ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΝΤΑΦΙΑΝΟΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 108/2015, 3/6/2022

ECLI:CY:AD:2022:C227

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                             (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 108/2015)

 

 

3 Ιουνίου, 2022

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΝΤΑΦΙΑΝΟΣ,

         

                                                                             Εφεσείων,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

                                                           Εφεσίβλητης,

…………

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για Α.Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

…………..

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Σάντη, Δ.:

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: O Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση ημερομηνίας 3.9.15 («η Πρωτόδικη Απόφαση») διά της οποίας το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την αναθεωρητική του δικαιοδοσία («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») απέρριψε την Προσφυγή 1138/13 κατά της απορριπτικής απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας («ο Αρχηγός») ημερομηνίας 21.12.12 - που είχε κοινοποιηθεί προς τον Εφεσείοντα με επιστολή ημερομηνίας 14.2.13 («η επιστολή») - και για την οποία ο Εφεσείων έλαβε δέουσα γνώση την 25.2.13 πληροφορούμενος «… ότι απορρίφθηκε η εισήγηση του Διοικητού για επ' ανδραγαθία προαγωγή του στο βαθμό Λοχία» («η προσβαλλόμενη απόφαση»).

        Κοντολογίς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως ο Αρχηγός ενάσκησε αρμοδίως και καταλλήλως τις εξουσίες του αιτιολογώντας καλώς και ευλόγως την προσβαλλόμενη απόφαση.

        Ο Εφεσείων λέγει ότι η Πρωτόδικη Απόφαση είναι λαθεμένη.

        Το υποστηρίζει αυτό με τρεις λόγους έφεσης.

        Με τον λόγο έφεσης 1, ο Εφεσείων προτάσσει ότι κακώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε και εφάρμοσε την Γεωργίου και Άλλων ν. Παναγή (1997) 3 Α.Α.Δ. 81, όπου «… κρίθηκε το ανέλεγκτο της απόφασης για προαγωγή επ’ ανδραγαθία, και ως συνέπεια τούτου εσφαλμένα απέρριψε τους ισχυρισμούς … περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας εκ μέρους του Αρχηγού Αστυνομίας, αποφασίζοντας ότι σε περίπτωση άρνησης προαγωγής επ’ ανδραγαθία, η διοίκηση δεν υποχρεούται να δώσει αιτιολογία» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και οι υπόλοιπες στο ανά χείρας κείμενο).

        Διά του λόγου έφεσης 2, ο Εφεσείων υποβάλλει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένως δεν εξέτασε τον ισχυρισμό του περί παραβίασης της αρχής της ισότητας, κρίνοντας πως η θέση του Εφεσείοντα εκφεύγει της εμβέλειας ελέγχου τής προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώντας «… ότι δήθεν προβλήθηκε ο ισχυρισμός αυτός αόριστα και χωρίς αναφορά στις άλλες περιπτώσεις που προήχθησαν επ’ ανδραγαθία».

        Με τον λόγο έφεσης 3, πλήττεται η κατά τον Εφεσείοντα παράλειψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει τον ισχυρισμό ότι δεν δόθηκε σε αυτόν δικαίωμα να ακουστεί πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

        Είναι αναγκαίο να αναφερθούμε στο ιστορικό της υπόθεσης.

        Τούτο, θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση των όσων έπονται.

        Την 19.12.12, με ρητή επίκληση τον Κανονισμό 10(2) και (4) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών ΚΔΠ 214/04ΚΔΠ 214/04») - που εκδόθηκαν δυνάμει του Άρθρου 17(8) του Περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/04 - ο πρώην Διοικητής της Μονάδας της Προεδρικής Φρουράς («ο Διοικητής»), με την επιστολή (προς τον Αρχηγό) υπέβαλε αίτημα, ως το Παράρτημα 1 στην Ένσταση το αίτημα») για επ’ ανδραγαθία προαγωγή του Εφεσείοντα στον επόμενο βαθμό (Λοχία), γράφοντας και αυτά:

«…………………………………………………………..………………………..

Ο Αστυφ. 577, Γιάννος Σανταφιανός ενεγράφη στην Αστυνομία στις 18 Ιανουαρίου, 1993.

Από την εγγραφή του στην Αστυνομία έχει υπηρετήσει με επιτυχία σε διάφορες υπηρεσίες πρώτης γραμμής διερεύνησης με τις καλύτερες εντυπώσεις και από τις 13 Μαρτίου 2008 μέχρι και σήμερα υπηρετεί στην Μονάδα Προεδρικής Φρουράς.

Πρόκειται για ευσυνείδητο αστυνομικό, αφοσιωμένο στα καθήκοντα που εκτελεί υπερβαίνοντας αρκετές φορές τα όρια της συνήθους εκτέλεσης των καθηκόντων του και των υποχρεώσεων του, θέτοντας έτσι σε πραγματικό κίνδυνο τη ζωή αλλά και τη ασφάλεια της οικογένειας του.

Επιβεβαίωση τούτου είναι ότι καθημερινά σπαταλά πολλές ώρες εκτός υπηρεσίας, με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών που σχετίζονται με εγκληματικές δραστηριότητες του υποκόσμου.

Πρόσφατα σε τρεις περιπτώσεις συνέλεξεν πληροφορίες από τις οποίες ανευρέθηκαν - και παραλήφθηκαν από την Αστυνομία όπλα, πυρομαχικά και εκρηκτικές ύλες.

H πρώτη περίπτωση αφορά τον εντοπισμό μεγάλης ποσότητας εκρηκτικών υλών, στην περιοχή Στροβόλου στη Λ/σια. Συγκεκριμένα την 01 Νοεμβρίου, 2012 και ώρα 2130, εντόπισε ποσότητα εκρηκτικών υψηλής ισχύος και θέτοντας σε πραγματικό κίνδυνο τη ζωή του, διευθέτησε όπως τα πιο πάνω εκρηκτικά παραληφθούν από το ΤΑΕ Λ/σια:

1. 30 ράβδοι εκρηκτικής ύλης υψηλής ισχύος τύπου« ΠΕ4Α»

2. 16 ηλεκτρονικοί πυροκροτητές

3. 3 τεμάχια βραδύκαυστου παραγώγου σχοινιού και

4. 1 τεμάχιο ακαριαίου εκρηκτικού σχοινιού.

Δεύτερη περίπτωση είναι ο εντοπισμός μεγάλης ποσότητας οπλισμού παρά το χωριό Κελλάκι της Επαρχίας Λ/σου. Στις 11 Μαΐου, 2012 ο πιο πάνω Αστυφύλακας ενημέρωσε τον Υπαστυνόμο A. Ιωάννου φ/δι Μ.Π.Φ ότι στο βουνό «Ληστοβουνος» υπήρχε μεγάλη ποσότητα οπλισμού. Ο πιο πάνω Υπαστυνόμος με την σειρά του ενημέρωσε την ΚΥΠ και μετά από έρευνες στην περιοχή εντοπίστηκαν τα ακόλουθα:

1.       Δύο χειροβομβίδες

2.       Ποσότητα άσπρης πλαστικής στερεάς ύλης που ομοιάζει με εκρηκτική ύλη C

3.       Μία ράβδο δυναμίτιδας

4.       Τεμάχιο βραδύκαυστου παραγωγού σχοινιού

5.       Ένα πιστόλι με ένδειξη STARTER AUTOMATIC PISTOL με άδεια γεμιστήρα από την οποία λείπει το ελατήριο

6.       Ένα ασύρματο μάρκας MOTOROLS GP 340

7.       Ένα πιστόλι τύπον ΠΕΝΝΑ

8.       172 πλήρη φυσίγγια πυροβόλου όπλου

9.       Ένα εκπαιδευτικό βλήμα όλμου 60 χιλιοστών

10.  Επτά κοινούς πυροκροτητές

11.  Ένα κοντάκι πυροβόλου όπλου με το μηχανισμό σκανδάλης

12.  Κάνες κυνηγετικού όπλου μαζί με το παρακόντακο

13.  Ένα μονόκαννο κυνηγετικό όπλο μάρκας GREENER'S GP GUN        με αρ. Ο G70562

14.  Ένα αυτόματο πυροβόλο όπλο τύπον AK 47 με αριθμό κατασκευής 16382

15.  Ένα αεροβόλο πιστόλι με αριθμό κατασκευής 00443.

 

Επίσης στις 06 Νοεμβρίου, 2012 και περί ώρα 2150 στην περιοχή παρά του κυκλικού κόμβου Ανθούπολης, μετά από δικήν του πληροφορία ανευρέθηκε και παραλήφθηκε από το ΤΑΕ Λ/σιας ένα ένφορτο πιστόλι με δέκα πλήρη φυσίγγια.

Ο Αστυφ. 577 επιδεικνύει ασυνήθιστη ικανότητα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και αποδεδειγμένα έχει επιδείξει αξιόλογο ενδιαφέρον, ζήλο και αφοσίωση προς την υπηρεσία του πέραν του συνήθους, κατά τα τελευταία δώδεκα χρόνια της υπηρεσίας του.

Μπορώ να αναφέρω μετά βεβαιότητας, ότι ο πιο πάνω Αστυφύλακας πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για προαγωγή με βάση των πιο πάνω Κανονισμών.

………..…..………………………………………….…………………………..».

 

        Ο Αρχηγός, μελετώντας το αίτημα στη βάση του Κανονισμού 10, ΚΔΠ 214/04 (που διέπει το θέμα της προαγωγής μελών της Αστυνομίας για ανδραγαθία ή και λόγω ασυνήθιστων ικανοτήτων), έκρινε διά χειρόγραφου σημειώματος ημερομηνίας 21.12.12 επί της επιστολής το χειρόγραφο σημείωμα»), ότι δεν πληρούνταν τα απαιτούμενα για προαγωγή του Εφεσείοντα, εισηγούμενος εξέταση του θέματος από το Μόνιμο Εξεταστικό Συμβούλιο, κατά την Αστυνομική Διάταξη 1/18, Μετάλλια, Ηθικές και Υλικές Αμοιβές, ημερομηνίας 18.9.09η ΑΔ 1/18»).

        Το χειρόγραφο σημείωμα έλεγε και τούτα:

 

«Β/Α (Δ)

(ως Πρόεδρο Μόνιμου Εξεταστικού Συμβουλίου)

Αφού μελέτησα προσεκτικά τόσο το περιεχόμενο της παρούσας (σημ: εννοεί την επιστολή 19.12.12 στο σώμα της οποίας γράφτηκε το σημείωμα) όσο και τον Καν.10 που διέπει το θέμα της προαγωγής μελών για ανδραγαθία ή λόγω ιδιαίτερων ικανοτήτων, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για προαγωγή του Αστυφ.577 Γ. Σανταφιανού.

Η παρούσα να εξεταστεί στα πλαίσια του Μόνιμου Εξεταστικού Συμβουλίου, του οποίου προεδρεύετε, παρακαλώ (…)».

 

        Το Μόνιμο Εξεταστικό Συμβούλιο σε συνεδρία ημερομηνίας 25.1.13, αποφάσισε ομόφωνα να μην εισηγηθεί την απονομή ηθικής αμοιβής στον Εφεσείοντα αλλά την απόδοση συγχαρητηρίων από τον Διοικητή και τη μελέτη τού ενδεχομένου μετάθεσης του « στην ΚΥΠ ή στην ΥΣΕΑΠ» (βλ. Παράρτημα 2/Ένσταση).

        Ο Διοικητής πληροφορήθηκε για τα καθέκαστα την 14.2.13.

        Την 18.4.13 ο Εφεσείων ζήτησε επανεξέταση του αιτήματος.

        Επέμεινε, ότι συνέτρεχαν τα προαπαιτούμενα του Κανονισμού 10, ΚΔΠ 214/04, ώστε να στοιχειοθετείται η επ’ ανδραγαθία προαγωγή του « κατ’ εφαρμογήν και της γενικότερης πολιτικής που ακολουθείται ».

        Προσθέτως, υπέβαλε ότι η προαγωγή του στοιχειοθετούνταν και κατά τον Κανονισμό 10(4), ΚΔΠ 214/04 (και όχι μόνο για ανδραγαθία ως οι προβλέψεις του Κανονισμού 10(2), ΚΔΠ 214/04), θέση που είχε προταθεί συναφώς από τον Διοικητή στο αίτημα.

        Η αξίωση για επανεξέταση απορρίφθηκε την 23.4.13.

        Αυτά ως προς τα βασικά γεγονότα.

        Πρώτα, παραθέτουμε τον Κανονισμό 10, ΚΔΠ 214/04.

        Τούτο, θα επικουρήσει στην καλύτερη κατανόηση των πραγμάτων.

        Ο Κανονισμός 10, ΚΔΠ 214/04, έχει ως εξής:

«10(1) Ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες διατάξεις των παρόντων Κανονισμών, Αρχηγός, με έγκριση του Υπουργού, δύναται να προαγάγει μέλος της Δύναμης για ανδραγαθία στον αμέσως επόμενο βαθμό από αυτόν που κατέχει και μέχρι το βαθμό Ανώτερου Υπαστυνόμου, έστω και αν το μέλος αυτό δεν κατέχει τα προσόντα που απαιτούνται για προαγωγή του.

 

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ο όρος «ανδραγαθία» σημαίνει πράξη που θέτει σε πραγματικό κίνδυνο τη ζωή του μέλους που την εκτελεί και η οποία λόγω του επικίνδυνου του χαρακτήρα της υπερβαίνει τα όρια της συνήθους εκτέλεσης των καθηκόντων και υποχρεώσεων του, όπως αυτά καθορίζονται στον περί Αστυνομίας Νόμο και τους εκάστοτε ισχύοντες περί Αστυνομίας (Γενικούς) Κανονισμούς:

 

Νοείται ότι η ανδραγαθία διαπιστώνεται μετά από έκθεση γεγονότων του υπεύθυνου της μονάδας ή του κατά τόπον ή καθ΄ ύλην υπεύθυνου Αστυνομικού Διευθυντή και αιτιολογείται ειδικά.

 

(3) Προαγωγή με βάση την παράγραφο (1) του παρόντος Κανονισμού διενεργείται χωρίς καθυστέρηση και, εν πάση περιπτώσει, το αργότερο μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία που εκτελέστηκε η πράξη ανδραγαθίας.

 

(4) Ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες διατάξεις των παρόντων Κανονισμών, ο Αρχηγός δύναται, με την έγκριση του Υπουργού, να προαγάγει Αστυφύλακα σε Λοχία ή Λοχία σε Υπαστυνόμο, νοουμένου ότι αυτός επιδεικνύει ασυνήθιστη ικανότητα κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή αποδεδειγμένα έχει επιδείξει ιδιαίτερα αξιόλογο ενδιαφέρον, ζήλο και αφοσίωση προς την υπηρεσία πέραν του συνήθους κατά τα τελευταία δώδεκα χρόνια της υπηρεσίας του και έχει ιδιάζουσα κλίση σε εξειδικευμένη εργασία, ανεξάρτητα του αν κατέχει τα προσόντα που απαιτούνται για προαγωγή του.

 

(5) Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ο όρος «εξειδικευμένη εργασία» σημαίνει εργασία για την επιτέλεση της οποίας απαιτούνται υψηλού επιπέδου εξειδικευμένες γνώσεις που το μέλος αποκτά με μελέτη και/ή πρακτική εξάσκηση και η οποία εργασία δεν μπορεί να επιτελεσθεί ικανοποιητικά από άλλο, συστημένο από το Συμβούλιο Κρίσης, μέλος».

 

        Προχωρούμε στο διά ταύτα.

        Εν σχέσει προς τον λόγο έφεσης 1, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Εφεσείοντα διατείνεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τη νομολογία - ήτοι την Γεωργίου και Άλλων ν. Παναγή και Άλλων (1997) 3 Α.Α.Δ. 81 - εκλαμβάνοντας πως σε περίπτωση άρνησης προαγωγής επ’ ανδραγαθία, η Διοίκηση δεν υποχρεούται να παράσχει σχετική αιτιολογία και ότι ο Αρχηγός είχε στην προκειμένη περίπτωση υποχρέωση να εξετάσει τη φερόμενα τεκμηριωμένη εισήγηση του Διοικητή για να διαπιστώσει (με σωστή έρευνα και αιτιολογία) αν τα όσα ανέφερε ο Διοικητής συνιστούσαν (ή όχι) ανδραγαθία, αν δε διαφωνούσε, να αιτιολογήσει πειστικώς την απόρριψη της εισήγησης του Διοικητή.

        Η Εφεσίβλητη υιοθέτησε πλήρως την Πρωτόδικη Απόφαση (και επί του υπό ανάλυσιν σημείου).

        Συγκλίνουμε με τις θέσεις του Εφεσείοντα.

        Εξηγούμε.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - και το λέμε με απόλυτο σεβασμό - φαίνεται, όντως, να μην απέδωσε με τον καλύτερο τρόπο τον δικαστικό λόγο στην Γεωργίου και Άλλων ν. Παναγή και Άλλων (1997) 3 Α.Α.Δ. 81.

        Αυτό, γιατί, δεν αναφύεται από τα όσα τούτο κατέγραψε ως σκεπτικό, ότι (ως επεσήμανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο) «… η άρνηση παροχής επ’ ανδραγαθία προαγωγής δεν χρήζει αιτιολογίας» (η έμφαση δική μας).

        Η αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν εκφράζει επακριβώς τη συναρτώμενη προς το θέμα νομολογία.

        Εκείνο που συνάγεται από τη νομολογία είναι ότι, παρόλο που απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία σε περιπτώσεις προαγωγής επ’ ανδραγαθία, αυτό δεν υποδηλώνει (κατά απαρέγκλιτη και συνακόλουθη ερμηνευτική), πως δεν απαιτείται αιτιολογία και εκεί όπου τέτοια αιτήματα απορρίπτονται.

        Απαιτείται.

        Το αποσαφηνίζουμε.

        Στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παπαευτυχίου και Άλλων (2010) 3 Α.Α.Δ. 309, 313, η Ολομέλεια με παραπομπή στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959), σελ. 394, υπογράμμισε ότι η επ’ ανδραγαθία προαγωγή αποτελεί εξαιρετικό μέτρο «… και μόνο η απονομή της χρήζει ειδικότερης αιτιολογίας, όχι όμως και η άρνηση παροχής της …», και πως η αιτιολογία άρνησης παροχής του εξαιρετικού αυτού μέτρου (τής προαγωγής επ’ ανδραγαθία) μπορεί να εξαχθεί και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (ο τονισμός είναι δικός μας).

        Με άλλα λόγια, δεν θα υπήρχε καν λόγος για την αναφορά στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παπαευτυχίου και Άλλων (2010) 3 Α.Α.Δ. 309  - ή και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959) - στα περί εξαγωγής αιτιολογίας από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, αν δεν απαιτούνταν καθόλου αιτιολογία για την άρνηση της Διοίκησης να εγκρίνει τέτοιο αίτημα προαγωγής επ’ ανδραγαθία.

        Πέραν τούτου, σύμφωνα με το Άρθρο 26(1) του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99 ο Ν.158(Ι)/99»), διοικητικές πράξεις που εκδίδονται έπειτα από ενάσκηση διακριτικής εξουσίας, πρέπει να είναι αρκούντως και δεόντως αιτιολογημένες, ιδίως (όπως εν προκειμένω), αν τούτες είναι δυσμενείς για τον διοικούμενο και αντιτίθενται, ως προς το περιεχόμενο τους, με προηγηθείσα γνωμοδότηση, πρόταση, εισήγηση ή έκθεση αρμόδιου οργάνου, ή με στοιχεία του διοικητικού φακέλου.  

        Επισημαίνουμε σχετικώς δύο τινά.

        Πρώτον, η επίδικη περίπτωση, ποσώς εμπίπτει σε εκείνες που - κατά το Άρθρο 27, Ν.158(Ι)/99 - δεν απαιτούν αιτιολογία, και τούτο διότι η απόφαση του Αρχηγού εκδόθηκε ύστερα από ενάσκηση διακριτικής εξουσίας, με αυτόν να μην αποδέχεται το αίτημα, και με την απόφαση του να είναι δυσμενής για τον Εφεσείοντα δίχως τούτη να κατατάσσεται στην κατηγορία των πράξεων για τις οποίες προβλέπεται ρητώς (διά νόμου), πως δεν χρειάζονται αιτιολογία.

        Δεύτερον, δοσμένου πως ο Αρχηγός αναφέρθηκε στο χειρόγραφο σημείωμα στην επιστολή του Διοικητή (ως Προϊσταμένου του Εφεσείοντα), η γνώμη του τελευταίου, ως εκ της απόφασης του να μην ασπασθεί την άποψη του Διοικητή, έπρεπε να τύχει συγκεκριμένης και αιτιολογημένης αναφοράς.

        Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959), σελ. 193, αναφέρεται πως όταν «… ο νόμος απαιτεί απλήν γνώμην, το αποφασίζον όργανον οφείλει μεν να προκαλέση και ακούση την γνώμην, δεν οφείλει όμως να συμμορφωθή προς αυτήν, δυνάμενον να αποστή ταύτης. Αλλ’ εις την περίπτωσιν ταύτην, υποχρεούται να αιτιολογήση ειδικώς την απόκλισιν του από της γνώμης ταύτης …».

        Έτσι και εδώ.

        Δεν παρασχέθηκε τέτοια αιτιολογία από τον Αρχηγό.

        Ούτε και υπό αυτή την οπτική.

        Τούτο, σε αντιμαχία προς την ως άνω διατυπωθείσα αρχή.

        Ο Αρχηγός - κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 28, Ν.158(Ι)/99 - όφειλε να αιτιολογήσει σαφώς την προσβαλλόμενη απόφαση ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς τη συλλογιστική που την περιστοίχισε, με τους γενικούς χαρακτηρισμούς που τούτος χρησιμοποίησε (και οι οποίοι μπορεί να ισχύουν και για κάθε άλλη περίπτωση) - συμπεριλαμβανομένης της απλής υπόμνησης στον Κανονισμό 10, ΚΔΠ 214/04 - να μην συνθέτουν, στη βάση πάντοτε των γεγονότων που τώρα απασχολούν, επαρκή αιτιολογία (Κοινοπραξία A.D.T. - ΩΜΕΓΑ Α.Τ.Ε. και Άλλων ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 42/15, ημ. 12.1.22, Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, 273).

        Στην JMC Polytrade v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 294, οι εφεσείοντες υπέβαλαν μέσω των δικηγόρων τους γραπτή ένσταση προς τον Έφορο Εταιρειών για την εγγραφή εταιρείας με την ονομασία Polytrade Ltd, ισχυριζόμενοι ότι η χρήση του ονόματος, λόγω ομοιότητας, προκαλούσε σύγχυση με τη δική τους επιχείρηση και επωνυμία. Οι εφεσείοντες παρέθεσαν συγκεκριμένα γεγονότα και περιπτώσεις ζητώντας την ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του Εφόρου Εταιρειών για αλλαγή του ονόματος της Polytrade Ltd.

        Ο Έφορος Εταιρειών αποφάνθηκε ως ακολούθως:

«Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου, 1985 και σας πληροφορώ ότι κατά την γνώμη μου το πιο πάνω όνομα δεν θωρείται ανεπιθύμητο σύμφωνα με το άρθρον 18 του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113».

 

        Το Άρθρο 18 του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113 προέβλεπε ότι:

 

«18. No company shall be registered by a name which in the opinion of the Council of Ministers is undesirable».

 

        Ο Εφεσείων προσέβαλε τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης, με το πρωτόδικο δικαστήριο να μην αναφέρεται στον λόγο αυτό.

Η Ολομέλεια, αποδεχόμενη την έφεση, είπε και τα ακόλουθα:

 

«…………………………………….……………………………………..………Ο Έφορος, στην άσκηση της εξουσίας του, έχει διακριτική ευχέρεια, που πρέπει, όμως, να ασκείται σύμφωνα με το νόμο και τις αρχές του διοικητικού δικαίου, όπως αναπτύχθηκαν στη χώρα μας από την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας.

Η αιτιολογία αποτελεί την έκθεση πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη Διοίκηση στην απόφαση της, καθώς και παράθεση κριτηρίων με βάση τα οποία η Διοίκηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια. Είναι αναγκαία για την πληροφόρηση του διοικουμένου και για να είναι εφικτός και ευχερής ο δικαστικός έλεγχος. Κάθε διοικητική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

 

Η αιτιολογία πρέπει να είναι επαρκής και σαφής και να περιέχεται στη διοικητική απόφαση ή να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.

 

Το "ανεπιθύμητο", ("undesirable"), δεν μπορεί να κριθεί αυθαίρετα και υποκειμενικά από τον Έφορο. Η κρίση πρέπει να είναι με αντικειμενικά κριτήρια και η εξουσία να ασκηθεί με εύλογο τρόπο. Δεν χωρεί απεριόριστη διακριτική εξουσία στο δημόσιο δίκαιο. Η απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

 

Η παράθεση του νόμου και των διατάξεών του ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία - (βλ. Papageorghiou ν. Republic (1984) 3 C.L.R. 1348).

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, στη σελ. 186 αναφέρονται:-

"Γ. Επανάληψις διατάξεων νόμου.

Ίνα πληρωθή η προς αιτιολογίαν απαίτησις του νόμου, δέον αύτη να μη περιορίζεται εις γενικούς χαρακτηρισμούς δυναμένους να εφαρμοσθώσιν εις πάσαν περίπτωσιν, ουδέ να επαναλαμβάνη τας διατάξεις του νόμου, αλλά δέον να εκτίθενται τα πραγματικά στοιχεία, εφ' ων εβασίσθη η κρίσις του διοικητικού οργάνου. Ισοδυναμεί προς ανύπαρκτον αιτιολογίαν η επανάληψις των γενικών όρων του νόμου δυναμένων να τύχωσιν εφαρμογής επί οιασδήποτε περιπτώσεως: 424, 1921 (54)."

………………………………………………………………………………………

 

Η αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική, επαρκής και να ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου.

Στο φάκελο της Διοίκησης υπάρχει μόνο η αίτηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, ημερομηνίας 23 Ιανουαρίου, 1985, και η απάντηση του Εφόρου, ημερομηνίας 28 Ιανουαρίου, 1985, την οποία έχουμε παραθέσει πιο πάνω.

Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει αιτιολογία, ούτε στο φάκελο της Διοίκησης υπάρχει οτιδήποτε που να αναπληρώνει το κενό αυτό.

…………………………………………………….…………………………..….».

 

Τα ίδια, ισχύουν κατ’ αναλογίαν και εδώ.

       

        Ο Αρχηγός αναμενόταν λελογισμένως πως θα κατέγραφε στο χειρόγραφο σημείωμα και την έρευνα στην οποία προέβη - αν πραγματικά διενήργησε τέτοια έρευνα (μια που δεν υπάρχει σαφής ένδειξη περί τούτου) - όπως και τα ακριβή κριτήρια, που καθ’ υπόθεσιν, συνεκτίμησε για να διαφοροποιηθεί από τη γνώμη του Διοικητή, συγκεκριμενοποιώντας με αυτό τον τρόπο ποια από τούτα τα κριτήρια πληρούσε κατά τη γνώμη του ο Εφεσείων (εν όλω ή εν μέρει) και ποια όχι.

        Και γιατί.

        Δεν το έπραξε αυτό ο Αρχηγός, μολονότι είχαν τεθεί ενώπιον του συγκεκριμένα στοιχεία από τον Διοικητή που, εξ όψεως, φέρεται να  τεκμηρίωναν με παραπομπές σε γεγονότα, περιπτώσεις όπου εξαιτίας του επικίνδυνου χαρακτήρα τους, η ζωή του Εφεσείοντα τέθηκε σε πραγματικό κίνδυνο (και το ίδιο η ασφάλεια της οικογένειας του), με τον Εφεσείοντα να υπερβαίνει (κατά τον Διοικητή) «… αρκετές φορές τα όρια της συνήθους εκτέλεσης των καθηκόντων του και των υποχρεώσεων του …» αναλώνοντας καθημερινώς «… πολλές ώρες εκτός υπηρεσίας, με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών που σχετίζονται με εγκληματικές δραστηριότητες του υποκόσμου …».

        Δεδομένων των πιο πάνω, δεν μπορεί να συναχθεί από το χειρόγραφο σημείωμα, αιτιολόγηση τέτοιας φύσης και εμβέλειας, που να παρέχει αν μη τι άλλο το ελαχίστως απαιτούμενο θεμέλιο προς δικαστικό έλεγχο τής αναλυόμενης κρίσης του Αρχηγού (Ράφτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, 365-366).

        Συνεπώς, η αιτιολόγηση του Αρχηγού υπήρξε ελλιπέστατη.

        Κατά τρόπο αθεράπευτο και καθοριστικό.

 

        Έγινε προσέτι λόγος από την Εφεσίβλητη ότι ακόμη και αν ήθελεν θεωρηθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε ανεπαρκής εξ απόψεως αιτιολογίας, η τελευταία μπορεί να συμπληρωθεί ή και να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου, ώστε να καταστεί πρέπουσα (Κυπριανού και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ.1) (1994) 4(Β) Α.Α.Δ. 871, 876-877).

        Αυτή η προοπτική, ως αρχή, είναι κατά βάσιν και εφικτή και ορθή.

        Άλλο όμως η αρχή και άλλο η επί του εδάφους εφαρμογή της.

        Η εφαρμογή εξαρτάται και από τα περιστατικά τής κάθε περίπτωσης.

        Ως προς την ισχύουσα αρχή δεν παραβλέπουμε ότι - κατά τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959), σελ. 185-186 - η «… εκ του φακέλου αναπλήρωσις της ελλειπούσης αιτιολογίας δύναται να χωρήση μόνον, εφ’ όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλλου, διότι άλλως, το Σ.τ.Ε. θα έπρεπε ν’ αναζητήση και σταθμίση αυτό τα στοιχεία ταύτα, οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ’ ουσίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων …».

        Μολοντούτο, αναφορικώς προς την εφαρμογή τής υπό αναφοράν αρχής στα όσα κειμένως ενδιαφέρουν, δεν διαπιστώνεται από τον Προσωπικό Φάκελο του Εφεσείοντα, ως το Τεκμήριο 1 ο φάκελος») - με υπόψιν και τους κρίσιμους χρόνους - να αναδύεται ευθέως, αμέσως και εναργώς κάτι που, λελογισμένως, θα μπορούσε να συμπληρώσει ή να αναπληρώσει την υπό συζήτησιν αιτιολογία.

        Απεναντίας.

        Εντός του φακέλου υπάρχουν δύο καταθέσεις του Εφεσείοντα (Κυανά 239-240) - και δύο αντίστοιχα σημειώματα - ως και μία κατάθεση Υπαστυνόμου που υπηρετούσε ως υπεύθυνος του Γραφείου Ασφαλείας της Μονάδας Προεδρικής Φρουράς (Κυανούν 238), στις οποίες περιγράφονται συνθήκες και περιστάσεις που άπτονται (υποστηρικτικώς) στοιχείων και αναφορών στο αίτημα.

        Κατ’ επέκτασιν, η υπό πραγμάτευση αιτιολογία, δεν μπορεί να συμπληρωθεί από τον φάκελο.

        Αντιθέτως, αναδεικνύονται από εκεί, αντικειμενικώς, στοιχεία που επιτείνουν μάλλον, παρά αμβλύνουν, τα παρεπόμενα της αιτιολογικής ένδειας τής προσβαλλόμενης απόφασης.

        Δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα περισσότερο.

        Δικαιολογείται λοιπόν η παρέμβαση μας.

        Ο λόγος έφεσης 1 γίνεται αποδεκτός.

        Ένεκα της κατάληξης, δεν υπάρχει λόγος ενασχόλησης μας με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

        Η έφεση επιτυγχάνει.

 

        Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

        Το ίδιο, και η πρωτόδικη διαταγή ως προς τα έξοδα.

        Επιδικάζουμε υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης, έξοδα (πρωτοδίκως και κατ’ έφεσιν), ύψους €3.500,00 (συν ΦΠΑ αν υπάρχει).

                                               

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

                                                          Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

                                                          Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                                          Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο