Στυλιανού ν. Δημοκρατίας κ.α. (1992) 4 ΑΑΔ 2556

(1992) 4 ΑΑΔ 2556

[*2556] 17 Ιουλίου 1992

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 40/91).

Αστυνομική Δύναμη — Οι περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμοί, Κ.Δ.Π. 52/89 — Κανονισμός 6(2) — Δεικνύει απλώς μία κατεύθυνση προς την Επιτροπή αξιολόγησης, περί λήψεως υπόψη της συμβουλής των Αστυνομικών Διευθυντών — Τυχόν μη καταγραφή των απόψεών τους δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε παρανομία.

Αστυνομική Δύναμη — Οι περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμοί, Κ.Δ.Π. 52/89 — Κανονισμός 8(3) — Δεν υφίσταται υποχρέωση να παρευρίσκεται στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Κρίσεως ο Αστυνομικός Διευθυντής, αλλά μόνον δικαίωμα.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Διορισμοί/Προαγωγές — Η αξιολόγηση και τελική επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων είναι έργο του διοικητικού οργάνου και όχι του Δικαστηρίου.

Ο αιτητής ζήτησε, με την προσφυγή, την ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Υπαστυνόμου, στην Πυροσβεστική Υπηρεσία.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή αποφάσισε ότι:

1. Ο Κανονισμός 6(2) της Κ.Δ.Π. 52/89 δεν περιέχει οποιαδήποτε επιτακτική πρόνοια για υποχρέωση καταγραφής των απόψεων του εποπτεύοντα αξιωματικού, [*2557] αλλά δεικνύει μια κατεύθυνση προς την Επιτροπή Αξιολόγησης, ώστε κατά τη σύνταξη της έκθεσης να λαμβάνει υπόψη τη συμβουλή των Αστυνομικών Διευθυντών. Ο ρόλος των Αστυνομικών Διευθυντών, όπως προκύπτει από τη σχετική πρόνοια, είναι καθαρά συμβουλευτικού χαρακτήρα και, επομένως, τυχόν μη καταγραφή των απόψεών τους δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε παρανομία. Εν πάση περιπτώσει, στην υπό εξέταση περίπτωση, η συμβουλή του υπεύθυνου Αξιωματικού αφορά τα σημεία του Μέρους II της έκθεσης αξιολόγησης. Επίσης, το Πρακτικό της Επιτροπής που βρίσκεται στο Μέρος III της έκθεσης, αναφέρεται ότι τα έντυπα συμπληρώθηκαν αφού η Επιτροπή μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους, τα ατομικά δελτία του κάθε υποψήφιου και αφού συμβουλεύτηκε τον υπεύθυνο αξιωματικό, ο οποίος αναφέρεται ονομαστικά για την κάθε περίπτωση. Ο ισχυρισμός, ότι η αξιολόγηση αυτή έγινε με μολύβι, άρα ήταν αντίθετη με τον Ειδικό Έντυπο Αξιολόγησης που καθορίστηκε από τον Αρχηγό και Υπαρχηγό, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Οι ίδιοι οι Κανονισμοί δεν περιέχουν οποιαδήποτε συγκεκριμένη ρητή διάταξη, ως προς τη μέθοδο και τα μέσα τα οποία θα πρέπει να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή Αξιολόγησης για την αξιολόγηση των υπαλλήλων. Άρα η μέθοδος βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής και δεδομένου του συμβουλευτικού χαρακτήρα της γνώμης του εποπτεύοντα αξιωματικού, καμιά παρανομία δεν αποδείχτηκε.

2. Το γεγονός ότι δεν καταγράφηκε στο πρακτικό του Συμβουλίου Κρίσεως κατά πόσον παραυρέθηκε στις συνεδριάσεις ο Αστυνομικός Διευθυντής του κάθε υποψηφίου, δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ακυρότητα, για το λόγο ότι οι Κανονισμοί δεν δημιουργούν υποχρέωση να παρευρίσκεται στις συνεδριάσεις το πρόσωπο αυτό, αλλά μόνο απλό δικαίωμα (βλ. Καν. 8(3) των Κανονισμών).

3. Ο Πίνακας ονομάτων υποψηφίων, που είχε υποβληθεί από το Συμβούλιο Κρίσεως στις 19.12.89, ίσχυε με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 13(A)(6) του Κεφ. 285, όπως τροποποιήθηκε, μέχρι της κατά τον επόμενο χρόνο συντάξεως υπό του Συμβουλίου νέου Πίνακα. Ο Κανονισμός 6(1) της ΚΔΠ 52/89, παρέχει την εξουσία στον Αρχηγό Αστυνομίας, αν για εύλογη αιτία κρίνει αναγκαία την αναβολή, να αναβάλει τη σύγκληση της Επιτροπής [*2558] Αξιολόγησης σε μεταγενέστερο χρόνο, που θα καθορίσει, για την αξιολόγηση των μελών της Δύναμης.

Στην υπό εξέταση περίπτωση, η ισχύς του Πίνακα που είχε συνταχθεί το Δεκέμβριο του 1989, δεν είχε ακόμη εκπνεύσει κατά την 30.10.90. Με βάση τις πρόνοιες των πιο πάνω άρθρων, η χρήση του, από τον Αρχηγό, βρισκόταν στα πλαίσια των εξουσιών που παρείχε σ' αυτόν ο νόμος.

4. Ο Υπουργός, με βάση το τεκμήριο της κανονικότητας της διαδικασίας και στην απουσία μαρτυρίας ή ένδειξης για το αντίθετο, μελέτησε τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του, που ήταν επαρκή για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας της έγκρισης, και έδωσε την αναγκαία έγκρισή του.

Τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, στο σύνολό τους, φανερώνουν πως έγινε η δέουσα έρευνα. Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου της διοίκησης.

Ο αιτητής, από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κρινόμενα στο σύνολό τους, δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους.

Η αξιολόγηση και τελική απόφαση για την επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων είναι έργο του διοικητικού οργάνου και όχι του Δικαστηρίου, το οποίο ασκεί μόνο ακυρωτικό έλεγχο της νομιμότητας της πράξης που προσβάλλεται.

Η ληφθείσα απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Μιλτιάδους και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1318·

Απέητος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3Α.Α.Δ. 64·

Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1990)3 Α.Α.Δ. 759. [*2559]

Προσφυγή.

Προσφυγή που προσβάλλει την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Υπαστυνόμου στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, αντί του αιτητή.

Λ. Σ. Αγγελίδης, για τον αιτητή.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στις 5.11.1990, με την οποίαν προήγαγαν τους 1. Σάββα Ζένιο 2. Ανδρέα Παπαδόπουλο 3. Ανδρέα Κλεάνθους και 4. Κυριάκο Τζιοβάνη στη θέση Υπαστυνόμου στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, αντί και/ή στη θέση του αιτητή, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."

Η επίδικη απόφαση λήφθηκε στις 10.11.90 και δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές, Μέρος ΙΙ, με αύξοντα αριθμό 45 και ημερ. 5.11.90.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 5 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών, ΚΔΠ 52/89, ο Υπουργός Εσωτερικών, στις 25.10.89, αφού διαβουλεύτηκε με τον Αρχηγό Αστυνομίας, διόρισε Επιτροπή Αξιολόγησης για να προβεί σε αξιολόγηση όλων των υποψηφίων για προαγωγή στους βαθμούς του Λοχία, Υπαστυνόμου και Ανώτερου Υπαστυνόμου,

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 4(1) των Κανονισμών, οι υποψήφιοι για προαγωγή, μέχρι και του βαθμού του Υπαστυνόμου, αξιολογούνται και ταξινομούνται από την [*2560] Επιτροπή   Αξιολόγησης   και   στη   συνέχεια   από   το Συμβούλιο Κρίσεως.

Το ειδικό έντυπο αξιολόγησης των υποψηφίων, που προνοείται από τον Κανονισμό 6(3), καθορίστηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας, με την έγκριση του Υπουργού, και επισυνάφθηκε σαν Παράρτημα Β'.

Η Επιτροπή Αξιολόγησης, αφού μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά δελτία των υποψηφίων για προαγωγή και αφού συμβουλεύτηκε τον υπεύθυνο Αξιωματικό, ανάλογα με το πού υπηρετούσε ο κάθε υποψήφιος, αξιολόγησε όλους τους υποψήφιους με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται από τους Κανονισμούς 3 και 6(2).

Η Επιτροπή Αξιολόγησης, μετά τη σύνταξη των εκθέσεων της, που έφεραν ημερ. 8.11.89, υπέβαλε τα έντυπα στο Συμβούλιο Κρίσεως, που είχε διοριστεί από τον Υπουργό μετά από διαβουλεύσεις με τον Αρχηγό Αστυνομίας, στις 21.11.89, για κρίση όλων των υποψηφίων στο βαθμό του Υπαστυνόμου.

Το Συμβούλιο Κρίσεως κάλεσε σε προσωπική συνέντευξη τους υποψηφίους για προαγωγή και υπέβαλε ερωτήσεις πάνω σε θέματα αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων. Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως, αναφορικά με την επίδοση κάθε υποψηφίου, καταγράφτηκε σε ειδικό έντυπο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 8(2). Στη συνέχεια, το Συμβούλιο Κρίσεως, αφού μελέτησε τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου και του ατομικού δελτίου του κάθε υποψήφιου, βαθμολόγησε τους υποψήφιους πάνω στο ειδικό έντυπο που είχε καθοριστεί. Το Συμβούλιο κατάρτισε πίνακα, κατά αλφαβητική σειρά, όλων όσων συνέστησε για προαγωγή στο βαθμό του Υπαστυνόμου και τον υπέβαλε στον Αρχηγό Αστυνομίας, σύμφωνα με τον Κανονισμό 8, παραγρ. 4, 5 και 6. Στον πίνακα που καταρτίστηκε, για προαγωγή σε Υπαστυνόμο στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, περιλαμβάνονταν τόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη όσο και ο αιτητής.

Ο Αρχηγός, με βάση τον πίνακα που του απέστειλε το [*2561] Συμβούλιο Κρίσεως, προέβη σε προαγωγή 8 Λοχίων σε Υπαστυνόμους, στις 18.1.90.

Σύμφωνα με το άρθρο 6(1) των Κανονισμών, η Επιτροπή Αξιολόγησης συνέρχεται μέσα στον Ιανουάριο κάθε χρόνου, εκτός αν ο Αρχηγός, για εύλογη αιτία, κρίνει αναγκαία την αναβολή της σύγκλησης σε μεταγενέστερο χρόνο, που θα καθορίσει, για την αξιολόγηση των μελών της Δύναμης.

Ο Αρχηγός της Αστυνομίας με Απόφασή του, ημερ. 4.1.90 (Παράρτημα Ε'), έκρινε αναγκαία την αναβολή της σύγκλησης της Επιτροπής Αξιολόγησης και την καθόρισε για τον Ιανουάριο του 1991. Οι λόγοι της αναβολής αναφέρονται στη σχετική Διαταγή του Αρχηγού και είναι οι ακόλουθοι:

"Η Επιτροπή Αξιολόγησης, που, σύμφωνα με τον Κανονισμό 6(1) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών, θα έπρεπε να συνέλθει τον Ιανουάριο του 1989, δε συνήλθε γιατί δεν υπήρχαν Κανονισμοί.

Η ψήφιση των Κανονισμών, στις 3.3.89, και η υποχρέωση του Κανονισμού 15(2) για διενέργεια εξετάσεων προαγωγής προτού γίνουν προαγωγές ήταν φυσικό να καθυστερήσουν τη διαδικασία της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως.

Η διαδικασία της αξιολόγησης και κρίσης των Λοχιών, για προαγωγή στο βαθμό του Υπαστυνόμου, περατώθηκε στις 19.12.89, οι δε προαγωγές έγιναν την 1.1.90 και 3.1.90.

Για τους πιο πάνω λόγους και του γεγονότος ότι το άρθρο 13Α(6), του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285, προνοεί ότι οι υπό του Συμβουλίου Κρίσεως καταρτιζόμενοι κατ' έτος Πίνακες θα ισχύουν μέχρι της κατά το επόμενο έτος συντάξεως υπό του Συμβουλίου νέων Πινάκων, ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει ο Καν. 6(1), των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών, κρίνω αναγκαία την αναβολή της σύγκλησης της Επιτροπής Αξιολόγησης και την καθορίζω για τον Ιανουάριο 1991." [*2562]

Ο Αρχηγός της Αστυνομίας, ενεργώντας στα πλαίσια του άρθρου 13Α(β), του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285, το οποίο προβλέπει ότι ο υπό του Συμβουλίου καταρτισθείς πίνακας ισχύει μέχρι της κατά τον επόμενο χρόνο συντάξεως υπό του Συμβουλίου νέου πίνακα, έκαμε χρήση του ισχύοντος πίνακα. Στον πίνακα παρέμειναν 5 συσταθέντες και μη προαχθέντες, από τους οποίους θα επέλεγε τους καταλληλότερους.

Ο Αρχηγός της Αστυνομίας, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία του Προσωπικού Φακέλου κάθε υποψηφίου και αφού αξιολόγησε και συνεκτίμησε όλα τα κριτήρια στο σύνολό τους, αξία-προσόντα-αρχαιότητα, αποφάσισε να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη σαν τα καταλληλότερα για πλήρωση των θέσεων και ζήτησε την, κατά νόμο, έγκριση του Υπουργού, με επιστολή που του απηύθυνε, ημερ. 30.10.90, η οποία ανέφερε τα ακόλουθα (βλ. Παράρτημα Ζ στη γραπτή αγόρευση για τον αιτητή):

"Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Τακτικού και του Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού, που ψηφίστηκε με το Νομοσχέδιο 3/90, Κεφ. 44Α, άρθρο 102, Πυροσβεστική Υπηρεσία, μπορούν να πληρωθούν 5 θέσεις στο βαθμό του Υπαστυνόμου (Κλίμακα Α 9).

2. Επειδή συνολικά το έτος 1990 μέχρι σήμερα υπήρξαν για πλήρωση 13 κενές θέσεις, μία απ' αυτές μπορεί να πληρωθεί με βάση τις πρόνοιες του Καν. 9(β) και οι υπόλοιπες 12 με βάση τη διαδικασία των Κανονισμών 4, 5, 6, 7 και 8. Πληρώθηκαν 8 με βάση τη διαδικασία του Καν. 4-8 και υπολοίπονται 4 και μία με τη διαδικασία 9(β), για την πλήρωση της οποίας θα υποβληθεί άλλη επιστολή.

3. Επειδή, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 13 (A)(6), ο υπό του Συμβουλίου Κρίσεως Πίνακας ονομάτων υποψηφίων που συστήνονται για προαγωγή στο βαθμό του Υπαστυνόμου, που υποβλήθηκε στις 19.12.89, ισχύει μέχρι της κατά τον ερχόμενο χρόνο συντάξεως υπό του Συμβουλίου νέου Πίνακα και επειδή, για εύλογη αιτία, έκρινα αναγκαία την αναβολή της σύγκλησης της διαδικασίας της Επιτροπής Αξιολόγησης, εξουσία που μου παρέχει ο Κανονισμός [*2563] 6(1), των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών 1989, κάμνω χρήση του ισχύοντος αυτού Πίνακα του Συμβουλίου Κρίσεως. Ο Πίνακας αυτός περιλαμβάνει 5 μη προαχθέντες συστημένους υποψηφίους Λοχίες.

4. Αφού έλαβα υπόψη όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στα σχετικά έντυπα του Συμβουλίου Κρίσεως και της Επιτροπής Αξιολόγησης κι' όλα τα συναφή στοιχεία του Προσωπικού Φακέλλου (ατομικό δελτίο) κάθε υποψήφιου, τα οποία συναποστέλλονται για δική σας χρήση, αξιολόγησα και συνεκτίμησα όλα αυτά στο σύνολό τους, με κριτήρια την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, πάντοτε μέσα στο πνεύμα και το γράμμα του Καν. 3, των ιδίων Κανονισμών. Με βάση την αξιολόγηση αυτή, κρίνω ότι οι πιο κάτω είναι οι πιο κατάλληλοι για πλήρωση των 4 κενών θέσεων και, σύμφωνα με τις εξουσίες που μου παρέχει το εδάφιο (1) του Άρθρου 13Α του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285, προτίθεμαι να τους προάξω στο βαθμό του Υπαστυνόμου, αφού έχω πρώτα την έγκρισή σας, όπως προβλέπεται από το ίδιο άρθρο.

1.ΖΕΝΙΟΥΣ.                                     Αρχ. 65

2. Κλεάνθους α.                        "1159

3. παπαδοπουλοσ α.                " 1354

4. τζιοβανη κ.                    " 1678"

Ο Υπουργός Εσωτερικών, με σχετικό σημείωμά του στην πιο πάνω επιστολή, ημερ. 2.11.90, ενέκρινε τις προαγωγές που πρότεινε ο Αρχηγός Αστυνομίας.

Εναντίον των πιο πάνω προαγωγών ο αιτητής άσκησε προσφυγή, επικαλούμενος τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης:

1. Η απόφαση λήφθηκε κατά διαδικασία που έπασχε νομικά.

2. Η απόφαση λήφθηκε σε διαφορετικό χρόνο από ότι η [*2564] διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφίων.

3. Η επιστολή-πρόταση του Αρχηγού Αστυνομίας προς τον Υπουργό, ημερ. 30.10.90, για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, ήταν αναιτιολόγητη.

4. Η έγκριση του Υπουργού στην πρόταση του Αρχηγού δόθηκε χωρίς οποιαδήποτε έρευνα και ήταν αναιτιολόγητη.

5. Δεν πραγματοποιήθηκε η αρχή της προαγωγής των καλύτερων από τους διαθέσιμους υποψηφίους.

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή πως η συμβουλή-αξιολόγηση, με μολύβι, του εποπτεύοντα αξιωματικού, στις εκθέσεις αξιολόγησης των υποψηφίων, δεν παρείχε τα απαιτούμενα εχέγγυα ασφάλειας για μη αλλοίωση και ήταν αντίθετη με το Ειδικό Έντυπο Αξιολόγησης, που είχε καθοριστεί από τον Αρχηγό και τον Υπουργό (Παράρτημα Β'). Επιπρόσθετα, η μη καταγραφή στα πρακτικά των απόψεων των υπεύθυνων αξιωματικών πόλεως ή υπαίθρου, του κάθε υποψηφίου, ήταν αντίθετη προς τις πρόνοιες του Κανονισμού 6(2) και τις σχετικές νομολογιακές αρχές.

Ο Κανονισμός 6(2) στη σχετική επιφύλαξη αναφέρει:

"Νοείται ότι κατά τη σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης η Επιτροπή Αξιολόγησης θα συμβουλεύεται τον υπεύθυνο Αξιωματικό πόλεως ή τον υπεύθυνο Αξιωματικό υπαίθρου ή τον υπεύθυνο Αξιωματικό του Κλάδου, ανάλογα με την περίπτωση, που υπηρετεί ο αξιολογούμενος υποψήφιος."

Ο πιο πάνω Κανονισμός δεν περιέχει οποιαδήποτε επιτακτική πρόνοια για υποχρέωση καταγραφής των απόψεων του εποπτεύοντα αξιωματικού, αλλά δεικνύει μια κατεύθυνση προς την Επιτροπή αξιολόγησης, ώστε κατά τη σύνταξη της έκθεσης να λαμβάνει υπόψη τη συμβουλή των Αστυνομικών Διευθυντών. Ο ρόλος των Αστυνομικών Διευθυντών, όπως προκύπτει από τη σχετική πρόνοια, είναι     καθαρά συμβουλευτικού [*2565] χαρακτήρα και επομένως, τυχόν μη καταγραφή των απόψεων τους δεν συνεπάγεται, κατά την άποψή μου, οποιαδήποτε παρανομία. Εν πάση περιπτώσει, στην υπό εξέταση περίπτωση, η συμβουλή του υπεύθυνου Αξιωματικού αφορά τα σημεία του Μέρους II της έκθεσης αξιολόγησης (βλ. Παράρτημα Στ'). Επίσης, στο Πρακτικό της Επιτροπής, που βρίσκεται στο Μέρος III της έκθεσης, αναφέρεται ότι τα έντυπα συμπληρώθηκαν, αφού η Επιτροπή μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους, τα ατομικά δελτία του κάθε υποψήφιου και αφού συμβουλεύτηκε τον υπεύθυνο αξιωματικό, ο οποίος αναφέρεται ονομαστικά για την κάθε περίπτωση. Ο ισχυρισμός, ότι η αξιολόγηση αυτή έγινε με μολύβι, άρα ήταν αντίθετη με το Ειδικό Έντυπο Αξιολόγησης που καθορίστηκε από τον Αρχηγό και Υπαρχηγό, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Ο ίδιος ο Αρχηγός Αστυνομίας, υπογράφοντας το Πρακτικό της Επιτροπής Αξιολόγησης (βλ. Παράρτημα Στ'), ανάφερε τα ακόλουθα, αποδεχόμενος τον τρόπο αυτό αξιολόγησης:

"Σύμφωνα με το συνημμένο πρακτικό της Επιτροπής αξιολόγησης, τα ευρισκόμενα στον Κύκλο 'V, στα φωτοτυπημένα αντίγραφα του εντύπου της Επιτροπής Αξιολόγησης, είναι η αξιολόγηση του εποπτεύοντα αξιωματικού και η οποία στο πρωτότυπο είναι με μολύβι."

Οι ίδιοι οι Κανονισμοί δεν περιέχουν οποιαδήποτε συγκεκριμένη ρητή διάταξη ως προς τη μέθοδο και τα μέσα τα οποία θα πρέπει να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή Αξιολόγησης για την αξιολόγηση των υπαλλήλων, ώστε να υποστηριχθεί ο σχετικός ισχυρισμός του αιτητή για παράβαση Κανονισμών. Συνάγεται ότι, η μέθοδος βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής και δεδομένου του συμβουλευτικού χαρακτήρα της γνώμης του εποπτεύοντα αξιωματικού, κρίνω ότι καμιά παρανομία δεν αποδείχτηκε.

Το γεγονός, ότι δεν καταγράφηκε στο πρακτικό του Συμβουλίου Κρίσεως κατά πόσον παραυρέθηκε στις συνεδριάσεις ο Αστυνομικός Διευθυντής του κάθε υποψηφίου, δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ακυρότητα, για το λόγο ότι οι Κανονισμοί δεν δημιουργούν υποχρέωση να [*2566] παρευρίσκεται στις συνεδριάσεις το πρόσωπο αυτό, αλλά μόνο απλό δικαίωμα (βλ. Καν. 8(3) των Κανονισμών).

Μια άλλη εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ήταν ότι, ενώ ο πίνακας ονομάτων προακτέων, που χρησιμοποιήθηκε για τις επίδικες θέσεις, ήταν αυτός της 19.12.89 (Παράρτημα Δ'), η απόφαση για τις προαγωγές έλαβε χώρα στις 30.10.90 (Παράρτημα Ζ' στη γραπτή αγόρευση του αιτητή), σε χρονική δηλαδή απόσταση 11 1/2 μηνών περίπου, γεγονός αντίθετο προς την αρχή ότι, ο ουσιώδης χρόνος κατοχής των προσόντων είναι εκείνος που άρχεται με την ύπαρξη των κενών θέσεων. Περαιτέρω, σύμφωνα με το δικηγόρο του αιτητή, η χρήση του τότε πίνακα δημιούργησε τον κίνδυνο αλλαγής δεδομένων, που ανάγονταν σε άλλο χρόνο και ήταν ήδη διαμορφωμένα και τελεσίδικα. Επίσης έγινε εισήγηση ότι το ειδικό έντυπο, που χρησιμοποιήθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεως για την αξιολόγηση των υποψηφίων, δεν είχε εγκριθεί, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 8(4), από τον Υπουργό.

Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, στη γραπτή του αγόρευση, επισύναψε σαν Παράρτημα Η το σχετικό έντυπο με την έγκριση του Υπουργού, καθώς και τις διενεργηθείσες αλλαγές.

Ο δικηγόρος του αιτητή επισήμανε ότι, το πιο πάνω έντυπο δεν συμπίπτει απόλυτα με εκείνο το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη βαθμολογία αιτητή και ενδιαφερομένων μερών (Παράρτημα Στ').

Έχω μελετήσει με προσοχή τα δυο έντυπα και έχω καταλήξει πως, καμιά ουσιαστική διαφορά δεν υπάρχει μεταξύ τους, όσον αφορά το περιεχόμενο και τον αριθμό μονάδων για το κάθε θέμα. Η μόνη διαφορά βρίσκεται στη διάταξη των παραγράφων στα δυο έντυπα, γεγονός άνευ ουσιώδους σημασίας.

Ο Πίνακας ονομάτων υποψηφίων, που είχε υποβληθεί από το Συμβούλιο Κρίσεως στις 19.12.89, ίσχυε, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 13(A)(6) του Κεφ. 285, όπως τροποποιήθηκε, μέχρι της κατά τον επόμενο χρόνο συντάξεως   υπό   του   Συμβουλίου   νέου   Πίνακα.   Ο [*2567] Κανονισμός 6(1), της ΚΔΠ 52/89, παρέχει την εξουσία στον Αρχηγό Αστυνομίας, αν για εύλογη αιτία κρίνει αναγκαία την αναβολή, να αναβάλει τη σύγκληση της Επιτροπής Αξιολόγησης σε μεταγενέστερο χρόνο, που θα καθορίσει, για την αξιολόγηση των μελών της Δύναμης.

Στην υπό εξέταση περίπτωση, η ισχύς του Πίνακα, που είχε συνταχθεί το Δεκέμβριο του 1989, δεν είχε ακόμη εκπνεύσει κατά την 30.10.90. Με βάση τις πρόνοιες των πιο πάνω άρθρων, η χρήση του από τον Αρχηγό βρισκόταν στα πλαίσια των εξουσιών που παρείχε σ' αυτόν ο νόμος.

Επιχειρηματολογήθηκε, επίσης, πως η πρόταση του Αρχηγού Αστυνομίας προς τον Υπουργό Εσωτερικών για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, ημερ. 30.10.90, ήταν γενική, αόριστη και αναιτιολόγητη και δεν περιείχε τα συγκεκριμένα εκείνα στοιχεία και κριτήρια αξιολόγησης του κάθε υποψηφίου, τα οποία οδήγησαν τον Αρχηγό στη διαμόρφωση της τελικής του. κρίσης, έτσι ώστε να καθίσταται δυσχερής ο δικαστικός έλεγχος της τελικής απόφασης.

Η αξιολόγηση των υποψηφίων έγινε με βάση τα στοιχεία που περιείχοντο στους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά δελτία, τις συστάσεις των Αστυνομικών Διευθυντών και τις εντυπώσεις της Επιτροπής από την προσωπική συνέντευξη. Οι συστάσεις του Συμβουλίου Κρίσεως, επίσης, βασίστηκαν στα πιο πάνω στοιχεία και δεν έχει προκύψει οτιδήποτε που να δημιουργεί αμφιβολίες, ως προς τη βάση και τα κριτήρια αξιολόγησης των υποψηφίων. Οι προσωπικοί φάκελοι και όλα τα πιο πάνω στοιχεία βρίσκονταν ενώπιον του Αρχηγού, ο οποίος, αφού τα αξιολόγησε, ετοίμασε την απόφαση προαγωγής, την οποία απέστειλε μαζί με όλα τα συναφή στοιχεία, για έγκριση στον Υπουργό.

Ο Υπουργός, με βάση το τεκμήριο της κανονικότητας της διαδικασίας και στην απουσία μαρτυρίας ή ένδειξης για το αντίθετο, μελέτησε τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του, που ήταν επαρκή για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας  της  έγκρισης και έδωσε την [*2568] αναγκαία έγκριση του. (Βλ. Κλέαρχος Μιλτιάδους & Άλλοι ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 789, 791 και 796, ημερ. 30.5.89, Ανδρέας Απέητος κ.ά. ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά., Υπ. Αρ. 312/87 κλπ., ημερ. 29.1.91, Γιαννάκης Χαραλάμπους ν. Υπ. Εσωτερικών, Υπ. Αρ. 503/86, ημερ. 5.3.90).

Τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία στο σύνολό τους, φανερώνουν πως έγινε η δέουσα έρευνα. Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου της διοίκησης.

Ο αιτητής, από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κρινόμενα στο σύνολό τους, δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους.

Η αξιολόγηση και τελική απόφαση για την επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων είναι έργο του διοικητικού οργάνου και όχι του Δικαστηρίου, το οποίο ασκεί μόνο ακυρωτικό έλεγχο της νομιμότητας της πράξης που προσβάλλεται.

Έχω εξετάσει με προσοχή όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία και έχω καταλήξει πως, η ληφθείσα απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη πράξη επικυρώνεται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο