Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 ΑΑΔ 2066

(1992) 4 ΑΑΔ 2066

[*2066] 1 Ιουνίου, 1992

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ,

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ

ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 715/91).

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Έκδηλη υπεροχή — Ο αιτητής σε προσφυγή κατά της προαγωγής υπαλλήλου έχει το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής έναντι του προαχθέντος — Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές Διακριτική ευχέρεια Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας — Διευρυμένη σε θέσεις ψηλές στην ιεραρχία.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συμβουλευτική Επιτροπή — Στα πλαίσια των εξουσιών της η έρευνα αναφορικά με ποιος από τους υποψηφίους διαθέτει το πλεονέκτημα — Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προβαίνει στη δική της έρευνα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90.

Ο Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος (Ν. 1/90) — Άρθρο 32(1) και (3) — Σύνθεση Συμβουλευτικής Επιτροπής — Γενικός Διευθυντής του σχετικού Υπουργείου μαζί με τα υπόλοιπα μέλη που κατέχουν, ιεραρχικά, ανώτερη θέση της επίδικης.

Ο Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος (Ν. 1/90) — Άρθρο 50(1) — Έκθεση Κανονισμών, που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, αναφορικά με τον τρόπο που θα ετοιμάζονται οι ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις — ΚΔΠ 386/90 — Κανονισμός 8 καθορίζει τα έντυπα αξιολόγησης — Απαιτείται αιτιολόγηση της αξιολόγησης υπαλλήλου ως "εξαίρετου" — Πρόνοια ότι, ελλείψει αιτιολογίας ο υπάλληλος θα θεωρείται "πολύ ικανοποιητικός", [*2067] αντί "εξαίρετος" Η σχετική πρόνοια δεν είναι ultra vires τον Νόμου Ο νόμος διασφαλίζει με τον καλύτερο τρόπο τη μέθοδο επιλογής των λειτουργών από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, γι' αυτό και απαιτείται αιτιολόγηση.

Προς υποστήριξη της προσφυγής των αιτητών κατά της προαγωγής του ενδιαφερομένου προσώπου στη θέση Επάρχου, ο δικηγόρος τους έθεσε δύο κυρίως ισχυρισμούς:.

(1) Οι αιτητές υπερείχαν έκδηλα του προαχθέντος και η Επιτροπή έσφαλε στην εκτέλεση του καθήκοντος της να επιλέξει τον καλύτερο υποψήφιο.

(2) Η διαδικασία που ακολουθήθηκε, για την πλήρωση της θέσης, ήταν αντίθετη με τις νομοθετικές ρυθμίσεις που εισήχθηκαν με το Νόμο 1/90, γιατί:

(α) Η Επιτροπή δεν προέβη, η ίδια, σε καμία έρευνα για διαπίστωση του κατά πόσο οι αιτητές είχαν το πλεονέκτημα, αλλά βασίστηκε, αποκλειστικά, στο εύρημα της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

(β) Η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν παράνομη γιατί μετείχαν, εκτός του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, τρεις άλλοι διευθυντές αντί 4 άλλοι λειτουργοί, που ακολουθούν ιεραρχικά τον γενικό διευθυντή, όπως προνοεί το Άρθρο 32 του Νόμου.

(γ) Η πρόνοια στην σημείωση του παραρτήματος των Κανονισμών (ΚΔΠ 386/90), που προβλέπει πως αν δεν αιτιολογηθεί η αξιολόγηση ως "εξαίρετος" τότε ο υπάλληλος θα θεωρείται ως "πολύ ικανοποιητικός", είναι ανίσχυρη γιατί υπερβαίνει τις διατάξεις του εξουσιοδοτούντος νόμου, ultra vires.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Με βάση τα δεδομένα αυτά, έχω τη γνώμη πως οι αιτητές δεν απέδειξαν "έκδηλη υπεροχή" έναντι του προαχθέντος, με την έννοια που έχουν οι λέξεις αυτές και που υιοθετήθηκε από νομολογία μας. Ο αιτητής Τριανταφυλλίδης έδειξε, το πολύ, πως ήταν σοβαρός υποψήφιος. Ήταν μέσα στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας, και μάλιστα διευρυμένης, της Επιτροπής να επιλέξει τον ενδιαφερόμενο, δεδομένου ότι η επίδικη θέση είναι πολύ υψηλή στην [*2068] ιεραρχία.

2. Εμπίπτει στο πλαίσιο αρμοδιότητας της Συμβουλευτικής Επιτροπής να διερευνήσει και να κρίνει ποίος από τους υποψήφιους διαθέτει το πλεονέκτημα. Στη συζητούμενη υπόθεση ορθά αποφάσισε πως το διέθετε ο προαχθείς, γιατί υπηρέτησε στη θέση Βοηθού Επάρχου, στην Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού και Πάφου, σε αντίθεση με τους αιτητές που δεν διέθεταν οποιαδήποτε πείρα, σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.

Η Επιτροπή όμως προβαίνουσα στην επίδικη προαγωγή, έκαμε και τη δική της έρευνα, όπως αποδεικνύεται στα σχετικά πρακτικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 34(9) του Νόμου.

3. Η θέση που προτάθηκε, αναφορικά με την σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, είναι εσφαλμένη. Οι συνδυασμένες πρόνοιες των εδαφίων 1 και 3 του Άρθρου 32 του Νόμου καθιστούν έγκυρη τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, εφόσον μετείχαν σε αυτή ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, Άρθρο 32(1 )(α), ενώ τα υπόλοιπα μέλη της κατείχαν ιεραρχικά ανώτερη θέση της επίδικης, έπαρχου, και αυτό σε εφαρμογή του εδαφίου 3 του Άρθρου 32.

4. Η άποψη μου είναι πως, η σχετική πρόνοια των Κανονισμών δεν είναι ultra vires του Νόμου. Εν πρώτοις, η ΕΔΥ δεν επεμβαίνει στη κρισιολογία του αξιολογούντος οργάνου, όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος των αιτητών. Απλώς εφαρμόζει, όπως έχει υποχρέωση, το σχετικό κανονισμό. Η νομοθετική εξουσία έδωσε ευρεία και γενική αρμοδιότητα ρύθμισης του καταρτισμού των υπηρεσιών εκθέσεων με κανονισμούς, οι οποίοι και εγκρίθηκαν από την ίδια, όπως ο νόμος ορίζει. Η Δημόσια Υπηρεσία, όπως και η ονομασία της υποδηλώνει, ανήκει στην πολιτεία. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας είναι ανεξάρτητο όργανο και καθιδρύθηκε με βάση το Άρθρο 122 του Συντάγματος, λειτουργεί, δε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 1/90. Ο νομοθέτης, στην εμφανή του επιθυμία στελέχωσης της δημόσιας υπηρεσίας με επαρκείς λειτουργούς, θέλησε να διασφαλίσει, με τον καλύτερο τρόπο, τη μέθοδο επιλογής τους από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. [*2069]

Γι" αυτό και καθορίζει στην επίδικη διάταξη πως, η αξιολόγηση ενός λειτουργού ως "εξαίρετος", σε στοιχείο αξιολόγησης πρόκριση, που τοποθετεί το άτομο στον ύψιστο βαθμό επάρκειας, πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Έχω τη γνώμη, λοιπόν, πως η σχετική πρόνοια είναι μέσα στα πλαίσια του εξουσιοδοτούντος Νόμου και η Επιτροπή είχε καθήκον να την εφαρμόσει.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Προσφυγή

Προσφυγή κατά της απόφασης των καθ' ων η αίτηση να προάξουν στη θέση έπαρχου το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, αντί των αιτητών.

Α. Σ. Αγγελίδης για τους αιτητές.

Π. Πετρίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για τους καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Οι δύο αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να προάξει, αντί των ιδίων, στη θέση Επάρχου, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η απόφαση εδημοσιεύθη στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 14.6.91.

Η θέση, όπως καθορίζεται στα σχέδια υπηρεσίας, είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής. Η ΕΔΥ πλήρωσε τη θέση με την προαγωγή του ενδιαφερομένου, με τη διαδικασία που προβλέπει ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990(1/90).

Η επιχειρηματολογία του δικηγόρου των αιτητών μπορεί να χωριστεί σε δύο ενότητες. Στην πρώτη αναπτύσσεται η εισήγηση πως, οι αιτητές υπερέχουν έκδηλα του προαχθέντος και, συνεπώς, η Επιτροπή έσφαλε στην εκτέλεση του καθήκοντος της, να επιλέξει δηλαδή τον καταλληλότερο υποψήφιο. Στη δεύτερη ενότητα ο δικηγόρος των αιτητών καταπιάνεται με τη [*2070] διαδικασία που ακολουθήθηκε για την πλήρωση της θέσης και ισχυρίζεται πως είναι αντίθετη με τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις που εισάγονται με το Νόμο 1/90.

Θα ασχοληθώ με τις δύο ενότητες στην ίδια σειρά που τις παραθέτω πιο πάνω. Οι εμπιστευτικές εκθέσεις του προαχθέντος για τα έτη 1986-1989, και υπηρεσιακή του για το 1990, τον παρουσιάζουν ως εξαίρετο. Οι αντίστοιχες του αιτητή Νικολαΐδη τον εμφανίζουν ως εξαίρετο για τα έτη 1986, 1987, 1989 και 1990 και λίαν καλό για το 1988, ενώ του Τριανταφυλλίδη είναι εξαίρετες για όλα τα χρόνια, όπως ο προαχθείς, με ελαφρά μάλιστα υπεροχή στις επιμέρους βαθμολογήσεις.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή διαπίστωσε πως, ο ενδιαφερόμενος, σε αντίθεση με τους αιτητές διέθετε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας, γιατί είχε προηγούμενη πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Έκρινε, επίσης, την απόδοση του προαχθέντα και αιτητή Τριανταφυλλίδη, στη συνέντευξη, ως εξαίρετη, ενώ του Νικολαΐδη ως σχεδόν εξαίρετη.

Η αξιολόγηση του γενικού διευθυντή του υπουργείου ενώπιον της ΕΔΥ ήταν ως εξής:

προαχθείς - εξαίρετος

Αιτητής - Τριανταφυλλίδης: πάρα πολύ καλός

Αιτητής - Νικολαΐδης : πολύ καλός

Η Επιτροπή τέλος έκρινε ως πάρα πολύ καλό τον προαχθέντα, πολύ καλό κατά πλειοψηφία τον Τριανταφυλλίδη (Η γνώμη δύο μελών της ήταν πως ήταν πάρα πολύ καλός) και σχεδόν πολύ καλό τον Νικολαΐδη. Είναι δεκτό πως ο αιτητής Τριανταφυλλίδης υπερέχει κατά πέντε χρόνια σε αρχαιότητα του προαχθέντος, ο οποίος όμως είναι αρχαιότερος του αιτητή Νικολαΐδη. Σημειώνω εδώ πως, η αναφορά του δικηγόρου των αιτητών στη γραπτή του αγόρευση, στην αξιολόγηση των αιτητών, και του ενδιαφερομένου προσώπου, σε σχέση με τις   προφορικές    συνεντεύξεις,   δεν   ανταποκρίνεται, [*2071] προφανώς από γραφικό λάθος, στην πραγματικότητα.

Με βάση τα δεδομένα αυτά, έχω τη γνώμη πως οι αιτητές δεν απέδειξαν "έκδηλη υπεροχή" έναντι του προαχθέντος, με την έννοια που έχουν οι λέξεις αυτές και που υιοθετήθηκε από τη νομολογία μας. Ο αιτητής Τριανταφυλλίδης έδειξε, το πολύ, πως ήταν σοβαρός υποψήφιος. Ήταν όμως μέσα στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας, και μάλιστα διευρυμένης, της Επιτροπής να επιλέξει τον ενδιαφερόμενο, δεδομένου ότι η επίδικη θέση είναι πολύ υψηλή στην ιεραρχία.

Προχωρώ να συζητήσω ένα ένα τα νομικά σημεία που εγείρει ο δικηγόρος των αιτητών, αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και που, επαναλαμβάνω, ρυθμίζεται από τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990. Εισηγείται ο συνήγορος πως, η Επιτροπή δεν προέβη η ίδια σε καμιά έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσο και οι αιτητές είχαν το πλεονέκτημα. Η Επιτροπή, συνέχισε ο συνήγορος, βασίστηκε αποκλειστικά στο εύρημα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία και, ως εκ τούτου, "υπέκλεψε", για να χρησιμοποιήσω την ίδια λέξη που χρησιμοποίησε ο δικηγόρος, το καθήκον της Επιτροπής.

Η διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής καθορίζεται στο άρθρο 34 του Νόμου. Ειδικώτερα το εδάφιο 6 προνοεί πως, η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού λάβει υπόψη της τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, τα προσόντα των υποψηφίων, σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων, όπως και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, αποστέλει στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση για όλους του υποψηφίους και κατάλογο με αλφαβητική σειρά των υποψηφίων, τους οποίους συστήνει για επιλογή. Ένα από τα στοιχεία κρίσεως που ασφαλώς λαμβάνει, και οφείλει να λάβει, υπόψη της η Συμβουλευτική Επιτροπή, για να συστήσει συγκεκριμένο υποψήφιο, είναι αν διαθέτει το πλεονέκτημα, όπως προβλέπεται στα σχέδια υπηρεσίας. Εμπίπτει στο πλαίσιο αρμοδιότητας της Συμβουλευτικής Επιτροπής να διερευνήσει και να κρίνει ποίος από τους υποψήφιους διαθέτει το πλεονέκτημα. Στη συζητούμενη υπόθεση, ορθά [*2072] αποφάσισε πως το διέθετε ο προαχθείς, γιατί υπηρέτησε στη θέση Βοηθού Επάρχου, στην Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού και Πάφου, σε αντίθεση με τους αιτητές, που δεν διέθεταν οποιαδήποτε πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.

Η Επιτροπή, όμως, προβαίνουσα στην επίδικη προαγωγή, έκαμε και τη δική της έρευνα, όπως αποδεικνύεται στα σχετικά πρακτικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 (9) του Νόμου.

Άλλο ζήτημα που θίγει ο δικηγόρος του αιτητή αφορά τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, που εισηγείται πως ήταν παράνομη, γιατί σε αυτή μετείχαν εκτός του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείο Εσωτερικών, στο οποίο υπάγεται η θέση, και τρεις άλλοι διευθυντές, ενώ το άρθρο 32 του Νόμου προνοεί πως η επιτροπή συνίσταται από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου και 4 άλλους λειτουργούς, που ακολουθούν ιεραρχικά το Γενικό Διευθυντή. Η θέση που προτάθηκε είναι εσφαλμένη. Οι συνδυασμένες πρόνοιες των εδαφίων 1 και 3 του άρθρου 32 του Νόμου καθιστούν έγκυρη τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, εφόσον μετείχαν σε αυτή ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, άρθρο 32(1 )(α), ενώ τα υπόλοιπα μέλη της κατείχαν ιεραρχικά ανώτερη θέση της επίδικης, έπαρχου, και αυτό σε εφαρμογή του εδαφίου 3 του άρθρου 32.

Προχωρώ τώρα στο πιο σημαντικό νομικό σημείο που συζητά ο δικηγόρος των αιτητών, που και ο ίδιος χαρακτηρίζει ως το σοβαρότερο στην υπόθεση.

Το άρθρο 50(1) του Νόμου προβλέπει τα εξής:

"Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), για όλους τους υποψήφιους ετοιμάζονται και υποβάλλονται στην Επιτροπή ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, κατά τον καθορισμένο τρόπο και χρόνο".

Υπογραμμίζω τη λέξη "καθορισμένο" γιατί σε αυτή αποδίδεται ειδική έννοια στις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του Νόμου. Και σημαίνει με Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου. Εκδόθηκαν οι σχετικοί κανονισμοί, (ΚΔΠ 386/90). Οι Κανόνες 6, 7 και 8 προβλέπουν για τις [*2073] ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, δηλαδή την ετοιμασία τους και τη διαδικασία αξιολόγησης. Ο Κανονισμός 8 καθορίζει τα έντυπα της αξιολόγησης. Στο μέρος III του Παραρτήματος Β γίνεται ειδική αναφορά στον τρόπο με τον οποίο ένα υπάλληλος αξιολογείται "εξαίρετος" και σημειώνεται πως, η κρίση αυτή πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Ελλείψει αιτιολογίας, ο υπάλληλος θα θεωρείται πως αξιολογήθηκε ως "πολύ ικανοποιητικός", αντί "εξαίρετος", στο συγκεκριμένο στοιχείο αξιολόγησης.

Ο δικηγόρος εισηγείται πως, η πρόνοια αυτή στη σημείωση του παραρτήματος των Κανονισμών είναι ανίσχυρη, γιατί υπερβαίνει τις διατάξεις του εξουσιοδοτούντος νόμου, Ultra Vires. Η συλλογιστική για την τεκμηρίωση της εισήγησης του είναι πως, ο νομοθέτης εξουσιοδότησε μεν την διά κανονισμών ρύθμιση του τρόπου αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, όχι όμως και τον αυτόματο υποβιβασμό της αξιολόγησης ενός λειτουργού από εξαίρετος σε "πολύ ικανοποιητικός", επειδή ο αξιόλογων λειτουργός δεν την αιτιολογεί, πράγμα για το οποίο, καίτοι ο δημόσιος υπάλληλος δεν φέρει καμιά ευθύνη, υφίσταται, όμως, τις συνέπειες.

Η επιχειρηματολογία, από μια πρώτη ματιά, μου φάνηκε βάσιμη. Ομολογώ πως, ακόμα προσπαθώ να αντιληφθώ τη λογική σκοπιμότητα αυτής της πρόνοιας και με απασχόλησαν οι σκέψεις που ακολουθούν. Η αξιολόγηση ενός δημόσιου λειτουργού ως εξαίρετος - επίθετο στον υπερθετικό του καλός - αποδίδει τη σημασία που έχει η ίδια η λέξη και ο χαρακτηρισμός αναφέρεται ασφαλώς στη γνωστή ιδιότητα του αξιολογουμένου, ως δημόσιος λειτουργός. Ποία άλλη, εν τοιαύτη περιπτώσει, αιτιολόγηση χρειάζεται ως πρόσθεμα στο χαρακτηρισμό του εξαίρετου; Αλλά και αν δοθεί, θα είναι πιθανό απλός φραστικός πλεονασμός στη διαυγή σημασία της λέξης "εξαίρετος". Επιπλέον, η πρόνοια είναι γνωστή στους αξιολογούντες. Αν δεν αιτιολογήσουν την αξιολόγηση, του "εξαίρετος", γνωρίζουν πως θα θεωρείται από την ΕΔΥ ως "πολύ ικανοποιητικός". Τι σημαίνει δηλαδή αυτό; Ότι, ενώ αξιολογούν "εξαίρετος", και δεν αιτιολογείται, το αποτέλεσμα είναι να κριθεί, από την Επιτροπή, ο δημόσιος λειτουργός ως πολύ ικανοποιητικός. Και πράγματι ο δημόσιος λειτουργός, που έχει έννομο συμφέρον στην αξιολόγηση του, ενώ δεν ευθύνεται για τον [*2074] τρόπο ενέργειας του αξιολογούντος, υφίσταται τις συνέπειες.

- Παρατηρώ, όμως, πως στην παρούσα υπόθεση η εφαρμογή της επίδικης πρόνοιας είναι άνευ σημασίας, γιατί η συνολική εικόνα των εξαίρετων εκθέσεων, τόσον του αιτητή Τριανταφυλλίδη όσον και του ενδιαφερομένου, δεν αλλοιώθηκαν.

Με τις πιο πάνω σκέψεις επανέρχομαι στην, αυστηρά, νομική πτυχή του θέματος που με απασχόλησε σοβαρά.

Η άποψη μου είναι πως η σχετική πρόνοια δεν είναι ultra vires του Νόμου. Εν πρώτοις η ΕΔΥ δεν επεμβαίνει στην κρισιολογία του αξιολογούντος οργάνου, όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος των αιτητών. Απλώς εφαρμόζει, όπως έχει υποχρέωση, το σχετικό κανονισμό. Η νομοθετική εξουσία έδωσε ευρεία και γενική αρμοδιότητα ρύθμισης του καταρτισμού των υπηρεσιακών εκθέσεων με κανονισμούς, οι οποίοι και εγκρίθηκαν από την ίδια, όπως ο νόμος ορίζει. Η Δημόσια Υπηρεσία, όπως και η ονομασία της υποδηλώνει, ανήκει στην πολιτεία. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας είναι ανεξάρτητο όργανο που καθιδρύθηκε με βάση το άρθρο 122 του Συντάγματος, λειτουργεί δε σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 1/90. Ο νομοθέτης, στην εμφανή του επιθυμία στελέχωσης της δημόσιας υπηρεσίας με επαρκείς λειτουργούς, θέλησε να διασφαλίσει, με τον καλύτερο τρόπο, τη μέθοδο επιλογής τους από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Γι' αυτό και καθορίζει στην επίδικη διάταξη πως, η αξιολόγηση ενός λειτουργού ως "εξαίρετος", σε στοιχείο αξιολόγησης πρόκριση, που τοποθετεί το άτομο στον ύψιστο βαθμό επάρκειας, πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Έχω τη γνώμη λοιπόν πως, η σχετική πρόνοια είναι μέσα στα πλαίσια του εξουσιοδοτούντος Νόμου και η Επιτροπή είχε καθήκον να την εφαρμόσει.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Δεδομένου ότι η υποψηφιότητα του αιτητή Τριανταφυλλίδη για τη θέση ήταν σοβαρή, και ενόψει των νομικών σημείων που αναλύθηκαν, δεν γίνεται οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο