NISSE v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ Δ/ΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 23/2015, 4/10/2021

ECLI:CY:AD:2021:C436

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 23/2015)

 

 

4 Οκτωβρίου, 2021

 

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Π., ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

xxx NISSE,

 

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

ν.

 

 

                          ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

                          Δ/ΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

Εφεσίβλητων/Καθ’ων η Αίτηση.

 

 

Α.Σ. Αγγελίδης με Μ. Μαλάη (κα), για την Εφεσείουσα.

 

  Γ. Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού   Εισαγγελέα, για τους Εφεσιβλήτους.

 

 

ΠΑΝΑΓΗ, Π.:         Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από  τη  Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη Απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή που υπέβαλε σε σχέση με την Απόφαση των Εφεσιβλήτων, ημερ. 18/6/2012, με την οποία της ζητήθηκε να εγκαταλείψει την Κύπρο ενώ είχε τελέσει νόμιμο γάμο με πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Κρίνεται σκόπιμο εξαρχής να παρατεθεί σύντομα το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης.

 

Η Εφεσείουσα κατάγεται από το Καμερούν και αφίχθηκε στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 2009 ως επισκέπτρια. Κατόπιν αίτησης της εγκρίθηκε παράταση της παραμονής της μέχρι το Μάρτιο του 2009 και στη συνέχεια εξασφάλισε άδεια προσωρινής παραμονής με ισχύ μέχρι τις 20/2/2010. Εν τω μεταξύ, στις 24/2/2009, μεσολάβησε αίτημα της για πολιτικό άσυλο το οποίο απερρίφθη στις 23/9/2009.

 

Στις 21/7/2010 η Εφεσείουσα τέλεσε γάμο με Γάλλο υπήκοο με καταγωγή από το Καμερούν και στις 17/3/2011 αιτήθηκε Δελτίο Διαμονής ως μέλος οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη, ενώ ο σύζυγος της αιτήθηκε Βεβαίωση Εγγραφής ως Ευρωπαίος πολίτης.

 

Στις 6/6/2012 η Διευθύντρια του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της Εφεσείουσας. Με επιστολή ημερ. 18/6/2012 η Εφεσείουσα ενημερώθηκε πως λόγω του ότι δεν συζεί με τον Ευρωπαίο σύζυγο της, η αίτηση για Δελτίο Διαμονής απορρίπτεται και της ζητείτο όπως αναχωρήσει από τη Δημοκρατία εντός περιόδου ενός μηνός. Παράλληλα, ενημερώθηκε για το δικαίωμα της για προσφυγή εναντίον της απόφασης. Είχε προηγηθεί στις 12/6/2012 επιστολή προς το σύζυγο της, με την οποία αυτός ενημερώθηκε ότι, ενόψει του ότι δεν ζούσε πλέον στη Δημοκρατία, η αίτηση του απορρίπτετο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους ακύρωσης και τα επιχειρήματα της Εφεσείουσας.

 

Η Εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη Απόφαση με τους ακόλουθους τέσσερις Λόγους Έφεσης:

 

«Λόγος έφεσης 1

 

Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν μπορεί η Εφεσείουσα/Αιτήτρια να εγείρει ισχυρισμό περί την ελλιπή έρευνα εκ μέρους του Εφεσίβλητου/Καθ’ου η Αίτηση σε σχέση με την γνησιότητα του γάμου της. Η κρίση ότι η απόρριψη του αιτήματος της για χορήγηση Δελτίου Διαμονής ως μέλος οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη, δεν έγινε στη βάση της γνησιότητας ή μη του γάμου αλλά στη βάση του ότι οι σύζυγοι δεν διαμένουν μαζί δεν είναι ορθή και συγκρούεται με τα γεγονότα.

 

Λόγος έφεσης 2

 

Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας ότι στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης και διεξαγωγής δέουσας και αντικειμενικής έρευνας, αναφορικά με τους λόγους που παρέμεινε εκτός Κύπρου ο σύζυγος της. Ουσιαστικά αποφασίζονται Πρωτογενώς και υποκαθιστώντας την κρίση της διοίκησης ότι στα Ιατρικά πιστοποιητικά δεν αναφέρεται ότι η κατάσταση της υγείας του συζύγου ήταν κρίσιμη και/ή ότι δεν ήταν σε θέση να επιστρέψει στην Κύπρο και κατά συνέπεια η μη διαμονή του συζύγου στη Κύπρο αναπόφευκτα επηρέαζε και τα δικαιώματα της Εφεσείουσας, η οποία διεκδικούσε παραμονή ως σύζυγος Ευρωπαίου πολίτη.

 

Λόγος έφεσης 3

 

Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζονται πλήρως οι λόγοι για την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας.

 

Λόγος έφεσης 4

 

Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας περί στέρησης κεκτημένου δικαιώματος της, ως σύζυγος Ευρωπαίου πολίτη να διαμένει στην Κύπρο.»

 

Σε ό,τι αφορά τον πρώτο Λόγο Έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο στη                σελ. 4 της Απόφασης του διαπίστωσε τα εξής:

 

«Παρατηρώ εξ αρχής πως τα όσα ο δικηγόρος της αιτήτριας προβάλλει σε σχέση με τη σημείωση από το λειτουργό των καθ’ων η αίτηση ο οποίος διενήργησε έρευνα για τη γνησιότητα του γάμου, πως διατηρούσε αμφιβολίες σε σχέση με τη γνησιότητά του, δεν μπορούν να εγείρονται καθότι η απόρριψη του αιτήματος δεν έγινε στη βάση της γνησιότητας ή μη του γάμου αλλά στη βάση του ότι οι σύζυγοι δεν διαμένουν μαζί. Το δε άρθρο 4(2)(α) του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα της Δημοκρατίας του 2007, Ν. 9(Ι)/2007, («ο Νόμος») προβλέπει, μεταξύ άλλων, για συμβίωση «κάτω από την ίδια στέγη με τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης στην χώρα προέλευσης», εν προκειμένω τη Γαλλία. Οπότε, ούτε η επίκληση των διατάξεων του εν λόγω άρθρου βοηθά την αιτήτρια. Η δε επί τόπου έρευνα και τα συναχθέντα συμπεράσματα προηγήθηκαν τόσο της επιστολής του συζύγου όσο και της προσκόμισης από την αιτήτρια, των ιατρικών βεβαιώσεων για την υγεία του συζύγου της. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας στο στάδιο εκείνο, όταν δεν είχαν τεθεί ενώπιον των καθ’ων η αίτηση τα εκ των υστέρων προσκομισθέντα στοιχεία.»

               

 (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επεσήμανε ότι η απόρριψη του αιτήματος της Εφεσείουσας δεν είχε  γίνει στη βάση της γνησιότητας ή μη του γάμου, αλλά στη βάση του ότι οι σύζυγοι δεν διαμένουν μαζί, επεσήμανε ότι ούτε η επίκληση των προνοιών του Άρθρου 4(2)(α) του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου 7(Ι)/2007, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, για συμβίωση «κάτω από την ίδια στέγη με τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης στη χώρα προέλευσης», που στην προκείμενη περίπτωση ήταν η Γαλλία, μπορούσαν να βοηθήσουν την περίπτωση της Εφεσείουσας.

 

Το ότι η εν λόγω απόρριψη είχε πράγματι γίνει στη βάση της έλλειψης του στοιχείου της συμβίωσης και όχι της αμφισβήτησης της γνησιότητας του γάμου, προκύπτει από την επιστολή του ΤΑΠΜ, ημερ. 18/6/2012, με την οποία η Εφεσείουσα ενημερώθηκε για τους λόγους απόρριψης της αίτησης της ως ακολούθως:

 

«… it was detected that you don΄t live with your husband xxx xxx Ndoumbe Lobe […] Τherefore, you don΄t meet the conditions for retention of your right of residence in the Republic of Cyprus according to article 27(2) of Law 7(I)/2007.»

 

 

Βέβαια, ο συνήγορος της Εφεσείουσας μέσω παραπομπής στο Παράρτημα 17 της Ένστασης υποστήριξε ότι η αίτηση της απερρίφθη και για το λόγο ότι υπήρχαν αμφιβολίες για τη γνησιότητα του γάμου. Η θέση του αυτή στηρίχθηκε στο ότι ο Λειτουργός που υπογράφει το χειρόγραφο Σημείωμα ημερ. 14/5/2012, Τεκμήριο 17 της Ένστασης, παρέπεμπε στο Τεκμήριο 12 που περιείχε τον έλεγχο που διενήργησε η Αστυνομία για τη γνησιότητα ή μη του γάμου της Εφεσείουσας.

 

Το γεγονός ότι στο Παράρτημα 12, σελ. 5, παρ. 10, αναφέρεται ότι «υπάρχουν αμφιβολίες για τη γνησιότητα του γάμου», όπως και το γεγονός ότι στον Τύπο του συγκεκριμένου Παραρτήματος αναφέρεται ότι έγινε στο πλαίσιο «ελέγχου για γνησιότητα του γάμου», δεν οδηγεί στη θέση που διατύπωσε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας ως προς τους λόγους απόρριψης του αιτήματος της. Εκείνο που, εν προκειμένω, έχει σημασία είναι ότι στο Σημείωμα του Λειτουργού υπήρχε η διαπίστωση ότι τα υπό εξέταση άτομα «δεν διαμένουν μαζί» και ότι «ο Ευρωπαίος σύζυγος … βρίσκεται στο εξωτερικό από τον Οκτώβριο του 2011» και στη βάση αυτής της διαπίστωσης ακολούθησε η εισήγηση για απόρριψη της αίτησης της Εφεσείουσας.

 

Όσον δε αφορά το δεύτερο Λόγο Έφεσης με τον οποίο προβάλλεται ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας το σχετικό ισχυρισμό, αφού έλαβε υπόψη του τα γεγονότα που υπήρχαν ενώπιον του κατέληξε ότι «παρά τα αρχικά προσκόμματα της αιτήτριας τελικά ήλθαν σε επαφή μαζί της και διερεύνησαν την απουσία του συζύγου της και άκουσαν τη δική της εκδοχή».

 

Πράγματι, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχαν τα εξής γεγονότα:

 

·        Η Εφεσείουσα και ο σύζυγος της έδωσαν ξεχωριστές συνεντεύξεις στην ΥΑΜ.

·        Στις 4/2/2012 η Εφεσείουσα κλήθηκε και προσήλθε στο Κλιμάκιο της ΥΑΜ Πάφου, οπότε ανέφερε ότι στις 2/2/2012, όταν προσπάθησε να την επισκεφθεί η ΥΑΜ αυτή βρισκόταν στο μπάνιο και ο σύζυγος της βρισκόταν στο Παρίσι, λόγω προβλήματος υγείας. (Παράρτημα 13 της Ένστασης).

·        Κατόπιν της συνέντευξης στις 4/2/2012 η Εφεσείουσα προσκόμισε ιατρικά έγγραφα του συζύγου της, προς δικαιολόγηση της απουσίας του στο εξωτερικό. (Παραρτήματα 14, 15 και 16 της Ένστασης).

 

Όπως ορθά επισημαίνεται από την ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσιβλήτων, τα πιο πάνω γεγονότα επιμαρτυρούσαν ότι όχι μόνο η Εφεσείουσα δεν είχε στερηθεί του δικαιώματος ακρόασης, αλλά, αντίθετα, προ της έκδοσης της προσβαλλόμενης Απόφασης της είχε δοθεί ικανοποιητική ευκαιρία να παρουσιάσει τη δική της εκδοχή τόσο μέσω δύο συνεντεύξεων, όσο και μέσω της δυνατότητας προσκόμισης εγγράφων προς υποστήριξη των θέσεων της.

 

Μέσω του τρίτου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι στην προσβαλλόμενη Απόφαση προσδιορίζονται πλήρως οι λόγοι για την απόρριψη της αίτησης της Εφεσείουσας.

 

Όπως προκύπτει, ο πιο πάνω Λόγος Έφεσης αφορά σε ισχυρισμό για μη επαρκή και/ή δέουσα αιτιολόγηση της επίδικης διοικητικής Απόφασης.

 

Η πιο κάτω περικοπή από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι σχετική:

 

«Η αιτιολογία που έδωσαν οι καθ’ων η αίτηση είναι επαρκής, αφού σ’ αυτήν προσδιορίζονται πλήρως οι λόγοι για την απόρριψη της αίτησής της που ήταν η μη διαμονή του συζύγου της στην Κύπρο και κατ’ επέκταση η μη συμβίωση του ζεύγους.»

 

 

Στην υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, στην οποία μας έχει παραπέμψει η ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσιβλήτων, το θέμα της αιτιολογίας μιας απόφασης έχει τεθεί ως εξής:

 

 

«Σειρά αποφάσεων της Νομολογίας μας σε πλήρη ταύτιση με την θέση της                 Ελληνικής Νομολογίας έχει τονίσει την ανάγκη για αιτιολογία των  ατομικών                  διοικητικών πράξεων. (Βλ. ανάμεσα σ' άλλα Papadopoulos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070, 1079, J M C Polytrade v.  Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 301, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 183, 186, 187).

Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των                                          πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη                  διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών   πράξεων απορρέει από την έννοια του  κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους               αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν                   παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την  διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και                  ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης. (Βλ. Κυριακίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995)                   3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία v. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647). 

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική  Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της. (Βλ. Πισσάς v. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).

Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις                      διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. "Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μή εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν  περίπτωσιν". (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω))

 

Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι μέσω της προσβαλλόμενης Απόφασης δίδετο επαρκής αιτιολογία από τους Εφεσιβλήτους είναι ορθή, δεδομένου του ότι σε αυτή όντως εξειδικεύονταν πλήρως οι λόγοι για την απόρριψη της αίτησης της Εφεσείουσας, ήτοι, το γεγονός ότι η Εφεσείουσα δεν συνόδευε και/ή δεν συμβίωνε με πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με παραπομπή μάλιστα και στη νομική βάση της Απόφασης που ήταν το Άρθρο 27(2) του Νόμου 7(Ι)/2007[1].

 

Μέσω του τέταρτου Λόγου Έφεσης η Εφεσείουσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της περί στέρησης κεκτημένου δικαιώματος της ως σύζυγος Ευρωπαίου πολίτη να διαμένει στην Κύπρο.

 

Προς τούτο επικαλέστηκε τις πρόνοιες του Άρθρου 11(1) του Νόμου 7(Ι)/2007, το οποίο αναγνωρίζει το δικαίωμα σε μέλη της οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να λάβουν Δελτίο Διαμονής, υπό τους όρους και προϋποθέσεις που τίθενται στα Άρθρα 12 και 13 του Νόμου.

 

Όπως υποστηρίχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Εφεσείουσας, η Εφεσείουσα στερήθηκε κεκτημένων δικαιωμάτων ως σύζυγος Ευρωπαίου πολίτη ο οποίος είχε δικαίωμα να εγκαταστήσει στην Κύπρο την οικογενειακή του κατοικία, χωρίς τούτο να τον εμποδίζει να λαμβάνει ιατρική αρωγή σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 12(2)(γ) του Νόμου 7(Ι)/2007, απαραίτητη προϋπόθεση για έκδοση Δελτίου Διαμονής είναι η προσκόμιση «βεβαίωσης εγγραφής στη Δημοκρατία του πολίτη της Ένωσης που συνοδεύουν ή αφίκνεινται για να συναντήσουν όπου εφαρμόζεται».

 

Εν ολίγοις η εξασφάλιση, από το σύζυγο της Εφεσείουσας, Βεβαίωσης Εγγραφής στη Δημοκρατία, ήταν προϋπόθεση για να εκδοθεί Δελτίο Διαμονής στην Εφεσείουσα.

 

Με βάση τα όσα είχαν τεθεί ενώπιον των Εφεσιβλήτων, το γεγονός της μη διαμονής στη Δημοκρατία του συζύγου της Εφεσείουσας – εφόσον αυτός απουσίαζε στο εξωτερικό για λόγους υγείας – κατέστησε την έκδοση του Δελτίου Διαμονής αδύνατη για την Εφεσείουσα.

 

Όπως προκύπτει, η Εφεσείουσα δεν είχε αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, αλλά παράγωγο δικαίωμα το οποίο θα υφίστατο αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Νόμου 7(Ι)/2007 και ο σύζυγος της είχε ασκήσει το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκατάστασης σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαφορετικό από εκείνο του οποίου είναι υπήκοος[2].

 

Τέτοια θα ήταν η περίπτωση κατά την οποία ο σύζυγος της Εφεσείουσας είχε πράγματι εγκατασταθεί στην Κύπρο έχοντας, στη βάση των αναγκαίων προϋποθέσεων, εξασφαλίσει Βεβαίωση Εγγραφής.

 

Στην υπόθεση του ΔΕΕ C-218/14, Singh, ημερ. 16/7/2015, επισημάνθηκαν τα εξής  στην αιτιολογική σκέψη 50 της Απόφασης σε σχέση με την ερμηνεία της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, της οποίας ο Νόμος 7(Ι)/2007 συνιστά εναρμονιστικό Νόμο:

 

«50  Όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής, στο κράτος μέλος υποδοχής, των υπηκόων τρίτων χωρών, μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, πρέπει να υπομνησθεί, προκαταρκτικώς, η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία τα δικαιώματα που παρέχονται στους υπηκόους τρίτων χωρών από την οδηγία 2004/38 δεν είναι αυτοτελή δικαιώματα των υπηκόων αυτών, αλλά παράγωγα δικαιώματα της ασκήσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας από πολίτη της Ένωσης. Ο σκοπός και η αιτιολόγηση των παράγωγων αυτών δικαιωμάτων βασίζονται στη διαπίστωση ότι η άρνηση αναγνωρίσεως των δικαιωμάτων αυτών μπορεί να επηρεάσει την ελευθερία κυκλοφορίας του πολίτη της Ένωσης, αποθαρρύνοντάς τον να ασκήσει τα δικαιώματά του εισόδου και διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής (βλ., συναφώς, απόφαση O. και B., C‑456/12, ΕU:C:2014:135, σκέψεις 36 και 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).»

 

                          (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Κατά συνέπεια, εφόσον η διάταξη του Άρθρου 12(2)(γ) δεν εφαρμόζετο στην περίπτωση της Εφεσείουσας, τα όποια δικαιώματα απέρρεαν από το Νόμο 7(Ι)/2007 δεν μπορούσαν να έχουν αποδέκτη την Εφεσείουσα.

 

Στη βάση των πιο πάνω, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε στην Απόφαση του τα εξής:

 

«Το δικαίωμα της αιτήτριας για να της παραχωρηθεί άδεια για παραμονή στη Δημοκρατία, βασίζεται στη διαμονή του ευρωπαίου συζύγου της στην Κύπρο, καθώς και στην εξασφάλιση εκ μέρους του της σχετικής Βεβαίωσης Εγγραφής Ευρωπαίου Πολίτη και των Μελών της Οικογένειάς του.

 

Η αίτηση του συζύγου για εξασφάλιση της πιο πάνω Βεβαίωσης απορρίφθηκε στις 12.6.2012, μετά που διαπιστώθηκε ότι από τον Οκτώβριο του 2011 δεν διαμένει πλέον στην Κύπρο. Η απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας στις 18.6.2012 ήταν απότοκο της προηγηθείσας απόρριψης της αίτησης του συζύγου της. Από τη στιγμή που ο ευρωπαίος σύζυγος της δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Νόμου 7(1)/07 για εξασφάλιση της σχετικής Βεβαίωσης Εγγραφής Πολίτη της Ένωσης, η απόρριψη και της αίτησης της αιτήτριας ήταν αναπόφευκτη.»

 

 

Οι πιο πάνω επισημάνσεις ορθά οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει ότι καμία στέρηση κεκτημένου δικαιώματος δεν προέκυπτε, εφόσον οι Εφεσίβλητοι, προτού απορρίψουν την αίτηση της Εφεσείουσας, εφάρμοσαν τις πρόνοιες του Νόμου 7(Ι)/2007 και διαπίστωσαν ότι δεν πληρούνται οι όροι και προϋποθέσεις των Άρθρων 4, 11, 12 και 27 του Νόμου.

 

 

 

 

 

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον της Εφεσείουσας, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000.

 

 

 

 

 

                                                Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.

 

 

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                               

                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                               

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.



[1] Δέστε Άρθρο 27(2) του Νόμου  7(Ι)/07:

 

«(2) Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που                             προβλέπεται στα άρθρα 9, 25 και 26, ενόσω πληρούν τους όρους που καθορίζονται στα εν λόγω άρθρα. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου υπάρχει εύλογη αμφιβολία κατά πόσο ο πολίτης της Ένωσης ή τα μέλη της οικογένειάς του πληρούν τους όρους που καθορίζονται στα εν λόγω άρθρα, η αρμόδια αρχή δύναται να ελέγχει εάν πληρούνται οι όροι αυτοί:

 

Νοείται ότι, ο έλεγχος αυτός δε δύναται να έχει συστηματικό χαρακτήρα.»

 

Δέστε, επίσης, Άρθρο 9(2) του Νόμου  7(Ι)/07:

 

«9 (2) Το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στο εδάφιο (1), εκτείνεται και στα μέλη της οικογένειας, που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, όταν συνοδεύουν ή αφίκνεινται για να συναντήσουν τον πολίτη της Ένωσης στη Δημοκρατία, και εφόσον ο εν λόγω πολίτης πληρεί του όρους που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) ή (γ) του εδαφίου (1).»

[2] Δέστε την υπόθεση του ΔΕΕ Blaise Baheten Metock and Others  v. Minister for Justice, Equality and Law Reform, C-127/08, ημερ. 25/7/2008 όπου λέχθηκαν τα εξής σχετικά αναφορικά με την ερμηνεία της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ της οποίας ο Νόμος 7(Ι)/2007 συνιστά εναρμονιστικό Νόμο:

 

«….δεν αντλούν από την οδηγία 2004/38 δικαιώματα εισόδου και διαμονής σε κράτος μέλος όλοι οι υπήκοοι τρίτων χωρών, αλλά μόνον όσοι είναι μέλη της οικογένειας, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, πολίτη της Ένωσης που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, εγκαθιστάμενος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου είναι υπήκοος.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο