ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΦΑΝΤΗΣ v. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ (ΕΤΕΚ), Aναθεωρητική Έφεση αρ. 119/2015, 13/7/2022

ECLI:CY:AD:2022:C311

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

                                      (Aναθεωρητική Έφεση αρ. 119/2015)

 

13 Ioυλίου, 2022

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΦΑΝΤΗΣ

                             Εφεσείων,

 

ν.

 

 

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ (ΕΤΕΚ)

Εφεσίβλητοι.

 

………………..

 

Eλ. Τόλλα (κα) για Μ. Ηλιάδης & Συνέταιροι ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα

 

Στ. Μαξούτη (κα) για Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους εφεσίβλητους

 

 

………………

 

 

 

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει η Σωκράτους, Δ.

 

………………

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Οι εφεσίβλητοι με απόφαση τους ημερ. 29/1/2013, η οποία κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με επιστολή ημερ. 13/2/2013, απέρριψαν δεύτερη αίτηση του, για εγγραφή στο μητρώο μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (ΕΤΕΚ) στον κλάδο Επιμέτρησης και εκτίμησης γης, στην επιμέτρηση. 

 

Η αίτηση του εφεσείοντα, συνοδευόταν από σχετικό πιστοποιητικό, Professional Member of the Royal Institute of Chartered Surveyors (RICS) ημερ. 23/8/2011 καθώς και από σχετικούς τίτλους σπουδών, όπως εμφαίνονταν στην αίτηση.

 

Προς ακύρωση της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε προσφυγή εκ μέρους του εφεσείοντα, ο οποίος ήγειρε αριθμό νομικών λόγων, ισχυριζόμενος μεταξύ άλλων, έλλειψη δέουσας έρευνας, έλλειψη αιτιολογίας και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, οι οποίοι συνηγορούσαν, σύμφωνα με τον ίδιο, σε ακύρωση της απόφασης του ΕΤΕΚ.

 

Οι εφεσίβλητοι ήγειραν προδικαστική ένσταση, επικαλούμενοι το απαράδεκτο της προσφυγής λόγω έλλειψης εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης, αφού αυτή αποτελούσε βεβαιωτική,  προηγούμενης απόφασης.  Συγκεκριμένα της απόφασης τους ημερ. 19/10/2009, η οποία επικυρώθηκε από Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφού σχετική προσφυγή απορρίφθηκε στις 12/11/2011 ως απαράδεκτη, λόγω του εκπροθέσμου της καταχώρησης της. (Υπόθεση αρ. 131/10).  Αμέσως μετά, στις 19/11/2012 ο εφεσείων επανήλθε, υποβάλλοντας εκ νέου πανομοιότυπη αίτηση, χωρίς να υποβληθεί οποιοδήποτε νέο ουσιώδες στοιχείο προς κρίση, το οποίο να έχρηζε περαιτέρω ουσιαστικής εξέτασης και έρευνας από το ΕΤΕΚ.  Συνεπώς, οι εφεσίβλητοι εξέδωσαν την προσβαλλόμενη πράξη απορρίπτοντας την αίτηση εκ νέου με το ίδιο αιτιολογικό, κατά τρόπο που η επίδικη να αποτελεί βεβαιωτική της προηγούμενης απόφασης, ημερ. 19/10/2009.

 

Ο εφεσείων, προς αντίκρουση της προδικαστικής ένστασης, υποστήριξε πως, η εκ μέρους του υποβολή, στη δεύτερη αίτηση, του πιστοποιητικού εγγραφής του στο RICS, συνιστά νέο ουσιώδες στοιχείο κρίσης, το οποίο δεν λήφθηκε υπόψη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδέχτηκε την προδικαστική ένσταση, επισημαίνοντας πως, όπως διαπιστώνετο από τα επισυνημμένα στην ένσταση παραρτήματα αλλά και από τον ίδιο το φάκελο, ο αιτητής είχε ήδη υποβάλει με την αρχική αίτηση για εγγραφή, στοιχεία και έγγραφα που πιστοποιούσαν την εγγραφή του ως μέλος του RICS.

 

Παρέπεμψε προς επίρρωση του λόγου του, στην προσφυγή αρ. 131/10, στην οποία είχε εγερθεί ως λόγος ακύρωσης της πράξης, το γεγονός το οποίο η συνήγορος του επικαλέστηκε, ότι ήταν ήδη εγγεγραμμένο μέλος του RICS από το έτος 2008 και ότι το 2009 ανανέωσε την εγγραφή του, και είχε επισυνάψει σχετικές βεβαιώσεις.

 

Αφού το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε νομολογία (Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 364) η οποία επεξηγεί πότε υπάρχει νέα έρευνα, κατέληξε στο συμπέρασμα «… ότι δεν έχει υποβληθεί οτιδήποτε νέο ουσιώδες στοιχείο με τη δεύτερη αίτηση του αιτητή» και ως εκ τούτου η πράξη ήταν επιβεβαιωτική της πρώτης και άρα μη εκτελεστή.

 

Ως εκ τούτου έκρινε περαιτέρω πως δεν προέκυπτε λόγος περαιτέρω εξέτασης της ουσίας της υπόθεσης την οποίαν και απέρριψε ως «προωθούμενη απαραδέκτως».

 

Η πρωτόδικη κρίση αμφισβητείται με ένα λόγο έφεσης με τον οποίο ο εφεσείων διατείνεται πως το «Δικαστήριο έσφαλε και/ή επλανήθη, όταν αποφάσισε να δεχτεί την προδικαστική ένσταση των καθ’ ων η αίτηση, ότι η επίδικη απόφαση δεν ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά βεβαιωτική και ως εκ του συμπεράσματος αυτού απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, χωρίς να εξετάσει τους λόγους ακύρωσης».

 

Υποστηρίζεται από τον εφεσείοντα πως το αίτημα του βασίστηκε τόσο σε νέο όσο και ουσιώδες πραγματικό δεδομένο το οποίο δεν υπήρχε αλλά ούτε και ετέθη ενώπιον του διοικητικού οργάνου/εφεσιβλήτων κατά την εξέταση και απόρριψη της πρώτης του αίτησης για εγγραφή στο ΕΤΕΚ.

 

Συγκεκριμένα, όπως παρουσιάζεται στο διοικητικό φάκελο, γεγονός το οποίο αναγνωρίζει και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, η αίτηση συνοδευόταν από πιστοποιητικό Professional Member of the Royal Institute of Chartered Surveyors (RICS) ημερ. 23/8/2011.

 

Τούτο, ως προσόν, ήτοι η εγγραφή κάποιου στο RICS ως Chartered Surveyor και όχι απλό μέλος, είναι ουσιώδες στοιχείο όπως αναγνωρίστηκε στην απόφαση Πέτρος Μίκaλλος ν. ΕΤΕΚ αρ. υποθ. 1444/2009 ημερ. 31/5/2011, εισηγείται η συνήγορος του εφεσείοντα.

 

Εξήγησε περαιτέρω, πως πρώτα ο αιτητής έγινε δεκτός το 2009 ως μέλος και στη συνέχεια υπό την προϋπόθεση επιτυχίας σε συγκεκριμένες εξετάσεις και απόκτηση εμπειρίας έγινε δεκτός ως Chartered Surveyor, του απoνεμήθηκε δηλαδή ο επαγγελματικός τίτλος του Professional Member στις 23/8/2011 σε χρόνο μετά την έκδοση της πρώτης απόφασης.

 

Ως εκ τούτου λανθασμένο θεωρεί το συμπέρασμα στο οποίο οδηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως «εκείνο το οποίο επεδίωξε ο αιτητής, ο οποίος απώλεσε την προθεσμία, ήταν επανεξέταση της αίτησης και την αναβίωση των προθεσμιών και όχι η υποβολή νέου αιτήματος από την άποψη ότι εδικαιολογείτο νέα απόφαση λόγω παροχής νέων στοιχείων.»

 

Το γεγονός αυτό, ήτοι η εγγραφή του εφεσείοντα ως επαγγελματικού μέλους στις 23/8/2011, ενώ πριν ήταν εγγεγραμμένος ως μέλος, δεν αμφισβητείται από τους εφεσίβλητους.  Πλην όμως δεν το χαρακτηρίζουν ως νέο στοιχείο ικανό να οδηγήσει σε νέα έρευνα και να καταστήσει την πράξη εκτελεστή και όχι επιβεβαιωτική της προηγούμενης.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, οι εφεσίβλητοι δεν προέβηκαν σε νέα έρευνα και επανέλαβαν με την προσβαλλόμενη πράξη τους το περιεχόμενο της πρώτης, απορριπτικής της αίτησης του εφεσείοντα.  Το ερώτημα βεβαίως, το καίριο, το οποίο δίδει απάντηση στο εάν μια πράξη είναι βεβαιωτική δεν απαντάται μόνο από το εάν η διοίκηση δεν προέβη σε νέα έρευνα αλλά εάν, δόθηκαν τέτοια στοιχεία, τα οποία της επέβαλλαν την υποχρέωση να το πράξει.

 

Aμφότεροι οι συνήγοροι επικαλέστηκαν σχετική επί του θέματος νομολογία υποστηρίζουσα την άποψη την οποίαν ο καθένας τους προώθησε για την εκτελεστότητα μιας διοικητικής πράξης σε αντίθεση με τη βεβαιωτική.

 

Τα στοιχεία που προσδίδουν εκτελεστότητα στην απόφαση της διοίκησης και την αποκλίνουν από τη βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης συντίθενται στη νέα έρευνα και στα νέα ουσιώδη στοιχεία.  Όπως έχει επανεβεβαιωθεί στην Marfin Popular Bank Public Co Ltd. v. Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, (2011) 3 AAΔ 851, η βεβαιωτική πράξη δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και απαραδέκτως προσβάλλεται με προσφυγή.  Με αναφορά στην Στέλιος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 559 και στον Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 12η έκδ. Τόμος Ι σελ. 127, παρ. 108, επαναλήφθηκε η γνωστή αρχή ότι οι βεβαιωτικές πράξεις εκδίδονται συνήθως ύστερα από αίτημα του διοικούμενου για το ίδιο θέμα ή άσκηση αίτησης θεραπείας ή ιεραρχικής προσφυγής.  Η εμμονή της διοίκησης σε προηγούμενη της θέση αποτελεί βεβαιωτική πράξη, (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 240).

 

Στην υπόθεση Κωνσταντίνος Σασακάρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, AE 177/2009, ημερ. 2/4/2014, λέχθηκαν τα ακόλουθα τα οποία υιοθετούμε πλήρως:

 

«Η νομολογία, η οποία έχει καθορίσει την αρχή που διέπει το υπό εξέταση θέμα, υπήρξε διαχρονικά συνεπής.  Βασίζονται σ’ αυτή και οι δύο πλευρές.  Ένα απόσπασμα δε από το σύγγραμμα του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου «Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών», Έκδοσις 4η, (1964), στη σελ. 176, το οποίο έχει, επανειλημμένα, υιοθετηθεί ότι αποτελεί την ορθή έκφραση της εν λόγω αρχής, προσφέρει χρήσιμη καθοδήγηση και στην περίπτωση αυτή.  Αναφέρει:

 

«Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν.  Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ’ όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων.  ...

 

Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή πρϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ' όψιν.»

 

 

Το πρώτο μέρος του υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 364, ενώ ολόκληρο το πιο πάνω απόσπασμα παρατέθηκε, όπως αναφέρεται, για σκοπούς καθοδήγησης της διοίκησης, στην υπόθεση Christakis Varnava v. Republic (District Officer Nicosia and Another) (1968) 3 CLR 566, 576.»

 

 

Έχει ήδη τεθεί ως γεγονός, πως προαπαιτούμενο για την απόκτηση της ιδιότητας του επαγγελματικού τίτλου, ήταν επιτυχία σε συγκεκριμένες εξετάσεις και απόκτηση εμπειρίας, με πρακτική 24 μηνών, το οποίο δεν υπήρχε κατά την εξέταση της πρώτης αίτησης του εφεσείοντα.

 

Περαιτέρω, μπορεί να γίνει αντιληπτόν πως η ιδιότητα μέλους σε κάποιο επαγγελματικό σύλλογο, είναι διαφορετική από την ιδιότητα του επαγγελματικού μέλους, άλλως πως καθίσταται αχρείαστη ή διαφοροποίηση αυτή.  Η ειδοποιός διαφορά εντοπίζεται, όπως εξάγεται από τα παραρτήματα Α και Γ της ένστασης, στη βεβαίωση ως εγγραφή απλού μέλους στην πρώτη αίτηση και στη αναγνώριση του professional member στη δεύτερη.  Η έκδοση του πιστοποιητικού professional member επιτρέπει στον εφεσείοντα, όπως έγινε αποδεκτό από τους εφεσίβλητους, να ασκεί το επάγγελμα του Επιμετρητή στην Αγγλία. 

 

Παρατηρούμε επίσης, πως στην επιστολή του RICS ημερ. 12/5/2009, η οποία αποτελεί μέρος του Παραρτήματος Α της ένστασης καθώς επίσης και μέρος του διοικητικού φακέλου, o  εφεσείων  χαρακτηρίζεται ως trainee membership.

 

Σε αντίθεση με το πιστοποιητικό το οποίο επισυνάφθηκε στη δεύτερη αίτηση και είναι ημερ. 23/8/2011, δηλαδή μεταγενέστερο της έκδοσης της πρώτης απόφασης των εφεσιβλήτων, στο οποίο αναφέρεται πως «was elected a professional member of the royal institution of chartered surveyors.

 

Επισημαίνουμε πως σύμφωνα με τον περί Αναγνωρίσεως των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμο αρ. 31(Ι)/08, το RICS περιλαμβάνεται στις επαγγελματικές ενώσεις ή οργανισμούς που πληρούν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 6 του Νόμου, θεωρούμενα ως προάγοντα και διατηρούντα τη στάθμη του οικείου επαγγέλματος σε υψηλά επίπεδα.  Πράγματι το Άρθρο 6 καθιστά τις ενώσεις ή οργανώσεις που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι (στον αριθμό 13 του οποίου μνημονεύεται το RICS), ως τυγχάνουσες αναγνώρισης ότι χορηγούν στα μέλη τους το σχετικό τίτλο εκπαίδευσης, με το ανάλογο δικαίωμα για χρήση του τίτλου που αντιστοιχεί σ’ αυτόν τον κλάδο εκπαίδευσης.

 

Κρίνουμε πως το πιστοποιητικό αυτό και η ιδιότητα του ως επαγγελματικό μέλος, μπορεί να εκληφθεί ως νέο αλλά και ουσιώδες στοιχείο το οποίο επέβαλλε νέα απόφαση.  Το γεγονός αυτό διαφοροποιείται από τα περιστατικά της Κ. Σασακάρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω) την οποίαν επικαλέστηκε η συνήγορος των εφεσιβλήτων, όπου εκεί, αν και επισυνάφθηκε  βεβαίωση, που για πρώτη φορά ετέθη με την τελευταία αίτηση του εφεσείοντα, εντούτοις το περιεχόμενο της, ήταν ήδη γνωστό στο Τμήμα και ταυτιζόταν με το περιεχόμενο της γενικής άδειας η οποία είχε ήδη ληφθεί υπόψη, γι’ αυτό δεν θεωρήθηκε νέο στοιχείο.

 

Συνεπώς η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ανατρέπεται.

 

Δεδομένου πως το Δικαστήριο δεν εξέτασε τους λόγους ακύρωσης θα πρέπει αυτοί να  εξεταστούν.  Η υπόθεση παραπέμπεται προς εκδίκαση, το συντομότερο δυνατό,  ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

Επιδικάζονται έξοδα έφεσης €1.500, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει,  προς όφελος του εφεσείοντα.  Τα πρωτόδικα έξοδα θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.

 

                                                      Α. Λιάτσος, Δ.

 

                                                      Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.

 

                                                      Δ. Σωκράτους, Δ.

 

                                                      Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

 

                                                      Ν. Σάντης, Δ.

 

 

/Κας

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο