Α.Ν. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 89/2015, 3/6/2022

ECLI:CY:AD:2022:C233

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                             (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 89/2015)

 

 

3 Ιουνίου, 2022

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

 

Α.Ν.

         

                                                                             Εφεσείων,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2. ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

 ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

                                                           Εφεσίβλητοι,

…………

 

Γ. Πολυχρόνης μαζί με Γ. Εφφέ και Β. Αδάμου, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Χατζηχάννα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας μαζί με Σ. Πλατή, για τους Εφεσίβλητους.

…………..

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Σάντη, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Την 9.7.15 το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό την Αναθεωρητική του Δικαιοδοσία («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), απέρριψε την προσφυγή του Αιτητή («ο Εφεσείων») κατά της απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση («οι Εφεσίβλητοι») να τον θέσουν υπό κράτηση και να τον απελάσουν, ανακαλώντας ταυτοχρόνως και την άδεια παραμονής του στην Κυπριακή Δημοκρατία κηρύσσοντας τον ως απαγορευμένο μετανάστη.

        Θα αναφερθούμε πρώτα στα βασικά γεγονότα.

        Ο Εφεσείων είναι Έλληνας υπήκοος ο οποίος ήρθε στην Κύπρο το 2010. Την 25.4.11 νυμφεύτηκε με Ελληνοκύπρια, με την οποία τον Αύγουστο 2011 απέκτησε μία θυγατέρα. Την 25.7.11, έπειτα από αίτηση, του εκδόθηκε βεβαίωση εγγραφής πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την 8.2.13, καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης για αδικήματα που αφορούσαν σε ναρκωτικά, με μεγαλύτερη την ποινή τετραετούς φυλάκισης, αρχομένης της 10.12.12, για κατοχή κάνναβης με σκοπό την προμήθεια. Την 20.5.13 και ενώ ο Εφεσείων εξέτιε την ποινή στις Κεντρικές Φυλακές, ο γάμος του ζεύγους λύθηκε και η σύζυγος του εξασφάλισε διάταγμα (εκ συμφώνου) αποκλειστικής γονικής μέριμνας της ανήλικης θυγατέρας τους, ως και διάταγμα διατροφής.

        Την 26.3.15, η πρώην σύζυγος του Εφεσείοντα παρέδωσε χειρόγραφη επιστολή στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Πάφου, στην οποία ανέφερε μεταξύ άλλων, ότι αφορμή για τη διάλυση του γάμου ήσαν οι υπόνοιες που είχε η πρώην σύζυγος για εξωσυζυγική σχέση του Εφεσείοντα, πως τούτος ήταν βίαιος απέναντι της και δεν επεδείκνυε ενδιαφέρον κατά τη διάρκεια έκτισης της ποινής του να βλέπει το παιδί τους, ότι εξέφραζε φόβους για τη σωματική ακεραιότητα της ίδιας και της θυγατέρας τους και πως ο Εφεσείων δεν είχε λευκό ποινικό μητρώο ούτε στην Ελλάδα, όπου ενεχόταν σε διάφορα ποινικά αδικήματα, έχοντας προσέτι ασκήσει βία εναντίον της πρώην αρραβωνιαστικιάς του από την Ελευσίνα, η οποία εγκυμονούσε, με απόρροια αυτή να αποβάλει.

        Σε σχετική έκθεση της Αστυνομίας - η οποία εμπεριέχεται στον Διοικητικό Φάκελο (Ερυθρό 40) - αναφέρεται πως ο Εφεσείων έχει εν τω μεταξύ αρραβωνιαστεί με άλλην Ελληνοκύπρια από τα Πάνω Πολεμίδια, πως κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κύπρο εργαζόταν στην Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου και ότι «θέλει να παραμείνει στην Κύπρο 2-3 μήνες να διευθετήσει δουλειές που έχει και θα αναχωρήσει μόνος του». Την 8.4.15 ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης σε σημείωμα προς τον Υπουργό Εσωτερικών, εισηγήθηκε την έκδοση διατάγματος απέλασης του Εφεσείοντατο διάταγμα απέλασης»), ως ατόμου επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη, στη βάση της καταδίκης του σε τετραετή φυλάκιση, ενώ αναφέρθηκε και στους φόβους της πρώην συζύγου για τη σωματική ακεραιότητα της ίδιας και της θυγατέρας τους. Ο Υπουργός ενέκρινε την εισήγηση και ακύρωσε το πιστοποιητικό εγγραφής του Εφεσείοντα. Ακολούθως - και αυθημερόν (8.4.15) - εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης του Εφεσείοντα, με επακόλουθο την 9.4.15, ύστερα από πρόωρη αποφυλάκιση του Εφεσείοντα, τούτος να οδηγηθεί στα Κρατητήρια Μενόγειας.

        Αυτά ως προς τα γεγονότα που απασχόλησαν πρωτοδίκως.

        Ως προς την ουσία - και κοντολογίς - το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ήταν λογικό για τους Εφεσίβλητους να εκτιμήσουν αρμοδίως και με βάση την πρόσφατη τότε καταδίκη του Εφεσείοντα, ότι τούτος συνιστούσε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, αιτιολογώντας οι Εφεσίβλητοι ικανοποιητικώς τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που επέβαλλαν την απέλαση, και πως ο Εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις που θα μπορούσαν δυνητικώς να αντισταθμίσουν τον καλώς τεκμηριωμένο από την Διοίκηση λόγο περιφρούρησης της δημόσιας τάξης. Όλα αυτά, συμπέρανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφασίστηκαν από τους Εφεσίβλητους νομίμως και συνταγματικώς, διά δέουσας αιτιολογίας και έρευνας.

        Ο Εφεσείων αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση με έξι λόγους έφεσης.

        Παραπονείται, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέληξε πως η Διοίκηση δεν όφειλε να δώσει δικαίωμα ακρόασης στον Εφεσείοντα και ότι οι ισχυρισμοί τής πρώην συζύγου του δεν επίδρασαν στην επίμαχη κρίση (λόγος έφεσης 1), πως εξίσου λανθασμένως κρίθηκε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 29 του Περί του Δικαιώματος των Πολιτών και των Μελών της Οικογένειας τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στην Επικράτεια της Δημοκρατίας Νόμου 7(Ι)/07 Ν.7(Ι)/07») και πως η απόφαση για απέλαση (με την περικοπή να είναι αυτούσια όπως και όσες ακολουθούν) «… δεν στηρίχτηκε αφ εαυτής στην καταδίκη του ή/και ότι δεν υπήρξε παραβίαση … και των αντίστοιχων προνοιών της οδηγίας 2004/38/ΕΚ. Αυθέρετη αναφορά στο άρθρο 35 του Ν.7(Ι)/2007» (λόγος έφεσης 2), και ότι κακώς και πάλι, θεωρήθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν υπήρξε παραβίαση των Άρθρων 30(2) και 32, Ν.7(Ι)/07 (λόγοι έφεσης 3 και 4), ή του Άρθρου 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας το Σύνταγμα») ή και του Άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων ΔικαιωμάτωνΕΣΔΑ») «… και/ή ότι δεν παραβιάστηκαν τα άρθρα 2, 3, 9 και 16 του Περί της Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Παιδιού Κυρωτικό Νόμο του 1990, Ν.243/90» (λόγος έφεσης 5), ως και «… του άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των θεμελιωδών ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ελευθεριών» (λόγος έφεσης 6).  

        Σε πρώτο στάδιο απαιτείται - ως εκ των δυνητικών της επιπτώσεων στην τύχη της έφεσης - να ενασχοληθούμε με τη θέση των Εφεσίβλητων (στο περίγραμμα αγόρευσης τους), πως το αντικείμενο της έφεσης έχει πλέον εκλείψει αφού, ως προκύπτει αδιαμφισβητήτως από τον Διοικητικό Φάκελο (βλ. Ερυθρό 370), το διάταγμα απέλασης εκτελέστηκε την 20.7.15.

        Συμφώνως των όρων του διατάγματος απέλασης (βλ. Παράρτημα 12/Ένσταση), διατάχθηκε όπως ο Εφεσείων «… απελαθεί στην Ελλάδα και αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, βάσει των προνοιών του άρθρου 32(3) των περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμο του 2007-2013, [το συντομότερο δυνατόν και όχι νωρίτερα από ένα μήνα] ή [πάραυτα, για τους λόγους που αναφέρονται στην επισυναπτόμενη έκθεση] και στην συνέχεια να παραμείνει εκτός της Δημοκρατίας για περίοδο 3 ετών…».

        Το ότι το διάταγμα απέλασης έχει εκτελεστεί, δεν καθιστά άνευ ετέρου - ως ευστόχως υπέδειξε ο κ. Πολυχρόνης - την έφεση άνευ αντικειμένου, αφού, ακριβώς, η όποια θετική για τον Εφεσείοντα απόληξη της παρούσας έφεσης, θα μπορούσε, αναλόγως, να συναποτελέσει θεμέλιο για διεκδίκηση από μέρους του, αποζημιώσεων για φερόμενη παραβίαση δικαιωμάτων εν σχέσει προς τα αφορώντα στο διάταγμα απέλασης και στις επιπτώσεις εκτέλεσης του για το πρόσωπο του Εφεσείοντα (Stoyanov v. Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλων, Α.Ε. 147/12, ημ. 2.7.18).

        Η θέση των Εφεσίβλητων απορρίπτεται.

        Προχωρούμε με τους λόγους έφεσης.

        Αναφορικώς προς τον λόγο έφεσης 1, ο Εφεσείων λέγει ότι η Διοίκηση όφειλε να του παράσχει δικαίωμα ακρόασης και πως, τελικώς, όπως και να έχουν τα πράγματα, το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί της πρώην συζύγου του Εφεσείοντα δεν επίδρασαν στην κρίση του Υπουργού Εσωτερικών, είναι αυθαίρετο.

        Δεν συμφωνούμε με τον Εφεσείοντα.

        Κατ’ αρχάς, η Διοίκηση δεν είχε υποχρέωση, υπό τις περιστάσεις, να ειδοποιήσει τον Εφεσείοντα για σκοπούς συνέντευξης, ακρόασης ή άλλα τέτοια τινά, πριν από την έκδοση του διατάγματος απέλασης (Salona Agency Ltd v. Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Α.Ε. 138/13, ημ. 4.12.19, Joudine και Άλλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 500, 512-513, Kedoum v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, 512).

        Προσθέτως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με παραπομπή και στον Διοικητικό Φάκελο - τον οποίο και ξεψάχνισε ως συνάγεται από το κείμενο της απόφασης - κατέληξε, ευλόγως θεωρούμε, ότι από πουθενά δεν προκύπτει στάθμιση από τη Διοίκηση, πόσω δε μάλλον αρνητική για τον Εφεσείοντα, των ισχυρισμών της πρώην συζύγου του (ως τους παραθέσαμε πιο πάνω).

        Επομένως, όλα όσα επί τούτω ανάφερε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Εφεσείοντα για να πείσει περί της φερόμενης αστοχίας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν βρίσκουν έρεισμα στα γεγονότα και καθίστανται ένεκα τούτου ως απολύτως θεωρητικά και απορριπτέα.

        Τούτο, προκύπτει, ως ζήτημα αρχής, από τη νομολογία στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος, με αυτή να ορίζει ότι το όποιο δικαίωμα παροχής ευκαιρίας στον διοικούμενο (Εφεσείοντα), να υποβάλει τις απόψεις του σε δυσμενείς για τον ίδιον ισχυρισμούς, δεν υφίσταται, ακριβώς, διότι, η Διοίκηση εμφανίζεται εκ των γεγονότων, πως δεν είχε πρόθεση να θεμελιώσει την απόφαση στους προειρημένους ισχυρισμούς (Bachinskiy v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 29/10, ημ. 31.10.11).

        Παρεμβάλλουμε - με όποια αξία μπορεί να έχει - ότι δεν φαίνεται από τα γεγονότα να είχε ζητήσει ο Εφεσείων από την αρμόδια αρχή να ακουστεί και πως αυτή αρνήθηκε το αίτημα.

        Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

        Με τους λόγους έφεσης 2, 3 και 4, τους οποίους και θα εξετάσουμε σωρευτικώς ως εκ της φύσης τους, ο Εφεσείων διατείνεται ότι άστοχα αποφάσισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο πως δεν εντοπίζεται παραβίαση των Άρθρων 29,[1] 30[2] και 35,[3] Ν.7(Ι)/07 από τους Εφεσίβλητους.

        Μήτε και με αυτή την εισήγηση του Εφεσείοντα συγκλίνουμε.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύθηκε με περισσή λεπτομέρεια και διεισδυτικότητα όλα τα συναφώς εγειρόμενα ζητήματα εκ πλευράς Εφεσείοντα.

        Αποφάνθηκε - και πολύ σωστά - λειτουργώντας ορθολογικά και εντός του πλαισίου της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του, ότι με υπόψιν τις νομοθετικές προβλέψεις και τη συναφή νομολογία, ως και το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, καμιά τέτοια παραβίαση στοιχειοθετείται.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως το κατηγορητήριο και οι λεπτομέρειες των αδικημάτων για τα οποία είχε καταδικαστεί ο Εφεσείων, βρίσκονταν ενώπιον των Εφεσίβλητων κατά τους κρίσιμους χρόνους και ότι τα στοιχεία που συνυπολογίστηκαν συνιστούσαν, όντως, πραγματική, ενεστώσα και επαρκή σοβαρή απειλή, συνοδευόμενη μάλιστα και από το στοιχείο της προηγούμενης καταδίκης σε σοβαρό ποινικό αδίκημα ναρκωτικών, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο και τα περί ανεπιθύμητης συμπεριφοράς του Εφεσείοντα και το δικαιολογημένο της απέλασης (Viorel ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1064/12, ημ. 2.8.12).

        Δεν βλέπουμε πώς έσφαλε το Πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας επί της πτυχής αυτής την προσβαλλόμενη απόφαση, και αυτό γιατί ενήργησε καλώς κατά τις ισχύουσες αρχές με κατά νουν τα γεγονότα της υπόθεσης.

        Δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 29, Ν.7(Ι)/07.

        Παρομοίως, σε σχέση προς τα περί του Άρθρου 35, ήταν και πάλι εύστοχη η επισήμανση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, ως εκ της χρονικής στιγμής έκδοσης του διατάγματος απέλασης - συναρτώμενου τού τελευταίου προς τον χρόνο αποφυλάκισης του Εφεσείοντα μια μέρα προηγουμένως - δεν μπορούσε να τεθεί, εκ των πραγμάτων, ζήτημα αξιολόγησης (κατά τον χρόνο εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης), της όποιας ουσιαστικής μεταβολής των περιστάσεων αφότου εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 35(2), Ν.7(Ι)/07.

        Δεν καταδείχθηκε παραβίαση του Άρθρου 35, Ν.7(Ι)/07.

        Ήταν εύλογο για τους Εφεσίβλητους να εκτιμήσουν, με βάση και την καταδίκη του Εφεσείοντα (και ό,τι τούτη αφορούσε), πως ο Εφεσείων συνιστούσε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, με την κρίση τους ότι λόγοι δημοσίου συμφέροντος καλούσαν λελογισμένως σε απέλαση του να αιτιολογείται πλήρως και επαρκώς με βάση και τις αρχές της νομολογίας.

        Είπε και αυτά τα σχετικά το Πρωτόδικο Δικαστήριο με όσα τώρα ενδιαφέρουν, τα οποία θα μεταφέρουμε αυτούσια για να αναδείξουμε συν τω χρόνω και την ενδελέχεια της πρωτόδικης κρίσης σε αυτά που απασχόλησαν τον Εφεσείοντα και σε πρώτο βαθμό:

«…………………………………………………………………………..….

Η κατά το άρθρο 29 του Ν.7(Ι)/2007 «πραγματική, ενεστώσα και επαρκής σοβαρή απειλή», συναρτάται κατά τεκμήριο με υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, η οποία, εφόσον συνοδεύεται και με προηγούμενες καταδίκες, ενισχύει την ανεπιθύμητη συμπεριφορά και καθιστά πιο δικαιολογημένη την απέλαση (βλ. Anghel Viorel, Υπ.αρ.1064/2012, ημερομηνίας 20.5.2014). Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, το διάταγμα απέλασης εκδόθηκε μία μέρα πριν από την αποφυλάκιση του αιτητή ως παρεπόμενο μέτρο δυνάμει του άρθρου 35 του Ν.7(Ι)/2007 και ενώ δεν είχε περάσει οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, ώστε να τίθεται θέμα αξιολόγησης, κατά το χρόνο εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης, ουσιαστικής μεταβολής των περιστάσεων αφότου εκδόθηκε το διάταγμα, όπως προνοεί το άρθρο 35(2).

 

Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) παρέχει σχετικές κατευθυντήριες γραμμές για το ζήτημα που εδώ απασχολεί. Στην Υπόθεση C-348/2009, P. I. V. Oberbürgermeisterin der Stadt Remscheid, ημερ. 22.5.2012, η οποία αφορούσε την περίπτωση πολίτη της Ένωσης που διέμενε στη Γερμανία κατά τα τελευταία 10 έτη πριν την απέλαση του λόγω καταδίκης του για σοβαρά ποινικά αδικήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου και σε ερώτημα κατά πόσο συνέτρεχαν στην περίπτωση του οι επιτακτικοί λόγοι δημοσίας ασφάλειας για την απέλαση του, λέχθηκαν από το Δικαστήριο τα ακόλουθα:

 

«30. Συγκεκριμένα, το άρθρο 27, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/38 εξαρτά κάθε μέτρο απελάσεως από τον όρο να συνιστά η συμπεριφορά του οικείου προσώπου πραγματική και ενεστώσα απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή του οικείου κράτους μέλους, διαπίστωση που προϋποθέτει, κατά κανόνα, ότι το οικείο πρόσωπο τείνει να διατηρήσει τη συμπεριφορά αυτή στο μέλλον.

 

31. Πρέπει να προστεθεί ότι, οσάκις μέτρο απομακρύνσεως από την επικράτεια λαμβάνεται ως ποινή ή ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή κράτησης, αλλά εκτελείται δύο και πλέον έτη αφότου αυτή εκδόθηκε, το άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 επιβάλλει στα κράτη μέλη να βεβαιώνουν ότι το οικείο πρόσωπο εξακολουθεί να αποτελεί υπαρκτή και πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, καθώς επίσης να εξετάζουν κατά πόσον έχει επέλθει μεταβολή των περιστάσεων από τότε που ελήφθη η απόφαση περί απομακρύνσεως.       

 

32. Τέλος, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 28, § 1, της οδηγίας 2004/38, πριν λάβει απόφαση περί απελάσεως για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, το κράτος μέλος υποδοχής πρέπει να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τη διάρκεια παραμονής του οικείου προσώπου στην επικράτεια του, την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωση του στο κράτος μέλος υποδοχής και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής.

 

33. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 28, § 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να κρίνουν ότι ποινικά αδικήματα, όπως εκείνα του άρθρου 83, § 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αποτελούν σοβαρή προσβολή θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, ικανή να συνιστά άμεση απειλή για την ηρεμία και τη σωματική ασφάλεια του πληθυσμού και ότι, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στην έννοια «επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ασφάλειας», με αποτέλεσμα να δικαιολογείται ενδεχομένως η λήψη μέτρου απελάσεως βάσει της § 3 του άρθρου 28 της οδηγίας 2004/38, υπό την προϋπόθεση ότι ο τρόπος τελέσεως τέτοιων αδικημάτων χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα σοβαρός, κάτι που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει βάσει ειδικής εξετάσεως της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί.

 

34. Κάθε μέτρο απελάσεως εξαρτάται από τον όρο να συνιστά η συμπεριφορά του οικείου προσώπου πραγματική και ενεστώσα απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας του οικείου κράτους μέλους, διαπίστωση που προϋποθέτει, κατά κανόνα, ότι το οικείο πρόσωπο τείνει να διατηρήσει τη συμπεριφορά αυτή στο μέλλον.»

 

Επίσης στην Υπόθεση C-145/09, Land Baden-Württemberg v.Παναγιώτη Τσακουρίδη, ημερομηνίας 23.11.2010, που αφορούσε πολίτη με αυξημένη προστασία από την Οδηγία 2004/38/ΕΚ λόγω μακροχρόνιας παραμονής του στην χώρα υποδοχής, ο οποίος απελάθηκε λόγω σοβαρών ποινικών καταδικών, λέχθηκε ότι το άρθρο 28, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η καταπολέμηση της εγκληματικότητας που οφείλεται στην παράνομη διακίνηση ναρκωτικών από συμμορίες είναι δυνατόν να καλύπτεται από την έννοια «επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ασφάλειας», ώστε να δικαιολογείται το μέτρο απέλασης του πολίτη της Ένωσης που διέμενε στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τα προηγούμενα δέκα έτη. Περαιτέρω, σε περίπτωση που ισχύει η προστασία του άρθρου 28, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, η διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η καταπολέμηση της εγκληματικότητας που οφείλεται στην παράνομη διακίνηση ναρκωτικών από συμμορίες καλύπτεται από την έννοια "σοβαροί λόγοι δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.''

 

Επίσης το Συμβούλιο της Επικράτειας, έκρινε σε υποθέσεις απέλασης Ευρωπαίων πολιτών ότι η ανάμειξη τους και η προηγούμενη καταδίκη τους για ποινικά αδικήματα που αφορούσαν στη διακίνηση και εμπορία ναρκωτικών (φυλάκιση πάνω από ένα έτος) στοιχειοθετούσε, σοβαρό λόγο δημοσίας τάξης για την απέλαση τους, τηρουμένων και των λοιπών συναφών προϋποθέσεων (βλ., μεταξύ άλλων, ΣτΕ 42/2011, ΣτΕ 1439/09(ΕΑ)).

 

Επί του ίδιου θέματος, στην υπόθεση ΣτΕ 4023/2011, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Επομένως, προβάλλεται αβασίμως ότι η απέλαση του αιτούντος δεν είναι νόμιμη για τον λόγο ότι δεν ερείδεται σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι, κατά την έννοια του άρθρου 28 παρ. 2 και 3 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ (βλ. και άρθρο 22 παρ. 2 και 3 του ΠΔ 106/2007), η καταπολέμηση της εγκληματικότητας που οφείλεται στην παράνομη διακίνηση ναρκωτικών όχι μόνο καλύπτεται από την έννοια «σοβαροί λόγοι δημόσιας τάξης ή ασφάλειας» αλλά είναι δυνατόν να καλύπτεται και από την έννοια «επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ασφάλειας», ώστε να δικαιολογείται η επιβολή του μέτρου της απέλασης ακόμη και εις βάρος πολίτη της Ένωσης που διέμενε στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τα προηγούμενα δέκα έτη (βλ. Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προαναφερθείσα απόφαση Τσακουρίδη, σκέψεις 41 έως 47 και 54 έως 56). Περαιτέρω, η απέλαση του αιτούντος δεν διατάχθηκε ως αυτόματη συνέπεια της καταδίκης του από το ποινικό δικαστήριο ούτε εξυπηρετεί σκοπούς γενικής πρόληψης. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη πράξη, εξετάσθηκε από την αρμόδια αρχή η προσωπική συμπεριφορά του αιτούντος, εν όψει δε της σοβαρότητας του αδικήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αιτών, της επιβληθείσης ποινής, των συνθηκών τέλεσης του αδικήματος και του βαθμού συμμετοχής του στην εγκληματική δραστηριότητα, όπως τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, στην οποία παραπέμπει η προσβαλλόμενη πράξη, κρίθηκε ότι η παραμονή του αιτούντος στη χώρα συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, και συγκεκριμένα της προστασίας του κοινωνικού συνόλου, και ιδίως της νεολαίας, από την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Υπό τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη πράξη της Αστυνομικής Αρχής, με την οποία έγινε δεκτό ότι η απέλαση του αιτούντος επιβάλλεται για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, πρέπει δε να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως.»

 

Συνεπώς, ήταν εύλογο για τους καθ' ων η αίτηση να εκτιμήσουν με βάση την πρόσφατη καταδίκη του αιτητή για αδικήματα που εντάσσονται στο άρθρο 83, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ότι αυτός συνιστούσε κίνδυνο για την δημόσια τάξη, ενώ αιτιολόγησαν τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που επέβαλλαν την απέλασή του με ικανοποιητικό τρόπο.

 

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί πως η απόφαση 2946/2010 του Συμβουλίου της Επικρατείας που επικαλέστηκε ο συνήγορος του αιτητή διαφοροποιείται καθότι διέπεται από άλλα πραγματικά δεδομένα, αφού ο εκεί αιτητής είχε καταδικαστεί για άλλης φύσης αδίκημα, ήτοι πλαστή προξενική θεώρηση, για το οποίο του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών. Σημειώνεται επίσης παρενθετικά ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις που η ποινική καταδίκη δεν στοιχειοθετεί από μόνη της τον κίνδυνο για την δημοσία τάξη, το Δικαστήριο τόνισε την ανάγκη να εκφέρει η Διοίκηση, κατά την αρχή της αναλογικότητας και χρηστής Διοίκησης, ειδικώς αιτιολογημένη κρίση για την επικινδυνότητα συνεκτιμώντας την φύση, τη βαρύτητα και τις συνθήκες τέλεσης του αδικήματος καθώς και κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο της προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως του αιτητή.

…………..………………………………………………………………….».

 

        Δεν υφίσταται πεδίο εφετειακής παρέμβασης στα πιο πάνω.

        Τα ασπαζόμαστε.

        Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

        Εν σχέσει προς τον λόγο έφεσης 3 (και την κατ’ ισχυρισμόν εσφαλμένη απόφανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη παραβίασης του Άρθρου 30(2), Ν.7(Ι)/07), παρατηρούμε ότι τα όσα υποστηρίχθηκαν από τον Εφεσείοντα δεν μπορούν να τύχουν της επικρότησης μας.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε, καταλλήλως, πως από τον Διοικητικό Φάκελο αναδύονταν, όλα τα αφορώντα και αποτιμήσιμα στοιχεία της προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης του Εφεσείοντα.

        Πιο συγκεκριμένα, συνυπολογίστηκε δεόντως πως ο Εφεσείων ήταν πατέρας Κύπριας υπηκόου, ο αρραβώνας του με Ελληνοκύπρια, η ανάθεση της αποκλειστικής γονικής μέριμνας του παιδιού στην πρώην σύζυγο, η υποχρέωση του για την καταβολή μηνιαίου ποσού διατροφής του παιδιού, αλλά και οι παράγοντες ένταξης του στη χώρα υποδοχής (Ελλάδα).

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η περίοδος φυλάκισης του Εφεσείοντα απάρτιζε μεταβλητή που μπορούσε να συνεκτιμηθεί στο πλαίσιο της συνολικής αποτίμησης που απαιτούνταν προκειμένου να εξακριβωθεί αν είχαν « διαρραγεί οι δεσμοί εντάξεως που είχαν δημιουργηθεί προηγουμένως με το κράτος-μέλος υποδοχής (βλ. C-400/2012, Secretary of State for the Home Department v. Μ. G., 16.1.2014) ».

        Δεν υπάρχει κάτι από όσα παραπεμφθήκαμε από τον κ. Πολυχρόνη που να πλήττει, έστω και κατά το ελάχιστο, την πρωτόδικη αυτή κρίση.

        Δεν παραβιάστηκε το Άρθρο 30, Ν.7(Ι)/07.

        Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

        Ούτε και ο λόγος έφεσης 4 ευσταθεί.

        Είναι ορθή και αιτιολογημένη η Πρωτόδικη Απόφαση στο ότι υπήρξε συμμόρφωση των Εφεσίβλητων με τις (εν ισχύει κατά τους αφορώντες χρόνους) πρόνοιες του Άρθρου 32, Ν.7(Ι)/07,[4] καθότι ικανοποιήθηκε απολύτως η υποχρέωση για πλήρη αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης εκ πλευράς Διοίκησης.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά και στο Τεκμήριο 12/Ένσταση (σελίδα 3), παρατήρησε ότι οι σχετικές ενέργειες των Εφεσίβλητων εκτελέστηκαν σε σύμπνοια με τις αφορώσες διαδικαστικές πρόνοιες του Άρθρου 32, Ν.7(Ι)/07, αφού η απόφαση για την κράτηση και απέλαση του Εφεσείοντα δόθηκε στον ίδιον γραπτώς, με το περιεχόμενο της να αποδίδει με πλήρη αιτιολογία τα πράγματα, στην ελληνική γλώσσα, καθώς και τα όσα άπτονταν της νομικής βάσης στην οποία στηρίχθηκαν οι επιμέρους αποφάσεις της Διοίκησης.

        Παρενθέτουμε, ότι το διατακτικό των περί ων ο λόγος αποφάσεων και όσων συνέθεσαν τους λόγους απέλασης του Εφεσείοντα, μετά που κοινοποιήθηκαν σε αυτόν κατά τα δέοντα από τους Εφεσίβλητους, υπογράφθηκαν από τον Εφεσείοντα ο οποίος παραδέχθηκε ρητώς πως παρέλαβε και κατανόησε το περιεχόμενο των αποφάσεων αυτών.

        Δεν συντρέχει λόγος παρέμβασης μας.

        Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.

        Με τον λόγο έφεσης 5, ο Εφεσείων προτάσσει ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου αναφύεται πως «… είναι δεδομένο ότι … είχε ανήλικο τέκνο στη Κύπρο με την πρώην σύζυγο του η οποία προφανώς υπό τις περιστάσεις δεν ήταν διατεθειμένη να το μεταφέρει στο εξωτερικό, ενώ ο ίδιος ήταν αρραβωνιασμένος με Κύπρια Πολίτη ενώ με την απομάκρυνση του από το έδαφος της Δημοκρατίας θα το αποστερείτο για μεγάλο χρονικό διάστημα ήτοι 3 χρόνια …».

        Τούτη η κατάσταση και μόνο, υποβάλλει ο Εφεσείων, σε συνδυασμό με τους λόγους απέλασης και τους ισχυρότατους δεσμούς του «… με το έδαφος της Δημοκρατίας …» συνιστά υπέρμετρα δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής κατά τις προβλέψεις του Άρθρου 15 του Συντάγματος, του Άρθρου 8, ΕΣΔΑ αλλά και παραβίαση των Άρθρων 2, 3, 9 και 16 του Περί της Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Παιδιού Κυρωτικό Νόμου 243/90.

        Δεν ομογνωμούμε με τον Εφεσείοντα.

        Η ολότητα των γεγονότων που είχε να ζυγίσει η Διοίκηση έχοντας στο μυαλό τη νομοθεσία δικαιολογούσαν την διατύπωση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο πως οι Εφεσίβλητοι - με συγκεκριμενοποιημένη αναφορά και στο Άρθρο 29(3), Ν.7(Ι)/07 - λαμβάνοντας τα επίδικα μέτρα κατά του Εφεσείοντα για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας τήρησαν την αρχή της αναλογικότητας με αποκλειστική θεμελίωση στην προσωπική του συμπεριφορά η οποία, ως ορθώς κρίθηκε, αποτελούσε πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.

        Ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.

        Το ίδιο και ο λόγος έφεσης 6.

        Εξηγούμε

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - με όσα είπε να τα θεωρούμε και αυτά ορθά κατά νόμο και ουσία - κατέγραψε και τα εξής για το παράπονο του Εφεσείοντα πως σφαλερώς είναι που έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 5, ΕΣΔΑ:

«……………………………………………………………………………....Προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό του αιτητή για παραβίαση του άρθρου 5 ΕΣΔΑ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 11 του Συντάγματος και των δικαιωμάτων του σε προσωπική ασφάλεια και ελευθερία, παρατηρώντας ότι αναπτύχθηκε με κάποια ασάφεια. Λανθασμένα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η διαδικασία κράτησης Ευρωπαίου πολίτη ρυθμίζεται διαδικαστικά και τελεί υπό τις προϋποθέσεις του Ν.7(Ι)/2007 (άρθρα 28-32). Η δε νομολογία του ΕΔΑΔ, στην οποία παρέπεμψε, αφορά στη σύλληψη και κράτηση ατόμων γενικά και όχι στην επιτρεπόμενη δυνάμει του άρθρου 11.2(στ) του Συντάγματος κράτηση με σκοπό την απέλαση και στη βάση διοικητικών διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Όταν ο σκοπός είναι η απομάκρυνση μη δικαιούμενου να βρίσκεται στην Δημοκρατία αλλοδαπού ή Ευρωπαίου πολίτη, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί απόφαση απέλασης του, επιτρέπεται απόκλιση από το ίδιο το άρθρο 11.2(στ) (βλ. Aναφορικά με την αίτηση του Peter Jimmy Palmer alias Al Monsol Babajide Olugbile, (2003) 1 Α.Α.Δ. 683). Εδώ φαίνεται ότι τηρήθηκαν οι πρόνοιες και ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις του Ν.7(Ι)/2007 σε σχέση με την απέλαση του αιτητή. Η δε κράτηση αλλοδαπού εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα απέλασης, συνιστά διοικητικό μέτρο παρεπόμενο του διατάγματος απέλασης που ήδη επέφερε το έννομο αποτέλεσμα και αποβλέπει στην εκτέλεση του.

..…………………………………………………………………………….».

       

        Δεν έχουμε τίποτα να προσθέσουμε στο ως άνω σκεπτικό.

        Μας βρίσκει συγκλίνοντες.

        Εν κατακλείδι.

        Ουδείς των λόγων έφεσης μπορεί να επιτύχει.  

        Η έφεση απορρίπτεται.

        Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντα έξοδα ύψους €3.000,00.

 

 

 

                                                Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

                                                Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                                Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/κβπ



[1] «29(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.

 

(2) Δε δύναται να γίνεται επίκληση των λόγων του εδαφίου (1) για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών.

 

(3) (α) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας:

 

Νοείται ότι, δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δε συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης ούτε η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης.

 

(β) Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ' εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων».

 

[2] «30.-(1) Προτού η αρμόδια αρχή λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, λαμβάνει υπόψη της την περίοδο διαμονής του ενδιαφερόμενου προσώπου στη Δημοκρατία, την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στη Δημοκρατία και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής του.

(2) Η αρμόδια αρχή δε δύναται να λαμβάνει απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης ή μέλους της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη επικράτεια της Δημοκρατίας, παρά μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.

(3) Ουδεμία απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης λαμβάνεται, εκτός εάν η απόφαση αυτή βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας, εφόσον τα πρόσωπα αυτά-

(α) Έχουν διαμείνει κατά τα προηγούμενα δέκα έτη στη Δημοκρατία, ή

(β) είναι ανήλικοι, εκτός εάν η απέλαση είναι απαραίτητη για το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, όπως προβλέπεται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, της 20ης Νοεμβρίου 1989, η οποία κυρώθηκε με τον περί της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικό) Νόμο».

 

[3] «35.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται να εκδίδει διατάγματα απέλασης ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης, μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 29, 30 και 31.

(2) Κατά την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1), η αρμόδια αρχή ελέγχει κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να αποτελεί πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, και αξιολογεί, επίσης, κατά πόσο έχει, ενδεχομένως, επέλθει ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων αφότου εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης».

 

[4] «32.-(1) Κάθε απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 29, κοινοποιείται γραπτώς στους ενδιαφερόμενους και συντάσσεται κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να κατανοήσουν το περιεχόμενο και τις συνέπειές της έναντι αυτών.

(2) Οι ενδιαφερόμενοι ενημερώνονται, επακριβώς και πλήρως, για τους λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας επί των οποίων στηρίζεται η ληφθείσα στην περίπτωσή τους απόφαση, εκτός εάν αυτό αντιτίθεται στα συμφέροντα της ασφάλειας της Δημοκρατίας.

(3) Η κοινοποίηση περιέχει μνεία της αρχής ενώπιον της οποίας ο ενδιαφερόμενος δύναται να ασκήσει προσφυγή, της προθεσμίας για την άσκηση της εν λόγω προσφυγής, και, της προθεσμίας που τίθεται στον ενδιαφερόμενο για να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία η οποία δε δύναται να είναι μικρότερη τους ενός μηνός από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης για απέλαση:

Νοείται ότι σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις κατεπείγοντος, η αρμόδια αρχή δύναται να διατάσσει την απέλαση του ενδιαφερόμενου προσώπου πάραυτα».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο