ΣΩΤΗΡΗ ΧΡ. ΠΕΤΡΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 37/2016, 6/6/2023

ECLI:CY:AD:2023:C194

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                  

                   [ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 37/2016

(Υποθέσεις αρ.  146/2013 και 147/2013)

 

6 Ιουνίου, 2023

 

[ Α. ΛΙΑΤΣΟΥ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,  Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,

 Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΤ.ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ , ΔΔ.]

 

ΣΩΤΗΡΗ ΧΡ. ΠΕΤΡΟΥ

Εφεσείοντα

ΚΑΙ

                   ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ

2.    ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ

                       

                        Εφεσίβλητων

 

                                                           

                                                ----------

Ν. Ιακώβου (κα), για Λέλλος Π. Δημητριάδης Δικηγορικό Γραφείο ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντα

Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού  Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητους

                                               

                                                ----------

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Στις 17.6.1981 υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως εκ μέρους της Δημοκρατίας (στο εξής ο «ιδιοκτήτης») και του πατέρα του Εφεσείοντα, Χρίστου Πέτρου (στο εξής «ο αδειούχος»), με την οποία του παραχωρήθηκε Άδεια Χρήσης κρατικής οικίας (στο εξής «η οικία») υπό όρους, μεταξύ των οποίων και ο όρος 2(ι) που προέβλεπε ως ακολούθως:

 

«2(ι) Ο Ιδιοκτήτης δικαιούται να εισέλθει εις την οικίαν και αποκτήση ελευθέραν κατοχήν ταύτης εάν ο Αδειούχος και η οικογένειά του παραλείπουν να διαμένουν εντός της οικίας δια συνεχή περίοδον 3 μηνών».

 

Στις 16.11.2012, η Εφεσίβλητη 2 αποφάσισε την ακύρωση της δοθείσας έγκρισης ημερ. 7.5.1979 για στέγαση σε κυβερνητικούς οικισμούς Λεμεσού των γονέων του Εφεσείοντα, η οποία γνωστοποιήθηκε στον Εφεσείοντα με διπλοσυστημένη επιστολή ημερ. 29.11.2012, για το λόγο ότι οι γονείς του είχαν αποβιώσει πριν τις 7.4.2006 και μετά το θάνατο τους η κατοικία δεν κατοικείτο, όπως είχε διαπιστωθεί από  ελέγχους από Λειτουργό του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.   Συγκεκριμένα, τα δύο από τα τρία παιδιά του αδειούχου δεν διέμεναν πλέον στην οικία, ενώ ο Εφεσείων ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στην Αμερική με την οικογένεια του, όπου και εργάζεται από το 1993.  Συνεπώς δεν διέμενε στην οικία για διαστήματα πέραν των 3 μηνών.

 

Ως αποτέλεσμα, με την ίδια επιστολή ημερ. 29.11.2012, ο Εφεσείων πληροφορήθηκε ότι η Άδεια Χρήσης που είχε υπογράψει ο πατέρας του στις 17.6.1981 έπαυσε να ισχύει και κλήθηκε μέχρι τις 15.12.2012 να παραδώσει την οικία.

 

Παραθέτουμε αυτούσιο το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 29.11.2012: 

 

«Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και στην απόφαση της Επιτροπής Στεγαστικής Βοήθειας ημερομηνίας 16.11.12, με την οποία ακυρώνει τη δοθείσα έγκριση για στέγαση σε κυβερνητικούς Οικισμούς Λεμεσού από την ΚΕΕΚ στις 07.05.79, του πατέρα σας Χρίστου Πέτρου ΑΔΤ .... και της μητέρας σας Ιφιγένειας Πέτρου ΑΔΤ .... γιατί απεβίωσαν πριν τις 07.04.06 και θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι μετά την απόφαση αυτή η Άδεια Χρήσης που υπέγραψε με το Τμήμα αυτό ο πατέρας σας στις 17.06.1981, έπαψε να ισχύει.

2. Δεύτερος λόγος ανάκλησης της Άδειας Χρήσης είναι το γεγονός ότι μετά το θάνατο των γονιών σας, η κατοικία δεν κατοικείται όπως διαπιστώθηκε από ελέγχους που έγιναν κατά περιόδους από Λειτουργό του Τμήματος.

 

3. Με την επιστολή μου αυτή σας καλώ όπως μέχρι τις 15.12.12 παραδώσετε στο Τμήμα αυτό την κατοικία με αρ. 49 της Οδού 23ος Δρόμος στον Κυβερνητικό Οικισμό Μακάριος ΙΙΙ στη Λεμεσό.

 

4. Σε περίπτωση που δεν ανταποκριθείτε, το Τμήμα είναι υποχρεωμένο να προχωρήσει στη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον σας διεκδικώντας όλα τα νόμιμα δικαιώματα του (ανάκτηση της κατοικίας, ενοίκια κτλ).»

 

  

 Προηγηθείσα αγωγή της Εφεσίβλητης με αρ. 2995/2008, με την οποία επεδίωξε την έξωση του Εφεσείοντα και της οικογενείας του από την οικία, ως και την ανάκτηση της, απορρίφθηκε στις 27.6.2012.  Ο δε Εφεσείων, συνεχίζει να κατακρατεί την οικία. 

 

  Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, ο Εφεσείων καταχώρησε την προσφυγή με αρ. 146/2013 με την οποία αιτήθηκε την ακύρωση της απόφασης της Εφεσίβλητης 2 ημερ. 16.11.2012 να τερματίσει την δοθείσα έγκριση ημερ. 7.5.1979 για στέγαση σε κυβερνητικό οικισμό Λεμεσού των γονέων του Εφεσείοντα.  Περαιτέρω, καταχώρησε την Προσφυγή 147/2013 με την οποία αιτήθηκε την ακύρωση της απόφασης του Εφεσίβλητου 1 ημερ. 29.11.2012, με την οποία ανακλήθηκε η Άδεια Χρήσης που υπέγραψε ο αδειούχος στις 17.6.1981.  Σημειώνεται ότι και οι δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις, εμπεριέχονται στην πιο πάνω επιστολή ημερ. 29.11.2012 προς τον Εφεσείοντα.

  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 16.11.2012, είχαν ληφθεί υπόψη οι διαπιστώσεις του εκπρόσωπου του Τμήματος Πολεοδομίας, σύμφωνα με τις οποίες ο Εφεσείων συνέχιζε να κατακρατεί την οικία, χωρίς όμως να διαμένει εκεί για διαστήματα πέραν των 3 μηνών, ως ο όρος 2(ι) (ανωτέρω) ρητά απαιτούσε.  Ο Εφεσείων δεν είχε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία της χρήσης της οικίας από τον ίδιο ή την οικογένεια του για συνεχή περίοδο τουλάχιστον 3 μηνών, ούτε και είχε αμφισβητήσει το γεγονός ότι αυτός διαμένει με την οικογένεια του στο εξωτερικό.  Με αυτά τα δεδομένα, έκρινε κατ’ επέκταση, πως δεν είχαν καταπατηθεί τα επικαλούμενα από τον Εφεσείοντα Άρθρα του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ.

 

Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οδήγησε σε απόρριψη και των δύο προσφυγών. 

 

Ο Εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα Έφεση επιδιώκει την ανατροπή της στη βάση 4 λόγων Έφεσης. 

Με τον 1ο λόγο Έφεσης υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι είχε διαπιστώσει ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 16.11.2012 ήταν λανθασμένη, εν τούτοις δεν προέβηκε σε ακύρωση της.  Με τον 2ο λόγο Έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε στοιχεία του φακέλου, τα οποία είχαν ληφθεί υπόψη από το αρμόδιο όργανο κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 16.11.2012.  Με τον 3ο λόγο Έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τους λόγους που οδήγησαν τον Εφεσείοντα να υποβάλει παράπονο στον Επίτροπο Προσωπικών Δεδομένων.  Τέλος, με τον 4ο λόγο Έφεσης διατείνεται ότι παρεισέφρησαν στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συλλογισμοί και κρίσεις λανθασμένες, σύμφωνα με τους πιο πάνω λόγους Έφεσης και, συνεπώς, παραβιάστηκε το δικαίωμα του Εφεσείοντα για αποτελεσματική πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, όπως αυτό προστατεύεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος και τα Άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ), ως και το δικαίωμα του για σεβασμό της προσωπικής του ζωής, όπως προστατεύεται από το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, σε σχέση με τα ζητήματα των προσωπικών του δεδομένων και την προστασία της κατοικίας του. 

Διαφορετική είναι η θέση των Εφεσίβλητων, οι οποίοι υποστηρίζουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και απορρίπτουν τις εισηγήσεις του Εφεσείοντα.

 

Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση, υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων.  Καταλήξαμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και οι αιτιάσεις του Εφεσείοντα δεν ευσταθούν για τους πιο κάτω λόγους:

 

Σε σχέση με την 1ο λόγο Έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα, εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν προχώρησε σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 16.11.2012, ενόσω είχε διαπιστώσει ότι αυτή έπασχε, λόγω λανθασμένης αιτιολογίας που συνίστατο στην αναφορά ότι οι γονείς του Εφεσείοντα «απεβίωσαν πριν τις 7.4.2006» και σε σχέση με την οποία κατέληξε ότι λανθασμένα είχε γίνει επίκληση από την Εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα, στους περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Παροχή Τίτλων Ιδιοκτησίας σε Εκτοπισθέντες και άλλα Πρόσωπα (Ειδικοί) Κανονισμούς του 2006 (ΚΔΠ 163/2006).

            Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Η κατάληξη  του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί εσφαλμένης αναφοράς στην προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 16.11.2012, της ημερομηνίας 7.4.2006 – ημερομηνία δημοσίευσης της ΚΔΠ 163/2006 (ανωτέρω) – ορθά δεν οδήγησε, άνευ ετέρου, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.  Όπως ρητά και με σαφήνεια αναφέρεται στην επιστολή ημερ. 29.11.2012 (ανωτέρω), υπήρχε και δεύτερος λόγος ανάκλησης της Άδειας Χρήσης, που συνίστατο στο γεγονός ότι μετά το θάνατο των γονέων του Εφεσείοντα, η οικία δεν κατοικείτο, όπως είχε διαπιστωθεί από ελέγχους που είχαν γίνει κατά περιόδους από Λειτουργό του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.

 

          Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά προχώρησε στην εξέταση και της δεύτερης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και προς τούτο αναφέρθηκε στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, δυνάμενα να συμπληρώσουν την εν λόγω αιτιολογία, σύμφωνα με το Άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/1999).  Επρόκειτο για απόφαση με πολλαπλές αιτιολογίες και η λανθασμένη επίκληση του θανάτου των γονέων του Εφεσείοντα πριν τις 7.4.2006, ήταν, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, δευτερεύουσα της πρωταρχικής και  ουσιαστικής αιτιολογίας περί μη κατοίκησης της οικίας για διαστήματα πέραν των 3 μηνών, που προφανώς, δεν επηρέασε καταλυτικά την κρίση του διοικητικού οργάνου.  Σχετικό είναι το Άρθρο 32 του Ν.158(Ι)/1999 που ορίζει ως ακολούθως:

«32. Όταν η πράξη έχει πολλαπλές ή διαζευκτικές αιτιολογίες και μία από αυτές είναι λανθασμένη, η πράξη είναι ακυρωτέα, εκτός αν κριθεί ότι η λανθασμένη αιτιολογία ήταν επικουρική ή δευτερεύουσα της ορθής αιτιολογίας και ως εκ τούτου δεν επηρέασε το αρμόδιο διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης.»

 

          Συνακόλουθα, ο 1ος λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

          Η προσφυγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου σε σχέση με το δεύτερο λόγο ανάκλησης της Άδειας Χρήσης, αποτελεί το αντικείμενο του 2ου λόγου Έφεσης. 

 

          Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε σχετικά,  πως το συμπέρασμα του διοικητικού οργάνου,  ότι ο Εφεσείων δεν διέμενε στην οικία για διαστήματα πέραν των  3 μηνών, δεν προέκυπτε αναντίλεκτα μέσα από το υλικό του διοικητικού φακέλου.  Σ’ ό,τι αφορά ειδικότερα την κατάσταση λογαριασμού της ΑΗΚ εντός του διοικητικού φακέλου, στην οποία αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, επεσήμανε ότι αυτή ήταν ημερ. 4.3.2013 δηλ. μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 29.11.2012.          

            Δεν συμφωνούμε ούτε και με αυτή την εισήγηση.  Όπως ορθά υπέδειξε η ευπαίδευτη Εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, το διοικητικό όργανο προέβηκε στη δέουσα έρευνα και διαπίστωσε, σύμφωνα με τα στοιχεία που εμπεριέχονται στο διοικητικό φάκελο, ότι η οικία δεν κατοικείτο από τον Εφεσείοντα και την οικογένεια του για διαστήματα πέραν των 3 μηνών.  Τα στοιχεία του φακέλου από τα οποία προέκυψε το συμπέρασμα αυτό και είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι τα ακόλουθα:

 

          α)  Στις 5.2.1993, το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως  με επιστολή του καλούσε τον Εφεσείοντα όπως κατοικήσει μόνιμα στην κατοικία ή να την παραδώσει στο Τμήμα.

 

          β)  Στην 27.2.1993, λόγω απουσίας του Εφεσείοντα στο εξωτερικό, απάντησε στην επιστολή του Τμήματος ημερομηνίας 5.2.1993, ο αδελφός του Εφεσείοντα ο οποίος ανέφερε ότι ο Εφεσείων εργαζόταν  στο εξωτερικό.

 

γ)  Στις 16.12.1999 σε επίσκεψη που έγινε στην κατοικία από Λειτουργό της Υπηρεσίας Μερίμνης, δεν εντοπίστηκε ο Εφεσείων.

 

δ)  Στις 29.11.2012 το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως με διπλοσυστημένη επιστολή προς τον Εφεσείοντα, τον καλούσε να παραδώσει την κατοικία στο Τμήμα γιατί η έγκριση του πατέρα του ακυρώθηκε, η άδεια χρήσης που υπέγραψε ο πατέρας του με το Τμήμα έπαψε να ισχύει και ο ίδιος δεν διαμένει στην κατοικία και είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού.  Η εν λόγω επιστολή  δεν παραλήφθηκε από τον Εφεσείοντα, αλλά από συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο.

 

ε)  Από αντίγραφο του λογαριασμού της ΑΗΚ, προέκυψε ότι σύμφωνα και με την κατανάλωση και τον λογαριασμό, η κατανάλωση ήταν μηδενική, γεγονός που επιβεβαίωνε ότι η κατοικία δεν χρησιμοποιείτο.

 

στ)  Στην μαρτυρία του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, στα πλαίσια της αγωγής 2995/2008, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση ημερ. 27.6.2012, ο Εφεσείων  παραδέχθηκε ότι εργαζόταν στην Αμερική ως Πολιτικός Μηχανικός και επισκεπτόταν την Κύπρο όποτε μπορούσε.  Δεν διέμενε στην οικία όλο το χρόνο και δεν κατοικούσε σε αυτήν, παρά μόνο όταν βρισκόταν κατά διαστήματα στην Κύπρο για διακοπές,  τον Φεβρουάριο ή Ιανουάριο.

 

          Το γεγονός ότι στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν καταγράφονται ειδικά τα πιο πάνω στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ουδόλως πλήττει την νομιμότητα και επάρκεια της αιτιολογίας.  Όπως είναι νομολογημένο, είναι στοιχειώδες πως η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων.  Δεν αναμένεται, ωστόσο, κατά την αιτιολόγηση να μεταφέρεται στο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων.  Εκείνο, όμως, που αναμένεται είναι να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο.  Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438 είναι σχετικό:

 

«Είναι στοιχειώδες πως η αιτιολογία μπορεί, σ' αυτές τις περιπτώσεις, να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. Επίσης πως δεν αναμένεται, κατά την αιτιολόγηση, να μεταφέρεται στο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων. Αναμένεται όμως να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης, έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, το θέσαμε ως εξής:

«Εν προκειμένω, η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς το τι μέτρησε υπέρ του ενός και τι υπέρ του άλλου. Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959 σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου "για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή". (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56).»

 

          Συνακόλουθα, προκύπτει από τα πιο πάνω ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, τα οποία συμπληρώνουν την αιτιολογία του αποφασίζοντος οργάνου, κατέληξε ότι αυτά,  άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, είναι που οδήγησαν στην λήψη της εύλογα επιτρεπτής προσβαλλόμενης  απόφασης, ότι δηλ. ο Εφεσείων δεν διέμενε στην οικία για διαστήματα πέραν των 3 μηνών.       Η λήψη της, ήταν αποτέλεσμα επαρκούς έρευνας και εκτίμησης των πιο πάνω στοιχείων από το αποφασίζον όργανο,  στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας.  Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά περιορίστηκε στον έλεγχο της επαρκούς έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, χωρίς να δικαιούται να επέμβει και αντικαταστήσει την διακριτική εξουσία της διοίκησης με τη δική του.  (βλ.  Α. Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345.)  Τα πιο πάνω στοιχεία, όντως καταδεικνύουν περίτρανα την ορθότητα της αναφοράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα στοιχεία του φακέλου, χωρίς προς τούτο, να ήταν απαραίτητο για το πρωτόδικο Δικαστήριο  να τα επαναλάβει λεπτομερώς στην απόφαση του.

         

Σ’ ό,τι αφορά τον λογαριασμό της ΑΗΚ σε σχέση με την μηδενική κατανάλωση ηλεκτρισμού, η οποία φέρει ημερ. 4.3.2013, δηλ. μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 29.11.2012, όπως ορθά υπέδειξε η ευπαίδευτη Εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, αυτή αφορά την περίοδο από 18.2.2009 – 18.12.2012, δηλ. 2 1/2 περίπου χρόνια πριν την προσβαλλόμενη απόφαση.  Πρόκειται, συνεπώς, για έγγραφο στο οποίο το αρμόδιο όργανο στηρίχθηκε, με μεταγενέστερη μεν ημερομηνία, το οποίο όμως, αφορά στοιχεία που υπήρχαν πριν την προσβαλλόμενη πράξη.

 

          Σχετικό είναι το Άρθρο 30 του Ν.158(Ι)/1999 το οποίο ορίζει ως ακολούθως:

«30. Σε επείγουσες περιπτώσεις επιτρέπεται, εξαιρετικά, στη διοίκηση να αιτιολογήσει μεταγενέστερα την πράξη της, στηριζόμενη όμως σε στοιχεία και γεγονότα που υπήρχαν πριν από την πράξη και τα οποία μπορούν να συναχθούν από το διοικητικό φάκελο.»

 

          Συνεπώς και ο 2ος λόγος Έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

          Σε ό,τι αφορά τον 3ο λόγο Έφεσης, θεωρούμε πως η Διοίκηση, ως ιδιοκτήτρια της οικίας, είχε κάθε νόμιμο δικαίωμα να απευθυνθεί - στα πλαίσια της δέουσας έρευνας την οποία είχε καθήκον να διενεργήσει - και προς την ΑΗΚ, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο η οικία κατοικείτο κατά τον επίδικο χρόνο ή όχι.  Συνεπώς, το παράπονο του Εφεσείοντα, για το σχόλιο στο οποίο προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε σχέση με την «ενόχληση» του Εφεσείοντα από την προσπάθεια της Διοίκησης να διερευνήσει περαιτέρω το ζήτημα μέσα από τις ενδείξεις κατανάλωσης ηλεκτρισμού, δεν ευσταθεί. 

 

          Εν πάση περιπτώσει, το υπό αναφορά σχόλιο, δεν θα μπορούσε κατά την άποψη μας, να έχει επιπτώσεις σ’ ό,τι αφορά την τύχη της προσφυγής.  Διερωτούμαστε επί του προκειμένου πως θα μπορούσε η Διοίκηση να εφαρμόσει – θετικά ή αρνητικά – τον σχετικό όρο της Συμφωνίας ημερ. 17.6.1981, χωρίς να διαπιστώσει κατά πόσο η οικία κατοικείτο ή όχι από την οικογένεια του αδειούχου.

 

          Σε ό,τι αφορά τον 4ο λόγο Έφεσης, είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι η απόρριψη των 3 πρώτων λόγων Έφεσης, επιφέρει άνευ ετέρου και την απόρριψη και αυτού του λόγου Έφεσης, χωρίς να απαιτείται οποιοσδήποτε σχολιασμός επί του θέματος.  Και αυτό για τον απλό λόγο ότι, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, η οικία έπαυσε να κατοικείται μετά τον θάνατο των γονέων του Εφεσείοντα και καθ’ όλα νόμιμα η Διοίκηση αποφάσισε την υλοποίηση του όρου 2(ι) της Συμφωνίας ημερ. 17.6.1981.

 

          Σημειώνουμε τέλος, ότι  η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από τα γεγονότα της υπόθεσης Saghinadze and Others v. Georgia – 18768/2005 ημερ. 27.5.2010 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην οποία μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα.  Τούτο γιατί στην εν λόγω υπόθεση – η οποία αφορούσε έξωση εσωτερικά εκτοπισθέντων προσώπων από την Abkhazia (Georgia) το 1993, από υποστατικό που ανήκε στο Υπουργείο Εσωτερικών – το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Αιτητής είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το υποστατικό για σκοπούς διαμονής του και θεωρείτο «κατοχή» για σκοπούς του ΄Αρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1.

 

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,  προκειμένου να καταλήξει ως ανωτέρω, επεσήμανε ότι ο Αιτητής διέμενε αποκλειστικά και συνεχόμενα, χωρίς καμιά διακοπή στο υποστατικό, για περισσότερο από 10 χρόνια, εν αντιθέσει με τον Εφεσείοντα, ο οποίος έπαυσε να κατοικεί στην οικία από το 1993 για διαστήματα πέραν των 3 μηνών.     Το ακόλουθο απόσπασμα είναι σχετικό:

 

«106.  As regards  the first appplicant’s continued possession of the cottage, the Court considers that it maintained its good-faith character, even in the absence of a registered property title, for the following reasons. Of paramount importance in that regard, according to the Court's relevant caselaw, was the authorities' own manifest tolerance of the first applicant's exclusive, uninterrupted and open use of the cottage and the adjacent premises for more than ten years. Thus, during that period, the first applicant installed and planted various fixtures, fruit trees and vegetables, and started keeping poultry and small livestock;

         

 

          Αντίθετα, εν προκειμένω, όχι μόνο δεν θεμελιώθηκε οποιοδήποτε δικαίωμα με βάση τη συνεχή κατοχή και χρήση με αντίστοιχη πρόθεση, αλλά με βάση ρητό όρο της επίδικης συμφωνίας ο Αιτητής αποκλείστηκε από την κατοχή και τη χρήση.

 

Για όλα τα πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος των Εφεσίβλητων και σε βάρος του Εφεσείοντα ύψους €2.500.

 

Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.,

 

        Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,  Δ.

 

 

Τ. ΨΑΡΑ – ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

          Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ–ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

       ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

/Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο