ΣΠΑΝΟΥΔΗ v. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 50/2015, 28/1/2022

ECLI:CY:AD:2022:C35

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 50/2015)

 

28 Ιανουαρίου, 2022

                                                        

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

XXX ΣΠΑΝΟΥΔΗ,

                                                              Eφεσείων - Αιτητής,

                                                 

v.

 

 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

 

                                            Εφεσιβλήτων - Καθ’ων η αίτηση.

 

____________________

 

Εφεσείων-Αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.

Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του

 Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους

 Εφεσίβλητους-Καθ΄ων η Αίτηση.

 

____________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Δ.

­­­

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων, ο οποίος εμφανίζεται προσωπικά, επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του προς ακύρωση της απορριπτικής απόφασης της ιεραρχικής προσφυγής του, αναφορικά με αίτημα για παροχή σύνταξης ανικανότητας, ημερομηνίας 31.3.2014.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση καταγράφονται με σαφήνεια στην πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως:

 

«…ο Αιτητής, ηλικίας 62 ετών σήμερα, στις 2.12.2011 υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας, η οποία συνοδευόταν από ιατρική έκθεση του θεράποντα ιατρού του. Προέβαλλε ότι από τις 4.4.2011 και ως αποτέλεσμα εγκεφαλικού επεισοδίου επηρεάστηκε η υγεία του, σε βαθμό που δεν του επέτρεπε να εργαστεί πλέον. Αμέσως προηγουμένως εργαζόταν ως εστιάτορας σε οικογενειακή επιχείρηση. Σύμφωνα με το θεράποντα ιατρό του ο Αιτητής κατέστη ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του εστιάτορα, ήταν όμως σε θέση «να επιβλέπει το εστιατόριο του»  και να εργάζεται ως εστιάτορας - διευθυντής. Στις 18.10.2012 ο Αιτητής εξετάστηκε από Νευρολογικό Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο είχε ενώπιόν του τις προηγούμενες ιατρικές εκθέσεις και τα σχετικά πιστοποιητικά. Γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του ως διευθυντή - εστιάτορα. Ακολούθως ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τις γνωματεύσεις των ιατρικών συμβουλίων και σε αναφορά με το άρθρο 40 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου Ν. 59(Ι)/2010 (ο Νόμος), απέρριψε το αίτημα του Αιτητή για σύνταξη ανικανότητας, ενημερώνοντάς τον με σχετική επιστολή ημερομηνίας 3.12.2012. Η απόφαση αυτή δεν ικανοποίησε βεβαίως τον Αιτητή, ο οποίος και προχώρησε στην υποβολή προς την Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ιεραρχικής προσφυγής, κατ΄ ακολουθία των προνοιών του άρθρου 83(1) του Νόμου. Η Υπουργός, με βάση τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (3) του πιο πάνω άρθρου παρέπεμψε την υπόθεση για επανεξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο (ΔΙΣ), όπου και κλήθηκε ο Αιτητής για εξέταση. Το ΔΙΣ γνωμάτευσε ότι, με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα, ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματός του, αναφέροντας σχετικά: «Ο αιτητής παρουσιάζει μείωση της αιματικής ροής στα μεγάλα αγγεία των κάτω άκρων με αναφερόμενη διαλείπουσα χωλότητα. Εκ της νευρολογικής εξέτασης δεν παρουσιάζει περιφερειακά ή κεντρικά νευρολογικά προβλήματα και ως εκ τούτου και σε συνδυασμό του επαγγέλματός του ως εστιάτορας το ΔΙΣ κρίνει ότι είναι ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του».  Ως αποτέλεσμα η Εντιμη Υπουργός απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή του Αιτητή με την προσβαλλόμενη απόφασή της ημερομηνίας 31.3.2014,  κρίνοντας  ότι με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία ο Αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο εδάφιο (5) του άρθρου 40 του Νόμου αναφορικά με τη διαπίστωση «ανίκανου προς εργασία» ασφαλισμένου.»

 

O εφεσείων στην προσφυγή του επικαλέστηκε, ως λόγους ακυρότητας, έλλειψη δέουσας έρευνας και προσοχής, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι η απασχόλησή του ως εστιάτορα στην οικογενειακή επιχείρηση προϋπόθετε άσκηση χειρωνακτικής εργασίας και συνεχή κίνηση, στοιχεία τα οποία δεν ήταν σε γνώση, ούτε και ερευνήθηκαν από τους εφεσίβλητους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε σχολαστικά τους λόγους που πρόβαλε ο εφεσείων, αποφάσισε ότι ήταν ανεδαφικοί και απέρριψε την προσφυγή.

 

Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τους ισχυρισμούς που προέβαλε στην προσφυγή, επιδιώκει την ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και της απόφασής του.

    

Υποστηρίζει, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη την επιχειρηματολογία του και τα πιστοποιητικά των θεραπόντων ιατρών του και ότι λανθασμένα δέχτηκε τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων ότι ήταν Διευθυντής στην επιχείρηση του εστιατορίου. Διευκρινίζει, συναφώς, ότι η ιδιότητα του Διευθυντή της εταιρείας, όπως εμφανίζεται στο καταστατικό της, έχει τυπικό χαρακτήρα και έγινε για σκοπούς εγγραφής στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών, ενώ ουσιαστικά ο ίδιος απασχολείτο στην επιχείρηση ως «γκαρσόνι», διότι ήταν ο μόνος, μαζί με τον μάγειρα, που αποτελούσαν το προσωπικό της επιχείρησης.

     

Υποβάλλει, επίσης, ότι έχει ήδη συνταξιοδοτηθεί, συμπληρώσας το 63ο έτος και λαμβάνει μειωμένη σύνταξη γήρατος από 15.10.2015, γιατί έχει κριθεί – κατά τον ισχυρισμό του -  από τις 4.5.2011, ότι δεν είναι σε θέση να εργαστεί ξανά.

    

Επιπρόσθετα, είναι υπέρβαρο άτομο, ανίκανο να εργαστεί, παρά μόνο για να παραμένει καθήμενος και να είναι παρών στο εστιατόριο κάποιες ώρες. Δεδομένου ότι η επιχείρηση λειτουργεί πλέον μόνο με το μάγειρα, η πρόθεσή του είναι να προχωρήσει είτε στην πώληση, είτε στην ενοικίαση του εστιατορίου και στο κλείσιμο της εταιρείας του.

 

Οι εφεσίβλητοι, από την άλλη, προβάλλουν ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αξιολόγηση και εξέταση τεχνικών ζητημάτων, τα οποία έλαβε υπόψη της η διοίκηση, εκτός αν διαπιστωθεί πλάνη, κακοπιστία, έλλειψη δέουσας έρευνας κλπ. Επιπλέον, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τις αποφάσεις της διοίκησης με τις δικές του, ούτε και ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, εφόσον κρίνει ότι η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής. Υιοθετώντας την πρωτόδικη απόφαση εισηγούνται ότι το Δικαστήριο εξέτασε όλα τα αναγκαία στοιχεία τα οποία είχαν τεθεί ενώπιόν του, προτού καταλήξει στην απόφασή του.

 

Αναφορικά με τη θέση ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε πρωτόδικα ότι ο εφεσείων ήταν Διευθυντής στο εστιατόριό του και όχι σερβιτόρος, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, οι εφεσίβλητοι προβάλλουν ότι αυτό προέκυπτε από την ίδια την αίτησή του  και από την έκθεση του θεράποντος ιατρού του, στις οποίες ο εφεσείων δηλώθηκε ως «εστιάτορας», λέξη που αποδίδεται ετυμολογικά στον ιδιοκτήτη εστιατορίου.

   

Τέλος, ως προς τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα περί συνταξιοδότησης και λήψης μειωμένης σύνταξης και περί πρόθεσης τερματισμού της επιχείρησής του, οι εφεσίβλητοι επισημαίνουν ότι αυτά τα στοιχεία δεν είχαν τεθεί υπόψη της διοίκησης κατά την εξέταση του αιτήματος και της ιεραρχικής προσφυγής του, αλλά ούτε και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής στην απόφαση του:

 

«Οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν έχουν περιθώρια επιτυχίας. Τα αρμόδια ιατρικά συμβούλια, τόσο πρωτοβάθμια όσο και δευτεροβάθμια, προέβησαν σε ενδελεχή ιατρική εξέτασή του, έχοντας υπόψη και τα ιατρικά πιστοποιητικά που παρουσίασε. Το ΔΙΣ διενήργησε εξ υπαρχής τη δική του έρευνα και προέβηκε σε λεπτομερή καταγραφή των κλινικών και εργαστηριακών ευρημάτων προτού καταλήξει ότι ο Αιτητής είναι ικανός για άσκηση του επαγγέλματός του. Ενώπιον των αρμοδίων οργάνων υπήρχε η θέση του Αιτητή ως προς το επάγγελμά του. Ηταν σε συνάρτηση με τη συγκεκριμένη εργασία που το ΔΙΣ κατέληξε ως προς την ικανότητά του να εργάζεται, αφού προηγουμένως παρέθεσε τα ιατρικά ευρήματά του σε σχέση με την όλη κατάσταση υγείας του Αιτητή. Ο μη εντοπισμός περιφερειακών ή κεντρικών νευρολογικών προβλημάτων, ήταν αποφασιστικός παράγοντας προκειμένου να κριθεί η ικανότητα του Αιτητή για άσκηση του επαγγέλματός του. Αυτή ήταν και η ουσιαστική κρίση του αποφασίζοντος οργάνου και ως τεχνικό θέμα δεν εμπίπτει στον έλεγχο του Δικαστηρίου στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας. Οι όλες εξετάσεις που έλαβαν χώραν όπως αυτές εντοπίζονται τόσο από την έκθεση του ΔΙΣ όσο και από το υπόλοιπο υλικό που συνοδεύει την ένσταση, επιβεβαιώνουν τη διενέργεια δέουσας έρευνας και εκθεμελιώνουν την αντίθετη θέση του Αιτητή. Το βάρος υποστήριξης του αιτήματός του για παροχή σύνταξης ανικανότητας παραθέτοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία και δεδομένα που θεωρούσε αναγκαία σε σχέση με τη φύση της εργασίας του προς υποβοήθηση της διοίκησης στη διαπίστωση των γεγονότων είχε ο Αιτητής. Η μόνη όμως αναφορά στην οποία προέβη σε όλη την πορεία εξέτασης του αιτήματός του ήταν η θέση ότι εργαζόταν ως εστιάτορας χωρίς ο,τιδήποτε περαιτέρω».

 

Η Υπουργός, για σκοπούς εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής του εφεσείοντα, είχε ενώπιον της όλα τα απαραίτητα στοιχεία, κυρίως τις ιατρικές γνωματεύσεις των πρωτοβάθμιων ιατροσυμβουλίων και του ΔΙΣ, στις οποίες και ήταν αναμενόμενο να στηριχθεί. Ήταν πάνω στη βάση των ιατρικών ευρημάτων που καταγράφονται στις εκθέσεις τους, που και τα τρία Ιατροσυμβούλια γνωμοδότησαν ότι ο εφεσείων ήταν ικανός να εξασκεί το επάγγελμα του εστιάτορα. Εξάλλου, και στην ιατρική έκθεση, που προσκομίστηκε από τον εφεσείοντα, κατά την υποβολή της αίτησής του, αναφέρεται ότι ο εφεσείων θα μπορούσε να επιβλέπει το εστιατόριό του. Το επάγγελμα του εστιάτορα ήταν αυτό που ευθύς εξαρχής είχε δηλωθεί στην αίτηση για σύνταξη ανικανότητας που προωθήθηκε από τον εφεσείοντα και ήταν σε σχέση με αυτή την ιδιότητα που εξετάστηκε από ιατρικής απόψεως η ικανότητά του για άσκηση του επαγγέλματός του.

 

Επί της ουσίας, δεν υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης σε σχέση με τα κλινικά ευρήματα και την κρίση των γιατρών των Ιατροσυμβουλίων, τα οποία αφορούν σε κατ’ εξοχή επιστημονικά θέματα ειδικών γνώσεων. Το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στα επιστημονικά δεδομένα μιας απόφασης τεχνικής φύσης, όπως είναι η απόφαση του Ιατροσυμβουλίου, εκτός εάν το συμβούλιο ενήργησε με παράνομο τρόπο ή αν υπάρχει κατάχρηση εξουσίας (Eraclidou and another v. The Compensation Officer through the Ministry of Labour and Social Insurance (1968) 3 CLR 44 και Παναγή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 268/2005, ημερομηνίας 7.9.2006). Ούτε και ο εφεσείων ουσιαστικά αμφισβήτησε τα ιατρικά ευρήματα ως προς τις σωματικές του ικανότητες. Τα συναρτά μόνο με την ενασχόλησή του ως γκαρσόνι. Δεν προέταξε πως η κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεπε να διευθύνει το εστιατόριό του. Στην πραγματικότητα, η γνωμάτευση του ΔΙΣ επισφράγισε την απόφαση στην υπόθεση. Το ΔΙΣ, απαρτιζόμενο από τρεις γιατρούς, ήταν το αρμόδιο σώμα για να αποφασίσει οριστικά για το είδος και το μέγεθος της ανικανότητας του εφεσείοντα. Μετά τις διαπιστώσεις των γιατρών η απόρριψη του αιτήματος ήταν το αναπόφευκτο επακόλουθο. Η ανάγνωση του πορίσματος στο σύνολό του, μαζί με την εισήγηση για ικανότητα για εργασία, αποκαλύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις, η απόφαση της Υπουργού με την παραπομπή στην γνωμάτευση του ΔΙΣ είναι αρκούντως αιτιολογημένη και αποτέλεσμα δέουσας έρευνας όλων των σχετικών παραγόντων (βλ. Χατζηρούσου v. Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 436, Δημοκρατία v. Ιωάννου (2004) 3 ΑΑΔ 243 και Τηλεμάχου ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Αναθεωρητική Έφεση 144/2014, ημερομηνίας 20.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:C349).

 

Σημειώνεται, επίσης, ότι η υπόθεση κρίνεται στη βάση των ιατρικών δεδομένων του εφεσείοντα που υπήρχαν όταν υποβλήθηκε το αρχικό αίτημα για σύνταξη στις 18.10.2012, που είναι και ο ουσιώδης χρόνος. Τα διάφορα έγγραφα, που ο εφεσείων κοινοποίησε μεταγενέστερα, ακόμα και μέχρι την ακρόαση της έφεσης, δεν μπορούσαν να συνυπολογιστούν, εφόσον δεν εμπίπτουν εντός του ουσιώδους χρόνου.  

   

Για τους λόγους, η έφεση απορρίπτεται. Καμία διαταγή για έξοδα, ενόψει δήλωσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο