ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 10/2015, 4/10/2021

ECLI:CY:AD:2021:C445

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση αρ. 10/2015)

 

4 Οκτωβρίου, 2021

 

[Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Γ. Ν ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ,

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

XXX ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Εφεσείων/Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Εφεσίβλητης/Καθ’ης η αίτηση

 

…………………………..

Α. Κωνσταντίνου, για τον εφεσείοντα/αιτητή

Δ. Εργατούδη, (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη

................

 

 

 

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δ. Σωκράτους, Δ.

…………

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ:  Με απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής η ΕΕΥ) ημερ. 25/10/2012, προήχθηκε αναδρομικά από 1/12/09 στη μόνιμη θέση του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης για τη Μέση Γενική Εκπαίδευση, ο xxx Χατζίκος (ΕΜ) αντί ο εφεσείων.  Ο τελευταίος, με σχετική προσφυγή που καταχώρησε, αμφισβήτησε τη νομιμότητα της πράξης αυτής, πλην όμως η προσφυγή του απορρίφθηκε με απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

 

Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης, εν πολλοίς αλληλένδετους, οι οποίοι πλήττουν την κρίση του Δικαστηρίου το οποίο επικύρωσε την απόφαση της ΕΕΥ για την επιλογή και διορισμό του ΕΜ αντί του εφεσείοντα, που κατ’ ισχυρισμό υπερείχε σε προσόντα, αξία και αρχαιότητα.

 

Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση, δεν αμφισβητούνται και συνοψίζονται στα ακόλουθα, όπως αυτά καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση:

 

«Ο εφεσείων και το ΕΜ – όπως και τρεις άλλοι εκπαιδευτικοί – ήταν υποψήφιοι για προαγωγή στη Θέση, για την οποία επιλέγηκε το ΕΜ ως η απόφαση της Επιτροπής ημερ. 24/11/2009 (στο εξής η αρχική απόφαση).

 

Ο αιτητής και ακόμη ένας υποψήφιος – ο xxx Αγαθοκλέους – αντέδρασαν στην αρχική απόφαση της Επιτροπής με τις προσφυγές 30/2010 και 1663/2009 (αντίστοιχα), οι οποίες συνεκδικάστηκαν και γι’ αυτές εκδόθηκε απόφαση στις 28/9/2012.  Συναφώς έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός του αιτητή της προσφυγής 1663/2009 xxx Αγαθοκλέους ότι πεπλανημένα η Επιτροπή, κατά τη σύγκριση των υποψηφίων, δεν έλαβε υπόψη τη βαθμολογία του για τo έτος 2008-2009, με αποτέλεσμα την ακύρωση της αρχικής απόφασης για προαγωγή του ΕΜ στη θέση.  Αναφορικά όμως με την προσφυγή 30/2010 του xxx Παπαδόπουλου – αιτητή και στην παρούσα – έκρινε πως η επιτυχία της προσφυγής 1663/09 την καθιστούσε χωρίς αντικείμενο και ενόψει τούτου δεν προχώρησε στην εξέταση των λόγων ακύρωσης που προώθησε ο αιτητής.  Για το λόγο αυτό καταχωρήθηκε από τον αιτητή η Αναθεωρητική Έφεση υπ’ αρ. 213/12 η οποία εκκρεμεί ενώπιον της Ολομέλειας.

 

Μερικές ημέρες μετά την έκδοση της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης, στις 16.10.2012, η Επιτροπή συνήλθε σε συνεδρίαση και αποφάσισε να ενημερώσει το ΕΜ για την ακύρωση της προαγωγής του.  Στη συνέχεια, στις 25/10/2012, προχώρησε σε επανεξέταση πλήρωσης θέσης με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, λαμβάνοντας υπόψη και τη βαθμολογία του Αγαθοκλέους για το έτος 2008-2009.  Χωρίς όμως αυτό να τον ωφελέσει, αφού δεν συμπεριλήφθηκε στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων.  Ακολούθως, η Επιτροπή, αφού υιοθέτησε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων και τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η προηγούμενη Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 16/11/09, σε σχέση με τους υποψηφίους, και αφού έλαβε υπόψη ότι η νομιμότητα των συνεντεύξεων δεν είχε αμφισβητηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, προχώρησε και βάσει των ενώπιον της στοιχείων έκρινε πως το ΕΜ υπερείχε των ανθυποψηφίων του και το προήγαγε αναδρομικά από 1/12/09.  Παρατίθεται συναφώς αυτούσιο το καταληκτικό συμπέρασμα της Επιτροπής:

 

«11.  Συμπερασματικά, η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, όπως αυτά αναλύθηκαν με βάση τα τρία νόμιμα κριτήρια – αξία, προσόντα, αρχαιότητα -, έκρινε ότι ο υποψήφιος xxx Παναγιώτης υπερέχει των ανθυποψηφίων του και τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο για προαγωγή στη θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στη Μέση Γενική Εκπαίδευση.  Αιτιολογώντας την απόφασή της, η Επιτροπή σημείωσε τα ακόλουθα:

 

11.1  Ο υποψήφιος Χατζίκος xxx υπερέχει των ανθυποψηφίων του σε αξία.  Πιο συγκεκριμένα, ενώ είναι ισοδύναμος με αυτούς στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων Υπηρεσιακών Εκθέσεων υπερέχει έναντι τους στο σύνολο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων.  Επίσης, υπερέχει σαφώς έναντι τους όσον αφορά στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη.  Η Επιτροπή σημειώνει ότι, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, για θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία, η απόδοση στη συνέντευξη είναι ουσιαστικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να του δίδεται αυξημένη βαρύτητα, όταν κρίνεται η προσωπικότητα και οι ικανότητες των υποψηφίων, που είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (βλ. απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 13/12/1990 στις Αναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 868 και 869 – Κυπριακή Δημοκρατία ν. xxx Γιαλλουρίδη κ.α και απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 13/1/2003 στην προσφ. Αρ. 854/2001 xxx Μάρκου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΕΕΥ).

 

11.2  Όσον αφορά στα προσόντα, υπερτερεί η Κιμωνίδου xxx, η οποία έχει πρόσθετο προσόν.  Η Επιτροπή, όμως έλαβε υπόψη της ότι με βάση τη νομολογία τα πρόσθετα προσόντα έχουν οριακό χαρακτήρα.  Εξάλλου, η εν λόγω υποψήφια υστερεί έναντι του Χατζίκου σε αξία και αρχαιότητα.

 

11.3  Στο κριτήριο της αρχαιότητας ο Χατζίκος υπερέχει έναντι της Κιμωνίδου κατά 2 χρόνια.  Σε σχέση με τον Παπαδόπουλο, είναι ισοδύναμος σε αρχαιότητα, όμως υπερέχει έναντι αυτού σε αξία.»

 

Ο συνήγορος του εφεσείοντα αναπτύσσοντας τους λόγους έφεσης υπογράμμισε την ύπαρξη πλάνης της ΕΕΥ και συνακόλουθα του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο επικύρωσε την κρίση της ΕΕΥ αναφορικά με τις ετήσιες εκθέσεις των διαδίκων (λόγος έφεσης 1), τα προσόντα αυτών (λόγοι έφεσης 2 και 5), την αρχαιότητα (λόγος έφεσης 3) καθώς και τη βαρύτητα που προσέδωσε στην προφορική συνέντευξη (λόγοι έφεσης 4 και 6).

 

Σε σχέση με τις ετήσιες εκθέσεις, υπέβαλε, όπως και στην πρωτόδικη διαδικασία, πως στον κατάλογο (παρ. 1 στο παράρτημα 7 της ένστασης) τον οποίο χρησιμοποίησε η ΕΕΥ υπάρχει ένα σοβαρό λάθος.  Καταγράφηκε ως βαθμολογία για την έκθεση του εφεσείοντα/αιτητή για το έτος 2005-2006 38 αντί 39 μονάδες η οποία αποτελεί τη σωστή βαθμολογία.  Δεν κατέγραψε τη βαθμολογία του ΕΜ για το έτος 2006 που ήταν πέντε «Εξαίρετος» και τρία «Πολύ ικανοποιητικά» όπως ήταν ακριβώς η δική του βαθμολογία και τέλος δεν περιέλαβε τη βαθμολογία του ΕΜ για τα έτη 1996-1997.

 

Η ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, η οποία υποστήριξε πλήρως την πρωτόδικη απόφαση εισηγείται πως η ΕΕΥ έδωσε βαρύτητα στη θέση του Επιθεωρητή, η οποία είναι η αμέσως προηγούμενη θέση και τα καθήκοντα της είναι πλησιέστερα στα καθήκοντα της θέσης Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης.  Το ενδιαφερόμενο μέρος, συνεχίζει η εισήγηση, υπερέχει σε αξία έναντι του εφεσείοντα διότι ενώ στις βαθμολογίες τους στη θέση Καθηγητή και Διευθυντή υπερέχει οριακά ο εφεσείοντας, εντούτοις στις βαθμολογία του στη θέση Επιθεωρητή υπερέχει το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο έχει βαθμολογηθεί με περισσότερα «Εξαίρετα».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε και εντόπισε το «λάθος» αναφορικά με τις βαθμολογίες του έτους 2005-2006.  Σημειώνεται πως αυτή ήταν η μόνη ουσιαστική διαφορά, αφού η μη καταγραφή της βαθμολογίας του ΕΜ για το έτος 2006 ουδόλως επηρέασε το αποτέλεσμα, αφού ήταν ισοδύναμη με εκείνη του εφεσείοντα δηλαδή πέντε «εξαίρετα» και τρία «Πολύ ικανοποιητικά».  Παρατηρούμε δε, όπως και η συνήγορος του εφεσίβλητου σημειώνει, πως για το έτος 2007 το ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογήθηκε με 7 «Εξαίρετα» και 1 «Πολύ Ικανοποιητικά» ενώ ο εφεσείων με 6 «Εξαίρετα» και 2 «Πολύ Ικανοποιητικά».

 

Επιλαμβανόμενο του λόγου τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως «όταν εγείρεται πλάνη, και έλλειψη δέουσας έρευνας – όπως στην παρούσα – αρκεί απλή πιθανολόγηση και όχι απόδειξη για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, αφού η ύπαρξη πλάνης ανατρέπει το βάθρο της αιτιολογίας (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 ΑΑΔ 228).  Ταυτόχρονα όμως συμφωνώ με την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση ότι η πλάνη επιφέρει ακυρότητα μόνο όταν είναι ουσιώδης (βλ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 411) και το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο όντως η Επιτροπή υπέπεσε στα λάθη που της καταλογίζει ο αιτητής ως προς τα κριτήρια επιλογής και, εάν ναι, κατά πόσο τα λάθη αυτά είναι ουσιώδη και προσλαμβάνουν την καταλυτική σημασία που εισηγείται.

Ως προς το πρώτο σκέλος του ερωτήματος, η απάντηση κατά την άποψη μου είναι θετική μόνο σ’ ότι αφορά τη βαθμολογία του για το έτος 2005-2006, δηλαδή αντί η Επιτροπή να καταγράψει 39 μονάδες κατέγραψε 38.»

 

Κρίνουμε ως ορθή και επικροτούμε την πρωτόδικη κρίση πως η πλάνη της Επιτροπής για να είναι καταλυτικής σημασίας θα πρέπει να είναι ουσιώδης άλλως πως, αποτελεί παράλειψη, η οποία δεν επιδρά στην κρίση της, ούτε επιφέρει ακυρότητα, αλλά ούτε θα άλλαζε τη θέση του εφεσείοντα.  (Σουρουλλά κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ,  Α.Ε. 74/2013 ημερ. 10/10/2019).

 

Συνεπώς ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Οι λόγοι έφεσης 2 και 5 προσβάλλουν την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε πλάνη της ΕΕΥ αναφορικά με τα προσόντα του εφεσείοντα και την αξιολόγηση αυτών.   Από τα ενώπιον μας δεδομένα όπως αυτά τέθηκαν και πρωτοδίκως προκύπτει ότι:

Το ΕΜ είναι κάτοχος (α) Bsc Mathematics, Polytechnic of North London, UK (1977) και (β) Post Graduate Certificate in Education, Garnett College University of London (1978).

 

Ο εφεσείων είναι κάτοχος Πτυχίου Εθνικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής (1973) Πιστοποιητικού ισότιμου πτυχίου ΕΑΣΑ με πτυχίο ΤΕΦΑΑ (1985) και Master of Sports Science, United States Sports Academy, USA (1996).  Περαιτέρω κατέχει

(α) Certificate on Fitness and conditioning

(b) Μεταπτυχιακό Δίπλωμα, ACSM Exercise Leader

 

Αποτελεί τη θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα, ότι η Επιτροπή αγνόησε και παρασιώπησε εντελώς τα τελευταία δύο προσόντα του εφεσείοντα ενώ αντίθετα είχε κάνει αναφορά στο επιπρόσθετο προσόν της υποψήφιας Κιμωνίδου.  Η αναφορά στην τελευταία υποψήφια έγινε για να καταδειχθεί ο τρόπος αντιμετώπισης των πρόσθετων διπλωμάτων των υποψηφίων που είχε ενώπιον της η ΕΕΥ.

 

Η θέση της συνηγόρου της εφεσίβλητης είναι πως αυτά αποτελούν πιστοποιητικά επιμόρφωσης και όχι ακαδημαϊκά προσόντα και αυτά λήφθηκαν υπόψη ως μέρος της επιμόρφωσης και δράσης και αποτελούσαν μέρος του περιεχομένου του φακέλου του εφεσείοντα.  Σημειώνει δε, πως σχετικός πίνακας με τα προσόντα των υποψηφίων επισυνάπτεται στο πρακτικό της ΕΕΥ ημερ. 24/11/2009.  (Να σημειωθεί βέβαια πως στην προσφυγή με αρ. 30/2010, η καθ’ης η αίτηση δεν αμφισβήτησε πως ήσαν πρόσθετα προσόντα, μη απαιτούμενα, τα οποία όμως, όπως τόνισε, μόνο οριακή σημασία είχαν).

Αυτή ήταν και η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο απορρίπτοντας την εισήγηση του εφεσείοντα περί πλάνης της ΕΕΥ, εξήγησε πως «όπως προκύπτει από το φάκελλο του, τα δύο (επιπρόσθετα) πιστοποιητικά λήφθηκαν υπόψη ως μέρος της επιμόρφωσης του και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «πρόσθετα προσόντα» και συνεπώς δεν μπορεί να καταλογιστεί στην Επιτροπή πλάνη γι’ αυτά.»

 

Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη αυτή.

 

Έχοντας εξετάσει το ανωτέρω θέμα, σε συνάρτηση με τους φακέλους και στοιχεία της υπόθεσης καθώς και τα πρακτικά της ΕΕΥ σημειώνουμε τ’  ακόλουθα: 

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή στα πρακτικά της συνεδρίας της ημερ. 7/10/2009 κατέγραψε για τον εφεσείοντα σε σχετικό κατάλογο με τον τίτλο «προσόντα» τ’ ακόλουθα:

«(α)  Πτυχίο Εθνικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής (ΕΑΣΑ) 1973 Πιστοποιητικό ισοτιμίας πτυχίου ΕΑΣΑ με πτυχίο τμημάτων Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού (ΤΕΦΑΑ)

(β) Certificate on Fitness and Conditioning Leeds Metropolitan University, UK 1985

γ) Μεταπτυχιακό Δίπλωμα ACSM Exercise Leader, American College of Sports Medicine, USA

(δ) Master of Sports Science Degree, 1996, United States Sports Academy, USΑ.»

 

Όπως δε καταγράφει στο εν λόγω πρακτικό, αξιολόγησε τον εφεσείοντα αφού έλαβε υπόψη όλα τα ανωτέρω, προσόντα του.  Στη γενόμενη δε αξιολόγηση της, κατέγραψε πως «κατέχει όλα τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα, μεταξύ των οποίων Μεταπτυχιακό τίτλο Πανεπιστημίου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.»

 

Η ΕΕΥ αγνόησε και δεν κατέγραψε στο πρακτικό της, ημερ. 24/11/2009,  τα δύο επιπρόσθετα διπλώματα/πτυχία του εφεσείοντα, ήτοι το Certificate on Fitness and Conditioning Leeds Metropolitan University, UK 1985 και Μεταπτυχιακό Δίπλωμα ACSM Exercise Leader, American College of Sports Medicine, USA,  ώστε να τα αξιολογήσει είτε θεωρώντας τα ως απλά πιστοποιητικά δηλωτικά επιμόρφωσης του είτε ως ακαδημαϊκά, σχετικά μεν, αλλά μη απαιτούμενα.  Δεν υπάρχει η κρίση της ΕΕΥ επί τούτου του θέματος, παρά το γεγονός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή τα κατέγραψε σε κατάλογο προσόντων – και όχι επιμόρφωσης -  και παρά το γεγονός ότι για την υποψήφια Κιμωνίδου γίνεται μνεία και αξιολόγηση του πρόσθετου προσόντος της, το οποίο ήταν δίπλωμα Γαλλικής γλώσσας και το οποίο έκρινε ότι δεν συνιστούσε πλεονέκτημα αλλά σύμφωνα με τη νομολογία είχε μόνο οριακή σημασία.

 

Το certificate on fitness and conditioning απονεμήθηκε από το Leeds Metropolitan University U.K. ενώ το Μεταπτυχιακό Δίπλωμα ΑCSM Exercise Leader, από το American College of Sports Medicine USA.  Για τούτο και η Συμβουλευτική Επιτροπή τα κατέταξε ως προσόντα.  (Δέστε Nicolaou & Konnides Quantity Surveyors Joint Office Ltd. v. ΑΗΚ (προσφ. Αρ. 541/96 15/4/08).  Η ΕΕΥ όφειλε να προβεί σε κάποια αναφορά στα ανωτέρω προσόντα, αλλά δεν το έπραξε.  Δεν τα αξιολόγησε και δεν κατέγραψε την κρίση της.  Εάν ήσαν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και ποια βαρύτητα προσέδωσε σε αυτά.  Ούτε εντοπίζουμε οποιοδήποτε πρακτικό ή σημείωμα της ΕΕΥ ότι τα έλαβε υπόψη, θεωρώντας όμως ότι αυτά αποτελούσαν μέρος της επιμόρφωσης του εφεσείοντα, ούτως ώστε να υπάρχει έρεισμα στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Ούτε η συνήγορος της εφεσίβλητης μας παρέπεμψε σε τέτοιο πρακτικό ή απόφαση.

 

Στην Γιαγκουλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 481 αναφέρεται:

 

«Η ΕΔΥ εδώ είχε καθήκον να διερευνήσει το θέμα και να μην το παρακάμψει λέγοντας απλώς ότι λήφθηκαν υπόψη επίσης τα προσόντα των υποψηφίων.  Αυτό δεν ήταν αρκετό.  Ο εφεσείων κατείχε δύο μεταπτυχιακά.  Δεν εξέτασε η ΕΔΥ -  σ’ αυτήν ανήκει η αρμοδιότητα και όχι στο δικαστήριο – αν τα στοιχεία αυτά μπορούσαν να συσχετισθούν με τα καθήκοντα ή τις ευθύνες της θέσης.  Οπόταν υπήρχε πιθανότητα μεταβολής της γενικής εικόνας…..

 

Η αρχή της διαφάνειaς επέβαλλε έρευνα η οποία δεν έγινε.»

 

Η πλήρης παρασιώπηση και μη αναφορά στα δύο «πιστοποιητικά/διπλώματα» του εφεσείοντα στερεί από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθεί όχι μόνο σε ποιο βαθμό λήφθηκε υπόψη (εδώ δεν λήφθηκε) αλλά και κατά πόσο αυτά επέδρασαν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Άξια μνείας η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην xxx Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (2009) 3 AAΔ 164Σύμφωνα με αυτή, δεν αρκούσε οι καθ’ ων η αίτηση να αξιολογούσαν τα πρόσθετα προσόντα του εφεσείοντα/αιτητή αν ήταν σχετικά ή όχι με τα καθήκοντα της θέσης.  Είχαν ακόμη ένα, περαιτέρω, καθήκον, ήτοι να καθορίσουν ποια ακριβώς βαρύτητα δόθηκε στα προσόντα αυτά, για να αντιληφθεί το Δικαστήριο σε ποιο βαθμό λήφθηκαν υπόψη τα προσόντα αυτά και πόσο αυτά επέδρασαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.  Αναφέρεται σχετικά στην απόφαση:

«Όσον αφορά το επιπρόσθετο προσόν, δηλαδή την κατοχή μεταπτυχιακού Master of Public Sector Management του C.I.I.M., θα πρέπει παρεμπιπτόντως να επισημάνουμε ότι η λεκτική απλώς αναγνώριση ότι το προσόν είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και γι' αυτό λήφθηκε κατάλληλα υπ' όψιν, δεν συνιστά ουσιαστικά οποιαδήποτε αξιολόγηση, μια και δεν αφήνονται περιθώρια για να αντιληφθούμε σε ποιο βαθμό ελήφθη υπ' όψιν και πόσο το προσόν επέδρασε στην απόφαση της Επιτροπής.»

Σημαντική επίσης για το θέμα η απόφαση Δημοκρατία ν. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3 AAΔ 414, στην οποίαν επαναλήφθηκε πως παρίσταται ανάγκη δέουσας έρευνας ως προς τα ακαδημαϊκά προσόντα, τοσούτω μάλλον, καθ’ όσον τα πρόσθετα προσόντα ενός άλλου υποψηφίου λήφθηκαν υπόψη.

 

 Κρίνεται συνεπώς πως υπήρξε πλάνη της Επιτροπής στην κρίση της για τα προσόντα των υποψηφίων τους οποίους ως Επιτροπή έκρινε ισόβαθμους.

 

Πάγια νομολογιακή αρχή καθιέρωσε ότι αρκεί ο εφεσείων/αιτητής να δείξει και όχι να αποδείξει την πιθανότητα ύπαρξης πλάνης, ώστε να ακυρωθεί η πράξη και να δοθεί η ευκαιρία για επανεξέταση.  Λέχθηκε στην xxx Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 ΑΑΔ 228 πως «η πιθανολόγηση της ορθότητας του ισχυρισμού αρκεί για να ακυρωθεί η πράξη του διορισμού έτσι ώστε να υπάρχει η ευχέρεια για πλήρη διερεύνηση του θέματος από το Συμβούλιο».

 

Παρόμοια προσέγγιση υπήρξε στη Δημοκρατία ν. xxx Μαυρομμάτη & άλλου, (1991) 3 AAΔ 463, όπου υποδείχθηκε πως ακόμα και η υπόνοια ότι η πλάνη λειτούργησε σε βάρος του εφεσίβλητου είναι αρκετή για να ακυρωθεί η πράξη.  Η ύπαρξη πλάνης ανατρέπει και το βάθρο της αιτιολόγησης.

 

Συνεπώς η επιτυχία των λόγων έφεσης 2 και 5 προδικάζει το αποτέλεσμα της έφεσης, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης των υπολοίπων.  Η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με συνολικό ποσό εξόδων υπέρ του εφεσείοντα €2.500 συμπεριλαμβανομένων των πρωτοδίκων.

Η εκκαλούμενη πράξη ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146(4(β) του Συντάγματος.

 

                                                                       Α. Λιάτσος, Δ.

 

                                                                       Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.

 

                                                                       Α. Πούγιουρου, Δ.

 

                                                                       Δ. Σωκράτους, Δ.

 

                                                                       Ν. Σάντης, Δ.

/Κας


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο