ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΟΛΕΤΤΑΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 32/16, 20/6/2023

ECLI:CY:AD:2023:C214

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 32/16)

 

20 Ιουνίου, 2023

 

[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΟΛΕΤΤΑΣ,

Εφεσείων,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Εφεσίβλητης.

---------

 

Χρ. Χριστάκη, για τον Εφεσείοντα.

Α. Αντωνιάδης, δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

------------------

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Όταν κενώθηκε μια μόνιμη θέση Γενικού Διευθυντή (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής) η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (εν τοις εφεξής ΕΔΥ) προκήρυξε τη θέση αυτή.  Αίτηση υπέβαλαν, μεταξύ άλλων πολλών υποψηφίων, ο εφεσείων και ο κ. Ανδρέας Ασσιώτης, ενδιαφερόμενο μέρος (εν τοις εφεξής ΕΜ).  Η ΕΔΥ αφού διαπίστωσε ότι οι υποψήφιοι κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης, τους κάλεσαν σε προφορική εξέταση.

 

Κατά την προφορική εξέταση, ο εφεσείων αξιολογήθηκε ως «σχεδόν εξαίρετος», ενώ το ΕΜ ως «εξαίρετος». 

 

Στη συνέχεια η ΕΔΥ, με βάση τα ενώπιον της στοιχεία, επαναβεβαίωσε ότι το προβλεπόμενο στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης «πλεονέκτημα» το διέθεταν όλοι οι υποψήφιοι, υπό την έννοια ότι υπηρέτησαν σε διευθυντική θέση στη δημόσια υπηρεσία. 

 

Καταγράφουμε τη συνέχεια της αξιολογικής διαδικασίας όπως τη διατύπωσε το πρωτόδικο δικαστήριο:

 

«Ακολούθησε η γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και αφού λήφθησαν δεόντως υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτητών, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και τις υπηρεσιακές εκθέσεις υποψηφίων δημοσίων υπαλλήλων, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια, την αρχαιότητα όσων υποψηφίων είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αποφάσισε ότι το ΕΜ υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων και τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο, προσφέροντας διορισμό στη μόνιμη θέση Γενικού Διευθυντή, Υπουργικό Συμβούλιο, από 1.4.2012. 

 

Η Επιτροπή αιτιολογώντας την απόφαση της για την επιλογή του ΕΜ αναφέρει ότι τον επέλεξε γιατί έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε ως «εξαίρετος» στην ενώπιον της προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο και σε υψηλότερο επίπεδο από τους λοιπούς υποψηφίους και αναφορικά με την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις, με έμφαση αυτές των τελευταίων χρόνων, ουδενός υστερεί, αξιολογηθείς ως καθόλα εξαίρετος, διαθέτει όπως και οι λοιποί υποψήφιοι το «πλεονέκτημα» και από πλευράς προσόντων διαθέτει, πέραν του απαιτούμενου, Master of Civil Design, University of Liverpool, UK.  Τέλος, η Επιτροπή επιλέγοντας το ΕΜ, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ορισμένοι υποψήφιοι διαθέτουν υπέρτερα προσόντα από το ΕΜ, ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο επιλεγείς έχει αξιολογηθεί σε υψηλότερο απ΄ αυτούς επίπεδο στην ενώπιον της προφορική εξέταση, καθώς και το γεγονός ότι τα προσόντα αυτά δεν θεωρούνται από το σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα/πρόσθετο προσόν, τα συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης και αφού τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα, έκρινε ότι αυτός γενικά υπερέχει.»

 

Ο εφεσείων παραπονείται ότι η πρωτόδικη απόφαση παρέλειψε να διαπιστώσει την πλάνη της διοίκησης ως προς την υπεροχή του, τόσο σε αρχαιότητα, όσο και σε πρόσθετα προσόντα, την στιγμή που σε σχέση με το κριτήριο της αξίας, εφεσείων και ΕΜ ήταν ισόβαθμοι και μόνο η οριακή υπεροχή στην αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης λειτουργούσε υπέρ του ΕΜ.  Παρά ταύτα, παρά την οριακή υπεροχή, αποδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη.  Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τα πρόσθετα προσόντα, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι η ΕΔΥ δεν εξέτασε και δεν αξιολόγησε τη συνάφεια των πρόσθετων προσόντων, τόσο του εφεσείοντα, όσο και του ΕΜ.   Χαρακτηρίζεται έτσι συνολικά η απόφαση της ΕΔΥ ως μη δεόντως και νομίμως αιτιολογημένη και μη εύλογα επιτρεπτή και πεπλανημένη και ως προϊόν μη δέουσας έρευνας και μη ορθής στάθμισης όλων των δεδομένων, θέσεις που εσφαλμένα απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο.  Περιπλέον προβάλλεται ως λόγος έφεσης ο ισχυρισμός ότι δεν τηρήθηκαν πλήρη και άρτια πρακτικά. 

 

Η ουσία της θέσης του εφεσείοντα καταγράφεται επιγραμματικά στο λόγο έφεσης 5, ως εξής: «…ενώ υπήρχε υστέρηση του [του ΕΜ] στα δύο εκ των τριών αντικειμενικών κριτηρίων επιλογής, ήτοι στα προσόντα και στην αρχαιότητα, ισοβαθμία στην αξία και μόνον οριακή και μηδαμινής σημασίας υπεροχή έναντι του εφεσείοντα στην αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης» η ΕΔΥ ενήργησε υπό ουσιώδη πλάνη και αναιτιολόγητα και εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέβη σε αντίστοιχες διαπιστώσεις.

 

Έχοντας ακούσει τις εκατέρωθεν αγορεύσεις, συμφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση και εν πολλοίς κατωτέρω αναπαράγουμε το σκεπτικό της. 

 

Ως προς την αρχαιότητα

Η αρχαιότητα που επικαλείται ο εφεσείων στηρίζεται στο γεγονός ότι είχε υπηρετήσει σε θέσεις με διαφορετικούς μισθοδοτικούς όρους από το ΕΜ οπότε, σύμφωνα με το Άρθρο 49(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90, σε τέτοια περίπτωση η αρχαιότητα κρίνεται σύμφωνα με τους μισθοδοτικούς όρους των αντιστοίχων θέσεων.  Εν προκειμένω, ο εφεσείων είχε υπηρετήσει ως Διευθυντής Τμήματος Οδικών Μεταφορών – 1.8.2006, Κλίμακα Α15+Α16, ενώ το ΕΜ ως Έπαρχος – 15.3.2001, Κλίμακα Α15+1.  Ορθά, υπ’  αυτές τις περιστάσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε στην πάγια νομολογία ότι η αρχαιότητα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι πολύ περιορισμένης σημασίας, τόσο επειδή αυτή είναι το αποτέλεσμα κλίμακας, όσο και επειδή η επίδικη θέση βρίσκεται πολύ ψηλά στην ιεραρχία (Δημοκρατία ν. Ασσιώτη (2010) 3 ΑΑΔ 395, 409). 

 

Ως προς το πρόσθετο προσόν:

Ο εφεσείων ως πρόσθετο προσόν κατείχε Master of Science in Mechanical Engineering, University of Wisconsin-Madison, ΗΠΑ (1983) και Master in Public Sector Management, Cyprus International Institute of Management (10.10.1997).  Το ΕΜ κατείχε ένα μόνο πρόσθετο προσόν, ήτοι Master of Civil Design, University of Liverpool, UK (10/1989).

To πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα, διαπιστώνοντας ότι η ΕΔΥ είχε προβεί στη δέουσα έρευνα, όπως αποκαλύπτεται μέσα από το φάκελο της υπόθεσης και το πρακτικό της επίδικης απόφασης.  Παράλληλα παρέπεμψε στην πάγια επίσης νομολογία, σύμφωνα με την οποία το μεταπτυχιακό προσόν για να έχει μεγάλη σημασία θα πρέπει να προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα (Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 ΑΑΔ 374, 395). 

 

Εν προκειμένω, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο υπέδειξε ότι το ζητούμενο, υπό τις περιστάσεις, ήταν κατά πόσο η ΕΔΥ είχε ευλόγως αποτιμήσει τα πρόσθετα προσόντα προσδίδοντας τους την ανάλογη βαρύτητα εντός της διακριτικής ευχέρειας της, μη υπερβαίνοντας τα ακραία όρια αυτής. Παρέπεμψε σχετικά στην υπόθεση Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 639, 647, όπου εξηγήθηκε ότι η έννοια της «ανάλογης βαρύτητας» είναι «να μην δοθεί στο πρόσθετο αυτό προσόν υπερβολική βαρύτητα που να πλησιάζει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής, ούτε από την άλλη να θεωρηθεί ως εντελώς οριακό ως εάν το πρόσθετο προσόν δεν είχε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης

 

Ως προς την προφορική εξέταση:

Το πρωτόδικο δικαστήριο υπέδειξε τη σημασία της προσωπικής εξέτασης ως στοιχείο που ανάγεται στην αξία και αποτελεί βασικό κριτήριο (Κωνσταντίνου κ.α. ν. Νικολάου (2007) 3 ΑΑΔ 1825).  Ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται όταν η διεκδικούμενη θέση βρίσκεται υψηλά στην ιεραρχία ώστε να απαιτεί ευρείες διοικητικές ευθύνες και η προσωπικότητα του κατόχου να αποτελεί σημαντικό στοιχείο σε ό,τι αφορά την καταλληλότητα του για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 673). 

 

Ως προς τη συνολική στάθμιση των δεδομένων:

          Η προαναφερθείσα απόφαση Παναγή εξηγεί με σαφήνεια το ρόλο του διοικητικού οργάνου κατά την επιλογή  υποψηφίων για διορισμό ή προαγωγή:

 

« το διοικητικό όργανο διαμορφώνει κρίση έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ενώπιον του.  Η επιλογή γίνεται στη βάση της αξιολόγησης όλων των δεδομένων, η οποία αξιολόγηση εφόσον είναι εύλογη, σύμφωνη με τα στοιχεία και τα δεδομένα που είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν είναι δυνατό να υποκατασταθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η θέση του εφεσείοντος κατατείνει στη λανθασμένη προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων.  Όπως υποδείχθηκε στην Πολυξένη Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275, δεν μπορεί να προκαθοριστεί η βαρύτητα των στοιχείων κρίσης ώστε οποιοδήποτε από αυτά να έχει και ορισμένη σημασία.  Το σύστημα αξιολόγησης πρέπει, καθώς υποδείχθηκε και στην Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, να στοχεύει στην ανάδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον.»

 

Όπως είχαμε την ευκαιρία να επαναλάβουμε στα ίδια πλαίσια, αποδίδοντας την ουσία της αποκρυσταλλωμένης νομολογίας, στην Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ Αρ. 8/16, ημερ. 16.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:C56:

 

«Περί ουσιαστικής συνεξέτασης συνεπώς ο λόγος, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός, ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης.»

 

Εκείνο που έχει σημασία είναι η διαπίστωση πως η διοίκηση προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας. Δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το δικαστήριο.  Το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της διοίκησης από το δικαστήριο. 

 

Επί αυτής της  ορθής νομικής βάσης στηρίχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για να καταλήξει ότι η ΕΔΥ, εν προκειμένω, κινήθηκε εντός της πολύ ευρείας, λαμβανομένης υπόψη της υψηλής θέσης που όφειλε να πληρώσει, διακριτικής της ευχέρειας.  Συμπλήρωσε δε ότι ακόμα και αν ο εφεσείων στοιχειοθετούσε υπεροχή, αυτή θα έπρεπε να ήταν έκδηλη, με το βάρος στους ώμους του εφεσείοντα, για να μπορούσε να επιφέρει ακυρότητα (Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 755, 762).

 

Ως προς το θέμα των πρακτικών:

          Οι προφορικές εξετάσεις έλαβαν χώρα κατά την χρονική περίοδο 23.2.2012 – 9.3.2012 σε επτά συνολικά συνεδρίες.

 

          Στο πρακτικό ημερ. 23.2.2012 καταγράφεται ότι αποφασίστηκε η συνέχιση της εξέτασης στις 5.3.2012.  Παρά ταύτα το επόμενο πρακτικό συνεδρίας φέρει ημερομηνία 24.2.2012, ημέρα κατά την οποία συνεχίστηκε η εξέταση του θέματος.  Ο εφεσείων υποδεικνύει ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε πρακτικό για το πότε, πώς και γιατί αποφασίστηκε η συνέχιση του θέματος για τις 24.2.2012, αντί στις 5.3.2012 όπως είχε αρχικά οριστεί.

 

          Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι η πρώτη ημερ. 23.2.2012 παρέπεμπε για συνέχιση στις 5.3.2012, αλλά αντ’  αυτής μεσολάβησε η συνεδρία ημερ. 24.2.2012.  Επίσης ότι το πρακτικό της συνεδρίας ημερ. 5.3.2012 αναφερόταν στις δύο προηγούμενες συνεδρίες, ήτοι στις 23.2.2012 και στις 24.2.2012.  Με αυτά τα δεδομένα κατέληξε στο πρόδηλο συμπέρασμα ότι, παρά τον αρχικό ορισμό των συνεντεύξεων στις 5.3.2012, η διαδικασία επισπεύσθηκε και ορίστηκε μια περαιτέρω ενδιάμεση συνεδρία στις 24.2.2012.  Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 10(1) του Ν. 1/90, τις συνεδρίες της ΕΔΥ τις συγκαλεί ο Πρόεδρος της Επιτροπής, χωρίς να απαιτείται ειδικό πρακτικό της ολομέλειας για σύγκλιση ή για αλλαγή ημερομηνίας στη σύγκλιση, κατέληξε ότι δεν προκύπτει οτιδήποτε το μεμπτό και δεν διαπιστώνεται μη τήρηση άρτιων πρακτικών. 

 

Σε πλήρη συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο απορρίπτουμε τον σχετικό λόγο έφεσης ο οποίος τέθηκε μάλιστα με έντονους όρους, όπως αναφορές σε «συνεδριάσεις φαντάσματα και από το πουθενά».  Είναι φανερό, εκ των πραγμάτων, ότι ο Πρόεδρος έχοντας εξουσία συγκάλεσε συνεδρίαση της Επιτροπής ενωρίτερα, χωρίς προς τούτο να ήταν αναγκαία, και εν πάση περιπτώσει σε βαθμό ακυρότητας της όλης διαδικασίας, η τήρηση καταγεγραμμένης απόφασης ή πρακτικού από τον ίδιο.  Ούτε το θέμα συνδέθηκε με οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό του εφεσείοντα. Έτσι παραμένουν εντελώς αβάσιμοι οι ισχυρισμοί στο περίγραμμα αγόρευσης της πλευράς του περί «άγνωστων λόγων» και «σκοτεινών και αδιάφανων λόγων επίσπευσης συνεδριών» και περί της έλλειψης διαφάνειας ως προς τη λειτουργία ενός συλλογικού οργάνου από την οποία «κρίνονται πολλά και μεγάλα συμφέροντα για πολλούς διοικούμενους!!».  Δεν επρόκειτο παρά για μια επίσπευση της διαδικασίας με την προσθήκη στο ενδιάμεσο μιας ακόμα συνεδρίας από τον αρμόδιο προς τούτο Πρόεδρο της Επιτροπής. 

 

          Η έφεση απορρίπτεται με €3.500 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

 

                                                                   Α.Ρ. Λιάτσος, Π.

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                                   Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.

 

                                                                   Ν. Σάντης, Δ.

 

                                                                   Στ. Χατζηγιάννη, Δ.

 

/φκ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο