ΛΕΣΧΗ ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΑΥΤΗΣ κ. ΠΑΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ v. BETFAIR INTERNATIONAL PLC'S, ΣΥΝΕΚΔ. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 71/14 ΚΑΙ 115/14, 28/9/2022

ECLI:CY:AD:2022:C434

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

                             (ΣΥΝΕΚΔ. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ

ΑΡ. 71/14 ΚΑΙ 115/14)

 

 

28 Σεπτεμβρίου, 2022

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,  ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

                                                (Αναθεωρητική Έφεση Αρ.  71/2014)

 

ΛΕΣΧΗ ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΑΥΤΗΣ κ. ΠΑΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,

         

                                                                  Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

v.

 

BETFAIR INTERNATIONAL PLCS,

Εφεσίβλητης/Καθ΄ης η Αίτηση.

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΩΝ,

                                                           Καθ΄ης η Αίτηση στις Προσφυγές

- - - - - -

 

 

 

                                                (Αναθεωρητική Έφεση Αρ.  115/2014)

 

ΛΕΣΧΗ ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΑΥΤΗΣ κ. ΠΑΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,

         

                                                                  Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

v.

 

BETFAIR INTERNATIONAL PLCS,

Εφεσίβλητης/Καθ΄ης η Αίτηση.

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΩΝ,

                                                           Καθ΄ης η Αίτηση στις Προσφυγές.

- - - - - -

 

Φ. Καμένος για Μαρκίδης Μαρκίδης & Σία ΔΕΠΕ, για την

εφεσείουσα

 

Κ. Παρασκευάς για Πελεκάνος & Πελεκάνου ΔΕΠΕ, για την

εφεσίβλητη.

 

Χρ. Σιακαλλή (κα) για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ,

για την καθ΄ ης η αίτηση στις προσφυγές.

……………………

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Σωκράτους, Δ.

 

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ:  Με τις κρινόμενες αναθεωρητικές εφέσεις προσβάλλονται οι αποφάσεις Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι οποίες εκδόθηκαν κατά την πρωτοβάθμια άσκηση της αναθεωρητικής τους δικαιοδοσίας, ημερ. 16.5.2014 και 21.8.2014 στις προσφυγές 494/13 και 492/13 αντίστοιχα.  Με τις εν λόγω αποφάσεις απορρίφθηκαν οι ενδιάμεσες αιτήσεις ημερ. 3.6.2013 τις οποίες η εφεσείουσα καταχώρισε στα πλαίσια των ανωτέρω προσφυγών, επιδιώκουσα έκδοση διαταγμάτων για παραμερισμό και ακύρωση των αποφάσεων ημερ. 15.5.2013 και 30.4.2014 αντίστοιχα, όπως επίσης και διατάγματα παρέχοντα δικαίωμα στην εφεσείουσα να παρέμβει ως ενδιαφερόμενο μέρος στις προσφυγές. 

 

      Η αιτήτρια και στις δύο προσφυγές Betfair International PLCS ήταν δημόσια εταιρεία μέλος του ομίλου εταιρειών με την ονομασία «Betfair Group of Companies», λειτουργούσε από τον Ιούνιο του 2000 και παρείχε υπηρεσίες τυχερών παιγνιδιών μέσω διαδικτύου ανά το παγκόσμιο.  Κατά τον ουσιώδη χρόνο παρείχε στη Δημοκρατία υπηρεσίες στοιχημάτων για αθλητικούς αγώνες μέσω διαδικτύου, στην ιστοσελίδα Betfair.com ως αδειούχα παροχής υπηρεσιών μέσω διαδικτύου, από τη Μάλτα.

 

      Στις 11.7.2012 εξεδόθη ο περί Στοιχημάτων Νόμος, Ν. 106(Ι)/2012 και δυνάμει αυτού διορίστηκε στις 2.8.2012, από το Υπουργικό Συμβούλιο, η Εθνική Αρχή Στοιχημάτων, καθ΄ ης η αίτηση σε αμφότερες τις προσφυγές και Αναθεωρητικές Εφέσεις.

 

      Κατά ή περί την 8.2.2013, η καθ΄ ης απέστειλε επιστολή σε όλους τους παροχείς διαδικτυακών υπηρεσιών που ενεργούν στη Δημοκρατία με θέμα «Πρόσβαση στην ιστοσελίδα htpp:blocking.nba.com» με την οποία πληροφορούσε τους παροχείς ότι η ως άνω αναφερόμενη ιστοσελίδα είχε δημιουργηθεί από την καθ’ ης, για σκοπούς ανάρτησης του καταλόγου των url που θα πρέπει να φραγούν σύμφωνα με το άρθρο 65 του περί Στοιχημάτων Νόμου.

 

Κατά ή περί τις 12/2/2013 η καθ’ ης ανάρτησε κατάλογο στην ως άνω αναφερόμενη στο τεκμήριο 20 ιστοσελίδα του (“htpp:blocking.nba.com.cy”), όπου μεταξύ άλλων καταγραφόταν η ιστοσελίδα των αιτητών με την ηλεκτρονική διεύθυνση htpp://betfair.com/exchange

 

Κατά ή περί την 26/2/2013 η καθ’ ης ανάρτησε τελικό κατάλογο στην ιστοσελίδα “htpp:blocking.nba.com.cy” στον οποίο τοποθέτησε μεταξύ άλλων διάφορες ηλεκτρονικές διευθύνσεις της ιδιοκτησίας των αιτητών μέσω των οποίων οι αιτητές παρέχουν τις υπηρεσίες ή/και τα προϊόντα τους στην κυπριακή αγορά.  Συγκεκριμένα δύο εκ των ηλεκτρονικών διευθύνσεων ιδιοκτησίας των αιτητών ήσαν οι www.Betfair.com/exchange και “sports.betfair.com”.  Mε την ανάρτηση του συγκεκριμένου καταλόγου οι παροχείς διαδικτυακών υπηρεσιών, επέβαλαν φραγή στους αιτητές, συμμορφωμένοι με την απόφαση της καθ’ ης η αίτηση.

 

Με την προσφυγή αρ. 494/2013 η αιτήτρια/εφεσίβλητη επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης ημερ. 26.2.2013 με την οποία τοποθετήθηκε στην ιστοσελίδα που κατάρτισε η καθ΄ ης, η διεύθυνση του διαδικτυακού χώρου των αιτητών, με την οποία υποχρεώθηκε η εταιρεία CABLENET Communication Systems Ltd, να εφαρμόσει σύστημα φραγής στην πιο πάνω ιστοσελίδα των αιτητών, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η πρόσβαση χρηστών – πελατών των τελευταίων, στις υπηρεσίες που παρέχουν, κατά παράβαση των Ευρωπαϊκών Οδηγιών και/ή του Νόμου. 

 

Με την υπ΄ αρ. 492/2013 προσφυγή επιζητούσε την ακύρωση της ίδιας απόφασης, με την οποία υποχρεώθηκε η εταιρεία CYTACOM Solutions Ltd που επίσης παρείχε διαδικτυακές υπηρεσίες να εφαρμόσει σύστημα φραγής, με τα ίδια ως άνω επιβλαβή αποτελέσματα.

 

Με την καταχώριση των προσφυγών, με μονομερή αίτηση η οποία με οδηγίες αμφοτέρων των δικαστηρίων επιδόθηκε στην καθ΄ ης, η οποία παρέλειψε να εμφανιστεί στη διαδικασία, επιζητήθηκε η αναστολή της προσβαλλόμενης απόφασης της καθ΄ ης.  Οι αιτήσεις ακούστηκαν και εξεδόθηκαν αντίστοιχες αποφάσεις.  Στην υπ΄ αρ. 494/2013 κρίθηκε ότι υπήρχε έκδηλη παρανομία στην έκδοση της απόφασης και εξεδόθηκαν στις 24.4.2013 διατάγματα αναστολής της, για να ακολουθήσει στις 14.5.2013, εν όψει της κρίσης στην απόφαση ημερ. 24.4.2013 για έκδηλη παρανομία, ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Στην προσφυγή υπ΄ αρ. 492/2013, κρίθηκε με απόφαση ημερ. 30.4.2013 πως είχε τεκμηριωθεί το στοιχείο της ανεπανόρθωτης ζημιάς, πλην όμως εν όψει του ότι αποφασίστηκε και σε αυτήν ότι υπήρχε έκδηλη παρανομία, θεωρήθηκε πως η διαπίστωση αυτή σφράγιζε την τύχη της προσβαλλόμενης απόφασης την οποία και ακύρωσε.

 

Σε αμφότερες τις αποφάσεις η Betfair πέτυχε στην αίτηση της με βάση τις καταλήξεις των Δικαστηρίων, ότι εμποδίστηκε να συνεχίσει, ως νομικό πρόσωπο που νομίμως κατείχε άδεια από άλλο κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να παρέχει τις υπηρεσίες της λόγω μη θέσπισης σχετικών κανονισμών και οδηγιών για εφαρμογή του σχετικού Νόμου.

 

Η καθ΄ ης η αίτηση δεν καταχώρισε εφέσεις αλλά συμμορφώθηκε με το ακυρωτικό αποτέλεσμα.

 

Ενεργοποιήθηκε η εφεσείουσα η οποία καταχώρησε τις αιτήσεις για παραμερισμό των αποφάσεων, οι οποίες και απορρίφθηκαν με τις αποφάσεις, αντικείμενο των εξεταζομένων εφέσεων.  Η κρίση αμφότερων των Δικαστών ήταν πως η εφεσείουσα στερείτο ιδίου εννόμου συμφέροντος.  Κρίση η οποία πλήττεται με έξι λόγους έφεσης στην ΑΕ 71/2014 και τέσσερις στην ΑΕ 115/2014, εκ των οποίων οι τρεις πρώτοι είναι πανομοιότυποι και προσβάλλουν την ανωτέρω κρίση περί ανυπαρξίας εννόμου συμφέροντος.  Οι επόμενοι τρεις λόγοι (4ος έως 6ος) λόγοι έφεσης προσβάλλουν την κρίση του Δικαστηρίου ότι όσα εμπεριέχονται στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση παραμερισμού και αφορούσαν την ουσία της διαφοράς ήταν άσχετα με την προώθηση του αιτήματος (4ος λόγος), ότι το έννομο συμφέρον της αιτήτριας συναρτάτο με «την σκοπιμότητα» της Betfair στην παράλειψη ειδοποίησης για την ύπαρξη της διαδικασίας (5ος λόγος) και ότι κατ’  εσφαλμένο τρόπο συνέδεσε την τελεσιδικία της απόφασης για την Εθνική Αρχή Στοιχημάτων με τα δικαιώματα της εφεσείουσας (6ος λόγος).

 

Με τον 4ο λόγο έφεσης στην υπ΄ αρ. 115/2014 χαρακτηρίζεται ως νομικά και πραγματικά εσφαλμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η αίτηση παραμερισμού ημερ. 3.6.2013 καταχωρήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση, δηλαδή πέντε μήνες μετά την έκδοση της απόφασης του ημερ. 30.4.2013.  Ενώ από τις ημερομηνίες ως αυτές καταγράφονται στην ίδια την απόφαση, μεταξύ 30.4.2013 και 3.6.2013 μεσολαβούν μόνο 34 ημέρες και όχι πέντε μήνες.

 

Η εφεσίβλητη καταχώρησε ειδοποίηση αντέφεσης με την οποίαν ήγειρε πέντε λόγους.  Προσβάλλει το εύρημα για έλλειψη έννομου συμφέροντος της εφεσείουσας (2ος λόγος) και εισάγει τη θέση πως η αίτηση ημερ. 3/6/14 όσον και η έφεση κατέστη άνευ αντικειμένου (1ος λόγος).  Ως αιτιολογία τούτου του λόγου προβάλλεται το γεγονός της συμμόρφωσης της Εθνικής Αρχής Στοιχημάτων με το ακυρωτικό αποτέλεσμα και τονίζεται πως η επιτυχία της αίτησης δε θα φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα για την εφεσείουσα ήτοι την επιβολή φραγμών στην Betfair.  Με τους υπόλοιπους λόγους προβάλλονται οι θέσεις πως δεν υπήρχε δικαιοδοσία για εκδίκαση της αίτησης ημερ. 3/6/2014 (3ος λόγος) ότι υπήρξε καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης (4ος λόγος) και τέλος πως οι λόγοι που επικαλέστηκε η εφεσείουσα για την έκδοση του αιτηθέντος διατάγματος ήσαν ανεπαρκείς.

 

Με άδεια του Δικαστηρίου για προσκόμιση μαρτυρίας η εφεσίβλητη καταχώρησε ένορκη δηλωση προσφοράς γεγονότων τα οποία προέκυψαν μετά την καταχώρηση των εφέσεων 71/14 και 115/14 και της αντέφεσης καθώς και των περιγραμμάτων αγορεύσεων.  Αναφέρεται στην εν λόγω ένορκη δήλωση πως η εφεσίβλητη, μετά την εξαγγελία σχετικής ανακοίνωσης από την Εθνική Αρχή Στοιχημάτων, υπέβαλε στις 31/10/2016 αίτηση για να λάβει άδεια αποδέκτη κλάσεως Β.

 

Το αίτημα αυτό εγκρίθηκε με ηλεκτρονική επιστολή της Προέδρου της Εθνικής Αρχής Στοιχημάτων, ημερ. 14/3/2017 για περίοδο 21/3/2017 μέχρι 20/3/2019, υπό ορισμένους όρους και προϋποθέσεις ήτοι τη διαγραφή των ειδικών κανονισμών περί ανταλλακτηρίου (exchange) (exchange Rules and Regulations).  Έθεσε δε προς τούτο αυστηρά χρονοδιαγράμματα.

 

Η εφεσίβλητη καταχώρησε στις 26/5/2017 την προσφυγή αρ. 789/2017, επιζητώντας ακύρωση των όρων που τέθηκαν, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.

 

Στις 19/5/17 η εφεσίβλητη διέκοψε την παροχή στοιχήματος, ως επιβεβαιώνεται από το έγγραφο (τεκμ. 4) «επισκόπηση ιστοσελίδας αποδέκτη: Betfair International PLC.»

 

Τόσον η εφεσείουσα όσο και η καθ’ ης η αίτηση καταχώρησαν ένορκη δήλωση με τις οποίες απαντούν στους προβληθέντες ισχυρισμούς της ένορκης δήλωσης της εφεσίβλητης.

 

Με την ένορκη δήλωση της καθ’ ης, επιβεβαιώνεται η επιβολή όρων στην εφεσίβλητη προκειμένου να εκδοθεί άδεια αποδέκτη Β, όπως τη διαγραφή των ειδικών κανονισμών περί ανταλλακτηρίου «λόγω του ότι θεωρήθηκε ότι οι διατάξεις αυτές εμπίπτουν στην έννοια του στοιχήματος το οποίο διεξάγεται δια μέσω ανταλλακτηρίων στοιχημάτων του Άρθρου 80(2) στοίχημα ρητώς απαγορευμένο από τη διάταξη του Άρθρου 80(1) του Νόμου

 

Αναφέρει περαιτέρω ότι, κατόπιν αιτήματος του συνηγόρου της εφεσίβλητης, δόθηκαν παρατάσεις χρόνου για συμμόρφωση, πλην όμως η εφεσίβλητη διέκοψε την παροχή υπηρεσιών στοιχήματος και η καθ’ ης ζήτησε διευκρινίσεις και την κάλεσε να αποστείλει γραπτώς αιτιολόγηση για τη μη ενημέρωση της Αρχής για την εν λόγω ενέργεια, καθώς επίσης την παράλειψη ενημέρωσης/προειδοποίησης των παικτών.

 

Μετά τα ανωτέρω, η καθ’ ης η αίτηση πληροφορήθηκε ότι στις 16/10/2018, η εφεσίβλητη, κατόπιν συμβιβασμού της ίδιας, καταδικάστηκε σε πληρωμή προστίμου €2,200,000.00 από το Gabling Commission του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο είναι η αντίστοιχη με την καθ’ης η αίτηση Αρχή, διότι απέτυχε μέσω της πλατφόρμας του ανταλλακτηρίου της να προστατέψει του πελάτες της από προβληματικό στοιχηματισμό και να σταματήσει το στοιχηματισμό παράνομου χρήματος.  (τεκμ. 20, δημοσίευση Gabling).

 

Με τη δική της ένορκη δήλωση η εφεσείουσα αναφέρει πως, σε αρκετές περιπτώσεις μετά τη ψήφιση του περί Στοιχημάτων Νόμου του 2012 είχε καταγγείλει την εφεσίβλητη στις Κυπριακές Αρχές για την παράνομη παροχή ιπποδρομιακού στοιχήματος και τις τεράστιες απώλειες εσόδων της, του Κράτους και του Δήμου Αγίου Δομετίου λόγω των δραστηριοτήτων αυτών καθώς και τους κινδύνους ξεπλύματος παράνομου χρήματος και καταδολίευση των παικτών που ελλοχεύει το ανταλλακτήριο στοίχημα.

 

Δηλώνεται πως η εφεσείουσα υπέστη ζημιές από τις παράνομες δραστηριότητες της εφεσίβλητης η οποία παρείχε ιπποδρομιακό στοίχημα στην επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας παρά το ότι προφανώς δεν είναι η Λέσχη Ιπποδρομιών, ούτε αντιπρόσωπος της.

 

Σε αμφότερες τις απαντητικές ένορκες δηλώσεις, υποστηρίζεται πως οι εφέσεις δεν έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου και πως επιβάλλεται η εκδίκαση τους.

 

Είναι προφανές πως ο 1ος λόγος πρέπει να εξεταστεί προτού ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους αντέφεσης, οι οποίοι συμπλέκονται μεταξύ τους αλλά και με τους λόγους έφεσης και κυρίως τους τρεις πρώτους για την ύπαρξη έννομου συμφέροντος της εφεσείουσας.

 

Έχει καταγραφεί ανωτέρω η αιτιολογία που προσφέρεται για το συγκεκριμένο λόγο που επικεντρώνεται στο γεγονός της συμμόρφωσης της Αρχής Στοιχημάτων με το ακυρωτικό αποτέλεσμα και τη θέση πως η επιτυχία της Αίτηση δεν θα επιφέρει το επιθυμητό για την εφεσείουσα αποτέλεσμα ήτοι, την επιβολή φραγής στην εφεσίβλητη.

 

Πρόσθετα, τονίζεται και το εισαχθέν με την ένορκη δήλωση γεγονός της διακοπής παροχής υπηρεσιών στοιχήματος από τις 19/5/2017.

 

Η απάντηση της εφεσείουσας επί του θέματος, είναι ότι σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης/έφεσης η φραγή θα δυνηθεί να επανέλθει εκ νέου και η ίδια θα μπορέσει να εκθέσει τους λόγους υπέρ της διατήρησης της.

 

Ο συγκεκριμένος λόγος αντέφεσης κρίνεται απορριπτέος.  Είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω (Aναφορικά με την αίτηση του Πόλυ Μίτσιγκα, Πολ. Έφεση 208/2013, ημερ. 13/3/2014) και πως δεν αποφασίζουν «ακαδημαϊκώς» τα ζητήματα που τίθενται ενώπιον τους.  Γι’ αυτό, όπως υποδείχθηκε στην πλούσια επί του θέματος νομολογία, η δίκη καταργείται όταν επέλθουν ορισμένα γεγονότα μεταγενέστερα της κατάθεσης της προσφυγής ούτως ώστε το αντικείμενο της πλέον να εξαφανίζεται.  Η δίκη για παράδειγμα καταργείται, όταν εκδίδεται νέα εκτελεστή διοικητική πράξη για το ίδιο ζήτημα οπότε η προηγηθείσα απόφαση αποβάλλει το αντικείμενο της (Pavlonapa Enterprises Ltd. v. KOT (1993) 4 AAΔ 387).   Όπως αναπτύχθηκε στη Μ. Ζηντίλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, αρ. υπ. 509/13 ημερ. 26/5/15, με το κείμενο της οποίας συμφωνούμε,

 

“Η δίκη καταργείται επίσης όταν η προσβαλλόμενη πράξη ανακαλείται και εκδίδεται νέα που ικανοποιεί τον αιτητή, (Κουτσούδης ν. Δήμου Λάρνακας (2006) 4 ΑΑΔ 800)).  Επίσης μια προσφυγή καθίσταται άνευ αντικειμένου όταν η ισχύς της προσβαλλόμενης αποφάσεως λήγει, (ΑΤΗΚ ν. Επιτρόπου Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (2006) 4 ΑΑΔ 93 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 33)).  Η δίκη επίσης καταργείται όταν τα θέματα της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας απώλεσαν το αντικείμενο τους ώστε με τη  συνέχιση της διαδικασίας να μην εξυπηρετείται οποιοσδήποτε πρακτικός σκοπός, (Κυπριακό Συνδικάτο Τούρκων Δασκάλων Δημοτικής κ.ά. ν. Γενικής Εισαγγελίας (2011) 3 ΑΑΔ 310).

 

Είναι περαιτέρω  γνωστό ότι  ένας αιτητής κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος θα πρέπει να έχει έννομο συμφέρον σε όλα τα στάδια της διαδικασίας που στην πράξη σημαίνει την ύπαρξη του συμφέροντος αυτού κατά την παραγωγή της διοικητικής πράξης, την κατάθεση της αίτησης ακυρώσεως και το στάδιο συζήτησης της υπόθεσης, (Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδ. Τόμος ΙΙ, σελ. 86, παρ. 459).  Πρόσθετα ο συγγραφέας αναφέρει ότι το έννομο συμφέρον μπορεί να εκλείψει όταν η προσβαλλόμενη πράξη θεωρείται εξαφανισμένη εξ αρχής, όταν ανακλήθηκε, ακυρώθηκε, καταργήθηκε ή  έληξε χρονικά.  Αν το έννομο συμφέρον εξέλιπε πριν από την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, εάν όμως εξέλιπε μετά την καταχώρηση της και πριν από τη συζήτηση, η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου.  Περαιτέρω, εάν ο προσφεύγων δεν θα έχει καμία ωφέλεια από την ακύρωση της πράξης τότε η αίτηση ακυρώσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αλυσιτέλειας. Και σελ. 113 παρ. 483, αναφέρεται ότι η δίκη καταργείται όταν η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώθηκε από την ίδια τη διοίκηση ή με απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, (Σ.Ε. 1217/1978).  Το  ίδιο μνημονεύεται  και  στη σελ. 194,  παρ. 563, όπου ταξινομούνται όλες οι περιπτώσεις κατάργησης της δίκης, μεταξύ των οποίων, και της ακύρωσης της διοικητικής πράξης μετά από απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. 

 

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, αναφέρεται στη σελ. 278 ότι η δίκη καταργείται «επί ακυρώσεως της προσβαλλομένης δι΄ ετέρας αποφάσεως του Σ.Ε.: 1328(53), 2454(58) ..».  Επί του συγκεκριμένου αυτού σημείου, η απόφαση στην Kyriacos Kikas and Others v.  1. The Cyprus Broadcasting Corporation and other (1984) 3 CLR 852 είναι σχετική.  Ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, αποφάσισε με αναφορά στην Ελλαδική νομολογία, αλλά και σε προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι η ακύρωση διοικητικής πράξεως σε μια διαδικασία επιφέρει την κατάργηση του αντικειμένου της σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία εναντίον της ίδιας πράξης.  Στο σύγγραμμα του Νίκου Χαραλάμπους: «Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου» 2η έκδ. σελ. 27, αναφέρεται επίσης ότι: «Αν μια διοικητική πράξη προσβάλλεται με δύο προσφυγές, η ακύρωση της πράξης μετά από εκδίκαση της πρώτης προσφυγής, καθιστά τη δεύτερη προσφυγή χωρίς αντικείμενο ...».

 

Η συνέχιση της δίκης, όπως είναι παγίως επίσης νομολογημένο, επιτρέπεται μόνο όταν παραμένει κατάλοιπο ζημιάς εκ της ανακληθείσας ή ακυρωθείσας πράξης.  Θα πρέπει να έχει παραμείνει ζημιά η οποία και εναπόκειται στον αιτητή να αποδείξει ώστε να μπορέσει να ενεργοποιήσει την πρόνοια του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία η αξίωση αποζημίωσης προϋποθέτει ακυρωτική απόφαση της προσβαλλόμενης πράξης από το Δικαστήριο κάτω από την παράγραφο 4 του ιδίου Άρθρου, (Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 AAΔ 973, Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 643 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -).  Η μη δυνατότητα προώθησης προσφυγής λόγω κατάργησης της δίκης οφείλεται στο ότι εξαφανίζεται το αντικείμενο της ώστε να μην εξυπηρετείται πλέον σκοπός με την εκδίκαση της, εκτός και εάν παραμένει οποιαδήποτε ζημία.  Τότε μόνο είναι παραδεκτή η συνέχιση της.

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει ανακληθεί ή καταργηθεί η  διοικητική πράξη και να αντικαταστήθηκε με νέα, η οποία να ικανοποιεί την εφεσείουσα ή να μην επέφερε οποιαδήποτε ζημιά.  Υπάρχει, με την προσαχθείσα ένορκη δήλωση της εφεσείουσας δημιουργία ζημιάς για την οποία διαμαρτύρετο προς τις αρμόδιες αρχές.  Εξάλλου, αντί νέας υπέρ της εφεσείουσας πράξης η οποία να δικαιώνει αυτήν, υπάρχει απλώς, το γεγονός της διακοπής της παροχής υπηρεσιών από την εφεσίβλητη από μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και μετά.  Ήτοι, η ισχύς αυτής της πράξης και γεγονότος δεν ενεργεί αναδρομικά, όπως μια νέα εκτελεστή πράξη, η οποία θέτει τα πράγματα στη θέση τους από το ίδιο χρονικό σημείο που ξεκίνησε η ακυρωθείσα πράξη, ώστε να εξαλείφεται οποιοδήποτε ζημιογόνο αποτέλεσμα.  Σημειώνεται περαιτέρω πως ουσιαστικά η εξακολούθηση ή η διακοπή υπηρεσιών παροχής στοιχημάτων αλλά και η επάνοδος σε τέτοια παροχή επαφίεται στην βούληση της εφεσίβλητης και όχι σε μια διοικητική πράξη.

 

Για τους λόγους αυτούς ο συγκεκριμένος λόγος αντέφεσης αποτυγχάνει και προχωρούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης.

 

Η εξέταση των τριών πρώτων λόγων, είναι σαφές ότι προέχει, καθόσον η κρίση επί τούτων θα καταστήσει αχρείαστη την εξέταση των υπολοίπων.

 

Τα Δικαστήρια εξετάζοντας το αίτημα της εφεσείουσας και το δικαίωμα της για παρέμβαση υπέδειξαν πως για να δοθεί τέτοιο δικαίωμα θα πρέπει το ενδιαφερόμενο μέρος να δείξει ότι έχει έννομο συμφέρον.  Όπως υποδείχθηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η έννοια του συμφέροντος παρεμβαίνοντος στη διαδικασία προσομοιάζει με εκείνο του παρεμβαίνοντος στην Ελλάδα και Γαλλία και πρέπει να ασκείται κατά τον ίδιο τρόπο (Theodorides and others v. Ploussiou (1976) 2 CLR 319, Pitsillos v. CBC (1982) 3 CLR 208, Vorkas and others v. Republic (1984) 3 CLR 87 και Ιnstitute of Certified Accountants v. Republic (1987) 3 CLR 445).  Το συμφέρον αυτό κρίνεται με ευρύτητα όπως κρίνεται και στην περίπτωση αιτητή σε προσφυγή και θα πρέπει ο αιτών να δείξει ότι ο δυσμενής επηρεασμός του από τη δικαστική απόφαση θα είναι άμεσος (Μεριτιέν Χοτέλς Λτδ ν. ΚΟΤ (1990) 3(Β) ΑΑΔ 1448 και Έμετακλ Αλουμίνιουμ Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 4 ΑΑΔ 2964).  Το αιτών ενδιαφερόμενο μέρος έχει το βάρος απόδειξης, όχι μόνο ότι έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την πράξη αλλά και τη ζημιά που ενδεχομένως θα υποστεί από τυχόν επιτυχία της προσφυγής και πρέπει να πιθανολογήσει το έννομο συμφέρον.  Σε τέτοια περίπτωση δεν απαιτείται απόδειξη, αρκεί ο εύλογος ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει τα νόμιμα δικαιώματα ή συμφέροντα του.  Έγινε δε από τα πρωτόδικα Δικαστήρια, παράθεση του κάτωθι αποσπάσματος από την απόφαση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωάννη Σολωμού (2001) 3Β ΑΑΔ 955:

 

«Ο θεσμός της παρέμβασης τρίτου σε διαδικασία δεν είναι θεσμοθετημένος στην Κύπρο.  Πότε και κάτω από ποίες προϋποθέσεις μπορεί να δικαιολογηθεί η παρέμβαση τρίτου σε αναθεωρητική δικαιοδοσία εξετάστηκε σε κάποια έκταση στη Vorkas and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 87Εν πρώτοις επαναλαμβάνεται ότι το δικαίωμα προσώπου του οποίου το συμφέρον διακυβεύεται ή θα επηρεαστεί δυσμενώς από την ακύρωση της υπό αναθεώρηση διοικητικής πράξης ή απόφασης, έχει δικαίωμα να ακουστεί ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο.  Τούτο αναγνωρίστηκε από την καθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Josephides v. Republic 2 R.S.C.C. 72, 75.  Διαπιστώθηκε επίσης ότι η θέση του ενδιαφερομένου προσώπου παραλληλίζεται προς εκείνη του παρεμβαίνοντος στο αντίστοιχο Ελληνικό δικαιϊκό σύστημα.  Το συμφέρον, που καθιστά παραδεχτή τη συμμετοχή του ενδιαφερομένου προσώπου στη διαδικασία, είναι όπως εξηγείται στη Vorkas, ανάλογο προς εκείνο του προσφεύγοντος.  Ο επηρεασμός από τη δικαστική απόφαση πρέπει να διαγράφεται ως άμεσος κατ΄ ανάλογο τρόπο προς τον επηρεασμό συμφέροντος που νομιμοποιεί τον αιτητή να προσφύγει στο Δικαστήριο και να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, απόφασης ή παράλειψης.  Το νομιμοποιητικό συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να υφίσταται, όπως είναι καθιερωμένο και στα τρία κρίσιμα χρονικά στάδια κατά τον αντίστοιχο χρόνο έκδοσης, προσβολής και αναθεώρησης της διοικητικής απόφασης.».

 

 

   Για το ίδιο θέμα στο σύγγραμμα Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 1994, 2η ΄Εκδοση, σελ. 272-273, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Έννομο συμφέρον: Εξουσία ασκήσεως παρεμβάσεως δεν έχει οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος, αλλά μόνο αυτός που έχει «έννομο» συμφέρον.  Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος κρίνεται όπως και κατά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, στο πλαίσιο της οποίας και αναπτύσσεται.  Την προϋπόθεση αυτή του παραδεκτού της παρεμβάσεως εκπληρώνει πάντοτε (και γι΄ αυτό δεν απαιτείται ειδικώς) ο υπουργός που εποπτεύει το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, του οποίου προσβάλλεται πράξη επί ακυρώσει, καθώς και ο πτωχεύσας κατά την διάρκεια της πτωχεύσεως, επί προσφυγής ή ένδικου μέσου που άσκησε ο σύνδικος.  Πρέπει επίσης να πιθανολογείται ως υφιστάμενη στον τρίτο, στον οποίο ανακοινώνεται η δίκη από διάδικο ή, προ πάντων, από την εισηγητή της υποθέσεως.

 

Τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν επαγγελματικούς σκοπούς έχουν έννομο συμφέρον να παρέμβουν, μόνο αν από την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως θίγονται ως τοιαύτα ή αν θίγονται τα συμφέροντα του συνόλου των μελών του, όχι όμως αν θίγονται τα συμφέροντα ορισμένων μόνο (έστω πολλών) από τα μέλη τους, γιατί τα νομικά αυτά πρόσωπα έχουν σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων όλων των μελών τους και όχι μόνο ορισμένων από αυτούς και μάλιστα εις βάρος, τυχόν, των συμφερόντων άλλων μελών».

 

     

Ο συνήγορος της εφεσείουσας αναπτύσσοντας τους λόγους έφεσης περί εσφαλμένης κρίσης για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, σημείωσε το κάτωθι σκεπτικό και συμπέρασμα των Δικαστηρίων, ότι η ακυρωθείσα πράξη «δεν είχε ληφθεί υπέρ της αιτήτριας αλλά κατ’  εφαρμογή και στο πλαίσιο των γενικών εξουσιών της Ανεξάρτητης Αρχής Στοιχημάτων» και ότι «η βλάβη που επικαλείται η εφεσείουσα δεν επέρχεται από την άρση του συστήματος φραγής που επιβλήθηκε στην Betfair, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποδειχθεί άμεσος επηρεασμός ή σχέση εγγύτητας μεταξύ της πράξης και του αποδέκτη στο βαθμό που απαιτείται να στοιχειοθετηθεί έννομο συμφέρον».  Υπέδειξε επιχειρηματολογώντας πως: Το γεγονός ότι η ακυρωθείσα πράξη δεν έχει ληφθεί υπέρ της αιτήτριας (εννοεί την εφεσείουσα) δεν είναι καθόλου σχετικό προς τον σκοπό διάγνωσης του δικαιώματος της εφεσείουσας να παραστεί σε μια δίκη που εκ του Νόμου και των αποδείξεων την αφορά.  Δεδομένης της erga omnes ισχύος της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων προς βλάβη των δικαιωμάτων της, καθιστά την εφεσείουσα πρόσωπο το οποίο έχει locus standi και/ή έννομο συμφέρον για παρέμβαση στη δίκη.  Τόνισε, επιχειρηματολογώντας πως μέσω της φραγής σταμάτησε η παράνομη παραγωγή στοιχήματος, το οποίο η Betfair παρείχε μέσω της ιστοσελίδας της.

 

Επικαλέστηκε προς επίρρωση των θέσεων του την απόφαση Γενακρίτου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 497 στην οποία λέχθηκε πως:

 

«Δια τούτο λέγομεν ότι η μεν ακύρωσις της πράξεως δημιουργεί δεδικασμένον απόλυτον, έναντι πάντων (erga omnes), έστω και μη μετασχόντων εις την δίκην, η δε απόρριψις της αιτήσεως δημιουργεί δεδικασμένον σχετικόν, έναντι μόνον του αιτούντος (inter partes).»

 

     Αναφοράς έτυχε και η απόφαση Βύρωνας Κώστα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 77, στην οποία επικροτήθηκαν τα ανωτέρω με ιδιαίτερη μνεία πως το αποτέλεσμα απόφασης η οποία εκδίδεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) είναι η αποκήρυξη της διοικητικής απόφασης ή πράξης, η οποία κρίνεται παράνομη και η ακύρωση της επενεργεί έναντι πάντων.

 

    Η καθ’ ης η αίτηση Ανεξάρτητη Επιτροπή Στοιχημάτων δεν καταχώρισε περίγραμμα αγόρευσης και κατά την ακροαματική διαδικασία η συνήγορος της υιοθέτησε τις θέσεις του συναδέλφου της, συνηγόρου της εφεσείουσας.

 

   Την αντίθετη θέση ανέπτυξε ο συνήγορος της εφεσίβλητης ο οποίος υποστήριξε τις πρωτόδικές αποφάσεις επισημαίνοντας πως η εφεσείουσα δεν ήταν αποδέκτης των διοικητικών πράξεων, δεν είχαν εκδοθεί υπέρ της και δεν παρουσιάζεται να έχει έννομο συμφέρον.  Υπέδειξε επίσης πως η νομολογία δύσκολα αποδέχεται την ύπαρξη έννομου συμφέροντος για νομικό πρόσωπο και πως το έννομο συμφέρον δεν εξομοιώνεται με το αγώγιμο δικαίωμα.  Υπογράμμισε επίσης ότι με μαρτυρία που προσκομίστηκε η Beftair έπαυσε να δραστηριοποιείται και ως εκ τούτου η διαδικασία κατέστη άνευ αντικειμένου.

 

Θεωρούμε πως η erga omnes/έναντι πάντων ισχύς μιας απόφασης του Δικαστηρίου ακυρωτικής μιας διοικητικής πράξης, δεν προσδίδει άμεσα δικαιώματα σε τρίτο πρόσωπο για παρέμβαση.  Η προϋπόθεση για ύπαρξη άμεσου, ίδιου ενεστώτος συμφέροντος του οποίο η ύπαρξη να υπάρχει και στα τρία κρίσιμα χρονικά στάδια, ήτοι, κατά τον χρόνο έκδοσης, προσβολής και αναθεώρησης της διοικητικής απόφασης, παραμένει επιτακτική.

 

Συνεπώς, υπό το πρίσμα αυτό, θα εξεταστούν οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης.

 

Θα πρέπει εξαρχής να τονίσουμε πως μας βρίσκουν σύμφωνους οι αναφορές και οι παραπομπές των πρωτόδικων αποφάσεων για την έννοια του εννόμου συμφέροντος, του οποίου βεβαίως, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη του, απαραίτητα είναι η ιδιάζουσα και ειδική κατάσταση πραγμάτων που περιβάλλουν τη συγκεκριμένη περίπτωση καθώς επίσης και η νομική θέση, όπως και η σχετική επί του θέματος Νομοθεσία.

 

Για τούτο, ορθή κρίνουμε την εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας πως ήταν απόλυτα σχετική η εξέταση τόσο της νομοθεσίας όσο και της πραγματικής κατάστασης γεγονότων όπως αυτά εξετέθηκαν με τη συνοδεύουσα την αίτηση ημερ. 3/6/2013 ένορκη δήλωση, η οποία παρέμεινε ασχολίαστη αλλά και αναντίλεκτη.  Δυνάμει της οποίας, ως είναι η εισήγηση, τεκμηριώνεται το έννομο συμφέρον της εφεσείουσας.

 

Θεωρούμε σκόπιμο να τονίσουμε πως το γεγονός της μη προσβολής δια εφέσεως των αποφάσεων απόρριψης της προσφυγής από την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Εθνικής Ανεξάρτητης Αρχής Στοιχημάτων, δεν καθιστά από μόνο του ανύπαρκτο το οποιοδήποτε δικαίωμα της εφεσείουσας, δεδομένου πως οι δύο αρχές, ήτοι Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσία και Εθνική (Ανεξάρτητη) Αρχή Στοιχημάτων είχαν ανεξάρτητα και αυθύπαρκτα συμφέροντα.

 

Η εφεσείουσα, έχει καταστεί διά Νομοθεσιών του Κράτους, ήτοι του περί Στοιχημάτων Νόμου του 2012 (106(Ι)/2012) και του περί Φορολογίας Ιπποδρομιακών Στοιχημάτων και Λαχείων Νόμου του 1973 (Ν. 48/1973) η μόνη Αρχή που νόμιμα και αδιάκριτα, έχει τη δυνατότητα να παρέχει ιπποδρομιακό στοίχημα εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε εγχώριες και ξένες ιπποδρομίες.

 

Αναφέρεται συγκεκριμένα στον περί Στοιχημάτων Νόμο στο άρθρο 12:

 

«12.(1) Υπηρεσίες στοιχήματος παρέχονται μόνο από πρόσωπο που κατέχει άδεια αποδέκτη Κλάσης Α ή άδεια εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου αποδέκτη Κλάσης Α ή άδεια αποδέκτη Κλάσης Β που εκδίδεται, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης, από την Αρχή, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους και η οποία άδεια εξουσιοδοτεί, ανάλογα με την Κλάση κάθε άδειας, την παροχή των υπηρεσιών στοιχήματος όπως αυτές καθορίζονται στο εδάφιο (2).

 

(2) Η Αρχή εκδίδει δυνάμει του εδαφίου (1) άδεια -

 

(α) αποδέκτη Κλάσης Α με την οποία εξουσιοδοτεί την παροχή υπηρεσιών για διεξαγωγή στοιχήματος εντός αδειούχου υποστατικού εξαιρουμένων υπηρεσιών στοιχήματος άδειας Κλάσης Β και ιπποδρομιακού στοιχήματος˙

 

(β) αποδέκτη Κλάσης Β με την οποία εξουσιοδοτεί την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικού στοιχήματος, εξαιρουμένων των παιγνιομηχανημάτων περιορισμένου οφέλους, των τυχερών παιχνιδιών καζίνο παρεχόμενων με απευθείας σύνδεση και του ιπποδρομιακού ηλεκτρονικού στοιχήματος˙

 

(γ) εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου αποδέκτη Κλάσης Α με την οποία εξουσιοδοτεί την παροχή υπηρεσιών για διεξαγωγή στοιχήματος για λογαριασμό αποδέκτη Κλάσης Α εντός αδειούχου υποστατικού εξαιρουμένων υπηρεσιών στοιχήματος άδειας Κλάσης Β και ιπποδρομιακού στοιχήματος.

 

Συνεπάγεται από τις ανωτέρω νομοθετικές διατάξεις πως η Εθνική Αρχή Στοιχημάτων δεν έχει αρμοδιότητα παροχής άδειας για κανένα είδος ιπποδρομιακού στοιχήματος.

 

Συναφώς το Άρθρο 2 του περί Φορολογίας Iπποδρομιακών Στοιχημάτων και Λαχείων Νόμου του 1973 προνοεί πως «Ιπποδρομιακή Αρχή» σημαίνει «την Λέσχην Ιπποδρομιών Λευκωσίας και περιλαμβάνει τους Επιτρόπους (trustees), αντιπροσώπους, εκδοχείς και διαδόχους αυτής».

 

Επομένως η εφεσείουσα είναι σύμφωνα με το Νόμο 1973 η Ιπποδρομιακή Αρχή και όπως καθορίζεται με το Άρθρο 6 αυτού

 

«6.-(1) Ουδέν ιπποδρομιακόν στοίχημα ή ιπποδρομαικόν λαχείον διενεργείται ειμή επί δελτίου ή τύπου εκτυπωμένου ή εγγράφου τοιούτου ή άλλου εγγράφου χορηγουμένου υπό της ιπποδρομιακής αρχής και επί του οποίου επεβλήθη ο καθωρισμένος φόρος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

 

(2) Παράλειψις επιβολής του καθωρισμένου φόρου ακυρεί το ιπποδρομιακόν στοίχημα  ή ιπποδρομιακόν λαχείον και συνιστά παράβασιν του Νόμου.

 

Περαιτέρω τώρα, σύμφωνα με το Άρθρο 2 του περί Στοιχημάτων Νόμου του 2012 (Ν. 106(Ι)/2012):

 

«σχετικό αδίκημα» σημαίνει -

(α) ……………………

(στ) οποιοδήποτε αδίκημα κατά παράβαση του περί Φορολογίας Ιπποδρομιακών Στοιχημάτων Νόμου∙ και

(ζ) οποιοδήποτε αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου»

 

Η Βetfair διά των δραστηριοτήτων της μεταξύ των οποίων της λειτουργίας exchange, όπως υποδηλοί ο ηλεκτρονικός της σύνδεσμος http/www.betfair/exchange, προσέφερε υπηρεσίες ανταλλακτηρίου στοιχημάτων και αποτελούσε μια κατ’ εξοχήν διεθνώς, εταιρεία παροχής στοιχήματος exchange.  Όμως τέτοια υπηρεσία, ήτοι παροχή υπηρεσιών για τη διεξαγωγή στοιχήματος διαμέσου ανταλλακηρίου στοιχημάτων έχει καταστεί σύμφωνα με το Νόμο αρ. 106(Ι)/2012, αξιόποινη πράξη.  Σχετικό το Άρθρο 80(Ι) το οποίο φέρει τον πλαγιότιτλο «Απαγόρευση Ανταλλακτηρίων Στοιχημάτων (betting exchanges)» το οποίο απαγορεύει τη διεξαγωγή στοιχημάτων διαμέσω ανταλλακτηρίων στοιχημάτων και καθορίζει πως τέτοιο στοίχημα διενεργείται όταν αδειούχος αποδέκτης Κλάσης Β παρέχει υπηρεσία σχεδιασμένη για να διευκολύνει τη λήψη ή την αποδοχή στοιχημάτων μεταξύ παικτών.  Η παράβαση αυτής της διάταξης, δηλαδή η παροχή υπηρεσιών για τη διεξαγωγή στοιχήματος διά μέσω ανταλλακτηρίου στοιχημάτων, καθιστά τον παροχέα ένοχο κακουργήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (€300,000.00) και ή και στις δύο αυτές ποινές.

 

Το Άρθρο 65 του Ν. 106(Ι)/2012 επιβάλλει στους παροχείς διαδικτυακών υπηρεσιών (Internet service providers) υποχρέωση εφαρμογής συστήματος φραγής το οποίο εμποδίζει την πρόσβαση χρηστών – πελατών τους σε παροχείς υπηρεσιών στοιχήματος οι οποίοι δεν κατέχουν άδεια αποδέκτη Β και σε παροχείς των υπηρεσιών που προβλέπονται στα Άρθρα 78, 79, 81, 82 και 83 υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ενημερωθεί από την Αρχή, σύμφωνα με το εδ. 2 του ίδιου άρθρου.

 

Προκύπτει επομένως ξεκάθαρα πως οι παροχείς διαδικτυακών υπηρεσιών υποχρεούνται να εφαρμόζουν σύστημα φραγής σε όποια είδη στοιχήματος παραβιάζουν το Νόμο και ότι τα στοιχήματα τα παρεχόμενα διά ανταλλακτηρίων είναι απαγορευμένα από το Νόμο.  Ότι η μόνη δικαιούμενη να παρέχει ιπποδρομιακό στοίχημα είναι  η εφεσείουσα και πως η ένορκη δήλωση Χατζημηνά η οποία συνόδευε την επίδικη αίτηση παρέμεινε αναντίλεκτη αναφορικά με τα προσφερόμενα γεγονότα της παροχής ιπποδρομιακού στοιχήματος διά του ανταλλακτηρίου στοιχήματος από την Betfair και ότι εξαιτίας αυτής της παράνομης δραστηριότητας η εφεσείουσα υπέστη ζημιές και απώλειες.

 

Σημειώνουμε, αποδεχόμενοι τη σχετική εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας, πως δεν αποκτά ιδιαίτερη σημασία ούτε μειώνει τη δραστικότητα της δραστηριότητας της Betfair πως το στοίχημα διεξαγόταν διαδικτυακά και όχι επί τόπου, καθόσον αυτό, αποτελεί ένα εναλλακτικό τρόπο και μέσο διεξαγωγής του.  Δεν διαφοροποιεί τη μορφή και το είδος του.

 

Είχε και έχει συνεπώς η εφεσείουσα έννομο συμφέρον, το οποίο είναι διαφορετικό και μη επηρεαζόμενο από εκείνο της Εθνικής Αρχής Στοιχημάτων η οποία απέφυγε να ασκήσει εφέσεις.

 

Με την κρίση αυτήν, δεν ενδείκνυται η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης και αντέφεσης, καθόσον αυτοί θα εξεταστούν από το Δικαστήριο το οποίο θα εξετάσει την ουσία της αίτησης, η οποία δεν εξετάστηκε από τα πρωτόδικα Δικαστήρια.

 

Η έφεση επιτυγχάνει.  Οι εφέσεις αποσυνενώνονται.  Οι υποθέσεις παραπέμπονται στο Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο κατά προτεραιότητα να τις εξετάσει.  Επιδικάζονται €2.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ της εφεσείουσας.

 

                                                      Α. Λιάτσος, Π.

 

                                                      Γ. Γιασεμή, Δ.

 

                                                      Δ. Σωκράτους, Δ.

 

                                                      Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

 

                                                      Ν. Σάντης, Δ.

 

/ΚΑς

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο