόθεση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι διαδικασίες που ακολούθησαν ήταν από μόνα τους καταλυτικά στοιχεία που θα έπρεπε να μετρήσουν υπέρ των εφεσιβλήτων. Οι μετριαστικοί παράγοντες παραγνωρίστηκαν και η αναγκαία εξατομίκευση δεν λειτούργησε επαρκώς. Κατέληξε ότι το Συμβούλιο Εφέσεων άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια με τέτοια αυστηρότητα που εύλογα θεωρείται ότι προέβη σε κακή εκτίμηση των όλων συνθηκών ώστε να υπάρχει κακή χρήση και υπέρβαση των ακραίων ορίων.
Εν όψει της παραπάνω θεώρησης του το πρωτόδικο δικαστήριο ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις και θεώρησε ότι δεν υπήρχε ανάγκη να εξεταστεί η εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας των Πειθαρχικών Κανονισμών.
Οι υπό εξέταση εφέσεις.
Ακολούθησαν οι υπό εξέταση τώρα εφέσεις με τις οποίες οι εφεσείοντες προσβάλλουν κατά πρώτο λόγο την κρίση του πρωτοδίκου δικαστηρίου περί έλλειψης θεσμικής αμεροληψίας λόγω του ρόλου του κ. Παπαγεωργίου (πρώτος λόγος έφεσης). Περαιτέρω προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτοδίκου δικαστηρίου περί του ότι το Συμβούλιο Εφέσεων είχε παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας επιβάλλοντας τις ποινές, ότι προέβη σε κακή άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και ότι δεν αναγνώρισε παρά λεκτικώς τους μετριαστικούς παράγοντες (δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι έφεσης).
Οι θέσεις των εφεσειόντων.
Σε ότι αφορά στο καίριο ζήτημα της εμπλοκής του κ. Παπαγεωργίου οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι η υπόθεση Νικολάου διαφοροποιείται, εφόσον, εν προκειμένω, τη θέση του Αρχηγού της Αστυνομίας την κατείχαν κατά τους δύο κρίσιμους χρόνους δύο διαφορετικά πρόσωπα, ενώ στην Νικολάου το ίδιο πρόσωπο ήταν ο Αρχηγός και στις δύο περιπτώσεις.
Σε ότι αφορά ειδικότερα στο θέμα της αντικατάστασης μελών της Επιτροπής, τούτο δεν σημαίνει ότι ο κ. Παπαγεωργίου αξιολόγησε τη σοβαρότητα της πειθαρχικής υπόθεσης, ούτε και ότι εισηγήθηκε την εκδίκαση της από Πειθαρχική Επιτροπή. Το μόνο που έπραξε ήταν να εισηγηθεί στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης την αναγκαία αντικατάσταση του προέδρου της Επιτροπής κ. Νικολαΐδη μετά από την προαγωγή του στη θέση του Βοηθού Αρχηγού (Δ) και την συνεπακόλουθα αναγκαία αναπλήρωση ως μέλος της Επιτροπής της κας Φραντζή, η οποία αντικατέστησε τον κ. Νικολαΐδη ως πρόεδρος. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι ο χαρακτηρισμός στη δική του επιστολή της επιστολής Κουλέντη ως «επιστολής του» συνιστά αποδοχή και υιοθέτηση της απόφασης Κουλέντη, αφού είθισται οι κρατικοί αξιωματούχοι και δημόσιοι λειτουργοί να παραπέμπουν με αυτό τον τρόπο στην τελευταία επιστολή της σχετικής κάθε φορά αλληλογραφίας.
Η καταληκτική εισήγηση των εφεσειόντων ως προς το θέμα της κατ΄ ισχυρισμόν προηγούμενης εμπλοκής του κ. Παπαγεωργίου είναι ότι οι όποιες προηγούμενες ενέργειες του ιδωμένες υπό τον σκοπό και τη φύση τους δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν έλλειψη αμεροληψίας. Παρέπεμψαν σχετικά στην Nortier v. The Netherlands, Appl. No. 13924/88 και στην υπόθεση Fey v. Austria, Appl. No. 14396/88.
Σε ότι αφορά τις επιβληθείσες ποινές ήταν η εισήγηση των εφεσειόντων ότι το Συμβούλιο Εφέσεων κινήθηκε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας επιβάλλοντας προβλεπόμενη από τον Καν.16 ποινή. Προς τούτο έλαβε υπόψιν του το σύνολο των γεγονότων, συμπεριλαμβανομένων των όσων προβλήθηκαν από τους δικηγόρους των εφεσιβλήτων και συνυπολόγισε αφενός τη σοβαρότητα και τη φύση του πειθαρχικού αδικήματος και αφετέρου όλους τους μετριαστικούς παράγοντες, περιλαμβανομένων των προσωπικών και οικογενειακών περιστάσεων τους και του χρονικού διαστήματος που είχε παρέλθει από τη διάπραξη των αδικημάτων. Η αναγνώριση των μετριαστικών παραγόντων δεν ήταν απλώς λεκτική όπως έκρινε το δικαστήριο και είναι τώρα ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων. Δεν μπορούσε όμως να ατονήσει η ανάγκη για αποτροπή τόσο σοβαρών αδικημάτων που πλήττουν τον ίδιο τον ακρογωνιαίο λίθο της εύρυθμης λειτουργίας της Αστυνομίας, την πειθαρχία των μελών της.
Οι θέσεις των εφεσιβλήτων.
Οι εφεσίβλητοι, σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο, υποστήριξαν ότι εκείνο που έχει σημασία είναι ο ρόλος του Αρχηγού της Αστυνομίας ως θεσμικό όργανο. Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για προσωπική ιδιότητα όταν ένα πρόσωπο ενεργεί καθηκόντως στα πλαίσια της άσκησης αρμοδιότητας από τη θέση που κατέχει. Η απόφαση Νικολάου περιστρέφεται γύρω από τη θεσμική έννοια του «Αρχηγού» χωρίς προσωπική αναφορά στο όνομα του Αρχηγού. Ανεξαρτήτως τούτου ο κ. Παπαγεωργίου υιοθέτησε τη θέση του κ. Κουλέντη εφόσον σε κανένα σημείο της πειθαρχικής διαδικασίας δεν έλαβε οποιοδήποτε μέτρο προς διαφοροποίηση της θέσης του κ. Κουλέντη. Αντίθετα με την επιστολή του ημερ. 23.3.2009 προς τον ΥΔΔΤ υιοθετεί ρητά την επιστολή Κουλέντη («Σε συνέχεια της ταυτάριθμης επιστολής μου …»). Θα ήταν νομικά, θεσμικά και πραγματικά παράδοξο ο κ. Παπαγεωργίου να συνεχίσει την πειθαρχική υπόθεση ενώπιον της Επιτροπής, εάν ο ίδιος δεν είχε την άποψη ότι τα αδικήματα ήταν τέτοια ώστε να έπρεπε να εκδικαστούν από Επιτροπή. Παρά την περί αντιθέτου εισήγηση των εφεσειόντων, εάν η άποψη του ήταν διαφορετική, είχε τη δυνατότητα να αναθεωρήσει τη σχετική απόφαση Κουλέντη ή και να την ανακαλέσει, είτε με βάση τον Καν.26, είτε σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.
Ήταν η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσίβλητου 1 ότι τα γεγονότα στη Fey v. Austria διαφέρουν. Αντίθετα παρέπεμψε σε άλλη απόφαση του ΕΔΑΔ ως σχετική, στην Piersack v. Belgium (1983) 5 EHRR 169, όπου αποφασίστηκε ότι ο πρόεδρος Κακουργιοδικείου, εφέτης που πριν από την προαγωγή του είχε ασχοληθεί με την υπόθεση ως αντιεισαγγελέας πλημμελειοδικών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντικειμενικά αμερόληπτος για να δικάσει την υπόθεση ως πρόεδρος του δικαστηρίου. Παραπεμφθήκαμε επίσης στην απόφαση 1001/1992 του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία το δικαστήριο έκρινε ότι ο πειθαρχικός προϊστάμενος που παρέπεμψε τον υπάλληλο σε πειθαρχικό συμβούλιο διότι έκρινε ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα στα οποία ο τελευταίος υπέπεσε ήσαν ιδιαιτέρως σοβαρά και επέσυραν ποινή μεγαλύτερη εκείνης την οποία ήταν ο ίδιος αρμόδιος να επιβάλει, δεν μπορούσε να μετάσχει στο συμβούλιο αφού είχε ασκήσει την κατά νόμο πειθαρχική του αρμοδιότητα.
Ειδικά ως προς το ζήτημα της τροποποίησης του κατηγορητηρίου οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του εφεσίβλητου 2 παρέπεμψαν στην Στυλιανού (ανωτέρω) όπου λόγω της σύμπτωσης των ιδιοτήτων του κατηγόρου και κριτή στο ίδιο πρόσωπο κρίθηκε ότι δεν υπήρχαν τα αναγκαία εχέγγυα αμεροληψίας, υποβάλλοντας ότι, έστω και πρωτόδικη, έχει ευθεία εφαρμογή. Συγκεκριμένα ο Βοηθός Αρχηγός Αστυνομίας ήταν το πρόσωπο το οποίο αφού μελέτησε και αξιολόγησε τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψιν του και έκρινε ότι μπορούσαν να στοιχειοθετηθούν συγκεκριμένες πειθαρχικές κατηγορίες, ως κατήγορος προσήψε τις κατηγορίες αυτές ετοιμάζοντας και επιδίδοντας στον αιτητή σχετικό κατηγορητήριο. Αργότερα, το ίδιο πρόσωπο, υπό την ιδιότητα του ως Αρχηγός Αστυνομίας προήδρευσε του Συμβουλίου που επελήφθη της έφεσης του αιτητή εναντίον της καταδίκης του και την απέρριψε.
Εν προκειμένω, καταλήγει η εισήγηση για τον εφεσίβλητο 2, υπήρξε σαφώς αθέμιτη εμπλοκή του κ. Παπαγεωργίου δεδομένου ότι η εμπλοκή ενός οργάνου στην τροποποίηση κατηγορητηρίου προϋποθέτει την εκ μέρους του μελέτη και διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και την υπαγωγή τους στις ορθές ποινικές ή πειθαρχικές πρόνοιες.
Σε ότι αφορά το ζήτημα των ποινών, οι εφεσίβλητοι τόνισαν τον υπέρμετρο χρόνο εκδίκασης της όλης υπόθεσης μέχρι την επιβολή των πειθαρχικών ποινών και υιοθέτησαν το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης ότι οι ποινές του εξαναγκασμού σε παραίτηση ήταν εκτός του μέτρου της αναλογικότητας. Παρέπεμψαν σχετικά στο σύγγραμμα Δημόσιο Υπαλληλικό Δίκαιο, 4η έκδ., σελ. 266, Α. Τάχος, όπου αναφέρεται ότι η γενική αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζεται κατά την επιβολή πειθαρχικών ποινών, δηλαδή πρέπει η Διοίκηση να προβαίνει σε συνεκτίμηση της βαρύτητας της παράβασης και της επιβαλλόμενης ποινής. Εισηγήθηκαν ότι πρόκειται για περίπτωση κατάχρησης ή κακής χρήσης διακριτικής εξουσίας ώστε να παρέχεται πεδίο επέμβασης και συνεπώς ορθά ενήργησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Εισηγήθηκαν περαιτέρω ότι κακώς το Συμβούλιο Εφέσεων «κατακερμάτισε», ουσιαστικά, αυθαίρετα τις διαδικασίες που αφορούσαν την ίδια υπόθεση για να καταλήξει δεν υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση, ενώ το ορθό θα ήταν να συνυπολογιστεί ολόκληρο το χρονικό διάστημα των επτά σχεδόν χρόνων από τις 19.12.2005 που είχαν διαπραχθεί τα αδικήματα μέχρι τις 3.8.2012 που επιβλήθηκαν οι ποινές του εξαναγκασμού σε παραίτηση.
Η κρίση μας επί των λόγων της έφεσης.
Το ζήτημα της έλλειψης αμεροληψίας.
Ανεξάρτητα από την κατάληξη της έφεσης, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, θεωρούμε ότι είναι σκόπιμο να εξετάσουμε το ζήτημα της αμεροληψίας για σκοπούς, αν μη τι άλλο, καθοδήγησης σε ό,τι αφορά μια γενικότερη θεώρηση παρομοίων ζητημάτων, για το μέλλον.
Οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα για πειθαρχική δίκη ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου πειθαρχικού οργάνου. Τα θεμελιακά δικαιώματα που διασφαλίζονται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 30 του Συντάγματος, όπως και οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, τα εχέγγυα μιας ακριβοδίκαιης δίκης αφορούν και τις πειθαρχικές διαδικασίες (Petrou v. The Republic (1980) 3 CLR 203, Παπαφώτη ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) ΑΑΔ 1302, Μαλλιώτης κ.ά. ν. ΕΔΥ κ.ά. (1996) 4 ΑΑΔ 227).
Όπως όμως υποδείχθηκε στη Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα (2007) 3 ΑΑΔ 116, ένας αιτητής θα πρέπει, εφόσον επιθυμεί να προβάλει ισχυρισμό για προκατάληψη, να τον θέσει ενώπιον του διοικητικού οργάνου με την πρώτη ευκαιρία ώστε αυτό να τον εξετάσει. Δεν είναι νοητό να εγείρεται τέτοιο ζήτημα μετά την έκβαση της όλης διαδικασίας και την τελική απόφαση του διοικητικού οργάνου και ιδιαίτερα ενώπιον του αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Βλ. επίσης Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Αντωνίου, ΑΕ 124/14 και 134/14, ημερ. 6.12.2017.
Εν προκειμένω οι λόγοι που είχαν εγερθεί γενικά και ειδικότερα σε σχέση με προκατάληψη και έλλειψη αμεροληψίας αναφορικά με τον Αρχηγό Αστυνομίας και/ή τον κ. Παπαγεωργίου ήταν διαφορετικοί.
Η μια πτυχή των σχετικών ενστάσεων που ο εφεσίβλητος 2 προέβαλε ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων αφορούσε τον ισχυρισμό ότι η σύνθεση του Συμβουλίου παραβίαζε το άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ και τα Άρθρα 12 και 30.2 του Συντάγματος, με αποτέλεσμα τούτο να μην είναι αμερόληπτο και ανεξάρτητο όργανο, επειδή μεταξύ των μελών του υπήρχε σχέση προϊσταμένου και υφισταμένων, αφού το ένα μέλος του Συμβουλίου, ως ανώτερος αστυνόμος, ήταν υφιστάμενος του Αρχηγού Αστυνομίας. Περιπλέον ο Αρχηγός Αστυνομίας ήταν υφιστάμενος του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, κάτι που επιφέρει πλήγμα στην αμεροληψία και ανεξαρτησία του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο απέρριψε αυτή την προδικαστική ένσταση με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 9.5.2012.
Η άλλη πτυχή των ενστάσεων που προβλήθηκαν τότε, αφορούσε τον ισχυρισμό περί έλλειψης αμεροληψίας του κ. Παπαγεωργίου επειδή είχε προηγούμενη συμμετοχή στην πειθαρχική διαδικασία. Τούτο όμως για κάποιο εντελώς διαφορετικό λόγο από τον προβληθέντα αργότερα στην προσφυγή. Τότε ο ισχυρισμός περί έλλειψης αμεροληψίας είχε την έννοια ότι με επιστολή του ημερ. 19.5.2009 ενημέρωσε τον δικηγόρο του εφεσίβλητου 2 ότι δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό το αίτημα του για άρση της διαθεσιμότητας του τελευταίου. Το Συμβούλιο απέρριψε και αυτή την προδικαστική ένσταση με αναφορά στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233, στην οποία αποφασίστηκε ότι η τοποθέτηση υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα δεν επάγεται στίγμα που ανατρέπει το τεκμήριο αθωότητας. Όπως απέρριψε και την ένσταση περί έλλειψης αμεροληψίας του Αρχηγού Αστυνομίας επειδή, ως εκ της θέσης του, ήταν ο επικεφαλής της αστυνομικής έρευνας.
Οι ισχυρισμοί περί έλλειψης αμεροληψίας και προκατάληψης πρέπει να αποδεικνύονται αυστηρά, το δε βάρος το φέρει ο αιτητής (Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 8). Με υποχρέωση, ως άνω, να εγείρονται τα ζητήματα αυτά κατά πρώτο λόγο ενώπιον του διοικητικού οργάνου.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το φάκελο της έφεσης αρ. 6/2011 ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων, δεν τέθηκε ενώπιον του Συμβουλίου η θέση που τέθηκε ενώπιον του ακυρωτικού δικαστηρίου, η οποία βασίστηκε σε θεσμική έλλειψη αμεροληψίας με αναφορά στο συνεχές και απρόσωπο της συμμετοχής του κ. Παπαγεωργίου ως εκ της ιδιότητας του ως Αρχηγός Αστυνομίας και μόνο, η οποία αποτέλεσε και την κύρια θέση της προσφυγής, αλλά και το θεμέλιο της πρωτόδικης απόφασης. Ούτε και τέθηκαν ενώπιον του Συμβουλίου τα ζητήματα που τέθηκαν αργότερα ενώπιον του ακυρωτικού δικαστηρίου περί προσωπικής – και όχι μόνο θεσμικής – συμμετοχής του κ. Παπαγεωργίου, λόγω της επιστολής του ημερ. 23.3.2009 (αντικατάσταση μελών Επιτροπής) και της έγκρισης της τροποποίησης του κατηγορητηρίου, σύμφωνα με τη δήλωση του κ. Αβρααμίδη στις 9.4.2009. Η προσωπική εμπλοκή του κ. Παπαγεωργίου συνδέθηκε και περιορίστηκε, ως άνω, με την επιστολή ημερ. 9.5.2012 σε σχέση με τη διαθεσιμότητα του εφεσίβλητου 2.
Δεν παραβλέπουμε ότι το γεγονός αυτό δεν υποδείχθηκε από την πλευρά των εφεσειόντων όπως θα αναμενόταν. Όμως όπως τονίστηκε στη Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3 AAΔ 3835, 3840, ο ρυθμιστικός ρόλος του δικαστηρίου σε θέματα διαδικασίας και απόρριψης στη διοικητική δίκη είναι διαφορετικός και ευρύτερος από το ρόλο που επιτρέπει το δικονομικό σύστημα το οποίο επικρατεί στην πολιτική δίκη. Τούτο λόγω της αρχής της νομιμότητας σε συνδυασμό με τη φύση του ανακριτικού συστήματος. Το δικαστήριο, χωρίς τους περιορισμούς που θέτει το αντιπαραθετικό σύστημα της πολιτικής δίκης, έχει εν προκειμένω τη δυνατότητα αλλά και την υποχρέωση να ελέγχει το παραδεκτό των επιχειρημάτων, όπου τούτο εξαρτάται από την τήρηση αναγκαίων προϋποθέσεων.
Η κατάληξη είναι ότι τα θέματα που ήγειραν ενώπιον του ακυρωτικού δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι αναφορικά με τον Αρχηγό Αστυνομίας και/ή τον κ. Παπαγεωργίου δεν είχαν, όπως αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση, τεθεί προς εξέταση προηγουμένως ενώπιον του διοικητικού οργάνου και αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει αυτοτελή και επαρκή λόγο απόρριψης των σχετικών θέσεων.
Επειδή όμως το ζήτημα δεν τέθηκε ώστε να είχαν την ευκαιρία, εν πάση περιπτώσει, οι εφεσίβλητοι να ακουστούν επί τούτου, θεωρούμε δίκαιο να εξετάσουμε τους ισχυρισμούς αυτούς επί της ουσίας τους.
Η υπόθεση Fey, στην οποία παραπεμφθήκαμε από την ευπαίδευτη δικηγόρο των εφεσειόντων, αφορούσε στην εμπλοκή, σε προδικαστικό στάδιο, δικαστή ο οποίος στη συνέχεια μετείχε στην εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης. Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης εκείνης κρίθηκε ότι η έκταση και η φύση του προδικαστικού διαβήματος δεν δικαιολογούσε εξ αντικειμένου τις ανησυχίες του αιτητή για παραβίαση του άρθρου 6.1, υπό την έννοια ότι θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν τον κίνδυνο προειλημμένης θεώρησης της ουσίας. Αντίθετα, υπό τα γεγονότα της υπόθεσης Piersack, στην οποία παραπεμφθήκαμε από την άλλη πλευρά, κρίθηκε ότι η προηγούμενη συμμετοχή του δικαστή, υπό την ιδιότητα του ως υπεύθυνου του τμήματος δημοσίων κατηγόρων το οποίο ήταν υπεύθυνο για την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του αιτητή, εύλογα δημιουργούσε εξ αντικειμένου φόβο για έλλειψη της αναγκαίας αμεροληψίας.
Η γενική αρχή σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου υποδηλώνει ότι δεν στοιχειοθετείται παραβίαση του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από το γεγονός και μόνο ότι ο δικαστής που μεταγενέστερα επιλαμβάνεται της ουσίας της υπόθεσης ή έφεσης είχε προβεί σε κάποια ενέργεια ή είχε λάβει κάποια απόφαση στο προδικαστικό στάδιο. Τούτο όμως σε συνάρτηση πάντα με τα γεγονότα της υπόθεσης. Έτσι, στην υπόθεση Hauschildt v. Denmark (1990) 12 EHRR 266, κρίθηκε ότι η συμμετοχή δικαστή, ο οποίος σε προδικαστικό στάδιο, για τις ανάγκες αιτήματος προσωποκράτησης, ικανοποιήθηκε, όπως απαιτείτο από τη σχετική εθνική νομοθεσία, ότι υπήρχε υψηλός βαθμός υπόνοιας («a particularly confirmed suspicion») ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε τα εγκλήματα για τα οποία εκατηγορείτο, στοιχειοθετούσε εξ αντικειμένου έλλειψη αμεροληψίας. Ενώ στην υπόθεση Νortier v. Netherlands (Αppl. No. 13924/88) (1994) 17 EHRR 273, η προηγούμενη, προδικαστική, διαπίστωση του δικαστή για τις ανάγκες προσωρινής κράτησης του κατηγορούμενου ως προς την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως μαρτυρίας, δεν θεωρήθηκε ικανό στοιχείο έλλειψης αμεροληψίας, εφόσον το ζήτημα που θα έπρεπε να αποφασιστεί στο τελικό στάδιο ήταν διαφορετικό και δεν προκαθοριζόταν από το ζήτημα που υπήρχε στο προδικαστικό στάδιο. Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Morel v. France (Appl. No. 34130/96 (2001) 33 EHRR 47 (η οποία αφορούσε σε αστική υπόθεση) αναφορικά με το κατά πόσον συνέτρεχε ζήτημα αντικειμενικής έλλειψης αμεροληψίας:
«45. In that connection, the Court notes that the answer to that question depends on the circumstances of the case. For that reason, it cannot be bound by the decisions cited by the applicant; […]
Furthermore, the mere fact that a judge has already taken pre-trial decisions cannot by itself be regarded as justifying concerns about his impartiality. What matters is the scope and nature of the measures taken by the judge before the trial. Likewise, the fact that the judge has detailed knowledge of the case file does not entail any prejudice on his part that would prevent his being regarded as impartial when the decision on the merits is taken. Nor does a preliminary analysis of the available information mean that the final analysis has been prejudged. What is important is for that analysis to be carried out when judgment is delivered and to be based on the evidence produced and argument heard at the hearing (see, among other authorities, mutatis mutandis, the Hauschildt v. Denmark judgment of 24 May 1989, Series A no. 154, p. 22, § 50; the Nortier v. the Netherlands judgment of 24 August 1993, Series A no. 267, p. 15, § 33; and the Saraiva de Carvalho v. Portugal judgment of 22 April 1994, Series A no. 286-B, p. 38, § 35).»
Τέτοια προσέγγιση υπήρξε και στην υπόθεση Thomann v. Switzerland (1997) 24 EHRR 553, στην οποία oι δικαστές που είχαν δικάσει και καταδικάσει τον κατηγορούμενο in absentia επελήφθησαν ξανά της επανεκδίκασης της υπόθεσης στην παρουσία του. Ο κατηγορούμενος ήγειρε ζήτημα αντικειμενικής έλλειψης αμεροληψίας και το ΕΔΔΑ έκρινε ως εξής:
«35. The court does not find these arguments persuasive. As the Federal Court explained (see para 13 above), judges who retry in the defendant’s presence a case that they have first had to try in absentia on the basis of the evidence that they had available to them at the time are in no way bound by the first decision. They undertake a fresh consideration of the whole case; all the issues raised by the case remain open and this time are examined in adversarial proceedings with the benefit of the more comprehensive information that may be obtained from the appearance of the defendant in person.»
Συνεπώς, ό,τι προκύπτει από τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ είναι ότι εκείνο που έχει σημασία είναι ο σκοπός και η φύση των προηγουμένων αποφάσεων ή ενεργειών του δικαστή. Όταν δεν είναι καθοριστικές του τελικού αποτελέσματος και όπου το νομικό κριτήριο είναι διαφορετικό, δεν μπορεί να προκαλούνται δικαιολογημένες ανησυχίες για εξ αντικειμένου έλλειψη αμεροληψίας (βλ. επίσης Saraiva de Carvalho v. Portugal, Appl. No. 15651/89 (1994) 18 EHRR 534, Werner v. Poland, Appl. No. 26760/95 [2001] ECHR 760, Bulut v. Austria (1), Appl. No. 17358/90 (1997) 24 EHRR 84).
Σε ότι αφορά την απόφαση 1001/92 του ΣτΕ στην οποία παραπεμφθήκαμε έχουμε παρατηρήσει ότι αφορούσε την περίπτωση που ο πειθαρχικός προϊστάμενος, ως το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, παρέπεμψε τον διωκόμενο πειθαρχικώς υπάλληλο σε άλλο πειθαρχικό όργανο το οποίο είχε αρμοδιότητα επιβολής μεγαλύτερης ποινής. Αποφασίστηκε ότι δια της παραπομπής αυτής είχε ήδη ασκήσει την πειθαρχική του αρμοδιότητα για το κρινόμενο παράπτωμα και συνεπώς παρανόμως μετέσχε αργότερα στο υπηρεσιακό συμβούλιο όπου παραπέμφθηκε εν τέλει η εκδίκαση της υπόθεσης.
Εν προκειμένω, ο τότε Αρχηγός Αστυνομίας κ. Κουλέντης είχε ενώπιον του, σε επίπεδο καταγγελίας και ισχυρισμών, μια εξ αντικειμένου σοβαρή υπόθεση. Επρόκειτο για μια καταγγελία δύο πολιτών ότι, ενόσω βρίσκονταν ανυπεράσπιστοι εν μέση οδώ, κακοποιήθηκαν με άγριο ξυλοδαρμό από ομάδα αστυνομικών. Ο κ. Κουλέντης ασκώντας τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα που είχε με βάση τον Καν. 12(2)(γ), υπό το φως της σοβαρότητας της υπόθεσης, έκρινε ότι ενδείκνυτο να εκδικαστεί από Επιτροπή.
Με βάση τη Νικολάου, από την οποία δεν τέθηκε θέμα να αποστούμε, η προηγούμενη αυτή εμπλοκή του κ. Κουλέντη θα τον εμπόδιζε, άνευ ετέρου, από του να συμμετάσχει στο τελικό στάδιο στο Συμβούλιο Εφέσεων.
Δεν είναι όμως ο κ. Κουλέντης που τελικά προήδρευσε του Συμβουλίου Εφέσεων, ώστε να βρίσκει ευθεία εφαρμογή η Νικολάου όπως θεώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Το ζήτημα που εγείρεται από τους εφεσείοντες και καθίσταται το κυρίως επίδικο είναι κατά πόσο διαφοροποιείται η παρούσα από την Νικολάου, λόγω της αλλαγής των φυσικών προσώπων που κατείχαν κατά τους δύο κρίσιμους χρόνους τη θέση του Αρχηγού Αστυνομίας.
Ως προς το καίριο αυτό ζήτημα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είναι βάσιμη «…η θέση ότι η διοικητική ενέργεια απεκδύεται το θεσμικό μανδύα, παραμένουσα μόνο στα πρόσωπα που αποφασίζουν σε κάθε στάδιο. Είναι πρόδηλο ότι η συμμετοχική διαδικασία στη διοικητική απόφαση συσχετίζεται με το θεσμικό ρόλο που σε κάθε δεδομένη στιγμή έχει το ένα ή το άλλο φυσικό πρόσωπο. Τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν τη δεδομένη θέση δεν ενεργούν υπό ιδιότητα άλλη από αυτή που τους έχει εμπιστευθεί η πολιτεία. Όταν λαμβάνουν αποφάσεις, το πράττουν ως εντεταλμένοι εκ του Νόμου ιθύνοντες και όχι ως απλά πρόσωπα, ασύνδετα, άσχετα και έξω από το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο.»
Δεν αμφισβητείται το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου. Διαφορετική είναι η έννοια του «οργάνου» από αυτήν του «φορέα του οργάνου». Όπως αναφέρεται στο Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄, Δαγτόγλου, 1977, σελ. 211-212, και υιοθετήθηκε πρόσφατα στην Χατζηγεωργίου ν. Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ΑΕ 37/14, ημερ. 6.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:C336 «Όργανο, υπό νομική έννοια, είναι η οργανωτική μονάδα που αποτελεί αυτοτελές υποκείμενο αρμοδιοτήτων. Από το όργανο πρέπει να διακρίνουμε σαφώς τον φορέα του οργάνου. Ενώ το όργανο είναι μια οργανωτική μονάδα, ο φορεύς του οργάνου πάντοτε φυσικό πρόσωπο … το πρώτο είναι απρόσωπο και συνεχές, ενώ ο δεύτερος είναι προσωπικός, συγκεκριμένος και κατ΄ ανάγκην, χρονικώς περιορισμένος.».
Στην Τούμπας, στην οποία αμφότερα τα μέρη αναφέρθηκαν, το επίδικο βέβαια ζήτημα ήταν το κατά πόσον επρόκειτο για έκδηλη παρανομία ώστε να εδικαιολογείτο η έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής εκτέλεσης των προσβαλλομένων διοικητικών πράξεων. Το κριτήριο ήταν διαφορετικό. Δόθηκε όμως η ευκαιρία στην Ολομέλεια να διαπιστώσει ως σημαντικό διαφοροποιητικό στοιχείο από την Νικολάου το γεγονός ότι:
«Ο Αρχηγός στην υπόθεση εκείνη, ο οποίος ενήργησε παραπέμποντας την υπόθεση στην Πειθαρχική Επιτροπή και ο Αρχηγός της Αστυνομίας, ο οποίος συμμετέσχε ως Προεδρεύων του Συμβουλίου Εφέσεων, ήταν προφανώς το ίδιο πρόσωπο. […]
Εδώ, η περίπτωση ανάμειξης ρόλων από τον Αρχηγό Αστυνομίας, διαφέρει από εκείνη στην οποία βασίστηκε η απόφαση της Ολομέλειας στη Νικολάου (ανωτέρω), ως προς το νέο στοιχείο σύμφωνα με το οποίο κατά τους δύο ουσιώδεις χρόνους, τη θέση του Αρχηγού Αστυνομίας κατείχαν διαφορετικά πρόσωπα τα οποία και υποδύθηκαν τους αντίστοιχους ρόλους που προβλέπουν οι Κανονισμοί. Με αυτή επομένως την έννοια, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η υπό εξέταση στις παρούσες Εφέσεις (και πρωτόδικα στις Προσφυγές) περίπτωση, καλύπτεται ξεκάθαρα από τη νομολογία.»
Η Ολομέλεια περιορίστηκε, ως όφειλε, ότι ως εκ των άνω δεν επρόκειτο περί έκδηλης παρανομίας, αφήνοντας, κατά τα άλλα, το ερώτημα ανοικτό ώστε να διασαφηνιστεί από τη νομολογία. Είναι όμως γεγονός ότι είχε ήδη εντοπιστεί η διαφορά χαρακτηριζόμενη ως σημαντική. Θεωρούμε τώρα ότι είναι σημαντική σε βαθμό που να διαφοροποιεί και την τελική θεώρηση.
Το ζήτημα της αμεροληψίας δεν μπορεί να κριθεί κατ΄ απομόνωση από το συγκεκριμένο πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται. Το εξ αντικειμένου κώλυμα που θα είχε ο κ. Κουλέντης, υπό το φως της Νικολάου, να προεδρεύσει του Συμβουλίου Εφέσεων εάν παρέμενε Αρχηγός, δεν θεωρούμε ότι συνέχισε να υπάρχει και στο πρόσωπο του κ. Παπαγεωργίου. Το συνεχές του διοικητικού οργάνου είναι έννοια συνυφασμένη με τον απρόσωπο χαρακτήρα του και δεν προϋποθέτει τη μεταφορά ενός προσωπικού κωλύματος από τον προηγούμενο φορέα του οργάνου στον επόμενο.
Περαιτέρω, δεν θεωρούμε ότι ο κ. Παπαγεωργίου με την επιστολή του ημερ. 23.3.2009 υιοθέτησε την προηγούμενη θεώρηση Κουλέντη. Επρόκειτο για ένα αναγκαίο διαδικαστικό διάβημα στα πλαίσια εκκρεμούσας ήδη πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής. Η αντικατάσταση του κ. Νικολαΐδη ήταν αναπόφευκτη, εφόσον ο κ. Νικολαΐδης είχε προαχθεί στη θέση Βοηθού Αρχηγού Διοίκησης και σύμφωνα με τον Καν. 28(2) ήταν το μόνο μέλος της Αστυνομίας που θα μπορούσε να ασκήσει έφεση. Είναι, συνεπώς, για τις ανάγκες που προέκυπταν εκ του Καν. 28(2) που είχε ενεργήσει ο κ. Παπαγεωργίου και όχι στα πλαίσια του Καν.12(2)(γ), όπως ισχυρίστηκαν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του εφεσίβλητου 2 αποδίδοντας του ότι εν προκειμένω ενήργησε κατ΄ εφαρμογή των προνοιών των Καν. 12(2)(γ) και 13.
Ούτε συμφωνούμε ότι η αναφορά σε προηγουμένη αλληλογραφία έχει την έννοια που της αποδίδουν οι εφεσίβλητοι, εφόσον όντως η παραπομπή σε προηγούμενη αλληλογραφία εκφράζει το συνεχές και απρόσωπο του θεσμικού οργάνου και όχι το φυσικό πρόσωπο που τυγχάνει να είναι ο φορέας τη δεδομένη στιγμή.
Περιπλέον, δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι θα μπορούσε να προκύψει έλλειψη αμεροληψίας εκ του γεγονότος ότι ο κ. Παπαγεωργίου, εάν διαφωνούσε, θα μπορούσε να προβεί σε ανάκληση της προηγούμενης απόφασης Κουλέντη. Ο Καν.26,[13] ο οποίος ρυθμίζει συγκεκριμένα και ειδικά το ζήτημα, ως ζήτημα αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας, περιορίζει τη σχετική ευχέρεια του Αρχηγού να αναστείλει την πειθαρχική διαδικασία αν κατά την κρίση του η συνέχιση της θα ήταν επιζήμια για τη Δύναμη και σε τέτοια περίπτωση το υπό κατηγορία μέλος απαλλάσσεται από την κατηγορία. Παρά ταύτα, το πρωτόδικο δικαστήριο, με το δέοντα σεβασμό, εσφαλμένα θεώρησε ότι ο Καν.26 παρείχε τη δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής χωρίς άλλη προϋπόθεση, για λόγους προσωπικής διαφωνίας και επαναφοράς της ενώπιον Προεδρεύοντος, θεωρώντας ότι, «ήταν ανοικτό το ενδεχόμενο για τον Μ. Παπαγεωργίου να προβεί σε ανακλητική της πράξης απόφαση, αν δεν συμφωνούσε με την παραπομπή της στην Πειθαρχική Επιτροπή και η υπόθεση να παραμείνει προς εκδίκαση δυνάμει των διατάξεων των Καν. 11(2) και 12(2)(β)».
Σε ότι αφορά το ζήτημα της τροποποίησης του κατηγορητηρίου επαναλαμβάνουμε την παρερμηνεία που προκλήθηκε με το πρωτόδικο δικαστήριο να αναφέρεται στην τροποποίηση που έλαβε χώρα στις 9.3.2011 «με την προσθήκη των κατηγοριών που εν τέλει υποστύλωσαν τις επιβληθείσες ποινές και την αναστολή των υπολοίπων» και τους εφεσίβλητους να προωθούν πρωτόδικα και κατ’ έφεση τη θέση ότι είναι η έγκριση του αιτήματος για τροποποίηση κατηγορητηρίου στις 9.4.2009 που δημιούργησε ή συνέτεινε στο πρόβλημα αμεροληψίας.
Με τη διευκρίνιση αυτή, θεωρούμε ότι η παρούσα σαφώς διαφοροποιείται από την Στυλιανού. Εν προκειμένω, ό,τι σχετικό υπάρχει σε σχέση με το διάβημα της 9.4.2009 είναι η δήλωση και μόνο του κ. Αβρααμίδη ότι θα υπέβαλλε, αίτημα για τροποποίηση «με την έγκριση του Αρχηγού Αστυνομίας» με σκοπό όπως συμπλήρωσε περαιτέρω, «να δώσει εκ των προτέρων πιο ακριβείς λεπτομέρειες ώστε να υποβοηθήσει τους κατηγορούμενους να ετοιμάσουν την υπεράσπιση τους με βεβαιότητα». Η Στυλιανού αφορούσε στην άσκηση της προβλεπόμενης από τους Κανονισμούς αποκλειστικής αρμοδιότητας του Βοηθού Αρχηγού, μετέπειτα Αρχηγού, στον οποίο έχει υποβληθεί το πόρισμα του Ερευνώντος Αξιωματικού, να μελετήσει και αξιολογήσει την υπόθεση, να αποφασίσει την άσκηση πειθαρχικής δίωξης και να ετοιμάσει αναλόγως το κατηγορητήριο. Δεν μπορεί να εξομοιωθεί τέτοια θεσμοθετημένη και καθοριστική συμμετοχή με το γεγονός ότι ο κ. Αβρααμίδης είχε δηλώσει ότι θα προέβαινε σε αίτημα για τροποποίηση του κατηγορητηρίου, «με έγκριση του Αρχηγού Αστυνομίας». Εδώ, μάλιστα, διαφαίνεται ανάγλυφα η πρακτική, αν μη τι άλλο, σημασία που έχει η προαναφερθείσα αρχή ότι αυτά τα ζητήματα πρέπει να τίθενται πρώτα απ΄ όλα ενώπιον του διοικητικού οργάνου ώστε να τα εξετάζει, εν ανάγκη να τοποθετείται και να αποφασίζει αναλόγως. Διαφοροποιείται επίσης η παρούσα από την περίπτωση της υπόθεσης Kamenos v. Cyprus (Appl. No. 147/07) 31.10.2017, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο, αφενός συνέταξε το κατηγορητήριο σε πειθαρχική διαδικασία εναντίον δικαστικού λειτουργού και αφετέρου, ως Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο επελήφθη της εκδίκασης της πειθαρχικής υπόθεσης και, σ΄ αυτά τα πλαίσια, απέρριψε ένσταση του διωκόμενου αναφορικά με το κατηγορητήριο. Κρίθηκε από το ΕΔΔΑ ότι:
«108. In such a situation, confusion between the functions of bringing charges and those of determining the issues in the case could prompt objectively justified fears as to the SCJ’s impartiality. »
Εν προκειμένω, η προαναφερθείσα δήλωση του εισαγγελεύοντος δεν θα μπορούσε ασφαλώς να δημιουργήσει εξ αντικειμένου ανησυχίες για την αμεροληψία του κ. Παπαγεωργίου στο τελικό στάδιο.
Αλλά ούτε και η θεώρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου με βάση την πραγματωθείσα τροποποίηση στις 9.3.2011 μας βρίσκει, εν πάση περιπτώσει, σύμφωνους. Το κατηγορητήριο ήταν ζήτημα του Βοηθού Αρχηγού (Καν.11(1)). Δεν αφορούσε τον κ. Παπαγεωργίου. Άλλωστε είχαν ανασταλεί οι σοβαρές και πολλές, ως άνω, κατηγορίες για να προστεθεί υπό μορφή μιας και μόνο κατηγορίας το αδιαμφισβήτητο πλέον γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι είχαν καταδικαστεί για σοβαρό αδίκημα. Δεν συμφωνούμε ότι εκ τούτου προκύπτει ζήτημα εξ αντικειμένου έλλειψης αμεροληψίας του Αρχηγού Αστυνομίας ως πρόεδρος του Συμβουλίου Εφέσεων για μια τροποποίηση στην οποία δεν μετέσχε, η οποία ήταν αφενός απόρροια του Καν. 8 και της παραγράφου 20 του Πειθαρχικού Κώδικα (Πρώτος Πίνακας) και αφετέρου περιοριστική του κατηγορητηρίου, στο οποίο αμέσως μετά οι εφεσίβλητοι απάντησαν παραδοχή. Επαναλαμβάνουμε δε, καταληκτικά, ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν επρόκειτο για ζήτημα που προέβαλαν οι εφεσίβλητοι.
Το ζήτημα της επιβληθείσας ποινής.
Το Συμβούλιο Εφέσεων έλαβε υπόψιν τους μετριαστικούς παράγοντες και ιδιαίτερα την καθυστέρηση της εκδίκασης της υπόθεσης και τις επαγγελματικές συνέπειες της ποινής, παραπέμποντας στην Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 330, 334. Σημειώνουμε ότι στην Χαραλαμπίδης αναφέρθηκε παράλληλα ότι οι παράγοντες αυτοί δεν πρέπει να εξουδετερώνουν τους σκοπούς της ποινής. Αυτή ήταν η άλλη πτυχή στην οποία το Συμβούλιο έστρεψε ασφαλώς την προσοχή του, θεωρώντας ότι οι ποινές που άρμοζαν θα έπρεπε να ήταν αποτρεπτικές ώστε να μην αφήνουν περιθώρια κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού από την Αστυνομία και να εξυπηρετούν τις ανάγκες για γενική και ειδική πρόληψη. Προς τούτο λήφθηκε υπόψιν η φύση της Αστυνομίας ως ένα πειθαρχημένο Σώμα στο οποίο η πειθαρχία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για την εύρυθμη λειτουργία της, ώστε να μην μπορούν να περάσουν απαρατήρητες ή να γίνουν ανεκτές τέτοιες συμπεριφορές. Έχοντας συνεκτιμήσει σχετικούς παράγοντες το Συμβούλιο επέβαλε την προαναφερθείσα ποινή, καταλήγοντας ως εξής:
«Καταλήγοντας, διαπιστώνουμε ότι τα γεγονότα που περιβάλουν το αδίκημα για το οποίο επιβλήθηκε ποινική καταδίκη στους εφεσίβλητους/ κατηγορούμενους 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 9 και 10 είναι πολύ σοβαρά. Η συμπεριφορά που επέδειξαν οι εφεσίβλητοι είναι απαράδεκτη, και εντελώς ανάρμοστη προς τη θέση και στο λειτούργημα που ασκεί οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας. Είναι αδιανόητο μέλη της Αστυνομίας που έχουν σαν ρόλο και αποστολή να εφαρμόζουν τους νόμους και να καταγγέλλουν ή συλλαμβάνουν τους παρανομούντες να παραβιάζουν οι ίδιοι τους νόμους.
Η ποινή που επιβάλλεται υπό τις περιστάσεις θα πρέπει να συνάδει με τη σοβαρότητα των αδικημάτων, η οποία πρέπει να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα και να περιέχει το στοιχείο της αναμόρφωσης.».
Όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο με παραπομπή στη νομολογία[14] το αναθεωρητικό δικαστήριο δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην κρίση του διοικητικού οργάνου ως προς το είδος και το μέτρο που επιλέγει για πειθαρχική ποινή. Ως ακυρωτικό δικαστήριο, όπως έχει υποδειχθεί μεταξύ άλλων στην Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 508, δεν έχει αρμοδιότητα να ελέγχει την αυστηρότητα της ποινής καθαυτή, ούτε να ελέγξει την υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, εκτός αν διαπιστώνεται κατάχρηση ή κακή χρήση της διακριτικής του ευχέρειας ή πλάνη περί τα πράγματα (Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 515). Είναι όμως σημαντικό να τονιστεί ότι ως υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας μπορεί να νοηθεί και η παραβίαση της γενικής αρχής της αναλογικότητας η οποία επιβάλλει υποχρέωση στο πειθαρχικό όργανο να προβαίνει σε συνεκτίμηση της βαρύτητας της παράβασης και της επιβαλλόμενης ποινής. Τα άκρα όρια της διακριτικής ευχέρειας, η υπέρβαση των οποίων συνιστά κακή χρήση και συνεπώς λόγο ακυρώσεως, καθορίζονται, μεταξύ άλλων, από τις αρχές της χρηστής διοίκησης, περιλαμβανομένης της αρχής της αναλογικότητας[15] (Αζίνας (ανωτέρω) σελ.514). Η αρχή αυτή, εκδηλούμενη ιδιαίτερα κατά την άσκηση πειθαρχικών μέτρων, έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 52(4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999 ως ακολούθως:
«52(4) Κάθε πειθαρχικό ή διοικητικό μέτρο που λαμβάνει η διοίκηση πρέπει να έχει αντικειμενική συνάφεια με την υποχρέωση που παραβιάστηκε και να βρίσκεται σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.»
Με δεδομένες τις αποκρυσταλλωμένες αυτές αρχές το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον θα μπορούσε η απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων να κριθεί στα πλαίσια του ακυρωτικού δικαστικού ελέγχου ως παραβιάζουσα την αρχή της νομιμότητας, που καλύπτει εν προκειμένω την έννοια της αναλογικότητας.
Υπενθυμίζουμε τη θεμελιακή αρχή ότι κατά την άσκηση αναθεωρητικής δικαιοδοσίας εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος, «το επίδικο θέμα παραμένει αμετάβλητο σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και συνίσταται στην κρίση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή απόφασης (βλ. μεταξύ άλλων, Constantinides v. Republic (1969) 3 CLR 523).» (Δημοκρατία ν. Βιολάρη κ.α. (1991) 3 ΑΑΔ 456). Στην έννοια της νομιμότητας υπεισέρχεται εν προκειμένω η έννοια της αναλογικότητας του πειθαρχικού μέτρου, σύμφωνα με το άρθρο 52(4). Τούτου δοθέντος η αυστηρότητα του μέτρου δεν μπορεί να αποτελέσει αφ’ εαυτής στοιχείο που να θέτει την απόφαση εκτός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου διοικητικού οργάνου εκτός εάν εξ αντικειμένου δεν υπάρχει η απαιτούμενη συνάφεια με την υποχρέωση που παραβιάστηκε και δεν διαπιστώνεται εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα.
Εάν ήταν να κριθεί η επίδικη πράξη κατ’ απομόνωση, με αναφορά στον χρόνο επιβολής της πειθαρχικής ποινής και μόνο και χωρίς να υπεισέλθει ο παράγοντας χρόνος υπό την ευρύτερη του διάσταση, κάτω από το πρίσμα του εύλογου χρόνου του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6.1 της ΕΣΔΑ, θα μπορούσε να λεχθεί πως το γεγονός ότι το Συμβούλιο επέλεξε να επιβάλει τη δεύτερη αυστηρότερη από τις προβλεπόμενες ποινές δεν μπορούσε να εκληφθεί, αφ’ εαυτού, όπως το πρωτόδικο δικαστήριο το εξέλαβε, ότι παραγνωρίστηκαν οι μετριαστικοί παράγοντες. Οι μετριαστικοί παράγοντες ήταν ενώπιον του Συμβουλίου και ήταν δεδομένοι. Στην υπόθεση Αζίνας η ΕΔΥ επέλεξε τη βαρύτερη ποινή, εκείνη της απόλυσης με συνέπειες ο εφεσείων να μην εδικαιούτο σε οποιοδήποτε μέρος των απολαβών του από την ημερομηνία καταδίκης του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Τέθηκε από το δικηγόρο του ότι η ΕΔΥ επιλέγοντας να επιβάλει την αυστηρότερη προβλεπόμενη ποινή είχε υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Η Ολομέλεια έκρινε ότι:
«…Η επιλογή αυτή ήταν μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς της και δεν είχε καταδειχθεί ότι ενέργησε έξω από τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας, είτε γιατί ενεργούσε έξω από τα πλαίσια του λογικού, είτε γιατί ενεργούσε κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, στις οποίες περιλαμβάνεται και η αρχή της αναλογικότητας πάνω στην οποία ουσιαστικά ο δικηγόρος του εφεσείοντα βασίστηκε.
Το γεγονός ότι η Ε.Δ.Υ. επέβαλε την αυστηρότερη ποινή που προνοεί ο σχετικός νόμος παρόλον ότι διαπίστωσε η ίδια την ύπαρξη ελαφρυντικών δεν καταδεικνύει ότι αυτή ενέργησε έξω από τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Προφανώς έκρινε ότι, παρόλην την ύπαρξη ελαφρυντικών, η σοβαρότητα και οι επιπτώσεις των αδικημάτων, όπως φαίνεται στην απόφαση της, ήταν τέτοια που κατά την κρίση της δικαιολογούσαν την επιβολή της αυστηρότερης προνοούμενης ποινής. …»
Εν προκειμένω, όπως σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο η ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση θα είχε μεν ως πρακτικό αποτέλεσμα, όπως και η σοβαρότερη ποινή της απόλυσης, την εκδίωξη των εφεσιβλήτων από το Αστυνομικό Σώμα, χωρίς όμως επηρεασμό τους ως προς τα οικονομικά τους οφέλη.
Το Συμβούλιο προχώρησε στην επιβολή αυστηρής ποινής έχοντας μεν υπόψιν τους ελαφρυντικούς παράγοντες, αλλά δίδοντας πρωταρχική σημασία στην υποχρέωση του να διασφαλίσει την κατίσχυση της νομιμότητας και την επιβολή της πειθαρχίας σε ένα εξ ορισμού νομιμόφρον και πειθαρχημένο Σώμα.
Όμως οι όλως ιδιαίτερες περιστάσεις υπό τις οποίες εξελίχθηκε το βεβαρημένο ιστορικό της υπόθεσης στο σύνολο της, με τις δικαστικές ανατροπές, οδήγησαν τα πράγματα στο να κρίνεται τελεσίδικα σήμερα, το Φεβρουάριο του 2021, μια οπωσδήποτε απαράδεκτη συμπεριφορά των εφεσιβλήτων, η οποία όμως έλαβε χώραν το Δεκέμβριο του 2005. Δεκαπέντε και πλέον χρόνια μετά. Στο μεταξύ οι εφεσίβλητοι έχουν τιμωρηθεί ποινικά.
Η ευρύτερη αυτή διάσταση του χρόνου προκύπτει από τις αυθεντίες στις οποίες μας παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του εφεσίβλητου 2 αγορεύοντας για το ζήτημα της καθυστέρησης.
Το πειθαρχικά διωκόμενο άτομο έχει τα ίδια δικαιώματα που κατοχυρώνει το Σύνταγμα σε άτομα που διώκονται ποινικά (Φιλίππου ν. Πειθαρχικό Συμβούλιο (2000) 1 ΑΑΔ 1839, Μ.Χ. Δικηγόρος (2003) 1 ΑΑΔ 442). Πέραν τούτου, η πειθαρχική διαδικασία εξομοιούται εν πολλοίς με την ποινική δίκη και σε ό,τι αφορά στις επιπτώσεις της εκκρεμοδικίας της επί της ζωής των κατηγορουμένων.
Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, ταυτόσημο με το άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ, διασφαλίζει το δικαίωμα ενός κατηγορούμενου για διάγνωση της ποινικής ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου. Η παραβίαση του δικαιώματος μπορεί να οδηγήσει, ανάλογα πάντα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και με βάση τα κριτήρια που νομολογιακά έχουν διαμορφωθεί (Γενικός Εισαγγελέας ν. Καψού (2004) 2 ΑΑΔ 127), ακόμα και σε ακυρότητα της δίκης, εάν ως εκ της καθυστέρησης προκύπτει επηρεασμός του δικαιώματος της δίκαιης δίκης (Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 294, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 ΑΑΔ 376).
Ο προφανής σκοπός του Άρθρου 30.2 είναι η προστασία του κατηγορούμενου από υπερβολικές καθυστερήσεις, εφόσον, μεταξύ άλλων, δεν είναι δυνατόν ένας κατηγορούμενος να τελεί σε μακροχρόνια κατάσταση αβεβαιότητας για τη διάγνωση της ποινικής του ευθύνης, όπως υποδείχθηκε στην Καψού (ανωτέρω). Στην υπόθεση Α.Η. Δικηγόρος (2004) 1 ΑΑΔ 254, με αναφορά σε νομολογία του ΕΔΔΑ τονίστηκε η σημασία της απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστέρηση τέτοια που να θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της.
Εν προκειμένω, στο τελικό αυτό στάδιο, δεν υπεισέρχονται βέβαια άλλοι αρνητικοί παράγοντες που συνήθως ακολουθούν την καθυστέρηση σε μια ποινική δίκη, όπως η απώλεια ή ο επηρεασμός της ποιότητας της μαρτυρίας, όμως παραμένει ως αντικειμενικό γεγονός η ιδιαιτέρως μακρά καθυστέρηση και η συνεπακόλουθη ιδιαιτέρως μακροχρόνια κατάσταση αβεβαιότητας ως στοιχείο που οδηγεί τελικά σε καταπιεστική (oppressive) μεταχείριση του κατηγορούμενου (Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 203) και ανατροπή της έννοιας της δίκαιης δίκης. Όπως υποδείχθηκε στην Χαραλαμπίδη ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 330:
«Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν περιορίζεται στην πολυπλοκότητα της υπόθεσης και στη συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Έχει αναφερθεί και σε άλλους παράγοντες. Ένας τέτοιος παράγοντας είναι το τι διακυβεύεται για τον κατηγορούμενο. Ως εκ τούτου χρειάζεται ειδική επιμέλεια σε υποθέσεις που αφορούν την απασχόληση του κατηγορουμένου …..».
Η σοβαρότητα της συμπεριφοράς των εφεσιβλήτων, την οποία έχουν παραδεχθεί και για την οποία τους έχουν επιβληθεί ποινές από το Κακουργιοδικείο, δεν αμφισβητείται και τέτοια συμπεριφορά είναι καθόλα απαράδεκτη και προσβλητική πρώτα απ’ όλα για τους ίδιους τους εφεσίβλητους. Όμως για τους λόγους που έχουμε αναφέρει κρίνουμε ότι τελικά και συνολικά επηρεάζεται το δικαίωμα των εφεσιβλήτων που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και υπ’ αυτή την έννοια θα απορρίψουμε την έφεση.
Λόγω της απόρριψης της έφεσης δεν υπάρχει νόημα να εξεταστεί η αντέφεση η οποία απορρίπτεται ως άνευ αντικειμένου.
Λαμβάνοντας υπόψιν το λόγο που απορρίφθηκε η έφεση, ενώ τα επιχειρήματα των εφεσιβλήτων επί της ουσίας δεν έγιναν δεκτά, κρίνουμε ορθό και δίκαιο όπως αποκλίνουμε από τον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται χωρίς διαταγή για έξοδα.
Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/φκ
[1] Βλ. Τούμπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 3 ΑΑΔ 387.
[2] Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. xxx Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 ΑΑΔ 94.
[3] Αργότερα οι Κανονισμοί τροποποιήθηκαν με την ΚΔΠ 345/2015 και την ΚΔΠ 463/2017 και ισχύουν ως οι περί Αστυνομίας (Πειθαρχικοί) Κανονισμοί του 1989 έως 2017.
[4] 12 (2) Αν ο Αρχηγός, αφού μελετήσει το πόρισμα και τα έγγραφα, έχει τη γνώμη ότι—
(α) …
(β) έχει διαπραχθεί αδίκημα, αλλά τούτο μπορεί να εκδικαστεί ικανοποιητικά σύμφωνα με τις πρόνοιες των Κανονισμών 18 μέχρι 24, και των δύο περιλαμβανομένων, θα διατάσσει να επιστραφεί η υπόθεση στο Βοηθό Αρχηγό ανάλογα με την περίπτωση, για να κατηγορηθεί το υπό καταγγελία μέλος σύμφωνα με τον Κανονισμό 11 και στη συνέχεια να εκδικαστεί η υπόθεση σύμφωνα με τους Κανονισμούς 18 μέχρι 24·
(γ) …
[5] 20. Ανώτερος Αξιωματικός που ορίζεται από τον αρμόδιο Βοηθό Αρχηγό, ενασκεί καθήκοντα Προεδρεύοντος Αξιωματικού προς εκδίκαση της υπόθεσης: […]
[6] 12(2) Αν ο Αρχηγός, αφού μελετήσει το πόρισμα και τα έγγραφα, έχει τη γνώμη ότι-
(α) …
(β) …
(γ) έχει διαπραχθεί αδίκημα, το οποίο, λόγω της σοβαρότητας του ή των περιστάσεων κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε, ενδείκνυται, κατά την κρίση του, να εκδικαστεί από Επιτροπή που ορίζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό 13, θα διατάσσει να επιστραφεί η υπόθεση στο Βοηθό Αρχηγό, ανάλογα με την περίπτωση, για να κατηγορηθεί το υπό καταγγελία μέλος και θα ορίζει, σύμφωνα με τον Κανονισμό 13, τα μέλη της Επιτροπής που θα εκδικάσει την υπόθεση.
[7] 13.—(1) Η Επιτροπή αποτελείται από τρία μέλη της Δύναμης οριζόμενα από τον Αρχηγό με την έγκριση του Υπουργού, ο οποίος ορίζει και τον Πρόεδρο της. […]
[8] 22.—(1) Ο Προεδρεύων Αξιωματικός έχει εξουσία επιβολής μιας από τις πιο κάτω ποινές για κάθε κατηγορία, σε μέλος της Δύναμης που καταδικάστηκε για πειθαρχικό αδίκημα—
(ι) κατακράτηση, διακοπή ή αναβολή ετήσιας προσαύξησης·
(ιι) χρηματική ποινή που να μην υπερβαίνει τις απολαβές δέκα ημερών
(ιιι) πειθαρχική μετάθεση·
(ιν) αυστηρή επίπληξη·
(ν) επίπληξη.
(2) …
(3) …
[9] 16.—(1) Η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει τις ακόλουθες πειθαρχικές ποινές:
(α) Απόλυση,
(β) εξαναγκασμό σε παραίτηση,
(γ) υποβιβασμό κατά βαθμό ή τάξη,
(δ) κατακράτηση, διακοπή ή αναβολή ετήσιας προσαύξησης,
(ε) χρηματική ποινή που δε θα υπερβαίνει τις απολαβές δέκα ημερών,
(στ) πειθαρχική μετάθεση,
(ζ) αυστηρή επίπληξη,
(η) επίπληξη.
[10] ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΠΑ ΠΟΙΝΙΚΟ ΑΔΙΚΗΜΑ
Δηλαδή, αν μέλος της Δύναμης καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα από Δικαστήριο, εκτός από περιπτώσεις καταδίκης για μη σοβαρό τροχαίο αδίκημα, κατά την κρίση του Αστυνομικού Διευθυντή.
[11] 28(2) Σε περίπτωση που ο Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης) θεωρήσει ότι σε οποιαδήποτε υπόθεση για αδίκημα η ποινή που επιβλήθηκε είναι ανεπαρκής, μπορεί να την εφεσιβάλει ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων μέσα σε 14 ημέρες από την ημερομηνία της επιβολής της ποινής.
[12] 27. Καθιδρύεται Συμβούλιο Εφέσεων, το οποίο θα αποτελείται από τον Αρχηγό της Αστυνομίας ως Πρόεδρο, ένα Ανώτερο Αξιωματικό, βαθμού τουλάχιστον Ανώτερου Αστυνόμου, τον οποίο θα ορίζει ο Υπουργός, και ένα Νομικό Λειτουργό οριζόμενο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, το οποίο θα επιλαμβάνεται όλων των εφέσεων σε πειθαρχικές υποθέσεις, στις οποίες ο κατηγορούμενος είναι μέλος της Δύναμης μέχρι του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου, περιλαμβανομένου.
[13] 26. Ο Αρχηγός μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο έρευνας ή διαδικασίας για πειθαρχικό αδίκημα, και εν πάση περιπτώσει προτού επιβληθεί ποινή, με γραπτή εντολή του να διατάξει την αναστολή της έρευνας ή διαδικασίας, αν κατά την κρίση του η περαιτέρω διενέργεια έρευνας ή διαδικασίας θα είναι επιζήμια για τη Δύναμη, σε περίπτωση δε τέτοιας αναστολής το υπό κατηγορία μέλος της Δύναμης απαλλάσσεται από αυτή: Νοείται ότι, αν η έρευνα ή η διαδικασία είναι εναντίον Υπαστυνόμου ή Ανώτερου Υπαστυνόμου, ο Αρχηγός δεν μπορεί να την αναστείλει χωρίς την προηγούμενη προς τούτο συναίνεση του Υπουργού.
[14] Θεότη ν. Συμβουλίου Εφέσεων (2001) 3 ΑΑΔ 1144, Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 463/10, ημερ. 12.3.2012, Γεωργιάδης ν. ΕΔΥ (2000) 3 ΑΑΔ 515 και Republic v. Mozoras (1970) 3 CLR. 210.
[15] Δημόσιο Υπαλληλικό Δίκαιο, Α.Ι. Τάχος, σελ. 266, Επ. Π. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου ΙΙ, 12η έκδ., σελ.140 επ.,
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο