ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 46/2016, 6/6/2023

ECLI:CY:AD:2023:C195

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 46/2016)

 

 

6 Ιουνίου, 2023

 

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

 

 

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ

 

Εφεσείων/Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Εφεσίβλητης/Καθ’ης η αίτηση.

 

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

Καμία εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.

 

Χρ. Σιακαλλή για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η Aπόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Έφεση στρέφεται εναντίον της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Προσφυγή υπ’ αρ. 1425/2011 (η «πρωτόδικη Απόφαση»), με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής ΕΔΥ), η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 9/9/2011, δια της οποίας διορίστηκαν με δοκιμασία τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 2 (εφεξής ΕΜ 1 και ΕΜ 2) στη μόνιμη θέση Λειτουργού Πληροφορικής στο Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής (εφεξής ΤΥΠ).

 

Η πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται με τέσσερις, συνολικά, Λόγους Έφεσης.

 

Προτού αναφερθούμε σε αυτούς κρίνεται σκόπιμη η παράθεση του ιστορικού της υπόθεσης, όπως αυτό αποτυπώθηκε στην Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Κατόπιν σχετικού αιτήματος από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών για πλήρωση δύο κενών μόνιμων θέσεων Λειτουργού Πληροφορικής στο ΤΥΠ, οι δύο αυτές θέσεις δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 16/6/2006, με τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων την 10/7/2006. Επειδή η θέση Λειτουργού Πληροφορικής στο ΤΥΠ είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, ο Γραμματέας της ΕΔΥ, ενεργώντας συμφώνως του Άρθρου 34(3) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, απέστειλε τις 351 αιτήσεις που υποβλήθηκαν μαζί με το Σχέδιο Υπηρεσίας στο Διευθυντή του ΤΥΠ, ο οποίος ενεργούσε ως Πρόεδρος της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία συγκροτήθηκε από το Διευθυντή του ΤΥΠ ως Πρόεδρο και τρία Μέλη που ακολουθούσαν σε σειρά ιεραρχίας τον Προϊστάμενο, διεξήγαγε γραπτή εξέταση την οποία ανέθεσε στο Κέντρο Επιστημονικής Επιμόρφωσης Αξιολόγησης και Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Κύπρου (Κ.ΕΠ.Ε.Α.Α). Η εξέταση που διεξήχθη την 1/9/2007 περιλάμβανε εξειδικευμένα θέματα πληροφορικής και είχε ως βάση επιτυχίας το 50%. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το ΕΜ 1 εξασφάλισε βαθμολογία 76,50 και κατετάγη 7η, ο Εφεσείων 9ος με 75,50 και το ΕΜ 2 12η με βαθμολογία 74,50. Ανταποκρινόμενα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη σε επιστολή της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με την οποία είχε ζητηθεί η προσκόμιση των απαιτούμενων προσόντων, για              να μπορούν να θεωρηθούν προσοντούχα, προσκόμισαν βεβαίωση παρακολούθησης μεταπτυχιακού τίτλου και βεβαίωση πείρας και μαζί με τον Εφεσείοντα κρίθηκαν ως προσοντούχοι υποψήφιοι. Σε ό,τι αφορά το πλεονέκτημα της τριετούς πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης, η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι το διέθεταν τα ΕΜ 1 και 2.

 

Η Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής απεστάλη στην ΕΔΥ η οποία, σε συνεδρία της ημερ. 2/6/2011, αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που σύστησε η Συμβουλευτική Επιτροπή, μεταξύ των οποίων τον Εφεσείοντα και το ΕΜ 1 και, επιπροσθέτως, το               ΕΜ 2 και δύο άλλους υποψηφίους που δεν είχαν συστηθεί, αλλά διέθεταν το πλεονέκτημα και είχαν τον ίδιο ή ελαφρώς χαμηλότερο βαθμό στη γραπτή εξέταση σε σύγκριση με τους υποψηφίους που συστήθηκαν.

 

Η ΕΔΥ κατά τη συνεδρία της ημερ. 6/7/2011 δέχτηκε τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση στην παρουσία του Διευθυντή του ΤΥΠ ο οποίος, μετά την ολοκλήρωση της, βαθμολόγησε την απόδοση του ΕΜ 1 ως Σχεδόν Εξαίρετη, ενώ του Εφεσείοντα και του ΕΜ 2 ως Εξαίρετη. Στη συνέχεια και μετά την αποχώρηση του Διευθυντή, τα Μέλη της ΕΔΥ, υπό το φως και               των σχετικών κρίσεων του Διευθυντή, έκριναν την απόδοση των Ενδιαφερόμενων Μερών ως Εξαίρετη, ενώ του Εφεσείοντα ως Σχεδόν Εξαίρετη.

 

Η ΕΔΥ, αφού έλαβε υπόψη τα κριτήρια που αναφέρονται στα πρακτικά, ήτοι, τα προσόντα των υποψηφίων, την αρχαιότητα, καθώς και τα λοιπά στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, τη σύσταση του Διευθυντή του ΤΥΠ, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της, σε συνδυασμό με την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, επέλεξε τα Ενδιαφερόμενα Μέρη στη βάση της ακόλουθης αιτιολογίας:

 

«Επιλέγοντας την Δημοσθένους Μαρία, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Πάρα πολύ καλή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, διαθέτοντας βαθμολογία 74,50 στη γραπτή εξέταση που διεξήχθη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, διαθέτει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη από την ίδια την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και, επιπλέον, διαθέτει την υπέρ της σύσταση του Διευθυντή.

 

Επιλέγοντας την ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ-ΣΤΑΥΡΟΥ Χριστιάνα, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Σχεδόν εξαίρετη από τη  Συμβουλευτική Επιτροπή, διαθέτοντας βαθμολογία 76,50 στη γραπτή εξέταση, διαθέτει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και, επιπλέον, αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη από την ίδια την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση.

 

[…]

 

Προβαίνοντας σε σύγκριση της επιλεγείσας Δημοσθένους Μαρίας με τον υποψήφιο Χρυσάνθου Χρύσανθο, ο οποίος, ενώ διαθέτει ελαφρά υψηλότερη βαθμολογία στη γραπτή εξέταση (75,50) από την Δημοσθένους, δεν επιλέγηκε, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτός δεν διαθέτει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και, ως εκ τούτου, συνολικά υστερεί.»

 

 

Με τον 1ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι στον προκαταρκτικό κατάλογο των προτεινόμενων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή υποψηφίων δεν του πιστώθηκε ως πρόσθετο προσόν το Μεταπτυχιακό προσόν στις Προηγμένες Τεχνολογίες Πληροφορικής, όπως έγινε με το ΕΜ 1, εντούτοις εσφαλμένα και ασκώντας πρωτογενή κρίση υποκαθιστώντας την κρίση της διοίκησης, έκρινε ότι η παράλειψη αυτή δεν θεμελίωνε οποιαδήποτε πλάνη.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, στη βάση των προσωπικών τους φακέλων, όπως ορθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προέκυπτε ότι τόσο ο Εφεσείων όσο και το ΕΜ 1 κατέχουν τα ίδια ακριβώς ακαδημαϊκά προσόντα, ήτοι πτυχίο πληροφορικής και μεταπτυχιακό τίτλο στις προηγμένες τεχνολογίες. Στη δε Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής γινόταν αναφορά στις βεβαιώσεις μεταπτυχιακών σπουδών τόσο σε σχέση με το ΕΜ 1, όσο και σε σχέση με τον Εφεσείοντα. Ωστόσο, στον Προκαταρκτικό Κατάλογο Προτεινομένων της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Παράρτημα Στ2) δεν είχε πιστωθεί στον Εφεσείοντα ως πρόσθετο προσόν το Msc, όπως έγινε στην περίπτωση του ΕΜ 1.  Επισημαίνεται, περαιτέρω, ότι ο Εφεσείων συγκαταλέχθηκε στον Κατάλογο υποψηφίων που η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε για επιλογή ενώ η ΕΔΥ, αναφερόμενη στις διαπιστώσεις της ως προς τα ακαδημαϊκά προσόντα των υποψηφίων, κατέγραψε το γεγονός ότι ο Εφεσείων διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα ως εξής:

 

«Όσον αφορά στα ακαδημαϊκά προσόντα των υποψηφίων, η Επιτροπή παρατήρησε ότι τόσο η υποψήφια Στυλιανού-Σταύρου Χριστιάνα, που επιλέγηκε, όσο και οι υποψήφιοι Χαραλάμπους Ευγένιος, Μάκκουλα Έλενα, Χρίστου Μαρία και Χρυσάνθου Χρύσανθος, που δεν επιλέγηκαν, διαθέτουν μεταπτυχιακά διπλώματα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, τα οποία όμως δεν αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και, ως εκ τούτου, αν και λήφθηκαν υπόψη, δεν αποδίδουν ουσιώδη υπεροχή στους κατόχους τους.»

 

Δεδομένων των πιο πάνω, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν θεμελίωνε οποιαδήποτε ουσιώδη πλάνη η παράλειψη πίστωσης στον Εφεσείοντα στο πλαίσιο του Προκαταρκτικού Καταλόγου Προτεινομένων της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Παράρτημα Στ 2) του μεταπτυχιακού του διπλώματος ως πρόσθετου προσόντος, είναι απολύτως ορθή. Το διορίζον όργανο, ήτοι η ΕΔΥ, προτού διαμορφώσει κρίση και καταλήξει στην τελική της απόφαση έλαβε υπόψη της την ύπαρξη του μεταπτυχιακού διπλώματος του Εφεσείοντα το οποίο, αν και δεν αποτελούσε πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας συνιστούσε πρόσθετο προσόν, συνυπολογίζοντας τοιουτοτρόπως  το σύνολο των δεδομένων που υφίσταντο σχετικά με τον Εφεσείοντα και τα οποία ήταν συναφή για σκοπούς διαμόρφωσης της κρίσης της.

 

Στη βάση των πιο πάνω ο 1ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Με το 2ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλει ως εσφαλμένη την απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της θέσης του ότι έπασχε η σύσταση του Διευθυντή αναφορικά με το ΕΜ 2 ως αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και αντιφατική.

 

Η θέση που είχε προβληθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι ο Διευθυντής είχε συστήσει το ΕΜ 1 και άλλη υποψήφια, παρόλο που είχε βαθμολογήσει την απόδοση του Εφεσείοντα στις συνεντεύξεις ψηλότερα από εκείνη του εν λόγω ΕΜ («εξαίρετος» έναντι «σχεδόν εξαίρετης»). Όφειλε η ΕΔΥ, με βάση την εισήγηση του, να διερευνήσει την αντιφατική κρίση του, ζητώντας εξηγήσεις από το Διευθυντή και να αγνοήσει τελικά τη σύσταση.

Στα πρακτικά της συνεδρίας της ΕΔΥ ημερ. 6/7/2011 στη σελίδα 3, καταγράφεται ότι «ο Διευθυντής σύστησε για διορισμό τους Στυλιανού-Σταύρου Χριστιάνα και Μάκκουλα Έλενα», ήτοι το ΕΜ 1 και μια άλλη υποψήφια, ενώ στις σελίδες 6-7, όπου παρατίθεται η κατάληξη της ΕΔΥ ως προς την επιλογή, καταγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι το ΕΜ 2 Μαρία Δημοσθένους «διαθέτει την υπέρ της σύσταση του Διευθυντή».  Υπό αυτά τα δεδομένα ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την εισήγηση του Εφεσείοντα περί αντιφατικής σύστασης, κατέληξε ότι από το σύνολο των πρακτικών και, παρά την αναφορά σε σύσταση του ΕΜ 1, ό,τι προέκυπτε ήταν ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν υπέρ του ΕΜ 2 και όχι υπέρ του ΕΜ 1 επισημαίνοντας, παράλληλα, ότι η ΕΔΥ είχε υιοθετήσει τη σύσταση μόνο ως προς το ΕΜ 2 και ότι επέλεξε το ΕΜ 1 αντί της δεύτερης συστηνόμενης από το Διευθυντή.

 

Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω ο  2ος Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση της ΕΔΥ να διορίσει τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ήταν εύλογα επιτρεπτή, η κατοχή του πλεονεκτήματος του Σχεδίου Υπηρεσίας από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ήταν καταλυτική, ότι λήφθηκε υπόψη η πείρα του Εφεσείοντα και ότι στο μόνο στοιχείο που υπερτερούσε ο Εφεσείων έναντι του ΕΜ 2 ήταν η οριακή καλύτερη βαθμολογία του στις γραπτές εξετάσεις και το μεταπτυχιακό του, το οποίο λήφθηκε υπόψη αλλά δεν θα μπορούσε να του δώσει έκδηλη υπεροχή.

 

Συγκεκριμένα ο Εφεσείων υποστήριξε ότι η απόφαση είναι αντιφατική γιατί, ενώ αρχικά διαπιστώνεται καταλυτική διαφορά μεταξύ των υποψηφίων λόγω της κατοχής του πλεονεκτήματος, στη συνέχεια το Δικαστήριο εσφαλμένα θεωρεί μικρής σημασίας τη διαφορά στα γραπτά και δεν συνυπολογίζει το γεγονός ότι ο Εφεσείων κρίθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως Σχεδόν Εξαίρετος, ενώ το ΕΜ 2 ως Πάρα Πολύ Καλό, είχε υπέρ του τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ενώ το ΕΜ 2 δεν επιλέχθηκε στους 8 επικρατέστερους, ότι υπερέχει σε πρόσθετα προσόντα και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού στις Προηγμένες Τεχνολογίες Πληροφορικής.

 

Στην υπό εξέταση τα δεδομένα, όπως ορθά ανεδείχθησαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχαν ως εξής:

 

 

Το ΕΜ 1 ισοδυναμούσε με τον Εφεσείοντα στα προσόντα, υπερείχε με ελαφρώς καλύτερη βαθμολογία στις γραπτές εξετάσεις, ενώ είχε υπέρ της και το πλεονέκτημα της πείρας που προνοούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας και στην προφορική συνέντευξη αξιολογήθηκε ως εξαίρετη. Το ΕΜ 2 κατείχε δίπλωμα του ΑΤΙ Computer Studies, Engineering Council και ήταν μέλος του ΕΤΕΚ. Δεν κατείχε μεταπτυχιακό όπως ο Εφεσείων, είχε, όμως, το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας. Περαιτέρω, η διαφορά στη βαθμολογία του Εφεσείοντα και του ΕΜ 2 στις γραπτές εξετάσεις ήταν οριακή (μία μονάδα διαφορά), ενώ προς όφελος του προσμέτρησε και η σύσταση του Διευθυντή μαζί με την ελαφρώς καλύτερη αξιολόγηση της στη συνέντευξη.

 

Όσον αφορά τη θεώρηση του πλεονεκτήματος του Σχεδίου Υπηρεσίας, ορθά και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε με παραπομπή στην υπόθεση Παναγή κ.ά. v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 163 ότι, στα περιστατικά της υπόθεσης, η κατοχή του από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη ήταν, επίσης, καταλυτική. Είναι γνωστή η νομολογία ότι το πλεονέκτημα αποτελεί σημαντικό στοιχείο στο οποίο αποδίδεται ουσιώδης σημασία. Ο κάτοχος πλεονεκτήματος αποκτά προβάδισμα έναντι ανθυποψηφίου που δεν κατέχει πλεονέκτημα. Στα περιστατικά της υπόθεσης, όπως ορθά επισημάνθηκε, στο μόνο στοιχείο που ο Εφεσείων υπερτερούσε έναντι του ΕΜ 2 ήταν η οριακά καλύτερη βαθμολογία του στις γραπτές εξετάσεις που ενώ, σύμφωνα με τη νομολογία, θεωρείται στοιχείο αυξημένης σημασίας από ό,τι η προφορική συνέντευξη, η διαφορά, εν προκειμένω, ήταν εντελώς οριακή. Όσο δε αφορά το μεταπτυχιακό δίπλωμα του Εφεσείοντα το οποίο δεν αποτελούσε πλεονέκτημα αλλά πρόσθετο προσόν, ενώ του προσέδιδε κάποια υπεροχή ως τέτοιο και λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ, δεν μπορούσε να του προσδώσει έκδηλη υπεροχή ιδιαίτερα ενόψει της κατοχής του πλεονεκτήματος από το ΕΜ 2.

 

Εκείνο που φαίνεται ο Εφεσείων να παραγνωρίζει κατά την προώθηση των θέσεων του, είναι ότι για την ανεύρεση του καταλληλότερου ατόμου για     την πλήρωση θέσης συνυπολογίζονται όλα τα σχετικά κριτήρια (βλ. Γιωργούδης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116). Εναπόκειται δε στο διοικητικό όργανο να διαμορφώσει κρίση έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ενώπιον του. Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για προαγωγή ή διορισμό με την κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Η επιλογή γίνεται στη βάση της αξιολόγησης όλων των δεδομένων και όχι «μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου», όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Παναγή (ανωτέρω) και εφόσον αυτή είναι εύλογη και σύμφωνη με τα στοιχεία και τα δεδομένα που είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει. Όπως τονίσαμε λίαν προσφάτως στην υπόθεση Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 8/2016, ημερ. 16/2/2023, ECLI:CY:AD:2023:C56:

 

     «Περί ουσιαστικής συνεξέτασης συνεπώς ο λόγος, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός, ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης».

  

 

Ως εκ των πιο πάνω ο 3ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

 

Με τον 4ο Λόγο Έφεσης βάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δεν νομιμοποιείτο να εγείρει ισχυρισμό για το ότι παράτυπα υπήρξε μία κοινή διαδικασία εξέτασης για δύο διαφορετικές μη συναφείς διαδικασίες (τεσσάρων θέσεων), στη βάση του ότι ο Εφεσείων γνώριζε από την αρχή της διαδικασίας ότι η διαδικασία εξέτασης θα ήταν κοινή και δεν διαμαρτυρήθηκε, ούτε επιφύλαξε τα δικαιώματα του, καθώς και το ότι δεν δικογραφείτο ο πιο πάνω λόγος στα νομικά σημεία της προσφυγής.

 

Ήταν η θέση του Εφεσείοντα ότι από τη στιγμή που οι διαδικασίες ήταν δύο και διεκδικούσε κατά την ξεχωριστή προκήρυξη θέση και στις δύο διαδικασίες, έπρεπε να κληθεί σε δύο ξεχωριστές προφορικές εξετάσεις ενώπιον της ΕΔΥ και να αναμετρηθεί για κάθε μια διαδικασία ξεχωριστά με τους αντίστοιχους για την καθεμιά υποψηφίους. Θεωρεί δε ότι υπήρξε, εν προκειμένω, καταστρατήγηση της διαδικασίας.

 

Κρίνεται εν πρώτοις σκόπιμο να εξετασθεί το ζήτημα του κατά πόσο ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα ότι παράτυπα ακολουθήθηκε κοινή διαδικασία για τέσσερις θέσεις ενώ δεν ήταν συναφείς, περιλαμβάνετο στα νομικά σημεία. Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 επιβάλλει όπως έκαστος των διαδίκων με τις έγγραφες προτάσεις του εκθέτει «….τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών ταύτα πλήρως». Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012, ημερ. 6/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, η νομολογία που ασχολήθηκε με την εν λόγω πρόνοια συγκλίνει στο ότι αυτή θα πρέπει να τηρείται με αυστηρότητα. Λέχθηκε ότι:

 

«Η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες».

 

 

Εξέταση των όσων καταγράφονται στα νομικά σημεία 2, 4 και 5 της Αίτησης ακύρωσης[1] οδηγεί, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, ότι ο επίδικος ισχυρισμός του Εφεσείοντα όντως δεν συγκαταλέγεται σε αυτά, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάνθηκε, καθότι αυτά δεν έχουν εξειδικευθεί, ούτε έχουν αιτιολογηθεί πλήρως.

 

Πέραν και ανεξαρτήτως των πιο πάνω, στην υπό εξέταση περίπτωση, όπως προέκυψε, παρά το ότι οι τέσσερις θέσεις είχαν προκηρυχθεί ξεχωριστά και ο Εφεσείων είχε υποβάλει διαφορετικές αιτήσεις, αυτός γνώριζε από την αρχή ότι θα ακολουθείτο κοινή διαδικασία.  Όπως ορθώς επισήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, πριν συμμετάσχει στην προφορική εξέταση είχε ενημερωθεί ότι αυτή θα αφορούσε και τις δύο διαδικασίες και δεν διαμαρτυρήθηκε, ούτε επιφύλαξε τα δικαιώματά του. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της ενημέρωσης συναφές είναι το πρακτικό της συνεδρίας της ΕΔΥ, ημερ. 6/7/2011, όπου αναφέρονται τα εξής:

 

«Σημειώνεται ότι οι υποψήφιοι Δημοσθένους Μαρία, Μάκκουλα Έλενα, Στυλιανού-Σταύρου Χριστιάνα, Χρίστου Μαρία και Χρυσάνθου Χρύσανθος, που επίσης είναι υποψήφιοι στην παρούσα διαδικασία, είχαν ενημερωθεί με την επιστολή που κλήθηκαν στην προφορική εξέταση ότι αυτή θα αφορά τόσο την παρούσα διαδικασία όσο και τη διαδικασία πλήρωσης δύο άλλων θέσεων Λειτουργού Πληροφορικής, που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερομηνία 16/6/2006, αρ. επίσημης εφημερίδας 4106, αρ. γνωστ. 3808 και η πλήρωση των οποίων αφορά το θέμα Β(1)(2) των πρακτικών της παρούσας συνεδρίας της Επιτροπής και, ως εκ τούτου, η αξιολόγηση των υποψηφίων αυτών θα ληφθεί υπόψη αυτούσια και στην παρούσα διαδικασία.»

 

 

Με αυτά τα δεδομένα, η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, εν προκειμένω, τύγχανε εφαρμογής το δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, με αποτέλεσμα ο Εφεσείων να εμποδίζεται και/ή να μην νομιμοποιείται να εγείρει εκ των υστέρων τέτοιο ισχυρισμό, είναι βάσιμη.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000.

 

 

 

 

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

 

 

                                                Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                               

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                               

                                                Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 



[1] 2. Η Καθ’ ης η αίτηση ακολούθησε διαδικασία η οποία πάσχει. Η απόφαση λήφθηκε χωρίς να διενεργηθεί η δέουσα έρευνα και/ή είναι αποτέλεσμα ελλιπούς έρευνας σε σχέση με την αξία, τα προσόντα, την αρχαιότητα, την πείρα και την προσφορά.

 

  4. Η πράξη ή απόφαση της καθ’ ης η αίτηση λήφθηκε κατά διαδικασία που προηγήθηκε και που πάσχει νομικά γιατί στηρίχθηκε σε γεγονότα και ή ενέργειες που προήλθαν από άλλα όργανα, που επεβλήθησαν ως δέσμια ενέργεια και/ή που δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη και/ή γιατί παραβίασαν τη σχετική νομοθεσία ή διαδικασία και/ή γιατί αντιβαίνει και/ή είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, τους Νόμους, τη Νομολογία και τη χρηστή διοίκηση.

 

  5. Η καθ’ ης η αίτηση ενήργησε κατά προφανή παράβαση του νόμου, Κανονισμών και Διαδικασίας ή/και κατά κατάχρηση ή/και υπέρβαση εξουσίας και με καταφανή πλάνη περί τα πράγματα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο