ECLI:CY:AD:2021:C100
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 155/14)
17 Μαρτίου, 2021
Κ.ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Χ.ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ, Ι.ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ
xxx ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσίβλητοι
---------
Μ.Χ΄Τζιοβάνης, για Φοίβο, Χρίστο Κληρίδη και Σ/τες ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα
Στ.Καρακατσάνη (κα), για Αργεντ.Ιωάννου (κα), για τους εφεσίβλητους
Ξ.Ευγενίου (κα), για Α.Σ.Αγγελίδη, για το ενδιαφερόμενο μέρος
----------------
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Με την προσφυγή του ο εφεσείων/αιτητής ζητούσε ακύρωση της απόφασης των εφεσιβλήτων/καθ΄ων η αίτηση ημ.19.10.2012 για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους (Ζεμπύλα) αντί του εφεσείοντα στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Πανεπιστημίου (τομέας στελέχωσης και εργασιακών σχέσεων).
Αδελφός μας δικαστής εξετάζοντας σχετική προδικαστική ένσταση του Ενδιαφερόμενου Μέρους (ΕΜ) θεώρησε ότι ο εφεσείων στερείτο εννόμου συμφέροντος λόγω του ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή κατά την ημέρα κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση για πλήρωση της θέσης,[1] ο εφεσείων δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα.
Η προκήρυξη της θέσης έγινε την 21.9.2011 και η τελευταία ημέρα προς υποβολή αιτήσεων ήταν η 5.10.2011. Ούτε μέχρι και τη δεύτερη ημερομηνία ο εφεσείων είχε συμπληρώσει οκταετή υπηρεσία, διορισθείς, στις 3.11.2003.
Είναι κοινό έδαφος ή εν πάση περιπτώσει δεν αμφισβητήθηκε ότι ο όρος «υπηρεσία», έχει την έννοια της υπηρεσίας σε θέση στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, όπως αυτή έχει περιγραφεί στην προκήρυξη της θέσης.
Πρέπει βεβαίως να τονισθεί ότι στα πλαίσια της όλης διοικητικής διαδικασίας τόσο ο εφεσείων όσο και το ΕΜ είχαν αξιολογηθεί από την αρμόδια Επιτροπή του Πανεπιστημίου ότι πληρούσαν τα προσόντα με βάση το σχέδιο υπηρεσίας και περιλήφθηκαν σε σχετικό Πίνακα. Ακολούθησαν προφορικές εξετάσεις των υποψηφίων που υπερπήδησαν το πιο πάνω στάδιο. Εντέλει, εξεδόθη η επίδικη απόφαση για προαγωγή του ΕΜ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:
«Εν προκειμένω η συνδρομή ή μη του όρου περί συμπλήρωσης οκταετούς υπηρεσίας δεν προϋποθέτει ουσιαστική εκτίμηση των πραγμάτων, αλλά προκύπτει αποκλειστικά και ευθέως από τα χρονολογικά δεδομένα. Δεν χρειάζεται οτιδήποτε άλλο να ερευνηθεί ή να αξιολογηθεί για να κριθεί επί των σχετικών ημερομηνιών και μόνο, ως ζήτημα αριθμητικής, ότι ο αιτητής δεν είχε συμπληρώσει οκταετή υπηρεσία».
΄Οπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ κατ΄αρχήν αναγνωρίζεται ότι ο ακυρωτικός Δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον εαυτό του στη διοίκηση και να κρίνει ο ίδιος αξιολογώντας τα τυπικά προσόντα ενός υποψηφίου, αμφισβητώντας ότι κρίθηκε ήδη προσοντούχος, παράλληλα αναγνωρίζεται ότι η διαπίστωση της συνδρομής ή μη μπορεί να γίνει και αυτεπάγγελτα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή προκύπτει αποκλειστικά από μια υφιστάμενη κατάσταση και δεν συνάγεται από ουσιαστική εκτίμηση πραγμάτων.
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη διαπίστωση της μη ύπαρξης τυπικών προσόντων του εφεσείοντα, αφού η συνδρομή ή μη 8ετούς απασχόλησης στην αμέσως κατώτερη θέση, αφορούσε απλώς αριθμητική απεικόνιση και όχι αξιολόγηση.
Με τη διαπίστωση της απουσίας των προσόντων κατά τον κρίσιμο χρόνο, για προαγωγή στην επίδικη θέση, η προσφυγή κρίθηκε απαράδεκτη λόγω μη ύπαρξης εννόμου συμφέροντος του εφεσείοντα.
Βάλλεται η πρωτόδικη κρίση με 4 λόγους έφεσης, ήτοι προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση ότι ο εφεσείων στερείται εννόμου συμφέροντος προσβολής της πράξης (1ος λόγος έφεσης), εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή λόγω προδικαστικού σημείου, παρέλειψε να εξετάσει τον ισχυρισμό του εφεσείοντα περί του ότι το ΕΜ δεν ήταν προσοντούχο, αφού δεν υπηρετούσε στην αμέσως κατώτερη τάξη ή θέση της επίδικης (3ος λόγος), εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στην υπόθεση Παπαδάμου ν. Δημοκρατίας (1998)4 ΑΑΔ 976 και/ή παρερμήνευσε τα αναφερθέντα στην εν λόγω απόφαση (4ος λόγος).
Προσθέτως με το 2ο λόγο ο εφεσείων θεωρεί λάθος το ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τον ισχυρισμό του εφεσείοντα περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας αλλά και παράλειψης αιτιολόγησης ως προς την ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας και υπαγωγής των προσόντων του ΕΜ καθότι δεν διέθετε το απαιτούμενο προσόν του Σχεδίου Υπηρεσίας. Σύμφωνα με την εισήγηση εάν το ΕΜ κατείχε το απαιτούμενο προσόν της οκταετούς υπηρεσίας και εάν το Δικαστήριο το εξέταζε θα κατέληγε σε ακύρωση της πράξης.
Για το 2ο λόγο έφεσης θα αναφέρουμε ότι θα εξετασθεί μόνο εάν διαπιστωθεί εσφαλμένη κατεύθυνση του Δικαστηρίου ως προς το έννομο συμφέρον του εφεσείοντα. Σε κάποιο βαθμό δε συμπλέκεται και με τον 3ο λόγο ο οποίος θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.
Επίσης να αναφέρουμε - όπως αποδέχτηκαν εντέλει και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι – ότι αλλαγές στο εργασιακό status των διαδίκων[2] δεν επηρεάζουν την ανάγκη συνέχισης της εκδίκασης της έφεσης.
Προχωρούμε να εξετάσουμε από κοινού τους 3 λόγους έφεσης αφού ο πυρήνας τους είναι το θέμα του εννόμου συμφέροντος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως και ακριβώς είναι η ύπαρξη του που ενεργοποιεί την αναθεωρητική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Το συμφέρον αυτό πρέπει να είναι ενεστώς και έννομο, δηλαδή νόμιμο και αναγνωρισμένο από το Δίκαιο. Εξετάζεται λοιπόν ως εκ της φύσης του και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.
Όπως υποδείχθηκε στη Δημοκρατία ν. A. K. Χ΄Ιωάννου & Υιοί (2005)3 ΑΑΔ 467, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος πρέπει να αποφασίζεται κατά προτεραιότητα ακόμη και αν εγείρονται συνταγματικά θέματα, λόγω ακριβώς του θεμελιακού του ζητήματος. Το έννομο συμφέρον πρέπει να υφίσταται κατά τον ουσιώδη χρόνο (βλ. Μinico House Ltd v. Δημοκρατίας (2011)3 Α.Α.Δ. 104 και S.C. Nicolaides Ltd v. Δημοκρατίας (2010)3 Α.Α.Δ. 148).
Στην πρόσφατη απόφαση ΑΤΗΚ ν. Μιχαηλίδη κ.α. Α.Ε.115/13 ημερ. 9.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:C238 αναφέρονται και τα εξής:
«Το έννομο συμφέρον εξετάζεται πρωτίστως ως θέμα δημοσίου δικαίου, είτε εγείρεται από τους διάδικους, είτε εγείρεται αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο. (βλ. Δημητριάδου ν. Καριόλου κ.α. Α.Ε. 124/2010, ημερ. 5.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:C395) Εκείνο που πάντοτε εξετάζεται είναι το έννομο συμφέρον του Αιτητή και όχι αυτό του Ε.Μ. (βλ. Χατζηγέρου ν. ΑΗΚ (2003) 3 Α.Α.Δ. 80). Η ύπαρξη έννομου συμφέροντος, όπως αυτό προβλέπεται από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου το ακυρωτικό Δικαστήριο να αναλάβει δικαιοδοσία αναθεώρησης της εγκυρότητας προσβαλλόμενης πράξης (βλ. Pitsillos v. C.B.C (1982) 3 C.L.R. 208, 215). Παρόμοιο θέμα, όπως το εξεταζόμενο, αντιμετωπίστηκε στην Χατζηνικολάου ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 Α.Α.Δ. 106 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"Η ύπαρξη του προβλεπομένου από το άρθρο 146.2 συμφέροντος εκ μέρους του αιτητή αποτελεί προϋπόθεση για την ανάληψη δικαιοδοσίας αναθεώρησης της εγκυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης. (Βλ. μεταξύ άλλων Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208). Η διερεύνηση του συμφέροντος του αιτητή σε σχέση με τα απαιτούμενα προσόντα για την πλήρωση της θέσης θα καταδείξει βέβαια αν η υποψηφιότητα του ήταν έγκυρη.
Ο δικηγόρος του αιτητή υπέδειξε ότι το συμβούλιο προσωπικού και η Αρχή έκριναν ότι ο αιτητής κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα για προαγωγή στις επίμαχες θέσεις. Το γεγονός αυτό είναι σχετικό, όχι όμως καθοριστικό, δεδομένου ότι η θεμελίωση των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 146.2 του Συντάγματος για την ανάληψη δικαιοδοσίας για αναθεώρηση της πράξης αποτελεί προαπαιτούμενο για την άσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Στο βαθμό και έκταση που η αποτίμηση των προσόντων του αιτητή ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος σώματος η κρίση των καθ' ων η αίτηση τείνει να στοιχειοθετήσει το απαιτούμενο συμφέρον. Το θέμα της ερμηνείας σχεδίου υπηρεσίας διατηρεί όμως το νομικό του χαρακτήρα και εφόσον κριθεί ότι δεν παρεχόταν διακριτική ευχέρεια στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να καταλήξει ότι το σχέδιο υπηρεσίας επέτρεπε την υποψηφιότητα του, αναπόδραστα η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί."
Την Χατζηνικολάου (άνω) ακολούθησε η Κυνηγόπουλος ν. ΑΤΗΚ (1992) 4 Α.Α.Δ. 4183 όπου λέχθηκε ότι "το γεγονός ότι ο αιτητής κρίθηκε ως προσοντούχος για την πιο πάνω θέση από το Διοικητικό Συμβούλιο δεν αποκλείει την εξέταση της ύπαρξης έννομου συμφέροντος που αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση αναθεωρητικής δικαιοδοσίας".
Αποτελεί και γενική νομολογιακή αρχή ότι υπάλληλος που δεν κατέχει τα απαραίτητα προσόντα, στερείται του αναγκαίου έννομου συμφέροντος να προσφύγει (βλ. Κάζανος ν. Α.Τ.Η.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 293).
Στην Γιάλλουρος ν. ΑΗΚ (1997) 3 Α.Α.Δ. 403 επιγραμματικά αναφέρθηκε ότι ο Εφεσείων ο οποίος δεν είχε δικαίωμα να διεκδικήσει τη θέση στερείτο και του συμφέροντος να την προσβάλει».
Η πιο πάνω σαφής κατεύθυνση η οποία προκύπτει από τη νομολογία οδηγεί στο ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως ο εφεσείων στερείται εννόμου συμφέροντος.
Συνεπακόλουθα των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1 και 3 απορρίπτονται.
Η θέση που προκύπτει από τον 4ο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα στηρίχθηκε στη Παπαδάμου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και ότι τυγχάνουν εφαρμογής τα νομολογηθέντα στη Χ. Christodoulou ν. Telecommunications Authority (1973)3 C.L.R. 695, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. To πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακολούθησε αρχή Δικαίου που αναφέρεται μόνο στη Παπαδάμου (ανωτέρω) η οποία φυσικά είναι πρωτόδικη και απλώς καθοδηγητική. Η νομολογία ακριβώς που αναφέραμε πιο πάνω δεσμεύει και εφαρμόζεται εν προκειμένω. Οπότε δεν έχει νόημα να εξεταστεί εάν τα περιστατικά της Παπαδάμου διαφοροποιούνται ή όχι.
Η εισήγηση της εφεσείουσας βεβαίως προκύπτει λόγω της θέσης ότι ούτε το ΕΜ κατείχε τα προσόντα. Και αυτό συναρτάται εν μέρει με το δεύτερο (αλλά και επάλληλα με τον τρίτο) λόγο έφεσης. Όμως, όπως ήδη εξηγήθηκε, το θέμα εννόμου συμφέροντος του αιτούντος ως προαπαιτούμενο της προσφυγής, αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως και εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Εν αντιθέσει, τα τυχόν προσόντα του Ε.Μ. δεν συναρτώνται με τη δυνατότητα έγερσης και προώθησης της διαδικασίας. Η κατοχή των προσόντων που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας από τον αιτητή στοιχειοθετεί αυτό καθαυτό το δικαίωμα του για διορισμό ή προαγωγή. (Δημοκρατία ν. Αλεξάνδρου, (1997)3 AAΔ, 540)
Η υπόθεση X. Christodoulou (ανωτέρω) η οποία είναι επίσης μονομελούς συνθέσεως δεν διαφοροποιεί την αρχή, απλώς αναφέρεται σε συγκεκριμένα και ιδιαίτερα περιστατικά που η υπόθεση είχε ώστε να προσδοθεί έννομο συμφέρον στον εκεί αιτητή.
Οι πιο πάνω αρχές εξάλλου επιβεβαιώθηκαν και στην απόφαση της Ολομέλειας στη Panayides v. The Republic (1973)3 CLR 378, την οποία επίσης επικαλέστηκαν oι δικηγόροι του εφεσείοντα. Το ερώτημα απλώς στη Panayides ήταν ιδιαίτερο, κατά πόσο δηλαδή ο αιτητής που δεν είχε τα προσόντα για να προαχθεί, μπορούσε να προσβάλει την απόφαση να δοθεί αναδρομική ισχύ στην προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους που θα μπορούσε να επηρεάζει δυσμενώς την αρχαιότητα του μετά τη δική του προαγωγή.
Καθίσταται σαφές από τα πιο πάνω, ότι η έλλειψη εννόμου συμφέροντος του εφεσείοντα είναι τροχοπέδη στην εξέταση του δεύτερου λόγου που ομοίως απορρίπτεται. Επαναλαμβάνουμε ότι ακόμη και αν η προσφυγή του εφεσείοντα ευδοκιμούσε, δεν είχε δικαίωμα απόκτησης της θέσης λόγω μη κατοχής των τυπικών προσόντων.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει θεωρούμε την πρωτόδικη απόφαση ορθή σ΄όλη την εμβέλεια αυτής.
Συνεπώς η έφεση απορρίπτεται με €2,500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα. Ουδεμία διαταγή για έξοδα σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος.
Κ.ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ.ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ, Δ.
Ι.ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
[1] Για τον ουσιώδη χρόνο βλ. The REPUBLIC v. PERICLEOUS AND OTHERS (1984)3 CLR 577 και Δημοκρατία ν. Ανδρέου (1993)3 ΑΑΔ 153.
[2] Όπως μας ελέχθη το ΕΜ δεν κατέχει πλέον τη θέση για την οποία ηγέρθη η επίδικη προσφυγή. Όμως εκκρεμούν διαδικασίες για τη θέση και μεταξύ εφεσείοντος και ΕΜ. Συνεπώς το ζήτημα είναι ανοικτό ακόμη.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο