ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΓΕΛΑΔΟΤΡΟΦΩΝ (ΠΟΑ) ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ v. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ (ΚΟΑΠ) κ.α., Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 35/2015, 3/6/2022

ECLI:CY:AD:2022:C222

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 35/2015)

 

3 Ιουνίου, 2022

 

 [ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΓΕΛΑΔΟΤΡΟΦΩΝ

(ΠΟΑ) ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

ν.

 

1. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ (ΚΟΑΠ),

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΝΤΟΣ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

____________________

Δ. Καΐλης για Προύντζος & Προύντζος ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 1.

Ειρ. Νεοφύτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 2.

____________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο προδικαστική ένσταση ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις στερούνται εκτελεστότητας, απέρριψε τις συνεκδικαζόμενες προσφυγές 897/2011, 901/2011, 934/2011, 639/2012 και 2222/2013.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, η σχέση μεταξύ των Εφεσειόντων - δημόσιας εταιρείας η οποία ασχολείται με την εμπορία γάλακτος και κρέατος, τα οποία παράγονται από τα μέλη της – και του Εφεσίβλητου 1 – νομικού προσώπου το οποίο ιδρύθηκε με βάση τον περί της ΄Ιδρυσης και Λειτουργίας του Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών Νόμου, Ν. 64(Ι)/2003 – ρυθμίζεται από έγγραφη συμφωνία. Η υπό αναφορά συμφωνία διέπει τις σχέσεις των δύο μερών, τον τρόπο εκτέλεσης των πληρωμών, τους ελέγχους που μπορεί να διενεργήσει ο Εφεσίβλητος 2, καθώς επίσης και τις υποχρεώσεις των Εφεσειόντων.

 

Με τις συνεκδικαζόμενες προσφυγές είχαν προσβληθεί οι ακόλουθες πράξεις / αποφάσεις:

 

Προσφυγή 897/2011: απόφαση ημερ. 27.4.2011 για μη έγκριση της υλοποίησης της τρίτης φάσης του προγράμματος Ενημέρωσης και Προώθησης Ευρωπαϊκών Γαλακτοκομικών Προϊόντων σε τρίτες χώρες σε Ρωσία – Ουκρανία.

 

Προσφυγή 901/2011: απόφαση ημερ. 16.5.2011 για μη εκτέλεση πληρωμών και άρνηση αποδέσμευσης της πρώτης εγγυητικής προκαταβολής του προγράμματος Ενημέρωσης και Προώθησης Ευρωπαϊκών Γαλακτοκομικών Προϊόντων σε τρίτες χώρες σε Ρωσία – Ουκρανία.

 

Προσφυγή 934/2011: απόφαση ημερ. 16.5.2011 για μη εκτέλεση πληρωμών του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Ενημέρωσης και Προώθησης Ευρωπαϊκών Γαλακτοκομικών Προϊόντων σε τρίτες χώρες σε Κουβέιτ – Ντουπάι.

 

Προσφυγή 639/2012: απόφαση ημερ. 3.2.2012 για λύση της σύμβασης του προγράμματος Ενημέρωσης και Προώθησης Ευρωπαϊκών Γαλακτοκομικών Προϊόντων σε τρίτες χώρες σε Ρωσία – Ουκρανία.

 

Προσφυγή 2222/2013: απόφαση ημερ. 20.3.2013 για μη εκτέλεση της πρώτης και δεύτερης φάσης του προγράμματος Ενημέρωσης και Προώθησης Ευρωπαϊκών Γαλακτοκομικών Προϊόντων σε τρίτες χώρες σε Ρωσία – Ουκρανία.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, οι Εφεσίβλητοι – καθ΄ ων η αίτηση, προέβαλαν προδικαστικώς ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις στερούνται εκτελεστότητας. Πυρήνας της εισήγησής τους ήταν η θέση ότι η εκτέλεση του υπό αναφορά προγράμματος διέπετο από σύμβαση και, ως εκ τούτου, ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και όχι του δημοσίου, προκειμένου να ήταν επιτρεπτή η ενεργοποίηση της πρωτόδικης δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταγράφοντας τον τρόπο αντίκρισης της μεταξύ των μερών νομικής σχέσης υπό το πρίσμα του ιδιωτικού ή του δημόσιου δικαίου, έκρινε ότι η μεταξύ των διαδίκων διαφορά «….. ουσιαστικώς απολήγει στον τρόπο εκτέλεσης της συμφωνίας και κατά πόσο υλοποιήθηκε η δέσμευση για προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων, ως προς τα καταβληθέντα ποσά.». Με αυτό ως δεδομένο, σημείωσε ότι «Η δυνατότητα επιβολής όρων δεν αποτελούσε άσκηση δημόσιας εξουσίας, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, αλλά εξουσία εκπηγάζουσα από την υπογραφείσα, μεταξύ των μερών, σύμβαση.». Ως απόρροια, κατέληξε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν ενέπιπταν στο χώρο του δημοσίου δικαίου.

 

Οι επτά λόγοι έφεσης, μέσω των οποίων προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση, στην ουσία συμπλέκονται. Περιστρέφονται γύρω από το ζήτημα της ορθότητας της πρωτόδικης προσέγγισης, ως προς την εκτελεστότητα των προσβαλλόμενων πράξεων. Προωθείται η θέση ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκαν εσφαλμένα οι αρχές που διέπουν τη διάκριση πράξεων οι οποίες ανάγονται στο δημόσιο και ιδιωτικό δίκαιο. Επιπρόσθετα, μέσω του δεύτερου λόγου έφεσης, προβάλλεται η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αιτιολογήσει επαρκώς, με συγκεκριμένη, για κάθε υπόθεση, αναφορά στους λόγους για τους οποίους κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και οι πέντε συνεκδικαζόμενες προσφυγές αφορούσαν και/ή ενέπιπταν στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου.

 

Ως απόσταγμα της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, μπορεί να καταγραφεί ότι η κατάταξη νομικής σχέσης κάτω από το πρίσμα του ιδιωτικού ή του δημόσιου δικαίου είναι έργο δύσκολο, το οποίο κινείται σε πολύ λεπτές γραμμές. «… το πεδίο του Δημοσίου Δικαίου διακρίνεται από το Ιδιωτικό Δίκαιο ανάλογα με τον σκοπό τον οποίο η νομοθεσία αποβλέπει να προάξει και το ενδιαφέρον του κοινού στη συγκεκριμένη λειτουργία και αποφάσεις.» (Tamasos Tobaco Supplies v. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 407, 413). «Το κύριο κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ πράξεων δημοσίου δικαίου και πράξεων ιδιωτικού δικαίου, είναι η φύση της ίδιας της πράξης και ο επιδιωκόμενος με την πράξη αυτή σκοπός.». Ο καθορισμός των αστικών δικαιωμάτων των πολιτών από πράξη ή απόφαση διοικητικού οργάνου κατά την άσκηση της εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας του, εκφεύγει του ελέγχου του Δικαστηρίου κάτω από το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος (Δρ. Γεωργίου ν. ΑΗΚ (1995) 3 ΑΑΔ 424, 434). Πράξεις των οργάνων του συμβαλλόμενου κράτους ή άλλου δημοσίου νομικού προσώπου, που αφορούν στην ερμηνεία ή την εκτέλεση συμβάσεων, όπου το κράτος ή το δημόσιο νομικό πρόσωπο είναι συμβαλλόμενοι, δεν προσβάλλονται δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως υπό του αντισυμβαλλομένου (Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Δεύτερη ΄Εκδοση, Παράγραφος 426).

 

Στη βάση των πιο πάνω νομικών αρχών και υπό το φως των δεδομένων της υπό κρίση περίπτωσης, αναπόφευκτη ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αποδοχή της προδικαστικής ένστασης των Εφεσιβλήτων περί έλλειψης εκτελεστότητας.

 

Ορθά κρίθηκε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις, στο σύνολό τους, ήταν απότοκο της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας και αποτέλεσμα των συμβατικών διαφορών των μερών. Η δυνατότητα επιβολής όρων ήταν εξουσία που εκπήγαζε από την υπογραφείσα μεταξύ των μερών σύμβαση. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν στη βάση των επίδικων συμβάσεων και δεν αφορούσαν γενικότερο συμφέρον, αλλά αποκλειστικά τους Εφεσείοντες, λόγω της συμβατικής τους σχέσης με τους Εφεσίβλητους 1 και ως επακόλουθο των συμβατικών διαφορών που προέκυψαν.

 

Ούτε το παράπονο των Εφεσειόντων περί παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή του, για κάθε ξεχωριστή υπόθεση, είναι βάσιμο. Η μεταξύ των μερών διαφορά, σε όλη της την έκταση, απέληγε στον τρόπο εκτέλεσης της μεταξύ τους συμφωνίας, ζήτημα που κάλυπταν οι προσβαλλόμενες από τις συνεκδικαζόμενες προσφυγές πράξεις. Συνεπώς, ουσιαστικά, είχαν κοινή, ομοιόμορφη, πραγματική και νομική βάση. Ως εκ τούτου, ορθά έτυχαν ενιαίας προσέγγισης και ανάλυσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €3.000 έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων.

 

 

                                            Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                            Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                            Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                            Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                            Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο