ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ v. ΔΗΜΟΥ ΠΟΛΕΩΣ ΧΡΥΣΟΧΟΥΣ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2015, 1/2/2022

ECLI:CY:AD:2022:C40

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2015)

 

 

        1 Φεβρουαρίου, 2022

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

 

 

XXX ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,

 

Εφεσείων/Αιτητής,

 

ν.

 

 

ΔΗΜΟΥ ΠΟΛΕΩΣ ΧΡΥΣΟΧΟΥΣ,

 

 

Εφεσίβλητου/Καθ’ου η Αίτηση.

 

 

 

Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.

 

Ε. Κελεπέσιη (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης αποτελεί η Απόφαση στην Προσφυγή υπ’ αρ. XXXXX/2012, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση του Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς για διορισμό του Ενδιαφερόμενου Μέρους xxx Κυπριανού στη θέση του Λειτουργού Δημοτικής Υπηρεσίας.

 

Προτού αναφερθούμε στους Λόγους Έφεσης και για να γίνουν κατανοητά τα ζητήματα που εγείρονται, κρίνεται σκόπιμη η καταγραφή των γεγονότων της υπόθεσης όπως αυτά αποτυπώνονται στην πρωτόδικη Απόφαση.

 

Στις 27/11/2009 ο Δήμος Πόλεως Χρυσοχούς (εφεξής Εφεσίβλητος) προκήρυξε τη θέση Λειτουργού Δημοτικής Υπηρεσίας (θέση Πρώτου Διορισμού).

 

Η διαδικασία διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων για την πλήρωση της επίδικης θέσης, καθώς και η ετοιμασία σχετικής έκθεσης αξιολόγησης των αιτήσεων των υποψηφίων, ανατέθηκε από τον Εφεσίβλητο στο Κέντρο Επιστημονικής Επιμόρφωσης, Αξιολόγησης και Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Κύπρου (εφεξής Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α.).

 

Στις 10/12/2009 ο Εφεσείων υπέβαλε την αίτηση του για την πιο πάνω θέση.

 

Το Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α. ετοίμασε τον Ιανουάριο του 2010 Έκθεση την οποία απέστειλε προς τον Εφεσίβλητο, όπου κατέγραφε τόσο τους υποψηφίους που πληρούσαν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, όσο και εκείνους που δεν τα πληρούσαν. Ο Εφεσείων συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους υποψηφίους που δεν πληρούσαν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, εφόσον δεν κατείχε το απαιτούμενο πανεπιστημιακό δίπλωμα και/ή τίτλο σπουδών και/ή ισότιμο προσόν που προνοούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας.

 

Ακολούθως, ο Εφεσίβλητος σε συνεδρία του ημερ. 25/1/2010 υιοθέτησε την πιο πάνω Έκθεση και απέκλεισε όσους υποψηφίους δεν κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα, μεταξύ των οποίων και τον Εφεσείοντα.

 

Με επιστολή ημερ. 1/2/2010 ο Εφεσίβλητος πληροφόρησε τον Εφεσείοντα ότι, μετά από την αξιολόγηση των αιτήσεων των υποψηφίων, αυτός δεν πληρούσε τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα.

 

Ο Εφεσείων υπέβαλε ένσταση αναφορικά με τον αποκλεισμό του και ο Εφεσίβλητος με επιστολή του ημερ. 19/2/2010 ενημέρωσε τον Εφεσείοντα ότι η απόφαση του ήταν νόμιμη, εφόσον το πτυχίο του δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Στις 24/2/2010 διεξήχθη γραπτή εξέταση των υποψηφίων που πληρούσαν τα προσόντα, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

 

Στις 10/5/2010 οι τρεις πρώτοι επιτυχόντες κλήθηκαν σε προφορική συνέντευξη ενώπιον του Εφεσιβλήτου. Το Ενδιαφερόμενο Μέρος συγκέντρωσε την υψηλότερη βαθμολογία και ο Εφεσίβλητος αποφάσισε την πρόσληψη του.

 

Με επιστολές του ο Εφεσείων ζητούσε ενημέρωση ως προς τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης. Ο Εφεσίβλητος ενημέρωσε τον Εφεσείοντα με επιστολή ημερ. 17/5/2010 ότι η θέση είχε πληρωθεί, ενώ με επιστολή του ημερ. 8/10/2010 γνωστοποίησε στον Εφεσείοντα το όνομα του ατόμου που είχε προσληφθεί.

 

Ο Εφεσείων με 4 Λόγους Έφεσης προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης.

 

Με το Λόγο Έφεσης 1 ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και υπό πλάνη αποφάσισε ότι υπήρχε η δέουσα έρευνα. Με το Λόγο Έφεσης 2 προβάλλει ότι λανθασμένα και υπό πλάνη το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε ότι υπήρχε παραβίαση του Άρθρου 7 του Νόμου 158(Ι)/99. Με το Λόγο Έφεσης 3 παραπονείται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπό πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα και/ή τις θέσεις του Εφεσείοντα έλαβε την υπό κρίση Απόφαση. Με το Λόγο Έφεσης 4 επικαλείται ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχαν άρτια πρακτικά.

 

Οι Λόγοι Έφεσης 1 και 3 κρίνεται σκόπιμο να εξετασθούν μαζί ενόψει του ότι αμφότεροι βασίζονται σε θέση του Εφεσείοντα η οποία, όπως θα γίνει αντιληπτό στη συνέχεια, δεν είχε προβληθεί εξαρχής από μέρους του παρά μόνο στο στάδιο της απαντητικής του Αγόρευσης.

 

Θα εξετάσουμε πρώτα το Λόγο Έφεσης 3.

 

Με το Λόγο Έφεσης 3 προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε την προσβαλλόμενη Απόφαση ευρισκόμενο υπό πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα και τις θέσεις του Εφεσείοντα. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογία του πιο πάνω Λόγου Έφεσης, το Πρωτόδικο Δικαστήριο πλανήθηκε σε σχέση με τη θέση του ότι η διοίκηση όφειλε να ενημερώσει τον Εφεσείοντα για την αναγκαιότητα αυτός να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ, θέση την οποία, όπως διατείνεται, είχε καθόλη την πρωτόδικη διαδικασία. Αντ’ αυτού, όπως υποστηρίζει, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντελήφθη, εσφαλμένα, ότι ο Εφεσείων ισχυρίζετο ότι αυτός που όφειλε να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ ήταν ο Εφεσίβλητος.

 

Εξέταση των όσων ο Εφεσείων είχε προβάλει στο πλαίσιο της γραπτής του Αγόρευσης αποκαλύπτει ότι αυτός υποστήριζε τη θέση ότι ο Εφεσίβλητος όφειλε να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ αναφορικά με τα προσόντα του Εφεσείοντα. Ήταν ξεκάθαρη η εισήγηση που ο Εφεσείων προώθησε εν προκειμένω ότι, δηλαδή, οι Εφεσίβλητοι «όφειλαν στο πλαίσιο έρευνας να αποταθούν στο ΚΥΣΑΤΣ και δεν το έπραξαν»[1]. Στη συνέχεια, όπως προκύπτει από την απαντητική του Αγόρευση, η θέση του διαφοροποιήθηκε προβάλλοντας πλέον ότι όφειλε ο Εφεσίβλητος στο πλαίσιο της δέουσας έρευνας να του υποδείξει όπως αποταθεί ο ίδιος στο ΚΥΣΑΤΣ.

 

Όπως εύκολα διαπιστώνεται από την ίδια την Απόφαση του, το Πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο δεν πλανήθηκε αναφορικά με τις θέσεις του Εφεσείοντα, αλλά εντόπισε εξαρχής τη διαφοροποιημένη θέση που ο Εφεσείων είχε μεταγενέστερα προβάλει. Ορθά, επομένως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στην εξέταση των αρχικών ισχυρισμών του Εφεσείοντα, όπως ξεκάθαρα προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα της πρωτόδικης Απόφασης:

«Αρχικώς προβλήθηκε από τον αιτητή ότι, ο καθ’ου η αίτηση δεν είχε προβεί σε δέουσα έρευνα αναφορικά με την κατοχή από τον ίδιο του απαιτούμενου, για τη θέση, προσόντος. Ήταν ο ισχυρισμός του αιτητή ότι αρμοδιότητα για εξέταση της ισοτιμίας των πτυχίων είχε το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. και όχι το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Υπαρχούσης διαφωνίας, πρόβαλε ο αιτητής, ο καθ’ου η αίτηση όφειλε να απευθυνθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Στην απαντητική του αγόρευση διαφοροποίησε την πιο πάνω θέση, εισηγούμενος ότι ο καθ’ου η αίτηση όφειλε να του είχε υποδείξει ότι απαιτείτο να παρουσιάσει σχετικό πιστοποιητικό από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Προβάλλει επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι, λόγω της μη δέουσας έρευνας, προϊόν πλάνης και αναιτιολόγητη.

……………………………………………………………………………………………

Ο αιτητής, όπως σημείωσα, πρόβαλε ότι ο καθ’ου η αίτηση όφειλε ν’ αποταθεί στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. αναφορικά με τα προσόντα του. Η αρμοδιότητα του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δεν ενεργοποιείται παρά μόνο μετά από αίτηση του κατόχου του τίτλου σπουδών και δεν αποτελεί βοηθητικό όργανο του καθ’ου η αίτηση για διερεύνηση τίτλου σπουδών. Επομένως, ο πιο πάνω ισχυρισμός του αιτητή δεν έχει έρεισμα.»

 

 

Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 3 απορρίπτεται ως ανεδαφικός.

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 1 ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και υπό πλάνη αποφάσισε ότι υπήρχε δέουσα έρευνα. Όπως προκύπτει από την αιτιολογία που στηρίζει τον εν λόγω Λόγο Έφεσης, το παράπονο του Εφεσείοντα έγκειται στο ότι από τη στιγμή που ο Εφεσίβλητος αδυνατούσε να αποφασίσει κατά πόσο ο Εφεσείων είχε ισοδύναμο προσόν στη βάση του Σχεδίου Υπηρεσίας, ήταν επιβεβλημένο εκ μέρους του να ζητήσει από τον Εφεσείοντα να προσκομίσει σχετικό πιστοποιητικό από το ΚΥΣΑΤΣ. Είναι πάνω σε αυτή τη συλλογιστική που ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι η απόφαση του Εφεσίβλητου έπασχε λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο εξέτασης του λόγου ακύρωσης που αναφερόταν στη μη διενέργεια δέουσας έρευνας, αφού επεσήμανε ότι ο προσδιορισμός της καταλληλότητας των προσόντων είναι έργο του αρμοδίου διορίζοντος οργάνου - υπό την έννοια ότι αρμοδιότητα για την εξέταση των προσόντων του Εφεσείοντα και αν αυτά ανταποκρίνονταν στα απαιτούμενα του Σχεδίου Υπηρεσίας ανήκει στο διορίζον όργανο - με δεδομένη τη δυνατότητα ανάθεσης της αξιολόγησης των προσόντων σε συμβουλευτικό όργανο, απέρριψε τη θέση του Εφεσείοντα, όπως αρχικώς την είχε διατυπώσει, ότι ο Εφεσίβλητος όφειλε να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ αναφορικά με τα προσόντα του. Και τούτο στη βάση του ότι η αρμοδιότητα του ΚΥΣΑΤΣ δεν ενεργοποιείται παρά μόνο μετά από αίτηση του κατόχου του τίτλου σπουδών και ότι το ΚΥΣΑΤΣ δεν αποτελεί βοηθητικό όργανο του Εφεσίβλητου για διερεύνηση τίτλου σπουδών.

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη σχετική επί του θέματος νομολογία.  

 

Εν πρώτοις σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, καθήκον του αρμοδίου οργάνου είναι να ερμηνεύει το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και να εξετάζει αν οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα από αυτό προσόντα. Με αυτό ως δεδομένο επέμβαση του Δικαστηρίου, όπως είναι πάγια νομολογημένο, χωρεί μόνο όπου διαπιστώνεται ότι η ερμηνεία δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή ή ότι υπήρξε υπέρβαση των ακραίων ορίων της εξουσίας του διορίζοντος οργάνου (Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, 102, Παπαδοπούλου ν. Ρ.Ι.Κ. (2009) 3 Α.Α.Δ. 362, Χατζηχριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 192 και Παπαστεργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 47/2015, ημερ. 14/1/2022, ECLI:CY:AD:2022:C6). Η υιοθέτηση των μέσων για την πιο πάνω εξέταση (κατοχής των απαιτούμενων προσόντων) ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου, με δεδομένη τη δυνατότητα του να εναποθέσει τη διεξαγωγή έρευνας σε βοηθητικό όργανο. Η έρευνα, η οποία εξαρτάται από τα περιστατικά της υπόθεσης, τεκμαίρεται ότι είναι πλήρης, εφόσον το αρμόδιο όργανο έχει ενώπιόν του όλα τα σχετικά στοιχεία (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100).

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2012)                 3 Α.Α.Δ. 247 στην οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε, «εναπόκειται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να ερμηνεύσει το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης και να εξετάσει ταυτόχρονα κατά πόσο οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα. Σε περίπτωση αμφιβολιών όμως ως προς την κατοχή του προσόντος, το διορίζον όργανο εξαντλεί την έρευνα του με το να λάβει την παροχή πιστοποιητικού αναγνώρισης σπουδών από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., στο οποίο όμως θα προσφύγει ο ίδιος ο υποψήφιος και όχι το διορίζον όργανο».

 

Πιο πρόσφατα στην υπόθεση Παντζαρή – Ελισσαίου ν. Δημοκρατία, Α.Ε. 113/2015, ημερ. 25/2/2021, ECLI:CY:AD:2021:C69 επαναλήφθηκε ότι:

 

«Όπως έχει καθορισθεί από τη νομολογία, το ΚΥΣΑΤΣ είναι το αρμόδιο                 όργανο να επιλύει θέματα διπλωμάτων ή άλλων συναφών θεμάτων, δεν                  αποτελεί όμως βοηθητικό όργανο της ΕΔΥ για διερεύνηση προσόντων.                Λέχθηκε σχετικά στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Γρουτίδης κ.ά., Α.Ε. 88/2013, 103/2013, ημερ. 16/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:C318:

 

«Με υπόβαθρο τα ως άνω γεγονότα που ήσαν υπόψη της ΕΔΥ, η έρευνα, στην οποία προέβη αναφορικά με το εν λόγω προσόν του ΕΜ, το οποίο θεωρήθηκε ως «μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός τουλάχιστον                     ακαδημαϊκού έτους», θεωρείται επαρκής.  Δεν συνέτρεχε λόγος ή              ανάγκη που επέβαλλε την περαιτέρω διερεύνηση ή απαίτηση                  προσκόμισης πιστοποιητικού αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ. Το                     ΚΥΣΑΤΣ είναι το αρμόδιο όργανο για να επιλύει θέματα διπλωμάτων ή άλλων συναφών θεμάτων (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100, 106), δεν αποτελεί όμως βοηθητικό όργανο της ΕΕΥ για διερεύνηση προσόντων (Μικελλίδου ν. Κυπριακής                              Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 769 και xxx Ξενοφώντος κ.α. ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2017:C380, Α.Ε. Αρ. 73/11, 74/11 και 75/11, 26.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:C380).»»

 

 

Στη βάση των πιο πάνω ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το παράπονο του Εφεσείοντα, ότι δεν είχε προβεί ο Εφεσίβλητος σε δέουσα έρευνα επειδή δεν παρέπεμψε το θέμα των προσόντων του στο ΚΥΣΑΤΣ, ήτο άνευ ερείσματος. Καμία υποχρέωση δεν είχε ο Εφεσίβλητος να παραπέμψει το θέμα των προσόντων του Εφεσείοντα στο ΚΥΣΑΤΣ. Εναπόκειτο στον ίδιο τον Εφεσείοντα, αν επιθυμούσε, να προσκομίσει ανάλογο πιστοποιητικό.

 

Εν πάση περιπτώσει, όπως εύστοχα επεσήμανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ό,τι ήταν υπό εξέταση στην προκείμενη περίπτωση ήταν κατά πόσο το πτυχίο του Εφεσείοντα με βάση το περιεχόμενο σπουδών του πληρούσε ή όχι τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας και όχι κατά πόσο ο Εφεσείων κατείχε αναγνωρισμένο πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου.

 

Η πιο κάτω περικοπή από την πρωτόδικη Απόφαση είναι σχετική:

 

«Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν ήταν προς απόφανση κατά πόσο ο αιτητής κατείχε πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου, αλλά κατά πόσο το πτυχίο του, με βάση το περιεχόμενο των σπουδών του, ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας».

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι στο Περίγραμμα Αγόρευσης του Εφεσείοντα προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ισχυρισμός για εσφαλμένη εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας από τον Εφεσίβλητο, καθώς                             και ισχυρισμός ότι στο Σχέδιο Υπηρεσίας περιλαμβάνονται αλληλοσυγκρουόμενες πρόνοιες.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί, όπως ορθά επισημαίνει και η πλευρά του Εφεσίβλητου, όχι μόνο δεν καλύπτονται από τους Λόγους Έφεσης αλλά ουδέποτε είχαν εγερθεί στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας.  Ως εκ τούτου, δεν μπορούν και δεν θα τύχουν εξέτασης στην παρούσα Έφεση.

 

Κατά συνέπεια ο Λόγος Έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Με το Λόγο Έφεσης 2 ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα και υπό πλάνη το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε ότι υπήρχε παραβίαση του                Άρθρου 7 του Ν.158(Ι)/1999.

 

Κρίνεται σκόπιμο, εν πρώτοις, να εξετασθεί η θέση της κας Κελεπέσιη περί μη έγκυρου λόγου Έφεσης.

 

Όπως συναφώς υποστήριξε η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσιβλήτου, το εκκαλούμενο σφάλμα το οποίο αναφέρεται σε παραβίαση του Άρθρου 7 του Ν.158(Ι)/1999 και το οποίο αφορά στην αναδρομική ισχύ των διοικητικών πράξεων, δεν αναφέρεται σε εύρημα ή διαπίστωση της πρωτόδικης Απόφασης.

 

Η αιτιολογία επί της οποίας βασίζεται αφορά σε παντελώς διαφορετικό ζήτημα το οποίο ουδεμία σχέση έχει με ό,τι το Άρθρο 7 του Ν.158(Ι)/1999 διαλαμβάνει, ήτοι αυτό της αρμοδιότητας οργάνου και κατά πόσο στην προκείμενη περίπτωση το μόνο κατά νόμο αρμόδιο όργανο για πληροφόρηση σε σχέση με την ισοτιμία των τίτλων σπουδών του Εφεσείοντα ήταν το ΚΥΣΑΤΣ.

 

Παρά τα πιο πάνω είναι φανερό ότι ο Λόγος Έφεσης 2 αφορά στην πραγματικότητα το Άρθρο 17 του Νόμου 158(Ι)/1999, όπως ξεκάθαρα προκύπτει από την ίδια αιτιολογία επί της οποίας βασίζεται. Μάλιστα το θέμα αυτό είχε επισημανθεί κατά την πρωτόδικη διαδικασία στο στάδιο των οδηγιών από τη συνήγορο του Εφεσίβλητου, η οποία είχε σημειώσει ότι κατ’ ουσίαν ο Λόγος Έφεσης 2 παρέπεμπε σε παραβίαση του Άρθρου 17 του πιο πάνω Νόμου και όχι του Άρθρου 7 όπως λανθασμένα είχε αναγραφεί.

 

Ως εκ τούτου, θα προχωρήσουμε στην εξέταση του πιο πάνω Λόγου Έφεσης.

 

Όπως προκύπτει, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 17 του Νόμου 158(Ι)/1999, αφού ο Εφεσίβλητος στο πλαίσιο αξιολόγησης των ενώπιον του αιτήσεων, αποτάθηκε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και όχι στο ΚΥΣΑΤΣ, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο για πληροφόρηση σε σχέση με την ισοτιμία των τίτλων σπουδών.

 

Λέμε εξαρχής ότι η πιο πάνω εισήγηση του Εφεσείοντα είναι παντελώς αβάσιμη. Και τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι ουδέποτε ο Εφεσίβλητος απευθύνθηκε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου για να πληροφορηθεί για την ισοτιμία των τίτλων σπουδών του Εφεσείοντα, αλλά ούτε και το Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α. προχώρησε αναρμόδια, αντικαθιστώντας την κατά Νόμο αρμοδιότητα του ΚΥΣΑΤΣ, να κρίνει ζητήματα αναγνώρισης και ισοτιμίας των τίτλων σπουδών του Εφεσείοντα.

 

Όπως ήδη αναφέρθηκε στο στάδιο παράθεσης των γεγονότων της υπόθεσης, ο Εφεσίβλητος, στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας για τον καθορισμό του τρόπου διερεύνησης των αιτήσεων των υποψηφίων για την επίδικη θέση, ανέθεσε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου την αξιολόγηση των αιτήσεων σε σχέση με το αν οι υποψήφιοι πληρούσαν ή όχι τα απαιτούμενα του Σχεδίου Υπηρεσίας προσόντα.

 

Στη βάση των πιο πάνω, ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο ακόλουθο συμπέρασμα:

 

«Το Πανεπιστήμιο Κύπρου προβαίνοντας σε αξιολόγηση των προσόντων του αιτητή έκρινε ότι το πτυχίο του δεν πληρούσε τα απαιτούμενα, από το Σχέδιο Υπηρεσίας, προσόντα. Δεν είχε αποφανθεί το Πανεπιστήμιο αν τα προσόντα ήταν αναγνωρισμένα, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο ήταν αρμοδιότητα του ΚΥΣΑΤΣ. »

 

Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 4 ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι υπήρχαν άρτια πρακτικά. Ειδικότερα διατείνεται ότι η επιστολή του ημερ. 12/3/2010, για την οποία ο ίδιος επισύναψε στη Γραπτή του Αγόρευση τη βεβαίωση του Ταχυδρομείου ως απόδειξη αποστολής της προς τον Εφεσίβλητο, απουσίαζε από το διοικητικό φάκελο. Όπως προκύπτει από την αιτιολογία επί της οποίας βασίζεται ο πιο πάνω Λόγος Έφεσης, το παράπονο του έγκειται στο ότι, ενώ η εν λόγω επιστολή ήταν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν λήφθηκε υπόψη με αποτέλεσμα, όπως ισχυρίζεται, αυτό να επενεργήσει σε βάρος του.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τη θέση του ότι η απόφαση έπασχε λόγω έλλειψης άρτιων πρακτικών, έκρινε ότι ο εν λόγω λόγος ακύρωσης δεν μπορούσε να τύχει εξέτασης εφόσον τέτοια επιστολή δεν υπήρχε στο φάκελο και την απέρριψε στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:

 

«Ο αιτητής τέλος ισχυρίστηκε, με άλλο λόγο ακυρώσεως ότι, η απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης άρτιων πρακτικών. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι από τα πρακτικά απουσιάζει η επιστολή του ημερομηνίας 12 Μαρτίου 2010, με την οποία υπέβαλε και πάλι ένσταση εναντίον της απόφασης ότι δεν ήταν προσοντούχος. Ο καθ’ου η αίτηση αντιπαραβάλλει ότι τέτοια επιστολή δεν αποστάληκε ούτε και παραλήφθηκε και δεν υπάρχει μέσα στο φάκελο. Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι, δεν είναι επιτρεπτή η προσκόμιση μαρτυρίας μέσω των αγορεύσεων. Η εν λόγω επιστολή δεν υπάρχει στο φάκελο. Ο αιτητής θα μπορούσε να προσκομίσει την πιο πάνω επιστολή χρησιμοποιώντας την προβλεπόμενη διαδικασία και όχι να την επισυνάψει στην αγόρευση του. Επομένως, η επιστολή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη και ο σχετικός ισχυρισμός δεν μπορεί να εξεταστεί και απορρίπτεται.»

 

Συμφωνούμε πλήρως με το πιο πάνω σκεπτικό. Το επιχείρημα του Εφεσείοντα στερείτο οποιουδήποτε πραγματικού υποβάθρου αφού, όπως ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, δεν ήτο επιτρεπτή η προσκόμιση μαρτυρίας μέσω των αγορεύσεων. Είναι πάγια νομολογημένο ότι η αγόρευση δεν συνιστά μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (Αναφορικά με την Αίτηση του Sergueyevich, Πολιτική Έφεση Αρ. 55/2020, ημερ. 5/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:A357 (Ολομέλεια) και Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου κ.ά. (1995) 4B Α.Α.Δ. 1275). Όπως συναφώς τονίσθηκε στην υπόθεση Καντούνας ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 344, «Απλή επισύναψη της επιστολής αυτής στη γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο ως μαρτυρία επί του θέματος.»

 

Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 4 απορρίπτεται.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000.

 

 

 

 

 

                                              Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

 

                                                Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

                                                Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.



[1] Δέστε σελίδα 18 της αρχικής του Γραπτής Αγόρευσης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο