ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΚΑΣΣΕΡΑ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 27/2016, 4/4/2023

ECLI:CY:AD:2023:C130

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 27/2016)

 

 

4 Απριλίου, 2023

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

 

 

 

ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΚΑΣΣΕΡΑ,

 

Εφεσείων/Αιτητής,

 

ν.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

 

Εφεσίβλητης/Καθ’ης η Αίτηση.

 

_____________________________________________________________________

 

 

Βρ. Χατζηχάννας, για τον Εφεσείοντα.

 

 Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

______________________________________________________________________

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η Aπόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

_____________________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Έφεση στρέφεται εναντίον της Απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Προσφυγή υπ’ αρ. 27/2016 (η «πρωτόδικη Απόφαση»), με την οποία επικυρώθηκε η Απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (εφεξής ΕΕΥ) ημερ. 7/2/2013, δια της οποίας το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο (εφεξής ΕΜ) προήχθη στη θέση του Επιθεωρητή Α΄(Μέση, Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση) για τα Ξενοδοχειακά.

 

Η πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται με εννέα συνολικά Λόγους Έφεσης.

 

Προτού αναφερθούμε σε αυτούς κρίνεται σκόπιμη η αναφορά του ιστορικού της υπόθεσης, όπως αυτό αποτυπώθηκε στην Απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Στις 3/10/2012 η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού πληροφόρησε την Εφεσίβλητη ότι είχε εγκριθεί η πλήρωση μιας θέσης Επιθεωρητή Α΄ (Μέση, Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση) για τα Ξενοδοχειακά (θέση προαγωγής).

 

Στις 8/10/2012 η Εφεσίβλητη σε συνεδρίαση αποφάσισε την προκήρυξη της εν λόγω θέσης. Η προκήρυξη δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 12/10/2012 και υποβλήθηκαν συνολικά τρεις αιτήσεις.

 

Η επί του προκειμένου συσταθείσα Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε για προαγωγή και τους τρεις υποψηφίους.

 

Στις 24/1/2013 η Εφεσίβλητη έκρινε ότι και οι τρεις υποψήφιοι ήταν προσοντούχοι και αποφάσισε να τους καλέσει σε προφορική εξέταση (προσωπική συνέντευξη) στις 7/2/2013. Κατά την εν λόγω ημερομηνία και μετά που πραγματοποιήθηκαν οι προσωπικές συνεντεύξεις, η Εφεσίβλητη αποφάσισε την προαγωγή του ΕΜ.

 

Μέσω των Λόγων Έφεσης 1, 2 και 3 ο Εφεσείων παραπονείται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση του ότι έπασχε η σύνθεση και/ή συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ότι η Γενική Διευθύντρια δεν ήταν η Αρμόδια Αρχή και ότι δεν υπήρχε έγκριση αναφορικά με την αντικατάσταση Μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Μέσω του Λόγου Έφεσης 4 προβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του  Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν απεδόθη υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη και ότι αυτή κατέστη το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής, ενώ με το Λόγο Έφεσης 6 ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι δεν ήταν μόνο η διαφορά στην συνέντευξη αλλά και η διαφορά στην αξία, στις εμπιστευτικές εκθέσεις και στην αρχαιότητα που προσμέτρησαν υπέρ του ΕΜ. Με το Λόγο Έφεσης 5 προβάλλεται ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε ότι ο Εφεσείων υπερείχε οριακά στις αξιολογήσεις των τελευταίων ετών και απέρριψε τη θέση του περί παράνομης τροποποίησης της βαθμολογίας του ΕΜ για το έτος 2002-2003. Με το Λόγο Έφεσης 7 προσβάλλεται η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αποδεχτεί τη θέση του Εφεσείοντα περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών. Μέσω του Λόγου Έφεσης 8 κρίνεται ως εσφαλμένη η Απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι οι κρίσεις του Διευθυντή δεν είναι δεσμευτικές για την ΕΕΥ ενώ με το Λόγο Έφεσης 9 προβάλλεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η επίδικη διοικητική πράξη είχε αιτιολογηθεί επαρκώς.

 

Προς υποστήριξη των δύο πρώτων Λόγων Έφεσης, οι οποίοι εν πολλοίς είναι συναφείς και αλληλένδετοι ως προς το περιεχόμενό τους, η πλευρά του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι, αντίθετα με την κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, η σύνθεση και/ή συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε γιατί δεν είχε καταρτιστεί από την Αρμόδια Αρχή.

 

Η σύσταση των Συμβουλευτικών Επιτροπών καθορίζεται από το Άρθρο 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 10/1969, το οποίο διαλαμβάνει ότι οι Συμβουλευτικές Επιτροπές θα καταρτίζονται από την Αρμόδια Αρχή, στο χρόνο που θα υποβάλλεται η πρόταση στην Επιτροπή για πλήρωση της κενής θέσης. Με βάση, δε, το Άρθρο 2 του Νόμου Αρμόδια Αρχή σημαίνει «τov Υπoυργόv εvεργoύvτα συvήθως διά τoυ Γεvικoύ Διευθυvτoύ τoυ Υπoυργείoυ αυτoύ».

 

Στην υπό κρίση περίπτωση προσκομίσθηκε ως Τεκμήριο 1 μια εκχώρηση ημερ. 9/12/2003 συμφώνως της οποίας ο Υπουργός εκχωρεί προς το Γενικό Διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου.

 

Αποτέλεσε εισήγηση του Εφεσείοντα ότι, με δεδομένο ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση είχε δοθεί πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, αυτή δεν μπορούσε να ισχύει στην υπό εξέταση περίπτωση. Όπως τέθηκε, κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη.

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το ζήτημα αυτό, ορθά επεσήμανε ότι η πιο πάνω εξουσιοδότηση προσδιόριζε ότι είχε δοθεί για σκοπούς πλήρωσης κενών θέσεων και ότι δεν ήταν αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός[1].

 

Όσον αφορά την έγκριση, στις 3/10/2012, των Μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής από τη Γενική Διευθύντρια, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα υποστήριξε ότι «δεν μπορεί και δεν γίνεται ο Γενικός Διευθυντής να διορίζει τον εαυτό του» και ότι για όλα τα Μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής χρειαζόταν η έγκριση του Υπουργού ο οποίος, όπως τονίσθηκε, ήταν η Αρμόδια Αρχή.

 

Η πιο πάνω θέση, με κάθε σεβασμό, δεν ευσταθεί. Εφόσον στο Νόμο διαλαμβάνεται ότι ο Υπουργός μπορεί να ενεργεί δια του Γενικού Διευθυντή και στην υπό κρίση περίπτωση υφίστατο σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού ημερ. 9/12/2003, η Γενική Διευθύντρια δύνατο να εγκρίνει τα Μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Κατά συνέπεια, υπό το φως της πιο πάνω νομικής πτυχής που διέπει την εξεταζόμενη περίπτωση και λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων αυτής, η έγκριση της συγκρότησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής από τη Γενική Διευθύντρια ήταν, εν προκειμένω, σύννομη.  Επιπρόσθετα, σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες εξετάζεται πανομοιότυπος ισχυρισμός, επισημαίνεται ότι ο Νόμος δεν απαγορεύει την έγκριση της Συμβουλευτικής Επιτροπής από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και δεν απαιτείται, προς τούτο, η έγκριση του οικείου Υπουργού, νοουμένου ότι ο Γενικός Διευθυντής, κατόπιν σχετικής εκχώρησης εξουσίας, ενεργεί για τον Υπουργό.

 

Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Ρουσιά κ.ά. ν. Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 569/2011, ημερ. 23/10/2013:

 

«Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι, εφόσον Πρόεδρος της Συμβουλευτικής                 Επιτροπής για την πλήρωση των επίδικων θέσεων ήταν η Γενική                   Διευθύντρια, θα έπρεπε να υπάρχει απόφαση ορισμού των μελών της                   Συμβουλευτικής Επιτροπής από τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού.                   Θεωρούν ότι η Γενική Διευθύντρια δεν μπορεί να προτείνει τον ίδιο της τον εαυτό ως Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Επίσης ισχυρίζονται ότι η αλλαγή της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής έγινε χωρίς την                    έγκριση της αρμόδιας αρχής.

 Το άρθρο 35 Α(2) (η) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, Ν. 10/69 όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει τα εξής:

 «(2) Οι Συμβουλευτικές Επιτροπές θα καταρτίζονται από την αρμόδια αρχή στο χρόνο που θα υποβάλλεται η πρόταση στην Επιτροπή για πλήρωση της κενής θέσης και θα απαρτίζονται από τους πιο κάτω:

................................

(η) για την πλήρωση οποιασδήποτε άλλης θέσης η σύνθεση της                             Συμβουλευτικής Επιτροπής αποφασίζεται από την αρμόδια αρχή νοουμένου ότι τα μέλη της θα έχουν θέση ψηλότερη από εκείνη η οποία θα πληρωθεί.».

 «Αρμόδια αρχή» στο άρθρο 2 του Ν. 10/69 σημαίνει τον Υπουργό                       ενεργούντα συνήθως διά του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου αυτού.

 Στην προκείμενη περίπτωση, το αίτημα για αλλαγή της σύνθεσης της                  Συμβουλευτικής Επιτροπής υποβλήθηκε στις 19.11.2010  από το Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, και ακολούθησε  χειρόγραφο σημείωμα της ίδιας ημερομηνίας της Γενικής Διευθύντριας η οποία ενέκρινε τη σύνθεση εκείνη. 

 Η Γενική Διευθύντρια, ενεργώντας ως αρμόδια αρχή ενέκρινε τη νέα                σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Συναφώς παρατηρώ ότι, εφόσον ο Ν. 10/69 ορίζει ότι ο Υπουργός μπορεί να ενεργεί δια του Γενικού Διευθυντή και εφόσον υπάρχει γραπτή                              εξουσιοδότηση του Υπουργού ημερομηνίας 9.12.2003 αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται ως Παράρτημα 2 στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση, η Γενική Διευθύντρια μπορούσε να εγκρίνει τη Συμβουλευτική Επιτροπή                      χωρίς οτιδήποτε άλλο.

Ο Ν. 10/69 δεν απαγορεύει την έγκριση Συμβουλευτικής Επιτροπής από τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου στην οποία θα προεδρεύει η ίδια.                    Εξάλλου η Γενική Διευθύντρια ενεργεί για τον Υπουργό, ως αρμόδια αρχή».

 

 

Όσον αφορά τη θέση που προβάλλεται μέσω του Λόγου Έφεσης 3 ότι              δεν υπήρξε έγκριση αναφορικά με την αντικατάσταση Μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή δεν ευσταθούσε. Όπως αναφέρεται και στην πρωτόδικη Απόφαση, υπήρχε έγκριση της αντικατάστασης του Μέλους της Επιτροπής                             Π. Σιακαλλή από τον Α. Ελευθερίου και αυτό φαινόταν στο διοικητικό φάκελο. Ειδικότερα υπήρχε χειρόγραφη σημείωση από τη Γενική Διευθύντρια ότι εγκρίνει την αντικατάσταση του Μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Στη βάση των πιο πάνω καταλήγουμε ότι δεν υφίσταται οποιοδήποτε έρεισμα στους Λόγους έφεσης 1, 2 και 3 οι οποίοι και απορρίπτονται.

 

Με το Λόγο Έφεσης 4 προσβάλλεται ως λανθασμένη η απόρριψη της θέσης του Εφεσείοντα περί απόδοσης υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική συνέντευξη και  στο ότι η οριακή διαφορά στην αξιολόγηση είχε καταστεί το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής. Συναφής με το Λόγο αυτό είναι και ο Λόγος Έφεσης 6.

 

Όπως προέκυψε, ο Εφεσείων είχε αξιολογηθεί στην προφορική συνέντευξη ως «Καλός» ενώ το ΕΜ ως «Σχεδόν Πολύ Καλός».

 

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως είναι και η επίδικη, η βαρύτητα και η σημασία των εντυπώσεων της προφορικής συνέντευξης είναι αυξημένη, το δε διορίζον όργανο έχει ευρεία διακριτική εξουσία επιλογής, εφόσον, βέβαια, σταθμίζει ορθά όλα τα σχετικά στοιχεία (βλ. Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Νικολάου (2007)                          3 Α.Α.Δ. 18,  Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655, Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Ιωσηφίδης              ν. Δημοκρατίας (αρ. 1) (2007) 3 Α.Α.Δ. 96 και Χατζηλούκα ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643). Το ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, η Εφεσίβλητη είχε δικαίωμα να δώσει έμφαση στο στοιχείο της προσωπικότητας ενός υποψηφίου, υποστηρίζεται και από τις υποθέσεις Andronikou v. R. (1987) 3 C.L.R. 1237  και  Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3 (ΣΤ) Α.Α.Δ. 4316.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε πλήρως στις ορθές αρχές της νομολογίας κατά την εξέταση του λόγου αυτού και εύλογα κατέληξε ότι, αν και η διαφορά μεταξύ της αξιολόγησης του Εφεσείοντα και του ΕΜ ήταν οριακή, αποτελούσε, ωστόσο, μια διαφορά η οποία μπορούσε να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του ΕΜ. Επισημαίνοντας, παράλληλα, ότι δεν ήταν μόνο η διαφορά στη συνέντευξη που προσμετρούσε υπέρ του ΕΜ αλλά και η διαφορά στην αξία, στις εμπιστευτικές εκθέσεις και στην αρχαιότητα, συναρτώντας τοιουτοτρόπως τη συνέντευξη με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία και παραμέτρους κρίσης που συνεκτιμούνται για την αξία ενός υποψηφίου. Δεν παρέλειψε δε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - και ορθά, κατά την κρίση μας, έπραξε - να σημειώσει ότι η Εφεσίβλητη είχε ενεργήσει στο πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας και ότι ορθώς είχε λάβει υπόψη την καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη ως συμπληρωματικό στοιχείο με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 35 (Β) (10)(iii) του Νόμου[2].

 

Ειδικότερα όσον αφορά την αρχαιότητα, η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα ότι, τόσο ο Εφεσείων όσο και το ΕΜ είχαν σχεδόν την ίδια αρχαιότητα, δεν συνάδει με τα στοιχεία του φακέλου από τα οποία προέκυπτε ότι το ΕΜ κατείχε τη θέση του Διευθυντή από 1/9/2011 και τη θέση του Βοηθού Διευθυντή Α΄ από 1/9/2008, ενώ ο Εφεσείων κατείχε τη θέση Βοηθού Διευθυντή Α΄ από 1/9/2010. Ως εκ τούτου το ΕΜ είχε προβάδισμα και υπερείχε και στο κριτήριο της αρχαιότητας[3].

 

Σε ό,τι αφορά την εισήγηση του Εφεσείοντα ότι αυτός υπερτερούσε στα προσόντα ένεκα της γνώσης δύο ξένων γλωσσών, επισημαίνεται ότι, με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, ό,τι απαιτείτο στην παράγραφο 3(6) κάτω από τα «Απαιτούμενα Προσόντα» ήταν η «πολύ καλή γνώση μιας τουλάχιστον από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες». Δεν αποτελούσε, δηλαδή, η γνώση ακόμη μίας γλώσσας πρόσθετο προσόν.

 

Στη βάση των πιο πάνω, ούτε και οι Λόγοι Έφεσης 4 και 6 ευσταθούν και, ως εκ τούτου, απορρίπτονται.

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 5 προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ότι ο Εφεσείων υπερείχε οριακά στις αξιολογήσεις των τελευταίων ετών και ότι τα όσα είχαν προβληθεί από τον Εφεσείοντα περί παράνομης τροποποίησης της βαθμολογίας του ΕΜ δεν ευσταθούσαν.

 

Ούτε ο πιο πάνω Λόγος Έφεσης έχει περιθώρια επιτυχίας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του ότι σύμφωνα με τη νομολογία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στις εμπιστευτικές εκθέσεις των τελευταίων χρόνων, ορθά επεσήμανε ότι στις τελευταίες πέντε αξιολογήσεις το ΕΜ υπερτερούσε οριακά[4]. Ούτε και τα όσα είχαν προβληθεί από τον Εφεσείοντα περί παράνομης τροποποίησης της βαθμολογίας του ΕΜ για τα έτη 2002-2003 μπορούσαν να ευσταθήσουν καθότι, όπως ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση το διοικητικό φάκελο η Εφεσίβλητη είχε προβεί σε επανεξέταση λόγω υποβληθείσας ένστασης από το ΕΜ και, μετά από αυτό, προχώρησε στη διόρθωση της βαθμολογίας του. Συγκεκριμένα στις 28/3/2005, αφού εξετάσθηκε σχετική ένσταση του ΕΜ και λήφθηκαν, όπως αναφέρεται στην ένσταση, μεταξύ άλλων και όλα τα νέα στοιχεία που είχε αναφέρει το ΕΜ στην ένσταση του, έγινε αναθεώρηση της βαθμολογίας του στο σημείο Δ που αναφέρεται στη «Γενική συμπεριφορά και Δράση».

 

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω ο Λόγος Έφεσης 5 δεν ευσταθεί και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Με το Λόγο Έφεσης 7 προβάλλεται ως εσφαλμένη η απόρριψη της θέσης περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών.

 

Αναμφίβολα η τήρηση άρτιων πρακτικών συνιστά έλεγχο χρηστής διοίκησης και προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων. Χωρίς αυτά, η προσβληθείσα διοικητική απόφαση οδηγείται αναπόφευκτα σε ακύρωση (Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 417). Σχετική είναι και η πρόνοια του εδαφίου (1) του Άρθρου 24 των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999, η οποία προνοεί:

 

«24.-(1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία».

 

Κατά την εξέταση του λόγου αυτού, αφού το Πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγήθηκε από τις σχετικές αρχές της νομολογίας, εύλογα κατέληξε ότι στις συνεδρίες της Εφεσίβλητης είχαν τηρηθεί πρακτικά στα οποία υπήρχε επαρκής καταγραφή των όσων είχαν αποφασιστεί. Ειδικότερα, η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στη συνέντευξη μαζί με το αιτιολογικό αναφορικά με τα υπόλοιπα κριτήρια, ήτοι, αξία, προσόντα και αρχαιότητα αναφορικά με τον κάθε υποψήφιο, αλλά και στη βάση συσχετισμών υπό το φως του συνόλου των δεδομένων της υπό κρίση περίπτωσης, ήτο εμφανής στα πρακτικά που τηρήθηκαν από την Εφεσίβλητη.

 

Στη βάση των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 7 είναι άνευ ερείσματος και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 8 κρίνεται ως εσφαλμένη η Απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι οι κρίσεις του Διευθυντή δεν είναι δεσμευτικές για την ΕΕΥ. Ούτε και αυτός ο Λόγος Έφεσης έχει οποιοδήποτε έρεισμα.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 35Β(9) του Νόμου «κατά τις συvεvτεύξεις μπoρεί vα παρευρίσκεται o Γεvικός Διευθυvτής τoυ Υπoυργείoυ Παιδείας ή o Διευθυvτής τoυ oικείoυ Τμήματoς ή εκπρόσωπoς τoυς και vα εκφέρει τις κρίσεις τoυ για τηv απόδoση τωv υπoψηφίωv σ' αυτές».

 

Όπως προκύπτει, ο Διευθυντής Μέσης Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης μπορούσε να παρίσταται κατά τις συνεντεύξεις και να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων, όπως και έγινε και στην προκείμενη περίπτωση. Οι σχετικές κρίσεις του Διευθυντή, ωστόσο, δεν είναι δεσμευτικές για την ΕΕΥ, η οποία έχει τη δυνατότητα να καταλήξει σε διαφορετικά αποτελέσματα ως προς τις εντυπώσεις που αποκόμισε από τις συνεντεύξεις, χωρίς την ανάγκη ειδικής αιτιολογίας.

 

Όπως αναφέρεται στην Σοφοκλή ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1341/2006, ημερ. 4/9/2009:

 

«Η διαφορά που παρατηρήθηκε στην αριθμητική αξιολόγηση της απόδοσής του από την εκπρόσωπο του Διευθυντή και την Ε.Ε.Υ. δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αξιολόγηση της τελευταίας, ως χαμηλότερη, στερείτο αντικειμενικότητας. Η παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ή του Διευθυντή του οικείου Τμήματος ή του εκπροσώπου τους κατά τη διαδικασία των συνεντεύξεων ενώπιον της Ε.Ε.Υ. προβλέπεται στο άρθρο 35Β(9) του Νόμου και έχει δυνητικό χαρακτήρα - («μπορεί να παρευρίσκεται») - οι κρίσεις δε που εκφέρονται από αυτούς για την απόδοση των υποψηφίων δεν αποτελούν στοιχείο κρίσης αλλά μόνο παράγοντα βοηθητικό του έργου της Ε.Ε.Υ., την οποία και δε δεσμεύουν. Η τελευταία διατηρεί τη δυνατότητα να καταλήξει σε δικά της διαφορετικά συμπεράσματα, χωρίς να απαιτείται αιτιολόγηση της τυχόν διαφορετικής της άποψης - (βλ. Γιώργος Νεάρχου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1372/07, 6/7/09)».

 

 

Ως εκ των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 8 απορρίπτεται.

 

 

Με το Λόγο Έφεσης 9 προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη Απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Ούτε και ο πιο πάνω Λόγος Έφεσης έχει περιθώρια επιτυχίας. Όπως ήδη επισημάνθηκε ανωτέρω, μέσω των πρακτικών της επίδικης Απόφασης ξεκάθαρα αναδύεται το σκεπτικό με βάση το οποίο, μέσω της στάθμισης όλων των νόμιμων στοιχείων κρίσης καθώς και σύγκρισης με τους άλλους υποψηφίους,  όπως και συσχετισμών στη βάση του συνόλου των δεδομένων της υπό κρίση περίπτωσης, το ΕΜ κρίθηκε ως το πιο κατάλληλο άτομο για προαγωγή στην επίδικη θέση. Είναι προφανές, λοιπόν, από τα πρακτικά ότι η όλη διεργασία που οδήγησε στην επιλογή του ΕΜ εκτίθεται με κάθε λεπτομέρεια και δίδεται πλήρης αιτιολογία γιατί επιλέχτηκε το ΕΜ αντί οι άλλοι υποψήφιοι.

 

Ο Λόγος Έφεσης 9 απορρίπτεται.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και                             απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000.

 

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

 

 

 

                                                Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ, Δ.

 

 

                                               

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                               

                                                Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.                  



[1] Βλ. την υπόθεση Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.ά. ν. Παναγή κ.ά., Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 47/2014, ημερ. 25/2/2021, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου έγινε αναφορά στο «θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου».

[2] (10) Μετά τo τέλoς τωv πρoσωπικώv συvεvτεύξεωv η Επιτρoπή πρoβαίvει στηv επιλoγή τωv καλύτερωv υπoψηφίωv από τoυς υπoψηφίoυς oι oπoίoι περιέχovται στoυς τελικoύς                     καταλόγoυς, λαμβάvovτας υπόψη τα ακόλoυθα:

 

(α) στις περιπτώσεις υπoψηφίωv oι oπoίoι περιέχovται στov κατάλoγo o oπoίoς καταρτίζεται σύμφωvα με τo εδάφιo (3):

 

(i)            τηv έκθεση της Συμβoυλευτικής Επιτρoπής·

(ii)          τo περιεχόμεvo τωv Πρoσωπικώv Φακέλωv και τωv Φακέλωv τωv Υπηρεσιακώv Εκθέσεωv.

(iii)         τηv εvτύπωση πoυ απoκόμισε από τις πρoσωπικές συvεvτεύξεις:

 

Εvvoείται ότι η απόδoση τωv υπoψηφίωv στις συvεvτεύξεις θα λαμβάvεται υπόψη μόvo ως συμπληρωματικό στoιχείo κρίσης της αξίας τoυς·

 

[3] Στο παράρτημα 3 των πρακτικών ημερομηνίας 7/2/2013 αναγράφονται τα εξής:

 

                                      Ενδιαφερόμενο Μέρος                          Εφεσείων

 

Εκπαιδευτής                    8/11/1985                                         1/3/2002

Μόνιμος Α8-Α10

 

Βοηθός                            1/12/2001                                         1/3/2004

Διευθυντής  

 

Βοηθός                            1/9/2008                                           1/9/2010

Διευθυντής Α΄

 

Διευθυντής                       1/9/2011                                           ------------

                                                                  

 

 

[4] Με βάση τις βαθμολογίες για τα έτη 2002-2003, 2004-2005, 2006-2007, 2008-2009 και 2010-2011, ο Εφεσείων είχε συνολική βαθμολογία 37,8 ενώ το ΕΜ είχε συνολική βαθμολογία 38.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο