ΓΡΟΥΤΙΔΗΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 169/14, 170/14, 174/14, 1/11/2021

ECLI:CY:AD:2021:C493

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 169/14, 170/14, 174/14)

 

1 Νοεμβρίου, 2021

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ,

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 169/14)

 

XXX ΓΡΟΥΤΙΔΗΣ,

                                                                                      Εφεσείων

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                                                                       Εφεσίβλητη

---------

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 170/14)

 

XXX ΠΑΠΑΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,

                                                                                      Εφεσείων

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                                                                      Εφεσίβλητη

 (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 174/14)

 

XXX ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

                                                                                      Εφεσείων

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                                                                      Εφεσίβλητη

_______________________

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 169/14

Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικώς.

Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.

Μ. Πανταζή (κα), για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 170/14

Α.Σ. Αγγελίδης για τον Εφεσείοντα.

Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.

Μ. Πανταζή (κα), για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.

 

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 174/14

Ι. Μιχαήλ (κα), για Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.

Μ. Πανταζή (κα), για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

Σάντη, Δ.

 

----------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Πρωτοδίκως οι τρεις προσφυγές των Εφεσειόντων (ως αιτητών) στις υπό κρίσιν υποθέσεις, συνεκδικάστηκαν - όπως και εδώ οι αντίστοιχες και τρέχουσες ενώπιον μας εφέσεις - λόγω κοινού πραγματικού και νομικού υποβάθρου. Oι προσφυγές στόχευαν σε ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας («ΕΔΥ») ημερομηνίας 29.3.11 («η προσβαλλόμενη απόφαση»), με την οποία η ΕΔΥ προήγαγε από 1.5.11 τα ενδιαφερόμενα μέρη Χριστοφή («ΕΜ1 Χριστοφή») και Κυριακίδη («ΕΜ2 Κυριακίδη»), στη μόνιμη θέση Πρώτου Κτηνιατρικού Λειτουργού, Κτηνιατρικές Υπηρεσίες. Το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό την πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), με απόφαση ημερομηνίας 7.11.14 («η Πρωτόδικη Απόφαση»), απέρριψε τις προσφυγές και επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

        Ως προς τα βασικά γεγονότα που, αδρομερώς, συναποτελούν τις εφέσεις, καταγράφουμε ότι η ΕΔΥ με την προσβαλλόμενη απόφαση αποφάσισε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών εκτιμώντας την έκθεση της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής η Συμβουλευτική Επιτροπή»), την αξιολόγηση των (επτά εν συνόλω) υποψηφίων για την επίμαχη θέση κατά την προφορική εξέταση στην ΕΔΥ, τις συστάσεις για τα ενδιαφερόμενα μέρη από την Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος («η Γενική Διευθύντρια»), τις υπηρεσιακές εκθέσεις όσων εκ των υποψηφίων ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι - ήτοι των Εφεσειόντων Παπαευσταθίου (στην Α.Ε. 170/14) και Γεωργίου (στην Α.Ε. 174/14) - καθώς και των ενδιαφερομένων μερών (πλην του Εφεσείοντα 1 που εργαζόταν στον ιδιωτικό τομέα), τα στοιχεία των αιτήσεων, τα επιμέρους προσόντα και την αρχαιότητα τους.

 

        Προσεγγίσαμε και αναλύσαμε τους 24 λόγους έφεσης (8 στην Α.Ε. 169/14, 9 στην Α.Ε. 170/14 και 7 στην Α.Ε. 174/14), ασχέτως αν δεν προβαίνουμε πάντοτε στο ανά χείρας κείμενο σε ρητή αναφορά των όσων τούτοι επακριβώς εκφράζουν ως αποτύπωση ή συνοδευτική αιτιολογία, και το ίδιο αφορά στην αναπτυχθείσα δικηγορική επιχειρηματολογία εκ πλευράς όλων των διαδίκων.

 

        Ένεκα του εύρους των πολυεπίπεδων θεμάτων που εγείρονται στις εφέσεις, θα ενασχοληθούμε σε πρώτο στάδιο με κάποιους των λόγων έφεσης που παρουσιάζουν μεταξύ τους τέτοια κοινά στοιχεία και συνιστώσες που να δικαιολογούν τη σωρευτική τους εξέταση σε μια ενότητα. Πρόκειται για τους λόγους έφεσης 1, 3, 4 και 8 (στην Α.Ε. 169/14), τους λόγους έφεσης 1, 2, 5, 6 και 7 (στην Α.Ε. 170/14) και τους λόγους έφεσης 1, 2, 3, 4 και 6 (στην Α.Ε. 174/14).

        Ύστερα από την ενασχόληση μας με τους κοινούς λόγους έφεσης, θα προχωρήσουμε με τους εναπομείναντες λόγους έφεσης στην καθεμιά από τις εφέσεις, οι οποίοι, ως εκ της φύσης τους και των όσων εμπεριέχουν και προβάλλουν, επιβάλλεται να εξεταστούν ξεχωριστώς.

 

      Θα αρχίσουμε με τους κοινούς λόγους έφεσης.

 

      Οι λόγοι έφεσης 1 (στην Α.Ε. 169/14), 6 και 7 (στην Α.Ε. 170/14) και 4 (στην Α.Ε. 174/14), προσβάλλουν ως εσφαλμένη την απόρριψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο των θέσεων των Εφεσειόντων περί έλλειψης δέουσας έρευνας από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την ΕΔΥ αναφορικώς προς την κατοχή από το ΕΜ2 Κυριακίδη, του απαιτούμενου από την παράγραφο 3(2) του αφορώντος Σχεδίου Υπηρεσίας («το Σχέδιο Υπηρεσίας») προσόντος τής «μεταπτυχιακής εκπαίδευσης ή ειδικής εκπαίδευσης ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε ειδικότητα της Κτηνιατρικής Επιστήμης», υποκαθιστώντας κατ’ ουσίαν την αντίστοιχη κρίση της Διοίκησης.

 

          Σε ό,τι αφορά στο ΕΜ1 Χριστοφή, προτείνεται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένως έκρινε πως το πιστοποιητικό εκπαίδευσης από το Πανεπιστήμιο Giessen-West Germany (το οποίο κατέχει το ΕΜ1 Χριστοφή), ήταν διάρκειας ενός ακαδημαϊκού έτους και ότι ικανοποιούσε τα απαιτούμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Υποστηρίζεται προσέτι πως, με επιστολή του Διευθυντή Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών προς τον Πρόεδρο της ΕΔΥ ημερομηνίας 27.12.84, η εκπαίδευση του ΕΜ1 Χριστοφή ήταν διάρκειας επτά μηνών μόνον και επομένως πολύ απέχουσα από το να ικανοποιεί τα απαιτούμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Προς τούτο, οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι δεν υπήρξε επαρκής ή και δέουσα έρευνα από την ΕΔΥ, ούτε και ζητήθηκε συνδρομή τού Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών («ΚΥΣΑΤΣ»), για πιστοποίηση του προσόντος.

 

        Δεν συμφωνούμε με τις θέσεις των Εφεσειόντων.

 

        Ως ορθώς - και εντός του πλαισίου των εξουσιών του - έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο (με συγκεκριμενοποιημένη αναφορά σε έγγραφα στον κατατεθέντα Διοικητικό Φάκελο), η ΕΔΥ δεν είχε ενώπιον της αμφισβήτηση του προσόντος που κατείχε ο ΕΜ1 Χριστοφή (όπως συνέβη με τα προσόντα του ΕΜ2 Κυριακίδη). Έτσι, η ΕΔΥ δεν είχε λόγο να αναζητήσει οτιδήποτε πέραν της διαπίστωσης πως ο ΕΜ1 Χριστοφή είχε, τωόντι, παρακολουθήσει με υποτροφία μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στον κλάδο «Βιοχημικές Εργαστηριακές Μεθόδου στην Κτηνιατρική», συνολικής διάρκειας 12 μηνών. Στον χρόνο αυτό συμπεριλαμβάνονταν και τέσσερεις μήνες για εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας (χρόνος που θεωρήθηκε ευστόχως από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως απαραίτητος για κατανόηση και εμβάθυνση της αφορώσας μετεκπαίδευσης), ένας μήνας για συμμετοχή σε ειδικό σεμινάριο για υποτρόφους και επτά μήνες μεταπτυχιακών σπουδών στο αφορών θέμα. Επιπλέον, συνεκτιμήθηκε και το ότι η μετεκπαίδευση του ΕΜ1 Χριστοφή δεν οδήγησε σε απόκτηση μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου.

 

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε τα ως άνω θέματα σωστά, βάσει εμπεδωμένης νομολογίας, η οποία ορίζει ότι δεν επιτρέπεται (ή συνίσταται), υπό παρόμοιες περιστάσεις, δικαστική παρέμβαση σε ερμηνεία σχεδίου υπηρεσίας, εκτός εκεί που η ερμηνευτική από το αρμόδιο όργανο δεν κρίνεται δικαστικώς ως λογικώς θεμιτή (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, Α.Ε. 63/15, ημ. 7.6.21, ECLI:CY:AD:2021:C227, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γερμανού και Άλλων (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, 102).

 

        Το απαιτούμενο προσόν της «μεταπτυχιακής εκπαίδευσης ή ειδικής εκπαίδευσης» - σε αντιδιαστολή προς την ερμηνεία του όρου «μεταπτυχιακό προσόν» που παραπέμπει σε απόκτηση διπλώματος ή τίτλου (βλ. Ζαχαριάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 722, 730-732) - σημαίνει (εντός του εξεταζόμενου τώρα πεδίου), εκπαίδευση η οποία έπεται του πτυχίου (ή μιας ειδικής εκπαίδευσης), δίχως να παρίσταται ανάγκη να αποκτάται από αυτή αντίστοιχος τίτλος ή δίπλωμα (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παντέλα (2008) 3 Α.Α.Δ. 285, 289).

 

        Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υπήρχε θέμα αξιολόγησης κρινόμενου προσόντος από το ΚΥΣΑΤΣ - το οποίο δεν αποτελεί βοηθητικό όργανο της ΕΔΥ (βλ. Ελισσαίου ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Α.Ε. 113/15, ημ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C69, Γεωργίου και Άλλης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 769, ECLI:CY:AD:2016:C574, 782) - αφού δεν ηγέρθη ζήτημα αναγνώρισης τίτλου.

 

        Απορρίπτουμε τις σχετικές θέσεις των Εφεσειόντων.

 

        Για το ΕΜ2 Κυριακίδη, οι Εφεσείοντες αμφισβητούν την κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το άτομο αυτό ήταν κάτοχος του απαιτούμενου από την παράγραφο 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας προσόντος της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης ή ειδικής εκπαίδευσης ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε ειδικότητα της Κτηνιατρικής Επιστήμης, και πως η εξακρίβωση εκπορεύθηκε από ενδεδειγμένη έρευνα των συναφώς κριθέντων από την Συμβουλευτική Επιτροπή και την ΕΔΥ. Η ΕΔΥ σε δύο συνεδρίες της (ημερομηνίας 18.1.11 και 24.3.11), επιλήφθηκε του ζητήματος και πέρανε ότι το ΕΜ2 Κυριακίδης κατείχε το απαιτούμενο μεταπτυχιακό προσόν. Προς τούτο, μεταφέρουμε αυτουσίως απόσπασμα - όπως πράττουμε και με όλες τις υπόλοιπες περικοπές στην παρούσα απόφαση - από τη συνεδρία της ΕΔΥ (ημερομηνίας 18.1.11), ως αυτό υιοθετήθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«…………………………….………………………………………………………..Όσον αφορά το πτυχίο Υγιεινολόγου της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας Αθηνών, υπάρχει αντίγραφο του εν λόγω πτυχίου, το οποίο απονεμήθει στον Κυριακίδη από την ίδια τη Σχολή, η οποία υπάγεται στο Υπουργείο Υγείας και Προνοίας της Ελλάδος και το οποίο υπογράφεται από τον Κοσμήτορα και οκτώ καθηγητές. Επίσης, υπάρχει βεβαίωση από την ίδια Σχολή, στην οποία αναφέρεται ότι ο Κυριακίδης παρακολούθησε το ειδικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών κατά το Ακαδημαϊκό έτος 2005-2006, το οποίο ολοκλήρωσε επιτυχώς και κατέθεσε τη διπλωματική του εργασία, η οποία, αφού εγκρίθηκε στις 9.10.06, βαθμολογήθηκε με Άριστα.

Όσον αφορά το Diploma de Doctor (Veterinary Medicine) αυτό προέρχεται από το Κρατικό Ίδρυμα της Ρουμανίας «universitatea de Stiinte Agronomice si Medicina Veterinara din Bucuresti» και δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης του από την Επιτροπή.

Πέραν των πιο πάνω αναφερομένων, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι το Κτηνιατρικό Συμβούλιο Κύπρου, με επιστολή του ημερομηνίας 25.10.07 ενημερώνει τον Κυριακίδη ότι τα προσόντα του έχουν διερευνηθεί και ότι αποφάσισε να προχωρήσει στην καταχώρηση τους στο Μητρώο. Εξάλλου, όπως ο ίδιος ο δικηγόρος αναφέρει, τα προσόντα αυτά περιέχονται στο Κτηνιατρική Μητρώο που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 25.1.08.

Με βάση τα πιο πάνω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν υπάρχουν λόγοι για αμφισβήτηση των προσόντων του ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ xxx, Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού, Κτηνιατρικές Υπηρεσίες.

……………..………………………………………………………………….…...».

 

 

        Η ΕΔΥ σε συνεδρία της με ημερομηνία 24.3.11 επαναβεβαίωσε τα ως άνω, ενημερώνοντας τον Εφεσείοντα Παπαευσταθίου διά επιστολής της ημερομηνίας 19.1.11.

       

        Ο Εφεσείων (στην Α.Ε. 169/14), ενώ είχε καταχωρίσει την Προσφυγή 874/11 εναντίον της προσβαλλόμενης απόφασης, καταχώρισε και την Προσφυγή 110/12 με την οποία αμφισβήτησε την απόφαση του Κτηνιατρικού Συμβουλίου Κύπρου να αναγνωρίσει τα υπό συζήτησιν προσόντα του ΕΜ2 Κυριακίδη και τη συμπερίληψη τους στο Κτηνιατρικό Μητρώο («Κτηνιατρικό Μητρώο»). Η Προσφυγή 110/12 απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη και στερημένη έννομου συμφέροντος προσβολής των προσόντων του ΕΜ2 Κυριακίδη στο Κτηνιατρικό Μητρώο. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, καταγράφοντας τα στοιχεία, αποφάνθηκε, καλώς, πως υπάρχει δεδικασμένο, παραπέμποντας συνάμα στην Γρουτίδης ν. Κτηνιατρικού Συμβουλίου Κύπρου, Υποθ. Αρ. 110/12, ημ. 26.2.14, όπου υπογραμμίστηκαν και αυτά:

 

«……..…….…………………………………………………………………………Γνώση όμως προκύπτει και από το εξής δεδομένο. Ο αιτητής είχε προσβάλει με την προσφυγή υπ΄ αρ. 1393/11, (η οποία συνεκδικάστηκε με την προσφυγή υπ΄ αρ. 1422/11, άλλου αιτητή), την προαγωγή του xxx Κυριακίδη στη θέση του Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών με δημοσίευση που έγινε στις 21.4.2011. Στην εκδοθείσα στις 19.7.2013 απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία δικαίωσε τον αιτητή επί άλλου όμως σημείου, γίνεται αναφορά στις προβληθείσες θέσεις του αιτητή ότι στον xxx Κυριακίδη κατά πλάνη η Ε.Δ.Υ. αναγνώρισε το μεταπτυχιακό και διδακτορικό του τίτλο, ενώ αμφισβητήθηκε και η κατοχή της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης ενός τουλάχιστον έτους σε θέματα της Κτηνιατρικής Επιστήμης. Καθίσταται φανερό από το σκεπτικό ότι το ένα προσόν του Κυριακίδη είναι αυτό του Master από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας της Αθήνας και το άλλο θα πρέπει να αφορά τον διδακτορικό τίτλο που απονεμήθηκε από τη Ρουμανία, όπως άλλωστε προκύπτει αβίαστα από το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην έτερη προσφυγή αρ. 1422/11, όπου ρητά αναφέρονται τα δύο αυτά προσόντα. Το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς, ενώ σε σχέση με την εδώ αίτηση σημείωσε ότι ο αιτητής είχε πληροφορήσει το Δικαστήριο ότι η απόφαση του Κτηνιατρικού Συμβουλίου αναφορικά με τα προσόντα του Κυριακίδη είχε προσβληθεί με προσφυγή, η οποία ασφαλώς είναι η παρούσα. Η απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 19.7.2013 εκδόθηκε επί προσφυγών που καταχωρήθηκαν το 2011, ενώ η παρούσα καταχωρήθηκε μεταγενέστερα το 2012. Προκύπτει επομένως αβίαστα όχι μόνο πλήρης γνώση του αιτητή, αλλά και χρήση της γνώσης αυτής με ένδικο μέσο.

……………..……..………………………………….…………....………………».

 

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεδικασμένο αναφύεται και από την Κυριακίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1308/07, ημ. 6.11.08, όπου το πλεονέκτημα του ΕΜ2 Κυριακίδη εν σχέσει προς το περί ου ο λόγος μεταπτυχιακό προσόν, αποτέλεσε δεδομένο:

 

«…..…….…………………………………..…………..…………………………..Δεδικασμένο όμως απορρέει, όπως πολύ ορθά σημειώνει η κα Εργατούδη στη δική της αγόρευση, και από τις αποφάσεις στην Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 1308/2007, ημερ. 6.11.2008, (Κραμβής, Δ.), όπου ο Κυριακίδης, ως αιτητής εκεί, κέρδισε την προσφυγή που κατέθεσε εναντίον της επιλογής της Ε.Δ.Υ. υπέρ άλλου προσώπου για τη θέση του Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού. Στην υπόθεση, το πλεονέκτημα του Κυριακίδη ως προς το μεταπτυχιακό αποτέλεσε δεδομένο που δεν έτυχε αμφισβήτησης. Βεβαίως όπως λέχθηκε και στη Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38 και Κούλουμου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 293, η Ε.Δ.Υ. δεν αποκλείεται να διερευνήσει προσόν εφόσον αυτό τίθεται εκ των υστέρων υπό αμφισβήτηση. Αλλά αυτό εδώ έγινε, όπως ήδη αναφέρθηκε, και η Ε.Δ.Υ. ευλόγως αποφάσισε ότι τα δεδομένα έδειχναν ότι ο Κυριακίδης κατείχε το προσόν.

………………………………….………………………………………………….».

 

 

        Σωστά το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ΕΔΥ αποφάσισε ευλόγως πως το ΕΜ2 Κυριακίδης κατείχε το απαιτούμενο προσόν στην παράγραφο 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, ασκώντας λελογισμένως τη διακριτική της ευχέρεια και εφαρμόζοντας (ως προείπαμε υπό ένα κάπως αλλιώτικο πρίσμα ανωτέρω), τις αρχές ερμηνείας σχεδίων υπηρεσίας, όπως έπραξε εξάλλου και το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

        Οι λόγοι έφεσης 1 (στην Α.Ε. 169/14), 6-7 (στην Α.Ε. 170/14) και 4 (στην Α.Ε. 174/14) απορρίπτονται.

 

        Με τους λόγους έφεσης 8 (στην Α.Ε. 169/14), 1 (στην Α.Ε. 170/14) και 6 (στην Α.Ε. 174/14), οι Εφεσείοντες υποστηρίζουν πως κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό τους για έλλειψη πρέπουσας έρευνας από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τη Γενική Διευθύντρια και την ΕΔΥ, για κατοχή από το ΕΜ2 Κυριακίδη, του απαιτούμενου από την παράγραφο 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας προσόντος («Ακεραιότητα χαρακτήρα»).

 

        Πιο συγκεκριμένα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι εξαιτίας και μόνον ποινικής δίωξης που εκκρεμούσε εναντίον του ΕΜ2 Κυριακίδη κατά τους κρίσιμους χρόνους (και ενώ έτρεχε η διαδικασία πλήρωσης της θέσης), η αποτίμηση του γεγονότος από την ΕΔΥ, υπό οποιαδήποτε μορφή, θα παραβίαζε το τεκμήριο της αθωότητας.

 

        Αποκλίνουμε με κάθε σεβασμό από την πρωτόδικη κρίση.

 

        Διευκρινίζουμε.

 

        Στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γρουτίδη και Άλλου, Α.Ε. 88/13, ημ. 16.7.19 - όπου εφεσίβλητοι ήσαν οι εδώ Εφεσείοντες Γρουτίδης (στην Α.Ε. 169/14) και Παπαευσταθίου (στην Α.Ε. 170/14) και ενδιαφερόμενο μέρος το ΕΜ2 Κυριακίδης - η Ολομέλεια αποφάσισε και τούτα τα οποία κρίνουμε (και υιοθετούμε) ως καθοριστικά για ό,τι τώρα εξετάζεται:

«……......…………………………………………………………………………….Κατά πάγια νομολογία, όταν η θέση είναι υψηλά στην ιεραρχία, το δημόσιο συμφέρον απαιτεί να πληρωθεί από άτομο ακέραιου χαρακτήρα. Το τεκμήριο δε κατοχής συγκεκριμένου προσόντος, επί του προκειμένου «ακεραιότητα χαρακτήρα», είναι μαχητό και είναι δυνατόν να καταρριφθεί με βάση τα ισχύοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο γεγονότα, τα οποία άπτονται της συμπεριφοράς και διαγωγής ενός εκάστου των υποψηφίων.

 

Το Άρθρο 12 του Συντάγματος και Άρθρο 6.2 της Σύμβασης καθιερώνει το τεκμήριο της αθωότητας σε ποινικές υποθέσεις για κάθε άτομο κατηγορούμενο για ποινικό αδίκημα μέχρι απόδειξης της ενοχής του σύμφωνα με το Νόμο. Η αρχή εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, προ και κατά τη δίκη, συνεχίζει δε μέχρι το τέλος της έφεσης εναντίον καταδίκης. Δεν είναι επιτρεπτό όμως να λαμβάνεται υπόψη σε διοικητική διαδικασία ως στοιχείο εναντίον ενός αιτητή το γεγονός ότι εκκρεμεί εναντίον του ποινική υπόθεση, ως αντίθετο προς το τεκμήριο της αθωότητας (Goulelis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 81).

 

Ανατρέχοντας στην προσβαλλόμενη απόφαση και στα σχετικά στοιχεία του φακέλου, εμπιστευτικό απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Παραρτήματα 1 έως 6), προκύπτει μετά βεβαιότητας ότι, κατά την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, δεν εξετάστηκε αν το ΕΜ πληρούσε το απαιτούμενο προσόν του ακέραιου χαρακτήρα ως απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας, όπως και εξετάστηκε για τα λοιπά απαιτούμενα προσόντα και προϋποθέσεις. Ορθά παρατηρεί το Δικαστήριο ότι ενώ από το 2009 και 2010 ευρίσκονταν στο φάκελο στοιχεία για ποινική δίωξη του ΕΜ, η εφεσείουσα δεν φρόντισε να ζητήσει λεπτομέρειες ως προς το στάδιο στο οποίο βρισκόταν η δίωξη ή να διερευνήσει κατά πόσο ολοκληρώθηκε και αν ναι κατά πόσο υπήρξε καταδίκη. Αγνόησαν παντελώς το εν λόγω στοιχείο και προχώρησε η μεν Διευθύντρια να επιλέξει το ΕΜ, η δε ΕΔΥ να τον επιλέξει ως τον καταλληλότερο. Η ΕΔΥ και η Διευθύντρια δεν αναζήτησαν ή εξέτασαν οποιοδήποτε στοιχείο, είτε από τους διοικητικούς φακέλους, είτε από τον Γενικό Εισαγγελέα, ώστε να διερευνήσουν περαιτέρω το ζήτημα για να βεβαιωθούν ή να ελέγξουν ό,τι συναρτάται με την κατοχή του εν λόγω προσόντος.

 

Στην Αμβροσίου (ανωτέρω) το Εφετείο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και ακύρωσε την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, εν όψει του ότι, ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή, ούτε η ΕΔΥ, έστρεψαν την προσοχή τους, ως όφειλαν, στο ερώτημα κατά πόσο το εν λόγω ΕΜ πληρούσε ή όχι την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας:

 «Είναι γεγονός ότι κατά την 5.7.2004, που ήταν η ημερομηνία λήξης για την υποβολή αιτήσεων με βάση το σχέδιο υπηρεσίας και, ως εκ τούτου, ο ουσιώδης για την πλήρωση του προσόντος του ακέραιου χαρακτήρα χρόνος, δεν υπήρχαν οι καταγγελίες που οδήγησαν στην καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του xxx Παπαδήμα, ούτε βέβαια η απόφαση του Εφετείου. Ούτε υπήρχαν οποιαδήποτε στοιχεία στους διοικητικούς φακέλους, κατά τον ουσιώδη αυτό χρόνο, που να άπτονται της διαγωγής/συμπεριφοράς του, ώστε να επιβαλλόταν η εκ μέρους της διοίκησης διερεύνησης τους σε συνάρτηση με την κατοχή από τον xxx Παπαδήμα του προαναφερόμενου προσόντος.

 

Κατά το χρόνο της επανεξέτασης όμως, η παρελθούσα πραγματικότητα που ίσχυε κατά το 2004 είχε μεταβληθεί με τη νέα κατάσταση που δημιούργησε ο διορισμός ερευνώντα λειτουργού, σε σχέση με γεγονότα που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο και, όπως έχει ήδη αναφερθεί, άπτονταν της συμπεριφοράς και διαγωγής του xxx Παπαδήμα. Ωστόσο, ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή ούτε η ΕΔΥ έστρεψαν την προσοχή τους, ως όφειλαν, στο ερώτημα κατά πόσο το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε ή όχι την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για ακεραιότητα χαρακτήρα (βλ. Haris v. The Republic of Cyprus (1989) 3 C.L.R. 147, Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 373). Θεωρούμε, υπό τις περιστάσεις, ότι υπάρχει παντελής έλλειψη πλήρους και δέουσας έρευνας για το ζήτημα και ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης.»

 

Παρόλο που τα γεγονότα της Αμβροσίου διαφέρουν επιμέρους με την υπό κρίση - επρόκειτο για επανεξέταση η οποία έλαβε χώρα μετά την έκδοση αθωωτικής απόφασης σε ποινική υπόθεση που αντιμετώπιζε το εν λόγω πρόσωπο και η αρμόδια Αρχή προχώρησε σε διορισμό ερευνώντος λειτουργού σε σχέση με τα γεγονότα που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο και άπτονταν της συμπεριφοράς και διαγωγής του - εν τούτοις το ratio της τυγχάνει εφαρμογής και στην υπό κρίση περίπτωση.

 

Η διεξαγωγή δέουσας έρευνας ως προς το εν λόγω προσόν, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ανεξαρτήτως και χωρίς να εκφράζουμε τελική κρίση ως προς την υποχρέωση διεξαγωγής πειθαρχικής έρευνας ή διορισμού ερευνώντος λειτουργού, ουδόλως θα έπληττε ή πλήττει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο το τεκμήριο αθωότητας πριν να επέλθει, όπως και επήλθε, η καταδίκη του ΕΜ. Η ΕΔΥ εσφαλμένα έκρινε ότι δεν της επιτρεπόταν να διερευνήσει ή να αιτιολογήσει με βάση τα ενώπιον της στοιχεία και δεδομένα, ή έστω να εξηγήσει τους λόγους που την οδήγησαν σε αποστασιοποίηση της από το ζήτημα.

 

Η εκ των υστέρων εισαγωγή αιτιολογίας μέσω της αγόρευσης: «λόγω μη παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας», δεν είναι δυνατόν να θεραπεύσει την παράλειψη. Ορθά παρατηρεί το Δικαστήριο ότι δεν ήταν δυνατόν, στο προκαταρκτικό εκείνο το στάδιο, να προβλεφθεί, εν όψει των επιλογών που υπήρχαν, πώς θα ενεργούσε η Γενική Διευθύντρια και τι θα έπραττε τελικά η ΕΔΥ αν, ως όφειλαν, διερευνούσαν κατά πόσο το ΕΜ πληρούσε ή όχι την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για ακεραιότητα χαρακτήρα.

………………………………………………………………..………………………………...».

 

 

 

        Επισημαίνουμε, ότι όπως έγινε στην ως άνω υπόθεση, έτσι και εδώ, η επίδικη θέση κατατάσσεται ως ψηλή στην ιεραρχία (Διευθυντής Κτηνιατρικών Υπηρεσιών), με συνεπόμενο το δημόσιο συμφέρον να απαιτεί πλήρωση της από άτομο το οποίο, ανάμεσα σε άλλα, να είναι ακέραιου χαρακτήρα (ως και η απαίτηση στο Σχέδιο Υπηρεσίας).

 

        Σε σχέση προς το ζήτημα αυτό, ενώ από τα έτη 2009 και 2010 βρίσκονταν στον προσωπικό φάκελο του ΕΜ2 Κυριακίδη στοιχεία για την ποινική δίωξη του, η Συμβουλευτική Επιτροπή, η Γενική Διευθύντρια και η ΕΔΥ, διόλου δεν ασχολήθηκαν με το θέμα. Ό,τι καταγράφεται στα πρακτικά είναι πως και οι επτά υποψήφιοι για την επίδικη θέση ήσαν κάτοχοι των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας. Δεν αναζητήθηκε ή εξετάστηκε οποιοδήποτε στοιχείο στους διοικητικούς φακέλους για να διερευνηθεί αρμοδίως το όλον θέμα προκειμένου να ελεγχθεί και να βεβαιωθεί οτιδήποτε συναρτάτο προς την κατοχή του προσόντος της ακεραιότητας χαρακτήρα.

 

        Ως κρίθηκε από την Ολομέλεια στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γρουτίδη και Άλλου, Α.Ε. 88/13, ημ. 16.7.19, η διεξαγωγή προσήκουσας έρευνας περί του θέματος, ουδόλως θα έπληττε το τεκμήριο αθωότητας του ΕΜ2 Κυριακίδη, προτού επέλθει η όποια ποινική καταδίκη του.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενασχολήθηκε καθόλου με το αν ήταν επιτρεπτό η ΕΔΥ να διερευνήσει ή να αιτιολογήσει με βάση τα ενώπιον της στοιχεία και δεδομένα, ή έστω να εξηγήσει, τους λόγους που την οδήγησαν σε αποστασιοποίηση από το ζήτημα. Παραμένει επομένως κενό για το πώς είναι που θα ενεργούσε κατά πιθανολόγηση η ΕΔΥ (αλλά και η Γενική Διευθύντρια) εάν, ως αναμενόταν και οφειλόταν, διερευνούσαν το κατά πόσον το ΕΜ2 Κυριακίδης πληρούσε την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας για ακεραιότητα χαρακτήρα.

 

        Οι λόγοι έφεσης 8 (στην Α.Ε. 169/14), 1 (στην Α.Ε. 170/14) και 6 (στην Α.Ε. 174/14) επιτυγχάνουν.

 

        Η απόληξη δεν αμβλύνει, εδώ, την αναγκαιότητα ανάλυσης των υπόλοιπων λόγων έφεσης (αλλά και εκείνων που προηγήθηκαν), ως εκ της φύσης τους και των όσων προτάσσουν.

 

        Διά των λόγων έφεσης 3 (στην Α.Ε. 169/14), 2 (στην Α.Ε. 170/14) και 1-2 (στην Α.Ε. 174/14), οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο σφαλερώς δεν αποφάσισε πως η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερομηνίας 29.11.10 στερείτο νόμιμης ή και επαρκούς αιτιολογίας και ότι υπήρξε πλάνη στην τελική αξιολόγηση των υποψηφίων αλλά και παράλειψη στάθμισης όλων των προσμετρήσιμων κριτηρίων, και πως, κατ’ ακολουθίαν, το ίδιο λανθασμένα η ΕΔΥ υιοθέτησε και συνεκτίμησε την πάσχουσα έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, λέγουν οι Εφεσείοντες, δεν αποτελεί άρτιο πρακτικό και κακώς κρίθηκε ότι δεν επιβαλλόταν η καταγραφή στο συγκεκριμένο πρακτικό των λεπτομερειών της αξιολόγησης τη μέρα που έγινε η προφορική εξέταση.

 

        Διιστάμεθα.

 

        Η επί τούτω κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.

 

        Την παραθέτουμε, χωρίς άλλο ιδιαίτερο σχολιασμό, αφού περιγράφει ευστόχως τα όσα ενεστώτως απασχολούν:

 

«…………………….………..………………………….…………………………

Η συνεδρία της 6.10.2010 δεν ήταν η τελική απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά απλά ένα στάδιο της όλης διαδικασίας της. Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 29.11.2010 είναι αυτή που ελέγχεται και αυτή όχι μόνο είναι άρτια, αλλά είναι αρτιότατη. Καταγράφεται εκεί κάθε τι το δυνατόν αναφορικά με την αξιολόγηση των υποψηφίων με λεπτομέρεια που αναμφίβολα επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο. Το άρθρο 34(10) δεν αναφέρεται, ούτε επιβάλλει την καταγραφή στο συγκεκριμένο πρακτικό της λεπτομέρειας της αξιολόγησης την ημέρα που έγινε. Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 29.11.2010, ρητώς αναφέρεται στην προηγηθείσα συνεδρία ημερ. 6.10.2010, όταν έγινε η προφορική εξέταση, με παραπομπή στο θεματολόγιο και την καταγραφή για κάθε ένα υποψήφιο της γενικής εντύπωσης που αποκόμισε με ανάλογη λεπτομέρεια. Υπήρξε επομένως ορθή καταγραφή στα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής τόσο της γενικής εντύπωσης, όσο και της αιτιολογίας.

 

Η απόφαση στη Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485, την οποία επικαλέστηκε η συνήγορος του αιτητή στην προσφυγή υπ΄ αρ. 952/2011, ουδόλως προωθεί την ιδιαίτερη εισήγηση της. Η υπόθεση δεν ασχολήθηκε με τις επιμέρους συνεδρίες μιας Επιτροπής. Αφορούσε τη συνεδρία εκείνη όπου αναμενόταν συμμόρφωση με τη νομοθετική επιταγή του άρθρου 34(10). Το ίδιο ισχύει και για τις αποφάσεις στις Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550 και Πέτεβης και Γεωργιάδης Συνεργάτες ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 138, οι οποίες παραπέμπουν και στο άρθρο 24(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999. Επαναλαμβάνεται ότι το υπό κρίση πρακτικό είναι αυτό της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 29.11.2010 και η ανάπτυξη θεωριών όπως ότι δεν διατηρήθηκε στη μνήμη της Επιτροπής η αξιολόγηση της 6.10.2010, παραγνωρίζει ότι το ελεγχόμενο πρακτικό είναι το τελικό, όπως αυτό αποτυπώθηκε στην εμπεριστατωμένη έκθεση της. Ακόμη και αν δεν ήταν πλήρες το πρακτικό της 6.10.2010, εκεί καταγράφηκαν τα ουσιώδη, όπως η σύνθεση της Επιτροπής, τι διαμείφθηκε και τι αποφασίστηκε.

………………………..……………………………………….…………………...».

 

 

 

        Από τα γεγονότα, αναδύεται πως τα πρακτικά τηρήθηκαν προσηκόντως από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και ότι η έκθεση ημερομηνίας 29.11.10 είναι υπογραμμένη από όλα τα μέλη, με αναφορά, εκεί, στην όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε ως και στις περασμένες συνεδρίες. Η Συμβουλευτική Επιτροπή, ως συλλογικό όργανο, εκτέλεσε πλήρως τα καθήκοντα της, μεταφέροντας καθαρώς και επί πρακτικού την εικόνα των όσων διαδραματίστηκαν ενώπιον της έτσι που να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και επί της αιτιολογικής επάρκειας τής περί ης ο λόγος απόφασης (βλ. Παπαδόπουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 10/15, ημ. 4.10.21, ECLI:CY:AD:2021:C445, Λαμπριανού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 247/12, ημ. 28.4.20, ECLI:CY:AD:2020:C131, Ράφτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, 360).

 

         

        Δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για επέμβαση μας.

        Οι λόγοι έφεσης 3 (στην Α.Ε. 169/14), 2 (στην Α.Ε. 170/14) και 1-2 (στην Α.Ε. 174/14) απορρίπτονται.

 

        Έπεται η κρίση μας επί των λόγων έφεσης 4 (στην Α.Ε. 169/14), 5 (στην Α.Ε. 170/14) και 3 (στην Α.Ε. 174/14), διά των οποίων οι Εφεσείοντες βάλλουν κατά της Πρωτόδικης Απόφασης και κυρίως κατά του μέρους εκείνου που απορρίπτει τα περί πάσχουσας σύστασης της Γενικής Διευθύντριας η οποία, ως λέγουν οι Εφεσείοντες, επηρεάστηκε από την εντύπωση που φερόμενα είχε διαμορφώσει κατά την προφορική συνέντευξη, γεγονός που συνιστά εξωγενές στοιχείο κρίσης, και ως εκ τούτου λανθασμένη και την επακόλουθη διαδικασία διεξαγωγής τής προφορικής συνέντευξης ενώπιον της ΕΔΥ.

 

        Μηδέ και με αυτό συμφωνούμε.

 

        Κατά το Άρθρο 34(9) του Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1/90, για την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν απαιτείται (ως σωστά υπενθύμισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο), οι συστάσεις του προϊσταμένου τού οικείου Τμήματος να είναι αιτιολογημένες (βλ. Κούτσιου ν. Κυπριακή Δημοκρατία (2015) 3 ΑΑΔ 457, ECLI:CY:AD:2015:C591, 467-468, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Λαούρη (2006) 3 Α.Α.Δ. 52, 56).

 

        Περαιτέρω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αναπτύσσοντας το σκεπτικό του για ό,τι τώρα είναι που ενδιαφέρει, είπε και τα ακόλουθα:

        «………………………………………………………………………………………

Η σύσταση έχει βεβαίως τη δική της αξία και ο μόνος λόγος να εξασθενήσει η σημασία ή αξία της είναι, σύμφωνα με τη νομολογία, (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695), η σύγκρουση αυτής με τα στοιχεία των φακέλων. Εάν η σύσταση, έστω και αναιτιολόγητη, παραγνωρίζει για παράδειγμα στοιχείο του φακέλου όπως η κατοχή πλεονεκτήματος, (όπως έγινε στη xxx Παναγή), τότε η αξία της σύστασης «μειώνεται σημαντικά».

 

Στις υπό κρίση προσφυγές δεν μπορεί να αποτελεί λόγο ακύρωσης η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας. Αυτή θεωρείται ότι ήταν (και αυτό νομοθετικά επιτρεπτό), αναιτιολόγητη. Η δική της αξιολόγηση επί των ερωτήσεων που τέθηκαν προφορικώς κατά τη διαδικασία παρουσίασης των υποψηφίων ενώπιον της Ε.Δ.Υ. δεν φαίνεται να αποτέλεσε λόγο επί του οποίου η Γενική Διευθύντρια βασίστηκε για τη σύσταση της. Και, εν πάση περιπτώσει, εκείνο το οποίο έχει τελικώς σημασία και που βεβαίως κρίνεται είναι η απόφαση και το σκεπτικό της ίδιας της Ε.Δ.Υ. Αυτή είναι η απόφαση που ελέγχεται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο και μόνο αν η προηγηθείσα σύσταση της Γενικής Διευθύντριας θεωρείτο ότι συγκρουόταν με τους φακέλους και τα στοιχεία των υποψηφίων θα επιδρούσε αρνητικά και επί της απόφασης της Ε.Δ.Υ. Η Ε.Δ.Υ. δεν διαπίστωσε κάτι τέτοιο. Στην κρίση της ήταν οι συστάσεις της Γενικής Διευθύντριας χωρίς αναγωγή στη δική της αξιολόγηση των υποψηφίων. Αντίθετα, όπως ρητά καταγράφηκε στο επίμαχο πρακτικό ημερ. 29.3.2011, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη «την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση». Έλαβε συνεπώς υπόψη της την υπέρ των ενδιαφερομένων μερών σύσταση της Διευθύντριας την οποία και δεν αμφισβήτησε ως μη συνάδουσα με τους φακέλους, σε συνάρτηση με οποιοδήποτε κριτήριο επιλογής.

 

Όπως ελέχθη και προηγουμένως, κανένας από τους αιτητής δεν εξειδικεύει σε τι συνίσταται η κατ΄ ισχυρισμόν σύγκρουση. Αναφέρονται όλοι γενικόλογα και αόριστα επί του θέματος. Μάλιστα και αντιφατικά. Ο αιτητής Παπαευσταθίου ομιλεί για «αναιτιολόγητη» σύσταση «χωρίς αναφορά στους φακέλους ως ώφειλε» με επίκληση του άρθρου 24(1) και (2) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, που είναι εντελώς άσχετο με το θέμα. Το ίδιο και ο αιτητής Γρουτίδης ο οποίος δεχόμενος μεν ότι η σύσταση σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένη, προχωρεί να υποστηρίξει χωρίς όμως εξειδίκευση, με μόνη αναφορά σε νομολογία, ότι αυτή δεν καταγράφει τα κριτήρια στα οποία η Διευθύντρια βασίστηκε. Ο δε αιτητής Γεωργίου ουδέν σχετικό αναφέρει πέραν του ότι η Διευθύντρια βασίστηκε στην αξιολόγηση των υποψηφίων για τη σύσταση της, κάτι το οποίο δεν απορρέει από τα πρακτικά. Άλλωστε η Διευθύντρια είχε ενώπιον της και τους φακέλους των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι.

 

Η απόφαση στην xxx xxx Κωνσταντινίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. ECLI:CY:AD:2014:D617, υποθ. αρ. 234/2012 και 238/2012, ημερ. 28.8.2014, (Νικολάτος, Π.), στην οποία παρέπεμψε ο αιτητής Παπαευσταθίου είχε διαφορετικά δεδομένα. Δεν ήταν η επίκληση της Καφά που οδήγησε στην ακύρωση, αλλά το δεδομένο ότι η σύσταση του Διευθυντή συγκρουόταν με τα στοιχεία των φακέλων που είχε μελετήσει προηγουμένως, εφόσον οι αιτήτριες υπερείχαν σε μη απαιτούμενα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους.

Η σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, όπως είναι νομολογημένο, είναι βοηθητική και όχι δεσμευτική για το διοικητικό όργανο, (xxx Βραχίμης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 76/2010, ημερ. 27.9.2011, xxx Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164 και xxx Μάρκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 950/2010 και 990/2010, ημερ. 22.3.2013). Όπου η Ε.Δ.Υ. φρονεί ότι δεν μπορεί να ακολουθήσει τη σύσταση του προϊσταμένου διότι συγκρούεται με τα στοιχεία του φακέλου οφείλει βεβαίως να δώσει ειδική αιτιολογία για την απόκλιση, (Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432 και Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 Α.Α.Δ. 93). Στην Μάρκου - ανωτέρω - αναπτύχθηκε από το συνήγορο του έτερου αιτητή, Αντωνιάδη, ίδιος με τον αιτητή Παπαευσταθίου εδώ, ακριβώς αντίθετο επιχείρημα, ότι δηλαδή ήταν λανθασμένη η απόκλιση της Ε.Δ.Υ. από τη σύσταση μεταξύ άλλων και διότι ή εκεί Γενική Διευθύντρια σύστησε και με βάση το αποτέλεσμα των απαντήσεων στην προφορική εξέταση.

..  ...………………………………………………………………………………….».

 

          Καμιά έκφανση των επιχειρημάτων των Εφεσειόντων δεν κατόρθωσε να πλήξει το συμπαγές και ορθόν της πρωτόδικης κρίσης, η οποία εκπήγασε από σωστή εφαρμογή και ανάπτυξη των ισχυουσών νομολογιακών αρχών.

 

        Οι λόγοι έφεσης 4 (στην Α.Ε. 169/14), 5 (στην Α.Ε. 170/14) και 3 (στην Α.Ε. 174/14) απορρίπτονται.

 

        Ως ήδη καταγράψαμε, οι Εφεσείοντες, πέραν από τους κοινούς λόγους έφεσης (με τους οποίους ενασχοληθήκαμε ανωτέρω), επικαλούνται, ο καθένας ξεχωριστώς, διαφορετικούς λόγους έφεσης στις αντίστοιχες αναθεωρητικές εφέσεις που καταχώρισαν και τους οποίους εξετάζουμε κατωτέρω.

 

        Κάνουμε αρχή από την Α.Ε. 169/14 και τους εκεί εναπομείναντες λόγους έφεσης 2, 5, 6 και 7.

 

        Ο Εφεσείων (Γρουτίδης), με τον λόγο έφεσης 2, προσβάλλει την ορθότητα της Πρωτόδικης Απόφασης (για το προσόν της πολύ καλής γνώσης της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας), να απορρίψει «… τον δεύτερο και ένατο λόγο ακυρότητας σύμφωνα με τους οποίους και τα δύο ΕΜ στερούνταν του προσόντος 3(7) του Σχεδίου Υπηρεσίας και ότι στο ζήτημα αυτό υπήρξε νομική και/ή πραγματική πλάνη της Συμβουλευτικής και της ΕΔΥ. Η επίδικη απόφαση συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων των ΕΔ».

 

        Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η άποψη αυτή.

 

        Από τον διορισμό των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Κτηνιατρικού Λειτουργού, κρίθηκε ότι κατείχαν το συγκεκριμένο προσόν της πολύ καλής γνώσης της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας, όπως συνέβη και για τη θέση Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού, που ήταν η αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέσης (Πρώτου Κτηνιατρικού Λειτουργού). Συνεπώς, τεκμαίρεται πως τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι κάτοχοι του προσόντος αυτού, δίχως το υπό αναφοράν τεκμήριο να έχει ανατραπεί (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γρουτίδη και Άλλου, Α.Ε. 88/13, ημ. 16.7.19, Ιωσηφίδης και Άλλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410, 417).

 

        Δεν παρέχεται δυνατότητα ανατροπής.

 

        Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

        Με τους λόγους έφεσης 5 και 6 ο Εφεσείων προτάσσει ότι λαθεμένως το Πρωτόδικο Δικαστηρίου «… δεν εξέτασε και/ή απέρριψε τον δέκατο και εντέκατο λόγο ακυρότητας, σύμφωνα με τους οποίους δεν έγινε καθόλου ή δεν έγινε η δέουσα σύγκριση από την ΕΔΥ μεταξύ του ιδίου και των ΕΜ, με βάσει το κριτήριο των προσόντων και της πείρας. Άκρως απαράδεκτη η παντελής έλλειψη αναφοράς στα ζητήματα της πείρας. Ανακόλουθο το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης» (λόγος έφεσης 5), και ότι το ίδιο λανθασμένη υπήρξε και η απόρριψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο άλλου λόγου ακυρότητας «… αναφορικά με το πρόσθετο προσόν (πτυχίο Νομικής) του Εφεσείοντα …».

 

        Δεν συμμεριζόμαστε τις θέσεις του Εφεσείοντα.

 

        Ο Εφεσείων είναι κάτοχος διδακτορικού (PhD) Doctor of Philosophy του Royal Veterinary College του University of London (1985-1988), ενώ το ΕΜ 2 Κυριακίδης, κάτοχος διδακτορικού Diploma de Doctor (Veterinary Medicine) από το Κρατικό Ίδρυμα της Ρουμανίας. Το διδακτορικό του Εφεσείοντα προσμέτρησε προς ικανοποίηση του απαιτούμενου στην παράγραφο 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας προσόντος της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης ή ειδικής εκπαίδευσης ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους στην ειδικότητα της Κτηνιατρικής Επιστήμης). Η ΕΔΥ (και προγενέστερα η Συμβουλευτική Επιτροπή), αξιολόγησαν δεόντως και αιτιολογημένως τα προσόντα του Εφεσείοντα (περιλαμβανομένου και αυτού της νομικής, μα χωρίς τούτο να αποτελεί πλεονέκτημα ή προβλεπόμενο πρόσθετο προσόν). Στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γρουτίδη και Άλλου, Α.Ε. 88/13, ημ. 16.7.19, όπου Εφεσείων ήταν ο εδώ Εφεσείων Γρουτίδης, λέχθηκαν τα πιο κάτω για το πτυχίο νομικής που κατέχει:

 

«………………………………………………………………………………………

Τα όσα υποστηρίζονται από τον Εφεσείοντα έρχονται σε αντίθεση με τη νομολογία. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να απορρίψει το συναφή λόγο ακυρότητας:

………………………………………………………………………………………..

«Ως προς τον ισχυρισμό του αιτητή πως δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στο πτυχίο του της Νομικής, παρατηρείται πως η ΕΔΥ το έκρινε ως συναφές με τα καθήκοντα της διευθυντικής αυτής θέσης και το έλαβε υπόψη, όχι όμως ως αποδίδον την απαιτούμενη υπεροχή ώστε ο αιτητής να επιλεγεί αντί του ΕΜ. Το μέτρο αξιολόγησης μη απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων έχει οριστεί από τη νομολογία (βλ. Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 ΑΑΔ 374) στο μέτρο αυτό κινήθηκε η ΕΔΥ και δεν εντοπίζεται παρανομία.»

 

Η νομολογία επί τούτου είναι σαφέστατη. Κατοχή από τους υποψήφιους επιπρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων, τα οποία δεν θεωρούνται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα ή επιπρόσθετο προσόν, είναι στοιχείο στο οποίο δεν πρέπει να αποδίδεται μεγάλη βαρύτητα. Αφ΄ εαυτών τα εν λόγω προσόντα δεν αποδεικνύουν έκδηλη υπεροχή (Larkos v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 513, Papadopoulos v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 1070 και Spanos v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 1826).

Όπου τα πρόσθετα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα λαμβάνονται υπόψη το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (Πούρος ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 A.A.Δ. 374). Εναπόκειται στην αρμόδια Αρχή να τα αξιολογήσει και να τους αποδώσει την ανάλογη βαρύτητα. Ομοίως δεν επεμβαίνει αφής στιγμής η αρμόδια Αρχή κινήθηκε εντός των ευλόγων επιτρεπτών ορίων (Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Α.Ε. Αρ. 113/11, ημερ. 22.3.2017), ECLI:CY:AD:2017:C93.

……………………………………………………………………………………..».

 

 

          Δεν υπάρχει νομιμοποιητικός λόγος για ανατροπή του ευρήματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

        Ο Εφεσείων παραπονείται και για το ότι παραγνωρίστηκε, σε βαθμό ακυρότητας της Πρωτόδικης Απόφασης, η υπέρτερη πείρα του στον ιδιωτικό τομέα.

 

        Δεν έχει δίκαιο ο Εφεσείων.

 

        Η φερόμενη τούτη, υπέρτερη πείρα του Εφεσείοντα, δεν μπορούσε να του δώσει προβάδισμα ως εκ του περιεχομένου του Σχεδίου Υπηρεσίας, στο οποίο προβλέπεται (στην παράγραφο 3(3) αυτού), δεκαετής τουλάχιστον πείρα από την εγγραφή ως κτηνίατρου σε υπεύθυνη θέση κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία σε θέματα σχετικά προς τις αρμοδιότητες του Τμήματος, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα, που να περιλαμβάνουν, προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών. Η ΕΔΥ αξιολόγησε καταλλήλως το στοιχείο αυτό. Στην Γρουτίδης ν. Kυπριακή Δημοκρατία, Α.Ε. 113/11, ημ. 22.3.17, ECLI:CY:AD:2017:C93, η Ολομέλεια είπε σχετικώς και τούτα (επικροτώντας την πρωτοβάθμια κρίση):

       

 

«……………………………………………………………………………………...

Συγκεκριμένα για το θέμα ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρει τα εξής στην απόφαση του:

 

«Είναι σαφές όμως από την ανάλυση που προηγήθηκε ότι οι θέσεις αυτές δεν έχουν έρεισμα. Η αναφερόμενη ως υπέρτερη πείρα του αιτητή διότι εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα και σε άλλες χώρες πέραν της Δημοκρατίας, δεν μπορούσε να του έδινε προβάδισμα ενόψει της σαφούς καταγραφής στο σχέδιο υπηρεσίας για την επίδικη θέση της δεκαετούς τουλάχιστον άσκησης κτηνιατρικής με «. πενταετή τουλάχιστο διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία.». Στο στοιχείο αυτό έκαμε ειδική αναφορά η Ε.Δ.Υ. κατά την επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους, διαπιστώνοντας «.. ουσιαστική υπεροχή ..» αυτού, έναντι του αιτητή. Αυτό, πέραν της ευρύτερης πείρας που είχε το ενδιαφερόμενο μέρος εφόσον ενεγράφη ως κτηνίατρος το 1970, σ΄ αντίθεση με τον αιτητή που ενεγράφη ως κτηνίατρος το 1988. Η πείρα που συνήθως συνοδεύει την αρχαιότητα, προσθέτει αξία στον υποψήφιο και νόμιμα λαμβάνεται υπόψη. (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731, 740 και Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2001) 3 Α.Α.Δ. 921). Έστω και αν εδώ ο αιτητής δεν μπορούσε να αναφερθεί σε αρχαιότητα στη δημόσια υπηρεσία εφόσον ο ίδιος ήταν εξωτερικός υποψήφιος, εντούτοις το στοιχείο της πείρας του ενδιαφερομένου μέρους προερχόμενης από την εργοδότηση του στη δημόσια υπηρεσία δεν μπορούσε να παραγνωριστεί."

 

…………………………………………………………………………………… …

 

Είναι νομολογιακά γνωστό ότι η κατάρτιση ενός σχεδίου υπηρεσίας εναπόκειται στο νομοθέτη και τα οικεία αρμόδια όργανα του κράτους και δεν ελέγχεται από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, όπως επισημαίνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του με αναφορά σε νομολογία.

…………………………………………………………………………………......».

 

 

        Η προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, με παραπομπή και στην αξιολόγηση από μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ υπήρξε άρτια.

 

        Οι λόγοι έφεσης 5 και 6 απορρίπτονται.

        Τέλος, ο Εφεσείων αμφισβητεί, γενικώς, διά του λόγου έφεσης 7, την κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για απόρριψη της θέσης πώς η ΕΔΥ δεν επέλεξε τελικώς τον καταλληλότερο υποψήφιο, παραγνωρίζοντας έτσι την έκδηλη υπεροχή του σε αξία, προσόντα και πείρα.

 

        Δεν είναι ορθή η θέση του Εφεσείοντα.

 

        Τίποτα δεν κατέδειξε έκδηλη υπεροχή του Εφεσείοντα, πόσω δε μάλλον σε βαθμό που η παραγνώριση της να δικαιολογεί εφετειακή παρέμβαση (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γρουτίδη και Άλλου, Α.Ε. 88/13, ημ. 16.7.19).

 

        Ο λόγος έφεσης 7 απορρίπτεται.

 

        Προχωρούμε στην Α.Ε. 170/14 (και στους λόγους έφεσης 3, 4, 8 και 9).

 

        Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 θα εξεταστούν μαζί, εφόσον είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους ως αφορώντες στην (φερόμενα λανθασμένη) κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, επειδή ο Εφεσείων έτυχε σύστασης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή «… δεν μπορεί να αποδοκιμάζει τη διαδικασία αυτή η οποία απέληξε και προς όφελος του» (λόγος έφεσης 3) και πως (εξίσου εσφαλμένα) «… έκρινε ως νόμιμη την κρίση από την προφορική συνέντευξη που διεξήγαγαν η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ» (λόγος έφεσης 4). Υποβάλλεται, πως δεδομένου ότι ο Εφεσείων αξιολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως «πάρα πολύ καλός» (σε αντίθεση προς τα ενδιαφερόμενα μέρη που αξιολογήθηκαν ως «εξαίρετοι»), δικαιούται να αμφισβητήσει την επίδικη κρίση διότι τέθηκε σε υποδεέστερη μοίρα από τα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά και ότι κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ, οι ερωτήσεις που τέθηκαν δεν περιορίστηκαν σε όσες σχετίζονταν προς τα καθήκοντα της θέσης αφού,  επεκτάθηκαν και σε άλλες πτυχές, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθούν εξωγενή ή και άλλα κριτήρια στα οποία ωστόσο οι υποψήφιοι βαθμολογούνταν ετησίως στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις.

 

        Διαφωνούμε.

 

        Κατ’ αρχάς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσέγγισε με τον άτεγκτο και ανελαστικό τρόπο που υποδηλώνει ο Εφεσείων - και (κατά τα συμφραζόμενα), υπό το πρίσμα των αρχών που διέπουν το δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας (βλ. Χατζηγεωργίου και Άλλου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Α.Ε. 93/14, ημ. 5.10.21, Ραφτόπουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 241, 247-248) - το ότι, επειδή τούτος συστήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, δεν μπορεί την ίδια στιγμή να αποδοκιμάζει τη συναφώς ακολουθηθείσα εκεί διαδικασία, κι αυτό, ένεκεν της θετικής προς όφελος του απόληξης.

 

        Το τι έπραξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν να αποτιμήσει όλα τα σχετικά επί του θέματος γεγονότα και να καταλήξει σε λελογισμένα συμπεράσματα, εντός των παραμέτρων των εξουσιών του.

 

        Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από αυτό.

 

        Πέραν και ανεξαρτήτως τούτου, η γενική εντύπωση που αποκόμισε η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ κατά την προφορική εξέταση, κρίνεται αιτιολογημένη και συνάδουσα προς τις πρόνοιες του Άρθρου 34(1) του Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1/90.

 

        Επί του προκειμένου, ως καταγράφεται στα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ, η κρίση για τον καθένα υποψήφιο, αναφέρεται στο πόσον ικανοποιητικώς απάντησε ο Εφεσείων στις ερωτήσεις που του είχαν υποβληθεί, στον τρόπο σκέψης του, στις ικανότητες που είχε (ή δεν είχε), και σε εκφάνσεις του χαρακτήρα του.

 

        Η μεθοδολογία αυτή (σε ουσία και τύπο) ήταν ορθή και αρμόζουσα (βλ. Ιωαννίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 377, 393, Χ” Κυριάκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 261, 265).

 

        Αντί άλλων πρόσθετων σχολίων, παραπέμπουμε επί των αναλυόμενων και στην Πούρος και Άλλου ν. Χατζηστεφάνου και Άλλων (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374, 388-389, όπου λέχθηκαν και αυτά από την Ολομέλεια για ό,τι εδώ ενδιαφέρει (και με τα οποία συμπλέει το σκεπτικό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου):

 

«…………………………………………………………………………….

Μας φαίνεται πως η νομολογία δεν δικαιολογεί την άποψη ότι πρέπει να καταγράφεται το περιεχόμενο (δηλαδή ερωτήσεις-απαντήσεις) της προφορικής εξέτασης. Ο νόμος απαιτεί ρητή αιτιολογία της γενικής εντύπωσης. Η νομολογία εξηγεί τί είναι που συνιστά μια τέτοια αιτιολογία και τί όχι. Υποδεικνύεται ότι πρέπει να δίνονται οι λόγοι για τη γενική εντύπωση. Που σημαίνει, όπως τέθηκε στην Ευθυμίου (ανωτέρω), τον "προσδιορισμό των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων" που τη δικαιολογούν. Και, βέβαια, όπως επίσης λέχθηκε στην Ευθυμίου (ανωτέρω), "το αντικείμενο της αξιολόγησης είναι οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται και η διάρθρωσή τους" αλλά αυτό δεν σημαίνει πως χρειάζεται να καταγράφεται το περιεχόμενο της εξέτασης ως το υπόβαθρο της αιτιολογίας ώστε να μπορεί το ίδιο το Δικαστήριο να σχηματίσει γνώμη για την αξιολόγηση. Εκείνο που η νομολογία απαιτεί είναι τη μεταφορά, με καταγραφή στο πρακτικό, των όσων το σώμα που διενήργησε την προφορική εξέταση απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο. Είναι σ' αυτό αναγκαία η συγκεκριμενοποίηση των κατά την αντίληψη του σώματος γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που προέκυψαν από την προφορική εξέταση και που εξηγούν τη γενική εντύπωση. Η καταγραφή αυτούσιας της κάθε προφορικής συνέντευξης θα χρειαζόταν μόνο αν η απαίτηση για αιτιολογία εκτεινόταν πέραν της γενικής εντύπωσης ώστε να καλύπτει και τα όσα το σώμα που διενήργησε την προφορική συνέντευξη θεώρησε, από άποψης βαθμολόγησης, πως συνέθεταν τα επί μέρους, τα οποία μεταφέρονται για να δικαιολογήσουν τη γενική εντύπωση. Αυτό όμως ούτε ο νόμος ούτε η νομολογία το απαιτούν.

 

Δεν συμμεριζόμαστε λοιπόν την άποψη του συναδέλφου μας ότι θα έπρεπε να είχε καταγραφεί το περιεχόμενο των συνεντεύξεων. Επομένως, στη βάση που έχουμε θέσει το ζήτημα, αδυνατούμε να δεχθούμε ότι η γενική εντύπωση "πάρα πολύ καλός" για τον xxx Δημητριάδη, "πάρα πολύ καλός +" για τους xxx Παιονίδη και xxx Πελεκάνο και "εξαίρετος" για τον xxx Πούρο δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Παρατηρούμε πως στην κάθε περίπτωση εκτίθεται αρκετή λεπτομέρεια για τα επί μέρους, που συγκεκριμενοποιούν και εξηγούν τη γενική εντύπωση. Kαι εδώ τελειώνει.

……………………………………………….…………….………………………».

 

        Δεν υπάρχει περιθώριο παρέμβασης μας.

        Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 απορρίπτονται.

        Με τον λόγο έφεσης 8, ο Εφεσείων ισχυρίζεται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο «... αποφάσισε αντίθετα στη Νομολογία να κρίνει ότι η πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ περί την αναδρομική προαγωγή του Εφεσείοντα από 15/5/2009, δεν ήταν τόσο ουσιώδης για να ανατρέψει τα υπάρχοντα δεδομένα. Τούτο, γιατί έκρινε πρωτογενώς ότι τα ενδιαφ. Πρόσωπα υπερείχαν και με βάση αυτή την ημερομηνία σε αρχαιότητα».

 

        Δεν συμφωνούμε.

 

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - και πολύ σωστά - έκρινε τα πράγματα ως εξής:

 

«…………………………………………………………………………….Α. Προσφυγή υπ΄ αρ. 737/2011: Λέγει ο αιτητής Παπαευσταθίου ότι υπήρξε πλάνη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την Ε.Δ.Υ., αναφορικά με την αρχαιότητα του. Η αρχαιότητα του αιτητή έναντι των ενδιαφερομένων μερών υπολογίστηκε πράγματι από την Ε.Δ.Υ. να είναι με αναφορά στην ημερομηνία 15.2.2010, όταν κατέλαβε τη θέση του Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού. Αυτό εξάγεται από τους πίνακες που είχε ενώπιον της η Ε.Δ.Υ., αναφορικά με τον κάθε υποψήφιο που ήταν δημόσιος υπάλληλος. Στον πίνακα του αιτητή Παπαευσταθίου, η 15.2.2010 λογιζόταν ως η ημερομηνία της προηγούμενης θέσης. Όμως ο αιτητής εισηγείται ότι η ίδια η Ε.Δ.Υ., μετά από ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1438/2010, επανεξέτασε τη θέση του αιτητή προάγοντας τον αναδρομικά από 15.5.2009, διαφοροποιώντας έτσι την αρχαιότητα του έναντι των υπολοίπων υποψηφίων. Συνεπώς η Ε.Δ.Υ. λειτούργησε υπό πλάνη λαμβάνοντας υπόψη κατά τις επίδικες προαγωγές τη λανθασμένη ημερομηνία.

 

Η Δημοκρατία αποδέχεται τη διαφορά στην ημερομηνία προαγωγής με την οποία λειτούργησε τόσο η Συμβουλευτική, όσο και η ίδια η Ε.Δ.Υ. Εισηγείται, όμως, ότι η πλάνη δεν ήταν ουσιώδης υπό το φως της εν πάση περιπτώσει υπέρτερης αρχαιότητας των ενδιαφερομένων μερών. Ο Κυριακίδης κατείχε τη θέση του Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού από 15.6.2007 και ο Χριστοφή από 15.5.2007. Έπεται, κατά την εισήγηση, ότι ουδόλως θα μπορούσε να επηρεαστεί η κρίση της Ε.Δ.Υ. εφόσον, ούτως ή άλλως, η αναδρομική προαγωγή του Παπαευσταθίου από 15.5.2009, δεν μετέβαλε την μεταξύ τους συγκριτική αρχαιότητα. 

 

Κρίνεται ορθή αυτή η θέση. Στην Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655, λέχθηκε, πέραν του γεγονότος ότι το θέμα της αναδρομικής προαγωγής είχε εγερθεί απαράδεκτα στην απαντητική αγόρευση του εφεσείοντος, ότι εν πάση περιπτώσει η πρωτόδική κρίση ότι δεν θα επηρεαζόταν υπέρ του εφεσείοντος η κρίση της Ε.Δ.Υ. με δεδομένη την υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών έναντι του, ήταν ορθή. Παρόμοια και στην υπό κρίση περίπτωση, η υπεροχή σε αρχαιότητα των δύο ενδιαφερομένων μερών είναι της τάξης των δύο ετών, αρκετή για να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι η Ε.Δ.Υ. λειτούργησε υπό πλάνη τόσο ουσιώδη που θα μπορούσε να ανατρέψει τα δεδομένα. Αυτό υπό το φως και των άλλων συγκριτικών στοιχείων που θα μνημονευθούν κατωτέρω. Η απόφαση στην Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 373, είχε διαφορετικά δεδομένα και έτσι η αναφορά της από τον αιτητή δεν βοηθά. Εκεί δεν είχε αποκλειστεί το ενδεχόμενο επηρεασμού από την πλάνη που αφορούσε αναδρομική προαγωγή που «ανέτρεψε άρδην τη σειρά αρχαιότητας», κάτι που δεν συμβαίνει εδώ.

………………………………..……………………………………………..…….».

 

 

 

        Είναι αδιαμφισβήτητο πως η αναδρομική προαγωγή του Εφεσείοντα στη θέση Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού έγινε από 15.5.09 (έπειτα από την Προσφυγή 1438/10), και όχι την 15.2.10 (ως είναι καταγεγραμμένο στους σχετικούς πίνακες). Είναι προς τούτοις παραδεκτό ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη προάχθηκαν στη θέση από 15.5.05 (εκ παραδρομής στην Πρωτόδικη Απόφαση γράφτηκε η ημερομηνία 15.5.07) και 15.6.07, αντιστοίχως. Έτσι, η αναδρομική προαγωγή του Εφεσείοντα, διαφοροποίησε την αρχαιότητα του μόνον κατά ορισμένους μήνες, ενώ η υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών δεν επηρεάστηκε ως προς το κριτήριο τούτο.

        Η πλάνη αυτή δεν κρίνεται ως κατ’ αρχήν ουσιώδης βάσει της νομολογίας,  μια που δεν επηρέασε την τελική (επίδικη) απόφαση αφού τα ενδιαφερόμενα μέρη εξακολουθούν να υπερέχουν σε αρχαιότητα και μετά από την αναδρομική προαγωγή του Εφεσείοντα (βλ. Παπαδόπουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 10/15, ημ. 4.10.21, ECLI:CY:AD:2021:C445, Παπαϊωάννου και Άλλοι (Αρ 2) ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, 724).

 

        Ο λόγος έφεσης 8 απορρίπτεται.

 

        Τέλος, ο Εφεσείων, διά του λόγου έφεσης 9, λέγει πως αδίκως το Πρωτόδικο Δικαστήριο «… έκρινε ότι η απόφαση της ΕΔΥ είναι αιτιολογημένη σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων, ότι το ενδιαφ. πρόσωπο Κυριακίδης υπερείχε σε προσόντα έναντι του Εφεσείοντα και ότι ο Εφεσείων ήταν ίσος σε προσόντα με το ενδιαφ. πρόσωπο Χριστοφή και άρα δεν δόθηκε δήθεν υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη».

 

        Δεν συγκλίνουμε με τον Εφεσείοντα.

 

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε διεξοδικώς όσα ο Εφεσείων προωθεί ως παράπονο, λέγοντας και αυτά (με τα οποία συμφωνούμε):

 «……………………………………………………………………..…….………....Η επιλογή της Ε.Δ.Υ. υπέρ των δύο ενδιαφερομένων μερών ήταν εύλογη στο σύνολο των νομίμων κριτηρίων και εντός της διακριτικής της ευχέρειας. Η αρχαιότητα ήταν υπέρ των ενδιαφερομένων μερών κατά δύο έτη, η αξία ήταν η ίδια, με εξαίρετη για όλους εικόνα στα τελευταία έτη που λήφθηκαν υπόψη, είχαν υπέρ τους τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, αξιολογήθηκαν υπέρτερα του αιτητή από την Ε.Δ.Υ. κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος Κυριακίδης υπερτερεί και σε προσόντα. Όσον αφορά τα προσόντα, ο αιτητής εισηγείται ότι έχει υπέρτερα προσόντα του Κυριακίδη. Δεν είναι όμως έτσι διότι και οι δύο κρίθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και κατ΄ επέκταση από την Ε.Δ.Υ. ότι με τα προσόντα τα οποία έκαστος κατείχε ικανοποιούσαν τις παραγράφους 3(1) και 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Για τον αιτητή αυτό ήταν διά του πτυχίου Κτηνιατρικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Διδακτορικού τίτλου του Πανεπιστημίου Κρήτης, αντίστοιχα, και, για τον Κυριακίδη διά του Διπλώματος από την Κτηνιατρική Σχολή Βουκουρεστίου Ρουμανίας και του πτυχίου Υγιεινολόγου από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας Αθηνών, αντίστοιχα. Άρα είτε πρόκειται για διδακτορικό τίτλο, είτε για πτυχίο Υγιεινολογίας, η πίστωση τους είχε αναφορά στην ικανοποίηση των παραγράφων 3(1) και 3(2). Ουδέποτε δε έθεσε ο αιτητής ζήτημα προηγουμένως ότι το διδακτορικό του θα έπρεπε να λογισθεί ως πρόσθετο προσόν και όχι απλώς ως προσόν ικανοποιούν το σχέδιο υπηρεσίας. Άρα με ποιον τρόπο είναι που «υπερτερεί έκδηλα» ο αιτητής σε προσόντα όπως εισηγείται ο συνήγορος του στην αγόρευση του. Αντίθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος Κυριακίδης είναι κάτοχος και πρόσθετου προσόντος με Διδακτορικό Δίπλωμα της Κτηνιατρικής Σχολής Βουκουρεστίου. Έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Χριστοφή είναι ισότιμος σε προσόντα.

 

        Έπεται ότι η κρίση της Ε.Δ.Υ. προς όφελος των ενδιαφερομένων μερών δεν έγινε μόνο στη βάση διαφοράς στην προφορική εξέταση αλλά και στη βάση των υπολοίπων στοιχείων κρίσης υπέρ τους, αρχαιότητας, σύστασης και υπέρτερου προσόντος για τον Κυριακίδη (δέστε xxx Μάρκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -).

....................................................................................................................».

 

 

        Προκύπτει, χωρίς πολλά, ότι η Πρωτόδικη Απόφαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη επί της συζητούμενης θεματικής.

 

        Ο λόγος έφεσης 9 απορρίπτεται.

 

        Προχωρούμε στην Α.Ε. 174/14 (και στους λόγους έφεσης 5 και 7).

 

        Με τον λόγο έφεσης 5, ο Εφεσείων δεν αποδέχεται την ορθότητα της κρίσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου «να απορρίψει τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα/Αιτητή περί παραγνώρισης του πρόσθετου προσόντος του και παράλειψης αξιολόγησης και απόδοσης συγκεκριμένης βαρύτητας σε αυτό καθώς και τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα/Αιτητή περί παραγνώρισης της υπεροχής του Εφεσείοντα/Αιτητή σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου αρ. 2 και ως εκ τούτου και/ή περαιτέρω, εσφαλμένα και/ή παράνομα οι Εφεσίβλητοι/Καθ' ων η Αίτηση παραγνώρισαν πλήρως το πρόσθετο προσόν του Εφεσείοντα/Αιτητή και παρέλειψαν να αξιολογήσουν κατά πόσο αυτό είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και να αποδώσουν σε αυτό την ανάλογη ουσιαστική βαρύτητα και εσφαλμένα και/ή παράνομα οι Εφεσίβλητοι / Καθ' ων η Αίτηση παραγνώρισαν την υπεροχή του Εφεσείοντα/Αιτητή σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου αρ. 2».

 

        Η Πρωτόδικη Απόφαση είναι ορθή επί του σημείου.

 

        Επιλαμβανόμενο του εγειρόμενου ζητήματος, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε και τούτα (τα οποία και πάλι υιοθετούμε):

 

 «……………………….………………………………………………………….…Δύο είναι εδώ τα πρόσθετα σημεία που αφορούν ιδιαιτέρως τον αιτητή Γεωργίου. Ότι παραγνωρίστηκε το πρόσθετο προσόν του, Διδακτορικό στην Κτηνιατρική Επιστήμη και η αρχαιότητα του έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Κυριακίδη κατά οκτώ μήνες. Όμως και τα δύο αυτά δεδομένα απασχόλησαν την Ε.Δ.Υ. κατά την επιλογή της. Ρητά κατέγραψε στο πρακτικό της ότι ο αιτητής κατείχε πρόσθετο προσόν που δεν αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο απαιτούμενο προσόν, αλλά ένα πρόσθετο προσόν το οποίο η Ε.Δ.Υ. έκρινε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Η Ε.Δ.Υ. το συνεκτίμησε και του έδωσε την ανάλογη βαρύτητα μέσα στα πλαίσια της νομολογίας που ήδη αναφέρθηκε (δέστε Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 κ.ά.). Η φράση «ανάλογη βαρύτητα» ή «δέουσα βαρύτητα» έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ως δόκιμη φράση που χρησιμοποιείται στη συνεκτίμηση των προσόντων των υποψηφίων, (xxx Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639). Ήταν εύλογη η κρίση της ότι έναντι του Χριστοφή, ο οποίος διέθετε υπέρ του τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, είχε κριθεί εξαίρετος στην προφορική συνέντευξη και είχε αρχαιότητα, ο αιτητής υστερούσε και δεν μπορούσε να κριθεί καταλληλότερος για τη θέση.

 

Ως προς τον Κυριακίδη, ο οποίος είχε λιγότερη αρχαιότητα έναντι του αιτητή κατά οκτώ μήνες, και πάλι η κρίση της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογη εντός των παραμέτρων της νομολογίας. Ο Κυριακίδης κατά τα λοιπά στοιχεία κρίσης είχε επίσης πρόσθετο προσόν στην Κτηνιατρική Επιστήμη με διδακτορικό δίπλωμα το οποίο επίσης λήφθηκε υπόψη και του δόθηκε η δέουσα βαρύτητα, είχε υπέρτερη αξιολόγηση κατά την προφορική εξέταση και είχε υπέρ του τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας.

 

Γενικά για όλες τις προσφυγές αναφορικά με το πρόσθετο προσόν που κατέχεται από υποψήφιο, εφόσον είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, αυτό συνεκτιμάται στο σύνολο των δεδομένων χωρίς ως θέμα γενικής αρχής να είναι δυνατόν εκ των προτέρων να προσδιοριστεί κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα του. Αυτή πρέπει να είναι το αποτέλεσμα συσχετισμών και κρίσης στο σύνολο των στοιχείων, με την κρίση αυτή του διοικητικού οργάνου να ελέγχεται ως προς το εύλογο της, όχι όμως «με γνώμονα το κατά πόσο ορισμένη υπεροχή, σε ορισμένο τομέα, θεμελιώνει έκδηλη υπεροχή του επιλεγομένου.», (Δημοκρατία ν. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341).

……………………………………………………………………………………..».

 

 

 

        Το υπό ανάλυσιν προσόν του Εφεσείοντα, αντιθέτως προς τα όσα ισχυρίζεται, συνυπολογίσθηκε από την ΕΔΥ ως επιπρόσθετο προσόν συναρτώμενο προς τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, και του αποδόθηκε η δέουσα βαρύτητα.

        Περιπλέον, συνεκτιμώντας τα νόμιμα κριτήρια μεταξύ των υποψηφίων, η ΕΔΥ παρατήρησε την υπεροχή του ΕΜ2 Κυριακίδη - ο οποίος διέθετε και τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας - τόσον κατά την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσον και ενώπιον της (ΕΔΥ). Σε επίπεδο προσόντων, κρίθηκε ότι και οι δύο κατέχουν διδακτορικό στην Κτηνιατρική Επιστήμη, το οποίο απαρτίζει προσόν σχετικό προς τα καθήκοντα της θέσης και του δόθηκε η δέουσα βαρύτητα. Πέραν τούτου, το στοιχείο της αρχαιότητας αιτιολογήθηκε ως «οριακό» και έτσι δεν μπορούσε, άνευ ετέρου, να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του Εφεσείοντα υπό τις περιστάσεις (βλ. Πιερίδου ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Α.Ε. 107/14, ημ. 10.12.20, ECLI:CY:AD:2020:C423, Μάρκου ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Α.Ε. 119/14, ημ. 28.4.20, ECLI:CY:AD:2020:C129).

 

        Ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.

 

        Τέλος, με τον λόγο έφεσης 7 αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την προσφυγή του Εφεσείοντα και να επιδικάσει έξοδα εναντίον του.

 

        Μήτε και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

        Δεν υπάρχει ανάγκη να αναφέρουμε κάτι περισσότερο από όσα ήδη είπαμε επιλαμβανόμενοι τους προηγούμενους λόγους έφεσης του Εφεσείοντα, και τα οποία ομιλούν αφ’ εαυτών, με τα έξοδα βεβαίως να ακολουθούν, ως είθισται, το αποτέλεσμα.

 

        Ο λόγος έφεσης 7 απορρίπτεται.

 

        Εν κατακλείδι.

 

        Οι εφέσεις - στην έκταση που αφορούν στο ΕΜ2 Kυριακίδη - γίνονται μερικώς αποδεκτές δοσμένης της επιτυχίας των λόγων έφεσης 8, 1 και 6 στις Α.Ε. 169/14, Α.Ε. 170/14 και Α.Ε. 174/14 αντιστοίχως.

 

        Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

        Με μια αίρεση (που αφορά στον Εφεσείοντα στην Α.Ε. 169/14), τα έξοδα της έφεσης (αλλά και πρωτοδίκως) - μειωμένα μολαταύτα κατά τα 2/3 ως εκ της περιορισμένης επιτυχίας των εφέσεων - πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει), επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσίβλητων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

        Δοσμένου πως ο Εφεσείων στην Α.Ε. 169/14 εμφανίστηκε προσωπικώς, επιδικάζονται υπέρ του τα πραγματικά έξοδα (πρωτοδίκως και κατ’ έφεσιν), ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

        Η Πρωτόδικη Απόφαση - στον βαθμό που άπτεται των όσων συζητήθηκαν για το ΕΜ2 Κυριακίδη κατά τα ανωτέρω - παραμερίζεται (μαζί με τη διαταγή για έξοδα), η δε προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

 

 

                                                              Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                              Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                              Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

                                                              Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                                              Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο