(1992) 4 ΑΑΔ 106
[*106] 17 Ιανουαρίου, 1992
[ΠΙΚΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 140/91).
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο — Προσβολή περισσοτέρων της μιας διοικητικών πράξεων με την ίδια προσφυγή — Δεν είναι παραδεκτή με ορισμένες εξαιρέσεις.
Συνταγματικό Δίκαιο — Κράτος δικαίου — Ανάλυση — Η απουσία μέσων ή μηχανισμού για αναθεώρηση παράνομης διοικητικής απόφασης, δεν μειώνει την υποχρέωση για ανάκληση της, που υπαγορεύεται από την αρχή του κράτους δικαίου, η οποία είναι ενσωματωμένη στο Κυπριακό Σύνταγμα.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο Συμφέρον — Έλλειψη — Μη κατοχή από υποψήφιο για προαγωγή των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας, του στερεί το απαραίτητο έννομο συμφέρον για καταχώρηση της προσφυγής.
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Οι περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Γενικοί Κανονισμοί) του 1982 (Κ.Δ.Π. 220/82) — Κανονισμοί 8 και 56 — Ιεραρχία της Αρχής και κατάταξη του προσωπικού σε κλάδους υπηρεσίας — Η Κ.Δ.Π. 220/82 προβλέπει ιδιαίτερα προσόντα για ανέλιξη στους διάφορους κλάδους Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β'— Σαφής ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της θέσης Προϊσταμένου σε κάθε κλάδο.
Η προσφυγή προσέβαλε τις προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β' της Αρχής [*107] Τηλεπικοινωνιών Κύπρου και έθετε κατ' αρχήν θέμα συνένωσης περισσότερων προσφυγών στο δικόγραφο της. Αποφασιστικό για την έκβαση της διαδικασίας ήταν το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος του αιτητή σε συνάρτηση με την κατοχή ή μη από αυτόν των απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόντων. Οι προσβληθείσες προαγωγές ήταν εν πάση περιπτώσει νομικά μετέωρες μετά τη δικαστική διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας του Ν. 149/88 βάσει του οποίου είχε συγκροτηθεί το διορίζον όργανο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Αναφορικά με την πρώτη προδικαστική ένσταση ότι με την προσφυγή προσβλήθηκαν δύο ξεχωριστές διοικητικές πράξεις με αποτέλεσμα η προσφυγή κατά της δεύτερης να είναι απαράδεκτη, διαπιστώνεται ότι η σχετική διοικητική απόφαση ανακλήθηκε μετά την καταχώρηση της προσφυγής. Επομένως στον βαθμό και την έκταση που η προσφυγή στρέφεται εναντίον της δεύτερης από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, αυτή απώλεσε το αντικείμενο της και απορρίπτεται.
2. Η απουσία μέσων ή μηχανισμού για αναθεώρηση παράνομης διοικητικής απόφασης δεν μειώνει την υποχρέωση για την ανάκληση της, που υπαγορεύεται από την αρχή του κράτους δικαίου, που είναι ενσωματωμένη στο Κυπριακό Σύνταγμα. Η τήρηση του νόμου και η διασφάλιση της νομιμότητας αποτελεί όρο για τη λειτουργία κάθε διοικητικής αρχής και οργάνου της Πολιτείας. Η υπεροχή του νόμου έναντι πάντων και κατά πάντα χρόνο αποτελεί τη συνισταμένη του κράτους δικαίου. Η συμμόρφωση με την αρχή του κράτους δικαίου επιβάλλει την παλινόρθωση κάθε εκτροπής από το δίκαιο άσχετα και ανεξάρτητα από πειθαναγκασμό από τη δικαστική εξουσία.
3. Οι ανωτέρω διαπιστώσεις δεν απαλλάττουν το δικαστήριο από τη διερεύνηση των προϋποθέσεων για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας. Η ύπαρξη του προβλεπόμενου από το Άρθρο 146.2 συμφέροντος εκ μέρους του αιτητή, αποτελεί προϋπόθεση για την ανάληψη δικαιοδοσίας αναθεώρησης της εγκυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης. Η διερεύνηση του συμφέροντος του αιτητή σε σχέση με τα απαιτούμενα προσόντα για την πλήρωση της θέσης θα καταδείξει βέβαια αν η υποψηφιότητα του ήταν έγκυρη. [*108] Στο βαθμό και έκταση που η αποτίμηση των προσόντων του αιτητή ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος σώματος η κρίση των καθ' ων η αίτηση τείνει να στοιχειοθετήσει το απαιτούμενο συμφέρον. Το θέμα της ερμηνείας σχεδίου υπηρεσίας διατηρεί όμως το νομικό του χαρακτήρα και εφόσον κριθεί ότι δεν παρεχόταν διακριτική ευχέρεια στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να καταλήξει ότι το σχέδιο υπηρεσίας επέτρεπε την υποψηφιότητα του, αναπόδραστα η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.
4. Η εισήγηση ότι η επίδικη θέση και οι αντίστοιχες της στην ιεραρχία δεν υποδιαιρούνται σε κλάδους έρχεται σε αντίθεση με την ιεραρχία της Αρχής, όπως καθορίζεται στον Κ.8 των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Γενικοί Κανονισμοί) του 1982 (Κ.Δ.Π. 220/82) και τον Κ. 56 ο οποίος κάμνει πρόβλεψη για την κατάταξη του προσωπικού, περιλαμβανομένων και των Επιθεωρητών, στους αντίστοιχους κλάδους της υπηρεσίας. Αφετέρου, οι κανονισμοί καθορίζουν ιδιαίτερα προσόντα για ανέλιξη στους διάφορους κλάδους Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β', διαπίστωση που ρητά υποδηλώνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και απαιτήσεις της κάθε θέσης Προϊσταμένου στους ξεχωριστούς κλάδους. Για προαγωγή στη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β' (Οικονομικό Προσωπικό) απαιτείται διαζευκτικά τριετής υπηρεσία στο βαθμό του Επιθεωρητή (Οικονομικό Προσωπικό), προσόν το οποίο δεν κατείχε ο αιτητής, επειδή η υπηρεσία του ήταν στον κλάδο του διοικητικού προσωπικού. Εφόσον δεν κατείχε ούτε δωδεκαετή λογιστική πείρα μετά την απόκτηση του προσόντος LCCI Higher, αναπόφευκτα διαπιστώνεται ότι δεν κατείχε τα προσόντα για προαγωγή στις επίμαχες θέσεις.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Καραγιώργης και Άλλος ν. Ρ.Ι.Κ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159·
Νικολάου και Άλλοι ν. Α.Τ.Η.Κ. (1991) 4(B) Α.Α.Δ. 1684·
Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208. [*109]
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη προάχθηκαν στη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β' (Οικονομικό Προσωπικό) αντί του αιτητή.
Λ. Παπαφιλίππου, για τον αιτητή.
Κ. Χατζηϊωάννου, για τους καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
Ο Δικαστής κ. Πικής ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση.
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Εκ πρώτης όψεως η προσφυγή θέτει προς αναθεώρηση δύο διοικητικές αποφάσεις, (α) την πράξη πλήρωσης των θέσεων Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β' (Οικονομικό Προσωπικό), και (β) την πράξη πλήρωσης δύο θέσεων Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β' (Διοικητικό Προσωπικό).
Αν η διαπίστωση αυτή ευσταθεί αποκλείεται η αναθεώρηση της δεύτερης απόφασης εφόσον δεν είναι παραδεκτή, με ορισμένες εξαιρέσεις που δε μας αφορούν εδώ, η επίκληση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας για την αναθεώρηση περισσοτέρων της μιας αυτοτελούς διοικητικής πράξης με το ίδιο ένδικο μέσο.
Οι καθ' ων η αίτηση υποστήριξαν ότι πράγματι πρόκειται για δύο ξεχωριστές αποφάσεις για την πλήρωση ισότιμων μεν αλλά διαφορετικών θέσεων στην υπηρεσία της Αρχής. Ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε το αντίθετο και εισηγήθηκε ότι μόνο φαινομενικά πρόκειται για δύο ξεχωριστές αποφάσεις. Ουσιαστικά πρόκειται για δύο σκέλη της ίδιας απόφασης με την οποία πληρώθηκαν τέσσερις θέσεις Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β'. Μετά την έγερση της αγωγής η δεύτερη απόφαση ή το μέρος της απόφασης που αφορούσε τις προαγωγές των Μ. Γεωργιάδη και Α. Ποντικού, στο διοικητικό κλάδο, ανακλήθηκε οπόταν η διαφορά ως προς την ύπαρξη δικαιοδοσίας για την αναθεώρηση εκείνης της απόφασης ή της πτυχής της απόφασης απώλεσε τη σημασία της, ο δε αιτητής εγκατέλειψε το αίτημα για αναθεώρηση της. Διαπιστώνουμε και τυπικά ότι στο βαθμό και έκταση που η προσφυγή στρέφεται εναντίον του διορισμού των [*110] προαναφερθέντων λειτουργών της Αρχής απώλεσε το αντικείμενο της και απορρίπτεται.
Ο προσδιορισμός της υπόστασης της θέσης Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β' στην ιεραρχία της Αρχής παραμένει όμως θέμα ζωτικής σημασίας για την κρίση της δεύτερης προδικαστικής ένστασης των καθ' ων η αίτηση, με την οποία διατυπώνεται η θέση ότι ο αιτητής στερείται έννομου συμφέροντος να προσβάλει την πλήρωση της θέσης Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β' (Οικονομικό Προσωπικό) με την οποία διορίστηκαν τα άλλα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, οι Γ. Κουρτέλλας και Γ. Χ" Βασιλείου. Η έλλειψη του αναγκαίου συμφέροντος πηγάζει σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους από το γεγονός ότι ο αιτητής δεν κατείχε τα προσόντα για προαγωγή στην επίμαχη θέση. Η ένσταση αυτή προβάλλεται παρά το γεγονός ότι είναι παραδεκτό ότι η επίδικη απόφαση στερείται δικαιϊκού ερείσματος ενόψει της κακής συγκρότησης του Συμβουλίου της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου κατά το χρόνο λήψης της. Η απόφαση είχε ληφθεί από το Συμβούλιο της Αρχής, το οποίο είχε συγκροτηθεί βάσει του Ν. 149/88, ο οποίος κρίθηκε αντισυνταγματικός, και οι αποφάσεις του Συμβουλίου που συγκροτήθηκε βάσει των διατάξεων του άκυρες. (Καραγιώργη και Άλλοι ν. Ρ.Ι.Κ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, Υπ. 212/90 κ.ά., Νικολάου και Άλλοι v. A.T.H.K., εκδόθηκε 17/5/91).
Θέλω να παρατηρήσω ότι η απουσία μέσων ή μηχανισμού για αναθεώρηση παράνομης διοικητικής απόφασης δε μειώνει την υποχρέωση για την ανάκληση της, που υπαγορεύεται από την αρχή του κράτους δικαίου, που είναι ενσωματωμένη στο Κυπριακό Σύνταγμα. Η τήρηση του νόμου και η διασφάλιση της νομιμότητας αποτελεί όρο για τη λειτουργία κάθε διοικητικής αρχής και οργάνου της Πολιτείας. Η υπεροχή του νόμου έναντι πάντων και κατά πάντα χρόνο αποτελεί τη συνισταμένη του κράτους δικαίου. Η συμμόρφωση με την αρχή του κράτους δικαίου επιβάλλει την παλινόρθωση κάθε εκτροπής από το δίκαιο άσχετα και ανεξάρτητα από πειθαναγκασμό από τη δικαστική εξουσία. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν απαλλάττουν το δικαστήριο από τη διερεύνηση των προϋποθέσεων για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας. [*111] Η ύπαρξη του προβλεπομένου από το άρθρο 146.2 συμφέροντος εκ μέρους του αιτητή αποτελεί προϋπόθεση για την ανάληψη δικαιοδοσίας αναθεώρησης της εγκυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης. (Βλ. μεταξύ άλλων Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208). Η διερεύνηση του συμφέροντος του αιτητή σε σχέση με τα απαιτούμενα προσόντα για την πλήρωση της θέσης θα καταδείξει βέβαια αν η υποψηφιότητα του ήταν έγκυρη.
Ο δικηγόρος του αιτητή υπέδειξε ότι το συμβούλιο προσωπικού και η Αρχή έκριναν ότι ο αιτητής κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα για προαγωγή στις επίμαχες θέσεις. Το γεγονός αυτό είναι σχετικό, όχι όμως καθοριστικό, δεδομένου ότι η θεμελίωση των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 146.2 του Συντάγματος για την ανάληψη δικαιοδοσίας για αναθεώρηση της πράξης αποτελεί προαπαιτούμενο για την άσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Στο βαθμό και έκταση που η αποτίμηση των προσόντων του αιτητή ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος σώματος η κρίση των καθ' ων η αίτηση τείνει να στοιχειοθετήσει το απαιτούμενο συμφέρον. Το θέμα της ερμηνείας σχεδίου υπηρεσίας διατηρεί όμως το νομικό του χαρακτήρα και εφόσον κριθεί ότι δεν παρεχόταν διακριτική ευχέρεια στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να καταλήξει ότι το σχέδιο υπηρεσίας επέτρεπε την υποψηφιότητα του, αναπόδραστα η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.
Η βασική θέση του αιτητή είναι ότι τόσον η θέση του Επιθεωρητή, που ανήκει στο μέσο προσωπικό, όσον και εκείνη του Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β', που ανήκει στο ανώτερο προσωπικό, δεν υποδιαιρούνται σε κλάδους, οπόταν ισχύουν ενιαίες προϋποθέσεις για κατάταξη και ανέλιξη σε οποιαδήποτε από τις θέσεις αυτές. Η εισήγηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την ιεραρχία της Αρχής, όπως καθορίζεται στον Κ. 8 των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Γενικοί Κανονισμοί) του 1982 (Κ.Δ.Π. 220/82) και τον Κ. 56 ο οποίος κάμνει πρόβλεψη για την κατάταξη του προσωπικού, περιλαμβανομένων και των Επιθεωρητών, στους αντίστοιχους κλάδους της υπηρεσίας. Αφετέρου, οι κανονισμοί καθορίζουν ιδιαίτερα προσόντα για ανέλιξη στους διάφορους κλάδους Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β', διαπίστωση που [*112] ρητά υποδηλώνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και απαιτήσεις της κάθε θέσης Προϊσταμένου στους ξεχωριστούς κλάδους. Για προαγωγή στη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β' (Οικονομικό Προσωπικό) απαιτείται διαζευκτικά τριετής υπηρεσία στο βαθμό του Επιθεωρητή (Οικονομικό Προσωπικό), προσόν το οποίο δεν κατείχε ο αιτητής, επειδή η υπηρεσία του ήταν στον κλάδο του διοικητικού προσωπικού.' Εφόσον δεν κατείχε ούτε δωδεκαετή λογιστική πείρα μετά την απόκτηση του προσόντος LCCI Higher, αναπόφευκτα διαπιστώνεται ότι δεν κατείχε τα προσόντα για προαγωγή στις επίμαχες θέσεις.
Η διαπίστωση αυτή εκθεμελιώνει και το βάθρο της προσφυγής του αιτητή η οποία και απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο