ARACHCHIGE v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ, ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 23/2021, 17/9/2021

ECLI:CY:AD:2021:A399

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 23/2021)

 

17 Σεπτεμβρίου, 2021

                                                        

[ΠΑΝΑΓΗ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

XXX XXX XXX ARACHCHIGE,

Εφεσείων/Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ,

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Εφεσίβλητοι/Καθ΄ων η Αίτηση.

_ _ _ _ _ _

Π. Πιερίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ζ. Ανδρέου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του

 Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

_ _ _ _ _ _

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣTAMATIOY, Δ.: Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Δ.Δ.Δ.Π.), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης καταχώρησης.

 

Με την προσφυγή του ο εφεσείων αιτήθηκε την έκδοση απόφασης ότι η απόφαση του Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 13.11.2020, για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000, είναι άκυρη και παράνομη.

 

Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένσταση, με την οποία ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή ήταν απαράδεκτη, λόγω του ότι καταχωρήθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 15 ημερών που προνοείται στο άρθρο 12A(2) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 Ν.73(Ι)/2018 (στο εξής «ο Νόμος»). 

Στα πλαίσια εξέτασης του ζητήματος του εκπροθέσμου της προσφυγής δόθηκε άδεια στον αιτητή, μετά από σχετική αίτηση, να καταχωρήσει ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της θέσης του ότι δεν του επιδόθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα, ούτε του παρουσιάστηκαν τα έγγραφα που ισχυρίστηκαν οι εφεσίβλητοι ότι του παρουσιάστηκαν και ότι, σε κάθε περίπτωση, το επίπεδο γνώσης του της αγγλικής γλώσσας είναι χαμηλό, ενώ δε γνωρίζει την ελληνική γλώσσα. Σημειώνεται ότι η θέση που καταγράφεται στην «ένορκη δήλωση» που παρουσιάστηκε ήταν ότι ο εφεσείων έλαβε για πρώτη φορά γνώση του διατάγματος την 1.12.2020 μέσω του δικηγόρου του.

 

Ακολούθως, μετά από σχετική αίτηση και με τη σύμφωνο γνώμη του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα, δόθηκε άδεια στους εφεσίβλητους από το Δικαστήριο και καταχωρήθηκε  ένορκη δήλωση του Αστ. 4XX5 που διενήργησε την επίδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος, ο οποίος αντεξετάστηκε από το συνήγορο του εφεσείοντα. Με τη μαρτυρία του επιβεβαίωσε ότι είναι αυτός που προέβη στην επίδοση του διατάγματος και της συνοδευτικής επιστολής στον εφεσείοντα. Στο κάτω μέρος της επιστολής υπάρχει βεβαίωση του ιδίου ότι εξήγησε το περιεχόμενο του σχετικού διατάγματος στον εφεσείοντα σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν και αρνήθηκε να υπογράψει. Αυτό δε έγινε στις 16.11.2020 και ώρα 15.40.

 

Το Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του αστυφύλακα, ενώ έκρινε ότι το έγγραφο που καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα ως  ένορκη δήλωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ένορκη δήλωση, καθότι ελλείπει η βεβαίωση του Πρωτοκολλητή (jurat) και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει συμμόρφωση με τη Δ.39 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Το Δικαστήριο, στη βάση της μαρτυρίας του αστυφύλακα, την οποία και αποδέχτηκε ως αληθινή, κατέληξε ότι η απαιτούμενη εκ του νόμου και της νομολογίας πλήρης γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του εφεσείοντα επήλθε στις 16.11.2020 και, συνεπώς, η προσφυγή που καταχωρίστηκε στις 28.12.2020 κρίθηκε εκπρόθεσμη. Το Δικαστήριο έκρινε, περαιτέρω, πως, ακόμα και σε περίπτωση που λαμβάνετο υπόψη η φερόμενη ως ένορκη δήλωση του εφεσείοντα, δεν θα άλλαζε η κατάληξή του, καθότι οι ισχυρισμοί του περί μη πρόσβασής του στο Δικαστήριο και πλήρους γνώσης του διατάγματος την 1.12.2020, ως δικογραφούνται, αφορούν χρόνο μετά την 1.12.2020, οπόταν η προθεσμία είχε ήδη εκπνεύσει.

 

Ο εφεσείων, με τέσσερεις λόγους έφεσης, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως:

 

«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Λαμβανομένων υπόψη της πραγματικής και της όλης παραδεκτής μαρτυρίας ενώπιον του Εντίμου Πρωτοδίκου Δικαστή, ούτος καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς την αξιολόγηση της εν λόγω μαρτυρίας και/ή παράλειψε να αξιολογήσει και/ή συνοψίσει και/ή εκτιμήσει ορθά την εν λόγω μαρτυρία και κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα και/ή τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας με αποτέλεσμα να εκδώσει λανθασμένα απόφαση υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και να απορρίψει την προσφυγή ως εκπρόθεσμη.

 

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Ο Έντιμος Πρωτόδικος Δικαστής στηριζόμενος αποκλειστικά στη μαρτυρία του αστυφύλακα Α/4XX5 κατέληξε σε απόφαση υπέρ των καθ΄ων η αίτηση χωρίς να αιτιολογήσει την απόφαση του αυτή κατά παράβαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος, και της σχετικής νομολογίας.

 

Έκρινε σε 7 γραμμές τον πιο πάνω μάρτυρα ως αξιόπιστο (ίδε δεύτερη παράγραφο της σελ. 25 της απόφασης), ότι καθ΄ όλη τη διάρκεια της εξέτασής του παρέμεινε σταθερός και συνεπής στις θέσεις του και ότι σε κανένα σημείο δεν κλονίσθηκε η μαρτυρία του ως αποτέλεσμα της αντεξέτασης χωρίς να αιτιολογήσει τα συμπεράσματα του αυτά.

 

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Λαμβανομένων υπόψη της πραγματικής και της όλης παραδεκτής μαρτυρίας ενώπιον του εντίμου Πρωτόδικου Δικαστή ούτος καθοδηγήθηκε εσφαλμένα και εφάρμοσε λανθασμένα το Νόμο και/ή άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του εξουσία σε θέματα ρύθμισης της διαδικασίας απόδειξης με αποτέλεσμα εσφαλμένα να παραλείψει να λάβει υπόψη την ένορκη μαρτυρία του αιτητή και εσφαλμένα έκρινε ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Εσφαλμένα ο έντιμος πρωτόδικος δικαστής αποφάσισε ότι η τυχόν μη απόρριψη της ένορκης δήλωσης του αιτητή δεν θα άλλαζε τα δεδομένα που περιβάλλουν το εκπρόθεσμο της προσφυγής και ότι αυτό δεν θα ήταν προς το συμφέρον της διαδικασίας.»

 

Πρωταρχικής σημασίας είναι η εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης που αφορά την εγκυρότητα της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντα.

 

Όπως προκύπτει από το φάκελο του Δικαστηρίου, στις 25.2.2021 καταχωρήθηκαν δύο ένορκες δηλώσεις μεταφραστών, ήτοι του xxx Hettimudalige, ο οποίος αναφέρει ότι μετάφρασε το Τεκμήριο 1 (φερόμενη ένορκη δήλωση του εφεσείοντα), από τα Σριλανκέζικα στα Αγγλικά, και της xxx Τζιώρζιου, η οποία αναφέρει ότι έχει μεταφράσει την αγγλική μετάφραση της φερόμενης ένορκης δήλωσης του εφεσείοντα (Τεκμήριο Α) στα ελληνικά (Τεκμήριο Β).

 

Από τα έγγραφα που βρίσκονται κατατεθειμένα στο φάκελο του Δικαστηρίου καθίσταται σαφές ότι ενώπιον του Πρωτοκολλητή είχαν ορκιστεί και υπογράψει μόνο οι δύο μεταφραστές. Η φερόμενη ως ένορκη δήλωση του εφεσείοντα αποτελούσε τεκμήριο στην ένορκη δήλωση του μεταφραστή. Επρόκειτο για μία φωτοτυπία χειρόγραφου εγγράφου με πρωτότυπη υπογραφή.

 

Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε να προβεί σε διόρθωση της παράλειψης, με βάση τη Δ.64, εφόσον δεν επρόκειτο για λάθος του ίδιου του αιτητή. Προς την ίδια κατεύθυνση εισηγείται ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί διόρθωση με βάση τη Δ.39 θ.15. Περαιτέρω, εισηγείται ότι, σύμφωνα με τους Καν. 2 και 7 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 και των περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και των περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Κανονισμών, το Δικαστήριο θα μπορούσε να κλητεύσει τον εφεσείοντα να δώσει ενόρκως τη μαρτυρία του ή να κλητεύσει τον Πρωτοκολλητή να δώσει μαρτυρία και/ή να επιβεβαιώσει κατά πόσο ο αιτητής προέβηκε στην ένορκη δήλωση και «να προβεί ο πρωτοκολλητής στις δέουσες ενέργειες που όφειλε να προβεί εξαρχής», βάση της Δ.39 θ.10. Προβάλλεται, τέλος, ότι εφόσον το Δικαστήριο διαπίστωσε το ελάττωμα στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα μετά που επεφύλαξε την απόφασή του, όφειλε να επανανοίξει την υπόθεση και να προβεί στις δέουσες ενέργειες για να διορθωθεί η παρατυπία.

 

Η Δ.39 θ.7 προνοεί ότι μία ένορκη δήλωση γίνεται ενώπιον Δικαστή ή Πρωτοκολλητή. Σύμφωνα με τη Δ.39 θ.10 το πρόσωπο το οποίο λαμβάνει την ένορκη δήλωση σημειώνει, στο αριστερό μέρος του εγγράφου, το χρόνο και τον τόπο όπου λήφθηκε η ένορκη δήλωση και ότι αυτή λήφθηκε στην παρουσία του και υπογράφεται από αυτόν ως προνοείται στο Έντυπο αρ. 35 των Θεσμών (jurat)[1]. To jurat, το οποίο αποτελεί συντομογραφία του juratum est, που σημαίνει έχει ορκιστεί, αποτελεί ουσιαστικά βεβαίωση ως προς το χρόνο και τον τόπο που έγινε η ένορκη δήλωση και ενώπιον ποίου προσώπου.

 

Στην υπόθεση Ανδρέας Θεμιστοκλέους και Υιοί Λτδ κ.ά. ν. Arizona Trading Co Ltd (1997) 1 AAΔ 1354, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίθηκε πως η απουσία της βεβαίωσης του Πρωτοκολλητή (jurat) από την ένορκη δήλωση την κατέστησε έγγραφο χωρίς αποδεικτική αξία και πως επρόκειτο για μη θεραπεύσιμη παρατυπία, δυνάμει της Δ.64.

 

Το «jurat» αποτελεί βεβαίωση η οποία τίθεται σε έγγραφο, το οποίο συνιστά ένορκη δήλωση. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει η σχετική βεβαίωση, το έγγραφο δεν αποτελεί έγκυρη ένορκη δήλωση. Εν προκειμένω, δεν υπήρξε συμμόρφωση με τη Δ.39 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και δεν εναποτίθεται στον Πρωτοκολλητή υποχρέωση να διορθώσει «ανύπαρκτη» ουσιαστικά ένορκη δήλωση. Όπως αναφέρεται στο Annual Practice του 1958, στις επεξηγηματικές σημειώσεις του O.38 r.5, «irregularities in the form of the jurat cannot be waived by the parties». Δε διαφεύγει της προσοχής μας ότι με βάση τη Δ.39 θ.15 μπορεί, κατόπιν σχετικής άδειας του Δικαστηρίου, να τροποποιηθεί μία ελαττωματική ένορκη δήλωση. Όμως, όπως τέθηκε στην υπόθεση Ανδρέας Θεμιστοκλέους και Υιοί Λτδ κ.ά., πιο πάνω, με βάση τη νομολογία, «η Δ.39 θ.15 καλύπτει κυρίως τις επουσιώδεις παρατυπίες στη βεβαίωση ως, λ.χ., τις λέξεις “before me” ή την καταχώρηση της βεβαίωσης σε χωριστή σελίδα (βλέπε Atkins Court Forms in Civil Proceedings, 2nd ed., vol. 3, σελ. 330).». Στην περίπτωσή μας, όπως και στην περίπτωση της πιο πάνω υπόθεσης, δεν υπάρχει καμία βεβαίωση και, συνεπώς, δεν τυγχάνει εφαρμογής ο εν λόγω διαδικαστικός κανονισμός.

 

Ως εκ των ανωτέρω, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε ενώπιόν του έγκυρη ένορκη δήλωση. Συνεπώς, το έγγραφο που κατατέθηκε παρέμεινε χωρίς αποδεικτική αξία.

 

Σε περιπτώσεις όπου θα πρέπει να καταχωρηθεί ένορκη δήλωση, η οποία έχει συνταχθεί σε γλώσσα που δεν είναι κατανοητή από το Δικαστήριο, η ένορκη δήλωση συνήθως γίνεται στη γλώσσα του ενόρκως δηλούντα και συνοδεύεται με μετάφρασή της, καθώς και από ένορκη δήλωση του μεταφραστή που να βεβαιώνει τη μετάφραση επισυνάπτοντας ως τεκμήριο τόσο την πρωτότυπη ένορκη δήλωση, όσο και τη μετάφρασή της (xxx xxx Nazar (2003) 1 AAΔ 772).

 

Με δεδομένο ότι δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγκυρη ένορκη δήλωση του εφεσείοντα, η μαρτυρία που τέθηκε από πλευράς εφεσιβλήτων παρέμεινε αναντίλεκτη. Περαιτέρω, έχουμε εξετάσει τα όσα αναφέρθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την αξιολόγηση του Αστ. 4XX5, ο οποίος διενήργησε την επίδοση του προσβαλλόμενου με την προσφυγή διατάγματος και δεν κρίνουμε ότι υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο που προσέγγισε το πρωτόδικο Δικαστήριο τη μαρτυρία του, έτσι ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου.

 

Ούτε η εισήγηση περί άσκησης της διευρυμένης εξουσίας που έχει το Δικαστήριο στα πλαίσια του εξεταστικού συστήματος, ήτοι των Καν. 2 και 7 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), μπορεί να έχει υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης εφαρμογή. Οι εν λόγω Κανονισμοί δεν στοχεύουν στη διόρθωση ενεργειών που λήφθηκαν από τα μέρη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε άδεια στον εφεσείοντα να καταχωρήσει ένορκη δήλωση για να προβάλει ενόρκως τη θέση του ως προς την επίδοση του επίδικου διατάγματος και το χρόνο που έλαβε γνώση αυτού.  Το γεγονός ότι δεν υπήρξε ουσιαστικά συμμόρφωση με αυτή την οδηγία του Δικαστηρίου, δεν του επιτρέπει να επικαλείται τις πρόνοιες των εν λόγω Κανονισμών για να θεραπεύσει τις δικές του παραλείψεις.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση είναι έκθετη σε απόρριψη, χωρίς να απαιτείται η εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος.

 

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται.

 

ΠΑΝΑΓΗ, Π.,

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

/ΧΤΘ



[1] 10. The person taking the affidavit shall note immediately at the foot thereof, towards the left side of the paper, the time when and the place where the affidavit is taken, and that the affidavit was sworn and signed before him; he shall sign the jurat and describe his office. (Form 35.)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο