ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ v. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 77/2014 , 1/7/2021

ECLI:CY:AD:2021:C293

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 77/2014

 

1 Ιουλίου, 2021

 

[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ,

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

XXX ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ

Εφεσείουσα/Αιτήτρια

 

ΚΑΙ

 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

ΤΜΗΜΑ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ

Εφεσίβλητοι/Καθ’ων η αίτηση

 

…………………………..

Η εφεσείουσα παρουσιάζεται προσωπικά.

Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους εφεσίβλητους

.......................

 

 

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δ. Σωκράτους, Δ.

…………

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ:  Η εφεσείουσα είχε υποβάλει αίτημα για παροχή δημόσιου βοηθήματος στο ανήλικο παιδί της, ως ανάπηρου προσώπου, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 29/7/2013, την ακύρωση της οποίας επιδίωξε με την καταχωρηθείσα προσφυγή της ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Η πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε την προσφυγή κρίνοντας ότι υπό τις περιστάσεις «η άρνηση αναγνώρισης του τέκνου της αιτήτριας ως αναπήρου ατόμου κρίνεται εύλογη εν όψει του περιεχομένου των πιστοποιητικών και εξετάσεων που είχαν στη διάθεση τους οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Και δέουσα έρευνα υπάρχει αλλά και ικανοποιητική αιτιολογία.»

 

Χαρακτήρισε την έρευνα που έγινε ως επαρκή εφόσον είχε επεκταθεί στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετιζόταν με το θέμα.  (Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1999) 3 ΑΑΔ 447).

 

Η ορθότητα της απόφασης προσβάλλεται με την παρούσα έφεση δια της οποίας εγείρεται ένας και μοναδικός λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι το Δικαστήριο παρέλειψε «να λάβει υπόψη την επιχειρηματολογία της αιτήτριας και τα 11 παραρτήματα (ιατρικά πιστοποιητικά στην αγόρευση της αιτήτριας) και ότι οι καθ’ων παρέλειψαν να στείλουν το γιο της σε πολυθεματική ομάδα».

 

Η εφεσείουσα η οποία εμφανίζεται προσωπικά, στο περίγραμμα αγόρευσης της, επανέλαβε απλά το λόγο έφεσης και υποστήριξε ότι « ο υιός της πληροί τον ορισμό του Νόμου 95(1)/2006 ως ανάπηρο πρόσωπο.»

 

Δήλωσε δε ότι υιοθετεί και επαναλαμβάνει το εφετήριο της καθώς και το ιστορικό της αρχικής της αγόρευσης το οποίο είναι κατατεθειμένο στο φάκελο του Δικαστηρίου.

 

Κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση επανέλαβε ότι το παιδί της έχει προβλήματα και απαιτούνται αρκετά έξοδα για την αντιμετώπιση τους.  Δήλωσε δε ότι ήδη έλαβαν αναπηρική κάρτα και λαμβάνουν αναπηρικό επίδομα.

 

Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων επιβεβαίωσε ότι στα πλαίσια νέας αίτησης που υποβλήθηκε, εγκρίθηκε η καταβολή επιδόματος στις 16/7/2019 το οποίο ήδη λαμβάνει το παιδί της αιτήτριας.

Ανεξαρτήτως του εάν χορηγήθηκε μεταγενέστερα της επίδικης απόφασης επίδομα, το ουσιώδες ερώτημα το οποίο είχε να απαντήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εάν ορθά και αιτιολογημένα, οι εφεσίβλητοι απέρριψαν τότε (29/7/13) το σχετικό αίτημα για χορήγηση αναπηρικού επιδόματος.

 

Ως αιτιολογία του λόγου έφεσης, προβάλλεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ψευδή στοιχεία τα οποία κατατέθηκαν από τους εφεσίβλητους.

 

Όπως ορθά υποδεικνύεται από το συνήγορο των εφεσιβλήτων, η θέση αυτή ούτε αναπτύχθηκε ούτε τεκμηριώθηκε με το περίγραμμα αγόρευσης της και συνεπώς θεωρείται εγκαταλειφθείσα.  Εξάλλου η επιγραμματικότητα και γενικότητα της αιτιολογίας αυτής δεν επιτρέπει είτε τον σχολιασμό είτε την εξέταση της (Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 23).

 

Δεδομένου πως το αίτημα για παροχή επιδόματος προϋποθέτει πως το αιτούν πρόσωπο είναι ανάπηρο, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το σχετικό ορισμό όπως προνοείται από το άρθρο 2 του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου αρ. 95(Ι)/2006:

 

«ανάπηρος» σημαίνει άτομο το οποίο εκ γενετής ή λόγω γεγονότος που του συνέβηκε πριν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του παρουσιάζει οποιασδήποτε μορφής ανεπάρκεια ή μειονεξία, η οποία προκαλεί μόνιμο ή απροσδιόριστης διάρκειας σωματικό, διανοητικό ή ψυχικό περιορισμό σ’ αυτό και η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό και άλλα προσωπικά στοιχεία του εν λόγω ατόμου, μειώνει ουσιωδώς ή αποκλείει τη δυνατότητα εκτέλεσης μιας ή περισσοτέρων δραστηριοτήτων ή λειτουργιών που θεωρούνται ως φυσιολογικές και ουσιώδεις για την ποιότητα ζωής κάθε ατόμου της ίδιας ηλικίας που δεν παρουσιάζει τέτοια ανεπάρκεια ή μειονεξία.»

 

Η πρώτη αίτηση για χορήγηση αναπηρικού επιδόματος καταχωρήθηκε στις 21/2/2011, στη βάση της οποίας οι εφεσίβλητοι ενέκριναν το αίτημα αφού προηγουμένως έλαβαν υπ’ όψη, τις ιατρικές βεβαιώσεις και άλλες εξετάσεις, έτσι ώστε ο υιός της εφεσείουσας να εγκριθεί ως ανάπηρο άτομο βάσει του ανωτέρω Νόμου.  Η χορήγηση εγκρίθηκε για περίοδο μέχρι έξι (6) μηνών εν αναμονή αποτελεσμάτων άλλων εξειδικευμένων εξετάσεων.  Το βοήθημα ξεκίνησε να καταβάλλεται από την 1/9/2011.  Ακολούθησαν νέες εξετάσεις κατόπιν υποβολής νέων ιατρικών βεβαιώσεων καθώς και προσωπικών συνεντεύξεων με τον ανήλικο αλλά και άλλες εξειδικευμένες εξετάσεις, με αποτέλεσμα, όπως με λεπτομέρεια φαίνεται τόσο από τα παραρτήματα που επισυνάπτονται στην αίτηση και από το περιεχόμενο του ιδίου του φακέλου, να εγκρίνεται η συνέχιση παροχής δημοσίου βοηθήματος μέχρι και το Μάϊο του 2012, επί προσωρινής πάντοτε βάσης.

 

Σύμφωνα με ιατρικές βεβαιώσεις, αν και είχε γίνει διάγνωση για υπερκινητικότητα, ελλειματική συγκέντρωση, καθυστέρηση λόγου και ήπιας μορφής μειωμένη αντίληψη (το παιδί ήταν τότε ηλικίας 5 ετών) ωστόσο υπήρχε σε εκκρεμότητα ο χρωματοσωματικός και μεταβολικός έλεγχος από το Ινστιτούτο Γενετικής και Νευρολογίας για να διαπιστωθεί εάν το παιδί παρουσίαζε κάποιο σύνδρομο το οποίο επηρέαζε τη λειτουργικότητα του.  Απαραίτητη ήταν επίσης η παρουσίαση εγκεφαλογραφήματος.

 

Οι εφεσίβλητοι ανέφεραν σε σχετικό πρακτικό (παράρτημα 7 της ένστασης):

 

«Ο αναφερόμενος είχε εγκριθεί για έξι μήνες μέχρι τις 16/2/2012 για λήψη αναπηρικών ωφελημάτων (κ. 17).  Εισηγούμαι με βάση το άρθρο 2 του περί ΔΒ Νόμο 95(i) του 2006 επανέγκριση του παιδιού για αναπηρικά ωφελήματα μέχρι το Μάϊο του 2012 όπου θα γίνει επανεξέταση του παιδιού (κ. 22) για επαναξιολόγηση της κατάστασης της υγείας του.  Έχει ήδη εξηγηθεί στη μητέρα του παιδιού ότι ανάλογα με την εξέλιξη του παιδιού και λόγω του ότι ο XXX έχει ήδη παρουσιάσει κάποια βελτίωση, γεγονός που αποδέχεται και η ίδια, το αναπηρικό επίδομα που λαμβάνει κάποια στιγμή θα διακοπεί.»

 

Η παροχή του βοηθήματος διακόπηκε στις 26/6/2012 με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνταν πλέον οι πρόνοιες του Νόμου.  Στις 23/4/2013 υποβλήθηκε νέα αίτηση δημοσίου βοηθήματος η οποία είχε ως κατάληξη την απορριπτική απόφαση των εφεσιβλήτων την οποία και παραθέτουμε:

 

«Σας συστάθηκε όπως γίνει αξιολόγηση του παιδιού από εκπαιδευτικό ψυχολόγο έτσι ώστε να υπάρχει πλήρης εικόνα για το νοητικό επίπεδο του παιδιού σας η οποία ακόμα δεν έχει γίνει.

Περαιτέρω σας πληροφορώ ότι με βάση τις διατάξεις του Νόμου, εάν ισχυρίζεστε ότι το ανήλικο τέκνο σας είναι ανάπηρο άτομο, δικαιούστε να υποβάλετε γραπτή ένσταση σε διάστημα ενός μήνα από την ημερομηνία παραλαβής της παρούσας επιστολής και να ζητήσετε από τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας να επανεξετάσει το αίτημα σας.

Στην περίπτωση αυτή η Διευθύντρια θα προβεί στην επανεξέταση του αιτήματος αφού ακούσει τις απόψεις της Συμβουλευτικής Πολυθεματικής Ομάδας η οποία έχει συσταθεί και λειτουργεί βάσει Σχετικών Κανονισμών (Κ.Α.Π. 319/2006) οι οποίοι έχουν εκδοθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και εγκριθεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.»

 

Τα ό,σα παρέθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο απαντούν  το παράπονο και τις αιτιάσεις της εφεσείουσας περί μη λήψης υπόψη των ιατρικών πιστοποιητικών και στοιχείων που παρέθεσε.  Σημειώνεται, προτού γίνει παράθεση της σχετικής περικοπής από την πρωτόδικη απόφαση ότι από τα πιστοποιητικά που επισύναψε η εφεσείουσα στην αγόρευση της πρωτοδίκως, μερικά αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου, τα οποία εξέτασαν οι εφεσίβλητοι και άλλα (όπως τα Παραρτήματα Ι και ΙΙ) φέρονται να ετοιμάστηκαν τον Απρίλιο του 2013 και απευθύνονται προς άλλες αρχές/τμήματα και όχι προς τους εφεσίβλητους, ούτε υπάρχει μαρτυρία ότι τέθηκαν υπόψη τους ώστε να τύχουν αξιολόγησης, οποιαδήποτε αξία θα μπορούσε να αποδοθεί σε αυτά.

 

Υπενθυμίζουμε την καλά καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τις αποφάσεις της διοίκησης με τις δικές του (Παπαντωνίου κ.α. ν. Δήμου Λευκωσίας (αρ. 2) (2010) 3 ΑΑΔ 476 και  xxx xxx Storry v. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 113) ούτε και ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων όπου διαπιστώνει ότι η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 ΑΑΔ 725, xxx Λευτέρη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Υπ. Αρ. 30/11 ημερ. 30/11/12).  Η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα.  Εφόσον η έρευνα είναι επαρκής το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η Διοίκηση εύλογα επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ’ αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή γεγονότα.  Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου (Jacomino Enterprises Ltd v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 54/2010 ημερ. 4/12/2014)Παραθέτουμε το σκεπτικό του Δικαστηρίου το οποίο και επικροτούμε:

 

«Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία όπως τέθηκαν ενώπιον μου, και όπως προκύπτει από το φάκελο που έχει κατατεθεί, γίνεται φανερό ότι η Διοίκηση προτού καταλήξει στην απορριπτική απόφαση έλαβε υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και προχώρησε με κάθε επιμέλεια σε πλήρη και σε βάθος διερεύνηση της περίπτωσης του ανηλίκου.  Εξετάστηκαν τα ιατρικά πιστοποιητικά που είχαν προσκομιστεί, καταγράφηκαν όλα τα δεδομένα που αφορούν στον ανήλικο και εξετάστηκαν όλα τα έγγραφα και βεβαιώσεις που προσκομίστηκαν από την αιτήτρια.  Σημειώνεται ότι αποτελέσματα εξετάσεων: Ινστιτούτο Νευρολογίας και εγκεφαλογραφήματος δεν προσκομίστηκαν από την αιτήτρια παρά το ότι ζητήθηκαν ώστε να σχηματίσουν οι καθ΄ ων η αίτηση πλήρη εικόνα.  Υπήρξε ισχυρισμός των καθ΄ ων η αίτηση, ο οποίος και δεν αμφισβητήθηκε, ότι σε τηλεφωνική επικοινωνία της αιτήτριας με τους αρμοδίους η αιτήτρια ανέφερε ότι από τις εν λόγω εξετάσεις δεν προέκυψε οτιδήποτε το αρνητικό, έτσι δεν θεώρησε σκόπιμο να τα προσκομίσει.  Με δεδομένο ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ουδέποτε αμφισβήτησαν την κατάσταση υγείας του ανηλίκου και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, το ερώτημα που παρέμενε πάντοτε είναι αν με τα ισχύοντα ιατρικά πιστοποιητικά και αποτελέσματα εξετάσεων, το παιδί θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ανάπηρο άτομο στην έννοια του Νόμου.  Οι ιατρικές γνωματεύσεις που είχαν ενώπιον τους οι καθ΄ ων η αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο και η αξιολόγηση άλλων ειδικών συμβούλων, αναφορικά με την ποιότητα ζωής του ανήλικου και τη λειτουργικότητα του, δεν ανέτρεπε, χωρίς μεταβολή των ιατρικών γνωματεύσεων, την αρχική ερμηνεία που δόθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση οι οποίοι ανέμεναν νέες εξετάσεις πριν καταλήξουν τελεσίδικα ότι ο ανήλικος ενέπιπτε στον ορισμό του «ανάπηρου».

 

Έτερο παράπονο της εφεσείουσας, το οποίο εντάσσει στο λόγο έφεσης είναι πως οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να στείλουν το παιδί σε πολυθεματική ομάδα.  Και αυτό το παράπονο εξετάστηκε από το Δικαστήριο και απαντήθηκε ορθά.  Παραθέτουμε το σχετικό σκεπτικό:

 

«Σύμφωνα με το άρθρο 3(13) του Νόμου ο Διευθυντής είναι υποχρεωμένος να ακούσει τις απόψεις της πολυθεματικής ομάδας σε περίπτωση που αίτηση για βοήθημα απορριφθεί και ζητηθεί επανεξέταση.  Η αιτήτρια παρά το γεγονός ότι της υποδείχθηκε η οδός της επανεξέτασης επέλεξε να καταχωρίσει την παρούσα αίτηση και να αγνοήσει τη δυνατότητα που της παρείχετο από το Νόμο.»

 

Η εφεσείουσα αντί να υποβάλει ένσταση, όπως υποδεικνύετο με την επίδικη απόφαση/επιστολή και να ζητήσει επανεξέταση ώστε να ενεργοποιηθεί η δυνατότητα του άρθρου 3(13) για εκτίμηση του παιδιού από πολυθεματική ομάδα, επέλεξε την καταχώρηση προσφυγής.  Η ορθότητα της απόφασης των εφεσιβλήτων κρινόταν και κρίθηκε σύμφωνα με τα δεδομένα τα οποία τέθηκαν τον ουσιώδη χρόνο λήψης της, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι σημαντικά έγγραφα και αξιολογήσεις δεν είχαν παρουσιαστεί από την εφεσείουσα όπως της είχαν ζητηθεί.  Τα οποία προφανώς έθεσε με νέα αίτηση γι’ αυτό και εγκρίθηκε, όπως η ίδια το δήλωσε, η καταβολή αναπηρικού επιδόματος.

 

Η εφεσείουσα επικαλέστηκε με την αγόρευση της, ως σχετική με την περίπτωση της την απόφαση στην υπ. Αρ. 1199/12 ημερ. 11/9/2013 Π. Θεοδώρου ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τμήμα Γραφείου Ευημερίας).  Στην υπόθεση εκείνη, το παιδί έπασχε από σπάνια ασθένεια «υπερφαινυλανιναιμίας» η οποία απαιτούσε ειδικό πρόγραμμα διατροφής και κρίθηκε ως ανάπηρο άτομο από την ηλικία του ενός έτους μέχρι την ηλικία των 12 ετών οπότε θα μπορούσε να αυτοελέγχεται.  Στην ηλικία των 6 ετών διακόπηκε το αναπηρικό επίδομα και κρίθηκε από το Δικαστήριο, στα πλαίσια προσφυγής που καταχωρήθηκε, ότι η πρόωρη ανάκληση της απόφασης παραβίαζε τις αρχές της χρηστής διοίκησης όπως αυτές διατυπώνονται στο άρθρο 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) καθότι μετά την παρέλευση εύλογου χρόνου, δεν είναι εύκολο να ανακληθεί πράξη έστω και παράνομη, η οποία στο μεταξύ δημιουργεί δικαιώματα και γενικά μια ευνοϊκή για το διοικούμενο κατάσταση.  Η παρούσα διαφοροποιείται βέβαια, εφόσον το επίδομα εγκρίθηκε, επί προσωρινής βάσης για έξι μήνες, εν αναμονή εξειδικευμένων εξετάσεων.

 

 

 

 

 

Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται.  Δεν επιδικάζονται έξοδα δεδομένου ότι ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση δήλωσε ότι δεν θα ζητούσε έξοδα σε περίπτωση απόρριψης της έφεσης.

 

                                                      Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                      Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

                                                      Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                                      Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

/Κας

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο