ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ v. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (ΤΜΗΜΑ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ), ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.144/14, 20/7/2021

ECLI:CY:AD:2021:C349

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.144/14

 

   20 Ιουλίου, 2021

 

 

[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ,

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, ΔΔ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

XXX ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ

                                                                   Εφεσείοντα/Αιτητή

 

ΚΑΙ

 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

(ΤΜΗΜΑ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ)

                                                                    Εφεσίβλητων/Καθ’ ων η Αίτηση

……………

 

Εφεσείων παρών, εμφανίζεται προσωπικώς.

Μάριος Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητους.

……………….

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Ν.Γ. Σάντη, Δ.:

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

      Ν. Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση ημερομηνίας 29.10.14 («η Πρωτόδικη Απόφαση»), που εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την Αναθεωρητική του Δικαιοδοσία («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), διά της οποίας επικυρώθηκε η απόφαση των Εφεσίβλητων ημερομηνίας 22.11.13 να διακόψουν τη συνέχιση παροχής δημοσίου βοηθήματος προς αυτόν, επειδή «… σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(β) των περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμων 2006 έως 2013, λόγω του ότι τα εισοδήματα σας είναι υψηλότερα του δημοσίου βοηθήματος» (η περικοπή είναι αυτούσια, ως και όλες οι άλλες στο ανά χείρας κείμενο).

 

      Ο Εφεσείων προτάσσει ως μοναδικό λόγο έφεσης το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε «… να λάβει υπόψη τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιο του …» - όπως «… τα παραρτήματα 1 και 2 της γραπτής απάντησης του αιτητή τα οποία αποδεικνύουν ότι ο γιος xxx Τηλεμάχου ήταν άνεργος και συνεπώς εξαρτώμενο του αιτητή και παράρτημα 2 αποδείκνυε την αναπηρία του αιτητή και συνεπώς τον καθιστούσε δικαιούχο αναπηρικού επιδόματος …») - και πως «… παρερμήνευσε τον Ν.95(1)/2006 περί δημοσίων βοηθημάτων».

 

      Ο Εφεσείων - ο οποίος (ως είχε κάθε δικαίωμα) χειρίστηκε την Προσφυγή (και την έφεση) δίχως νομική αντιπροσώπευση (κατ’ επιλογήν του) - υιοθετώντας και επαναλαμβάνοντας, ως γράφει στις παραγράφους (ε) και (ζ) του περιγράμματος αγόρευσης του «… τους λόγους της έφεσης μου ως αυτοί εκτίθενται στην έφεση μου και υιοθετώ περαιτέρω και επαναλαμβάνω ολόκληρο το ιστορικό της αρχικής μου αγόρευσης το οποίο είναι κατατεθειμένο στο φάκελο του Δικαστηρίου …» ζητεί «… την ανατροπή της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και όπως η υπόθεση μου γίνει αποδεκτή με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα …», γιατί, τούτος, είχε παράσχει προς τους Εφεσίβλητους τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να αποφασίσουν καταλλήλως και συμφώνως του Περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(Ι)/06.

 

      Οι Εφεσίβλητοι, με παραπομπή στα γεγονότα της υπόθεσης, ως αυτά είχαν παρουσιαστεί πρωτοδίκως και επισυνάπτονται ως παραρτήματα στην Ένσταση τους ημερομηνίας 3.4.14 («η Ένσταση»), αντιτείνουν ότι η Πρωτόδικη Απόφαση είναι ορθή, δοσμένης και της αντίστοιχης ακρίβειας των εκεί διατυπωθέντων.

 

      Αποκλίνουμε από τις θέσεις του Εφεσείοντα.

 

      Εξηγούμε.

 

      Ο Εφεσείων διατείνεται στην Παράγραφο (α) του περιγράμματος αγόρευσης, πως παρέδωσε όλα τα χρειαζούμενα δεδομένα προς τους Εφεσίβλητους «… τα οποία αφορούσαν την ακίνητη περιουσία της οικογένειας του καθ’ ως επίσης και τα ενοικιαστήρια έγγραφα τα οποία έδιναν εισόδημα στον αιτητή γύρω στα 38€ μηνιαίως».

 

      Εντούτοις, προκύπτει από την Πρωτόδικη Απόφαση - η οποία σαφώς (ως εκ του περιεχομένου της ιδωμένου συνολικώς), βασίστηκε στα όσα πρωτοδίκως τέθηκαν και κατατέθηκαν (με σχετικά εν προκειμένω και τα Παραρτήματα 8 και 22 στην Ένσταση) - ότι είναι οι Εφεσίβλητοι που είχαν εξακριβώσει, διά έρευνας τους (και όχι από πληροφόρηση προελθούσα ευθέως από τον Εφεσείοντα), την ύπαρξη ακίνητης περιουσίας στο όνομα του (ως και τα περί της μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας από τον ίδιον και την σύζυγο του προς τα παιδιά τους). Επί τούτω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέγραψε με καθαρότητα και αυτά:

 

«………………………………………………………………………………………………………………....

Αίτημα που υποβλήθηκε από τον αιτητή στις 16 Οκτωβρίου 1996, για παροχή δημοσίου βοηθήματος, εγκρίθηκε και έκτοτε ελάμβανε τέτοιο δημόσιο βοήθημα. Από τις 21 Φεβρουαρίου 1997 άρχισε να καταβάλλεται σ΄ αυτόν και σύνταξη ανικανότητας.

 Η καταβολή του εν λόγω δημοσίου βοηθήματος τερματίστηκε την 1η Ιουνίου 2013 καθότι, είχε διαπιστωθεί ότι υπήρχε ακίνητη περιουσία επ΄ ονόματι του αιτητή, η ύπαρξη της οποίας δεν είχε δηλωθεί όταν υποβλήθηκε αίτημα για δημόσιο βοήθημα. Ταυτοχρόνως, εντοπίστηκε και ακίνητη περιουσία επ΄ ονόματι των παιδιών του αιτητή. Το πιο πάνω θέμα γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 14 Ιουνίου και παράλληλα είχε κληθεί να επισκεφθεί τους καθ΄ων η αίτηση για συζήτηση του θέματος.

Σε συναντήσεις που ακολούθησαν, μεταξύ του αιτητή και της αρμοδίας Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, ο πρώτος προσκόμισε τίτλους ιδιοκτησίας για ακίνητη περιουσία που κατείχε και ακίνητη περιουσία που μεταβίβασε στις κόρες του. Παρουσίασε, περαιτέρω, και ενοικιαστήρια έγγραφα της ακίνητης περιουσίας του, όπως και των παιδιών του. Ζητήθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση η συνδρομή του κτηματολογίου Λεμεσού αναφορικά με την πιο πάνω ακίνητη περιουσία. Το αίτημα στόχο είχε να γνωστοποιηθεί από ποιο άτομο προς ποιο έγινε η μεταβίβαση, καθώς και η εκτιμημένη ενοικιαστική αξία της οικίας που διαμένει ο αιτητής με την οικογένεια του. Οι ζητηθείσες πληροφορίες παραχωρήθηκαν με επιστολή ημερ. 2 Αυγούστου 2013.

…………………………………………………………………………………………………………..………Ο αιτητής όταν υπέβαλε αρχικώς την αίτηση για παροχή δημοσίου βοηθήματος, η οποία και ενεκρίθη, δεν είχε δηλώσει την ακίνητη του ιδιοκτησία. Στο στάδιο της επανεξέτασης της αίτησης του, και μετά τη διαπίστωση ότι όντως ήταν κάτοχος ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας, προσκόμισε ενοικιαστήριο έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο αξιοποιείτο η εν λόγω περιουσία. Κατά τη λήψη της απόφασης λήφθηκε επίσης υπόψη το ποσό που ο αιτητής λάμβανε από την Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπως και άλλα επιδόματα. Ερευνήθηκε περαιτέρω κατά πόσο υπήρχαν εξαρτώμενα άτομα και διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχαν. Αναφορικά με το γιο του αιτητή, για τον οποίο αναφέρθηκε ότι είναι άνεργος, δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε σχετική βεβαίωση και ούτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εξαρτώμενος κατά τον υπολογισμό των βασικών του αιτητή και της συζύγου του.

……………………………………..………………………………………………………………………..».

 

       Καμιά πτυχή των υπό ανάλυσιν επιχειρημάτων και θέσεων του Εφεσείοντα δεν μπορεί, εδώ, ως εκ του περιεχομένου, της επιγραμματικότητας και γενικότητας τής συνοδευτικής τους αιτιολογίας, να πλήξει το αντίστοιχο σκεπτικό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο απέρρευσε ευλόγως εκ της ενάσκησης τής παρεχόμενης δικαιοδοσίας και ευχέρειας του (βλ. Οικονομίδου ν Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Τμήμα Γραφείου Ευημερίας, ΑΕ 77/14, ημ. 1.7.21).

 

      Οι υπό αναφοράν θέσεις του Εφεσείοντα απορρίπτονται.

     

      Περιπλέον, ο Εφεσείων λέγει στην παράγραφο (β) του περιγράμματος αγόρευσης, πως «… ήταν και είναι ανάπηρο άτομο το οποίο αυτόματα βάση του Ν.95(Ι)2006 τον καθιστά δικαιούχο 368€ πέραν των βασικών και ειδικών αναγκών όπως ισχυρίζονται οι καθ’ ων η αίτηση» (με την αναφορά να εννοεί τους Εφεσίβλητους). Ωστόσο, η αρχική αίτηση του Εφεσείοντα για παροχή δημόσιου βοηθήματος (βλ. Παράρτημα 1 στην Ένσταση) - και όσα επέκεινα το διαμόρφωσαν επανεξεταστικώς - δεν υποβλήθηκε με αφετηρία ότι τούτος ήταν ανάπηρο άτομο κατά τις πρόνοιες του Περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(Ι)/06 (βλ. Ηρακλέους ν Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Τμήμα Γραφείου Ευημερίας, ΑΕ 58/13, ημ. 17.4.19).

 

      Ουδέποτε καταδείχθηκε πως ο Εφεσείων - υπό τον φακό των όσων υποστήριξε και στο Πρωτόδικο Δικαστήριο - είχε ποτέ αξιολογηθεί, εγκριθεί ή απορριφθεί από τους Εφεσίβλητους ως ανάπηρο άτομο, πόσω δε μάλλον ότι δικαιούτο αυτομάτως και σε παροχή δημόσιου βοηθήματος, (βλ. Σολομώντος και Άλλης ν Κυπριακή Δημοκρατία, ΑΕ 116/14, ημ. 25.6.20).

 

      Εν σχέσει προς τα ενεστώτως συζητούμενα - και με οριζόντια εφαρμογή σε κάθε ανάλογη περίπτωση στην παρούσα - μεταφέρουμε τα υπογραμμισθέντα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Οικονομίδου ν Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Τμήμα Γραφείου Ευημερίας, ΑΕ 77/14, ημ. 1.7.21, ως προς τα όσα, επί συγγενών ζητημάτων, περιβάλλουν την εφετειακή μας δικαιοδοσία στην προκειμένη περίπτωση: 

     

«………………………………………………………………………………………………………………..Υπενθυμίζουμε την καλά καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τις αποφάσεις της διοίκησης με τις δικές του (Παπαντωνίου κ.α. ν. Δήμου Λευκωσίας (αρ. 2) (2010) 3 ΑΑΔ 476 και xxx xxx Storry v. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 113) ούτε και ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων όπου διαπιστώνει ότι η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 ΑΑΔ 725, xxx Λευτέρη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Υπ. Αρ. 30/11 ημερ. 30/11/12). Η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Εφόσον η έρευνα είναι επαρκής το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η Διοίκηση εύλογα επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή γεγονότα. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου (Jacomino Enterprises Ltd v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 54/2010 ημέρ. 4/12/2014). Παραθέτουμε το σκεπτικό του Δικαστηρίου το οποίο και επικροτούμε:

 

«Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία όπως τέθηκαν ενώπιον μου, και όπως προκύπτει από το φάκελο που έχει κατατεθεί, γίνεται φανερό ότι η Διοίκηση προτού καταλήξει στην απορριπτική απόφαση έλαβε υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και προχώρησε με κάθε επιμέλεια σε πλήρη και σε βάθος διερεύνηση της περίπτωσης του ανηλίκου. Εξετάστηκαν τα ιατρικά πιστοποιητικά που είχαν προσκομιστεί, καταγράφηκαν όλα τα δεδομένα που αφορούν στον ανήλικο και εξετάστηκαν όλα τα έγγραφα και βεβαιώσεις που προσκομίστηκαν από την αιτήτρια. Σημειώνεται ότι αποτελέσματα εξετάσεων: Ινστιτούτο Νευρολογίας και εγκεφαλογραφήματος δεν προσκομίστηκαν από την αιτήτρια παρά το ότι ζητήθηκαν ώστε να σχηματίσουν οι καθ΄ ων η αίτηση πλήρη εικόνα. Υπήρξε ισχυρισμός των καθ΄ ων η αίτηση, ο οποίος και δεν αμφισβητήθηκε, ότι σε τηλεφωνική επικοινωνία της αιτήτριας με τους αρμοδίους η αιτήτρια ανέφερε ότι από τις εν λόγω εξετάσεις δεν προέκυψε οτιδήποτε το αρνητικό, έτσι δεν θεώρησε σκόπιμο να τα προσκομίσει. Με δεδομένο ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ουδέποτε αμφισβήτησαν την κατάσταση υγείας του ανηλίκου και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, το ερώτημα που παρέμενε πάντοτε είναι αν με τα ισχύοντα ιατρικά πιστοποιητικά και αποτελέσματα εξετάσεων, το παιδί θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ανάπηρο άτομο στην έννοια του Νόμου. Οι ιατρικές γνωματεύσεις που είχαν ενώπιον τους οι καθ΄ ων η αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο και η αξιολόγηση άλλων ειδικών συμβούλων, αναφορικά με την ποιότητα ζωής του ανήλικου και τη λειτουργικότητα του, δεν ανέτρεπε, χωρίς μεταβολή των ιατρικών γνωματεύσεων, την αρχική ερμηνεία που δόθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση οι οποίοι ανέμεναν νέες εξετάσεις πριν καταλήξουν τελεσίδικα ότι ο ανήλικος ενέπιπτε στον ορισμό του «ανάπηρου».

………………………………………………………………………………………………………………………………….».

 

      Η θέση του Εφεσείοντα απορρίπτεται.

     

      Παρομοίως, αστήρικτοι παρέμειναν και οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντα στην παράγραφο (γ) του περιγράμματος αγόρευσης, ότι αυτός είχε καταθέσει κατά την εκδίκαση της Προσφυγής «…την κατάσταση του Ανεργιακού του εξαρτώμενου του υιου του ηλικίας 19 χρονων βεβαίωση την οποία είχαν στην κατοχή τους οι καθ’ ων η αίτηση και αρνούνταν να τον συμπεριλάβουν ως εξαρτώμενο του αιτητή». Οι Εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν πως ποτέ δεν είχε προσκομιστεί τέτοια βεβαίωση και έτσι δεν θα μπορούσε ο γιος του Εφεσείοντα να θεωρηθεί ως εξαρτώμενο του πρόσωπο υπό τις συνθήκες. Η προσέγγιση αυτή των Εφεσίβλητων, έγινε αποδεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς να έχει υποδειχθεί από τον Εφεσείοντα κάτι που θα μπορούσε να ανατρέψει την κρίση αυτή. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέγραψε και αυτά για το ζήτημα:

 

«…………………………………….…………………………………………………………………………...

Κατά τη λήψη της απόφασης λήφθηκε επίσης υπόψη το ποσό που ο αιτητής λάμβανε από την Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπως και άλλα επιδόματα. Ερευνήθηκε περαιτέρω κατά πόσο υπήρχαν εξαρτώμενα άτομα και διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχαν. Αναφορικά με το γιο του αιτητή, για τον οποίο αναφέρθηκε ότι είναι άνεργος, δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε σχετική βεβαίωση και ούτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εξαρτώμενος κατά τον υπολογισμό των βασικών του αιτητή και της συζύγου του.

…………………………………………………………………………………………….………………......».

 

      Απορρίπτεται και αυτή η θέση του Εφεσείοντα.

 

      Επιπλέον, ο Εφεσείων παρέθεσε στην παράγραφο (δ) του περιγράμματος αγόρευσης, τους υπολογισμούς του για το ποσό που θα έπρεπε (κατά τη γνώμη του) να λαμβάνει ως δημόσιο βοήθημα στη βάση των αναγκών του. Οι Εφεσίβλητοι, διά έρευνας τους (με σχετικό και το Παράρτημα 35 στην Ένσταση), αποφάνθηκαν πως ο Εφεσείων δεν είναι δικαιούχος δημόσιου βοηθήματος κατά τις προβλέψεις του άρθρου 3(1)(β) του Περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(Ι)/06, μια και τα εισοδήματα του (από τη σύνταξη ανικανότητας των κοινωνικών ασφαλίσεων ύψους €598,67, το επίδομα συνταξιούχων με χαμηλά εισοδήματα ύψους €212,50 και την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του ύψους €852,15), καλύπτουν τις βασικές και ειδικές ανάγκες αυτού και της συζύγου του.

 

      Η εκτίμηση των γεγονότων από τους Εφεσίβλητους (Διοίκηση), ελέγχθηκε πρεπόντως από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εντός των παραμέτρων κρίσης τής νομιμότητας της επίμαχης διοικητικής απόφασης, ακόμη και επί θεμάτων τεχνικής φύσεως ή και ειδικών γνώσεων (ως ήσαν τα υπό συζήτησιν), χωρίς να συντρέχει οποιαδήποτε πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήση διακριτικής εξουσίας, έλλειψη αιτιολογίας, ή άλλοι γνώμονες που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν πρωτοδίκως - ή εφετειακώς - άλλους προς τούτο δικαστικούς συλλογισμούς (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, ΑΕ 63/15, ημ. 7.6.21, Χαραλάμπους ν Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 489, 500).

 

      Οι περί ων ο λόγος εισηγήσεις του Εφεσείοντα απορρίπτονται.

 

      Κάτι τελευταίο, με τη δική του αξία.

 

      Αφού συνοψίζει, κατ’ ουσίαν, τον πυρήνα των όσων ο Εφεσείων αμφισβητεί.

 

      Η Προσφυγή στρεφόταν κατά της απόφασης των Εφεσίβλητων (ημερομηνίας 22.11.13) για διακοπή παροχής δημοσίου βοηθήματος στον Εφεσείοντα διότι τα εισοδήματα του ήσαν (ως ήδη έχουμε επισημάνει) «… υψηλότερα του δημοσίου βοηθήματος». Ήταν με αυτό ως δεδομένο, που κρίθηκε πρωτοδίκως η Προσφυγή, με την ακόλουθη περικοπή από την Πρωτόδικη Απόφαση να είναι ενδεικτική (και συνάμα περιεκτική), για ό,τι τώρα απασχολεί:

 

«……………………………………………………………………………………………………………….

Σε συναντήσεις που ακολούθησαν ο αιτητής και η οικογένεια του προσκόμισαν δηλώσεις των παιδιών του αιτητή ότι οι ίδιοι αδυνατούσαν να συντηρήσουν τους γονείς τους. 

 Με βάση όλα τα έγγραφα που κατατέθηκαν ή προσκομίστηκαν στην αρμόδια υπηρεσία, Λειτουργός των καθ΄ ων η αίτηση επαναξιολόγησε τα κριτήρια παροχής δημοσίου βοηθήματος προς τον αιτητή και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, το υφιστάμενο εισόδημα του αιτητή κάλυπτε τις βασικές και ειδικές ανάγκες του ιδίου και της συζύγου του. Ενημερώθηκε προς τούτο ο αιτητής με επιστολή ημερ. 22 Νοεμβρίου 2013, ότι, δεν ήταν δυνατή η συνέχιση παροχής δημοσίου βοηθήματος.

………………………………………………………………………………………………………………... 

 Όπως έχω σημειώσει οι καθ΄ ων η αίτηση μετά που εξέτασαν την περίπτωση του αιτητή, έχοντας στην κατοχή τους τα στοιχεία που αναφέρθηκαν πιο πάνω, σε σχέση με την ακίνητη ιδιοκτησία και την αξιοποίηση της, κατέληξαν ότι, δεν ήταν δικαιούχος δημοσίου βοηθήματος καθότι τα εισοδήματα του κάλυπταν τις βασικές και ειδικές ανάγκες του ιδίου και της συζύγου του.

Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Δημοσίων Βοηθημάτων Νόμου, Ν.95(Ι)/2006:

«Σε κάθε πολίτη της Δημοκρατίας ο οποίος:

(α) έχει τη νόμιμη συνήθη διαμονή του, για συνεχή περίοδο τουλάχιστον ενός έτους, στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, και

(β) του οποίου το εισόδημα και οι άλλοι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών και ειδικών αναγκών του, παρέχεται δημόσιο βοήθημα από το Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου...».

 

 

Στο άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου, αναφέρεται ότι, εισόδημα και οικονομικοί πόροι περιλαμβάνουν καθαρό εισόδημα από την εργασία, την περιουσία και οποιαδήποτε σύνταξη και από το σχέδιο κοινωνικών ασφαλίσεων.

Ο αιτητής όταν υπέβαλε αρχικώς την αίτηση για παροχή δημοσίου βοηθήματος, η οποία και ενεκρίθη, δεν είχε δηλώσει την ακίνητη του ιδιοκτησία. Στο στάδιο της επανεξέτασης της αίτησης του, και μετά τη διαπίστωση ότι όντως ήταν κάτοχος ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας, προσκόμισε ενοικιαστήριο έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο αξιοποιείτο η εν λόγω περιουσία. Κατά τη λήψη της απόφασης λήφθηκε επίσης υπόψη το ποσό που ο αιτητής λάμβανε από την Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπως και άλλα επιδόματα. Ερευνήθηκε περαιτέρω κατά πόσο υπήρχαν εξαρτώμενα άτομα και διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχαν. Αναφορικά με το γιο του αιτητή, για τον οποίο αναφέρθηκε ότι είναι άνεργος, δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε σχετική βεβαίωση και ούτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εξαρτώμενος κατά τον υπολογισμό των βασικών του αιτητή και της συζύγου του.

……………………………………………..…………………………………………….………….……….».

 

       Με κατά νουν τον λόγο έφεσης, καμιά έκφανση των επιχειρημάτων και θέσεων του Εφεσείοντα δεν θα μπορούσε να επιφέρει πλήγμα στις διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αυτές, παρέμειναν ακλόνητες. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - με γνώμονα τις πρόνοιες του άρθρου 3(1) του Περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(Ι)/06 - συνεκτίμησε και υπολόγισε κατά τα δέοντα, όσα παρουσιάστηκαν και αναπτύχθηκαν ενώπιον του (και σε αυτά συμπεριλαμβάνονται τα Παραρτήματα 1 και 2 στην Απάντηση του Εφεσείοντα ημερομηνίας 18.6.14 στο πλαίσιο της Προσφυγής), ερμηνεύοντας σωστά τις εφαρμοζόμενες στην περίπτωση νομοθετικές πρόνοιες και απολήγοντας ότι η έρευνα που έγινε ήταν η δέουσα και πως, με αυτή, είχε καλυφθεί όλο το φάσμα των οικονομικών και περιουσιακών στοιχείων του Εφεσείοντα.

 

      Πράττοντας έτσι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε ενδεδειγμένως, αποφαινόμενο, βασικώς, πως δεν συνέτρεχαν λόγοι για επέμβαση στην ευχέρεια με την οποία οι Εφεσίβλητοι διάλεξαν, ως Διοίκηση, να ερευνήσουν το αίτημα του Εφεσείοντα. Ο χειρισμός αυτός τού Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι πλήρως εναρμονισμένος με πάγια νομολογία (βλ. GES (Global Environmental Solutions Ltd) ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 135/14, ημ. 7.6.21). 

 

      Δεν παρέχεται περιθώριο ανατροπής της Πρωτόδικης Απόφασης.

 

      Η έφεση απορρίπτεται.

 

      Τα έξοδα, ύψους €1.000,00, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

                                                                    Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

                                                                    Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                                    Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

                                                         

 

                                                                    Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                    Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

 

/κβπ                              


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο