ECLI:CY:AD:2021:C292
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική έφεση Αρ. 168/2014)
(Συνεκδ.Υποθέσεις αρ.821/11 & 853/11)
1 Ιουλίου, 2021
[Π.ΠΑΝΑΓΗ, Π., Κ.ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Χ.ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσείoυσα/Καθ΄ης η αίτηση
και
1. xxx ΚΟΝΤΟΥ (Υποθ. αρ.821/11)
2. xxx ΖΑΝΝΟΥΠΑ – ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑ (Υποθ.αρ.853/11)
Εφεσίβλητες/Αιτήτριες
_ _ _ _ _ _
M.Φράγκου, (κα), για Αλ.Ευαγγέλου & ΣΙΑ ΔΕΠΕ, για την εφεσείουσα
Α.Σ.Αγγελίδης, για την εφεσίβλητη 1
Δ.Αμερικάνου, (κα), για την εφεσίβλητη 2
Α.Κωνσταντίνου για το Ενδιαφερόμενο Μέρος-xxx Χρυσάνθου
_ _ _ _ _ _
ΠΑΝΑΓΗ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι δύο εφεσίβλητες αιτήτριες σε αντίστοιχες προσφυγές τους (προσφυγή 821/11 xxx Κοντού και προσφυγή 853/11 xxx Ζαννούπα Χατζησάββα) προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο προσβάλλοντας τη νομιμότητα της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση Κεντρικής Τράπεζας (νυν εφεσείουσας) ημερ. 15.4.2011 με την οποία είχαν προαχθεί στη θέση Διοικητικού Βοηθού Γ΄ τάξης τα ενδιαφερόμενα μέρη (ΕΜ) και στις δύο αιτήσεις: xxx Γεωργιάδου, xxx Θεοφίλου, xxx Νικολάου Μαραγκού και xxx Χριστοδούλου και επιπρόσθετα στην προσφυγή 853/11 τα ΕΜ xxx Αναστασίου, xxx Βασιλειάδου, xxx Γαβριηλίδου, xxx Ζαφείρη, xxx Ρώσσου, xxx Σταυρινού και xxx Χρυσάνθου.
Η διαδικασία:
Με βάση το άρθρο 20(1)(δ) του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου του 2002, Ν.138(Ι)/2002 (ο Νόμος), ο αρμόδιος για το διορισμό υπαλλήλων είναι ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας ο οποίος, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, ενεργεί σύμφωνα με τη γνώμη της Επιτροπής Προσωπικού (άρθρο 22 του Νόμου). Η γνωμοδότηση της Επιτροπής εν προκειμένω, ήταν ότι οι επίδικες θέσεις θα πρέπει να πληρωθούν μέσω προαγωγής από το αρμόδιο προσωπικό. Η Επιτροπή, κατά τη συνεδρία ημερ. 11.4.2011, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή εκχώρησε τις αρμοδιότητες της σε Υπεπιτροπή για να εξετάσει, μεταξύ άλλων, τις ως άνω προαγωγές και να προβεί σε συστάσεις προς το Διοικητή (άρθρο 22(3) του Νόμου). Επρόκειτο για 12 θέσεις Διοικητικού Βοηθού Γ΄ τάξης. Κρίθηκε πως οι αιτήτριες και τα ΕΜ πληρούσαν τα εκ του σχεδίου υπηρεσίας προσόντα.
Στοιχεία που έλαβε υπόψη η Υπεπιτροπή:
Κατά την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, η Υπεπιτροπή συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, με βάση τα νομοθετημένα κριτήρια – αξία, πείρα και προσόντα – όπως αυτά καθορίζονται από την §11 των Οδηγιών και τις αρχές του διοικητικού δικαίου, όπως καθιερώθηκαν από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, από την οποία προκύπτει η ευχέρεια της να αποδώσει περισσότερη ή λιγότερη βαρύτητα σ΄ ένα από αυτά. Για τους λόγους που επεξηγεί στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίας της, η Υπεπιτροπή αποφάσισε, για σκοπούς πλήρωσης των θέσεων, ότι ο παράγοντας της αξίας θα έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα. Παρατήρησε σχετικά, εφόσον προηγουμένως μελέτησε και έλαβε υπόψη της την αξία όλων των υποψηφίων, όπως φαίνεται στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων τους, και έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην αξιολόγηση της απόδοσης τους για τα έτη 2008-2010, ότι η γενική απόδοση των περισσότερων υποψηφίων για τα σχετικά έτη, ήταν εξαίρετη. Εν όψει τούτου, θεώρησε, ότι και μικρή διαφορά στις ετήσιες αξιολογήσεις, μπορεί να αποκτήσει σημασία, γι΄ αυτό και υπεισήλθε στην αναλυτική βαθμολογία των υποψηφίων.
Σε περίπτωση όπου η αξία δύο υποψηφίων θα κυμαινόταν σε παρόμοια επίπεδα και η πείρα στην προηγούμενη θέση, «Προσωρινή/έκτακτη υπηρεσία» θα ήταν ουσιαστική, αποφάσισε να δοθεί βαρύτητα στο κριτήριο της πείρας. Διαπιστώθηκε, σύμφωνα με τους όρους, τα σχέδια υπηρεσίας και τις οδηγίες ότι οι Γαβριηλίδου xxx, Αναστασίου xxx, Βασιλειάδου xxx, Ρώσσου xxx, Χρυσάνθου xxx, πλεονεκτούσαν ως προς τα προσόντα.
Στη συνέχεια η Υπεπιτροπή συνεκτιμώντας και σταθμίζοντας όλα τα πιο πάνω στοιχεία, παράγοντες και γεγονότα, έκρινε ως καταλληλότερους και σύστησε για προαγωγή τα δώδεκα ΕΜ στην επίδικη θέση, προβαίνοντας μάλιστα σε σύγκριση των συστηθέντων, με τους λοιπούς υποψηφίους.
Ο Διοικητής, ασκώντας τις εξουσίες του, υιοθέτησε τις συστάσεις της Υπεπιτροπής και προήξε τα δώδεκα ΕΜ, στη θέση του Διοικητικού Βοηθού Γ΄ τάξης, από 1.5.2011, με κοινοποίηση προς όλο το προσωπικό (εγκύκλιος Α.Δ. 1/2011, ημερ. 18.4.2011).
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
Το Δικαστήριο αφού απέρριψε ισχυρισμό των εφεσιβλήτων για τη μη νομιμότητα της σύστασης της Υπεπιτροπής και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, εξέτασε το λόγο ακυρότητας που ήταν κοινός και στις δύο προσφυγές. ΄Ητοι, τη συμμετοχή στην Υπεπιτροπή του κ.xxx Πουλλή, Ανώτερου Διευθυντή του Τμήματος Εποπτείας και Ρύθμισης Τραπεζικών Ιδρυμάτων της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία, ενόψει της σχέσης του, κατά τον ουσιώδη χρόνο, με το ΕΜ Χρυσάνθου (άμεσα προϊστάμενος της) και με το ΕΜ Μαραγκού (ιδιαιτέρα του) παραβίαζε την αρχή της αμεροληψίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η «ιδιάζουσα σχέση» στοιχειοθετείται μόνο σε σχέση με το ΕΜ Μαραγκού που υπήρξε η ιδιαιτέρα του και όχι με το ΕΜ Χρυσάνθου που ήταν απλώς προϊστάμενος της. Κατέληξε δε ως εξής, σελ.10:
«….Όπως έχει νομολογηθεί η επαγγελματική σχέση του διευθυντή με την ιδιαιτέρα του, παρόλο που δεν συνιστά δεσμό, μπορεί να χαρακτηριστεί «ιδιάζουσα σχέση» έναντι των άλλων υφισταμένων του, λαμβάνοντας υπόψη τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της ιδιαιτέρας γραμματέας έναντι του προϊσταμένου της. Υπό τις περιστάσεις ο κ. Πουλλής είχε καθήκον να αναφέρει το γεγονός και να αποφύγει να λάβει μέρος στη διαδικασία προαγωγής. Συνεπώς, τεκμαίρεται δια νόμου η μεροληπτική ενέργεια του κ. Πουλλή παραβιάζουσα την αρχή της αμεροληψίας, αποδεικνύει «ιδιάζουσα σχέση», άρθρο 42(2) του Ν. 158(Ι)/99, ώστε να επιφέρει ακυρότητα της επίδικης πράξης. Δεν απαιτείται λοιπόν, υπό τις περιστάσεις, να εξετασθεί, αν, η ενέργεια αυτή ήταν πράγματι μεροληπτική ή όχι»
Στην κρίση του αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στη Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 ΑΑΔ 769, 774-775, από την οποία παρέθεσε το ακόλουθο απόσπασμα:
«Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο τεκμαίρεται επηρεασμός της κρίσης του Γενικού Διευθυντή, έτσι που να κλονίζει την πεποίθηση του διοικούμενου για το αδιάβλητό της, επειδή σύστησε για προαγωγή το σύζυγο της ιδιαιτέρας του, χωρίς μάλιστα να αναφέρει το γεγονός αυτό στην ΕΔΥ. Είναι αυτή η σχέση ιδιάζουσα; Συνδέεται ο Γενικός Διευθυντής, ενόψει της επαγγελματικής σχέσης του με την ιδιαιτέρα του, διά δεσμού ή ιδιάζουσας σχέσης, όπως προνοεί ο Νόμος;
Ιδιάζουσα είναι η σχέση που ξεχωρίζει, που διαφέρει ή διακρίνεται από άλλη και ο δεσμός είναι σχέση που προϋποθέτει ή συνεπάγεται ηθικό, νομικό ή συναισθηματικό σύνδεσμο. (Βλ. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη, Έκδοση 1998, σελ. 774 και 471). Κατά τη γνώμη μας, παρόλο που η επαγγελματική σχέση του Γενικού Διευθυντή με την ιδιαιτέρα του δεν είναι δεσμός, εντούτοις μπορεί να χαρακτηριστεί "ιδιάζουσα σχέση" έναντι των άλλων υφισταμένων του, λαμβάνοντας υπόψη τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της ιδιαιτέρας γραμματέας έναντι του προϊσταμένου της. Πέραν τούτου, είναι κατάδηλο ότι η ιδιαιτέρα γραμματέας του Γενικού Διευθυντή είχε συμφέρον να προαχθεί ο σύζυγος της και ο Γενικός Διευθυντής υπό τις περιστάσεις είχε καθήκον να αναφέρει το γεγονός αυτό στην ΕΔΥ και να αποφύγει να λάβει μέρος στη διαδικασία προαγωγής. Επομένως, συμφωνούμε με την κατάληξη της πρωτόδικης απόφασης επί του θέματος γιατί τεκμαίρεται διά νόμου η μεροληπτική ενέργεια του Γενικού Διευθυντή και δεν χρειάζεται υπό τις περιστάσεις να εξετασθεί αν η ενέργεια αυτή ήταν πράγματι μεροληπτική ή όχι.»
Για τους λοιπούς λόγους ακυρότητας το πρωτόδικο Δικαστήριο διαχώρισε την εξέταση τους, κατά προσφυγή, ως εξής:
Προσφυγή υπ΄αρ. 821/11 - xxx Κοντού:
«Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση πάσχει: η Υπεπιτροπή αποφάσισε να δώσει βαρύτητα στον παράγοντα της αξίας, παραλείποντας να λάβει υπόψη την υπέρτερη πείρα και αρχαιότητα της, παρόλο που αποφάσισε ότι, σε περίπτωση που η αξία των υποψηφίων κυμαίνεται σε παρόμοια επίπεδα, η πείρα στην προηγούμενη θέση είναι ουσιαστική.
Υποστηρίζει η αιτήτρια, ότι υπερέχει σε αρχαιότητα και πείρα κατά 15 χρόνια, έναντι των ΕΜ Γεωργιάδου, Θεοφίλου και Μαραγκού, και έναντι της Χριστοδούλου, κατά 9 χρόνια: υπηρετούσε από το 1978 ως βοηθός γραφέας και από το 1989 ως γραφέας με προαγωγές το 2008 και 2010. Η Υπεπιτροπή περιορίστηκε σε μια απλή, φραστική, καταγραφή της υπεροχής της ως προς την πείρα, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση ώστε να της δοθεί η δέουσα βαρύτητα, ούτε και έγινε η οφειλόμενη αξιοκρατική σύγκριση.
Ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν ευσταθεί.
Παρατηρώ ότι η απόφαση της Υπεπιτροπής, να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στην αξία, εμπίπτει στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας να αποδώσει περισσότερη ή λιγότερη βαρύτητα σε ένα από τα αξιολογικά κριτήρια (Ευαγγέλου κ.α. ν. Κεντρικής Τράπεζας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3051, 3063).
Θεωρώ ότι η κρίση της Υπεπιτροπής να υπεισέλθει στις επιμέρους αξιολογήσεις των υποψηφίων, ειδικά για τα έτη 2008-2010, στα οποία αποφάσισε να προσδώσει ιδιαίτερη σημασία, ήταν ορθή και νόμιμη (Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, 389).
Από τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων και τους συγκριτικούς πίνακες, ως προς την αξία, προκύπτει ότι, πράγματι, τα ΕΜ υπερέχουν σε αξία της αιτήτριας, για την περίοδο 2005-2010, ενώ για τα έτη 2005-2007 η αιτήτρια είχε γενική αξιολόγηση «Β» και τα ΕΜ «Α». Για την περίοδο 2008-2010, συγκεντρώνουν όλοι γενική βαθμολογία «Α», πλην όμως η αιτήτρια έχει τα ολιγότερα «Α», που αντιστοιχούν στο «Εξαίρετος», με διαφορά από τα ΕΜ.
Αναφορικά με την «πείρα» καταγράφεται ότι η αιτήτρια «έχει υπεροχή σε πείρα στην προηγούμενη θέση». Η ισχυριζόμενη αρχαιότητα της αιτήτριας, θα μπορούσε να προσμετρήσει υπέρ της, μόνο εφόσον στα υπόλοιπα στοιχεία – αξία, προσόντα – οι υποψήφιοι ήταν ίσοι. Κάτι που δεν συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση.
Εδώ, είναι δεδομένη η υπεροχή των ΕΜ ως προς την αξία, την οποία υπό τις περιστάσεις, δεν θεωρώ οριακή εν όψει της ισοπεδωτικής αξιολόγησης των υπαλλήλων με «Εξαίρετος», (Αττάς κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (2012) 3 Α.Α.Δ. 8, 17).
Υπό το φως των ανωτέρω στοιχείων, η πείρα της αιτήτριας και κατ΄ επέκταση η αρχαιότητα της, δεν θα μπορούσαν να υπερισχύσουν. Θεωρώ ότι η Υπεπιτροπή ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας επιλέγοντας τα ΕΜ, ως τα καταλληλότερα για προαγωγή.
Επιπρόσθετα, η αιτήτρια ισχυρίζεται, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει, καθότι ο Διοικητής παρέλειψε να διεξάγει δέουσα έρευνα σε σχέση με τα στοιχεία των φακέλων και να διαπιστώσει, αν όντως, τα ΕΜ με βάση τα στοιχεία των φακέλων, υπερισχύουν ως πραγματικά καταλληλότεροι αξιοκρατικά.
Νομότυπα, κρίνω, αποφάσισε ο Διοικητής και υιοθέτησε τη σύσταση της Υπεπιτροπής, ενεργώντας σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της τελευταίας και συνεπώς, εμποδίζεται να εκδώσει διαφορετική θετική πράξη (Μιχαήλ ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (2003) 3 Α.Α.Δ. 326, 330).
Η αιτιολογία της Υπεπιτροπής για προαγωγή των ΕΜ στο τέλος της ημέρας, ενσωματώθηκε στην απόφαση του Διοικητή. Δεν παρίστατο καμιά ανάγκη επανάληψης αιτιολογίας που ο Διοικητής αποδέχεται, άρθρο 15(2)(3) του Νόμου.
Προσφυγή υπ΄αρ.853/11 - xxx Ζάννουπα-Χατζησάββα
Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η Υπεπιτροπή παράνομα, χωρίς επαρκή δικαιολογία και μεροληπτικά, έδωσε βαρύτητα στις αξιολογήσεις των ετών 2008-2010, έχει ήδη απαντηθεί στην προσφυγή αρ.821/2011. Υιοθετώ προς αποφυγή επανάληψης όσα ήδη έχω αναφέρει ανωτέρω.
Η αιτήτρια προωθεί πρόσθετους λόγους ακυρότητας: ότι η Υπεπιτροπή ενήργησε υπό πλάνη παραγνωρίζοντας ότι υπερέχει σε πείρα, αξία και προσόντα των ΕΜ, προήγαγε τα ΕΜ χωρίς η ίδια να προβεί σε δέουσα έρευνα και ενώ παρέλειψε να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση της.
Είναι αποδεκτό, όπως φαίνεται από το πρακτικό της Υπεπιτροπής ημερ. 15.4.2011, ότι η αιτήτρια υπερέχει σε πείρα έναντι των 10 από τα 12 ΕΜ, χωρίς όμως να δοθεί στο στοιχείο αυτό ιδιαίτερη βαρύτητα ενώ ως προς την αξία, ισχυρίζεται ότι έχει υπεροχή έναντι του ΕΜ Χρυσάνθου xxx. Η βαθμολογία της, για τα έτη 2008, 2009 και 2010 ήταν 9 Α και 2 Β, ενώ του ΕΜ 5 Α, 5Β 1Γ (200(), 7 Α, 4 Β (2009) και 6 ΙΕ, 5 Α (2010). Με δεδομένη την υπεροχή της στην αξία έναντι του ΕΜ Χρυσάνθου, είναι εμφανές, υποβάλλει η αιτήτρια, ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ενεργώντας υπό πλάνη περί τα πράγματα, δεν έλαβαν υπόψη την υπεροχή της. Όμως ούτε και έναντι των άλλων υποψηφίων διεξήγαγαν τη δέουσα έρευνα, για να διαπιστώσουν την υπεροχή της ως προς τα προσόντα. Παραπέμπει στο δίπλωμα του Ινστιτούτου Τραπεζιτών του Λονδίνου (The Chartered Institute of Bankers Diploma in Financial Services – IFS) που απέκτησε το Φεβρουάριο του 2001. Το IFS θεωρείται ισότιμο, υποβάλλει, με τα διπλώματα AIB και ACCA τα οποία, όπως κρίθηκε με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας του Οκτωβρίου 2004, είναι ισότιμα με το American Institute of Bankers (AIB/BSc Financial Services). Ουδεμία αναφορά έγινε από τους καθ΄ ων η αίτηση στο εν λόγω προσόν της ως πλεονέκτημα, ενώ για κάποια από τα ΕΜ έγινε ειδική αναφορά, όπως το ΕΜ Χρυσάνθου xxx. Επιπρόσθετα, αμφισβητεί τη δυνατότητα της Υπεπιτροπής να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στα επιπλέον προσόντα, κάποιων υποψηφίων ως πλεονέκτημα, εφόσον το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης δεν αποδίδει πλεονέκτημα.
Στη βάση του οριοθετημένου πλαισίου αξιολόγησε, όπως το όρισε η Υποεπιτροπή και όπως το παρέθεσα ανωτέρω, προχώρησε στη σύσταση των υποψηφίων. Από το συγκριτικό πίνακα μεταξύ των δύο υποψηφίων, αιτήτριας και ΕΜ, όπως τον ετοίμασαν οι δικηγόροι των καθ΄ ων η αίτηση και από τα όσα καταγράφονται στο σκεπτικό της επίδικης απόφασης, σε σχέση με το ΕΜ Χρυσάνθου xxx και την αιτήτρια αρ. 14, προκύπτει ξεκάθαρα, ότι η αιτήτρια υπερέχει του ΕΜ για όλα τα έτη αξιολόγησης 2005-2009, πλην του 2010. Εν όψει τούτου, δεν διακρίνω πώς οι καθ΄ ων η αίτηση θεώρησαν ότι το ΕΜ υπερέχει στην αξία έναντι των άλλων υποψηφίων. Και αυτό τη στιγμή που η ίδια η Υπεπιτροπή κατέγραψε στο πρακτικό της απόφασης της ότι η αιτήτρια υπερέχει σε πείρα στην προηγούμενη θέση. Σχετικά με τα προσόντα κρίθηκε ότι το ΕΜ κατέχει πλεονέκτημα, όχι όμως και η αιτήτρια. Σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται η αιτήτρια, δεν θα μπορούσε το δίπλωμα της να θεωρηθεί ως πλεονέκτημα: το Diploma in Financial Services Management (Banking Certificate), αποτελεί μόνο το Μέρος Ι του διπλώματος ACIB/BSc Financial Services.
Καταλήγω με βάση το σύνολο των πιο πάνω στοιχείων σε σχέση με την αιτήτρια και το ΕΜ Χρυσάνθου xxx, ότι τόσο η Υπεπιτροπή, όσο και ο Διοικητής, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, ενήργησαν κάτω από πλάνη περί τα πράγματα, χωρίς δέουσα έρευνα και έλλειψη αιτιολογίας.
Η προσβαλλόμενη απόφαση, στο βαθμό και στην έκταση που αυτή αφορά το ΕΜ 12 Χρυσάνθου xxx είναι τρωτή και πρέπει να ακυρωθεί».
Kατέληξε δε το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την 821/11 ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί αναφορικά με το ΕΜ Μαραγκού και ότι η προσφυγή επιτύγχανε αναφορικά με αυτή ενώ επικυρώνετο ως προς τα υπόλοιπα ΕΜ και η προσφυγή απορρίπτετο ως προς αυτά.
Αναφορικά με την προσφυγή 853/11 η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνετο αναφορικά με τα ΕΜ Μαραγκού και Χρυσάνθου για τα οποία η προσφυγή επιτύγχανε ενώ η πράξη επικυρώνετο και η προσφυγή απορρίπτετο σε σχέση με τα υπόλοιπα ΕΜ.
Λόγοι έφεσης:
(1) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε στις σελ.8-12 της απόφασης του ότι υπάρχει παραβίαση του άρθρου 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99 με τη συμμετοχή του κ. xxx Πουλλή αναφορικά με την xxx Μαραγκού-Νικολάου (ΕΜ3 στην υπόθεση αρ.821/2011 και ΕΜ8 στην υπόθεση αρ.853/2011) στη διαδικασία των επίδικων προαγωγών.
(2) Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε στη σελ.18 της απόφασης του ότι με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον του σε σχέση με την αιτήτρια και το ΕΜ 12 xxx Χρυσάνθου τόσο η Υπεπιτροπή, όσο και ο Διοικητής, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, ενήργησαν κάτω από πλάνη περί τα πράγματα, χωρίς δέουσα έρευνα και αιτιολογία.
Προδικαστικό θέμα:
Η πλευρά των εφεσιβλήτων 1 και 2 προέβαλαν ως προδικαστικό θέμα ότι η εφεσείουσα δεν νομιμοποιείται να προωθεί την παρούσα, καθότι δεν έχει συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση, ως προβλέπεται στα ΄Αρθρα 146.5 και 150 του Συντάγματος.
Εκείνο που θα μπορούσε η εφεσείουσα να πράξει μετά την ακυρωτική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν να προβεί στην επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης και βεβαίως στην έκδοση νέας απόφασης με συμμόρφωση προς το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης. Εδώ δεν έγινε επανεξέταση. Καταχωρήθηκε, ωστόσο, έφεση με σκοπό τον παραμερισμό της ακυρωτικής απόφασης, κάτι βεβαίως που επηρεάζει την επανεξέταση (βλ. Νικολαϊδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ΑΕ8/14, 22.6.2020), ECLI:CY:AD:2020:C162. Ο κ.Αγγελίδης εισηγήθηκε ότι η απουσία επανεξέτασης και η μη αναστολή της πρωτόδικης απόφασης οδηγεί στη μη νομιμοποίηση της εφεσείουσας να προωθεί την παρούσα έφεση, ενώ δεν έχει συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση ως προβλέπουν τα ΄Αρθρα 146.5 και 150 του Συντάγματος. Η ίδια εισήγηση, αν και όχι σε τόσην έκταση, έγινε από την κα Αμερικάνου.
΄Εχουμε μελετήσει όλες τις αυθεντίες που οι ευπαίδευτοι συνήγοροι επικαλέστηκαν.
Επί του θέματος άκρως σχετική και διαφωτιστική είναι η απόφαση ΚΟΤ ν. Χριστοφίδου, ΑΕ146/14, 12.7.2016, η οποία αφορά ακριβώς αίτημα που έγινε εκ μέρους των εφεσιβλήτων για μη νομιμοποίηση των εφεσειόντων να προωθούν την έφεση, ενόψει μη συμμόρφωσης. Στις λοιπές αυθεντίες δεν εξετάζεται in concreto η συνέπεια της μη συμμόρφωσης στην έφεση, όπως συμβαίνει στη Χριστοφίδου, ανωτέρω. Η ίδια εισήγηση η οποία διατυπώθηκε στην αναφερόμενη απόφαση επαναλαμβάνεται και στην κρινόμενη περίπτωση. Συνεπώς είναι αναγκαίο η Χριστοφίδου να αναλυθεί εκτεταμένα.
Αρχικά στην απόφαση έγινε μια καταγραφή της νομολογίας υπό το πρίσμα των σχετικών προνοιών του Συντάγματος. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Κατ΄ ακολουθία του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος, η Διοίκηση, μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης, υποχρεούται «εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην». Προς τον σκοπό αυτό επανεξετάζει το εγερθέν ζήτημα με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα από το Δικαστήριο απόφαση (Republic v. Nissiotou (1985) 3 CLR 1335, Kyriacou v. Minister of Interior (1988) 3 CLR 643). Όπως λέχθηκε στην απόφαση Μαυρομάτη κ.α ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1990) 3 ΑΑΔ 3943, το καθήκον της Διοίκησης πρ.ος συμμόρφωση προσδιορίζεται από το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος κατά τρόπο επιτακτικό και οριοθετείται ως καθήκον που επιβάλλει την εξαφάνιση των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσας πράξης και την αποκατάσταση της τάξης πραγμάτων που ίσχυε πριν την έκδοσή της. Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών, έχει επίσης νομολογηθεί ότι η παράλειψη αποκατάστασης της νομιμότητας με την εξαφάνιση της πράξης, συνιστά παράλειψη εκπλήρωσης υποχρέωσης που θέτει το πιο πάνω Άρθρο του Συντάγματος, υποκείμενη σε αναθεώρηση βάσει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος (Εγγλεζάκη και άλλες ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 ΑΑΔ 697).
Πάγια νομολογία αναγνωρίζει ότι η άσκηση έφεσης δεν επιφέρει αυτόματα την αναστολή της πρωτόδικης απόφασης, εκτός εάν εκδοθεί ρητή διαταγή, βάσει των προνοιών της Δ.35, θ.18 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (Κ.Ο.Α. ν. Σάββα (2001) 3 ΑΑΔ 1110). Συνεπώς, πρωτόδικη απόφαση θεωρείται ως τελική και διατηρεί τον τελικό αυτό χαρακτήρα της έστω και αν έχει καταχωρηθεί έφεση, εκτός βεβαίως και αν ανατραπεί, οπόταν το ανατρεπτικό αποτέλεσμα επενεργεί αναδρομικά (Kyproxil Designs v. Panos Englezos (1988) 1 CLR 546).
Στην υπό κρίση περίπτωση ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων έθεσε ότι υπήρξε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, αφού η επίδικη πράξη εξαφανίστηκε με την ακύρωσή της, δεχόμενος όμως ότι δεν προχώρησαν οι Εφεσείοντες σε επανεξέταση.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Οι λόγοι που ακυρώθηκε η απόφαση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου φαίνονται στην πρωτόδικη απόφαση και ανάγονται κυρίως στη δικαστική κρίση ότι το δικαίωμα της εφεσίβλητης για μετάταξη δεν περιοριζόταν με κανένα τρόπο από την απόφαση πολιτικής των Εφεσειόντων ημερομηνίας 19.1.2010.
Σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελίδα 281:
«Η Διοίκησις υποχρεούται, απαγγελθείσης υπό του Σ.Ε. της ακυρώσεως πράξεώς τινός, να συμμορφωθή προς το περιεχόμενον της αποφάσεως αναλόγως των εκάστοτε περιστάσεων, διά θετικής ενεργείας ή ν΄ απόσχη από πάσης ενεργείας αντιτιθεμένης προς τα υπό του Σ.Ε. κριθέντα.»
Όπως επιβεβαιώνεται στην πολύ πρόσφατη απόφαση Επαμεινώνδα κ.α. ν. Δήμου Λεμεσού, ΑΕ 27/2009, ημερ. 28.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:C177:
«Η «ενεργός συμμόρφωση», που προνοείται στο εδάφιο 5 του άρθρου 146 του Συντάγματος παραπέμπει στην υποχρέωση της διοίκησης να επανεξετάζει υπό το φως του ακυρωτικού αποτελέσματος.»
Στην απόφαση Κ.Ο.Α. (ανωτέρω), που αφορούσε περίπτωση προαγωγής, κρίθηκε ότι η διοίκηση συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση παραμερίζοντάς την και προβαίνοντας και σε επανεξέταση του αντικειμένου της προηγούμενης απόφασης, με το ίδιο αποτέλεσμα. Η Ολομέλεια κατέληξε ως ακολούθως, στη σελίδα 1114:
«Η επανεξέταση έχει ως αντικείμενο την πλήρωση του κενού που δημιουργείται από την ακυρωθείσα απόφαση. Μέσω της επέρχεται η πλήρωση του κενού, με την έκδοση νέας απόφασης. Αποδοχή της εξαφάνισης της πρώτης αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση νέας διοικητικής απόφασης.»
Η Ολομέλεια, στη συνέχεια, διατύπωσε το κρίσιμο ερώτημα το οποίο συνιστούσε το κομβικό σημείο της υπόθεσης. Δηλαδή: «…το κατά πόσο η παράλειψη συμμόρφωσης αγγίζει το δικαίωμα των εφεσειόντων προς καταχώρηση και προώθηση της έφεσης τους εναντίον της πρωτόδικης απόφασης». Συσχέτισε δε το ερώτημα αυτό κατ΄αναλογία με το ερώτημα που απασχόλησε την προγενέστερη νομολογία, στο κατά πόσο δηλαδή θα έπρεπε το Δικαστήριο να ακούσει τους εφεσείοντες, προτού αυτοί συμμορφωθούν. Στη συνέχεια, η Ολομέλεια παρατηρεί τα ακόλουθα:
«Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 ΑΑΔ 203, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κλήθηκε να εξετάσει τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης της Διοίκησης με ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ηγέρθηκε δε, ως κεντρικό ερώτημα, το εάν οι εφεσείοντες ήταν υπόλογοι περιφρόνησης Δικαστηρίου, με δεδομένη την άρνησή τους να συμμορφωθούν με την ακυρωτική απόφαση και εάν, υπό τις συνθήκες αυτές, θα μπορούσαν να δικαστούν. Η πλειοψηφία, αφιστάμενη και διαφωνώντας με προηγούμενη νομολογία (R. v. Nissiotou (1985) 3 ΑΑΔ 1335 και Kyriacou v. Minister of Interior (1988) 3 ΑΑΔ 643), την αναθεώρησε. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει συνταγματική ή νομοθετική διάταξη που να καθιστά οποιουσδήποτε λειτουργούς ή όργανα που δεν συμμορφώνονται με ακυρωτικές αποφάσεις αναθεωρητικής δικαιοδοσίας ως ένοχους του παραπτώματος της περιφρόνησης του Δικαστηρίου και υποκείμενους σε οποιαδήποτε ποινή.
Θεωρήθηκε ορθή η επέμβαση και εγκατάλειψη της προηγούμενης νομολογίας χάριν της προσήλωσης στην ερμηνεία των συνταγματικών και νομοθετικών κειμένων που ένα Δικαστήριο πρέπει να έχει στην άσκηση της ερμηνευτικής του εξουσίας. Τέθηκαν ως λόγοι που καθιστούσαν επιβεβλημένη τη διαφοροποίηση ότι η παράγραφος 4 του Άρθρου 146 του Συντάγματος εξαντλητικά δίδει την έκταση των εξουσιών του ακυρωτικού Δικαστηρίου και καμιά άλλη εξουσία. Από την άλλη μεριά η παράγραφος 5 του πιο πάνω Άρθρου καθορίζει το δεσμευτικό των δηλωτικών ή ακυρωτικών αποφάσεων. Αποφασίστηκε, περαιτέρω, ότι οι θεραπείες τις οποίες έχει ένας αιτητής που πέτυχε προς όφελος του ακυρωτική απόφαση, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, καθορίζονται από την παράγραφο 6 του Άρθρου 146. Υπό το πρίσμα αυτό κρίθηκε ότι πουθενά δεν διαφαίνεται στην υπό αναφορά παράγραφο 6 ότι αιτητής που πέτυχε ακύρωση διοικητικής πράξης δικαιούται να καταχωρήσει αίτηση εναντίον αρχής ή οργάνου για περιφρόνηση Δικαστηρίου. Υπεδείχθη ακόμα ότι η παράλειψη συμμόρφωσης προς ακυρωτικές αποφάσεις που εκδίδονται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου αποτελεί παράβαση του Συντάγματος και όχι μη συμμόρφωση ή ανυπακοή προς απόφαση ή διαταγή του Δικαστηρίου. Με αυτό ως δεδομένο, κρίθηκε ότι οι υπό αναφορά αποφάσεις δεν έχουν από μόνες τους το χαρακτηριστικό της επιταγής ή διαταγής που φέρει ένα απαγορευτικό ή επιτακτικό Διάταγμα και, συνεπώς, δεν τίθεται θέμα περιφρόνησης του Δικαστηρίου και, κατ’ ακολουθία, θέμα άρνησης του Δικαστηρίου να ακούσει τους Εφεσείοντες.
Ο δικαστικός λόγος της Θαλασσινού ακολουθήθηκε στη συνέχεια από την Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 77 και πιο πρόσφατα από την Επαμεινώνδα (ανωτέρω)».
Για να προβεί τελικά η Ολομέλεια στα ακόλουθα συμπεράσματα:
«Έχουμε λοιπόν καταλήξει στο συμπέρασμα, οδηγούμενοι από το σύνολο των αρχών που παραθέσαμε πιο πάνω, ότι δεν παρέχεται η εξουσία στο Δικαστήριο απόδοσης θεραπείας στη βάση που η Εφεσίβλητη αξιώνει με την υπό κρίση αίτηση και η οποία θα οδηγεί στην εξουδετέρωση του εκ του νόμου κατοχυρωμένου δικαιώματος των Εφεσειόντων για καταχώρηση έφεσης. Οι θεραπείες που δικαιούται η Εφεσίβλητη καθορίζονται από την παράγραφο 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος και μορφοποιούνται στην επιδίωξη δικαστικώς αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας, προς το σκοπό επιδίκασης δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας την οποία το Δικαστήριο έχει την εξουσία να παράσχει. Περαιτέρω, παράλειψη συμμόρφωσης με ακυρωτική απόφαση κατά παράβαση του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος, συνιστά παράλειψη εκπλήρωσης υποχρέωσης που θέτει το εν λόγω Άρθρο, υποκείμενη σε αναθεώρηση και ακύρωση βάσει του Άρθρου 146.1 (Εγγλεζάκη (ανωτέρω) σελίδα 702)».
Η πιο πάνω αυθεντία είναι απόλυτα σχετική με το θέμα. Δεν μας ζητήθηκε να αποστούμε λόγω λανθασμένης διατύπωσης αρχής δικαίου, οπότε βεβαίως και μας δεσμεύει. Συνεπώς, το προδικαστικό θέμα θα πρέπει να απορριφθεί.
Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης.
Πρώτος Λόγος ΄Εφεσης:
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99 με τη συμμετοχή του κ. Πουλλή αναφορικά με την xxx Μενελάου Μαραγκού (ΕΜ3 στην υπόθεση 821/11 και ΕΜ8 στην υπόθεση 853/11) κατά τη διαδικασία των επίδικων προαγωγών.
Παραθέσαμε πιο πάνω πώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα. Οι εφεσείοντες επανέρχονται με πυρήνα των επιχειρημάτων τους να είναι ότι η σχέση του κ. Πουλλή (Ανώτερος Διευθυντής στους εφεσείοντες και προϊστάμενος στην Υπηρεσία Ρύθμισης και Παρακολούθησης Τραπεζικών Ιδρυμάτων, μέλος της Επιτροπής Προσωπικού και μέλος της τριμελούς Επιτροπής Αξιολόγησης).
Το άρθρο 42(2) έχει ως εξής:
«42.—(2) ∆ε µετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσµό εξ αίµατος ή εξ αγχιστείας µέχρι και του τέταρτου βαθµού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα µε το άτοµο που αφορά η εξεταζόµενη υπόθεση ή που έχει συµφέρον για την έκβασή της».
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι τέτοια ξεχωριστή σχέση δεν υπήρχε και, στα μάτια του μέσου καλόπιστου αντικειμενικού παρατηρητή, δεν παρέχει στοιχεία που όζουν μεροληπτικής κρίσης. Είναι δε η εισήγηση τους ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρερμήνευσε το σκεπτικό της Σολωμού ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).
Επίσης προέβαλε το επιχείρημα ότι τα καθήκοντα του ΕΜ xxx Νικολάου Μαραγκού ήταν γνωστά τόσο στην Επιτροπή Προσωπικού όσο και στους υπαλλήλους της Κεντρικής Τράπεζας ώστε δεν υφίστατο καθήκον αποκάλυψης, όπως εν αντιθέσει συνέβαινε στη Σολωμού ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).
Θα διαφωνήσουμε με τις θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων. Θα πρέπει να υπομνησθεί πως πρόκειται για ζήτημα αντικειμενικής αμεροληψίας και ανεξαρτήτως του καθήκοντος αποκάλυψης – όπως αυτό προκύπτει και ευθέως με το άρθρο 42(2), ανωτέρω, εκείνο που έχει σημασία είναι η ύπαρξη ιδιάζουσας σχέσης. Δεν βρίσκουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τη Σολωμού. Αντιθέτως, την εφάρμοσε ορθά και αναλογικά στην κρινόμενη περίπτωση, διαφοροποιώντας μάλιστα, τις έννοιες της ιδιαιτέρας γραμματέως μ΄αυτή του απλού υπαλλήλου. (Βλ. και Κεντρική Τράπεζα ν. Τσικκουρή κ.ά. ΑΕ 19/11, 22.12.2016), ECLI:CY:AD:2016:C570. Αυτό προκύπτει από όλες τις υποθέσεις στις οποίες η ίδια η πλευρά των εφεσειόντων παρέπεμψε.
Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Δεύτερος λόγος έφεσης:
Ο δεύτερος λόγος αφορά μόνο την προσφυγή 853/13 και συνεπώς μόνο την εφεσίβλητη 2.
Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε (βλ.σελ.18) ότι με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον του σε σχέση με την εφεσίβλητη 2 και το ΕΜ12 xxx Χρυσάνθου τόσο η Υπεπιτροπή όσο και ο Διευθυντής κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης ενήργησαν κάτω από πλάνη περί τα πράγματα χωρίς δέουσα έρευνα και αιτιολογία.
΄Εχουμε εξετάσει με τη δέουσα βαρύτητα τις εκατέρωθεν εισηγήσεις. Θεωρούμε ότι ούτε ο λόγος αυτός δύναται να επιτύχει. Δεν μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με την πλευρά της εφεσίβλητης ότι η τελευταία υπερτερούσε σε όλα τα κριτήρια που τέθηκαν (αρχαιότητας, πείρας, προσόντων και αξίας).
Εκείνο που δεσπόζει των επιχειρημάτων της εφεσείουσας και του ΕΜ είναι η αξιολόγηση κατά το έτος 2010 που το ΕΜ παρουσιάζει ανοδική απόδοση (61Ε).
Κρίνουμε ότι ήταν απολύτως θεμιτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να παρέμβει στην κρίση του διορίζοντος οργάνου στη βάση της μη ορθής αντίκρισης της εφεσίβλητης και του ΕΜ ως προς τη συνολική αξιολόγηση όλων των προηγούμενων ετών και όχι κατ΄απομόνωση του έτους 2010. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον αντίθετο ισχυρισμό και ορθά έκρινε πως η εφεσείουσα ενεργώντας υπό πλάνη και χωρίς δέουσα έρευνα ανέφερε στα πρακτικά της Υπεπιτροπής (σελ.18) πως η αξία του ΕΜ κυμαίνεται σε παρόμοια επίπεδα με την αξία της εφεσίβλητης.
Στη Δρουσιώτη ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (1990) 3Δ ΑΑΔ 2907, αναφέρονται τα εξής υπό Πική (πρωτοδίκως):
«Με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου, για προσδιορισμό της αξίας υπαλλήλου, συνεκτιμάται το σύνολο της σταδιοδρομίας του, παρόλο που μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη σημασία στην επίδοση του τα τελευταία έτη ως σημαντικότερου δείκτη των ικανοτήτων του. Ως εκ τούτου ο περιορισμός της κρίσης της αξίας της αιτήτριας στα δύο τελευταία έτη συνιστούσε πλάνη ως προς τις αρχές δικαίου που έπρεπε να τύχουν εφαρμογής».
Και ο δεύτερος λόγος έφεσης ομοίως απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων 1 και 2 εκ ποσού €2.000 για εκάστη εξ αυτών, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.
Π.ΠΑΝΑΓΗ, Π.,
Κ.ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ
Χ.ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο