MONDEKE v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ, ΑΝ.ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΄Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αρ.43/2021, 20/1/2022

ECLI:CY:AD:2022:A15

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(΄Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αρ.43/2021)

 

20 Ιανουαρίου, 2022

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]

 

xxx xxx MONDEKE,

 

Εφεσείων,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,

ΑΝ.ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

Εφεσίβλητης.

----------------------

Κ.Χαρίτου, για τον Εφεσείοντα.

Αγγ.Ιωάννου με Αγγ.Λεωνίδου (κα), για Γεν.Εισαγγελέα της   Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

-------------------------

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Ο Eφεσείων-αιτητής πρωτοδίκως διατυπώνει 4 λόγους έφεσης σε συνάρτηση με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ) επί προσφυγής που καταχώρησε σε σχέση με διάταγμα κράτησης του, το οποίο είχε εκδοθεί από τους εφεσίβλητους-καθ΄ων η αίτηση στις 27.8.2021, παραλειφθέν στις 21.9.2021, με βάση το ΄Αρθ.9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε νόμιμο, έγκυρο και ορθό το εν λόγω διάταγμα.  Το σκεπτικό του Δικαστηρίου θα το εξετάσουμε στη συνέχεια σε συνάρτηση με τους λόγους έφεσης, οι οποίοι σε σύνοψη έχουν ως εξής:

 

Ο πρώτος λόγος αφορά τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθό κανόνα σχετικά με το βάρος της απόδειξης σε σχέση με προσφυγές εναντίον της κράτησης αιτητών ασύλου δυνάμει του 9ΣΤ(1)(2) του περί Προσφύγων Νόμου και της ευρωπαϊκής σχετικής νομοθεσίας. 

Ο δεύτερος λόγος καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο παράλειψη ή εσφαλμένη εφαρμογή των κριτηρίων του Νόμου.  Ο τρίτος λόγος είναι συναφής με το δεύτερο αφού αποδίδεται στην πρωτόδικη κρίση έλλειψη αιτιολογίας.  Το ίδιο  μπορεί να λεχθεί και για τον τέταρτο λόγο με τον οποίο καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο σύγχυση στο δικαιοδοτικό του ρόλο ως προς τον έλεγχο της ορθότητας και της νομιμότητας.

 

Ως εκ της εννοιολογικής συνάφειας των λόγων έφεσης 2, 3 και 4 και του κοινού τους πυρήνα επιβάλλεται να εξεταστούν από κοινού.

 

Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση από την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα στο συγκεκριμένο, κατά την αντίληψη της, τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε την υποχρέωση για τον έλεγχο νομιμότητας αφενός και τον έλεγχο ορθότητας αφετέρου.  Επιχειρηματολόγησε η κα Χαρίτου ότι δεν υπήρξε καλή δομή της απόφασης αφού το Δικαστήριο εξέτασε, κατά τη θέση της, ταυτόχρονα χωρίς να διαφαίνονται τα ξέχωρα «δικαστικά βήματα σκέψης» και οι αναγκαίοι δικαιοδοτικοί ή συλλογιστικοί διαχωρισμοί κατά τον έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας.

 

Η εισήγηση είναι τυπολατρική και παραγνωρίζει την ουσία των πραγμάτων.  Όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί δεν υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος συγγραφής δικαστικής απόφασης.  Ούτε επίσης είναι σωστό μια απόφαση να κρίνεται μικροσκοπικά και με αναφορά σε τεχνικές και δομές.  Σημασία έχει το κατά πόσο από το σύνολο της δικανικής απόφασης προκύπτουν ορθά τα επίδικα θέματα και εάν αυτά επιλύονται με αιτιολογημένο και επαρκή τρόπο.

 

Θεωρούμε σκόπιμο ωστόσο να θέσουμε τις ορθές παραμέτρους που αφορούν τον έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας και πώς αυτός ασκείται.  Χρήσιμο είναι το τι ο ίδιος ο Νόμος ορίζει.  Πρόκειται για τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, (Ν. 73(I)/2018).

 

Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου καθορίζεται από το ΄Αρθρο 11 το οποίο, στα εδάφια που ενδιαφέρουν, έχει ως εξής:

 

«11.-(2) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αποφασίζει επί πάσης προσφυγής η οποία υποβάλλεται δυνάµει του Άρθρου 146 του Συντάγµατος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδοµένης δυνάµει του περί Προσφύγων Νόµου ή κατά παράλειψης οφειλόµενης ενέργειας δυνάµει του περί Προσφύγων Νόµου.

(3) Για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επί προσφυγής κατά απόφασης ή πράξης που αναφέρεται στο εδάφιο (4), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας-

(α) Προβαίνει σε έλεγχο της νοµιµότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής-

(i) τα γεγονότα και τα νοµικά ζητήµατα που τη διέπουν, και

(ii) .

(β) επικυρώνει εν όλω ή εν µέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν µέρει αυτήν:

.....................................»

 

(Βλ. Janelidze ν. Δημοκρατίας, E.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/21, 21.9.2021).

Στο Σύγγραμμα Γενικό Διοικητικό Δίκαιο Π. Δ. Δαγτόγλου, 7η Αναθεωρημένη ΄Εκδοση, σελ.168 αποδίδεται πολύ γλαφυρά το πώς διενεργείται ο έλεγχος ορθότητας ως εξής:

«Βέβαια, ο ουσιαστικός δικαστικός έλεγχος, όπου προβλέπεται από το Νόμο …, δεν περιορίζεται στη διακρίβωση της νομιμότητας, όπως βασικά ο ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος, που αφορά πάντως και την έρευνα τηρήσεως των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, καθώς και την έρευνα ενδεχόμενης πλάνης περί τα πράγματα.  Ο ουσιαστικός έλεγχος προχωρεί και στην εξέταση της «ουσίας» της υποθέσεως ….  Ερευνά δηλαδή, αν έγινε ορθή ουσιαστική εκτίμηση της συνδρομής ή μη των πραγματικών περιστατικών, στα οποία στηρίχθηκε η διοικητική πράξη… και αν έγινε «καλή χρήση» της διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως.»

 

Επίσης στο Σύγγραμμα Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας του Ιωάννη Σαρμά, Β΄ έκδοση σελ. 737 αποδίδονται ανάγλυφα οι διαφορές μεταξύ ακυρωτικού και ουσιαστικού δικαστή, ως ακολούθως:

«Η διαφορά των εξουσιών ακυρωτικού και ουσιαστικού δικαστή έγκειται στον χαρακτήρα της διαπλάσεως που μπορεί να πραγματοποιήσει έκαστος.  Ο ακυρωτικός περιορίζεται μόνο σε ακύρωση της διαπιστωθείσης ως παρανόμου διοικητικής πράξεως.  Η διαπλαστική δύναμη των αποφάσεων του είναι μόνον αρνητική, δηλαδή εξαντλείται στην εξαφάνιση εκ του νομικού κόσμου της μη νομίμου πράξεως.  Αντιθέτως, η απόφαση του ουσιαστικού δικαστή μπορεί να αναπτύξη και θετική διαπλαστική δύναμη.  Ο ουσιαστικός δικαστής έχει τη δυνατότητα να διαπλάση ο ίδιος την πράξη που η Διοίκηση, κατά παραβίαση του νόμου, εξέδωσε».

 

Ανεξάρτητα λοιπόν, από την όποια δομή της απόφασης, εν τελευταία αναλύσει το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί εν προκειμένω, είναι το περιεχόμενο του 2ου και 3ου λόγου.  Εάν δηλαδή εφαρμόστηκε ορθά ο Νόμος και εάν η απόφαση του Δικαστηρίου είναι αιτιολογημένη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε να αποφασίσει με βάση συγκεκριμένους λόγους ακύρωσης ως προς το διάταγμα κράτησης που εξεδόθη από τις αρμόδιες αρχές.  Θα πρέπει να γίνει αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης, για να γίνει στη συνέχεια η εξέταση της ορθής εφαρμογής του Νόμου και της δοθείσας αιτιολογίας.

 

Ο εφεσείων είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό, δήλωσε ότι αφίχθηκε στις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 29/06/2021 και συνελήφθη στις 30/06/2021 στον αερολιμένα Πάφου για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας, επιχειρώντας να χρησιμοποιήσει πλαστό ευρωπαϊκό έγγραφο για να ταξιδεύσει στη Γαλλία. Στις 19/07/2021 καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 3 μηνών για τα αδικήματα της πλαστοπροσωπίας, της παράνομης εισόδου και παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Στις 10/08/2021 εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης και απέλασης δυνάμει του ΄Αρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, (Κεφ.105).  Στις 17/08/2021 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, η οποία παραλήφθηκε στις 27.8.2021. Στις 27.8.2021 εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης δυνάμει του ΄Αρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, επειδή κρίθηκε ότι «εφόσον ο εφεσείων κρατείτο στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής, δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, για να προετοιμαστεί η επιστροφή του και τεκμηριώνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής».  Προσθέτως, αναφέρεται στο εν λόγω διάταγμα ότι «λόγω καταδίκης σε ποινή φυλάκισης, μη ύπαρξης ταξιδιωτικών εγγράφων καθώς και διεύθυνση διαμονής και ενώ είχε την ευκαιρία να αποταθεί για άσυλο όταν εισήλθε στη Δημοκρατία και δεν το έπραξε, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής και ως εκ τούτου δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων». 

Το ως άνω ΄Αρθρο έχει ως εξής:

9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από εκτενή παράθεση των επιχειρημάτων και των θέσεων του εφεσείοντα, καταλήγει ως εξής:

«Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο του Αιτητή η απόφαση έκδοσης διατάγματος κράτησης του λήφθηκε δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) του Νόμου, στο οποίο ρητά προβλέπονται οι εξαιρέσεις, σύμφωνα με τις οποίες νομιμοποιείται η κράτηση αιτητή ασύλου.

Από τα στοιχεία που η Διοίκηση είχε ενώπιον της φαίνεται ότι, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, στις 17/8/2021 αφού συνελήφθη από την Αστυνομία όταν προσπάθησε με πλαστά έγγραφα να ταξιδέψει με προορισμό το Παρίσι και αφού καταδικάστηκε σε τρίμηνη φυλάκιση και ακολούθως εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου.

Χωρίς βέβαια το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε θέματα που αφορούν στην κατ'ουσίαν εξέταση ζητημάτων που άπτονται του αιτήματος χορήγησης διεθνούς προστασίας, κρίνω ορθό τον ισχυρισμό των Καθ'ων η αίτηση ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ότι η εν λόγω αίτηση φαίνεται ότι υπεβλήθη με σκοπό να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής, και αυτό καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι αυτή υπεβλήθηκε μετά την έκδοση εναντίον του Αιτητή διαταγμάτων κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου ημερομηνίας 10/8/2021.

Περαιτέρω όπως προκύπτει από το ιστορικό του Αιτητή αυτός αφίχθηκε στη Κύπρο αφού εγκατάλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 6/4/2021 εισήλθε στις κατεχόμενες από την Τουρκία περιοχές της Δημοκρατίας και αφού συνέβησαν όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν ο Αιτητής τέσσερεις μήνες μετά υπόβαλε την αίτηση για διεθνή προστασία.

Ο Αιτητής υπόβαλε αίτηση για διεθνή προστασία αφότου εκδόθηκαν διατάγματα εναντίον του για κράτηση και απέλαση ημερ. 10/8/2021 για τα οποία του επιδοθήκαν και κατανόησε το περιεχόμενο τους και αυτό καταδεικνύεται από το ερ. 38 στο πιστό αντίγραφο του διοικητικού φακέλου. Συνεπώς ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι δεν έλαβε γνώση των προηγούμενων διαταγμάτων ημερ. 10/8/2021 δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η ταχύτητα, με την οποία κινείται ένας αιτητής ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει. Το γεγονός αυτό, τόσο της καθυστέρησης της υποβολής του αιτήματος του για διεθνή προστασία, όσο και ότι αυτή υποβλήθηκε αφού συνελήφθηκε, ενώ προσπαθούσε να ταξιδέψει εκτός της Δημοκρατίας θέτει σε αμφιβολίες τους ισχυρισμούς του, όσον αφορά τους πραγματικούς λόγους, για τους οποίους υπέβαλε την αίτηση αυτή, (δέστε Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας, υπόθ, αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013, Md Jakir Hossain ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ, 16.7.2008. Σχετική είναι και η υπόθεση Postolachi Konstantin ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009.

Αυτό το στοιχείο δεν είναι βέβαια καθοριστικό λαμβάνεται όμως υπόψη ως κριτήριο που να αιτιολογεί την υπαγωγή ενός αιτητή στην περίπτωση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ).

Ο ισχυρισμός της συνηγόρου του Αιτητή ότι αυτός είχε πρόθεση να προβεί σε υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας στη Γαλλία δεν αποτελεί ισχυρισμό τον οποίο το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη. Ο Αιτητής κατείχε στοιχεία άλλου προσώπου κάτοχου ταυτότητας Λουξεμβούργου. Συνεπώς εφόσον πίστευε ότι θα περάσει απαρατήρητος από τις Αρχές της Δημοκρατίας κατέχοντας ευρωπαϊκή ταυτότητα τίθεται το εύλογο ερώτημα αν θα προχωρούσε να υποβάλει αίτηση ασύλου στην Γαλλία αν τελικά κατόρθωνε να περάσει απαρατήρητος από τις Γαλλικές αρχές. Η όλη συμπεριφορά του Αιτητή η οποία προκύπτει από το ιστορικό της περίπτωσης του καταδεικνύει ξεκάθαρα ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ότι πρόκειται για πρόσωπο που υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.

Κρίνω ότι αυτό και μόνο το γεγονός ότι ο Αιτητής αφίχθηκε με σκοπό να ταξιδεύσει στη Γαλλία με ευρωπαϊκή ταυτότητα ωστόσο υπόβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας αφότου συνελήφθη και εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα απέλασης, κρίνεται από το Δικαστήριο ως επαρκές στοιχείο προκειμένου να τεκμηριωθεί ότι υφίστανται βάσιμοι λόγοι ότι αυτός υπόβαλε την αίτηση του με σκοπό την καθυστέρηση ή την παρεμπόδιση της απέλασης του από την Δημοκρατία και επιστροφή στη χώρα καταγωγής του. Περαιτέρω δεν γίνεται αποδεκτός ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι ενώ βρισκόταν στις Κεντρικές φυλακές δεν μπορούσε /ή και δεν του επιτράπηκε να υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασίαν».

 

Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και εύλογα και θεμιτά.  Ο χρονικός συσχετισμός ενεργειών του Eφεσείοντα ανάλογα με αιτήματα του που αποτύγχαναν, ειδικότερα την προσφυγή σε αίτημα ασύλου μόνο μετά τα ως άνω γεγονότα, μπορούσε να οδηγήσει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ορθά κρίθηκε από το διοικητικό όργανο πως υφίστανται λόγοι ότι υπέβαλε την αίτηση του με σκοπό την καθυστέρηση ή την παρεμπόδιση της απέλασης του από τη Δημοκρατία. (Βλ. C-534/11, Arslan v. Policie CR, 30.5.2013 και C-186/21 PPU, J.A. v. Republika Slovenija, 3.6.2021). Δεν συμφωνούμε με την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο υπεισήλθε στο θέμα ουσίας του αιτήματος ασύλου ούτε ότι ενήργησε με επιδερμική αντίληψη των πραγμάτων.  Η δε αναφορά της πλευράς του εφεσείοντα στη σημασία του ότι προέρχεται από μια χώρα που δεν έχει χαρακτηριστεί ασφαλής, με βάση τη σχετική ΚΔΠ225/2021, το περί Ασφαλών Χωρών Ιθαγένεια Διάταγμα του 2021 δεν μπορεί να αναχθεί βεβαίως, ως η εισήγηση, σε δημιουργία τεκμηρίου γνησιότητας του αιτήματος ασύλου. 

 

Περαιτέρω το Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς με το θέμα των εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.  Αφού έθεσε τις σχετικές αρχές, επισήμανε τις συνθήκες της υπόθεσης και αναφέρθηκε και σε σχετικά έγγραφα εντός του φακέλου.  Στα πλαίσια απασχόλησε και η αρχή της αναλογικότητας καταλήγοντας ότι συνολικά οι συνθήκες της υπόθεσης, (όπως το ότι ο Eφεσείων είχε υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία, αφού κατέστη απαγορευμένος μετανάστης μετά τη σύλληψη του ως άνω), εμπεριείχαν λογικά τον κίνδυνο διαφυγής του ανά πάσα στιγμή και οι εναλλακτικές επιλογές αντί της κράτησης, δεν θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν το σκοπό του Νόμου.  (βλ. C-18/16 K. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, 14.9.2017, S.K. v. Russia, αρ.52722/15, 14.2.2017, M.K. v. Russia, αρ. 35346/16, 27.2.2018, A.S. v. Russia, αρ.17833/16, 21.5.2019, Ζ.Α. a.o. v. Russia, αρ. 61411/15 a.o. 21.11.2019 και επίσης το Εγχειρίδιο “Handbook on European Law relating to Asylum, Borders and Immigration” ed.2020, σελ.195-232). 

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω αλλά και από το σύνολο της δικανικής κρίσης πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε ορθά στην ουσία των πραγμάτων στο διττό του ρόλο εξετάζοντας τόσο τη νομιμότητα όσο και την ορθότητα της διοικητικής ενέργειας ως προς την κράτηση του εφεσείοντα στα πλαίσια της νομοθεσίας και του ειδικού άρθρου που στήριζε το εκδοθέν διάταγμα καθώς και της υπάρχουσας νομολογίας.  Εξέτασε με επάρκεια τα κριτήρια του Νόμου και θεώρησε για τους λόγους που εκτενώς ανάπτυξε αποτελεσματική την αιτιολογία σε συνάρτηση με τα δεδομένα του φακέλου καθώς και την αναλογικότητα του μέτρου. (Βλ. Singh v. Δημοκρατίας, ΕΔΔΔΠ 16/2021, ημερ. 20.7.2021 και C-601/15 PPU, J.N. v. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, 15.2.2016).  Ευρύτερα δε, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 11 του Ν.73(Ι)/18, εξέτασε στην ουσία την ορθότητα της διοικητικής ενέργειας.  Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 2-4 δεν στοιχειοθετούνται και πρέπει να αποτύχουν.

 

Δια του πρώτου λόγου ο Eφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε διότι δεν εφάρμοσε τον ορθό κανόνα ότι το βάρος απόδειξης ήταν στην πλευρά των Eφεσιβλήτων να δείξουν ότι η κράτηση είναι αναγκαία και αναλογική υπό το πρίσμα του περί Προσφύγων Νόμου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου και Νομολογίας.

 

Θεωρούμε ότι ο λόγος αυτός δεν θεμελιώνεται σε ο,τιδήποτε ουσιαστικό, αφού στην ουσία, επανέρχεται σε πτυχές που ήδη τέθηκαν και εξετάστηκαν στους άλλους λόγους έφεσης που αφορούν τον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής του και της ειδικής διάταξης που στήριζε το επίδικο Διάταγμα.  Όπως εξηγήθηκε ήδη, το πρωτόδικο Δικαστήριο εντρύφησε ορθά στις παραμέτρους του Νόμου και δεν παρατηρείται ρήγμα στη δικανική κρίση.  Συνεπώς και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, η έφεση συνολικά απορρίπτεται.  Ουδεμία διαταγή για έξοδα.

                                                               ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

                                                               ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

                                                               ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο