Μ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ v. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ, Aναθεωρητική Έφεση αρ. 49/2015, 9/3/2022

ECLI:CY:AD:2022:C102

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                      (Aναθεωρητική Έφεση αρ. 49/2015)

 

9 Μαρτίου, 2022

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

Μ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

                             Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ

Εφεσίβλητου.

 

………………..

Μ. Σάββα, για τον εφεσείοντα

 

κα Λ. Ουστά για Γενικό Εισαγγελέα, για τον εφεσίβλητο

………………

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει η Σωκράτους, Δ.

 

………………

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ:  Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί η απόφαση Δικαστή Ανωτάτου Δικαστηρίου (στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποία απέρριψε την προσφυγή την οποία καταχώρησε ο εφεσείων, αξιώνοντας ακύρωση της απόφασης του εφεσίβλητου ημερ. 7/9/2011 με την οποία απέρριψε το αίτημα του για κατάθεση αγοραπωλητηρίου εγγράφου και «έγκριση της μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας επ’ ονόματι του».

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση όπως αυτά προκύπτουν από την εκκαλούμενη απόφαση και επαναλαμβάνονται στα περιγράμματα των διαδίκων είναι συνοπτικά τα ακόλουθα:

 

Δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου ημερ. 27.6.08, ο εφεσείων αγόρασε από τον Tουρκοκύπριο (Τ/Κ) O. Manisoy, διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα πατέρα του XXXXX Mani, ένα χωράφι στις Αγγλισίδες υπ’ αρ. εγγραφής XXXXX  (στο εξής το κτήμα).

 Τρεις ημέρες μετά την αγορά του κτήματος, στις 30.6.08, ο εφεσείων προσκόμισε το πωλητήριο έγγραφο στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακος για κατάθεση, υποβάλλοντας μαζί με τον πωλητή, όλα τα απαραίτητα έγγραφα, ώστε να είναι εφικτή η μελέτη της υπόθεσης και η έγκριση της μεταβίβασης του κτήματος.

 

Το αίτημα διαβιβάστηκε στο Διευθυντή Υπηρεσίας Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών (στο εξής η Υπηρεσία), ο οποίος με τη σειρά του απευθύνθηκε στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών προκειμένου να τεθεί υπόψη του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών (στο εξής ο Κηδεμόνας) για τα περαιτέρω.

 

Ο Κηδεμόνας, αφού εξέτασε το όλο θέμα, αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος και η απόφαση του κοινοποιήθηκε τόσο στον αιτητή όσο και στους υπόλοιπους ενδιαφερόμενους με επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερ. 7.9.11, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι ο Κηδεμόνας «. δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του για αποδοχή του αγοραπωλητηρίου εγγράφου ενόσω διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Κύπρο λόγω της Τουρκικής Εισβολής και κατοχής και επειδή έχει εξακριβωθεί ότι οι πλείστοι των κληρονόμων του XXXXX Mani βρίσκονται στα κατεχόμενα, ενώ δεν έχουν υποβληθεί στοιχεία για τυχόν έξοδα διαχείρισης» και ενόψει τούτου το πωλητήριο δεν γινόταν αποδεκτό.

 

Mετά την απόφαση αυτή, ο εφεσείων ζήτησε με επιστολές του ημερ. 4/11/11 και 14/11/11, επανεξέταση του θέματος.  Προτού δοθεί όμως οποιαδήποτε απάντηση, καταχώρησε την προσφυγή αρ. 1530/2011, η απόφαση στην οποία αποτελεί το αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης.

 

Όπως ανωτέρω σημειώθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, αποδεχόμενο ως ορθή τη θέση της εφεσίβλητης ότι η επίδικη περιουσία εμπίπτει στον όρο «Τουρκοκυπριακή περιουσία» και οι κληρονόμοι του αποβιώσαντα Ιδιοκτήτη του κτήματος εμπίπτουν στον όρο «Τουρκοκύπριος» και η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αποτέλεσμα εφαρμογής του νέου νομικού καθεστώτος που επέφερε ο τροποποιητικός νόμος 39(Ι)/2010 στον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα θέματα (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1991, Ν. 139/91  (στο εξής ο Νόμος).  Όπως το έθεσε «ήταν προϊόν στάθμισης όλων των παραγόντων που διέπουν την περίπτωση με βάση το άρθρο 3 του εν λόγω τροποποιητικού νόμου σύμφωνα με το οποίο διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης παρέχεται στον Κηδεμόνα «…..εξουσία ως διαχειριστής, να άρει με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του και υπό τους κατά την κρίση του κατάλληλους όρους τη διαχείριση συγκεκριμένης Τουρκοκυπριακής περιουσίας ή μέρους αυτής, αφού λάβει υπόψη σε σχέση με τη διαχείριση τις συνθήκες και περιστάσεις της κάθε περίπτωσης και σταθμίσει όλους τους σχετικούς με το θέμα αυτό παράγοντες, περιλαμβανομένου του κατά πόσο ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας ή οι κληρονόμοι ή οι διάδοχοι του στον τίτλο, ανάλογα με την περίπτωση, κατέχουν περιουσία που ανήκει σε Ελληνοκύπριο στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές”.

 

H oρθότητα της πρωτόδικης κρίσης αμφισβητείται από τον εφεσείοντα με τρεις λόγους έφεσης οι οποίοι άπτονται της «πλημμελούς» άσκησης της «διακριτικής» ευχέρειας του Δικαστηρίου και της εσφαλμένης εφαρμογής του νέου τροποποιητικού καθεστώτος του Νόμου προβάλλοντας έντονα τη θέση ότι το κτήμα και οι ιδιοκτήτες του δεν εμπίπτουν στον όρο «Τουρκοκυπριακή περιουσία» και «Τουρκοκύπριος».

 

Στις 3/11/2021, ημερομηνία, κατά την οποία η έφεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, η συνήγορος του εφεσίβλητου έθεσε θέμα μη ύπαρξης εννόμου συμφέροντος του εφεσείοντα.  Για τούτο δόθηκε χρόνος ώστε οι συνήγοροι να ετοιμάσουν και ετοίμασαν συμπληρωματικές αγορεύσεις για το θέμα, το οποίο αν και δεν ετέθη και δεν εξετάστηκε πρωτόδικα, ωστόσο εν όψει του ουσιώδους ζητήματος που εγείρει, το οποίο είναι δημοσίου συμφέροντος, αυτό μπορεί να εξεταστεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (Χατζηκυριάκου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 261).  Με δεδομένο πως η απάντηση επί του ερωτήματος της ύπαρξης ή ανυπαρξίας εννόμου συμφέροντος είναι καταλυτικής σημασίας για την τύχη της έφεσης.

 

Αμφότεροι οι συνήγοροι επικαλέστηκαν αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου, οι οποίες είχαν εξετάσει παρόμοιο θέμα και τις σχολίασαν εκτενώς στα περιγράμματα τους.  Με τον μεν συνήγορο του εφεσείοντα, να ισχυρίζεται πως δεν τυγχάνουν εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, το δε συνήγορο του εφεσίβλητου να επικαλείται την εφαρμογή τους.

 

Δεν θα σχολιάσουμε τα αποφασισθέντα στις δύο επικαλούμενες αποφάσεις του εν λόγω Δικαστηρίου για ευνόητους λόγους δεδομένου ότι έχουν εφεσιβληθεί.

 

Αποτελεί περαιτέρω τη θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα πως το ζήτημα του έννομου συμφέροντος δεν μπορεί να κριθεί αποσπασματικά και/ή χωρίς την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης διότι κατ’ ουσία η θέση του, είναι πως το ακίνητο που αγόρασε δυνάμει του πωλητηρίου εγγράφου, δεν αποτελεί «Τουρκοκυπριακή περιουσία» όπως αυτή καθορίζεται από το άρθρο 2 του Νόμου και ως εκ τούτου ουδέποτε περιήλθε υπό την Κηδεμονία του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών περιουσιών.

 

Έχουμε εξετάσει με τη δέουσα προσοχή τις θέσεις και επιχειρηματολογία των συνηγόρων.

 

Η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα πως το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος θα πρέπει να κριθεί λαμβάνοντας υπόψη την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Αποτελεί γνωστή νομολογιακή αρχή ότι κατά την εξέταση της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία που αφορούν την ουσία της υπόθεσης (Οικονομίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας Κάτω Ακουρδάλιας (1990) 3 ΑΑΔ 928, Παύλος Ιεροδιακόνου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή Υπουργού Άμυνας και/ή Αρχηγού Εθνικής Φρουράς (1998) 3 ΑΑΔ 419).

 

Το Άρθρο 146 του Συντάγματος καθορίζει πως η προσφυγή ασκείται από κάθε πρόσωπο του οποίου προσεβλήθη ευθέως με την απόφαση, πράξη ή παράλειψη, ίδιον, ενεστώς έννομο συμφέρον.

 

Ο Νόμος 139/1991 ρυθμίζει ζητήματα περιουσιών οι οποίες βρίσκονται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και ιδιοκτήτες αυτών είναι Τουρκοκύπριοι με διαμονή στα Κατεχόμενα εδάφη.  Σημαντικός σκοπός του Νόμου (άρθρο 7) είναι όπως κατά την άσκηση της αρμοδιότητας του Κηδεμόνα, παράλληλα με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των Τουρκοκυπρίων Ιδιοκτητών, να μεριμνά για την εξυπηρέτηση των αναγκών των εκτοπισμένων.

 

Σύμφωνα με το Νόμο «έκρυθμη κατάσταση» σημαίνει την εκ της τουρκικής εισβολής δημιουργηθείσα κατάσταση, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίηση του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίσει την ημερομηνία λήξης της.

 

Για τούτο για την αλλαγή ιδιοκτησίας των περιουσιών που ανήκουν σε Τουρκοκύπριο απαιτείται η συγκατάθεση του Κηδεμόνα.

 

Στα πλαίσια των εξουσιών του Κηδεμόνα για διασφάλιση των συμφερόντων Τουρκοκυπρίων και εκτοπισμένων, παρέχεται διά του άρθρου 3 του Ν. 39(Ι)/2010 δυνατότητα άρσης της διαχείρισης της Τουρκοκυπριακής περιουσίας υπό ορισμένους όρους και προϋποθέσεις, τις οποίες ο Κηδεμόνας, έκρινε στην εξεταζόμενη περίπτωση πως δεν συντρέχουν.

 

Κρίνουμε πως άμεσο προσωπικό έννομο συμφέρον έλκει από την απόφαση της εφεσίβλητης ο ιδιοκτήτης της περιουσίας, εδώ ο διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα και πωλητής του κτήματος. Αυτός έχει το δικαίωμα κατοχής και ιδιοκτησίας, το οποίο προστατεύεται από το Σύνταγμα και το οποίο ο Νόμος σκοπεί να προστατεύσει, όπως υποδείχθηκε μεταξύ άλλων στην υπόθεση Perihan Mustafa Korkut ή Eyiam Perihan ν. Γεωργίου διά του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του Χαράλαμπου Χ. Ζόππου (2008) 1 ΑΑΔ 905, στην οποία επαναλήφθηκε πως «ο Τ.Κ ιδιοκτήτης δεν αποστερείται της περιουσίας του, της οποίας, βέβαια, εξακολουθεί να είναι κύριος.  Η κυριότητα της περιουσίας αυτής περιορίζεται μόνο ως προς τις δυνατότητες αποξένωσης της.» (Δέστε επίσης Ahmet Mulla Suleyman v. Δημοκρατίας κ.α. (2007) 4 ΑΑΔ 312).

 

Ο αγοραστής/εφεσείων δεν έχει δικαίωμα, κατοχής ή ιδιοκτησίας του κτήματος, πλην μιας προσδοκίας να καταστεί ιδιοκτήτης η οποία δεν του προσδίδει το χαρακτηρισμό του ιδιοκτήτη (απόφαση ΕΔΑΔ Αpostolos Georgiou v. Cyprus and other applications, Application no. 4845/09, dated 28/8/2012).

 

Ο εφεσείων έλκει τα οποιαδήποτε έννομα δικαιώματα του, από τη σύμβαση αγοραπωλησίας την οποία συνομολόγησε με τον πωλητή του κτήματος.

 

Τυχόν αδυναμία εκτέλεσης της καθώς και μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του πωλητή, προσφέρει στον εφεσείοντα αγοραστή, δικαιώματα και θεραπείες όπως αυτές προβλέπονται από σχετικούς Νόμους.

 

Στην ONeill v. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 260, η οποία αφορούσε Τουρκοκυπριακή περιουσία, και απαιτείτο η συγκατάθεση του Κηδεμόνα για παραχώρηση της σε τρίτο πρόσωπο, κρίθηκε ότι ο ενοικιαστής δεν είχε έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την παραχώρηση της σε τρίτο πρόσωπο.

 

Σημαντικό για την κρίση μας το γεγονός ότι δεν αμφισβητείται, ότι απαιτείτο για τη μεταβίβαση της επίδικης περιουσίας, η συγκατάθεση του Κηδεμόνα, γι’ αυτό και υποβλήθηκαν τα αναγκαία προς το σκοπό αυτό έγγραφα.  Εκείνο που αμφισβητείται είναι η ορθότητα της απόφασης του Κηδεμόνα.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Korkut Perihan Mustafa (ανωτέρω), έκρινε πως καμιά σύμβαση αγοραπωλησίας περιουσίας υποκείμενης στην κηδεμονία του Κηδεμόνα δεν μπορεί να θεωρείται έγκυρα συναφθείσα, χωρίς την προηγούμενη έγκριση του Κηδεμόνα.  Επομένως το συμφέρον και δικαίωμα του εφεσείοντα θα πρέπει να εδράζεται σε νόμιμη σύμβαση και όχι σε πράξη η οποία δεν έχει εγκριθεί από το αρμόδιο όργανο.

 

Σημειώνουμε πως ο ίδιος ο πωλητής/ιδιοκτήτης, ο οποίος μαζί με τον εφεσείοντα καταχώρησαν τα αναγκαία έγγραφα στο Κτηματολόγιο και επίσης έλαβε την απάντηση/απόφαση του εφεσίβλητου, η οποία απευθυνόταν και στους δύο, αδιαφόρησε και/ή αμέλησε να ασκήσει προσφυγή για ακύρωση της πράξης.  Η παράλειψη δε αυτή, δεν προσδίδει στον εφεσείοντα δικαιώματα τα οποία δεν κέκτηται.

 

Κρίνουμε συνεπώς πως η προσβολή της νομιμότητας της απόφασης του εφεσίβλητου και στη συνέχεια η καταχώρηση έφεσης εκ μέρους του εφεσείοντα είναι απαράδεκτη αφού καταχωρήθηκε από πρόσωπο, στερημένο εννόμου συμφέροντος.

 

Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται.

Επιδικάζονται έξοδα €3.000 υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα.

 

                                                      Α. Λιάτσος, Δ.

 

                                                      Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.

 

                                                      Δ. Σωκράτους, Δ.

 

                                                      Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

 

                                                      Ν. Σάντης, Δ.

/Κας

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο