ECLI:CY:AD:2021:C534
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 41/2015)
26 Νοεμβρίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ,
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
XXX ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ,
Εφεσείων/Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης/Καθ’ης η Αίτηση.
Χρ. Χριστάκη, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. (Απούσα κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Είχε καταχωρηθεί Περίγραμμα Αγόρευσης)
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Έφεση στρέφεται εναντίον της Απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία απερρίφθη η προσφυγή του Εφεσείοντα μέσω της οποίας προσέβαλε την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής ΕΔΥ), ημερ. 2/7/2012, να επαναδιορίσει, κατόπιν επανεξέτασης, όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη αντί του Εφεσείοντα στη μόνιμη θέση του Επιθεωρητή Πλοίων, Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας, με αναδρομική ισχύ από 15/6/2004.
Ο Εφεσείων με την παρούσα Έφεση προέβαλε πέντε Λόγους Έφεσης που αφορούν στην ορθότητα της εκκαλούμενης Απόφασης.
Προτού αναφερθούμε στους Λόγους Έφεσης είναι αναγκαία μια αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης για καλύτερη αντίληψη των γεγονότων που προηγήθηκαν της επίδικης απόφασης της ΕΔΥ.
Πριν την έκδοση της απόφασης της ΕΔΥ, αντικείμενο της Προσφυγής υπ’ αρ. 1400/2012, είχαν προηγηθεί δύο ακόμα προσφυγές από τον Εφεσείοντα που οδήγησαν στην έκδοση δύο ακυρωτικών αποφάσεων.
Η πρώτη ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή υπ’ αρ. 869/2004 αφορούσε στην ερμηνεία που θα έπρεπε να δοθεί από την ΕΔΥ στο Σχέδιο Υπηρεσίας και ειδικότερα στη Σημείωση (2) της παραγράφου 3 αυτού, κατά πόσο η εγγραφή των υποψηφίων στο Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (εφεξής ΕΤΕΚ), θα έπρεπε να προϋπήρχε της τελευταίας ημερομηνίας για την υποβολή της αίτησης ή αν η εγγραφή θα μπορούσε να γίνει σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από την ημερομηνία διορισμού. Το πρόβλημα ανέκυψε ένεκα της διατύπωσης στο Σχέδιο Υπηρεσίας ότι οι υποψήφιοι «θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι» και όχι ότι «πρέπει να είναι». Λόγω του ότι η ΕΔΥ δεν είχε αποφασίσει το χρόνο εγγραφής, αλλά μόνο το δεδομένο ότι θα έπρεπε απαραιτήτως ο υποψήφιος να ήταν εγγεγραμμένος στο ΕΤΕΚ, ο διορισμός των Ενδιαφερόμενων Μερών ακυρώθηκε.
Ακολούθησε επανεξέταση η οποία οδήγησε και πάλι στον επαναδιορισμό των Ενδιαφερόμενων Μερών, καθώς και νέα προσφυγή από τον Εφεσείοντα, η υπ’ αρ. 83/2009, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η έκδοση και πάλι ακυρωτικής απόφασης. Και τούτο λόγω παραβίασης του δεδικασμένου που είχε δημιουργηθεί από την πρώτη ακυρωτική απόφαση, εφόσον, κατά το Δικαστήριο, κρίθηκε ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και η ΕΔΥ, δεν αποφάσισαν το θέμα κατά πόσο ένας υποψήφιος θα έπρεπε να είχε εγγραφεί στο ΕΤΕΚ προτού υποβάλει την αίτηση του για διορισμό, ούτε και διερεύνησε το θέμα του χρόνου εγγραφής δύο Ενδιαφερόμενων Μερών στο ΕΤΕΚ.
Ειδικότερα λέχθηκε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλά και η ΕΔΥ, κατά την επανεξέταση:
«… Επανάνοιξε το όλο θέμα της εγγραφής στο ΕΤΕΚ, της δυνατότητας εγγραφής λόγω του τίτλου σπουδών που είχαν οι υποψήφιοι κλπ και αναλώθηκε σε εφ’ όλης της ύλης διερεύνηση του θέματος, ζητώντας στοιχεία από το ΕΤΕΚ, γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία κλπ. Παραγνώρισε κατ’ αυτόν τον τρόπο το δεδικασμένο η Επιτροπή και συνακόλουθα, η Ε.Δ.Υ. που ασπάστηκε την έκθεση της.»
Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι είχε παραβιαστεί και η αρχή της επίδειξης καλής πίστης από πλευράς της Διοίκησης εφόσον, ενώ αρχικά είχε κρίνει ότι όλοι οι υποψήφιοι ικανοποιούσαν την προϋπόθεση, εντέλει, μετά από διερεύνηση, κατέληξε ότι δεν απαιτείτο, εν πάση περιπτώσει, συμμόρφωση προς την πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας κατ’ αντίθεση με την προηγούμενη στάση της. ,
Ακολούθησε νέα επανεξέταση με την ΕΔΥ να αποφασίζει, στις 2/7/2012, τον επαναδιορισμό όλων των Ενδιαφερόμενων Μερών αντί του Εφεσείοντα.
Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα, ότι η προσβαλλόμενη Απόφαση αντίθετα με το δεδικασμένο, κατά την επιλογή των Ενδιαφερόμενων Μερών, έλαβε υπόψη της και την τελική αξιολόγηση της τότε Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Με το δεύτερο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντίθετα με τη νομολογία, έκρινε ότι η προσβαλλόμενη Απόφαση ήταν αιτιολογημένη, ότι η παραγνώριση του πλεονεκτήματος του Εφεσείοντα ήταν ειδικά αιτιολογημένη και εύλογη και ότι η προφορική συνέντευξη δεν αποτέλεσε το υπερκριτήριο για την επιλογή των Ενδιαφερόμενων Μερών.
Με τον τρίτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα και υπό απόλυτη πλάνη το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η διαφορά της αξιολόγησης στην προφορική εξέταση, μεταξύ του Εφεσείοντα (καλός) και των Ενδιαφερόμενων Μερών (σχεδόν εξαίρετος), δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως οριακή.
Με τον τέταρτο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του για παραβίαση των Άρθρων 31(γ) και 33(15) του Νόμου 1/1990 και του δεδικασμένου, με την αιτιολογική κρίση ότι ο Εφεσείων απαραδέκτως ήγειρε τον πιο πάνω ισχυρισμό για πρώτη φορά στην προσφυγή.
Με τον πέμπτο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ερμηνεία που έδωσε η Εφεσίβλητη στη Σημείωση (2) του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης ήταν εύλογη και ότι η Εφεσίβλητη δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας και ούτε περιέπεσε σε πλάνη περί το Νόμο.
Ξεκινώντας από τον πρώτο Λόγο Έφεσης, διαπιστώνουμε ότι προβλήθηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της ΕΔΥ πάσχει ως μη συνάδουσα με το δεδικασμένο της Προσφυγής υπ’ αρ. 869/2004, εφόσον, κατά την επιλογή των Ενδιαφερόμενων Μερών, έλαβε υπόψη της και την τελική αξιολόγηση της τότε Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Η πιο πάνω προσέγγιση παραβλέπει ότι το δεδικασμένο το οποίο είχε προκύψει από την πρώτη ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή υπ’ αρ. 869/2004, όπως θεωρήθηκε στο πλαίσιο της δεύτερης προσφυγής που ακολούθησε - της υπ’ αρ. 83/2009 - ότι είχε παραβιαστεί, αφορούσε στην ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας και, ειδικότερα, στην παράλειψη τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της ΕΔΥ, να αποφασίσουν για το πότε ένας υποψήφιος θα έπρεπε να είχε εγγραφεί στο ΕΤΕΚ, ήτοι, πριν ή και μετά την υποβολή της αίτησής του. Αυτό ήταν το δεδικασμένο, όπως τούτο προσδιορίστηκε στην τελευταία ακυρωτική απόφαση και όχι οτιδήποτε άλλο είχε λεχθεί στην πρώτη ακυρωτική απόφαση εν είδη obiter dicta σχετικά με την αιτιολόγηση των εντυπώσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση.
Τούτου δοθέντος δεν θεωρούμε ότι προκύπτει οποιοδήποτε ζήτημα λόγω της μη εξέτασης τέτοιου ισχυρισμού από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο, όταν εξέτασε τους λόγους ακύρωσης, ορθώς προσδιόρισε το εύρος του δεδικασμένου που συναφώς προέκυψε και που αφορούσε στην αυθεντική ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας και δη της Σημείωσης (2) από την ΕΔΥ.
Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 1 απορρίπτεται.
Ο Λόγος Έφεσης 2 αφορά τη θέση του Εφεσείοντα, ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη Απόφαση ήταν αιτιολογημένη, ότι η παραγνώριση του πλεονεκτήματος του Εφεσείοντα ήταν ειδικά αιτιολογημένη και εύλογη και ότι η προφορική συνέντευξη δεν αποτέλεσε το υπερκριτήριο για την επιλογή των Ενδιαφερόμενων Μερών. Ο Λόγος Έφεσης 3 συμπλέκεται, σε κάποιο βαθμό, με το Λόγο Έφεσης 2, εφόσον ασχολείται με το ζήτημα της αξιολόγησης της προφορικής εξέτασης και του κατά πόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η διαφορά της εν λόγω αξιολόγησης μεταξύ του Εφεσείοντα και των Ενδιαφερόμενων Μερών δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως οριακή. Κρίνεται, επομένως, σκόπιμο να εξετασθούν μαζί αμφότεροι οι πιο πάνω Λόγοι Έφεσης.
Η θέση του Εφεσείοντα είναι βασικά ότι η ΕΔΥ παραγκώνισε το πλεονέκτημα που είχε ο Εφεσείων, λόγω της καλύτερης απόδοσης των Ενδιαφερόμενων Μερών στην προφορική συνέντευξη. Όπως συναφώς επεσήμανε, η καλύτερη απόδοση στην προφορική συνέντευξη δεν συνιστούσε επαρκή αιτιολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αγνόησε την πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία χρειάζεται εξειδίκευση των λόγων αντιστάθμισης του πλεονεκτήματος (Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1, Δημοκρατία ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, Ιωσηφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410) εφόσον το πλεονέκτημα δίδει στον κάτοχό του προβάδισμα έναντι άλλων που δεν το κατέχουν (Μορίτσης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 109, Παναγή κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 163). Η απόφαση παραγνώρισης του πρόσθετου προσόντος πρέπει να αιτιολογείται επαρκώς και να εμφαίνεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συναχθεί από οποιοδήποτε ή το Δικαστήριο (Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1822). Οι λόγοι της παραγνώρισης πρέπει να είναι πειστικοί (Χατζηγιάννη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317).
Όπως τονίστηκε στην Παναγή (ανωτέρω):
«Όπως ορθά επεσήμανε ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου, το πλεονέκτημα σύμφωνα με τη νομολογία αποτελεί σημαντικό στοιχείο στο οποίο αποδίδεται ουσιώδης σημασία. Ο κάτοχος πλεονεκτήματος αποκτά προβάδισμα έναντι ανθυποψηφίου που δεν κατέχει πλεονέκτημα (βλ. Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Α) Α.Α.Δ. 455 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Β) Α.Α.Δ. 1150, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από την Ολομέλεια στις υποθέσεις Μοριτσή ν. Καρσερά, ανωτέρω, και Δημοκρατία ν. Γερμανού, ανωτέρω). Έχει επίσης νομολογηθεί ότι για να παρακαμφθεί το πλεονέκτημα ενός υποψηφίου, θα πρέπει να δίδονται ειδικοί λόγοι (βλ. Φιλίππου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά., ανωτέρω, Ιωσηφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410 και Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406.)»
Ορθά δε το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η κατοχή πλεονεκτήματος δεν συνεπάγεται, χωρίς άλλο, και το διορισμό ή προαγωγή του υποψηφίου αυτού. Στην υπόθεση Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639 τονίσθηκε ότι «η κατοχή πλεονεκτήματος δεν φέρει μαζί του και αυτόματη υπεροχή κατά τρόπο που να προεξοφλά την καταλληλότητα για τη θέση. Εκείνο που αποκτά σημασία είναι η εξέταση του πλεονεκτήματος υπό το φως και των υπολοίπων στοιχείων». Ενώ λοιπόν η κατοχή πρόσθετου προσόντος που προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας έχει ουσιώδη σημασία και επαυξάνει σημαντικά τις διεκδικήσεις του κατόχου για διορισμό ή προαγωγή, το πλεονέκτημα συσταθμίζεται με όλα τα νόμιμα στοιχεία κρίσης προς ανεύρεση του κατάλληλου για τη θέση, κατά την κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, υποψηφίου. Το διορίζον όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει υποψήφιο που διαθέτει το πρόσθετο προσόν, αν, αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, κρίνει ότι άλλος είναι καταλληλότερος για διορισμό.
Όπως, συναφώς, έχει τονιστεί στην υπόθεση Γιωργούδης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, για την ανεύρεση του καταλληλότερου ατόμου για την πλήρωση θέσης συνυπολογίζονται όλα τα σχετικά κριτήρια. Εναπόκειται δε στο διοικητικό όργανο να αξιολογήσει το πλεονέκτημα και να αποδώσει σε αυτό την ανάλογη βαρύτητα. Η δε βαρύτητα που προσδίδεται σε ορισμένο στοιχείο κρίσης δεν μπορεί να προκαθοριστεί αλλά πρέπει να είναι το αποτέλεσμα συσχετισμών στη βάση του συνόλου των δεδομένων της κάθε περίπτωσης (Δημοκρατία ν. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341).
Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για προαγωγή ή διορισμό με την κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Εφόσον δε η απόφαση του διοικητικού οργάνου λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και ήταν εύλογα επιτρεπτή, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει.
Στην υπό εξέταση περίπτωση ενώ τόσο ο Εφεσείων όσο και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη ήσαν κάτοχοι των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων, περιλαμβανομένης και της εγγραφής στο ΕΤΕΚ, ο Εφεσείων είχε πρόσθετα το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας που αφορούσε στην πείρα καθώς και μεταπτυχιακό τίτλο ο οποίος λογίσθηκε από την ΕΔΥ ως πρόσθετο προσόν. Κανένα δε από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη δεν κατείχε είτε το πλεονέκτημα, είτε το πρόσθετο προσόν. Το γεγονός αυτό η ΕΔΥ δεν παρέλειψε, όπως διαπιστώνεται, να το σημειώσει. Όσον δε αφορά την απόδοση στην προφορική εξέταση, η κρίση της ΕΔΥ για τον Εφεσείοντα ήταν ότι αυτός ήταν «Καλός», ενώ τα Ενδιαφερόμενα Μέρη χαρακτηρίσθηκαν «Σχεδόν Εξαίρετοι». Η ΕΔΥ δεν περιορίστηκε στους πιο πάνω χαρακτηρισμούς εφόσον, όπως προκύπτει από το τηρηθέν πρακτικό, κατέγραψε και την πολύ θετική κρίση αναφορικά με τις απαντήσεις που δόθηκαν καθώς και για την προσωπικότητα του κάθε Ενδιαφερόμενου Μέρους. Καθόσον δε αφορά τον Εφεσείοντα η ΕΔΥ κατέγραψε τα ακόλουθα στο πλαίσιο της αξιολόγησης της απόδοσης του στην προφορική εξέταση:
«13. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ xxx: Καλός. Οι γνώσεις του είναι πολύ περιορισμένες, φλυαρούσε και δεν έμπαινε στην ουσία των θεμάτων. Κατά την προφορική εξέταση διακατεχόταν από αρκετή ένταση και σε πολλές περιπτώσεις ήταν συγχυσμένος. Δεν απάντησε σε ουσιώδεις ερωτήσεις που αφορούσαν τα καθήκοντα της θέσης που διεκδικεί. Δεν είναι πειστικός, είναι ανώριμη προσωπικότητα και πολλές φορές αυτοσχεδιάζει.»
Στην προκειμένη περίπτωση, η ΕΔΥ αιτιολογώντας την επιλογή της, χαρακτήρισε τη διαφορά στην προφορική εξέταση μεταξύ του Εφεσείοντα και των Ενδιαφερόμενων Μερών ως διαφορά αξιολόγησης «σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο». Πρόκειται για διαφορά η οποία παρατηρήθηκε τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και ενώπιον της ΕΔΥ. Η ΕΔΥ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο Ενδιαφερόμενο Μέρος Χατζηχρίστου ο οποίος στη Συμβουλευτική Επιτροπή απέδωσε στο ίδιο επίπεδο με τον Εφεσείοντα. Ωστόσο η μεγαλύτερη διαφορά εντοπίστηκε και στην περίπτωση αυτή όπως και για τα υπόλοιπα Ενδιαφερόμενα Μέρη στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ.
Όπως είναι δε νομολογημένο η προφορική συνέντευξη τόσο σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία όσο και σε θέσεις πρώτου διορισμού έχει τη δική της σημασία (Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R. 1081, 1087 Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852, 856, Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316, 4328 και Στυλιανού κ.ά. ν. Χατζηκωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387).
Το ερώτημα, επομένως, που εγείρεται είναι κατά πόσο η ΕΔΥ, έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων ενώπιον της, άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια μέσα στα επιτρεπτά όρια και ανταποκρίθηκε στο καθήκον που είχε για επαρκή αιτιολόγηση της επιλογής της και, ειδικότερα, της παράκαμψης του πρόσθετου προσόντος του Εφεσείοντα.
Όπως ορθά επεσήμανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, υπήρχε στην προκείμενη περίπτωση ειδική αιτιολογία επαρκής και καταγραμμένη στα πρακτικά της ΕΔΥ προς παράκαμψη του πλεονεκτήματος και του πρόσθετου προσόντος του Εφεσείοντα. Η διαφορά απόδοσης του Εφεσείοντα και των Ενδιαφερόμενων Προσώπων στην προφορική εξέταση ορθά επισημάνθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «οριακή» που, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι η περίπτωση της διαφοράς μεταξύ «πολύ καλού» και «εξαίρετου» (Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164 και Δημοκρατία ν. Σπανού (2011) 3 Α.Α.Δ. 267). Εν προκειμένω, η διαφορά του Εφεσείοντα και των Ενδιαφερόμενων Μερών ήταν μεταξύ «καλού» και «σχεδόν εξαίρετου» σε ό,τι αφορά τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Βαρναβίδη, Κυριακίδη, Μαδέλλα και Χατζηχρίστου, ενώ με το Ενδιαφερόμενο Μέρος Φλουρέντζου η διαφορά ήταν ακόμη μεγαλύτερη εφόσον ο Φλουρέντζου είχε αξιολογηθεί ως «εξαίρετος» τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και ενώπιον της ΕΔΥ.
Υπό το φως των πιο πάνω, η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε στην προκείμενη περίπτωση ειδική αιτιολογία επαρκής και καταγραμμένη στα πρακτικά της ΕΔΥ, ώστε να δικαιολογείτο η παράκαμψη του πλεονεκτήματος και πρόσθετου προσόντος του Εφεσείοντα, είναι απόλυτα ορθή. Η θέση δε του ευπαίδευτου συνηγόρου ότι η προφορική εξέταση λειτούργησε ως υπερκριτήριο επικαλύπτοντας όλα τα υπόλοιπα, δεν ευσταθεί. Αντιθέτως, όπως προέκυψε, η ΕΔΥ, προτού καταλήξει στην επιλογή των Ενδιαφερόμενων Μερών, προέβη σε μια εύλογη και συνάδουσα προς τη νομολογία στάθμιση όλων των νόμιμων στοιχείων κρίσης.
Κατά συνέπεια οι Λόγοι Έφεσης 2 και 3 απορρίπτονται.
Μέσω του τέταρτου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα περί παραβίασης των Άρθρων 31(γ) και 33(15) του Ν. 1/1990, στη βάση του ότι απαραδέκτως εγείρετο για πρώτη φορά στην προσφυγή.
Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο της 1ης προσφυγής που είχε καταχωρηθεί από τον Εφεσείοντα και ακόμη ενός Αιτητή, την υπ’. αρ. 869/2004, είχε τεθεί ευθέως από πλευράς των Αιτητών, συμπεριλαμβανομένου και του Εφεσείοντα, το ζήτημα ότι η εγγραφή στο ΕΤΕΚ αποτελούσε απαιτούμενο προσόν το οποίο «θα έπρεπε να προϋπήρχε της τελευταίας ημερομηνίας για την υποβολή των αιτήσεων».
Η επίκληση στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας από τον Εφεσείοντα των Άρθρων 31(γ) και 33(15) του Ν. 1/1990 ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί εκ των υστέρων ως αποσυνδεδεμένη από το εγερθέν στο πλαίσιο της Προσφυγής υπ’. αρ. 869/2004 ζήτημα. Και τούτο εφόσον επρόκειτο, στην πραγματικότητα, για νομική επιχειρηματολογία άμεσα συναρτημένη με το τότε εγερθέν ζήτημα του κατά πόσο η εγγραφή στο ΕΤΕΚ αποτελούσε μέρος του απαιτούμενου προσόντος, η οποία – επιχειρηματολογία - θα μπορούσε να είχε προβληθεί από τότε.
Όπως είναι νομολογημένο, δεν είναι δυνατόν να εγείρονται κατά το δοκούν θέματα τα οποία θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί σε προγενέστερη μεταξύ των ιδίων διαδίκων διαδικασία. Παράλειψη δε έγερσης θέματος στις προηγούμενες διαδικασίες δημιουργεί δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτής της μορφής καλύπτει και την περίπτωση έγερσης του ζητήματος υπό διαφορετική νομική προσέγγιση ή οπτική γωνιά.
Σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από την απόφαση της Ολομέλειας Κασιουλής ν. Δήμου Γεροσκήπου (2006) 3 Α.Α.Δ. 249:
«Ο λόγος αυτός κρίνουμε ότι δεν ευσταθεί. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση του εφεσείοντα επικαλούμενο τη νομολογία η οποία είναι σαφής επί του ζητήματος. Έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο κατά συρροή από τις δύο προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις. Παραπέμπουμε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενδεικτικά στην απόφαση της Ολομέλειας xxx Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, όπου στη σελίδα 612 έχουν λεχθεί τα εξής:-
“Είναι η γνώμη μας πως ο πρωτόδικος δικαστής ορθά έκρινε πως δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την προηγούμενη απόφαση σε υποθέσεις μεταξύ των ιδίων διαδίκων για το ίδιο ζήτημα. Και εννοούμε δεδικασμένο inter partes. Στην προσφυγή αρ. 545/91 κρίθηκαν όλα τα επίδικα θέματα που έθεσε ο εφεσείων. Δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί. Και στην προκείμενη περίπτωση όλα τα ‘νέα θέματα’ θα μπορούσαν να προβληθούν στην προσφ. Αρ. 549/91.”»
Παρομοίως στην υπόθεση Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413 λέχθηκαν τα εξής:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην καθιερωμένη αρχή ότι οι διάδικοι «δεν δικαιούνται να εγείρουν κατά το δοκούν θέματα, τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων». Ως εκ τούτου και με αναφορά στις Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 και Δημοκρατία v. Γεωργίου κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 703, ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι η παράλειψη έγερσης του θέματος στις προηγούμενες διαδικασίες, δημιουργεί δεδικασμένο. Το δεδικασμένο προκύπτει από τις Προσφυγές Αρ. 483/90 και 534/90, καθώς και από τη Δημοκρατία v. Κοντογιώργη (πιο πάνω), όπου κρίθηκε ότι αιτήτρια και Ε.Μ. είχαν ισότιμα προσόντα.»
Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 4 απορρίπτεται.
Μέσω του πέμπτου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται για την πρωτόδικη κρίση, ότι η ερμηνεία που έδωσε η Εφεσίβλητη στη Σημείωση (2) του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης ήταν εύλογη και ότι η Εφεσίβλητη δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας και ούτε περιέπεσε σε πλάνη περί το Νόμο.
Αποτελεί κοινό έδαφος, όπως εξάλλου επισημάνθηκε και από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι το δεδικασμένο υπαγόρευε την αυθεντική ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης και δη της Σημείωσης (2) η οποία διαλάμβανε τα ακόλουθα:
«(2) Οι υποψήφιοι με προσόντα σε Κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι στον οικείο κλάδο Μηχανικής Επιστήμης, σύμφωνα με την περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου νομοθεσία.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα διατείνεται ότι η ΕΔΥ, κατά παράβαση του δεδικασμένου, δεν ασχολήθηκε με το κατά πόσο η προνοούμενη στη Σημείωση (2) εγγραφή αποτελούσε απαιτούμενο προσόν ή όρο.
Διαφωνούμε με την πιο πάνω θέση. Η ΕΔΥ, αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διατύπωση στην εν λόγω Σημείωση επέτρεπε στους υποψηφίους να είναι εγγεγραμμένοι και μετά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή την τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων, μέχρι την ημερομηνία του διορισμού τους, ήτοι μέχρι 15/6/2004.
Είναι δε σημαντικό εδώ να επισημανθεί αυτό που και το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπογράμμισε, ότι δηλαδή η ημερομηνία εγγραφής στο ΕΤΕΚ δεν αποτελεί αυτή καθ’ εαυτή προσόν, εφόσον αφορά στη διαδικασία αναγνώρισης του προσόντος. Για σκοπούς δε εγγραφής δεν απαιτείτο κάποιου είδους εξέταση ή άλλη προϋπηρεσία. Η μόνη προϋπόθεση που τίθετο με βάση το Άρθρο 7(1)(α) του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου 224/1990[1] είναι η κατοχή του προσόντος το οποίο να είναι αναγνωρισμένο και από το Επιμελητήριο. Υπό αυτά τα δεδομένα η εγγραφή ήτο αρκετό να υπήρχε κατά την ημερομηνία του διορισμού που στην προκείμενη περίπτωση έγινε με αναδρομική ισχύ από 15/6/2004.
Των πιο πάνω λεχθέντων η ερμηνεία που δόθηκε από το αρμόδιο Διοικητικό όργανο, δηλ. την ΕΔΥ, ήταν εύλογη.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία η ερμηνεία και η εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας επαφίεται στην κρίση του διοικητικού οργάνου (Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517, Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, Δημοκρατία ν. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395, Καντούνας ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 344, Papaleontiou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 211 και Παπαευσταθίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 737/2011 κ.ά., ημερ. 7/11/2014). Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας από το διοικητικό όργανο το οποίο έχει και την ευθύνη της ερμηνείας των σχεδίων υπηρεσίας, εφόσον η ερμηνεία αυτή θεωρείται λογική και εφαρμοσθείσα ορθά στα περιστατικά της υπόθεσης (Papaleontiou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 211, Mytides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1096 και Λάρκου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2917).
Όπως δε ορθά επεσήμανε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η διαφορετική ερμηνεία που η πλευρά του Εφεσείοντα δίδει στη Σημείωση (2) δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προσδώσει στήριξη ή δικαιολογία στο να επικαλείται αλλότριο σκοπό, ήτοι βόλεμα και εξυπηρέτηση συγκεκριμένων Ενδιαφερόμενων Μερών.
Κατά συνέπεια ο Λόγος Έφεσης 5 απορρίπτεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
[1]7.-(1) Με την επιφύλαξη των επόμενων εδαφίων του παρόντος άρθρου, κάθε πολίτης της Δημοκρατίας ή σύζυγος πολίτη της Δημοκρατίας που έχει τη συνήθη διαμονή του στη Δημοκρατία δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου σε οποιοδήποτε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης και να είναι μέλος του Επιμελητηρίου, εάν -
(α) Kατέχει πτυχίο ή δίπλωμα πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν στον αντίστοιχο κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης το οποίο να του επιτρέπει να ασκεί το επάγγελμα στη χώρα που αποκτήθηκε και να είναι αναγνωρισμένο από το Επιμελητήριο σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού· και
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο