M.S. (SKYRA) VASSAS LTD v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ κ.α., ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 20/2016, 20/3/2023

ECLI:CY:AD:2023:C97

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                  

                   [ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 20/2016

(Υποθέσεις αρ.  772/2012 και 773/2012)

 

20  Μαρτίου, 2023

 

[ Α. ΛΙΑΤΣΟΥ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,  Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,

 Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΤ.ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ , ΔΔ.]

 

M.S. (SKYRA) VASSAS LTD

Εφεσείοντες

ΚΑΙ

                   ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

 

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

 

2.   ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ

 

3.   ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ

                                                          Εφεσιβλήτων

                                                ----------

Γεώργιος Πασιάς, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ για Εφεσείοντες

 

Δένα Εργατούδη (κα),  Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού  Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητους

                                               

                                                ----------

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Οι Εφεσείοντες είναι κάτοχοι Προνομίου Λατομείου στην Επαρχία Λεμεσού, το οποίο τους παραχωρήθηκε για την περίοδο 14.2.2009 – 13.2.2012, για σκοπούς εξόρυξης διαβασικού πετρώματος για παραγωγή θραυστών αδρανών υλικών, υπό τον όρο της καταβολής ενοικίων και τελών, σύμφωνα με τους περί Μεταλλείων και Λατομείων Κανονισμούς. 

 

          Με επιστολή τους ημερ. 24.2.2012, οι Εφεσείοντες γνωστοποίησαν στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Μεταλλείων, ότι για την  περίοδο Ιουνίου 2010 – Ιανουαρίου 2012, είχαν εκ παραδρομής συμπεριλάβει στις Δηλώσεις Περιβαλλοντικών Τελών, 466 τόνους ανακυκλώσιμων εξορυκτικών αποβλήτων, για τα οποία δεν έπρεπε να είχαν καταβάλει Περιβαλλοντικά Δικαιώματα Εκμετάλλευσης.  Ως εκ τούτου, αιτήθηκαν την επιστροφή του καταβληθέντος ποσού των €186.559.

 

          Οι Εφεσίβλητοι, με επιστολή τους ημερ. 28.2.2012, αρνήθηκαν την επιστροφή του πιο πάνω χρηματικού ποσού, με την αιτιολογία ότι, με βάση «τόσο την νομοθεσία των εξορυκτικών αποβλήτων, όσο και την ευρύτερη νομοθεσία των αποβλήτων», «απόβλητο χαρακτηρίζεται το υλικό το οποίο τυγχάνει και απόρριψης».  Στην περίπτωση των Εφεσειόντων, τα υλικά που αυτοί είχαν χαρακτηρίσει ως απόβλητα, είχαν διατεθεί στην αγορά.  Συνεπώς, οι Εφεσίβλητοι, θεώρησαν ότι ορθά οι Εφεσείοντες είχαν εισπράξει από τους πελάτες τους τα σχετικά λατομικά δικαιώματα και ορθά τα είχαν καταβάλει στην Υπηρεσία Μεταλλείων.  Ως εκ τούτου, δεν εγείρετο οποιοδήποτε ζήτημα επιστροφής των λατομικών δικαιωμάτων που είχαν ήδη καταβάλει.

 

          Στη συνέχεια, οι Εφεσίβλητοι διενήργησαν έλεγχο σε πελάτες των Εφεσειόντων, όπως και στο λογιστήριο των Εφεσειόντων, στα πλαίσια του οποίου διαπιστώθηκε ότι από 1.1.2010 – 31.1.2012, οι Εφεσείοντες είχαν διαθέσει στην αγορά ποσότητα λατομικών υλικών από το Προνόμιο Λατομείου, για τα οποία δεν είχαν καταβάλει τα νενομισμένα δικαιώματα.  Έτσι, με επιστολή τους ημερ. 30.4.2012, οι Εφεσίβλητοι πληροφόρησαν τους Εφεσείοντες ότι είχαν την υποχρέωση μέχρι 31.5.2012 να καταβάλουν τα οφειλόμενα δικαιώματα, επί των οποίων θα επιβαλλόταν και η σχετική επιβάρυνση 25% για την καθυστέρηση της καταβολής τους. 

 

          Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, οι Εφεσείοντες καταχώρισαν δύο προσφυγές εναντίον της υπό αναφορά απόφασης των Εφεσιβλήτων ημερ. 28.2.2012.  Με την προσφυγή αρ. 772/2012, αιτήθηκαν την ακύρωση της, σε σχέση με το μέρος αυτής που αφορά την υποχρέωση εκ μέρους τους, καταβολής λατομικών δικαιωμάτων και σχετικής επιβάρυνσης για διατεθέντα απόβλητα, ως και την επιβολή λατομικών δικαιωμάτων και επιβάρυνσης, για υλικά που δεν προέκυψαν από το χώρο του   Προνομίου    Λατομείου.       Με την προσφυγή αρ. 773/2012, οι Εφεσείοντες προσέβαλαν την άρνηση των Εφεσιβλήτων να τους επιστρέψουν λατομικά δικαιώματα που είχαν ήδη καταβάλει.  

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση, οι Εφεσίβλητοι πληροφόρησαν τους Εφεσείοντες για την ισχύουσα νομοθεσία, σε συνάρτηση με τα λατομικά υλικά και τα δικαιώματα που επιβάλλονται γι’ αυτά.  Ως εκ τούτου, αυτή δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά απόφαση πληροφοριακού χαρακτήρα.  Περαιτέρω, κατέληξε ότι η άρνηση των Εφεσίβλητων να επιστρέψουν στους Εφεσείοντες λατομικά δικαιώματα, τα οποία κατ’ ισχυρισμό, είχαν εκ παραδρομής καταβληθεί,  δεν αποτελεί επίσης,  εκτελεστή διοικητική πράξη.  Τούτο γιατί έχει δημιουργηθεί χρηματική διαφορά και η διεκδίκηση του συγκεκριμένου ποσού, θα έπρεπε να γίνει σε πολιτικό Δικαστήριο και στα πλαίσια πολιτικής αγωγής, εφόσον πρόκειται για ζήτημα ιδιωτικού και όχι δημοσίου δικαίου.

 

          Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οδήγησε σε απόρριψη και των δύο προσφυγών.

 

          Οι Εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα Έφεση επιδιώκουν την ανατροπή της στη βάση δύο (2) λόγων Έφεσης.   Υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 28.2.2012 δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, ως και ότι αυτή είχε δημιουργήσει χρηματική διαφορά.  Εισηγούνται επί του προκειμένου,  ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση είχε δημιουργηθεί μια δυσμενής κατάσταση εναντίον τους και παρήγαγε έννομα αποτελέσματα σε βάρος τους.  Συνεπώς, διατείνονται ότι πρόκειται για εκτελεστή διοικητική πράξη που άπτεται ζητήματος δημοσίου δικαίου και δεν συνιστά αμιγή χρηματική διαφορά.

 

          Διαφορετική βεβαίως είναι η θέση των Εφεσίβλητων, οι οποίοι υποστηρίζουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και απορρίπτουν τις εισηγήσεις των Εφεσειόντων. 

 

          ΄Εχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση, υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων.  Καταλήξαμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και οι αιτιάσεις των Εφεσειόντων δεν ευσταθούν για τους πιο κάτω λόγους:-

 

          Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου, ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης δεν είναι εκτελεστή πράξη (βλ. Republic v. Demetriou and Others (1972) 3 CLR 219, Krashias Modern Land & Building Developers Ltd v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 ΑΑΔ 198, 208, Phylaktides v. Republic (1984) 3 CLR 1328, Κεφάλα ν. Δημοκρατίας, (2000) 3 AAΔ 133, Economides v. Republic (1983) 3 CLR 219, Ioannou v. Republic (1982) 3 CLR 1002, Spyrou v. Republic (1983) 3 CLR 354, Argyrou and Others v. Republic (1983) 3 CLR 474,  Γεναγρίτης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 1029 και Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (2009) 3 ΑΑΔ, 368).

 

Εκτελεστή διοικητική πράξη είναι η πράξη με την οποία η βούληση της Διοίκησης γίνεται γνωστή για ένα θέμα, πράξη που σκοπό έχει την παραγωγή έννομου αποτελέσματος έναντι του διοικούμενου και συνεπάγεται την άμεση εκτέλεση της.  Το πιο κάτω απόσπασμα από την  υπόθεση Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 26, είναι σχετικό:

 

«Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.  Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοση της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους.»

 

          Στην παρούσα υπόθεση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, οι Εφεσίβλητοι πληροφόρησαν τους Εφεσείοντες για τις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας σχετικά με τα εξορυκτικά απόβλητα, για τα δικαιώματα που πρέπει να καταβάλλονται για τα λατομικά υλικά που είχαν θεωρήσει ως εξορυκτικά απόβλητα, ως και για αυτά που  είχαν διαθέσει και δεν είχαν  προκύψει από το χώρο του Προνομίου Λατομείου και τους κάλεσαν να καταβάλουν οποιαδήποτε λατομικά δικαιώματα δεν είχαν καταβάλει. 

 

          Παραθέτουμε αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα από την προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 28.2.2012:

 

″Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερομηνίας 24/2/2012 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι ο όρος «εξορυκτικά απόβλητα» έτσι όπως τον ερμηνεύετε στην εν λόγω επιστολή σας είναι ημιτελής. Εάν μελετήσετε προσεκτικά τόσο την νομοθεσία των εξορυκτικών αποβλήτων όσο και την ευρύτερη νομοθεσία των αποβλήτων θα διαπιστώσετε ότι απόβλητο χαρακτηρίζεται το υλικό το οποίο τυγχάνει και απόρριψης. Στη δική σας περίπτωση τα υλικά που χαρακτηρίζετε ως απόβλητα έχουν διατεθεί στην αγορά.

..........................

Με βάση τα πιο πάνω ορθά έχετε πράξει να εισπράξετε από τους πελάτες σας τα σχετικά λατομικά δικαιώματα και να τα καταβάλετε στην Υπηρεσία Μεταλλείων. Ως εκ τούτου δεν τίθεται οποιοδήποτε θέμα επιστροφής των λατομικών δικαιωμάτων που έχετε ήδη καταβάλει.

 

Περαιτέρω, στην περίπτωση που κατά το αναφερόμενο στην επιστολή σας χρονικό διάστημα δεν έχετε καταβάλει τα οποιαδήποτε λατομικά δικαιώματα για λατομικά υλικά τα οποία έχετε θεωρήσει ως εξορυκτικά απόβλητα, παρακαλώ όπως το πράξετε αμέσως καταβάλλοντας για όποιες περιπτώσεις απαιτείται και τη σχετική επιβάρυνση του 25% επί του ποσού το οποίο έχετε καθυστερήσει να καταβάλετε. Επιπλέον στην περίπτωση που έχετε διαθέσει λατομικά υλικά που δεν προέκυψαν από το χώρο του Προνομίου Λατομείου σας με αρ. ΑΛ 026/ΛΕΜ/1980/3, καταβάλετε για τα εν λόγω λατομικά υλικά την διαφορά των €0,85 ανά τόνο όπως αναφέρεται πιο πάνω και επιπρόσθετα όπου απαιτείται τη σχετική επιβάρυνση του 25% επί του ποσού αυτού.″

 

 

          Συνακόλουθα, προκύπτει ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν επιβλήθηκαν στους Εφεσείοντες νέες υποχρεώσεις, μη υφιστάμενες πριν την έκδοση της, ούτε και παράχθηκαν από αυτή οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα για αυτούς. Οι Εφεσείοντες, πληροφορήθηκαν απλώς ποιά είναι η υφιστάμενη πραγματική κατάσταση, ως και η κρατούσα επί του θέματος, νομική θέση. Συνεπώς,      κρίνουμε ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα και δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

          Είναι περαιτέρω νομολογημένο, ότι όταν το αντικείμενο της διαφοράς μεταξύ του διοικούμενου και της Διοίκησης, περιορίζεται σε χρηματική απαίτηση, χωρίς να υφίσταται το ενδεχόμενο άλλης   εφαρμογής της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, ανεξάρτητα αν διέπεται από διοικητική νομοθεσία ή όχι, το Διοικητικό Δικαστήριο, στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, δεν έχει αρμοδιότητα να επιληφθεί της διαφοράς  και αρμόδια είναι τα Πολιτικά Δικαστήρια (βλ.  Charalabides v. Republic (1982) 3 CLR 403, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 470 και Α. Γκίνης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 470).

 

          Το ακόλουθο απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 -1959, σελ. 235 και 236 είναι σχετικό:

«Απομένει προς έρευναν το ζήτημα της χρηματικής διαφοράς της γεννωμένης εκ μονομερούς πράξεως της Διοικήσεως, εκδιδομένης επί τη βάσει κανόνων του διοικητικού δικαίου.

 

Εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν γίνεται δεκτόν υπό της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι εφ' όσον το αντικείμενον της αμφισβητήσεως περιορίζεται εις απαίτησιν συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, δεν υφίσταται δε ενδεχόμενον άλλης τινός εφαρμογής ή άλλης συνεπείας της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως, αρμόδια τυγχάνουν τα πολιτικά δικαστήρια. Ούτω εκρίθησαν ως υπαγόμενα εις την αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων η απαίτησις περί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, εφ' όσον δεν υφίσταται ειδική διάταξις επιβάλλουσα την έκδοσιν διοικητικής πράξεως περί επιστροφής, η αίτησις η στρεφομένη κατά πράξεως αρνουμένης την καταβολήν χρηματικής οφειλής του Δημοσίου, ως αρνήσεως προς καταβολήν συντάξεως.»

 

 

 

Σχετικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα Ε. Π. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 2, 16η Έκδοση (2022), σελ. 148, 150, παρ. 485 και 487.

 

«485.  Δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως οι νομικές πράξεις (ή οι παραλείψεις διενέργειας νομικών πράξεων) των οργάνων, με τη στενή έννοια, του Κράτους (Δημοσίου) και των λοιπών δημόσιων νομικών προσώπων, οι οποίες εκδίδονται (ή συντελούνται) στο πλαίσιο συμβατικών ή  άλλων σχέσεων που ρυθμίζονται από το ιδιωτικό δίκαιο.  Οι πράξεις αυτές δημιουργούν διαφορές ιδιωτικού δικαίου, που υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων (κατωτ. αριθ 592) και μπορούν να ενταχθούν κατά κατηγορίες, κυρίως σε:

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

487.  Δεν χωρεί αίτηση ακυρώσεως κατά διοικητικών πράξεων ή παραλείψεων, με τις οποίες προκαλούνται χρηματικές διαφορές, δηλαδή διαφορές σχετικές είτε: i) με αξιώσεις των διοικουμένων κατά του Δημοσίου ή άλλου δημόσιου νομικού προσώπου για την αναγνώριση οφειλής ή την καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού είτε ii) με υποχρεώσεις των διοικουμένων για την καταβολή στο Δημόσιο ή σε άλλο δημόσιο νομικό πρόσωπο ορισμένου χρηματικού ποσού.»

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το αντικείμενο της αμφισβήτησης των Εφεσειόντων, περιορίστηκε στην απαίτηση εκ μέρους τους, χρηματικού ποσού, το οποίο είχαν ήδη καταβάλει ως λατομικά δικαιώματα.  Πρόκειται ξεκάθαρα, για χρηματική απαίτηση των Εφεσειόντων, χωρίς να υπάρχει το ενδεχόμενο οποιασδήποτε άλλης εφαρμογής ή συνέπειας από την προσβαλλόμενη απόφαση.  Συνακόλουθα, με βάση τις πιο πάνω νομικές αρχές, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, υπαγόμενη στην αναθεωρητική αρμοδιότητα του Διοικητικού Δικαστηρίου, αλλά αφορά καθαρά χρηματική διαφορά μεταξύ των Εφεσειόντων και των Εφεσιβλήτων, που συνίσταται σε απαίτηση τους για επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων λατομικών δικαιωμάτων,  για την οποία (απαίτηση), αποκλειστικά αρμόδια είναι τα Πολιτικά Δικαστήρια.  Όπως αναφέρεται και στο Σύγγραμμα Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η έκδοση σελ. 56 παρ. 592, «είναι απαράδεκτη η αίτηση ακυρώσεως που κατά κύριο λόγο αμφισβητεί την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων».  Όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το κατά πόσο η είσπραξη των λατομικών δικαιωμάτων από τους Εφεσίβλητους, ήταν ορθή ή όχι, δεν αποτελεί θέμα δημοσίου αλλά ιδιωτικού δικαίου. 

 

Για όλα τα πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος των Εφεσειόντων και προς όφελος των Εφεσίβλητων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500.

                                                          

  Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.,

 

        Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,  Δ.

 

 

Τ. ΨΑΡΑ – ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

          Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ–ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

       ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

 

/Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο