ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ v. ΑΝΝΑΣ ΚΥΡΑΤΖΙΗ - ΚΤΩΡΙΔΟΥ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 31/2016, 8/5/2023

ECLI:CY:AD:2023:C154

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 31/2016)

 

 

8 Μαΐου, 2023

 

 

[Α.Ρ.ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ/στές]

 

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσείουσα/Καθ’ης η αίτηση,

 

ν.

 

ΑΝΝΑΣ ΚΥΡΑΤΖΙΗ - ΚΤΩΡΙΔΟΥ,

 

Εφεσίβλητης/Αιτήτριας.

 

___________________________________________________________________

 

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Στ. Έλληνα (κα), ασκούμενη δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσείουσα-Καθ’ης η Αίτηση.

 

Βρ. Χατζηχάννας, για την Εφεσίβλητη-Αντεφεσείουσα-Αιτήτρια.

 

Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η Aπόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

                              Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.:  Με Απόφαση της ημερ. 14/3/2013 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής ΕΔΥ) προήγαγε τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Ανδρούλλα Γρηγοριάδου (εφεξής ΕΜ 1), Ευγενία Ζαβρού (εφεξής ΕΜ 2), Χρύσω Λαμπρινού (εφεξής ΕΜ 3) και Χριστάκη Γλυκερίδη (εφεξής ΕΜ 4) στη μόνιμη θέση Γραμματειακού Λειτουργού, Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού από 1/4/2013.

 

Το σύντομο ιστορικό της υπόθεσης, όπως αυτό αποτυπώθηκε στην πρωτόδικη Απόφαση, έχει ως ακολούθως:

 

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών με επιστολή του ζήτησε την πλήρωση 20 κενών μόνιμων θέσεων Γραμματειακού Λειτουργού, Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.

Ο Διευθυντής του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού παρέστη στη συνεδρία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής ΕΔΥ) ημερ. 14/3/2013 και έδωσε τη σύσταση του υπέρ 20 υποψηφίων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν και τα ΕΜ 2 και ΕΜ 4.

 

Ακολούθως η ΕΔΥ, αφού εξέτασε τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, ως επίσης και τα κριτήρια της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας και έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή, επέλεξε, κατά πλειοψηφία και μεταξύ άλλων,  τα ΕΜ 2 και ΕΜ 4 ως τους πιο κατάλληλους για τη θέση προσφέροντας σε αυτούς προαγωγή στην επίδικη θέση.

 

Εναντίον της πιο πάνω Απόφασης καταχωρήθηκε από την Εφεσίβλητη/Αιτήτρια η Προσφυγή με αρ. 1428/2013.  Η Προσφυγή αποσύρθηκε καθόσον αφορά το ΕΜ 1.

 

Με την Απόφαση του ημερ. 9/5/2016 το Ανώτατο Δικαστήριο (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο) ακύρωσε την προαγωγή των ΕΜ 2 και ΕΜ 4, ενώ απέρριψε την Προσφυγή αναφορικά με το ΕΜ 3. Εναντίον του ακυρωτικού μέρους της πρωτόδικης Απόφασης καταχωρήθηκε η υπό κρίση Έφεση.

 

Η Εφεσίβλητη/Αιτήτρια καταχώρησε παράλληλα την Αναθεωρητική Έφεση αρ. 30/2016, αμφισβητώντας την απόρριψη της Προσφυγής αναφορικά με το ΕΜ 3. Για την εν λόγω Έφεση έχουμε ήδη εκδώσει την Απόφαση μας ημερ. 7/4/2023, με την οποία η πρωτόδικη, απορριπτική, Απόφαση ανατράπηκε.

 

Στην υπό κρίση Έφεση καταχωρήθηκε και Αντέφεση από την Εφεσίβλητη. Με δεδομένη την πιο πάνω Απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο της Αναθεωρητικής Έφεσης αρ. 30/2016, δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν οι Λόγοι που αφορούν την ουσία της Αντέφεσης μέσω των οποίων αμφισβητείται η απόρριψη της Προσφυγής της Εφεσίβλητης σε σχέση με το ΕΜ 3.

 

Η εκκαλούμενη Απόφαση προσβάλλεται από την Εφεσείουσα με                      4 Λόγους Έφεσης.

 

Προτού αναφερθούμε σε αυτούς κρίνεται σκόπιμο εξαρχής να εξετασθεί η αναφερόμενη ως «προδικαστική ένσταση» που ηγέρθη από πλευράς                Εφεσίβλητης στο πλαίσιο της Αντέφεσης που καταχώρησε και η οποία                  αφορά στον τίτλο της υπό κρίση Αναθεωρητικής Έφεσης. Υποστηρίχθηκε από πλευράς Εφεσίβλητης ότι αυτός είναι λανθασμένος στη βάση του ότι, όπως υποστηρίχθηκε, δεν αναγράφεται ποιος είναι ο Εφεσείων και ποιος είναι ο Εφεσίβλητος.

 

Η πιο πάνω εισήγηση είναι παντελώς αβάσιμη. Όπως ορθά επισημάνθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο για την Εφεσείουσα, η Έφεση η οποία έχει καταχωρηθεί συνάδει πλήρως με τον Τύπο 28 όπως ορίζεται στη Δ.35, Θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Επανερχόμαστε στους Λόγους Έφεσης.

 

Με το Λόγο Έφεσης 1 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπό πλάνη ο Διευθυντής στη σύσταση του και εν τέλει η ΕΔΥ, η οποία έλαβε υπόψη τη σύσταση, θεώρησαν ως υπερέχοντες σε αρχαιότητα τα ΕΜ 2 και ΕΜ 4 στηριζόμενοι στην ηλικιακή αρχαιότητα, ενώ με το Λόγο Έφεσης 2 ότι εσφαλμένα αποφασίστηκε ότι η Εφεσίβλητη υπερείχε σε αρχαιότητα έναντι των ΕΜ 2 και ΕΜ 4. Μέσω του Λόγου Έφεσης 3 η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Εφεσίβλητη πληρούσε τους όρους για να είναι υποψήφια για προαγωγή από το 2001, ενώ τα ΕΜ 2 και ΕΜ 4 από το 2003 και 2005, αντιστοίχως. Με το Λόγο Έφεσης 4 η Εφεσείουσα προσβάλλει ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη υπερείχε σε αξία έναντι του ΕΜ 4.

 

Οι δύο πρώτοι Λόγοι Έφεσης είναι αλληλένδετοι και συμπλέκονται, οπότε θα εξεταστούν μαζί.

 

Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τόσο η Εφεσίβλητη όσο και τα ΕΜ 2 και 4 είχαν διοριστεί στη μόνιμη θέση Γραφέα 2ης Τάξης στις 8/11/1985. Από απόψεως ηλικίας οι διάδικοι κατατάσσονται ως ακολούθως:

 

Η Εφεσίβλητη γεννήθηκε στις 17/11/1957, το ΕΜ 2 στις 17/10/1957 και το ΕΜ 4 στις 9/7/1950. Προκύπτει, επίσης, ότι η Εφεσίβλητη εντάχθηκε στην Κλίμακα Α7 στις 16/2/1996, το ΕΜ 2  την 1/3/1998 και το ΕΜ 4 την 1/8/2000.

 

Σύμφωνα με τον περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικό) Νόμο του 1996 (Ν. 8(ΙΙ)/1996), η θέση Γραφέα 2ης Τάξης (Κλίμακες Α2 - Α5) μετονομάστηκε από 16/2/1996 σε θέση Γραφέα (συνδυασμένες                  Κλίμακες  Α2 - Α5 - Α7).  Ο δε τίτλος της θέσης Γραφέα αντικαταστάθηκε από 23/3/2001 με τον τίτλο Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού (Κλίμακες Α2 - Α5 - Α7) σύμφωνα με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (Αρ. 2) του 2001 (Ν. 22(ΙΙ)/2001). Η Εφεσίβλητη εντάχθηκε στην Κλίμακα Α7 στις 16/2/1996, ενώ το ΕΜ 2 την 1/3/1998 και το ΕΜ 4 την 1/8/2000.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το θέμα της αρχαιότητας κατέληξε ότι υπό πλάνη τόσο ο Διευθυντής στη σύσταση του, όσο και εν τέλει η ΕΔΥ, η οποία έλαβε υπόψη τη σύσταση, θεώρησαν ως υπερέχοντες σε αρχαιότητα τα ΕΜ 2 και 4 στηριζόμενοι στην ηλικιακή αρχαιότητα, στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:

 

«Όπως προκύπτει από τους προσωπικούς φακέλους των μερών, η                        αιτήτρια εντάχθηκε στην κλίμακα Α7 την ίδια ημερομηνία με το ΕΜ 3 και ενωρίτερα από τα ΕΜ 2 και 4, δηλαδή στις 16.2.1996. Δεν έχει τεθεί                   ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να εξηγεί εν τέλει το λόγο της διαφοροποίησης αυτής. Το γεγονός, όμως, παραμένει πως η αιτήτρια                    εντάχθηκε σε ψηλότερη κλίμακα αρκετά ενωρίτερα από τα ΕΜ 2 και 4.

Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης απαιτείτο «δεκαεξαετής                 τουλάχιστο συνολική υπηρεσία στη θέση Γραφέα ή/και στις προηγούμενες θέσεις Γραφέα, 1ης και 2ης Τάξης, από την οποία πενταετής τουλάχιστον               υπηρεσία στην Κλίμακα Α7».

Αυτό σημαίνει πως η αιτήτρια πληρούσε τους όρους για να είναι                        υποψήφια για προαγωγή από το 2001 ενώ τα ΕΜ 2 και 4 από το 2003 και 2005 αντιστοίχως, ανεξάρτητα από τον παράγοντα της ηλικίας,                παράγοντας ο οποίος καθόρισε την αρχαιότητα κατά την επίδικη                διαδικασία. Με την αλλαγή που επήλθε με τον περί Προϋπολογισμού Νόμο δεν μπορεί να γίνεται λόγος για «προαγωγή» ως η εισήγηση του                   δικηγόρου της αιτήτριας. Με τον εν λόγω Νόμο αντικαταστάθηκαν                  συνδυασμένες θέσεις με συνδυασμένες κλίμακες. Η ένταξη της αιτήτριας στη συνδυασμένη Κλίμακα Α7 ταυτόχρονα με τη δημοσίευση του Νόμου οδηγεί στο συμπέρασμα πως εάν δεν μεσολαβούσε η τροποποίηση του Νόμου, πολύ πιθανόν να κατείχε τη συνδυασμένη θέση προαγωγής                 Γραφέα 1ης Τάξης (Κλίμακα Α7), εννοείται πολύ πριν τα ΕΜ 2 και 4.           Ενόψει των πιο πάνω, θεωρώ πως υπό πλάνη τόσο ο Διευθυντής στη                σύστασή του όσο και εν τέλει η ΕΔΥ, η οποία έλαβε υπόψη τη σύσταση, θεώρησαν ως υπερέχοντες σε αρχαιότητα τα ΕΜ 2 και 4 στηριζόμενοι στην ηλικιακή αρχαιότητα».

 

Όπως πολύ ορθά επεσήμανε η κα Κοτσώνη, η ΕΔΥ, εξετάζοντας την αρχαιότητα των προάξιμων υποψηφίων εφάρμοσε τις πρόνοιες του  Άρθρου 49(5) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/1990, ως έχει τροποποιηθεί, σύμφωνα με τον οποίο:

 

«Η αρχαιότητα υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια θέση ή τάξη της ίδιας θέσης ή διαφορετικές θέσεις με τους ίδιους μισθοδοτικούς όρους, ο μισθός και ο τίτλος της οποίας ή των οποίων άλλαξαν ως συνέπεια αναθεώρησης μισθών ή αναδιοργάνωσης, κρίνεται σύμφωνα με την αμέσως πριν από την τέτοια αναθεώρηση ή αναδιοργάνωση αρχαιότητα των υπαλλήλων

 

                              (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)

 

 

 

Δεδομένου ότι κατά το χρόνο της μετονομασίας της θέσης Γραφέα                     2ης Τάξης (Κλίμακες Α2 – Α5) σε θέση Γραφέα (Κλίμακες Α2 – Α5 - Α7) με βάση το Ν. 8(ΙΙ)/96, τόσο τα ΕΜ 2 και 4 όσο και η Εφεσίβλητη κατείχαν την ίδια θέση, δηλαδή τη θέση Γραφέα 2ης Τάξης από την ίδια ημερομηνία, ήτοι από 8/11/1985, τότε συμπεραίνεται ότι έχουν την ίδια υπηρεσιακή αρχαιότητα.

 

Ειδικότερα, όπως προκύπτει, οι διάδικοι κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχαν την ίδια θέση, δηλαδή τη θέση του Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού (Κλίμακες Α2 - Α5 - Α7). Είχε προηγηθεί στις 16/2/1996 αναδιοργάνωση. Με βάση τις πρόνοιες του εδαφίου (5) του Άρθρου 49  η αρχαιότητα θα κριθεί σύμφωνα με την αμέσως πριν από την αναδιοργάνωση αρχαιότητα των υπαλλήλων, η οποία, στην προκείμενη περίπτωση, είναι η 8/11/1985, ημερομηνία κατά την οποία διορίστηκαν όλοι οι διάδικοι στη θέση Γραφέα 2ης Τάξης.

 

Σύμφωνα δε με το Άρθρο 49(2) του Ν. 1/90 σε «περίπτωση ταυτόχρονου διορισμού, προαγωγής ή απόσπασης στη συγκεκριμένη θέση ή τάξη της ίδιας θέσης, η αρχαιότητα κρίνεται σύμφωνα με την προηγούμενη αρχαιότητα των υπαλλήλων» η οποία, με βάση τις ερμηνευτικές διατάξεις του εδαφίου (7) του Άρθρου 49, στην περίπτωση που η αρχαιότητα στον πρώτο διορισμό είναι η ίδια, όπως στην προκείμενη περίπτωση, η προηγούμενη αρχαιότητα κρίνεται με βάση την ηλικία των υπαλλήλων.

 

Δεδομένου λοιπόν ότι οι διάδικοι κατείχαν την ίδια θέση, δηλαδή τη θέση του Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού η οποία αντικατέστησε τη θέση του Γραφέα 2ης Τάξης, στην οποία όλοι είχαν διοριστεί την 8/11/1985, η αρχαιότητα τους καθοριζόταν, δυνάμει των προνοιών των εδαφίων (2) και (7) του Άρθρου 49, με βάση την ημερομηνία γέννησης τους.

 

Η μετονομασία και ακολούθως η αντικατάσταση της θέσης του Γραφέα                    2ης Τάξης, σε «Γραφέα» και στη συνέχεια σε «Βοηθό Γραμματειακό Λειτουργό», δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα στην παρούσα περίπτωση, εφόσον και πάλι το καθεστώς αρχαιότητας αμέσως πριν από την εκάστοτε αναδιοργάνωση, παρέμενε αμετάβλητο, με αναφορά στον αρχικό διορισμό της 8/11/1985 και, συνακόλουθα, στην ηλικιακή αρχαιότητα.

 

Το γεγονός ότι η ένταξη της Εφεσίβλητης συμπίπτει με την ημερομηνία της αναδιοργάνωσης, ήτοι στις 16/2/1996, ουδόλως διαφοροποιεί τα δεδομένα αφού η αρχαιότητα με βάση τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (5) του Άρθρου 49 «κρίνεται σύμφωνα με την αμέσως πριν από την τέτοια αναθεώρηση ή αναδιοργάνωση αρχαιότητα των υπαλλήλων» κατά την οποία η Εφεσίβλητη δεν είχε ακόμη ενταχθεί στην Κλίμακα 7.

 

 

Είναι, λοιπόν, στη βάση των προνοιών του Άρθρου 49 του Ν. 1/90, που η ΕΔΥ ετοίμασε το σχετικό κατάλογο αρχαιότητας και με δεδομένο ότι τόσο τα ΕΜ 2 και 4, όσο και η Εφεσίβλητη είχαν διοριστεί την ίδια ημερομηνία, ήτοι 8/11/1985, ορθά λήφθηκε υπόψη η ημερομηνία γέννησης τους. Συνακόλουθα, ορθώς κρίθηκε στη σύσταση του Διευθυντή και στην Απόφαση της ΕΔΥ ότι τα ΕΜ 2 και 4 υπερείχαν σε ηλικιακή αρχαιότητα.

 

Είναι, επομένως, σαφές ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «υπό πλάνη τόσο ο Διευθυντής στη σύσταση του όσο και εν τέλει η ΕΔΥ, η οποία έλαβε υπόψη τη σύσταση, θεώρησαν ως υπερέχοντες σε αρχαιότητα τα ΕΜ 2 και ΕΜ 4 στηριζόμενοι στην ηλιακή αρχαιότητα», είναι λανθασμένη.

 

Των πιο πάνω δοθέντων οι Λόγοι Έφεσης 1 και 2 είναι βάσιμοι και, ως εκ τούτου, επιτυγχάνουν.

 

Όσον αφορά το Λόγο Έφεσης 3 και τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο σχετικά αποφάσισε, σε συμφωνία με τα όσα υποστηρίχθηκαν από την πλευρά της Εφεσείουσας και του ΕΜ 2, λέμε ότι αυτά αποτελούσαν ένα πρωτογενή και υποθετικό συλλογισμό ο οποίος δεν είχε έρεισμα στους φακέλους και το σύνολο των στοιχείων των υποψηφίων.

 

Προφανώς και δεν είχε σημασία τι πιθανό θα επεσυνέβαινε αν δεν μεσολαβούσε η τροποποίηση του Νόμου. Και τούτο γιατί ήταν άγνωστο ποιος θα προηγείτο, αν υπήρχε δυνατότητα προαγωγής. Ό,τι είχε, εν προκειμένω, σημασία ήταν ότι με τη δημοσίευση του Νόμου του 1996 υπήρξε μετονομασία των συνδυασμένων θέσεων Γραφέα 2ης και 1ης Τάξης σε θέση Γραφέα.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, οι διάδικοι κατείχαν την ίδια συνδυασμένη θέση από την ίδια ημερομηνία που δημοσιεύτηκε ο Νόμος και, επομένως, ορθά ο Διευθυντής και η ΕΔΥ εφάρμοσαν τις πρόνοιες του Άρθρου 49, ως έχει επεξηγηθεί ανωτέρω.

 

Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 3 είναι βάσιμος και, συνεπώς, επιτυγχάνει.

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 4 βάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη υπερείχε σε αξία έναντι του                   ΕΜ 4.

 

Αποτέλεσε αδιαμφισβήτητο γεγονός, με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις, ότι η Εφεσίβλητη συγκέντρωνε οκτώ εξαίρετα περισσότερα από το ΕΜ 4 και μάλιστα τα πέντε τελευταία κρίσιμα έτη.

 

Υποστηρίχθηκε από την Εφεσείουσα ότι η εν λόγω διαφορά δεν προσέδιδε στην Εφεσίβλητη υπεροχή σε αξία και τούτο διότι το ΕΜ 4 ήτο αρχαιότερο της, έστω και ηλικιακά. Μάλιστα εισηγήθηκε ότι στην προκείμενη περίπτωση το ΕΜ 4 και η Εφεσίβλητη ήταν ουσιαστικά ίσοι σε βαθμολογημένη αξία αφού, κατά την Εφεσείουσα, η «υπεροχή» της Εφεσίβλητης στη βαθμολογημένη αξία ήταν οριακή και ως και μηδαμινή με βάση, όπως υποστηρίχθηκε, τη σχετική νομολογία.

 

Είναι πάγια νομολογία ότι μικρές διαφορές στις αξιολογήσεις, συνιστούν οριακές διαφορές μη δυνάμενες να προσδώσουν υπεροχή ενός υποψηφίου σε αξία, έναντι των άλλων. Αντίθετα, αναδεικνύουν υποψηφίους ουσιαστικά ισοδύναμους σε αξία. Η νομολογία έχει υιοθετήσει την άποψη ότι διαφορά μέχρι και 5 εξαίρετα στις υπηρεσιακές εκθέσεις παραπέμπει σε ουσιαστική ισοδυναμία και δεν μπορεί να προσδώσει οποιαδήποτε υπεροχή (Βασιλειάδης κ.ά. vTσιάππα κ.ά.  (2005) 3 Α.Α.Δ. 403, Πατσαλίδης v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 738 και Αττάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2012) 3 Α.Α.Δ. 438). Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Λοΐζος Παναγή v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639:

 

«Μικρές διαφορές στις αξιολογήσεις έχουν κατ' επανάληψη κριθεί οριακές, ώστε να παραμένει ουσιαστικά η ισοδυναμία των εμπλεκόμενων (Βασιλειάδης v. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404 - διαφορά σε πέντε «εξαίρετα» στη διάρκεια μιας πενταετίας - και Δημοκρατία v. Φεσσά (2009) 3 Α.Α.Δ. 141 - τρία «εξαίρετα» σε μια πενταετία)».

 

 

Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα έχουν τα τελευταία χρόνια (βλ. Σπύρου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 232/2012 και 239/2012, ημερ. 19/7/2019).

 

Η υπό κρίση περίπτωση αναμφίβολα δεν αποτελούσε περίπτωση μικρής ή οριακής διαφοράς στη βαθμολογημένη αξία, εφόσον η υπεροχή της Εφεσίβλητης έναντι του ΕΜ 4 ήταν σε σημαντικό αριθμό στοιχείων, 8 στο σύνολο τους, με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται από τη νομολογία που η κα Κοτσώνη επικαλέστηκε.

 

Η διαφορά που υπήρχε μεταξύ του ΕΜ 4 και της Εφεσίβλητης σε ό,τι αφορά την αρχαιότητα λόγω ηλικίας θα μπορούσε να είχε τη σημασία της, νοουμένου ότι τα λοιπά στοιχεία κρίσης ήταν ίσα.

 

Το ζήτημα της ηλικιακής αρχαιότητας και της σημασίας της έχει                          απασχολήσει τη νομολογία σε αριθμό αποφάσεων και έχει καθιερωθεί η αρχή σύμφωνα με την οποία μια τέτοια υπεροχή είναι συμβολική, οριακής σημασίας (Αλευρά κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 85) και                   δύσκολα μπορεί να ληφθεί υπόψη για μεταβολή της υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων. Παρόλο τούτο, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ίση ή                        ισοπεδωτική βαθμολόγηση αξίας και ισάξια προσόντα, η οριακή, έστω,              υπεροχή κάποιου, αποκτά σημασία (Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 654/2001, ημερ. 19/1/2002). Η αρχαιότητα, εφόσον όλα τα υπόλοιπα είναι ισοδύναμα, λογίζεται υπέρ του κατόχου της.

 

Στην προκείμενη περίπτωση ενώ το ΕΜ 4 υπερείχε σε αρχαιότητα λόγω ηλικίας, εντούτοις η Εφεσίβλητη υπερείχε σε βαθμολογημένη αξία. Υπό αυτά τα δεδομένα ορθώς κρίθηκε πρωτοδίκως ότι τόσο η σύσταση του                   Διευθυντή, όσο και η απόφαση της ΕΔΥ αναφορικά με το ΕΜ 4, λήφθηκε υπό πλάνη. Όπως είναι νομολογημένο, η σύσταση του Διευθυντή                   επαξαύνει την αξία ενός υποψηφίου. Αν αυτή, όμως, βρίσκεται σε                     ασυμφωνία με τα στοιχεία των φακέλων, δεν μπορεί να ακολουθείται.

 

Δεν ισχύει, ωστόσο, το ίδιο όσον αφορά το ΕΜ 2, στη βάση των όσων έχουν εκτεθεί ανωτέρω.

 

Ως εκ τούτου, σε ό,τι αφορά την αποδοχή της Προσφυγής και ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης σε σχέση με το ΕΜ 2, η πρωτόδικη Απόφαση ανατρέπεται και η Έφεση επιτυγχάνει, ενώ σε ό,τι αφορά την αποδοχή της Προσφυγής και ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης σε σχέση με το ΕΜ 4, η πρωτόδικη Απόφαση επικυρώνεται και η Έφεση                                   απορρίπτεται.

 

Ενόψει της μερικής επιτυχίας της Εφεσείουσας, τα έξοδα που                         επιδικάζονται υπέρ της περιορίζονται στο ποσό των €1.250.

 

 

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

 

 

                                                Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                                                     

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                                                               

                                      Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

                                     Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο