ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α. v. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 5/2015, 14/1/2022

ECLI:CY:AD:2022:C7

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 5/2015)

 

 

14 Ιανουαρίου, 2022

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ,

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

 

 ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

     1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσείοντες/Καθ΄ων η Αίτηση,

 

και

 

 

xxx ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ

 

                                                                    Εφεσίβλητη/Αιτήτρια.

 

 

 

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

 

Εφεσίβλητη προσωπικά.

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή  Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης αποτελεί η ακυρωτική Απόφαση στην Προσφυγή υπ’. αρ. 1695/2009, ημερ. 17/12/2014 με την οποία ακυρώθηκε η Απόφαση των Εφεσειόντων ημερ. 20/11/2009 για καταβολή στην Εφεσίβλητη μόνο ενός εφάπαξ ποσού και όχι πλήρων συνταξιοδοτικών απολαβών για υπηρεσία 164 μηνών στη θέση της Δικηγόρου της Δημοκρατίας, από την οποία είχε παραιτηθεί οικειοθελώς πριν συμπληρώσει την ηλικία των 45 ετών.

 

Η Εφεσείουσα στην παρούσα Έφεση προέβαλε 2 Λόγους Έφεσης που αφορούν την ορθότητα της εκκαλούμενης Απόφασης.

 

Προτού αναφερθούμε στους Λόγους Έφεσης και για να γίνουν κατανοητά τα ζητήματα που εγείρονται, κρίνεται σκόπιμο όπως καταγραφούν τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά αποτυπώνονται στην πρωτόδικη Απόφαση.

 

Η Εφεσίβλητη γεννηθείσα την x/x/1969 προσελήφθη τον Απρίλιο του 1999 σε έκτακτη βάση στη Νομική Υπηρεσία ως Νομικός Λειτουργός στον Τομέα Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θέση στην οποία μονιμοποιήθηκε το Νοέμβριο του 2002. Το 2008 η εν λόγω θέση μετονομάστηκε σε θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας.

Ο πρώτος διορισμός της Εφεσίβλητης στη Δημόσια Υπηρεσία αναγόταν το 1995 όταν διορίστηκε στη μόνιμη θέση του Γραμματέα Κοινοβουλευτικών Επιτροπών.

 

Η Εφεσίβλητη αφυπηρέτησε οικειοθελώς από τη Δημόσια Υπηρεσία την 1/10/2009 προτού συμπληρώσει το 45ο έτος της ηλικίας της.

 

Δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 27(1) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν.97(Ι)/1997), ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, η Εφεσίβλητη δικαιούτο σε εφάπαξ ποσό το οποίο υπολογίσθηκε από το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας στο ποσό των €50.000,68. Αφού αφαιρέθηκαν διάφορες αποκοπές από το πιο πάνω, εκδόθηκε προς όφελος της Εφεσίβλητης επιταγή ύψους €32.926,81 την οποία η Εφεσίβλητη παρέλαβε στις 19/11/2009 με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων της ως προς τα συνταξιοδοτικά της δικαιώματα.

 

Είχε προηγηθεί τον Αύγουστο του 2008 και ενόψει της πρόθεσης της Εφεσίβλητης για οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτηση, η υποβολή από μέρους της σχετικού παραπόνου προς την Επίτροπο Διοικήσεως υπό την ιδιότητα της ως Αρχή Ισότητας, στο οποίο παράπονο η Επίτροπος με σχετική Έκθεση της ημερ. 4/6/2009 απεφάνθη ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 27(1) του Ν.97(Ι)/1997 συνιστούσαν απαγορευμένη διάκριση λόγω ηλικίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004 (Ν.58(Ι)/2004) και της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ και εισηγήθηκε την εξάλειψη τους.

Στις 2/9/2009 η Εφεσίβλητη πληροφόρησε το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών για την οικειοθελή πρόωρη αφυπηρέτηση της και αιτήθηκε την πλήρη αναγνώριση των συνταξιοδοτικών της δικαιωμάτων ανεξαρτήτως από την ηλικία της πρόωρης αφυπηρέτησης της.

 

Το Τμήμα Διοίκησης και Προσωπικού, κατ’ επίκληση Γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, με επιστολή του ημερ. 20/11/2009 πληροφόρησε την Εφεσίβλητη ότι οι πρόνοιες του Ν.97(Ι)/1997 που αφορούσαν στον καθορισμό της ηλικίας των 45 ετών ως της ελάχιστης ηλικίας για διασφάλιση δικαιώματος σε σύνταξη, δεν συγκρούονταν ούτε με το Κοινοτικό Δίκαιο ούτε με την Κυπριακή Νομοθεσία και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείτο οποιαδήποτε τροποποίηση τους.

 

Με επιστολή του ίδιας ημερομηνίας το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας κοινοποίησε στην Εφεσίβλητη το ύψος του εφάπαξ ποσού που δικαιούτο με κατάσταση των αποκοπών που έγιναν.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, η οποία αποτέλεσε και το νομικό βάθρο για τη λήψη της προσβαλλόμενης Απόφασης, ήταν εσφαλμένη καθότι ο τελευταίος δεν είχε εξουσία να απορρίψει ή να αγνοήσει την εισήγηση της Επιτρόπου. Στη βάση αυτή κατέληξε ότι η προσβαλλόμενη Απόφαση ήταν το προϊόν εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 39(3) του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004, Ν.42(Ι)/2004 και, ως εκ τούτου, την ακύρωσε.

 

Όπως ήδη πιο πάνω έχει αναφερθεί η εκκαλούμενη Απόφαση προσβάλλεται με 2 Λόγους Έφεσης οι οποίοι, όπως εύκολα διαπιστώνεται, είναι εν πολλοίς αλληλένδετοι και αλληλοκαλυπτόμενοι.

 

Με το Λόγο Έφεσης 1 οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμηνεύοντας αποσπασματικά το Άρθρο 39 του Ν.42(Ι)/2004, καθώς και το Άρθρο 13 του Νόμου 58(Ι)/2004, έκρινε ότι δημιουργούν δέσμια υποχρέωση του Γενικού Εισαγγελέα να ακολουθήσει και/ή υιοθετήσει τα ευρήματα/απόφαση της Επιτρόπου Διοίκησης όταν αυτή ενεργεί υπό την ιδιότητα της ως Αρχή Ισότητας.

 

Με το Λόγο Έφεσης 2 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού προέβη σε κρίση μετά από ερμηνεία του Άρθρου 39 του Ν.42(Ι)/2004 και του Άρθρου 13 του Νόμου 58(Ι)/2004, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας είχε δέσμια υποχρέωση να ακολουθήσει και/ή υιοθετήσει τα ευρήματα/απόφαση της Επιτρόπου Διοίκησης υπό την ιδιότητα της ως Αρχής Ισότητας, έκρινε ότι η Γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 27/10/2009 είναι εσφαλμένη και στην ουσία θα έπρεπε ο Γενικός Εισαγγελέας να υιοθετήσει την απόφαση της Επιτρόπου ότι το Άρθρο 27(1) του Ν.97(Ι)/1997 συνιστούσε απαγορευμένη διάκριση λόγω ηλικίας και να ετοιμάσει την ανάλογη νομοθεσία για άρση της απαγορευμένης διάκρισης.

 

Το ερώτημα που εγείρεται στην παρούσα Έφεση είναι κατά πόσο η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την ερμηνεία του Άρθρου 39 του Ν.42(Ι)/2004, καθώς και του Άρθρου 13 του Νόμου 58(Ι)/2004, ότι δημιουργούν δέσμια υποχρέωση για το Γενικό Εισαγγελέα να ακολουθήσει και/ή υιοθετήσει τα ευρήματα/απόφαση της Επιτρόπου Διοίκησης υπό την ιδιότητα της ως Αρχής Ισότητας, όταν αυτή ενεργεί υπό την ιδιότητα της ως Αρχή Ισότητας, είναι ορθή.

 

Η Οδηγία 2000/78/ΕΚ καθορίζει στο Άρθρο 9[1] την υποχρέωση των Κρατών Μελών να διασφαλίζουν ότι κάθε πρόσωπο που θεωρεί τον εαυτό του ζημιωθέν από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, έχει πρόσβαση σε δικαστικές και/ή διοικητικές διαδικασίες για την πραγμάτωση των υποχρεώσεων της Οδηγίας.

 

Η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία στο Κυπριακό Δίκαιο, έγινε με την ψήφιση του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου του 2004 (Ν. 58(Ι)/2004).

 

Όπως προκύπτει, η Δημοκρατία κατά τη μεταφορά της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ επέλεξε να δώσει δυνατότητα τόσο για προστασία μέσω δικαστικής διαδικασίας (Άρθρο 11 του Ν. 58(Ι)/2004[2]), όσο και για προστασία μέσω εξωδικαστικής διαδικασίας (Άρθρο 13 του Ν.58(Ι)/2004[3]).

 

Στην τελευταία περίπτωση αρμόδιο όργανο να εξετάσει παράπονα για διακριτική μεταχείριση στην απασχόληση, είναι ο Επίτροπος Διοίκησης. Ο Επίτροπος Διοίκησης, ο οποίος είναι ανεξάρτητος αξιωματούχος του κράτους, λειτουργεί ως Αρχή Ισότητας με κύρια αρμοδιότητα να διερευνά ως ανεξάρτητη Αρχή, με εξωδικαστικής φύσης διαδικασίες, καταγγελίες ατόμων που πιστεύουν ότι είναι θύματα διάκρισης στην απασχόληση ή την εργασία, τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα, για λόγους που σχετίζονται με τη φυλετική ή εθνοτική τους καταγωγή, τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις τους, την ηλικία, τις ειδικές ανάγκες, τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή το φύλο τους.

 

Η διαδικασία ενώπιον του Επιτρόπου, ως Αρχής Ισότητας, διέπεται από το Νόμο 42(Ι)/2004. Όπως συναφώς προβλέπεται, ο Επίτροπος διερευνά το παράπονο και, μετά τη συμπλήρωση της έρευνας του, προβαίνει σε εύρημα κατά πόσο εφαρμόστηκε στην περίπτωση του προσώπου που υπέβαλε το παράπονο διάταξη, όρος, κριτήριο ή πρακτική που αποτελεί απαγορευμένη με νόμο διάκριση. Ακολουθεί ετοιμασία έκθεσης για την έρευνα όπου παραθέτει το εύρημα και τους λόγους για τους οποίους κατέληξε σε αυτό, την οποία διαβιβάζει στο πρόσωπο που υπέβαλε το παράπονο, στο δημόσιο πρόσωπο που αναφέρεται στο εύρημα του και στη Βουλή[4].

 

Σε περίπτωση που η διακριτική μεταχείριση οφείλεται σε εφαρμογή νόμου, ο Επίτροπος ακολουθεί μια άλλη διαδικασία, η οποία προβλέπεται στο Άρθρο 39 του Νόμου 42(Ι)/2004[5]. Με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 39, ο Επίτροπος πληροφορεί το Γενικό Εισαγγελέα για τα πιο πάνω, διαβιβάζοντας σε αυτόν ταυτόχρονα οποιοδήποτε σχετικό εύρημα, διαπίστωση και έκθεση του. Έτσι έγινε και στην προκείμενη περίπτωση όπου η Επίτροπος κοινοποίησε στο Γενικό Εισαγγελέα τα ευρήματα της σύμφωνα με τα οποία το Άρθρο 27(1) του περί Συντάξεων Νόμου 97(Ι)/97 συνιστούσε απαγορευμένη διάκριση λόγω ηλικίας «για τις δικές του ενέργειες, ώστε η διάκριση να εξαλειφθεί με σχετική νομοθετική τροποποίηση»[6].

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας, αφού μελετήσει το θέμα που του διαβιβάζεται συμβουλεύει τον αρμόδιο για το θέμα Υπουργό ή και το Υπουργικό Συμβούλιο για τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν και ετοιμάζει οποιαδήποτε σχετική με τη συμβουλή του νομοθεσία.

 

Εξέταση των προνοιών του Άρθρου 39 δεν φαίνεται να οδηγεί σε οποιαδήποτε ερμηνεία ότι η απόφαση του Επιτρόπου, ως προς το κατά πόσο υφίσταται διάκριση βάσει νόμου, βρίσκεται υπό την αίρεση ή τη σύμφωνο γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Ούτε φαίνεται στο Νόμο να δίδεται αρμοδιότητα στο Γενικό Εισαγγελέα να αποφασίζει ή να γνωματεύει προς το Υπουργείο ή το Υπουργικό Συμβούλιο κατά πόσο πράγματι οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις οδηγούν σε απαγορευμένη με νόμο διάκριση. Έχοντας ως δεδομένη την κατάληξη και το εύρημα του Επιτρόπου, η δική του αρμοδιότητα, μετά τη λήψη της Έκθεσης του Επιτρόπου, περιορίζεται στο να συμβουλεύσει τον αρμόδιο για το θέμα Υπουργό ή και το Υπουργικό Συμβούλιο για τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν στη βάση των εισηγήσεων του Επιτρόπου. Εν ολίγοις, η όποια μελέτη του ζητήματος από το Γενικό Εισαγγελέα δεν γίνεται με την προοπτική κατάληξης σε δικά του συμπεράσματα ως προς το κατά πόσο η υπό εξέταση νομοθετική διάταξη που εφαρμόστηκε συνιστά ή όχι απαγορευμένη με νόμο διάκριση. Τούτο έχει ήδη διακριβωθεί από τον Επίτροπο ως το αρμόδιο όργανο να εξετάσει παράπονα για διακριτική μεταχείριση στην απασχόληση. Άλλωστε, όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, η Δημοκρατία, στο πλαίσιο μεταφοράς της πιο πάνω Οδηγίας, επέλεξε να καθορίσει τον Επίτροπο Διοίκησης, υπό την ιδιότητα του ως Αρχή Ισότητας, ως το αρμόδιο εξωδικαστικό όργανο για τη διερεύνηση καταγγελιών και παραπόνων για διακριτική μεταχείριση.

 

Διαφορετική ερμηνεία, πέραν του ότι δεν φαίνεται να επιτρέπεται από την ίδια τη διατύπωση των σχετικών διατάξεων, αναπόφευκτα, θα έπληττε την αποτελεσματικότητα αυτού του οργάνου με τρόπο που να μην συνάδει με τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 9 της Οδηγίας και γενικότερα την αρχή της αποτελεσματικότητας των εθνικών μέσων προστασίας από παραβιάσεις του Ενωσιακού Δικαίου προς το σκοπό διασφάλισης της ίδιας της εφαρμογής του Ενωσιακού Δικαίου.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω συμφωνούμε με την πρωτόδικη κρίση.

Όπως δε ορθά επεσήμανε και το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εναπόκειται πλέον στη Διοίκηση να επανεξετάσει το αίτημα της Εφεσείουσας υπό το φως της εν λόγω δικαστικής κρίσης και απαλλαγμένο από την διαπιστωθείσα πλημμέλεια.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Δεδομένου ότι η Εφεσίβλητη χειρίστηκε προσωπικά την υπόθεση της επιδικάζονται τα πραγματικά και μόνο έξοδα.

 

 

 

 

 

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

                                                Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

                                               

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

                                               

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                                                                     



[1]1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε πρόσωπο που θεωρεί εαυτό ζημιωθέν από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ακόμη και εάν η σχέση στο πλαίσιο της οποίας εικάζεται ότι σημειώθηκε η διάκριση έχει λήξει, έχει πρόσβαση σε δικαστικές ή/και διοικητικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται ενδεδειγμένο, διαδικασιών συνδιαλλαγής, για την πραγμάτωση των υποχρεώσεων εκ της παρούσας οδηγίας.

[2] 11. Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση του παρόντος Νόμου, δικαιούται να διεκδικεί τα δικαιώματά του ενώπιον κάθε αρμόδιου δικαστηρίου και να χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο μέσο για την απόδειξη της παράβασης και της πάσης φύσεως υλικής ή ηθικής ζημιάς που υπέστη λόγω αυτής:

Νοείται ότι, σε κάθε δικαστική διαδικασία εκτός από ποινική, αν ο διάδικος που ισχυρίζεται ότι θίγεται από παράβαση διατάξεων του παρόντος Νόμου, στοιχειοθετεί πραγματικά περιστατικά από τα οποία πιθανολογείται η παράβαση, το Δικαστήριο υποχρεώνει τον αντίδικό του να αποδείξει ότι δεν υπήρξε καμία παράβαση του παρόντος Νόμου.

[3] 13. Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση του παρόντος Νόμου σε σχέση με διακριτική μεταχείριση στην απασχόληση, δικαιούται να υποβάλλει σχετικό παράπονο στον Επίτροπο Διοίκησης, ο οποίος έχει αρμοδιότητα να εξετάζει το εν λόγω παράπονο σύμφωνα με τον περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο του 2004.

[4] Δέστε Άρθρο 13 του Ν. 42(Ι)/2004.

[5]"(1) Σε περίπτωση που ο Επίτροπος βρίσκει ή διαπιστώνει κατόπιν διερεύνησης παραπόνου δυνάμει των άρθρων 10 και 11, ή εξέτασης θέματος δυνάμει των άρθρων 32, 33, και 34, ή εν πάση περιπτώσει στην άσκηση οποιασδήποτε αρμοδιότητας, καθήκοντος ή εξουσίας του δυνάμει του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού κανονισμών, διαταγμάτων, κωδίκων πρακτικής, και διαταγμάτων δυνάμει των εν λόγω κανονισμών ή κωδίκων, ότι διάταξη, όρος ή κριτήριο, που εφαρμόστηκε ή εφαρμόζεται, ή πρόκειται να εφαρμοστεί, αποτελεί ή συνιστά, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση, ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας, και ότι η εν λόγω διάταξη, όρος ή κριτήριο τίθεται με οποιοδήποτε Σχέδιο Υπηρεσίας, νόμο ή κανονισμούς ή άλλο νομοθέτημα, πληροφορεί για τα πιο πάνω το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, διαβιβάζοντας σ' αυτόν ταυτοχρόνως, όπου υπάρχει, οποιοδήποτε σχετικό εύρημα, διαπίστωση και έκθεση του.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) τυγχάνουν εφαρμογής και στις πιο κάτω περιπτώσεις-

(i)..............................

(ii) σε περίπτωση μεταχείρισης ή συμπεριφοράς κατ' εφαρμογή διάταξης, όρου ή κριτηρίου, που τίθεται σε οποιοδήποτε νόμο ή κανονισμούς, ή άλλο νομοθέτημα, και αποτελεί ή συνιστά, ανάλογα με την περίπτωση, απαγορευμένη με νόμο διάκριση, ή φυλετική ή έμμεση φυλετική διάκριση στην απόλαυση προστατευόμενου δικαιώματος ή ελευθερίας.

(3) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, αφού μελετήσει το θέμα που του διαβιβάζεται δυνάμει των εδαφίων (1) και (2), συμβουλεύει τον αρμόδιο για το θέμα Υπουργό, ή και το Υπουργικό Συμβούλιο, για τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν, λαμβανομένων υπόψη και των οποιωνδήποτε σχετικών διεθνών υποχρεώσεων της Δημοκρατίας και των διεθνών συμβάσεων που έχει κυρώσει περιλαμβανομένων εκείνων της παραγράφου (β) του άρθρου 5, και ετοιμάζει εν πάση περιπτώσει οποιαδήποτε σχετική με τη συμβουλή του νομοθεσία." 

[6] Δέστε παράγραφο 6.5 της Έκθεσης της Επιτρόπου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο