ΝΙΚΟΛΑ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ κ.α., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 48/2015, 1/12/2021

ECLI:CY:AD:2021:C536

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 48/2015)

 

 

1 Δεκεμβρίου, 2021

 

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

 

 

XXX XXX ΝΙΚΟΛΑ,

 

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

 

ν.

 

 

                         ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

                      2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

 

Εφεσίβλητων/Καθ’ων η Αίτηση.

 

 

 

Μ. Σάββα, για την Εφεσείουσα/Αιτήτρια.

 

Κ. Χατζηδημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους/Καθ’ων η Αίτηση.

 

 

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Έφεση στρέφεται εναντίον της Απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απερρίφθη η προσφυγή της Εφεσείουσας με αρ. XXXXX/2013, δια της οποίας προσέβαλε την ανάκληση της απαλλοτρίωσης κτήματος στο οποίο αυτή είναι συνιδιοκτήτρια κατά 1/5.

 

Η Εφεσείουσα με την παρούσα Έφεση προέβαλε οκτώ Λόγους                      Έφεσης που αφορούν την ορθότητα της εκκαλούμενης Απόφασης.

 

Προτού αναφερθούμε στους Λόγους Έφεσης κρίνουμε αναγκαία την αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης, όπως αποτυπώνεται στην πρωτόδικη Απόφαση, για καλύτερη αντίληψη των γεγονότων που αφορούν στην παρούσα υπόθεση.

 

Το κτήμα της Εφεσείουσας, το οποίο βρίσκεται στην τοποθεσία Λευκοβούνι της Κοινότητας Μαρωνίου στη Λάρνακα, παρουσίαζε αρχαιολογικό ενδιαφέρον λόγω εντοπισμού κατάλοιπων αρχαίου συνοικισμού. Αυτό οδήγησε το Υπουργικό Συμβούλιο να το κηρύξει ως Αρχαίο Μνημείο Πίνακα Β, βάσει του περί Αρχαιοτήτων Νόμου, Κεφ. 31, με αποτέλεσμα το Τμήμα Αρχαιοτήτων να μην εγκρίνει οποιαδήποτε ανάπτυξη του. Ακολούθησε στις 26/6/2009 η δημοσίευση της υπ’ αρ. 511 Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με την οποία το κτήμα κρίθηκε αναγκαίο για σκοπούς δημόσιας ωφελείας «… δηλ. αρχαιολογικές ανασκαφές ή τη συντήρηση ή αξιοποίηση αρχαίων μνημείων ή αρχαιοτήτων ή την ανάπτυξη των γύρω χώρων και η απαλλοτρίωση της επιβάλλεται για τους πιο κάτω λόγους δηλ. για τη διεξαγωγή αρχαιολογικών ανασκαφών ή τη συντήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων ή τη διατήρηση της στρωματογραφίας αρχαιολογικού χώρου στο χωριό Μαρώνι της Επαρχίας Λάρνακας».

 

Της Γνωστοποίησης ακολούθησε Διάταγμα Απαλλοτρίωσης, το υπ’ αρ. 1087, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα ημερ. 22/12/2009 και αφού είχε μεσολαβήσει η εξέταση και η απόρριψη ενστάσεως μίας των συνιδιοκτητριών του κτήματος εναντίον της Γνωστοποίησης.

 

Στη συνέχεια προέκυψε ζήτημα αποζημίωσης των ιδιοκτητών του κτήματος και στο πλαίσιο της Παραπομπής 9/2011 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας αυτή εκ συμφώνου καθορίστηκε στο ποσό των €2.040.000,00. Το εν λόγω ποσό ουδέποτε κατεβλήθη και ακολούθησε, κατόπιν αίτησης των συνιδιοκτητριών του κτήματος, η έκδοση εντάλματος κατάσχεσης το οποίο δεν εκτελέστηκε.

 

Στις 8/3/2013 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Διάταγμα του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων για ανάκληση τόσο της Γνωστοποίησης, όσο και του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, με το αιτιολογικό ότι δεν ήταν αναγκαία πλέον για τους σκοπούς της δηλωθείσας δημόσιας ωφέλειας καθώς και ότι η αποζημίωση δεν είχε καταβληθεί. Είχε προς τούτο προηγηθεί στις 26/7/2012 σύσκεψη όλων των εμπλεκόμενων αρχών κατά την οποία αποφασίστηκε ότι τα εξαγγελθέντα έργα για τα κτήματα της περιοχής δεν ήταν εφικτό να υλοποιηθούν άμεσα, καθώς και ενημέρωση των αρχών στις 9/8/2012 από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχαιοτήτων ότι οι ενδείξεις των γεωφυσικών ερευνών της περιοχής είχαν καταδείξει μικρή συγκέντρωση αρχαιολογικών καταλοίπων και ενόψει τούτου το Τμήμα θα μπορούσε να δώσει τη συγκατάθεση του για την ανάκληση της απαλλοτρίωσης.

 

Η Εφεσείουσα αντέδρασε στη δημοσίευση του Διατάγματος προσβάλλοντας με την Προσφυγή XXXXX/2013 το Διάταγμα ανάκλησης στην οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απορριπτική Απόφαση, αντικείμενο της υπό κρίση Έφεσης.

 

Η διατύπωση των Λόγων Έφεσης δεν έγινε, δυστυχώς, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο εφόσον πλείστοι Λόγοι Έφεσης συσχετίσθηκαν με τον τίτλο ενός εκάστου των ακυρωτικών λόγων που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως, ενώ αρκετοί από αυτούς συμπλέκονται και/ή είναι αλληλένδετοι με τους υπόλοιπους. Παρά ταύτα θα προσπαθήσουμε πιο κάτω να μεταφέρουμε την ουσία των προβαλλόμενων Λόγων Έφεσης.

 

Μέσω των Λόγων Έφεσης 1 και 3 προβάλλεται ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το επίδικο Διάταγμα ανάκλησης ήτο νόμιμο και δεν παραβίαζε το Άρθρο 7(1) του Ν.15/62, ενώ με τους Λόγους Έφεσης 2, 4, 6 και 7 ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αν οι Εφεσίβλητοι είχαν ενεργήσει αντιφατικά και κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης. Προβάλλεται, ακόμη, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το σύνολο των γεγονότων απ’ όπου προέκυπτε ότι η ανάκληση αποσκοπούσε σε αλλότριο σκοπό, ήτοι τη μη καταβολή αποζημίωσης, καθώς και ότι έσφαλλε απορρίπτοντας το λόγο ακύρωσης της Εφεσείουσας σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη Απόφαση ήταν προϊόν κατάχρησης εξουσίας. Με το Λόγο Έφεσης 5 η Εφεσείουσα παραπονείται ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό της ότι η αλλαγή απόφασης των Εφεσιβλήτων θα έπρεπε να συνοδεύετο από ειδική αιτιολογία και ότι εσφαλμένα αρκέστηκε να αναφέρει ότι επί της απόφασης για ανάκληση δεν απαιτείτο αιτιολογία. Τέλος, με το Λόγο Έφεσης 8 υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν ισχύουν οι αρχές του διοικητικού δικαίου που διέπουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων όταν η ανάκληση ρυθμίζεται ειδικά από Νόμο.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε την υπόθεση με αναφορά στις πρόνοιες του Άρθρου 7 του Ν. 15/1962 και στην υπόθεση Ηρακλείδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 518, απέρριψε την προσφυγή. Η ουσία της απορριπτικής απόφασης έγκειτο στη διαπίστωση ότι η ανάκληση της απαλλοτρίωσης διέπεται ειδικά από το Άρθρο 7(1) του Νόμου με το οποίο επιτρέπεται η ανάκληση πριν την πληρωμή ή την κατάθεση της αποζημίωσης, φρασεολογία με την οποία, όπως το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, σαφώς εννοείται ότι προηγήθηκε καθορισμός του ποσού της αποζημίωσης. Στη βάση αυτή, αφού έκρινε ότι ο καθορισμός του ποσού της αποζημίωσης δεν αποτελούσε εκ του Νόμου εμπόδιο για την ανάκληση, προχώρησε στη συνέχεια να εξετάσει κατά πόσο το επίδικο Διάταγμα ανάκλησης είχε εκδοθεί μέσα στα όρια της διακριτικής ευχέρειας της Απαλλοτριούσας Αρχής. Αφού έλαβε υπόψη του τα γεγονότα της υπόθεσης και ιδιαίτερα τα μεταγενέστερα επιστημονικά ευρήματα αναφορικά με την προοπτική ανεύρεσης αρχαιοτήτων τα οποία συνηγορούσαν υπέρ της ανάκλησης της απαλλοτρίωσης, έκρινε ότι η Απαλλοτριούσα Αρχή ορθά είχε ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια για ανάκληση της απαλλοτρίωσης.

 

Οι Λόγοι Έφεσης 1 και 3, οι οποίοι αφορούν το κατά πόσο η επίδικη ανάκληση παραβιάζει το Άρθρο 7(1) του Ν.15/62, λόγω της συνάφειας τους θα εξετασθούν μαζί. Με δεδομένο ότι η ανάκληση έγινε σύμφωνα με το Άρθρο 7(1), το ερώτημα που εγείρεται σε σχέση με τους Λόγους Έφεσης 2, 4, 6 και 7, οι οποίοι και αυτοί είναι συναφείς και ως τέτοιοι θα πρέπει να εξετασθούν μαζί, είναι κατά πόσο η Απαλλοτριούσα Αρχή ενήργησε εκτός των ορίων της διακριτικής εξουσίας και παραβίασε τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.

 

Η βασική επιχειρηματολογία προς υποστήριξη των Λόγων Έφεσης 1                και 3 βασίστηκε στη θέση ότι με την έκδοση εκ συμφώνου Απόφασης στην Παραπομπή 9/2011, δημιουργήθηκε νομική κατάσταση δικαιωμάτων προς όφελος της Εφεσείουσας, με αποτέλεσμα η επίδικη ανάκληση να είναι εκτός των επιτρεπτών ορίων της διακριτικής ευχέρειας των Εφεσιβλήτων και να παραβιάζει το Άρθρο 7 του Ν. 15/62.

 

Το Άρθρο 7(1) του Νόμου ορίζει ως ακολούθως:

 

«7.-(1) Καθ’ οιονδήποτε χρόνον μετά την δημοσίευσιν γνωστοποιήσεως απαλλοτριώσεως και προ της πληρωμής ή καταθέσεως της αποζημιώσεως ως προβλέπεται εν τω παρόντι Νόμω, η απαλλοτριούσα αρχή δύναται διά διατάγματος δημοσιευομένου εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, ν’ ανακαλέση την τοιαύτην γνωστοποίησιν και παν δημοσιευθέν σχετικόν διάταγμα, είτε γενικώς είτε ειδικώς٠ αναφορικώς προς την εν τούτω αναφερομένην ιδιοκτησίαν ή μέρος ιδιοκτησίας٠ επί τούτω η επομένη της τοιαύτης γνωστοποιήσεως ή διατάγματος απαλλοτριώσεως διαδικασία ατονεί, και η απαλλοτρίωσις λογίζεται ως εγκαταλειφθείσα είτε γενικώς είτε αναλόγως της περιπτώσεως, αναφορικώς προς την τοιαύτην ειδικήν ιδιοκτησίαν ή μέρος ιδιοκτησίας.»

 

 

Όπως προκύπτει και, όπως ορθά επεσήμανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το Άρθρο 7 επιτρέπει την ανάκληση της απαλλοτρίωσης οποτεδήποτε πριν από την πληρωμή ή την κατάθεση της αποζημίωσης.

 

Με δεδομένο ότι επιτρέπεται η ανάκληση «προ της πληρωμής ή καταθέσεως της αποζημιώσεως», εύλογα συνάγεται, όπως ορθά υπέδειξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι με την εν λόγω διατύπωση στο πιο πάνω Άρθρο σαφώς εννοείται ότι προηγήθηκε καθορισμός του ποσού της αποζημίωσης, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, είτε με την αποδοχή της προσφοράς της Απαλλοτριούσας Αρχής από τον ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος κτήματος, είτε – όπως είναι η υπό κρίση περίπτωση – δικαστικώς με τη διαδικασία της Παραπομπής.

 

Ταυτόχρονα, ορθά επισημάνθηκε ότι ο δικαστικός λόγος της Ηρακλείδης δεν καθιέρωσε γενική νομική αρχή απαγόρευσης της ανάκλησης οποτεδήποτε προηγείται καθορισμός του ποσού της αποζημίωσης. Στην υπόθεση Ηρακλείδης είχε διαπιστωθεί μεγάλη καθυστέρηση στην ανάκληση, εφόσον εκεί είχαν παρέλθει 5 χρόνια από τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης και 3½ χρόνια από την ημερομηνία που συμφωνήθηκε η αποζημίωση, γεγονός που κρίθηκε ότι έθετε την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης εκτός των ορίων της χρηστής διοίκησης.

 

 

 

Στη βάση των πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης 1 και 3 κρίνονται ανεδαφικοί και, συνεπώς, απορρίπτονται.

 

Προς υποστήριξη των Λόγων Έφεσης 2, 4, 6 και 7 προωθήθηκε ουσιαστικά η θέση ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αν οι Εφεσίβλητοι είχαν προβεί στη δέουσα έρευνα πριν να λάβουν την απόφαση ανάκλησης και αν ενήργησαν εκτός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας και της χρηστής διοίκησης.

 

Παρά το ότι η δυνατότητα ανάκλησης απαλλοτρίωσης η οποία παρέχεται με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 7(1) παρουσιάζεται να μπορεί να ασκηθεί καθ’ οιονδήποτε χρόνο πριν από την πληρωμή ή κατάθεση της αποζημίωσης, χωρίς κανένα άλλο χρονικό ή ουσιαστικό περιορισμό, εντούτοις, όπως έχει αναγνωριστεί στη νομολογία μας, δεδομένου ότι πρόκειται περί άσκησης διακριτικής εξουσίας από πλευράς της Διοίκησης, αυτή θα πρέπει να διέπεται από τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

 

Όπως έχει, συναφώς, επεξηγηθεί στην Ηρακλείδης (ανωτέρω), η εν λόγω εξουσία ανάκλησης απαλλοτρίωσης «δεν είναι απόλυτη αλλά διακριτική» και πρέπει «να ασκείται κατά τρόπο ορθό λαμβανομένων υπόψη του πνεύματος του νόμου και των προϋποθέσεων που θέτουν οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου».

 

Δεν παραβλέπεται ότι στην Ηρακλείδης αναφέρθηκε ότι κατά την ερμηνεία του Άρθρου 7(1) του Νόμου η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανατρέχει στις νομολογημένες αρχές του Ελληνικού Διοικητικού Δικαίου, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι, «Σύμφωνα με γενική αρχή του ελληνικού διοικητικού δικαίου, απαγορεύεται η ανάκληση της απαλλοτρίωσης μετά τη συμπλήρωση της σχετικής διαδικασίας με διευθέτηση, γιατί δημιουργείται νομική κατάσταση δικαιωμάτων του διοικουμένου η οποία ανατρέπεται και θίγονται τα δικαιώματα αυτά με τη μονομερή πράξη της ανάκλησης. (Βλέπε: Κυριακόπουλος, ″Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο″, 4η Έκδοση, Τόμος 3, σελ. 388)».

 

Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Κυριακίδη ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 238/2012, ημερ. 24/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:C464, η υπόθεση Ηρακλείδης δεν εξετάστηκε υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999), το οποίο στα εδάφια (1) – (5)[1] κωδικοποιεί τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου αναφορικά με την ανάκληση διοικητικών πράξεων, με κριτήρια το παράνομο ή μη και το ευνοϊκό ή μη της πράξης, την πάροδο εύλογου χρόνου κλπ. Όπως δε ρητά διαλαμβάνεται στο εδάφιο (6) του                       Άρθρου 54, οι πιο πάνω γενικές αρχές δεν ισχύουν όταν η ανάκληση ρυθμίζεται ειδικά από το Νόμο[2]. Στην Κυριακίδη (ανωτέρω), με παραπομπή στο Ελληνικό Σύγγραμμα «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄»,                Π. Δ. Δαγτόγλου, 1977, σελ. 187, επισημάνθηκε ότι όταν ο νόμος προβλέπει το επιτρεπτό της ανάκλησης, η ανάκληση είναι δυνατή ακόμα και επί ευμενών πράξεων, πράξεων, δηλαδή, που συνέστησαν δικαιώματα ή δημιούργησαν από μακρό χρόνο πραγματικές καταστάσεις. Κατά συνέπεια οι γενικές αρχές ανάκλησης δεν ισχύουν εφόσον για την ανάκληση ισχύει συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια (A & S Antoniades and Co v. Republic (1965) 3 C.L.R. 673, Th. Flokkas Estates Ltd v. Κοινοτικό Συμβούλιο Αγγλισίδων, Υπόθεση αρ. 1444/2013, ημερ. 18/3/2015).

 

Η πιο πάνω επισήμανση, ωστόσο, δεν αναιρεί, ούτε ακυρώνει την υποχρέωση της Διοίκησης να ενεργεί εντός των καθολικής εφαρμογής γενικών αρχών που διέπουν τη λειτουργία της. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Κυριακίδη (ανωτέρω), η ανάκληση, έστω και αν αυτή λαμβάνει χώρα πριν την πληρωμή ή κατάθεση της αποζημίωσης, δεν μπορεί να εκδηλώνεται ως απόλυτη έκφραση αυθαίρετης βούλησης αλλά πρέπει να ασκείται με βάση τις γενικές αρχές που πρέπει να διέπουν το σύνολο των λειτουργιών της Διοίκησης και κάθε διοικητική πράξη ξεχωριστά, ήτοι τις αρχές της χρηστής διοίκησης και την αρχή της καλής πίστης.

 

Η ουσία των λεχθέντων τόσο στην Ηρακλείδης, όσο και στην Κυριακίδης, δεν είναι τίποτε άλλο από την υποχρέωση της Διοίκησης, σε περίπτωση ανάκλησης, να συμμορφώνεται με τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, ώστε να αποφεύγονται αυθαίρετες πράξεις και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι το Διάταγμα ανάκλησης είχε επισυμβεί σε χρόνο πριν την πληρωμή ή κατάθεση της καθορισθείσας αποζημίωσης και άρα σε συμμόρφωση με το Άρθρο 7(1), προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο αυτό είχε εκδοθεί μέσα στα όρια της διακριτικής ευχέρειας της Απαλλοτριούσας Αρχής. Στο πλαίσιο αυτό έλαβε υπόψη του τα περιστατικά της υπόθεσης μεταξύ των οποίων και το γεγονός ότι είχε προηγηθεί καθορισμός του ποσού της αποζημίωσης  με την εκ συμφώνου Απόφαση στην Παραπομπή 9/2011.

 

Ουσιώδη παράγοντα, βεβαίως, αποτέλεσε στην προκείμενη περίπτωση η αλλαγή των περιστάσεων που, εν τω μεταξύ, είχε επέλθει. Όπως προέκυψε με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και όπως ορθά αυτό επεσήμανε, η απαλλοτρίωση των κτημάτων της περιοχής, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγετο και το επίδικο κτήμα, είχε αποφασιστεί από την Υπουργική Επιτροπή με την πεποίθηση ότι η απαλλοτρίωση ήταν επιβεβλημένη λόγω του ότι στην ευρύτερη περιοχή είχε εντοπιστεί ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της επαρχίας Λάρνακας που παρέπεμπε στην εποχή του Χαλκού. Γεωφυσικές έρευνες που διεξήχθησαν στην περιοχή στη συνέχεια κατέδειξαν, ωστόσο, μικρή συγκέντρωση αρχαιολογικών καταλοίπων, με αποτέλεσμα να μην ήταν πλέον εφικτό να υλοποιηθούν τα εξαγγελθέντα στην περιοχή έργα.

 

 

 

Υπό αυτές τις περιστάσεις και, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογιακή αρχή που έχει αναγνωρίσει στη Διοίκηση σύμφυτο δικαίωμα για ανάκληση διοικητικών πράξεων, το οποίο μάλιστα προσλαμβάνει μορφή καθήκοντος για επανεξέταση ληφθείσας απόφασης, εφόσον προκύπτουν νέα γεγονότα που διασαλεύουν το θεμέλιο της απόφασης (και στην προκείμενη περίπτωση της απαλλοτρίωσης) (Αυγουστή κ.ά. v. Υπουργείου Εσωτερικών (1993) 3 Α.Α.Δ. 496 και Χαραλάμπους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 149), το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα μεταγενέστερα επιστημονικά ευρήματα συνηγορούσαν υπέρ της ανάκλησης της απαλλοτρίωσης του επίδικου κτήματος. Κατέληξε δε στην κρίση ότι η Απαλλοτριούσα Αρχή ορθά άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια συνυπολογίζοντας στο πλαίσιο αυτό και το γεγονός ότι η ανάκληση έλαβε χώρα τρία χρόνια και δύο μήνες από τη δημοσίευση της Γνωστοποίησης και μόλις εννέα, περίπου, μήνες από τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης.

 

Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται ουσιωδώς από την Ηρακλείδης                   καθότι εκεί είχε διαπιστωθεί μεγάλη καθυστέρηση στην ανάκληση, γεγονός που κρίθηκε ότι έθετε την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης εκτός των ορίων της χρηστής διοίκησης. Διαφοροποιείται επίσης και από την υπόθεση Vayianos v. The Municipality of Larnaca, (1988)                      3 C.L.R. 1386, καθότι εκεί κρίθηκε ότι ο σκοπός της ανάκλησης ήταν η αποφυγή της πληρωμής της αποζημίωσης επειδή το Επαρχιακό                    Δικαστήριο είχε καθορίσει την εύλογη αποζημίωση σε ψηλότερη τιμή από εκείνη που η Διοίκηση είχε προτείνει, ενώ δεν είχε στοιχειοθετηθεί αλλαγή περιστάσεων όπως εν προκειμένω. Αποφασίστηκε δε ότι η καθυστέρηση της ανάκλησης μέχρι την έκδοση της απόφασης παραβίαζε τη χρηστή                     διοίκηση[3].

 

Στη βάση των πιο πάνω είναι η κατάληξη μας ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί η θέση της Εφεσείουσας, ότι κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας η Απαλλοτριούσα Αρχή ενήργησε αυθαίρετα, αντιφατικά ή κακόπιστα παραβιάζοντας τοιουτοτρόπως τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.

 

Ως εκ τούτου οι Λόγοι Έφεσης 2, 4, 6, 7 και 8 κρίνονται ανεδαφικοί και, συνεπώς, απορρίπτονται.

 

 

Προβλήθηκε, επίσης, μέσω του Λόγου Έφεσης 5 ότι δεν εξετάστηκε ο ισχυρισμός της Εφεσείουσας ότι η αλλαγή της απόφασης των Εφεσιβλήτων θα έπρεπε να συνοδεύεται από ειδική αιτιολογία και ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι επί απόφασης για ανάκληση δεν απαιτείτο αιτιολογία.

 

Υποστηρίχθηκε, εν προκειμένω, από την πλευρά της Εφεσείουσας ότι η μεταβολή της απόφασης τόσο του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, όσο και του Τμήματος Αρχαιοτήτων και η ανάκληση της απαλλοτρίωσης, θα έπρεπε να συνοδεύονταν με την απαραίτητη νόμιμη αιτιολογία.

 

Εν πρώτοις, επισημαίνεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να εξετάσει τον προβληθέντα για το ζήτημα αυτό ισχυρισμό. Αντιθέτως, το έπραξε με παραπομπή στα όσα διαλαμβάνονται στο ίδιο το Άρθρο 7(1) του Νόμου. Όπως, συναφώς, επεσήμανε, η παράλειψη του Τμήματος Αρχαιοτήτων να δώσει ειδική αιτιολογία ως προς την αλλαγή της στάσης του και να συγκατανεύσει στην ανάκληση της απαλλοτρίωσης, δεν είχε επιπτώσεις στο Διάταγμα αφού στο Άρθρο 7(1) του Νόμου, βάσει του οποίου δημοσιεύθηκε το Διάταγμα Ανάκλησης, δεν αναφέρεται η ανάγκη για την παροχή συγκεκριμένης αιτιολογίας[4].

 

Η εν λόγω επισήμανση είναι απόλυτα σωστή. Θα προσθέταμε, επίσης, ότι με δεδομένο ότι η ανάκληση της απαλλοτρίωσης «αποκαθιστά», κατά κάποιο τρόπο, το πλήρες δικαίωμα ιδιοκτησίας του διοικούμενου, γι’ αυτό και η ειδική αυτή ανάκληση προνοείται από το Νόμο χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ιδιαίτερη αιτιολογία.

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, ο προβληθείς επί του ζητήματος αυτού Λόγος Έφεσης είναι άνευ ερείσματος. Συνεπώς ο Λόγος Έφεσης 5 απορρίπτεται.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και                                απορρίπτεται. 

 

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000.

 

 

 

 

                                                Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                  

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 



[1] 54.—(1) Τηρουμένων των πιο κάτω εδαφίων, θεωρείται παράβαση των αρχών της                     χρηστής διοίκησης η ανάκληση από τη διοίκηση μετά πάροδο εύλογου χρόνου πράξης της έστω και παράνομης, που στο μεταξύ δημιούργησε δικαιώματα και γενικά ευνοϊκές για το διοικούμενο καταστάσεις. Η ύπαρξη του εύλογου χρόνου κρίνεται από τις ειδικές                περιστάσεις κάθε υπόθεσης.

(2) Η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης επιτρέπεται και μετά παρέλευση εύλογου χρόνου, αν αυτή εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου ή αν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της                    έκδοσής της ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

(3) Η ανάκληση και νόμιμης διοικητικής πράξης, ακόμη και αν πέρασε εύλογο χρονικό διάστημα από την έκδοσή της δικαιολογείται για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

(4) Επιτρέπεται η ανάκληση διοικητικής πράξης σε περίπτωση μεταβολής των                             πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχτηκε η έκδοσή της ή που αποτελούσαν,                      σύμφωνα με το νόμο, την προϋπόθεση για την έκδοσή της.

(5) Η, με βάση τα εδάφια (3) και (4), ανάκληση ισχύει για το μέλλον και δεν έχει                           αναδρομική ισχύ.

[2] (6) Οι πιο πάνω γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων, δεν ισχύουν, όταν η ανάκληση ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο.

[3]Bearing in mind the circumstances of the case I have not been-persuaded that the reason stated in the order of revocation that there was a substantial change of circumstances which made the acquisition unattainable has been substantiated in the present cases. The whole conduct of the respondent clearly indicates than (sic) in all the circumstances of the present case though aware as alleged by it of the fact that the property in question became unsuitable as a parking place nevertheless it waited till the compensation was assessed by the Court which was higher than its offer and considerable time after the judgment of the Court it came forward with the contention that the objects of the acquisition could not be achieved”.

[4] Δέστε Ματσιάς κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 327/2010, ημερ. 27/9/2011:

 

«Παρατηρείται ότι δεν αναφέρεται στο εδάφιο (1) του εν λόγω άρθρου, η ανάγκη για την παροχή συγκεκριμένης αιτιολογίας.  Αυτό συνάδει με τα προνοούμενα και στο άρθρο 6 του ιδίου Νόμου για τη δημοσίευση διατάγματος απαλλοτρίωσης.  Σε αυτή την περίπτωση και πάλι δεν προνοείται οποιαδήποτε ιδιαίτερη αιτιολογία, όπως έχει άλλωστε αναγνωρισθεί και από τη νομολογία, όπως στις αποφάσεις Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 91, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589 και Μαγδαληνή Παπαλουκά ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 116/09, ημερ. 27.1.2010 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο