AGS AGROTRADING LTD v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ, ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ κ.α., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 122/2015, 4/7/2022

ECLI:CY:AD:2022:C281

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 122/2015)

 

4 Ιουλίου, 2022

 

 [ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

AGS AGROTRADING LTD,

Εφεσείοντες,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

2.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Εφεσιβλήτων.

____________________

Αγγ. Χαραλάμπους  (κα) για Χ. Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για τους   Εφεσείοντες.

Ε. Συμεωνίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

____________________


 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Οι Εφεσείοντες ασχολούνται, μεταξύ άλλων, με την εμπορία σιτηρών και πρώτων υλών για την παραγωγή ζωοτροφών.

 

Τον Οκτώβρη του 2010 εισήξαν γλουτένη αραβοσίτου (γλουτένη), ιταλικής προέλευσης. Κατά την εκφόρτωση του πλοίου, στις 26 Οκτωβρίου 2010, λήφθηκαν από επιθεωρητή ζωοτροφών τέσσερα δείγματα της γλουτένης και την επομένη αποστάληκαν στο εργαστήριο Ελέγχου Ζωοτροφών του Τμήματος Γεωργίας για εξετάσεις, οι οποίες έδειξαν αυξημένο ποσοστό Αφλατοξίνης Β1, πλησίον των μέγιστων επιτρεπτών από τη νομοθεσία ορίων.  Κρίθηκε ότι η περιεκτικότητα αυτή δυνατό να προκαλέσει προβλήματα στο νωπό γάλα. Στις 4.11.2010, διενεργήθηκε, επαναληπτική, δειγματοληψία στις αποθήκες των Εφεσειόντων. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων έδειξαν και πάλι υψηλά ποσοστά αφλατοξίνης, αλλά όχι πέραν του ορίου. Δείγματα σύνθετων ζωοτροφών λήφθηκαν και από κτηνοτροφικές μονάδες, στις οποίες είχε διαπιστωθεί ότι υπήρχε πρόβλημα αφλατοξίνης Μ1 στο γάλα. Εντοπίστηκε ότι στις μονάδες αυτές είχαν χρησιμοποιηθεί για διατροφή των ζώων σύνθετες ζωοτροφές που περιείχαν γλουτένη, η οποία είχε αγοραστεί από τους Εφεσείοντες. Στις 10 Νοεμβρίου 2010, οι Εφεσίβλητοι ενημέρωσαν με επιστολή τους τους Εφεσείοντες περί της ανίχνευσης αφλατοξίνης Β1 στη γλουτένη, σε επίπεδα ελαφρώς κατώτερα του μέγιστου επιτρεπτού ορίου, ικανά, όμως, να επιμολύνουν το γάλα με αφλατοξίνη Μ1. Ταυτόχρονα, απαγόρευσαν τη χρήση της συγκεκριμένης πρώτης ύλης για την παρασκευή σύνθετων ζωοτροφών για γαλακτοπαραγωγά ζώα. Παρά τις παραστάσεις των Εφεσειόντων που ακολούθησαν, οι Εφεσίβλητοι δεν προχώρησαν στην αναθεώρηση της πιο πάνω απόφασής τους.

 

Η προσφυγή των Εφεσειόντων, αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας, στρεφόταν εναντίον της απόφασης των Εφεσιβλήτων ημερομηνίας 10 Νοεμβρίου 2010, με την οποία απαγόρευσαν τη χρήση της πρώτης ύλης, ήτοι της γλουτένης αραβοσίτου, για την παρασκευή σύνθετων ζωοτροφών για γαλακτοπαραγωγά ζώα. Προβλήθηκε ότι δεν ακολουθήθηκαν οι προβλεπόμενες από τους περί Ζωοτροφών και Προσθετικών των Ζωοτροφών (΄Ελεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Χρήσεως) Κανονισμούς, ΚΔΠ 131/2001 (ο Κανονισμός), διαδικασίες δειγματοληψίας. Εισήχθησαν επίσης ισχυρισμοί περί έλλειψης δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα, μεμπτής αιτιολογίας και παραβίασης των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης.

 

Κρίθηκε, πρωτοδίκως, ότι οι αιτητές-Εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνταν να προβάλουν ως λόγο ακύρωσης την, κατ΄ ισχυρισμό, έκνομη δειγματοληψία, καθότι η αμφισβήτηση, εν προκειμένω, της διαδικασίας δειγματοληψίας προσέκρουε στο δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, αφού εκπρόσωπός τους αποδέχθηκε, υπογράφοντας σχετικό έντυπο, ότι ο τρόπος της δειγματοληψίας ήταν σύμφωνος με τους σχετικούς κανονισμούς. Αποφασίστηκε, περαιτέρω, ότι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης δεν ήταν βάσιμοι, με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής, με έξοδα εις βάρος των αιτητών-Εφεσειόντων.

 

Αμφισβητείται, ενώπιόν μας, η πρωτόδικη κατάληξη με έξι λόγους έφεσης. Οι πρώτοι δύο αφορούν στα ζητήματα της νομιμοποίησης προσβολής της διαδικασίας δειγματοληψίας και στο κατά πόσον οι αναλύσεις διεξήχθηκαν από το εκ της νομοθεσίας προβλεπόμενο χημείο. Οι υπόλοιποι προσβάλλουν, ως εσφαλμένη, την πρωτόδικη κρίση, σε ό,τι αφορά τα θέματα της δέουσας έρευνας, της αιτιολογίας, της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

 

Σύμφωνα με την αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, η απλή παρουσία αντιπροσώπου των Εφεσειόντων κατά τη δειγματοληψία, εσφαλμένα εξισώθηκε με αποδοχή της διαδικασίας και με συναίνεση ως προς τα όσα ακολούθησαν. Εισηγούνται οι Εφεσείοντες ότι ο εκπρόσωπός τους, υπογράφοντας σχετικά έντυπα κατά τη λήψη των δειγμάτων, απλώς αναγνώρισε ότι ήταν παρών κατά τη διαδικασία και ότι του παραδόθηκε αριθμός δειγμάτων και τίποτε περαιτέρω.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η προσέγγιση αυτή. Ο εκπρόσωπος των Εφεσειόντων, ο οποίος, ως είναι κοινός τόπος, ήταν παρών στην όλη πορεία της επίδικης δειγματοληψίας, υπέγραψε το προβλεπόμενο από τον Κανονισμό 34 ΄Εντυπο «ΙΒ», βεβαιώνοντας ότι ο Επιθεωρητής διενήργησε τη δειγματοληψία του υπό αναφορά υλικού για τους σκοπούς του περί Ζωοτροφών και Προσθετικών των Ζωοτροφών (΄Ελεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Χρήσως) Νόμου του 1993 (Ν. 13(Ι)/93) (ο Νόμος) και των δυνάμει αυτού Κανονισμών. Επιπρόσθετα, υπογράφοντας στη σχετική απόδειξη παράδοσης/παραλαβής, βεβαίωσε τη λήψη τεσσάρων από τα δείγματα, καταγράφοντας τα σχετικά αναγνωριστικά σήματα.

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 34, της ΚΔΠ 131/2001, το ΄Εντυπο «ΙΒ» αποτελεί «… πρότυπο της δήλωσης του επιθεωρητή ότι το δείγμα λήφθηκε κατά τον καθοριζόμενο τρόπο …».

 

Με αυτά ως δεδομένα, η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εκ των υστέρων αμφισβήτηση της δειγματοληψίας - όταν πλέον τα αποτελέσματα των αναλύσεων δεν ικανοποιούσαν τους Εφεσείοντες - προσκρούει στο δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, είναι βάσιμη. Εδράζεται στο αναντίλεκτο γεγονός ότι οι Εφεσείοντες ουδέποτε αμφισβήτησαν, αντιθέτως, με ενυπόγραφες δηλώσεις τους επιβεβαίωναν, την ορθότητα των διαδικασιών δειγματοληψίας.

 

Υπό το πρίσμα αυτό, κατ΄ ακολουθίαν του δικαστικού λόγου της Ευστάθιος Στυλιανού Λτδ ν. Δημοκρατίας (2012) 3 ΑΑΔ 80, «… κωλύονται από του να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της διενεργηθείσας δειγματοληψίας, αφού κατά πάντα χρόνο και μέχρι την έκδοση των αποτελεσμάτων της ανάλυσης ουδέποτε αμφισβήτησαν την εγκυρότητα της διαδικασίας.». Προσθέτουμε, ολοκληρώνοντας επί του  θέματος, ότι η μεταγενέστερη άσκηση προσφυγής δεν λειτουργεί ως μανδύας νομιμοποίησης στην προσβολή του τρόπου δειγματοληψίας, ούτε έχει τη δυναμική αμφισβήτησης της όλης διαδικασίας.

 

Το παράπονο των Εφεσειόντων σε σχέση με τον δεύτερο λόγο έφεσης, επικεντρώνεται στη θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε, αποδεχόμενο την πιο πάνω προδικαστική ένσταση επί της διαδικασίας δειγματοληψίας, αναφορικά με το ζήτημα της διεξαγωγής αναλύσεων από χημείο το οποίο δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του σχετικού ΄Αρθρου 16 του Νόμου.

 

Επίδικο είναι ζήτημα το οποίο καλύπτεται από τα δικόγραφα, εν προκειμένω από την αίτηση ακύρωσης. Σχετικός με τη διαπίστευση του χημείου λόγος ακύρωσης, προς αμφισβήτηση της ορθότητας της διοικητικής απόφασης, δεν ηγέρθηκε και, κατά νομολογιακή ευθυγράμμιση, ορθά δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ούτε βεβαίως και στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης δύναται να εξετασθεί. ΄Ο,τι εισήχθηκε ως λόγος ακύρωσης και υπό αυτήν την οπτική αναπτύχθηκε πρωτοδίκως, δεν αφορούσε στην διαπίστευση του υπό αναφορά χημείου προς διεξαγωγή αναλύσεων, αλλά στην, κατά τη θέση των Εφεσειόντων, έκνομη διαδικασία δειγματοληψίας. Κατά προέκταση, ο υπό εξέταση λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη.

 

Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος έφεσης πραγματεύονται το ζήτημα της δέουσας έρευνας και της αιτιολογίας, με κεντρικό άξονα τη θέση ότι οι Εφεσίβλητοι παρέλειψαν να προβούν σε τέτοια έρευνα ώστε να διαπιστωθεί εάν η γλουτένη ήταν δυνατό να προκαλέσει μόλυνση στο γάλα και ότι παρέλειψαν να εξηγήσουν ειδικώς και επαρκώς τους λόγους που οδήγησαν στην δέσμευση και εξυγίανση όλης της ποσότητας της γλουτένης. Η σχετική, ως προς το θέμα της έρευνας, εισήγηση κινείται γύρω από τη θέση ότι το τελικό προϊόν ζωοτροφής είχε μηδαμινή μόλυνση σε σχέση με την ποσότητα που απαιτείται προς υπέρβαση του επιτρεπομένου ορίου και, συνεπώς, δεν υπήρχε καμία σχέση μεταξύ γλουτένης και μόλυνσης. Ως προς το ζήτημα δε της αιτιολογίας, επικεντρώνεται στη θέση ότι,  ενόψει του ιδιαιτέρως επαχθούς μέτρου της δέσμευσης, προέβαλλε, ως επιβεβλημένη, σαφής και πλήρης αιτιολογία και όχι αόριστη αναφορά σε λόγους δημόσιας υγείας και ασφάλειας.

 

Η σχετική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει ως ακολούθως:

 

«Οι αιτητές πρόβαλαν ότι, η απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα και αιτιολογίας. Εισηγήθηκαν ότι δεν διενεργήθηκε οποιαδήποτε έρευνα, η οποία να καταδεικνύει ότι τα επίπεδα αφλατοξίνης στη γλουτένη αραβοσίτου των αιτητών, τα οποία ήταν εντός των επιτρεπτών, ήταν ικανά να επηρεάσουν την ποιότητα του γάλακτος επιμολύνοντας το με αφλατοξίνη Μ1. Περαιτέρω, ότι δεν προέβηκαν σε δέουσα έρευνα κατά πόσο η αφλατοξίνη Μ1, που είχε παρατηρηθεί στο γάλα, θα μπορούσε να είχε προκληθεί από άλλες πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή των ζωοτροφών και όχι από τη γλουτένη αραβοσίτου. Ούτε και εάν τα υψηλά ποσοστά αφλατοξίνης Μ1 στο γάλα μπορεί να είχαν προκύψει από άλλες αιτίες. Προβάλλεται επίσης, ότι οι καθ'ων η αίτηση δεν αιτιολόγησαν γιατί οι κατασκευαστές της ζωοτροφής δεν μπορούσαν να βεβαιώνονται ότι θα χρησιμοποιούν τέτοιο ποσοστό γλουτένης ώστε να μην δημιουργείται συγκέντρωση πέραν των επιτρεπτών ορίων. Ότι δεν αξιολόγησαν τα αποτελέσματα που προσκόμισαν οι αιτητές. Τέλος ότι δεν διερεύνησαν το γεγονός ότι βρέθηκε μολυσμένο γάλα σε κτηνοτροφικές μονάδες στις οποίες δεν είχε χρησιμοποιηθεί γλουτένη αραβοσίτου.

 

Με βάση τα αποτελέσματα των εξετάσεων διαπιστώθηκε ότι, το επίπεδο αφλατοξίνης, στη γλουτένη, ήταν πολύ κοντά στο επιτρεπτό όριο και οι καθ'ων η αίτηση θεώρησαν ότι δυνατόν να προκαλέσει προβλήματα στο νωπό γάλα. Για το σκοπό αυτό, απευθύνθηκαν στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες για λήψη δειγμάτων από τις μονάδες στις οποίες είχε διατεθεί το υλικό. Μετά τη λήψη των αποτελεσμάτων, διαπιστώθηκε ότι σε αρκετές μονάδες είχε εντοπιστεί μολυσμένο γάλα.

 

Οι καθ'ων η αίτηση είχαν απευθυνθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία, μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος, ημερ. 9 Νοεμβρίου 2010, απάντησε ότι για υλικό το οποίο περιέχει υψηλά επίπεδα αφλατοξίνης, αλλά εντός των ορίων που καθορίζονται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τροφή για γαλακτοπαραγωγά ζώα.

 

Όπως αναφέρεται στο ηλεκτρονικό μήνυμα η δυνατότητα αυτή παρέχεται με βάση το άρθρο 15(5) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασϕάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων.

 

Το άρθρο 15(5) προβλέπει ότι:

 

 ″Η συμμόρφωση μιας ζωοτροφής προς συγκεκριμένες διατάξεις που ισχύουν γι' αυτήν, δεν εμποδίζει τη λήψη κατάλληλων μέτρων από την πλευρά των αρμόδιων αρχών προκειμένου να επιβάλουν περιορισμούς στη διάθεσή της στην αγορά ή να απαιτήσουν την απόσυρσή της από την αγορά όταν συντρέχουν λόγοι υποψίας ότι, παρά τη συμμόρφωσή της, η ζωοτροφή είναι μη ασφαλής.″

 

 Οι καθ'ων η αίτηση προέβηκαν στις απαιτούμενες έρευνες για να διαπιστώσουν κατά πόσο, το υψηλό ποσοστό αφλατοξίνης Μ1 στο γάλα, οφειλόταν στη γλουτένη αραβοσίτου. Οι καθ'ων η αίτηση ερεύνησαν τις μονάδες στις οποίες είχε παραχωρηθεί η γλουτένη αραβοσίτου και εντόπισαν, σε αρκετές περιπτώσεις, μολυσμένο γάλα. Το γεγονός ότι δεν εντοπίστηκε, σε κάποιες μονάδες στις οποίες δεν είχε χρησιμοποιηθεί η γλουτένη αραβοσίτου, μολυσμένο γάλα δεν συνεπάγεται ότι τα υψηλά ποσοστά αφλατοξίνης στο γάλα δεν οφειλόταν στη γλουτένη αλλά σε άλλες πρώτες ύλες.

 

Ως προς το ότι δεν αξιολόγησαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων που διενήργησαν οι αιτητές, παρατηρώ ότι αυτά δεν διαφέρουν πολύ από τα αποτελέσματα των εξετάσεων των καθ'ων η αίτηση. Περαιτέρω, εφόσον είχαν τα αποτελέσματα από διαπιστευμένο εργαστήριο δεν είχαν υποχρέωση να αξιολογήσουν αποτελέσματα από άλλα εργαστήρια. (Υπ. Αρ. 1718/2011 κ.ά., AGS Agrotrading Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 4 Σεπτεμβρίου 2015).

 

Εφόσον θεώρησαν, με βάση τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, ότι υπήρχε κίνδυνος μόλυνσης του γάλακτος, μπορούσαν να απαγορεύσουν τη χρήση της γλουτένης αραβοσίτου για προστασία της δημόσιας υγείας.

 

Στην επιστολή ημερ. 10 Νοεμβρίου 2010 παρείχαν την αναγκαία αιτιολογία για την απόφαση τους. Όπως αναφέρεται:

 

″Η επιβολή των μέτρων αυτών γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου σώματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Υπάρχουν, εξάλλου, εύλογες υποψίες ότι παρά τη συμμόρφωση της συγκεκριμένης πρώτης ύλης με τα εθνικά και κοινοτικά όρια, ενδέχεται να μην είναι ασφαλής για την υγιεινή του γάλακτος. Αυτό διαπιστώνεται και από τα αποτελέσματα εργαστηριακών αναλύσεων που διεξήχθησαν σε μεγάλο αριθμό δειγμάτων γάλακτος στα οποία παρουσιάστηκαν συγκεντρώσεις αφλατοξίνης Μ1 πέραν του μέγιστου επιτρεπτού ορίου.″

  

Οι αιτητές πρόβαλαν ότι η επιβολή των μέτρων δεν ήταν με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. Όπως αναφέρεται πιο πάνω στο ηλεκτρονικό μήνυμα ο λειτουργός της Ε.Ε αναφέρεται στη δυνατότητα απαγόρευσης της χρήσης υλικού, του οποίου τα επίπεδα αφλατοξίνης είναι μεν εντός των επιτρεπτών ορίων, αλλά υπάρχει υπόνοια ότι δεν είναι ασφαλή.

 

Τα όσα αναφέρονται στο Παράρτημα 15 της Ενστάσεως, δεν αναιρούν τα πιο πάνω αλλά αναφέρουν ότι επιτρέπεται η χρήση τέτοιου υλικού σε γαλακτοπαραγωγά ζώα, σε μικρές ποσότητες μαζί με άλλες τροφές.

 

Οι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται.

 

Με άλλο λόγο ακυρώσεως οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η απόφαση πάσχει λόγω πλάνης περί τα πράγματα. Όσα προβάλλονται σε σχέση με το θέμα κατά πόσο δηλαδή η ποσότητα της γλουτένης αραβοσίτου, που χρησιμοποιείται στις σύνθετες ζωοτροφές είναι μηδαμινή και επομένως δεν μπορεί να υπερβεί, η ζωοτροφή, το όριο που καθορίζεται από τη νομοθεσία, εκφεύγει του αναθεωρητικού ελέγχου του Δικαστηρίου δεδομένου ότι θέματα τεχνικής φύσεως παραμένουν ανέλεγκτα.

 

Τέλος, ως προς την έλλειψη αιτιολογίας γιατί, οι κατασκευαστές ζωοτροφών δεν μπορούσαν να χρησιμοποιούν τη γλουτένη σε τέτοια ποσοστά ώστε η ζωοτροφή να είναι ασφαλής, αυτό δεν συνδέεται με την ευθύνη τους να εξασφαλίζουν την ασφάλεια των ζωοτροφών.

 

Ο λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.»

 

 

Μας βρίσκει σύμφωνους η πρωτόδικη κρίση επί των υπό εξέταση λόγων έφεσης. Συνοπτικά, όπως παραμένει αδιαμφισβήτητο, έλαβαν χώραν επανειλημμένες εργαστηριακές εξετάσεις και διαπιστώθηκε η μόλυνση της γλουτένης, όπως εντοπίστηκε επίσης και η χρησιμοποίησή της σε αριθμό κτηνοτροφικών μονάδων, όπου παρατηρήθηκε επιμόλυνση γάλακτος με αφλατοξίνη Μ1 και, μέσω δειγματοληψιών, διαπιστώθηκε ότι δεν μπορούσε να επιμολυνθεί από άλλες τροφές πέραν της γλουτένης, την οποία εισήγαγαν οι Εφεσείοντες. Τα όρια αφλατοξίνης Β1 ήταν πάνω από τα επιτρεπτά, ασχέτως του ποσοστού της γλουτένης που οι κτηνοτρόφοι αναμείγνυαν με άλλες ζωοτροφές για τροφή στα γαλακτοπαραγωγά ζώα. Η αξιολόγηση όλων των διαθέσιμων δεδομένων, οδηγούσε στο ασφαλές συμπέρασμα περί πιθανότητας βλαβερών επιπτώσεων στην υγεία, στοιχείο που δικαιολογούσε τη λήψη μέτρων προφύλαξης, στη βάση του Κανονισμού (ΕΚ) 178/2002. Ο εν λόγω Κανονισμός, θέτει ως μέτρο την πιθανότητα επιβλαβών επιπτώσεων, προκειμένου να ληφθούν περιοριστικά μέτρα προς εξάλειψη του κινδύνου.

 

Όλα τα πιο πάνω επιβεβαιώνουν ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ήταν, υπό το φως των δεδομένων, πλήρως αιτιολογημένη.

 

Η παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, συνιστά την ουσία του πέμπτου λόγου έφεσης. Εδράζεται στον ισχυρισμό των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι η γλουτένη είχε εισαχθεί προκειμένου να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για τη διατροφή γαλακτοπαραγωγών ζώων. Ως εκ τούτου, τα ληφθέντα μέτρα, ήτοι η απαγόρευση της χρήσης της ως πρώτης ύλης για την παρασκευή σύνθετων ζωοτροφών για γαλακτοπαραγωγά ζώα και η απόφαση ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για τη διατροφή οποιουδήποτε άλλου είδους ζώου, ήταν καταστρεπτική για τους Εφεσείοντες και παραβίαζε την προαναφερθείσα αρχή της αναλογικότητας.

 

Παραμένει αδιαμφισβήτητο ότι οι Εφεσίβλητοι δεν επέβαλαν ολοκληρωτική απαγόρευση στη διάθεση της γλουτένης, παρά μόνο περιορισμό ως προς τη χρήση της στα γαλακτοπαραγωγά ζώα, ως απόρροια του κινδύνου που ελλόχευε για τη δημόσια υγεία, στοιχείο που επιβεβαιώθηκε μέσα από τις έρευνες που προηγήθηκαν και της διαπίστωσης επιμόλυνσης γάλακτος με αφλατοξίνη Μ1. Τα μέτρα που επιβλήθηκαν ήταν καθόλα αναλογικά με τα διαλαμβανόμενα στον ΕΚ 178/2002, δεδομένης της πιθανότητας βλαβερών επιπτώσεων στη δημόσια υγεία.

 

Συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, προϋποθέτει εξέταση υπό το πρίσμα των δεδομένων της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης. Εν προκειμένω, σημαίνοντα ρόλο διαδραμάτιζε η διαφύλαξη της υγείας των πολιτών, με δεδομένη τη σοβαρή πιθανότητα επιμόλυνσης γάλακτος. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι ο ίδιος ο ΕΚ 178/2002 προβλέπει, ΄Αρθρο 20(1), ότι σε περίπτωση που ένας υπεύθυνος επιχείρησης ζωοτροφών έχει λόγους να πιστεύει ότι μια ζωοτροφή που εισάγει δεν πληροί τις απαιτήσεις ασφάλειας, φέρει την ευθύνη απόσυρσής της από την αγορά και ενημέρωσης σχετικά των αρμοδίων αρχών. Αυτό δεν έλαβε χώραν στην παρούσα περίπτωση, αλλά ούτε και υποχρεώθηκαν οι Εφεσείοντες να αποσύρουν εξ ολοκλήρου από την αγορά την γλουτένη. Ενόψει δε του σοβαρότατου κινδύνου, ως προς το ενδεχόμενο επιμόλυνσης του γάλακτος και τις προεκτάσεις που αυτό θα ενείχε στη δημόσια υγεία, τυχόν περιορισμός του κέρδους που προσδοκούσαν οι Εφεσείοντες δεν θα μπορούσε, όπως ορθά επισήμανε η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσιβλήτων, να υπερφαλαγγίσει τη δημόσια υγεία.

 

Ο τελευταίος λόγος έφεσης, αφορά το παράπονο περί παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, με έρεισμα τον ισχυρισμό ότι οι Εφεσείοντες δεν αντιμετωπίστηκαν με τον ίδιο τρόπο με άλλη, ανταγωνιστική εταιρεία, η οποία εισήγαγε αραβόσιτο στον οποίο επίσης ανιχνεύθηκε αφλατοξίνη.

 

Η υπό αναφορά αρχή απαγορεύει τη μεταχείριση δύο όμοιων περιπτώσεων κατά διαφορετικό τρόπο, επιβάλλοντας ισότητα μεταξύ ομοιογενών περιπτώσεων. Στην υπό κρίση υπόθεση, τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εκθέσεων σε σχέση με την ανταγωνιστική των Εφεσειόντων εταιρεία, κατέδειξαν πολύ χαμηλότερες ενδείξεις μόλυνσης, από αυτά που βρέθηκαν για τη γλουτένη των Εφεσειόντων. Συνεπώς, οι Εφεσίβλητοι δικαιολογούνταν στην επιβολή διαφορετικών περιοριστικών μέτρων. Υπό το πρίσμα αυτό, η διαφοροποίηση βασιζόταν σε αντικειμενική και εύλογη διάκριση και δεν συνιστούσε παραβίαση της αρχής της ισότητας.

 

Καταληκτικά, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα καθοριζόμενα στο ποσό των €3.000 εις βάρος των Εφεσειόντων.

                        

                                            Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                            Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

                                            Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                            Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                            Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο