ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 46/15, 1/2/2022

ECLI:CY:AD:2022:C41

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                             (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 46/15)

 

1 Φεβρουαρίου, 2022

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗ, Δ/στές]

 

xxx xxx ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ,

         

                                                                             Εφεσείουσας,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

                                                           Εφεσίβλητων,

- - - - - -

 

Α.Σ. Αγγελίδης και Μ. Μαλάη (κα), για την Εφεσείουσα.

Θ. Χατζηλούκας, για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.

Κ. Μάμαντος, για Μ. Βορκάς & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.

…………..

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Σάντη, Δ.:

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα ζητά ανατροπή απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου ημερομηνίας 3.3.15, υπό την αναθεωρητική του δικαιοδοσία, στην Προσφυγή XXXXX/11 («η Πρωτόδικη Απόφαση»), διά της οποίας επικύρωσε απόφαση των Εφεσίβλητων ημερομηνίας 21.9.11 να προαγάγουν στη μόνιμη θέση Λειτουργού Φυσικού Περιβάλλοντος Α΄, Τμήμα Περιβάλλοντος, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Κουτρουκίδη (ΕΜ1) και Σαμαρά (ΕΜ2) από 1.11.21(«η προσβαλλόμενη απόφαση»).

        Κατά τα βασικά γεγονότα της υπόθεσης, ως τα συνόψισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας («ΕΔΥ»), συνεδρίασε την 24.6.11 ύστερα από πρόταση της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, για την πλήρωση δύο μόνιμων θέσεων Λειτουργού Φυσικού Περιβάλλοντος Α΄, στο Τμήμα Περιβάλλοντος (προηγουμένως υπαγόμενων στο Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος). Η ΕΔΥ όρισε άλλη συνεδρία για να εμφανισθεί ενώπιον της ο Διευθυντής Υπηρεσίας Φυσικού Περιβάλλοντος, Τμήμα Περιβάλλοντος («ο Διευθυντής»), επειδή η διαδικασία θα αφορούσε σε θέσεις προαγωγής. Την 21.9.11, η ΕΔΥ σε συνεδρία της, αφού άκουσε τη σύσταση του Διευθυντή - ο οποίος σύστησε για προαγωγή το Ενδιαφερόμενο Μέρος Σαμαρά (ΕΜ2) και την Εφεσείουσα («η Σύσταση») - και λαμβάνοντας υπόψιν (κατά τα πρακτικά), την αξία, προσόντα και αρχαιότητα των υποψηφίων ως και έτερα αποτιμήσιμα στοιχεία, υιοθέτησε τη Σύσταση για την Σαμαρά (ΕΜ2), απέστη όμως από τη Σύσταση υπέρ της Εφεσείουσας, επιλέγοντας τελικώς για προαγωγή τους Κουτρουκίδη (ΕΜ1) και Σαμαρά (ΕΜ2).

        Η Εφεσείουσα βάλλει κατά της Πρωτόδικης Απόφασης με τέσσερεις λόγους έφεσης. Προτάσσει - με όσα αποσπάσματα ακολουθούν να είναι αυτούσια - ότι λαθεμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της για έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης της ΕΔΥ για την από μέρους της (Εφεσείουσας) κατοχή των «… επιπρόσθετων μεταπτυχιακών προσόντων (Master in Business Administration και Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Αρχιτέκτονα Μηχανικού (Μετσόβιο Πολυτεχνείο) …» αλλά και ότι, εξίσου εσφαλμένως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως «… συνέτρεχε αμέλεια και/ή παράλειψη της Εφεσείουσας να ενημερώσει την ΕΔΥ σχετικά με την απόκτηση ΜΒA», ως και ότι «… εσφαλμένα έκρινε με πρωτογενή κρίση του ότι, η Εφεσείουσα δεν απέκτησε από το ΚΥΣΑΤΣ πιστοποιητικό αναφορικά με το δίπλωμα του Μετσόβιου Πολυτεχνείου και άρα ορθά ενήργησε η ΕΔΥ» (λόγος έφεσης 1). Η Εφεσείουσα παραπονείται και για το ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς συμπέρανε πως το μεταπτυχιακό Master of Science in Marine Science του Κουτρουκίδη (ΕΜ1) συναρτάται προς τα καθήκοντα της επίδικης θέσης (λόγος έφεσης 2) και ότι λανθασμένα έκρινε πως η ΕΔΥ ευστόχως παραγνώρισε τη Σύσταση «… γιατί αυτή ήταν … πεπλανημένη και συγκρούετο με τα στοιχεία των φακέλων» (λόγος έφεσης 3), και ότι, ξανά σφαλερώς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε (με βάση τη Σύσταση), πως η ΕΔΥ δεν παραβίασε το ενιαίο μέτρο κρίσης μεταξύ των υποψηφίων (λόγος έφεσης 4).

        Μελετήσαμε καθετί που μας τέθηκε.

        Εν σχέσει προς τον λόγο έφεσης 1, αποφαινόμαστε πως η Εφεσείουσα δεν έχει δίκαιο σε όσα καταλογίζει στο Πρωτόδικο Δικαστήριο και στην ΕΔΥ.

        Εξηγούμε.

        Αρχίζουμε από τη θέση της Εφεσείουσας ότι ατυχώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο καταλόγισε σε αυτήν αμέλεια ή παράλειψη να ενημερώσει την ΕΔΥ για την απόκτηση του Master in Business AdministrationMBA»).

        Αντίγραφο του ΜΒΑ, είχε επισυναφθεί ως Παράρτημα Χ στη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας (Εφεσείουσας) στην πρωτόδικη διαδικασία.

        Το σημαντικό του πράγματος έγκειται - και καταλλήλως το αντίκρισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - στο ότι ο εν λόγω τίτλος σπουδών ουδέποτε κατά τους κρίσιμους χρόνους ήταν μέρος του προσωπικού φακέλου της Εφεσείουσας (βλ. Τεκμήριο 1Γ στην πρωτόδικη διαδικασία), μήτε και διατέθηκε συνακολούθως ως στοιχείο προς αξιολόγηση στην ΕΔΥ. Το μοναδικό έγγραφο, συναφές προς τα υπό συζήτησιν, που βρισκόταν στον προσωπικό φάκελο της Εφεσείουσας, ήταν κάποια Βεβαίωση από το Cyprus International Institute of ManagementCIIM») ημερομηνίας 11.12.02, ως το Ερυθρό 15/Τεκμήριο 1Γ, το οποίο συνόδευσε την αίτηση της Εφεσείουσας για διορισμό στη θέση Λειτουργού Φυσικού Περιβάλλοντος την 14.12.02 («η Βεβαίωση»).

        Κατά τη Βεβαίωση, η Εφεσείουσα είχε αποπερατώσει όλα τα αναγκαία μαθήματα για σκοπούς αποφοίτησης, με το μόνο εκκρεμές ζήτημα για απονομή του MBA να συνίσταται στην από μέρους της επιτυχή κατάθεση/παρουσίαση «of her final project».

        Φαίνεται καθαρώς από τη Βεβαίωση ότι κατά την 11.12.02 η Εφεσείουσα δεν είχε συμπληρώσει όλες τις προβλεπόμενες απαιτήσεις για απόκτηση τού υπό αναφοράν μεταπτυχιακού τίτλου, με τη Βεβαίωση να μην πιστοποιεί εκ των πραγμάτων και εκ του περιεχομένου της, την εξασφάλιση και κατοχή του περί ου ο λόγος μεταπτυχιακού προσόντος.

        Το ότι η Εφεσείουσα παρουσιάζεται - κατά διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου - πως «… φαίνεται τελικά, να υπέβαλε επιτυχώς το «final project» και να απέκτησε το ΜΒΑ στις 18.5.2004», δεν μεταβάλλει την ουσία, που δεν είναι άλλη από το αν κατά τον κρίσιμο χρόνο η ΕΔΥ είχε ή δεν είχε ενώπιον της το ΜΒΑ προκειμένου να το συνεκτιμήσει στην έκταση που θα το έκρινε πρόσφορο (βλ. Καππελίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 279, 280).  

        Δεν το είχε.

        Η ΕΔΥ δεν είχε υποχρέωση, ως περί του αντιθέτου σθεναρώς υποστήριξαν οι συνήγοροι της Εφεσείουσας, να ζητούσε από την τελευταία να εμφανίσει το ΜΒΑ (με αφετηρία ότι επιβαλλόταν να προβληματισθεί η ΕΔΥ ένεκα της Βεβαίωσης στον προσωπικό φάκελο της Εφεσείουσας), ή να διεξάγει επιπλέον έρευνα για τα ακαδημαϊκά προσόντα που η Εφεσείουσα πιθανόν να κατείχε και δεν διέθεσε.

        Την υποχρέωση τούτη την είχε η Εφεσείουσα (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χ”Γεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100, 105-107).

        Σε αυτό, θα επανέλθουμε υπό μια κάπως διάφορη οπτική κατωτέρω.

        Παρεμβάλλουμε πάντως - για ό,τι τούτο θα μπορούσε να αξίζει - πως η Εφεσείουσα με επιστολή της προς την ΕΔΥ ημερομηνίας 3.1.11 (Ερυθρό 61/Τεκμήριο 1Γ) και με τίτλο Ενημέρωση Προσωπικού Φακέλου/Κατάθεση Πιστοποιητικών, ζήτησε όπως ενημερωθεί ο προσωπικός της φάκελος με σειρά πρόσθετων προσόντων διότι «… κατά το διάστημα της πρόσληψης μου στη Δημόσια Υπηρεσία, στις 15 Οκτωβρίου 2004, μέχρι και σήμερα έχω αποκτήσει πρόσθετα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα μου στο Τμήμα Περιβάλλοντος».

        Ό,τι αναφύεται ως αξιοσημείωτο από τη συζητούμενη επιστολή - και το επεσήμανε αυτό το Πρωτόδικο Δικαστήριο - είναι το ότι η Εφεσείουσα «… δεν κατέγραψε το ΜΒΑ της από το CIIM».

        Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε άλλο στο γεγονός.

        Οι περί ων ο λόγος χειρισμοί της ΕΔΥ ήσαν άρτιοι και εδρασμένοι στη νομολογία.

        Πιο συγκεκριμένα, στην Φωτίου και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2622, 2628, το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό μονομελή σύνθεση (Α. Λοΐζου, Π.), σημείωσε:

«……………………..……………………………………………………………...

Τέλος σχετικά με τον ισχυρισμό του αιτητή Θεοδωρίδη, ότι τόσον η Επιτροπή όσο και ο Διευθυντής ενήργησαν κάτω από πλάνη περί τα πράγματα σχετικά με τα προσόντα του όπως αυτά αναφέρονται στον Πίνακα που ετοιμάστηκε από την Επιτροπή για το σκοπό αυτό, ότι δηλαδή δεν είχε βεβαίωση ("no certificate") για σειρά μαθημάτων που παρακολούθησε στη Συρία, θεωρώ ότι ουδεμία πλάνη έχει αποδειχθεί, γιατί ασχέτως του αν ο αιτητής όντως έχει τέτοια βεβαίωση ή δίπλωμα, ουδεμία αμφισβήτηση υπήρξε εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση ότι ο αιτητής έχει το προσόν αυτό. Απλώς αυτό που αναφέρεται στους πίνακες είναι ότι δεν υπάρχει δίπλωμα ("no certificate") και όχι ότι δεν το κατέχει. Πρέπει όμως εδώ να τονιστεί ότι εφόσον στους σχετικούς φακέλους δεν υπήρχαν γιατί δεν υπεβλήθηκαν τα σχετικά διπλώματα, η Επιτροπή δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση ή να ζητήσει από τον αιτητή να τα παρουσιάσει ή να διεξάγει οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα ως προς τα προσόντα που τυχόν να κατείχε ο αιτητής και τα οποία δεν ήσαν ενώπιόν της. (Βλέπε Michanicos v. The Republic (1976) 3 C.L.R. 237, 246, Hadjiantoni v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1145, 1152).

……………..……………………………………………….…………………….».

        Αναφορικώς προς τη θέση της Εφεσείουσας (που συνιστά και τμήμα της συνοδευτικής αιτιολογίας για τον λόγο έφεσης 1) - πως η ΕΔΥ όφειλε «… με βάση το πιστοποιητικό ημερ. 11/7/2006 από το Μετσόβιο Πολυτεχνείο … να το αναγνωρίσει όπως πράττει πάγια ως Master» - το Πρωτόδικο Δικαστήριο, είπε:

«………………….…………………………………………………………………Η αιτήτρια προβάλλει ως λόγο ακύρωσης ότι η ΕΔΥ κάτω από πλάνη δεν της πίστωσε ως μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master, το δίπλωμα του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Αρχιτέκτονα Μηχανικού. Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία: περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμών του 1999-2003, ΚΔΠ 172/99 ως τροποποιήθηκε με ΚΔΠ 594/2003. Παραπέμπω σχετικά στον Καν.3(4), όπως τροποποιήθηκε:

«(4) Για τη χορήγηση ισοτιμίας και ισοτιμίας και αντιστοιχίας πρώτου καταληκτικού τίτλου μπορεί να γίνει προσθετική συνεκτίμηση διαφορετικών τίτλων σπουδών.

Νοείται ότι οι κάτοχοι τίτλων σπουδών που εκδίδονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης, τα οποία λειτουργούν-

(ι) Σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε

(ιι) σε χώρες με τις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία συνδέεται με διμερή συμφωνία αμοιβαίας αναγνώρισης τίτλων σπουδών,

Και τα οποία χορηγούν τίτλους δευτέρου επιπέδου, χωρίς ενδιάμεσο πρώτο καταληκτικό τίτλο, μπορούν να τύχουν και αναγνώρισης του τίτλου τους ως ισότιμου ή ισότιμου και αντίστοιχου «πτυχίου» σε συγκεκριμένη ειδικότητα και ταυτόχρονα ως «μεταπτυχιακού διπλώματος επιπέδου MASTER».»

Προκύπτει από την ανωτέρω επιφύλαξη, ότι οι τίτλοι μπορούν να τύχουν αναγνώρισης ως βασικό και ως μεταπτυχιακό δίπλωμα. Το ΚΥΣΑΤΣ όμως δεν υποχρεούται να προχωρήσει σε αναγνώριση, αλλά «δύναται» να το πράξει. Εφόσον η αιτήτρια δεν είχε αποταθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο, όπως έπραξε μεταγενέστερα, προς το ΚΥΣΑΤΣ, για αναγνώριση, το ζήτημα λήγει εδώ (Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 247, 252-253). Από τη στιγμή που δεν υπήρχε ενώπιον της ΕΔΥ πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ ότι το δίπλωμα του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, που κατείχε η αιτήτρια, αποτελεί και βασικό και μεταπτυχιακό, η ΕΔΥ όφειλε να χειριστεί αυτό το δίπλωμα ως βασικό πανεπιστημιακό δίπλωμα με το οποίο η αιτήτρια διορίστηκε στη Δημόσια Υπηρεσία, όπως και έπραξε.

.………………………………………………………………………………….».

 

        Δεν εντοπίζουμε - ψήγμα (έστω) - πλάνης «… της ΕΔΥ περί τη κατοχή εκ μέρους της [Εφεσείουσας] των επιπρόσθετων μεταπτυχιακών προσόντων …».

        Απεναντίας.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, επεκτείνοντας τη συλλογιστική που είχε επιστρατεύσει για τα περί κατοχής ή όχι του ΜΒΑ από την Εφεσείουσα, κατέληξε, σωστά, ότι τούτη παρέλειψε (και πάλι) να ενημερώσει την ΕΔΥ για τη «… μη απόκτηση εγκαίρως από το ΚΥΣΑΤΣ πιστοποιητικού αναφορικά με το δίπλωμα της του Μετσόβειου Πολιτεχνείου, είναι καταλυτική για την παρούσα υπόθεση».

        Η ΕΔΥ δεν είχε καθήκον να ερευνήσει περισσότερο το ζήτημα (ως άφησαν να νοηθεί οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της Εφεσείουσας), όπως λόγου χάριν να τη συμβούλευε να αποταθεί σχετικώς προς το Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Σπουδών («το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.»), ή ακόμη να ζητούσε (η ΕΔΥ), επικουρία για το θέμα από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. (βλ. Θεοδώρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 247, 252-254, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σαββίδη (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 43, 50).

        Το βάρος για αυτό - και επανερχόμαστε στη θεματική που αγγίξαμε  πριν - το είχε η Εφεσείουσα, με το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. να μην αποτελεί βοηθητικό όργανο της ΕΔΥ για διερεύνηση ακαδημαϊκών προσόντων και άλλων συνδεδεμένων με αυτά πτυχών (βλ. Ελισσαίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 113/15, ημ. 25.2.21, Σουρουλλά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 74/13, ημ. 10.10.19).      

        Δεν δικαιολογείται η παρέμβαση μας.       

        Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

        Όμοια τύχη έχει και ο λόγος έφεσης 2.

        Διευκρινίζουμε.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - για το παράπονο της Εφεσείουσας (στον λόγο έφεσης 2), πως το μεταπτυχιακό προσόν Master of Science in Marine Science που κατείχε ο Κουτρουκίδης (ΕΜ1) είναι σχετικό προς τα καθήκοντα της θέσης - εκτίμησε ότι ο προσδιορισμός της καταλληλότητας του προσόντος αυτού (μετά από τη δέουσα έρευνα), ανήκε κατ’ ουσίαν και κατ’ αρχήν στη διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ.

        Η θέση αυτή, αντικριζόμενη κατά τα γεγονότα της περίπτωσης (ως ορθώς τα διαπίστωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο), συμπλέει και με τη σχετική επί του θέματος νομολογία (βλ. Γρουτίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 220/12, ημ. 18.9.19, Ρούσος ν. Ιωαννίδη και Άλλων (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, 556-557).

        Δεν υπάρχει κάτι το μεμπτό στην ως άνω αξιολογική προσέγγιση.

        Αυτό, γιατί, όντως, ο προσδιορισμός της καταλληλότητας συγκεκριμένου προσόντος αφήνεται κατά κανόναν στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου (βλ. Δημητρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 16/13, ημ. 18.7.19, Παναγή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 639, 647).

        Από όσα τέθηκαν στο Πρωτόδικο Δικαστήριο προκύπτει πως η ΕΔΥ έδωσε επαρκή αιτιολογία για το εγερθέν, προβαίνοντας κατά τις ανάλογες προσταγές της νομολογίας, αλλά και γενικότερα τού Άρθρου 45 του Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99, σε δέουσα έρευνα υπό τις συνθήκες, προς εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων που ενδιέφεραν (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Περικλέους και Άλλου, Α.Ε. 62/14, ημ. 1.12.21, Γρουτίδης και Άλλων ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 169/14, ημ. 1.11.21, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, 276).

        Ούτε και εδώ υφίσταται πεδίο ανατροπής.

        Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

        Για τον λόγο έφεσης 3, ορθή είναι - κατά τον νόμο και τα πράγματα - και η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ΕΔΥ λελογισμένα παραγνώρισε τη Σύσταση υπέρ της Εφεσείουσας.

        Επεξηγούμε.

        Σύμφωνα με τα πρακτικά της ΕΔΥ ημερομηνίας 21.9.11 (βλ. Παράρτημα 3, σελίδες 15-16 στην Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση (Εφεσίβλητων) στην πρωτόδικη διαδικασία), ο Διευθυντής «… προβαίνοντας στη σύσταση του …», ανέφερε τα εξής στην ΕΔΥ:

«Οι θέσεις αφορούν θέσεις προαγωγής και περιλαμβάνουν καθήκοντα για προγραμματισμό, οργάνωση, συντονισμό και διοίκηση καθώς και έλεγχο των εργασιών ενός ή περισσότερων κλάδων του Τμήματος Περιβάλλοντος.

Υποψήφιοι είναι τέσσερις Λειτουργοί Φυσικού Περιβάλλοντος. Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους, με τους οποίους συνεργάστηκα στενά από την πρόσληψη τους στην Υπηρεσία και για το χρονικό διάστημα της εργασίας τους. Όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν την απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας πενταετή υπηρεσία στην παρούσα θέση Λειτουργού Φυσικού Περιβάλλοντος.

Η προσωπική μου γνώση για ένα έκαστο μου παρέχει επίσης τη δυνατότητα να συναξιολογήσω τη συνολική καταλληλότητα να αναλάβουν τα καθήκοντα και τις ευθύνες που απορρέουν από αυτή. Πριν προβώ στη σύσταση μου, έλαβα σοβαρά υπόψη τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, καθώς και τα κριτήρια του Νόμου - αξία, προσόντα, αρχαιότητα. *

Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, αυτό της αξίας, όπως αυτό συνάγεται από τις μέχρι τώρα ετήσιες αξιολογήσεις τους, όλοι οι υποψήφιοι είναι στο ίδιο ακριβώς επίπεδο (εξαίρετο), τόσο στη δοκιμαστική περίοδο όσο και στην πενταετία που ακολούθησε.

Αναφορικά με το δεύτερο κριτήριο, αυτό των προσόντων, όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα. Επίσης, και οι τέσσερις υποψήφιοι διαθέτουν επιπρόσθετα μεταπτυχιακά προσόντα, τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Σημειώνεται ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν προνοεί ως απαραίτητο προσόν την κατοχή μεταπτυχιακού προσόντος, αλλά ούτε και ότι αυτό αποτελεί πλεονέκτημα.

Αναφορικά με το τρίτο κριτήριο, αυτό της αρχαιότητας, όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν από την ίδια ημερομηνία, που είναι η 15.10.2004, την παρούσα θέση. Ως εκ τούτου, η διαφορά στην αρχαιότητα ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης τους.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω κριτήρια (αξία, προσόντα και αρχαιότητα), συστήνω για προαγωγή στη μεν πρώτη θέση την Σαμαρά xxx στη δε δεύτερη θέση την Κωνσταντινίδου xxx, καθότι είναι η επόμενη σε αρχαιότητα από πλευράς ηλικίας.

 

Τις πιο πάνω υποψήφιες θεωρώ καταλληλότερες να αναλάβουν τα καθήκοντα και τις ευθύνες που απορρέουν από τη θέση».

 

        Η ΕΔΥ εξέτασε πρεπόντως τη Σύσταση κατά τη νομολογία, σε συσχετισμό και προς το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων (βλ. Χατζηευαγγέλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 58/15, ημ. 1.12.21, Γρουτίδης και Άλλων ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 169/14, ημ. 1.11.21).

        Στην Χατζηγεωργίου-Ιωάννου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 165/10, ημ. 18.5.12, το Ανώτατο Δικαστήριο (Κ. Κληρίδης, Δ), κατέγραψε ότι:

«...………………………………………………………………………………….Με δεδομένη λοιπόν την εξίσωση από τη Διευθύντρια των υποψηφίων στα κριτήρια της βαθμολογημένης αξίας και των προσόντων, μόνο έρεισμα το οποίο παρέμεινε στο οποίο βάσισε τη σύστασή της υπέρ των ενδιαφερόμενων μερών ήταν η αρχαιότητα λόγω ημερομηνίας γέννησης (…).

Εκείνο το οποίο απασχολεί στο σημείο τούτο είναι το γεγονός ότι η Διευθύντρια εξίσωσε τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη με την αιτήτρια στο θέμα των κατεχομένων προσόντων, αναφέροντας ότι οι πρώτοι δεν υστερούν της δεύτερης σε προσόντα, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στα προαναφερθέντα πρόσθετα προσόντα τα οποία κατέχει η αιτήτρια που θα μπορούσαν ίσως να θεωρηθούν ως σχετικά με τα καθήκοντα των υπό πλήρωση θέσεων. Όπως κατά τα άλλα πολύ ορθά εντοπίζει και η συνήγορος της καθ΄ ης η αίτηση στην αγόρευσή της, σύμφωνα με πάγιες νομολογιακές αρχές που διέπουν το ζήτημα, η βαρύτητα μιας σύστασης συναρτάται με το βαθμό στον οποίο αυτή συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου και η σύσταση διατηρεί την εγκυρότητά της, όταν δεν αντιμάχεται προς τα στοιχεία των φακέλων. [Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 387, Δημοκρατία κ.ά. ν. Αγγελή κ.ά. (1999) 3 ΑΑΔ 161].

Συνακόλουθα όμως με τα πιο πάνω, η σύσταση της Διευθύντριας φαίνεται να πάσχει και ως προς τον τρόπο προσέγγισης του θέματος της ηλικιακής αρχαιότητας, που είναι άλλο σημείο για το οποίο παραπονείται η αιτήτρια κάτω από τον παρόντα λόγο ακύρωσης. Η συνήγορος της καθ΄ ης η αίτηση στην αγόρευσή της, διαφωνούσα εισηγείται ότι σε καμιά περίπτωση δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της σύστασης ότι η Διευθύντρια επέλεξε τα ενδιαφερόμενα μέρη λόγω της αρχαιότητάς τους που οφείλετο στην ηλικία. Απλά, αφού συνυπολόγισε όλα τα κριτήρια επιλογής, κατέληξε ότι καταλληλότεροι υποψήφιοι ήταν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Αυτό όμως δε φαίνεται να είναι ακριβές. Ενώ πράγματι η Διευθύντρια αναφέρει ότι έλαβε υπόψη της όλα τα νομολογημένα κριτήρια στο σύνολό τους, συστήνει τα ενδιαφερόμενα μέρη και προχωρεί στη συνέχεια να συγκρίνει τα ενδιαφερόμενα μέρη με τους άλλους υποψηφίους, διαπιστώνοντας εξίσωσή τους σε όλα τα νομολογημένα κριτήρια, πλην εκείνου της αρχαιότητας λόγω ηλικίας, στο οποίο διαπιστώνει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερτερούν. Άλλο λόγο για τον οποίο προέβηκε σ΄ εκείνη τη σύσταση και όχι σε άλλη, δεν πρόβαλε η Διευθύντρια, ούτε και αναδεικνύεται από τη δήλωσή της άλλος λόγος.

 Όπως έχει επανειλημμένα και με συνέπεια νομολογηθεί, η αρχαιότητα είναι μεν ένα από τα καθιερωμένα κριτήρια επιλογής καταλληλότερου υποψηφίου, πλην όμως, δεν ενέχει αφ΄ εαυτής αποφασιστική σημασία και μπορεί να προσμετρήσει μόνο εκεί όπου οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα κριτήρια ίσοι. [Δημοκρατία ν. Φ. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 ΑΑΔ 756].

Στην υπό εξέταση περίπτωση, η αρχαιότητα των ενδιαφερομένων μερών, η οποία άλλωστε μόνο συμβολική ή μηδαμινή σημασία έχει ως οφειλόμενη μόνο στην ημερομηνία γέννησης, δεν μπορούσε από μόνη της να κλίνει την πλάστιγγα και να αποκτήσει αποφασιστική σημασία χωρίς αναφορά στο ότι η αιτήτρια παρουσιάζεται να υπερτερούσε σε άλλο κριτήριο αξιολόγησης, εκείνο δηλαδή των προσόντων τα οποία, αν και μη απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας, έχουν τη σημασία τους αν σχετίζονται με τα καθήκοντα της θέσης.

Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί και μιαίνει την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης της καθ΄ ης η αίτηση, η οποία παρουσιάζεται να υιοθέτησε τη μεμπτή αυτή σύσταση την οποία και έλαβε υπόψη ως στοιχείο υπέρ των ενδιαφερομένων μερών.

.……………………………………………………….…………………………..».

 

        Εν προκειμένω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο - χωρίς αναφορά στην (ως άνω αναφερθείσα) Χατζηγεωργίου-Ιωάννου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 165/10, ημ. 18.5.12, αλλά σε σύμπλευση μολαταύτα  με το σκεπτικό της (ασχέτως αν δεν δεσμευόταν από αυτό) - αποφάνθηκε, λέγοντας και τούτα:

« (…) η αιτήτρια συστήθηκε για προαγωγή για το μόνο λόγο ότι υπερείχε σε αρχαιότητα από πλευράς ηλικίας έναντι των άλλων υποψηφίων και φυσικά και του ΕΜ1. Σύμφωνα όμως με την ισχύουσα νομολογία, η αρχαιότητα επιμετράται μόνο στην περίπτωση που οι υποψήφιοι είναι ίσοι ως προς τα υπόλοιπα κριτήρια, την αξία και τα προσόντα. (Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756). Η αρχαιότητα άλλωστε λόγω διαφοράς στην ηλικία είναι συμβολική και όχι ουσιαστική (Αλευρά κ.α. ν. Ηρακλέους κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 85).

Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι ορθά η ΕΔΥ παραγνώρισε τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ της αιτήτριας, γιατί αυτή ήταν πεπλανημένη και συγκρουόταν με τα στοιχεία των φακέλων. Θεωρώ ότι η αναφορά της ΕΔΥ στα εν λόγω στοιχεία, αποδίδει νομότυπα το λόγο για τη μη υιοθέτηση της σύστασης του Διευθυντή υπέρ της αιτήτριας, εξειδικεύοντας επαρκώς το λόγο για τον οποίο προτίμησε το ΕΜ αντί της αιτήτριας. Με την εμπεριστατωμένη ανάλυση των επιπρόσθετων προσόντων της αιτήτριας, των σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης, απορρίπτεται και ο ισχυρισμός της ότι η ΕΔΥ ενήργησε κάτω από πλάνη ή και έλλειψη δέουσας έρευνας.

……………………………….……………………….…………………………..».

 

        Επομένως, η Σύσταση, ως ορθώς εντόπισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αντικατόπτριζε με ακρίβεια το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των αφορώντων υποψηφίων, και δη το ότι - καίτοι η Εφεσείουσα υπερείχε οριακά σε αρχαιότητα (αναγόμενης στην ημερομηνία γέννησης της) εν συγκρίσει προς τον Κουτρουκίδη (ΕΜ1) - ο Κουτρουκίδης (ΕΜ1) επικρατούσε σε προσόντα, αφού κατείχε δύο μεταπτυχιακά επιπέδου Master (σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης), ενώ η Εφεσείουσα ένα μονάχα μεταπτυχιακό τού ιδίου επιπέδου.

          Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

        Σε σχέση προς τον λόγο έφεσης 4, δεν ευσταθεί η θέση της Εφεσείουσας ότι η ΕΔΥ παραβίασε το ενιαίο μέτρο κρίσης μεταξύ των υποψηφίων ως προς την αρχαιότητα.

        Αντιθέτως.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η ΕΔΥ συγκρίνοντας τον Κουτρουκίδη (ΕΜ1) με την Εφεσείουσα, καλώς παραγνώρισε την οριακή υπεροχή της σε ηλικιακή αρχαιότητα (δύο έτη περίπου) γιατί διαμόρφωσε τη γνώμη πως ο Κουτρουκίδης (ΕΜ1) υπερείχε, σε προσόντα. Παραλλήλως, συγκρίνοντας την Σαμαρά (ΕΜ2) με την Εφεσείουσα, η ΕΔΥ θεώρησε ότι οι δύο αυτές υποψήφιες ήσαν ίσες σε αξία και προσόντα και συνεπώς το μόνο που έγερνε την πλάστιγγα υπέρ της Σαμαρά (ΕΜ2) ήταν η οριακή υπεροχή της σε ηλικιακή αρχαιότητα έναντι της Εφεσείουσας.

         Έτσι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με συγκροτημένη και ορθολογική συλλογιστική, δεν διακρίβωσε αντίφαση τού είδους που προτάσσει εδώ η Εφεσείουσα, αφού στην περίπτωση του Κουτρουκίδη (ΕΜ1) επικράτησε η υπεροχή του σε προσόντα έναντι της ηλικιακής αρχαιότητας της Εφεσείουσας, ενώ στην περίπτωση της Σαμαρά (ΕΜ2) επικράτησε η υπεροχή της Εφεσείουσας σε ηλικιακή αρχαιότητα, εφόσον κατά τα άλλα ήταν ίση με την Εφεσείουσα.

        Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.

        Εν κατακλείδι.

        Η έφεση απορρίπτεται.

        Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και κατά της Εφεσείουσας έξοδα ύψους €3.000,00.                             

                                                          Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

                                                          Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

                                                          Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

                                                         Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.                                                           Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο