ΚΩΣΤΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ ΛΤΔ v. KYΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω του ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 98/14, 1/2/2021

ECLI:CY:AD:2021:C26

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 98/14)

 

1 Φεβρουαρίου, 2021

 

Α.ΛΙΑΤΣΟΣ, Κ.ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ.Θ.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α.ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ

 

ΚΩΣΤΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ ΛΤΔ

Εφεσείοντες

ΚΑΙ

KYΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

του ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Εφεσίβλητοι

---------

Δ.Καλλής, για Καλλή & Καλλή ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες

Γ.Χατζηχάννα, (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους εφεσίβλητους

----------------

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:   Oι εφεσείοντες/αιτητές προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο επιδιώκοντας δήλωση ότι η απόφαση των εφεσιβλήτων/καθ΄ων η αίτηση να εκδώσουν ΄Αδεια Διαχείρισης Αποβλήτων ημ. 30.3.2102 κοινοποιηθείσα σ΄αυτούς στις 19.4.2012, και η οποία, ανάμεσα σ΄άλλα διαλαμβάνει τον όρο 4.3 ότι «τα απόβλητα που θα συλλέγονται πρέπει να μεταφέρονται κατ΄ευθείαν σε άλλους φορείς εκμετάλλευσης όπως αδειοδοτημένες εγκαταστάσεις διαχείρισης (π.χ. ΧΥΤΑ, ΧΥΤΥ ή σταθμούς μεταμόρφωσης (ΣΠΑ)» είναι άκυρη, παράνομη και αντισυνταγματική στερούμενη εννόμου αποτελέσματος.

 

Οι εφεσίβλητοι έθεσαν προδικαστική ένσταση ότι ο ως άνω όρος της άδειας δεν μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς καθότι αποτελεί ουσιώδες μέρος αυτής.  Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκρινε, με βάση αιτιολογικό που ανέπτυξε, ότι η ένσταση ήταν βάσιμη και ως αποτέλεσμα απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη.

 

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη κρίση με σειρά λόγων έφεσης, αναφέροντας πως εσφαλμένα ερμήνευσε το άρθρο 25(4) (β)(ii) και (iv) του περί Αποβλήτων Νόμου του 2011, Ν.(185(Ι)/2011) και του κανόνος “ejusdem generis” κρίνοντας ότι ο επίδικος όρος 4.3 της άδειας διαχείρισης αποβλήτων εμπίπτει εντός του ως άνω αρ.25(4)(β) και ιδιαίτερα των υποπαραγράφων (ii) (iv) αυτού, και δεν μπορούσε να προσβληθεί αυτοτελώς.  (1ος λόγος έφεσης).  Εσφαλμένα και κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, κατά την εξέταση της προδικαστικής ένστασης το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη το εδάφιο (iv) κρίνοντας ότι ο επίδικος όρος εμπίπτει και στο εδάφιο (iv).  (2ος λόγος έφεσης).  Εσφαλμένα, αναιτιολόγητα και κατά παράβαση του Αρ.30(1) και (2) του Συντάγματος και του Αρ.6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης παρέλειψε να ασχοληθεί με τα τρία επιχειρήματα των αιτητών τα οποία είχαν αναπτυχθεί στις σελ.4-8 της απαντητικής τους αγόρευσης, και με τα οποία οι αιτητές ισχυρίστηκαν ότι η Νομολογιακή Αρχή η οποία υπαγορεύει την αυτοτελή προσβολή όρου μιας άδειας παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο. (3ος λόγος έφεσης).  Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη αυτοτελούς προσβολής του επίδικου όρου της άδειας παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο – γνωστό και ως δικαίωμα δικαστικής προστασίας – το οποίο διασφαλίζεται από το Αρ.30(Ι) του Συντάγματος (4ος λόγος έφεσης).  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά πλήρη παραγνώριση των θέσεων των αιτητών και αναιτιολόγητα έκρινε:  «ορθά η Δημοκρατία εξήγησε κατά τις διευκρινίσεις ότι ο όρος 4.3 υπήρχε και προηγουμένως στην αδειοδότηση των αιτητών.  Προς τούτο παραπέμπει στο Παράρτημα Β της ένστασης, αλλά και στο Παράρτημα Ε όπου στη σελ.9 απαντάται ουσιαστικά ο ίδιος όρος 4.3»  (5ος λόγος έφεσης).  Επίσης ότι εσφαλμένα, αναιτιολόγητα και κατά εσφαλμένη ερμηνεία του Αρ.25(5) του νόμου 185(1)/2011 έκρινε ότι με την επιτυχία της Προδικαστικής ένστασης απαντάται και ο λόγος ακύρωσης που θεωρεί ότι ο τεθείς όρος 4.3 δεν συνάδει και δεν μπορούσε να επιβληθεί δυνάμει του Αρ.25(5).  (6ος λόγος έφεσης).

 

Οι λόγοι έφεσης κατά το πλείστον έχουν μια συνάφεια και είναι επάλληλοι της κύριας αμφισβήτησης επί της πρωτόδικης απόφασης δηλαδή της δυνατότητας ή μη αυτοτελούς προσβολής του συγκεκριμένου όρου,  κρίση που αφορά ευθέως τους λόγους έφεσης 1 και 2.

 

Οι εφεσείοντες πρωτοδίκως και ενώπιον μας ισχυρίζονται ότι ο όρος 4.3 δεν είναι αναπόσπαστος όρος της αδείας και συνεπώς μπορεί να αναθεωρηθεί από μόνος του. 

 

Ο όρος 4.3 της άδειας έχει ως εξής:

«4.3. Τα απόβλητα που θα συλλέγονται πρέπει να μεταφέρονται κατευθείαν σε άλλους φορείς εκμετάλλευσης όπως αδειοδοτημένες εγκαταστάσεις διαχείρισης (π.μ. ΧΥΤΑ, ΧΥΤΥ), ή σταθμούς μεταμόρφωσης (ΣΜΑ) και πουθενά αλλού.»

 

Ο όρος επιβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 25(4)(α) και (β) του περί Αποβλήτων Νόμου αρ.185(Ι)/2011, οπότε είναι αναγκαίο να παραθέσουμε το επίμαχο άρθρο, στην έκταση που ενδιαφέρει:

«25(4)(α) Η άδεια διαχείρισης αποβλήτων χορηγείται από τον Υπουργό, μετά από συμβουλευτική γνωμοδότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Διαχείρισης Αποβλήτων.

 

(β) Η άδεια διαχείρισης αποβλήτων περιλαμβάνει όρους, οι οποίοι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής, και αφορούν τα ακόλουθα:

 

(i)        τους τύπους και τις ποσότητες αποβλήτων που μπορούν να υποβληθούν σε επεξεργασία,

(ii)   τις τεχνικές και τυχόν άλλες απαιτήσεις που σχετίζονται με κάθε τύπο επιτρεπόμενης εργασίας,

(iii)    τα μέτρα ασφάλειας και προφύλαξης που πρέπει να λαμβάνονται,

(iv)    τη μέθοδο που πρέπει να χρησιμοποιείται για κάθε είδος εργασίας,

(v)     τα μέτρα για την αντιμετώπιση περιπτώσεων έκτακτης ανάγκης και σοβαρού κινδύνου,

(vi)    το απαιτούμενο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό,

(vii)   τις εργασίες παρακολούθησης και ελέγχου, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο, και

(viii) τις διατάξεις σχετικά με το κλείσιμο και τη μέριμνα μετά από την παύση λειτουργίας, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο.»

 (ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Η εισήγηση, όπως βεβαίως και η πρωτόδικη απόφαση, εγείρει θέμα ερμηνείας των πιο πάνω.  Οι εφεσείοντες θεωρούν ότι οι λέξεις «τεχνικές και τυχόν άλλες απαιτήσεις που σχετίζονται με κάθε τύπο επιτρεπόμενης εργασίας» σημαίνουν τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιούν τα διάφορα μέσα που έχουν στη διάθεση τους για να επιτελέσουν τον κάθε τύπο της επιτρεπόμενης εργασίας.  Εισηγούνται ότι επειδή η λέξη «τεχνικές» ακολουθείται από τις λέξεις «και τυχόν άλλες απαιτήσεις» οι λέξεις αυτές πρέπει να ερμηνευθούν ejusdem generis με την προηγούμενη λέξη «τεχνικές».  Κατά τη θέση τους οι λέξεις «τυχόν άλλες απαιτήσεις» δεν μπορούν να ερμηνευθούν ότι περιλαμβάνουν το χρόνο και το χώρο μεταφοράς των αποβλήτων.  Κατά την εισήγηση τους, το άρθρο 25(4)(β) του Νόμου μνημονεύει με λεπτομέρεια τους όρους που μπορούν να περιληφθούν σε μιαν άδεια.  Ο χρόνος και ο τόπος μεταφοράς αποβλήτων, συνεχίζουν, είναι σημαντικό θέμα και συνεπώς ο νομοθέτης θα έπρεπε με σαφή και ρητή πρόνοια να θέσει όρο που θα αφορούσε τον χρόνο και το χώρο μεταφοράς των αποβλήτων. 

 

Στην αντίπερα όχθη, η εφεσίβλητη Δημοκρατία προβάλλει το ορθό και βάσιμο της πρωτόδικης κρίσης.

 

΄Εχουμε εξετάσει τις θέσεις των δύο πλευρών υπό το πρίσμα των επιμελών περιγραμμάτων των ευπαιδεύτων συνηγόρων.

 

Θεωρούμε ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν δίκαιο.  Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Το άρθρο 25(4)(β)(ii) δεν αναγιγνώσκεται σύμφωνα με τον Κανόνα του ejusdem generisTo λατινικό αυτό αξίωμα είναι κανόνας ερμηνείας και εφαρμόζεται ώστε να περιορίζει (cut down) την γενικότητα μιας έκφρασης όταν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις.

 

Στη Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, ποιν.εφ.αρ.178/2017, ημερ. 24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B457 αφού έγινε αναφορά στην κλασσική επί του θέματος αυθεντία “Εthnikos” ν. ΚΟΑ (1984)3 Α.Α.Δ. 150, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Όταν ο νομοθέτης χρησιμοποιεί γενικούς όρους ως συνέχεια απαρίθμησης όρων οι οποίοι προσδιορίζουν με πιο συγκεκριμένο τρόπο πρόσωπα ή πράγματα, που λόγω κοινών χαρακτηριστικών είναι δυνατό να ενταχθούν στην ίδια κατηγορία ή τάξη, τότε τεκμαίρεται πως η πρόθεση του νομοθέτη είναι ότι οι γενικοί όροι που ακολουθούν είναι του «ιδίου είδους» (ejusdem generis), ήτοι ανήκουν στο ίδιο είδος, τάξη ή κατηγορία με τους προηγηθέντες συγκεκριμένους όρους. Δεν πρόκειται όμως για απόλυτο κανόνα. Ζητούμενο κάθε φορά είναι η πραγματική βούληση του νομοθέτη. Ο κανόνας ejusdem generis δεν εφαρμόζεται όταν «it is reasonably clear from the context or the general scope and purview of the Act that Parliament intended that they should be given a broader definition» (E. A. Driedger: On the Construction of Statutes, σελ. 92, Κώστουλος & Σία Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 999/2012, ημερ. 27.6.2014)».

(ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Στην Ethnikos” ν. ΚΟΑ (ως άνω) εξειδικεύθηκαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Κανόνα, ως εξής:

“As the Latin words of this suggest, the rule applies to cut down the generality of any expression where it is preceded by a list of two or more expressions having more specific meanings and sharing some common characteristics from which it is possible to recognise them as being species belonging to a single genus and to identify what the essential characteristics of that genus are. The presumption then is that the draftsman's mind was directed only to that genus and that he did not, by his addition of the general word to the list, intend to stray beyond its boundaries, but merely to bring within the ambit of the enacting words these species which complete the genus but have been omitted from the preceding list either inadvertently or in the interests of brevity—(Quazi v. Quazi, [1979] 3 All E.R. 897, at p. 902, per Lord Diplock).

The ejusdem generis rule is well stated in a New Zealand case —Cooney v. Covell, (1901) 21 N.Z.L.R. 106, at p. 108—per Williams, J., in the following terms:–

"There is a very well known rule of construction that if a general word follows a particular and specific word of the same nature as itself, it takes its meaning from that word, and is presumed to be restricted to the same genus as that word. No doubt that rule is one which has to be followed with care; but if not to follow it leads to absured results, then I am of opinion that it ought to be followed".

Where there is a particular description of objects, sufficient to identify what was intended, followed by some general or "omnibus" description, this latter description will be confined to objects of the same class or kind as the former—(Craies on Statute Law, 7th edition, p. 179).

In Brownsea Haven Properties, Ltd. v. Poole Corporation, [1958] 1 All E.R. 205, the words "in any case" in the provision of the Town Police Clauses Act, 1847, s.21, giving power to control traffic routes "in all times of public processions, rejoicings, or illuminations, and in any case when the streets are thronged or liable to be obstructed......" were held to be confined to cases within the category of which public processions, rejoicings and illuminations are specific instances and should never extend to cover the day to day traffic conditions. Lord Evershed, M.R., said at p. 213:–

"In the end, the question may resolve itself into no more than that of determining, on the true construction of the section, what are the limits (if any) of the 'category' introduced by the words 'in any case': and in my judgment the category is a limited one which, on any view of it, excludes the circumstances of the six months' period of April to October. I, therefore, if I am free to do so in light of the decided cases, would hold that the general words must be limited so as to be applicable to instances only of particular and extraordinary occasions, a view which appears to me to be in better conformity with the general tenor or purpose of the section".

(ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

(Bλ. επίσης Maxwell on the Interpretation of Statutes, 12th ed. p.297 etc.)

 Όπως τίθεται στην πιο πάνω αυθεντία για να ενεργοποιείται ο Κανόνας ejusdem generis, η γενική έκφραση πρέπει να ακολουθείται από κατάλογο δύο τουλάχιστον (list of two or more) εκφράσεων με πιο εξειδικευμένο νόημα.  Εδώ η λέξη «τεχνικές» δεν ακολουθείται με κατάλογο δύο τουλάχιστον εξειδικευμένων εκφράσεων, οπότε δεν τίθεται καν σε ενέργεια η πρώτη προϋπόθεση εφαρμογής του Κανόνα.

 

Θεωρούμε ότι ο Κανόνας αυτός δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση. Περαιτέρω, μια άδεια κρίνεται στην ολότητα της και σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρούμε ότι δεν μπορεί ο διοικούμενος να επιλέγει όρους που δέχεται και όρους που δεν δέχεται.  Ο όρος αυτός δηλώνεται και στον ίδιο το Νόμο πως αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της άδειας διαχείρισης αποβλήτων, αφού αφορά «τις τεχνικές και τυχόν άλλες απαιτήσεις που σχετίζονται  με κάθε τύπο επιτρεπόμενης εργασίας» (εδάφιο ii).

 

O όρος που έχει τεθεί είναι απαίτηση που σχετίζεται με τον τύπο της επιτρεπόμενης εργασίας.  Το εδάφιο 4(β)(ii) είναι διατυπωμένο με ευρύ τρόπο.  Προνοεί για τις τεχνικές και «τυχόν άλλες απαιτήσεις» σχετιζόμενες με τον τύπο της επιτρεπόμενης εργασίας.  Συμφωνούμε με την πρωτόδικη κρίση πως δεν περιορίζεται σε τεχνικές και μόνο προδιαγραφές ή απαιτήσεις αλλά αφορά και άλλες τυχόν απαιτήσεις.  Ο όρος 4.3  ακριβώς αναφέρεται στην μεταφορά αποβλήτων και όπως αναφέρεται πρωτοδίκως: «η μεταφορά εμπεριέχεται στην επιτρεπόμενη από το Νόμο και την ίδια την άδεια εργασίας, αλλά ακόμη και τη μεθοδολογία που πρέπει να χρησιμοποιείται σε κάθε περίπτωση».

 

Επιπρόσθετα συμφωνούμε πως εν προκειμένω δεν εφαρμόζεται ο κανόνας ejusdem generis γιατί οι «τυχόν άλλες απαιτήσεις» δεν είναι συνδεδεμένες έννοιες με τη λέξη «τεχνικές».  Ακριβώς η λέξη «άλλες» προσδιορίζει άλλου γένους απαιτήσεις.  Είναι σωστή η παρατήρηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Δημοκρατίας πως δεν μπορεί να εξαχθεί μια συγκεκριμένη κατηγορία ή γένος από τις προηγηθείσες λέξεις «τις τεχνικές» που είναι από μόνη της ευρεία έννοια.  Είναι κατά την κρίση μας σαφές ότι ο Κανόνας δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.  (Βλ. και Anaptixis Group Ltd ν. Μιχαηλίδη (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 691 και Τρύφωνος ν. Investylia Ltd (2008)1 A.A.Δ. 875.

΄Αλλωστε, σαφές είναι επίσης ότι αναφορικά με την επίμαχη διάταξη είναι η γραμματική ερμηνεία που εφαρμόζεται.  Θυμίζουμε πως όταν μια τέτοια ερμηνεία επιτρέπει την απόδοση στο κείμενο μιας καθόλα εύλογης κατάληξης δεν αναζητείται η χρήση άλλων ερμηνευτικών κανόνων.  Στην Ιnternational Ltd v. Τουμάζου (2004) 1 Α.Α.Δ. 142 λέχθηκε:

«Συμφωνούμε με την ερμηνεία που προσέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στον επίμαχο όρο, ο οποίος πρέπει μεν να ερμηνευθεί στη βάση της έννοιας που μεταδίδουν οι λέξεις που χρησιμοποιούνται, αλλά ταυτόχρονα να αποδοθεί και τέτοια λογική ερμηνεία που να οδηγεί στην πραγμάτωση του αληθινού σκοπού και διάθεσης των μερών σ’ αυτή». 

(Βλ. επίσης Theodorides ν. Central Bank of Cyprus (1985)3 C.L.R
721
).

Σε συνάρτηση λοιπόν με το αρθ.25(4) (β)(ii) και τον όρο 4.3 κρίνεται πως ορθά έγινε δεκτό πως ο όρος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της άδειας και δεν μπορεί να προσβληθεί ξεχωριστά.

 

Στο Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000)3 Α.Α.Δ. 345 λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με όμοια πρόνοια στον περί Πολεοδομίας Νόμο. 

«Σε τέτοια περίπτωση η νομιμότητα της πράξης εξετάζεται με βάση τις πρόνοιες της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης (Βλ. Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 7η έκδοση, σελ. 73: "Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας ο οποίος έχει θεσπιστεί με πράξη νομοθετικού οργάνου" (Στ.Ε. 2786/1989). Βλ. και A & S Antoniades & Co. v. Republic (1965) 3 C.L.R. 673, 684).

Επομένως, η νομιμότητα της προσβαλλόμενης με την προσφυγή 789/93 πράξης θα εξεταστεί με βάση μόνο τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου 25(2) του Νόμου 90/72.

Από μια απλή ανάγνωση του επίμαχου άρθρου προκύπτει σαφώς ότι στοχεύει στο να καταστήσει τους όρους που τίθενται σε μια πολεοδομική άδεια αναπόσπαστο μέρος της άδειας. Προχωρεί μάλιστα και θέτει και ρήτρα σε περίπτωση μη εκτέλεσης των όρων. Προβλέπει ότι "η εκτελεσθείσα ανάπτυξις θεωρείται ως μη αποτελούσα ανάπτυξιν διά την οποίαν έχει χορηγηθεί πολεοδομική άδεια εκτός εάν οι όροι αυτοί εκτελεσθώσιν".

Εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 25(2) του Νόμου, οι όροι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος της πολεοδομικής άδειας, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η πράξη είναι διαιρετή και ότι οι επίδικοι όροι μπορούν να προσβληθούν αυτοτελώς»

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.  Ως εκ της πιο πάνω ανάλυσης καθίσταται σαφές ότι και ο λόγος έφεσης 2 συμπαρασύρεται σε απόρριψη αφού η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στο εδάφιο (iv) του Νόμου (όροι για «την μέθοδο που πρέπει να χρησιμοποιείται για κάθε είδους εργασίας») έγινε περιθωριακά και δεν επηρέαζε την ισχυρή αιτιολογία του σε συνάρτηση με το εδάφιο (ii).  Και ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται. 

 

Οι εφεσείοντες με τον τρίτο λόγο έφεσης παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να ασχοληθεί με τρία επιχειρήματα τους με τα οποία στήριξαν τη θέση ότι η νομολογιακή αρχή η οποία υπαγορεύει την αυτοτελή προσβολή όρου μιας άδειας παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο  (΄Αρθ.30(1) και 2 του Συντάγματος και αρθ.6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης).  Παρόμοια θέση προβάλλεται και με τον τέταρτο λόγο έφεσης ότι η κρίση του Δικαστηρίου περί μη αυτοτελούς προσβολής παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο.

 

Τα επιχειρήματα αυτά είχαν τεθεί στην απαντητική αγόρευση των εφεσειόντων, όπου κυρίως είχε αναπτυχθεί το επιχείρημα πως η προδικαστική ένσταση σχετίζεται με τρόπον άμεσο με το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα της πρόσβασης στο Δικαστήριο.  Διατυπώθηκε επίσης εισήγηση ότι κάθε αμφιβολία αναφορικά με την ορθή ερμηνεία Νόμου που συνεπάγεται επέμβαση σε θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα πρέπει να επιλύεται υπέρ των ελευθεριών του πολίτη, με επίκληση κυπριακών αυθεντιών ως η Νational Bank of Greece v. The Republic (Commissioner of Income Tax) (1970)3 C.L.R. 430 και Ευρωπαϊκής νομολογίας (βλ. Harris, O’Boyle and Warbrick, Law of the European Convention of Human Rights, 2nd ed. p.240). 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε αμφιβολία για την ερμηνεία που θα έπρεπε να ακολουθήσει.  Περαιτέρω δεν του ζητήθηκε σαφώς να αποστεί από συγκεκριμένη κυπριακή αυθεντία, αλλά εμμέσως αναφέρθηκε ότι η κυπριακή νομολογία δεν συνήδε με την ευρωπαϊκή.

 

Αφού δε για το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τίθετο εν αμφιβόλω η ερμηνεία και ο επίμαχος όρος εκρίθη αναπόσπαστο μέρος της αδείας, κατ΄επίκλησην της αυθεντίας Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου (ανωτέρω), η απόρριψη της προσφυγής ήταν μονόδρομος. 

 

Είναι προφανές ότι η ολότητα των τεθέντων επιχειρημάτων εξετάστηκαν πρωτοδίκως.  Δεν απαιτείται ειδική αναφορά κάθε επιχειρήματος.  Είναι αρκετό να διαφαίνεται ότι η δικανική κρίση κάλυψε τις ουσιώδεις πτυχές των θέσεων των πλευρών.  Στην Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490, λέχθηκαν τα εξής από τον Πική, Π. 

«Δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπράγματευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται.  Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση που μπορεί να έχει στη θεώρηση των επιδίκων θεμάτων.  Εφόσον επιχείρημα είναι δραστικό και παραγνωρίζεται, οι συνέπειες είναι ορατές στην απόφαση του Δικαστηρίου και μπορεί να εξεταστούν στην έφεση»

(Bλ. και Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, ποιν.εφ.176/18, 11.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:B4)

 

Εν πάση περιπτώσει δεν βλέπουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παραβίασε το δικαίωμα πρόσβασης, αφού οι εφεσείοντες επέλεξαν με το συγκεκριμένο τρόπο (με προσβολή του όρου και όχι της αδείας) να ζητήσουν δικαστική προστασία.  Όταν δε ακούστηκαν, το Δικαστήριο κατέληξε στην αιτιολογημένη κρίση του.  Στην Αναφορά 2/14, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, 31.10.2014, λέχθηκαν τα εξής:

«Το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο είναι θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στα περισσότερα Συντάγματα του κόσμου. Στην υπόθεση Pyx Granite Co. v. Minister of Housing [1959] 3 All E.R. 1 τονίστηκε η σημασία του δικαιώματος πρόσβασης στα δικαστήρια.

Στην Κύπρο, σύμφωνα με το Άρθρο 30.1 του Συντάγματος, κρίθηκε επιτρεπτή η επιβολή διαδικαστικών διατυπώσεων υπό τον όρο όμως ότι η πρόσβαση στο δικαστήριο δεν επηρεάζεται ούτε ματαιώνεται (Δέστε: Chakardo v. The Attorney-General (1961) C.L.R. 231 και Chrysanthos a.o. v. Antoniades (1969) 1 C.L.R. 622). Νομοθετικά εμπόδια, όμως, τα οποία καθιστούν την πρόσβαση στο δικαστήριο υπερβολικά δύσκολη ή αδύνατη, συνιστούν παραβίαση του Άρθρου 30.1 του Συντάγματος (Δέστε: Το Πολιτειακόν Δίκαιον της Κυπριακής Δημοκρατίας, Κρ. Γ. Τορναρίτου, Έκδοση 1982, σελ. 101-103)».

 

Επίσης, στη Γιωργαλλά ν. Χ΄Χριστοδούλου, (2000)1 Α.Α.Δ. 2060 τονίστηκε ότι το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο «υπόκειται σε περιορισμούς αναφορικά με την άσκηση του».

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει και οι λόγοι 3 και 4 απορρίπτονται.

 

Παραμένουν για εξέταση οι λόγοι έφεσης 5 και 6, οι οποίοι ομοίως μπορούν να εξεταστούν από κοινού.  Οι εφεσείοντες μέμφονται το πρωτόδικο Δικαστήριο για δύο λόγους ότι εσφαλμένα εξέλαβε πως ο επίδικος όρος υπήρχε και προηγουμένως στην αδειοδότηση τους (5ος λόγος) και ότι εσφαλμένα και αναιτιολόγητα απαντάται δια της αποφάσεως ένας λόγος ακύρωσης ότι δηλαδή ο επίμαχος όρος δεν συνάδει και δεν μπορούσε να επιβληθεί δυνάμει του άρθρου 25(5) (6ος λόγος). 

 

Είναι σαφές κατά την κρίση μας πως τα δύο πιο πάνω σημεία δεν αποτελούν τον πυρήνα της αιτιολογίας και γενικά της δικανικής κρίσης. Τέθηκαν ως obiter dicta και δεν μπορούν να λειτουργήσουν αυτόνομα.  Ούτε βεβαίως έχει σημασία για την κρίση επί της προδικαστικής ένστασης αν υπήρχε ή όχι πανομοιότυπος όρος στο παρελθόν, ούτε εάν ένας λόγος ακύρωσης, συσχετιζόμενος με το θέμα της ένστασης, θα κρινόταν ως μη έχων περιθώρια επιτυχίας.  Συνεπώς και οι λόγοι έφεσης 5 και 6 απορρίπτονται. 

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €3,000 υπέρ της εφεσίβλητης Δημοκρατίας.

 

ΛΙΑΤΣΟΣ,  Δ.

 

    ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

      ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

               ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

        ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο