ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. v. METAMAX COMPANY LIMITED, ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 47/16, 6/6/2023

ECLI:CY:AD:2023:C196

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 47/16

 

6 Ιουνίου, 2023

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., OIKONOMOY, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ANΔΡΕΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω

1.    Υπουργικού Συμβουλίου,

2.   Υπουργικής Επιτροπής για την εκδίκαση ιεραρχικών προσφυγών, δυνάμει του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου

Εφεσείοντες/Καθ΄ων η αίτηση

Και

METAMAX COMPANY LIMITED

 

Εφεσίβλητη/Αιτήτρια

---------

Δ.Μ.Εργατούδη,  (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες

Α.Λαδάς με Δ.Λαδά, (κα), για G. & A. Ladas LLC,  για την Εφεσίβλητη

-----------

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:   Η Εφεσίβλητη/αιτήτρια είχε καταχωρήσει τέσσερις προσφυγές εναντίον των Εφεσειόντων/καθ΄ων η αίτηση.  Οι προσφυγές αυτές συνεκδικάστηκαν.  Σε όλες, η Εφεσίβλητη επιδίωκε ακύρωση των αποφάσεων της Υπουργικής Επιτροπής, ενεργούσας δυνάμει του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, (Ν.90/1972) («ο Νόμος»), με τις οποίες είχαν απορριφθεί αντίστοιχες ιεραρχικές προσφυγές κατά της απόρριψης από την Πολεοδομική Αρχή τεσσάρων ξεχωριστών αιτήσεων της Εφεσίβλητης για πολεοδομικές άδειες ανέγερσης κατοικιών σε ακίνητη ιδιοκτησία της, στην κοινότητα Αγίας Βαρβάρας, Λευκωσία, εμπίπτουσας στη Γεωργική Ζώνη Γ΄5.  Στη ζώνη αυτή ίσχυε – κατά το χρόνο που ενδιαφέρει - συντελεστής δόμησης 0,10:1, ποσοστό κάλυψης 0,10:1, μέγιστος αριθμός ορόφων δύο και ανώτατο επιτρεπόμενο ύψος οικοδομών 8.30 μέτρα.

 

Η απόρριψη από την Πολεοδομική Αρχή ήταν κοινή για όλες τις αιτήσεις στη βάση του ότι «η προτεινόμενη ανάπτυξη δεν ικανοποιεί τις πρόνοιες της παραγράφου 2.1(β) του κεφαλαίου 2, στόχοι σε σχέση με την ανάπτυξη στην ύπαιθρο σύμφωνα με την οποία πρέπει να επιδιώκεται η συμπαγής και συγκεντρωμένη ανάπτυξη σε αντίθεση με τη διασπορά της που δημιουργεί σοβαρά λειτουργικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα».  Για ένα από τα τεμάχια υπήρξε πρόσθετη αιτιολογία στο ότι «δεν είχε υποδειχθεί κατάλληλη πηγή υδροδότησης της δεύτερης κατοικίας …..»

 

Οι ιεραρχικές προσφυγές της Εφεσίβλητης προέβαλαν κυρίως το θέμα ότι είχαν ήδη παραχωρηθεί δύο άδειες ανέγερσης μεμονωμένης κατοικίας στην περιοχή.  Ετέθη επίσης πως η Δήλωση Πολιτικής δεν είχε έκτοτε διαφοροποιηθεί και ότι γενικά είχαν δοθεί πολλές άδειες για ανέγερση μεμονωμένων κατοικιών σε γεωργικές ζώνες.  Σε σχέση με τρία τεμάχια αναφέρθηκε πως απέχουν 300-350 μέτρα από την οικιστική περιοχή και αυτό δεν δημιουργεί διασπορά της ανάπτυξης.

 

Στα πλαίσια των ιεραρχικών προσφυγών το Υπουργείο Εσωτερικών ετοίμασε και έθεσε ενώπιον της αρμόδιας Υπουργικής Επιτροπής όμοια, για την κάθε μια αίτηση, σημειώματα με όλα τα στοιχεία της υπόθεσης, τις απόψεις της Εφεσίβλητης και τις απόψεις των εμπλεκομένων τμημάτων.

 

Η Πολεοδομική Αρχή, ο Έπαρχος Λευκωσίας και το Υπουργείο Εσωτερικών εισηγήθηκαν την απόρριψη των ιεραρχικών προσφυγών.  Αντίθετη άποψη είχε ο Αν. Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ο οποίος πρότεινε την αποδοχή των προσφυγών.

 

Η Υπουργική Επιτροπή στις 20.4.2010 αποφάσισε ομόφωνα την απόρριψη των ιεραρχικών προσφυγών υιοθετώντας την αιτιολογία της Πολεοδομικής Αρχής και των λοιπών τμημάτων που τοποθετήθηκαν αρνητικά επί των αιτήσεων της Εφεσίβλητης. 

 

Συγκεκριμένα, η Υπουργική Επιτροπή, επικυρώνοντας την απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής ως ορθή και σύννομη με την Πολεοδομική Νομοθεσία, τη Γενική Στρατηγική και τη Δήλωση Πολιτικής, σημείωσε πως, μεταξύ των στοιχείων που έλαβε υπόψη και συνυπολογίστηκαν ήσαν «και το γεγονός πως ο αριθμός των αιτήσεων που υποβάλλονται τόσο από τους αιτητές στην προκειμένη περίπτωση, όσο και από άλλους ιδιοκτήτες γης δημιουργεί συνθήκες διασποράς της ανάπτυξης εκτός των καθορισμένων περιοχών, οι οποίες καταστρατηγούν τη Γενική Στρατηγική Ανάπτυξης της Δήλωσης Πολιτικής που προνοεί για αποτροπή της διασποράς της ανάπτυξης εκτός των καθορισμένων Οικιστικών Ζωνών, ...».

 

Το αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν η καταχώρηση των ως άνω προσφυγών στο Δικαστήριο με σκοπό την ακύρωση των απορρίψεων επί το ότι κυρίως οι διοικητικές πράξεις έπασχαν από πραγματική και νομική πλάνη, έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας καθώς και παραβίαση της αρχής της ισότητας.

 

Αδελφός μας Δικαστής επελήφθη των υποθέσεων και στην απόφαση του κατέγραψε με λεπτομέρεια τα αντίστοιχα επιχειρήματα και ενδιέτριψε στις νομικές έννοιες που είχαν εφαρμογή εν προκειμένω σε συνάρτηση με το ΄Αρθρο 2 του Νόμου (για την έννοια «σχέδιο ανάπτυξης) ή το ΄Αρθρο 26(1) του ιδίου Νόμου (το τι δέον να λαμβάνει υπόψη η Πολεοδομική Αρχή) ή το ΄Αρθρο 31 του ιδίου Νόμου (την εμβέλεια της εξέτασης κατά την ιεραρχική προσφυγή).

 

Ασχολήθηκε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτενώς με τις θέσεις και τα επιχειρήματα εκατέρωθεν.  Δόθηκε δε ιδιαίτερη σημασία πρωτόδικα πως υφίσταντο επί του θέματος οι δύο πιο πάνω αντικρουόμενες απόψεις. 

 

Η διάσταση αυτή των απόψεων που αφορά ουσιαστικά την εφαρμογή των προνοιών της Πολιτικής 9(Γ)(β) για τη μεμονωμένη κατοικία αποτυπώνεται σε Σημείωμα που τέθηκε ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής, ως εξής:

«4. Επιχειρήματα και εισηγήσεις Πολεοδομικής Αρχής:

(α) H προτεινόμενη ανάπτυξη χωροθετείται σε τεμάχιο το οποίο, παρά το γεγονός ότι απέχει απόσταση 3502 περίπου μέτρων από την Οικιστική Ζώνη, περιλαμβάνεται σε Γεωργική Ζώνη Γ3 και βρίσκεται εκτός Ορίου Ανάπτυξης. H ανέγερση της προτεινόμενης κατοικίας, σε συνδυασμό με άλλες τέσσερις (4) οικιστικές μονάδες της ίδιας εταιρείας στην ίδια περιοχή αντίκειται προς τους στόχους της Δήλωσης Πολιτικής, όπως αυτοί εκφράζονται στην παράγραφο 2.1(β) του Κεφαλαίου 2.

(β) H ικανοποίηση των προϋποθέσεων της Πολιτικής 9(Γ)(β) της Δήλωσης Πολιτικής δεν δεσμεύει την Πολεοδομική Αρχή για την έγκριση μεμονωμένης κατοικίας, αλλά κατά την απόφαση λαμβάνονται υπόψη αθροιστικά οι πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής. ΄Οταν κριθεί ότι η συγκεκριμένη μεμονωμένη κατοικία δεν αντίκειται με άλλες πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής, η Πολεοδομική Αρχή διερευνά κατά πόσο η αίτηση ικανοποιεί τις προϋποθέσεις 9(Γ)(β).

(γ) …………………………………

(δ) Ενόψει των πιο πάνω η Πολεοδομική Αρχή θεωρεί ότι μελέτησε την αίτηση αντικειμενικά και ολοκληρωμένα και πως η πολεοδομική απόφαση που λήφθηκε ήταν ορθή και τεκμηριωμένη και εισηγείται απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής.

5. Απόψεις και εισηγήσεις τον Αν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως:

(α) Αναφέρει ότι, παρά το γεγονός ότι δεν διαφωνεί με τις απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής που αφορούν τούς γενικούς στόχους της Δήλωσης Πολιτικής για συμπαγή ανάπτυξη, εντούτοις η αίτηση πρέπει να εξεταστεί με βάση τις πρόνοιες της μεμονωμένης κατοικίας πού διέπουν τη συγκεκριμένη ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις αιτήσεων για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για αναπτύξεις πού αφορούν ανέγερση μεμονωμένων κατοικιών εκτός Ορίου Ανάπτυξης, θα πρέπει να τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες της παραγράφου 9(Γ)(β) του Κεφαλαίου 9 της Δήλωσης Πολιτικής.

(β) Με βάση τα πιο πάνω, ο Αν. Διευθυντής Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως εισηγείται αποδοχή της Ιεραρχικής Προσφυγής και να κληθεί η Πολεοδομική Αρχή όπως μελετήσει πλήρως την αίτηση.»

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Παρατηρείται, συναφώς, ότι οι δύο, πιο πάνω, αρμόδιοι φορείς τοποθετήθηκαν διαφορετικά επί του θέματος της εφαρμογής των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής για τη μεμονωμένη κατοικία, στην περίπτωση της αιτήτριας. H Υπουργική Επιτροπή επέλεξε να υιοθετήσει την άποψη της Πολεοδομικής Αρχής και είχε κάθε δικαίωμα να πράξει τούτο, νοουμένου, όμως, ότι θα αιτιολογούσε και την απόρριψη της αντίθετης άποψης του Αν. Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως. Το αποφασίζον όργανο ενήργησε με βάση συγκρουόμενα στοιχεία του φακέλου, αποδεχόμενο την άποψη της Πολεοδομικής Αρχής, χωρίς αναφορά στους λόγους απόρριψης της γνωμοδότησης του Αν.Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως. Υπό το φως της διαπίστωσης αυτής, οι ληφθείσες αποφάσεις τυγχάνουν αναιτιολόγητες.

'Εχει, επανειλημμένα, λεχθεί ότι η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και δεν πρέπει να είναι αόριστη και ασαφής, ώστε να καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο, (βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 270 και Τσίγκης v. Δημοκρατίας (2001) 3 A.Α.Δ. 418). 'Οπως σημειώνεται στα Πορίσματα Νομολογίας τον Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, σελίδα 188:-

«Ελλείπουσα αιτιολογία δεν δύναται να συμπληρωθή εκ συγκρουομένων προς άλληλα στοιχείων του φακέλου: 377, 464 (45), 295 (54), διότι εν τη περιπτώσει ταύτη, η αναπλήρωσις της αιτιολογίας υπό του ακυρωτικού ενέχει ουσιαστικήν στάθμισιν μη επιτρεπτήν: 267 (45). Ούτω π.χ. αναιτιολόγητος τυγχάνει απόφασις εκδοθείσα εν όψει δύο αντιθέτων γνωμοδοτήσεων αρμοδίως συνταχθεισών, μη μνημονεύουσα τον λόγον της απορρίψεως της μιας εκ τούτων: 1391 (48).»

Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι τα υπό αναφορά τεμάχια βρίσκονταν εκτός ορίου ανάπτυξης δεν απέκλειε την εξέταση των αιτήσεων με βάση τα προβλεπόμενα στην Πολιτική 9(Γ)(β), (Μεμονωμένη Κατοικία), εφόσον, σύμφωνα με το λεκτικό της παραγράφου (1) αυτής, η Πολεοδομική Αρχή έχει την ευχέρεια να εκδίδει πολεοδομική άδεια για ανέγερση κατοικίας «σε περιοχές που βρίσκονται έξω από τις καθορισμένες περιοχές ανάπτυξης» σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που καταγράφονται λεπτομερώς στην εν λόγω Πολιτική. Επομένως, το συμπέρασμα της Πολεοδομικής Αρχής ότι, στην παρούσα περίπτωση, η εξέταση των προϋποθέσεων της Πολιτικής 9(Γ)(β) για τη μεμονωμένη κατοικία δεν ήταν δυνατή, επειδή οι αιτήσεις αφορούσαν ανέγερση αριθμού κατοικιών σε τεμάχια ευρισκόμενα εκτός τον ορίου ανάπτυξης, ελέγχεται ως εσφαλμένο»

 

Προσθέτως, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η Υπουργική Επιτροπή  η οποία είχε τη δυνατότητα να εξετάσει τις πολεοδομικές αιτήσεις εξ υπαρχής, παρέλειψε να ερευνήσει κατά πόσο υπήρχε έδαφος εφαρμογής των προνοιών της Πολιτικής 9(Γ)(β) για τη μεμονωμένη κατοικία.  Ως εκ τούτου θεώρησε ότι δεν συνετελέσθη η αναγκαία έρευνα.

 

Αποτέλεσμα της δικανικής κρίσης ήταν ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις κηρύχθηκαν άκυρες.

 

Οι Εφεσείοντες προβάλλουν τέσσερεις λόγους έφεσης που αφορούν το λανθασμένο του πρωτόδικου ευρήματος περί έλλειψης αιτιολογίας (πρώτος λόγος), ότι εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα το Δικαστήριο έκρινε «ως εσφαλμένο το συμπέρασμα της Πολεοδομικής Αρχής ότι, στην παρούσα περίπτωση, η εξέταση των προϋποθέσεων της Πολιτικής 9(Γ)(β) για τη μεμονωμένη κατοικία δεν ήταν δυνατή, επειδή οι αιτήσεις αφορούσαν ανέγερση αριθμού κατοικιών σε τεμάχια ευρισκόμενα εκτός του ορίου ανάπτυξης» (δεύτερος λόγος),  ότι λανθασμένα έκρινε ως εσφαλμένο το συμπέρασμα της Πολεοδομικής Αρχής και της Υπουργικής Επιτροπής ότι η εξέταση των προϋποθέσεων της Πολιτικής 9(Γ)(β) για τη μεμονωμένη κατοικία δεν ήταν δυνατή (τρίτος λόγος) και ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε η αναγκαία έρευνα (τέταρτος λόγος).

 

Ενόψει της σημασίας που δόθηκε από το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο επί της Δήλωσης Πολιτικής στο πώς ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε στην επίδικη περίπτωση, είναι σκόπιμο να εξετάσουμε πρωτίστως το δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης, οι οποίοι είναι συναφείς.

 

Η θέση της Πολεοδομικής Αρχής η οποία ακολουθήθηκε και υιοθετήθηκε ουσιαστικά κατά την ιεραρχική προσφυγή είναι ότι η ανέγερση των κατοικιών σαφώς αντίκειται προς τους στόχους της παραγράφου 2.1(β) της Δήλωσης Πολιτικής λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των αιτήσεων της Εφεσίβλητης για οικιστική ανάπτυξη στην ίδια, εκτός του καθορισμένου ορίου ανάπτυξης, περιοχή.

 

Το Κεφ.2.1(β) της Δήλωσης Πολιτικής έχει ως εξής:

«2.1  Η πολιτική για την Ανάπτυξη της Υπαίθρου, όπως αυτή διαγράφεται στην παρούσα Δήλωση Πολιτικής, διαμορφώθηκε με βάση τους ακόλουθους στόχους

……………..

(β)  την επιδίωξη συμπαγούς και συγκεντρωμένης ανάπτυξης σε αντίθεση με τη διασπορά της, που δημιουργεί σοβαρά λειτουργικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα».

          ……………..

Το 9(Γ)(β) έχει ως εξής: 

«Η Πολεοδομική Αρχή μπορεί να εκδώσει Πολεοδομική ΄Αδεια για ανέγερση μιας μονάδας κατοικίας σε περιοχές που βρίσκονται έξω από τις καθορισμένες περιοχές ανάπτυξης, στις ακόλουθες περιπτώσεις ………»

 

Η κα Εργατούδη εστίασε ιδιαίτερα την επιχειρηματολογία της ότι η πρωτόδικη κρίση εσφαλμένα επικεντρώθηκε στο 9(Γ)(β), απομονώνοντας το από το σύνολο των διατάξεων.

 

Είναι η θέση των Εφεσειόντων ότι ορθά η Πολεοδομική Αρχή θεώρησε πως η ανέγερση της κατοικίας σαφώς αντίκειται προς τους στόχους της παραγράφου 2.1(β) της Δήλωσης Πολιτικής, εφόσον αναντίρρητα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των αιτήσεων για οικιστική ανάπτυξη της ίδιας εταιρείας στην περιοχή.

 

Στην αντίπερα όχθη, ο κ.Λαδάς υιοθέτησε πλήρως την πρωτόδικη κρίση, όπως καταγράφηκε πιο πάνω.

 

Με όλο το σεβασμό, δεν συμμεριζόμαστε την άποψη πως οι Εφεσείοντες έσφαλαν που δεν εξέτασαν μεμονωμένα την εφαρμογή του 9(Γ)(β) στην κρινόμενη περίπτωση.

 

Αντιθέτως, θεωρούμε πως δεν ήταν δυνατή η απομονωμένη εφαρμογή του 9(Γ)(β).  Όπως εύστοχα διαφαίνεται από την ίδια τη φρασεολογία του 2.1(β) ανωτέρω, η πολιτική για την Ανάπτυξη της Υπαίθρου διαμορφώθηκε με βάση στόχους που καταγράφονται και φυσικά εναπόκεινται στην αρμόδια αρχή να εξετάσει εάν οι στόχοι αυτοί εξυπηρετούνται.  Δεν είναι δυνατό λοιπόν να αποκλεισθεί η εφαρμογή του 2.1(β) και η περίπτωση να εξετάζετο μόνο με βάση το 9(Γ)(β), επειδή αφορούσε μεμονωμένη κατοικία. 

 

Εν πάση περιπτώσει, συμφωνούμε με την πλευρά των Εφεσειόντων πως ήταν καθόλα επιτρεπτή η εξέταση της εφαρμογής των προνοιών της μεμονωμένης κατοικίας κάτω από το αδιαμφισβήτητο δεδομένο πως η Εταιρεία είχε υποβάλει και άλλες αιτήσεις, στην επίδικη περιοχή που βρισκόταν εκτός του ορίου ανάπτυξης.

 

Προκύπτει και ως θέμα λογικής πως δεν έπρεπε να απομονωθεί η κάθε αίτηση με τρόπο που να αγνοεί, τα διαμορφούμενα από το σύνολο των αιτήσεων, δεδομένα.

 

Με βάση λοιπόν όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε πως δεν χωρούσε δικανικό πεδίο επέμβασης στο συμπέρασμα των Εφεσειόντων πως η προτεινόμενη ανάπτυξη αντίκειτο στους στόχους της Δήλωσης Πολιτικής.  Συνεπώς, καταλήγουμε πως οι λόγοι έφεσης 2 και 3 θα πρέπει να επιτύχουν.

 

΄Αρρηκτα συνδεδεμένο με την πρωτόδικη θεώρηση επί της Δήλωσης Πολιτικής υπήρξε και το συνακόλουθο συμπέρασμα πως δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα εκ μέρους της ιεραρχικής Αρχής.  Η ανατροπή ωστόσο, της βάσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ερμηνείας της Δήλωσης Πολιτικής οδηγεί συνακόλουθα και στην αποδυνάμωση του επόμενου συμπεράσματός του για έλλειψη δέουσας έρευνας.  Το θέμα επανέρχεται με το λόγο έφεσης 4.

 

Εφόσον λοιπόν το έρεισμα της δικανικής κρίσης για τη Δήλωση Πολιτικής ως άνω έχει αφαιρεθεί, ομοίως ανατρέπεται και το εύρημα για απουσία δέουσας έρευνας. 

 

Αλλά και ευρύτερα να εξετάσουμε το θέμα της δέουσας έρευνας,  θεωρούμε πως οι Εφεσείοντες ενήργησαν με βάση τις νομολογηθείσες αρχές (βλ. Φωτίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 64/2011, 25.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:C187, Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503 και Ιωαννίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 75).

 

Κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι Εφεσείοντες είχαν ενώπιον τους, τις Εκθέσεις-Απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής, τις απόψεις του Διευθυντή Πολεοδομίας και Οικήσεως, του Επάρχου Λευκωσίας, καθώς και τις θέσεις του Υπουργείου Εσωτερικών. H έρευνα που προηγήθηκε και είχε ως αποτέλεσμα τις εκθέσεις και τις διατυπωθείσες απόψεις όλων των εμπλεκομένων συμπεριλαμβανομένων των θέσεων και της Εφεσίβλητης/Αιτήτριας, ήταν επαρκής κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης. Οι Εφεσείοντες είχαν επίσης ενώπιον τους και το σχετικό διοικητικό φάκελο τον οποίο μελέτησαν προτού καταλήξουν στην λήψη της επίδικης απόφασης. 

 

Η δε περαιτέρω έρευνα και αξιολόγηση φαίνεται πλήρως εμπεριστατωμένη και καθόλου επιδερμική, συμβαδίζει δε μετά του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου.

 

Στη Σκαπούλαρος ν. Δημοκρατίας, ΑΕ15/11, 9.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:C514 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Επί του ισχυρισμού για μη δέουσα έρευνα, για ύπαρξη πλάνης και μη αιτιολόγηση της απόφασης θεωρούμε ότι η πρωτόδικη κάλυψη του θέματος ήταν απόλυτα ορθή επί τον τρόπον και της διαδικασίας έρευνας. Ειδικά η επισήμανση ότι η έρευνα θεωρείται επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που είναι σχετικό, προσδιορίστηκε με τα δεδομένα της υπόθεσης και είναι απολύτως πειστικά τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου.

 

Στο σχετικό Σημείωμα τον Υπουργείου Εσωτερικών περιλαμβάνονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες, τα φυσικά και νομικά χαρακτηριστικά του τεμαχίου, οι απόψεις και θέσεις είτε θετικές είτε αρνητικές και υπάρχει διεργασία σκέψης η οποία έπεισε το πρωτόδικο Δικαστήριο για την ύπαρξη επαρκούς έρευνας και αιτιολόγησης της πράξης. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει πεδίο παρέμβασης μας. Συνεπώς και οι λόγοι έφεσης 3 και 4 απορρίπτονται».

 

Θεωρούμε πως τα πιο πάνω ίσχυαν πλήρως και εν προκειμένω και το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στο να θεωρήσει ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευναΣυνεπώς και ο τέταρτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

Παραμένει να εξεταστεί ο πρώτος λόγος έφεσης που αφορά την αιτιολογία.  Ο πυρήνας της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την διαπίστωση  του περί αναιτιολόγητου της απόρριψης εκ μέρους των Εφεσειόντων έγκειτο κυρίως στο ότι υπήρχαν στο φάκελο δύο απόψεις όπως έχουν εκτεθεί πιο πάνω και ότι υπήρξε παράλειψη ή απουσία ειδικής αιτιολογίας.  Κατά την πρωτόδικη κρίση, εφόσον οι Εφεσείοντες δεν αιτιολόγησαν ειδικά τους λόγους για τους οποίους δεν υιοθέτησαν τη διαφορετική άποψη του Διευθυντή τούτο είχε θνησιγενές επί της όλης διοικητικής πράξης αποτέλεσμα με κατάληξη την ακύρωση της απόρριψης των ιεραρχικών προσφυγών.

 

Με όλο το σεβασμό δεν συμμεριζόμαστε αυτή τη θεώρηση.

 

Παραθέτουμε τη δοθείσα αιτιολογία στα σχετικά πρακτικά της Υπουργικής Επιτροπής ημερ. 20.4.2010:

«Η Επιτροπή μελέτησε το Σημείωμα αρ. 77/22 του Υπουργείου Εσωτερικών και, αφού εξέτασε τα πραγματικά και νομικά γεγονότα τα οποία σχετίζονται με την υποβληθείσα αίτηση (ΛΕΥ/0792/2008), την απόφαση και τα επιχειρήματα της Πολεοδομικής Αρχής, τις απόψεις του Αν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και του Επάρχου Λευκωσίας, τους λόγους που επικαλέστηκαν οι αιτητές για υποστήριξη της Ιεραρχικής Προσφυγής και το γεγονός πως ο αριθμός των αιτήσεων που υποβάλλονται τόσο από τους αιτητές στην προκειμένη περίπτωση, όσο και από άλλους ιδιοκτήτες γης δημιουργεί συνθήκες διασποράς της ανάπτυξης εκτός των καθορισμένων περιοχών, οι οποίες καταστρατηγούν τη Γενική Στρατηγική Ανάπτυξης της Δήλωσης Πολιτικής που προνοεί για αποτροπή της διασποράς της ανάπτυξης εκτός των καθορισμένων Οικιστικών Ζωνών, ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, αποφάσισε ομόφωνα να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή, κρίνοντας ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής είναι ορθή και σύμφωνη με τις πρόνοιες της πολεοδομικής νομοθεσίας, τη Γενική Στρατηγική και τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής».

 

Εκ της δοθείσας αιτιολογίας προκύπτει σαφώς η υιοθέτηση της αντίθετης, του Διευθυντή, άποψης δηλαδή της άποψης όλων των λοιπών εμπλεκομένων φορέων.

 

Η υιοθέτηση της μιας άποψης και η περίληψη του αιτιολογικού της στην απόφαση επί της ιεραρχικής προσφυγής εμπεριέχει στην πράξη την αιτιολογία της απόρριψης της αντίθετης άποψης.

 

Με όλο το σεβασμό, διαφωνούμε πως υφίστατο στην Υπουργική Επιτροπή ένα τόσο αυστηρό καθήκον για περαιτέρω ανάλυση της απόρριψης της «άλλης άποψης».  Η υιοθέτηση της άποψης των εμπλεκομένων λοιπών φορέων παρουσιάζεται συμπαγής, εύλογη και σύμφωνη με την ερμηνεία της Δήλωσης Πολιτικής ως εξηγήθηκε ευθύς εξ αρχής στην πρώτη απόρριψη και επιβεβαιώθηκε επί της ιεραρχικής προσφυγής.

 

Η πρωτόδικη επίκληση της αρχής από τα «Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959», σελ. 188,  που αναφέρει ως παράδειγμα ότι «αναιτιολόγητος τυγχάνει απόφασις εκδοθείσα εν όψει δύο αντίθετων γνωμοδοτήσεων αρμοδίως συνταχθεισών, μη μνημονεύουσα το λόγο της απορρίψεως της μιας εκ τούτων» θεωρούμε πως δεν έχει παραβιασθεί.  Εν προκειμένω, η ιεραρχικώς αρμόδια Αρχή έχοντας ρητώς υπόψη τις διαφορετικές δύο γνώμες υποστήριξε γιατί οδηγήθηκε στην αποδοχή της απορριπτικής θέσης.  Εκ της ειδικής αυτής αιτιολογίας προέκυπτε σαφώς ότι η μη αποδοχή της αντίθετης άποψης αποκλειόταν από την υιοθέτηση της άποψης ότι οι αιτήσεις αντίκεινται προς τους σκοπούς της Δήλωσης Πολιτικής.  Αυτό απέκλειε ταυτόχρονα την απομονωτική εφαρμογή του 9(Γ)(Β) αφού «κατά την απόφαση λαμβάνονται αθροιστικά οι πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής».

 

Για τους λόγους που εξηγήσαμε επιτυγχάνει και ο λόγος αυτός, εφόσον κρίνουμε ότι υπήρξε η δέουσα αιτιολογία των επίδικων πράξεων.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη κρίση παραμερίζεται ομού με τη διαταγή για έξοδα.  Οι προσφυγές απορρίπτονται και οι επίδικες πράξεις επικυρώνονται.  Τα έξοδα της έφεσης, ομού με τα πρωτόδικα έξοδα επιδικάζονται συνολικά υπέρ των Εφεσειόντων στο ποσό των €4,000.

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο