Σάρδος Παναγιώτης και Άλλος ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (1993) 4 ΑΑΔ 136

(1993) 4 ΑΑΔ 136

[*136]25 Ιανουαρίου, 1993

[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ANAΦOPIKA ME TO APΘPO 146 TOY ΣYNTAΓMATOΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΑΡΔΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ,

Αιτητές,

v.

ΑΡΧHΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υποθέσεις Αρ. 15/92 και 64/92)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Προκατάληψη ή έλλειψη αμεροληψίας — Βάρος αποδείξεως έχει εκείνος που την ισχυρίζεται — Είδος αποδείξεως — Αρχές.

Οι περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1986, (Κ.Δ.Π. 291/86) —- Κανονισμός 19(6) — Παρουσία στη Συμβουλευτική Επιτροπή του Διευθυντή και των άλλων Ανωτέρων Υπαλλήλων σε θέσεις κλίμακας 15 εξουσιοδοτείται από τους Κανονισμούς — Δε συνιστά ούτε παρανομία ούτε παρατυπία.

Σχέδια Υπηρεσίας — Ερμηνεία και εφαρμογή τους ανάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της διορίζουσας αρχής — Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει επί λογικά επιτρεπτής ερμηνείας ή εφαρμογής.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Σύσταση Προϊσταμένου — Αιτιολογία — Διακρίσεις από τη νομολογία — Όταν υπάρχει αιτιολογία ελέγχεται από το Δικαστήριο και αν είναι αντίθετη ή ασύμφωνη με τα στοιχεία του φακέλου, η σύσταση δεν είναι έγκυρη.

Συλλογικά Όργανα — Υποχρέωση καταγραφής στα πρακτικά της απόφασης συλλογικού οργάνου και της αιτιολογίας της — Ανυπαρξία υποχρέωσης καταγραφής των διαβουλεύσεων των μελών.

Υπάλληλοι — Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Ηλεκτρισμού [*137]Κύπρου — Υπάλληλοι — Έκδηλη υπεροχή —- Πρόσθετα προσόντα που δεν είναι πλεονέκτημα, λαμβάνονται υπόψη από το διορίζον όργανο αλλά δε συνιστούν από μόνα τους έκδηλη υπεροχή.

Οι αιτητές ζήτησαν, με τις συναφείς μεταξύ τους προσφυγές, την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Ανώτερου Μηχανικού.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1.  Διοικητική πράξη ακυρούται αν είναι προϊόν προκατάληψης ή αποδειχθεί έλλειψη αμεροληψίας. Το βάρος της απόδειξης έχει εκείνος που ισχυρίζεται την ύπαρξη προκατάληψης. Ο αιτητής πρέπει να παρουσιάσει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά για θεμελίωση εχθρικής διάθεσης και προκατάληψης.

     Οι αρχές που διέπουν το θέμα μπορούν να συνοψισθούν:

(α) Τα όργανα που μετέχουν στη διαδικασία έκδοσης μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι αμερόληπτα και, αν αποδειχθεί το αντίθετο, τότε η σχετική διοικητική πράξη είναι άκυρη.

(β)          Η έλλειψη αμεροληψίας από τον ιεραρχικά ανώτερο υπάλληλο ή από το διορίζον όργανο πρέπει να αποδειχθεί με αρκετή βεβαιότητα, είτε από γεγονότα που πηγάζουν από τα σχετικά διοικητικά έγγραφα, ή από άλλα γεγονότα που οδηγούν σε ασφαλές συμπέρασμα μεροληψίας.

     Τα στοιχεία που παρουσίασε ο αιτητής εδώ δεν υποστηρίζουν τον ισχυρισμό της προκατάληψης και του δυσμενούς επηρεασμού.

2.  Με βάση τη σαφή πρόνοια του Κανονισμού 19(6) των Περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1986, (Κ.Δ.Π 291/86), η παρουσία στη Συμβουλευτική Επιτροπή του Διευθυντή και των άλλων Ανωτέρων Υπαλλήλων της Αρχής, που κατέχουν θέσεις σε Κλίμακα 15, εξουσιοδοτείται από τους Κανονισμούς και, ως εκ τούτου, δε συνιστά ούτε παρανομία ούτε παρατυπία.

3.  Η ερμηνεία και εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας είναι στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, αν η ερμηνεία ή η εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας από τη διορίζουσα αρχή ήταν λογικά επιτρεπτή σ’ αυτή υπό τις [*138]περιστάσεις της υπόθεσης.

     Η εισήγηση του Διευθυντή και η απόφαση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και της Αρχής δεν πάσχει από πλάνη περί το Νόμο ή τα πράγματα.  Η ερμηνεία που δόθηκε στο Σχέδιο Υπηρεσίας εν προκειμένω και η εφαρμογή του ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ο Διευθυντής παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος ως τον καταλληλότερο για προαγωγή στην επίδικη θέση. Περαιτέρω, ο Κανονισμός 23(2) θεσμοθετεί την πείρα ως ένα από τα στοιχεία κρίσεως στις προαγωγές.

4.  Ο λόγος ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι γενική, αόριστη και αναιτιολόγητη δεν ευσταθεί. Ο Διευθυντής έδωσε τους λόγους για τη σύστασή του.

     Η σύσταση δεν είναι ανάγκη να είναι ειδικά αιτιολογημένη, με βάση τους σχετικούς Κανονισμούς που διέπουν την παρούσα προαγωγή και με βάση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τις συστάσεις του Προϊσταμένου, στις περιπτώσεις μελών της Δημόσιας Υπηρεσίας, βάσει της νομοθεσίας που ίσχυε μέχρι τον Ιανουάριο του 1990.

     Όταν υπάρχει αιτιολογία ελέγχεται από το Δικαστήριο και, εάν είναι αντίθετη ή ασύμφωνη με τα στοιχεία του φακέλου, τότε η σύσταση δεν είναι έγκυρη.

5.  Το συλλογικό όργανο έχει υποχρέωση να καταγράφει στα πρακτικά του την απόφασή του και επαρκή στοιχεία που να προσδίδουν την απαραίτητη αιτιολογία.

     Δεν έχει υποχρέωση να καταγράφει τις διαβουλεύσεις των μελών του πριν καταλήξει σε απόφαση.

6.  Αιτητής για να επιτύχει σε προσφυγή πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους.

     Η αρχαιότητα, η πείρα, η αξία των αιτητών, όπως αντικατοπτρίζεται στις βαθμολογίες από 1η Απριλίου, 1988 και μετά, τα προσόντα, όπως φαίνονται στους σχετικούς διοικητικούς φακέλους, και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και ήταν και ενώπιον της Αρχής, δεν αποδεικνύουν έκδηλη υπεροχή. Η αρχαιότητα είναι ένα από τα κριτήρια. Τα διάφορα στοιχεία πρέπει να συνεκτιμούνται.

[*139]Τα πρόσθετα προσόντα, που δεν είναι πλεονέκτημα, λαμβάνονται υπόψη από το διορίζον όργανο, αλλά από μόνα τους δε συνιστούν έκδηλη υπεροχή.

Oι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437,

Soteriadou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921,

Ioannides and Others v. Republic (1989) 3 C.L.R. 278,

Χρίστου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1989) 3 A.A.Δ. 2111,

Όξυνος v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4297,

Πολυκάρπου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 72,

Papaleontiou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 211,

Μιλτιάδους και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318,

Δημοκρατία v. Πιτσιλλίδη (1990) 3 Α.Α.Δ. 1835,

Γεωργιάδης v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 1828,

Αβρααμίδης και Άλλοι v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 4755,

Δημοκρατία v. Βιολάρη και Άλλης (1991) 3 Α.Α.Δ. 456,

Παπαϊωάννου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 659,

Hadjiantoni and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1145,

HjiIoannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041.

Προσφυγές.

Προσφυγές εναντίον της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την οποία προάχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Ανώτερου Μη[*140]χανικού (Ανάπτυξη Συστήματος), Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής Τεχνικές Υπηρεσίες, Κεντρικές υπηρεσίες, αντί των αιτητών.

Α. Ποιητής, για τον Αιτητή στην Yπόθεση Αρ. 15/92.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή, στην Υπόθεση Αρ. 64/92.

Κ. Στιβαρού για Π.Λ. Κακογιάννη & Σία, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΣTYΛIANIΔHΣ, Δ.: Με τις προσφυγές αυτές, που συνεκδικάστηκαν γιατί προσβάλλουν την ίδια διοικητική απόφαση, οι αιτητές ζητούν την ακύρωση της απόφασης της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, (η “Αρχή”), με την οποία προήχθη ο Ανδρέας Θεοφάνους, (το ενδιαφερόμενο μέρος), στη θέση Ανώτερου Μηχανικού (Ανάπτυξις Συστήματος), Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής, Τεχνικές Υπηρεσίες, Κεντρικά Γραφεία.

Οι λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν και αναπτύχθηκαν    είναι:-

1.  Επηρεασμός και προκατάληψη έναντι του αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 15/92.

2.  Ελαττωματική συγκρότηση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, για το λόγο ότι παρίσταντο στη συνεδρία της πρόσωπα μη εξουσιοδοτημένα με το Νόμο.

3.  Πλάνη περί το νόμο, αναφορικά με την ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας.

4.  Η σύσταση του Διευθυντή έπασχε για τους πιο κάτω λόγους:-

(α)   Πλάνη αναφορικά με το Σχέδιο Υπηρεσίας.

(β)   Χρησιμοποίηση εξωγενούς στοιχείου κρίσεως· και

(γ)   Έλλειψη αιτιολογίας.

5.  Παράλειψη καταγραφής στα πρακτικά των διαβουλεύσεων των Μελών της Αρχής.

6.  Πλάνη περί τα πράγματα, αναφορικά με την αρχαιότητα του αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 15/92.

7.  Υπεροχή των αιτητών έναντι του ενδιαφερομένου μέρους.

8.  Έλλειψη νόμιμης αιτιολογίας.

Η Αρχή είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου που ιδρύθηκε και λειτουργεί με βάση τον περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμο, (Κεφ. 171 και Νόμοι Αρ. 10/60, 16/60, 24/63, 45/69, 53/77 και 31/79), (ο “Νόμος”).

[*141]Οι προαγωγές των υπαλλήλων της Αρχής ρυθμίζονται από τους περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1986, που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Αρ. 2194, ημερομηνίας 27 Δεκεμβρίου, 1986, Παράρτημα Τρίτο, Μέρος Ι, σελ. 897, Κ.Δ.Π. 291/86, (οι “Κανονισμοί”).

Στις 24 Σεπτεμβρίου, 1991, η Αρχή κυκλοφόρησε Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων, Αρ. 15/91, που περιλάμβανε μια θέση Ανώτερου Μηχανικού (Ανάπτυξις Συστήματος), Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής, Τεχνικές Υπηρεσίες, Κεντρικά Γραφεία, που είναι θέση προαγωγής.

Υποβλήθηκαν αιτήσεις.

Η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές Επιστημονικού Προσωπικού, που η διαδικασία της ρυθμίζεται με τους Κανόνες του Μέρους Ι του Δευτέρου Πίνακα - Κανονισμό 18 - επιλήφθηκε των αιτήσεων των υπαλλήλων για προαγωγή στην επίδικη θέση στις συνεδρίες της ημερομηνίας 29 Οκτωβρίου, 1991, και 29 Νοεμβρίου, 1991.

Στις 10 Δεκεμβρίου, 1991, υπέβαλε την Εισήγησή της, με την οποία σύστησε τρεις υποψήφιους για προαγωγή, ανάμεσα στους οποίους το ενδιαφερόμενο μέρος και τον αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 15/92.

Στις 13 Δεκεμβρίου, 1991, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για Θέματα Προσωπικού αποφάσισε, αφού άκουσε και τη σύσταση του Διευθυντή, να εισηγηθεί την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στην επίδικη θέση.

Στις 19 Δεκεμβρίου, 1991, η Αρχή, αφού αξιολόγησε όλα  τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση.

Ο αιτητής στην Προσφυγή Αρ. 15/92, ισχυρίστηκε ότι ο Διευθυντής και η Αρχή ενήργησαν με προκατάληψη εναντίον του.  Ο δικηγόρος του, για υποστήριξη του ισχυρισμού αυτού, επισύναψε σειρά εγγράφων, από το 1980 μέχρι και το 1992.

Ο αιτητής διορίστηκε στην υπηρεσία της Αρχής το 1974.

Στις 29 Απριλίου, 1980, για πρώτη φορά ήγειρε απαίτηση για [*142]παραχώρηση πρόσθετης προσαύξησης, λόγω του Διπλώματος M.Sc.

Στις 11 Ιουλίου, 1980, η Αρχή απέρριψε την αίτησή του, για το λόγο ότι τα θέματα του τελευταίου χρόνου των σπουδών του για το Δίπλωμα B.Sc. δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας του Βοηθού Ηλεκτρολόγου Μηχανικού και η πρόσληψή του κατέστη δυνατή λόγω του ότι οι απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας καλύφθηκαν με το Δίπλωμα M.Sc. σε θέματα σχετικά με την παραγωγή, μεταφορά και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας.

Επαναλάμβανε το ίδιο αίτημα σε σειρά επιστολών του και έπαιρνε τις ίδιες απαντήσεις.

Στις 10 Απριλίου, 1991, ο Αρχιμηχανικός και Γενικός Διευθυντής της Αρχής, σε επιστολή του προς τον αιτητή, ανέφερε:-

“..., επανέρχεστε και πάλι επί του ιδίου θέματος, χωρίς να συντρέχουν προς τούτο οποιοιδήποτε λόγοι ή να υπάρξουν οποιαδήποτε νέα δεδομένα.”

Από την πληθώρα των επιστολών που είναι επισυνημμένες στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του, φαίνεται ότι ο αιτητής δεν ικανοποιήθηκε από το περιεχόμενο των απαντήσεων, αλλά, όμως, κανένα ένδικο μέσο δεν έλαβε για ακύρωση της απόφασης της Αρχής.

Η ανταλλαγή επιστολών για το ίδιο θέμα φαίνεται ότι συνεχίζεται ακόμα.

Ο Διευθυντής Προσωπικού της Αρχής, σε επιστολή του, ημερομηνίας 1ης Ιουλίου, 1992, αναφέρει:-

“Σ’ απάντηση θά ’θελα να παρατηρήσω ότι το θέμα, στο οποίο αναφέρεστε, το έχετε εγείρει κατ’ επανάληψη στο παρελθόν και σας έχουν δοθεί ανάλογες απαντήσεις στις οποίες και σας παραπέμπω.”

Το δεύτερο στοιχείο το οποίο παρατέθηκε για υποστήριξη του λόγου αυτού είναι η παράλειψη της Αρχής να περιλάβει στον Κατάλογο Αιτητών της θέσεως, που προκηρύχθηκε με την Γνωστοποίηση Αρ. 6/90, τα προσόντα του αιτητή - Cambridge Diploma of English Studies, Associate Member of the City &   [*143]Guilds of London Institute (ACGI) και Diploma of Imperial College London (DIC).

Ο αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 9 Δεκεμβρίου, 1990, έκαμε παραστάσεις για τις αναγκαίες προσθήκες.

Η Αρχή, παρόλο που δεν απάντησε στην επιστολή του αιτητή, επαναδημοσίευσε τη θέση με Γνωστοποίηση Αρ. 7/91 και στο νέο Κατάλογο περιέλαβε το Diploma of Imperial College London (DIC) και το Associate Member of the City & Guilds of London Institute (ACGI).  Δεν περιέλαβε, όμως, το Cambridge Diploma of English Studies.

Ο αιτητής, εν τω μεταξύ, υπέβαλε παράπονο στον Επίτροπο Διοικήσεως για το θέμα αυτό.

Ύστερα από έρευνα, ο Επίτροπος κατέληξε ότι λανθασμένα η Αρχή παρέλειψε να περιλάβει όλα τα προσόντα του αιτητή στον Κατάλογο Αιτητών της Γνωστοποίησης Κενών Θέσεων Αρ. 6/90. Αυτό, όμως, δεν προκάλεσε ζημιά στον παραπονούμενο, γιατί η θέση δεν πληρώθηκε με τη Γνωστοποίηση εκείνη.  Υπήρξε ουσιαστική συμμόρφωση της Αρχής, γιατί στον επόμενο Κατάλογο Αιτητών της Γνωστοποίησης Κενών Θέσεων Αρ. 7/91, ημερομηνίας 13 Ιουνίου, 1991, περιέλαβε όλα τα ουσιώδη προσόντα του παραπονουμένου. Ο Επίτροπος συνέχισε:

“Η παράλειψη του Cambridge Diploma of English Studies δεν μπορεί να θεωρηθεί παρατυπία.”

Τα πιο πάνω προσόντα δεν ήταν απαραίτητα, σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, το δε Cambridge Diploma of English Studies δε θεωρείται από την Αρχή ότι είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης - (βλ.  επιστολή της Αρχής, ημερομηνίας 8 Αυγούστου, 1991, προς τον Επίτροπο Διοικήσεως).

Πρέπει να αναφερθεί ότι την 1η Φεβρουαρίου, 1982, ο αιτητής, ύστερα από αρκετή ανταλλαγή αλληλογραφίας για το επίμαχο θέμα των προσαυξήσεων, προήχθη στη θέση Περιφερειακού Μηχανικού (Μελέτες Συστήματος), που είναι στην Κλίμακα Α13.

Διοικητική πράξη ακυρούται αν είναι προϊόν προκατάληψης ή αποδειχθεί έλλειψη αμεροληψίας.  Το βάρος της απόδειξης έχει εκείνος που ισχυρίζεται την ύπαρξη προκατάληψης. Ο αιτητής πρέπει να παρουσιάσει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά [*144]για θεμελίωση εχθρικής διάθεσης και προκατάληψης.

Οι αρχές που διέπουν το θέμα μπορούν να συνοψισθούν:-

(α)   Τα όργανα που μετέχουν στη διαδικασία έκδοσης μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι αμερόληπτα και, αν αποδειχθεί το αντίθετο, τότε η σχετική διοικητική πράξη είναι άκυρη.

(β)   Η έλλειψη αμεροληψίας από τον ιεραρχικά ανώτερο υπάλληλο ή από το διορίζον όργανο πρέπει να αποδειχθεί με αρκετή βεβαιότητα, είτε από γεγονότα που πηγάζουν από τα σχετικά διοικητικά έγγραφα, ή από άλλα γεγονότα που οδηγούν σε ασφαλές συμπέρασμα μεροληψίας.

(Βλ. Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437, σελ. 451, 452· Soteriadou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921, σελ. 944· Constantinos P. Ioannides and Others v. The Republic of Cyprus (1989) 3 C.L.R. 278· Γιανούλα Τάκη Χρίστου και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 A.A.Δ. 2111· Κυριάκος Όξυνος ν. Της Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4297· Νίκη Πολυκάρπου και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 72.)

Τα στοιχεία που παρουσίασε ο αιτητής δεν υποστηρίζουν τον ισχυρισμό της προκατάληψης και του δυσμενούς επηρεασμού.  Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί.

Ο δικηγόρος του αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 64/92 είπε ότι, από τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής, φαίνεται ότι στη συνεδρία της 13ης Δεκεμβρίου, 1991, παρέστησαν ο κ. Εργατούδης, Αρχιμηχανικός και Γενικός Διευθυντής, ο κ. Κουντούρης, Διευθυντής Τεχνικών Υπηρεσιών και Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής, και ο κ. Σάββα, Γενικός Διευθυντής Προσωπικού της Αρχής. Ισχυρίστηκε ότι η συμμετοχή των Αξιωματούχων αυτών της Αρχής είναι αντίθετη με το Νόμο και με τη νομολογία, αναφορικά με τη νόμιμη συγκρότηση του οργάνου, και, ως εκ τούτου, η απόφαση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, στην οποία στηρίχτηκε η τελική απόφαση της Αρχής, είναι άκυρη. Παρέθεσε αριθμό Αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου για υποστήριξη του ισχυρισμού του.

Η πλήρης απάντηση στο λόγο αυτό είναι η πρόνοια του Κανονισμού 19(6), που παραπέμπει για τη διαδικασία της Συμβου[*145]λευτικής Υπεπιτροπής στο Μέρος ΙΙ του Δευτέρου Πίνακα των Κανόνων. Ο Κανόνας 6 έχει:-

“6. - (1) Εις οιανδήποτε συνεδρίαν της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, θα δύνανται να παρίστανται (αλλ’ ουχί ως μέλη της Υπεπιτροπής) ο Διευθυντής, και τοιούτοι άλλοι υπάλληλοι κατέχοντες θέσεις επί κλίμακος 15 και άνω, ως τα Μέλη της Υπεπιτροπής ή ο Διευθυντής ήθελον κρίνει ότι η παρουσία των είναι υπό τας περιστάσεις χρήσιμος ή επιθυμητή, εκτός εάν τα Μέλη της Υπεπιτροπής είναι της γνώμης ότι λόγω της φύσεως του υπό συζήτησιν θέματος δέον όπως η συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής διεξαχθή ή συνεχισθή, ως η περίπτωσις, άνευ της παρουσίας πάντων των ως άνω προσώπων ή τινών εξ αυτών.

(2)  Τα Μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής θα δύνανται να ακούουν τας απόψεις του Διευθυντού και άλλων προϊσταμένων τμημάτων ή υπηρεσιών της Αρχής κατά την απόλυτον κρίσιν των και να δίδουν εις τας τοιαύτας απόψεις οίαν βαρύτητα ήθελον κρίνει πρέπον.”

Η παρουσία του Διευθυντή και των άλλων Ανωτέρων Υπαλλήλων της Αρχής, που κατέχουν θέσεις σε Κλίμακα 15 εξουσιοδοτείται από τους Κανονισμούς και, ως εκ τούτου, δε συνιστά, ούτε παρανομία, ούτε παρατυπία (βλ. Σπύρος Πετούσης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 2743).

Οι δικηγόροι των αιτητών εισηγήθηκαν ότι η ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας, αναφορικά με την πείρα που προβλέπει, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή· ότι, τόσο ο Διευθυντής, όσο και η Αρχή θεώρησαν ως προσόν την πείρα του ενδιαφερομένου μέρους στην υπηρεσία του στο Τμήμα που ήταν η κενή θέση.  Ο Διευθυντής χρησιμοποίησε εξωγενές στοιχείο κρίσεως - την πείρα αυτή - και, ως εκ τούτου, η σύστασή του είναι τρωτή και άκυρη.

Η ερμηνεία και εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας είναι στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, αν η ερμηνεία ή η εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας από τη διορίζουσα αρχή ήταν λογικά επιτρεπτή σ’ αυτή, κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης (βλ. Papaleontiou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 211, 220, 221· Κλέαρχος Μιλτιάδους και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318· Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αλέκου Πιτσιλλίδη (1990) 3 Α.Α.Δ. 1835).

[*146]Στο Σχέδιο Υπηρεσίας, κάτω από τον υπότιτλο “Qualifications Required” διαβάζουμε:-

“He must have considerable experience and satisfactory service in the Electricity Supply Industry and aptitude and special technical knowledge for the duties set out above.”

Η παράγραφος 8 του Σχεδίου Υπηρεσίας - “General Duties and Responsibilities” - έχει:-

“Responsible for assisting the Assistant Transmission/ Distribution Manager (System Development & Forward Planning) in formulating recommendations on matters relating to System Development, for submission to the Transmission/ Distribution Manager. Assists in coordinating all activities related to his field, ensuring that the Authority’s policies and approved Engineering procedures in System Development are implemented throughout the Authority.”

Η εισήγηση του Διευθυντή και η απόφαση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και της Αρχής δεν πάσχει από πλάνη περί το Νόμο ή τα πράγματα. Η ερμηνεία που δόθηκε στο Σχέδιο Υπηρεσίας και η εφαρμογή του ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ο Διευθυντής παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος ως τον καταλληλότερο για προαγωγή στην επίδικη θέση. Περαιτέρω, ο Κανονισμός 23(2) θεσμοθετεί την πείρα ως ένα από τα στοιχεία κρίσεως στις προαγωγές.

Στην υπόθεσηΤάκης Κ. Γεωργιάδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού (1992) 4 Α.Α.Δ. 1828, ο Δικαστής Κούρρης αντιμετώπισε παρόμοιο ζήτημα. Είπε στη σελ. 1833:-

“..., ο Διευθυντής δε σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος για το λόγο μόνο ότι εργάστηκε στην αποθήκη, όπου ήταν η κενή θέση, αλλά και για το λόγο ότι ήταν ένας από τους καλύτερους υπαλλήλους και υπερτερούσε έναντι των άλλων ως προς την πείρα, αξία και επίδοση.  Το γεγονός ότι, για να το θεωρήσει ως τον πιο κατάλληλο για την επίδικη θέση, έλαβε υπόψη και το γεγονός ότι εργάστηκε για πολλά χρόνια στην αποθήκη, όπου ήταν και η κενή θέση, δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακυρότητα της επίδικης απόφασης, ούτε αποτελεί εξωγενές στοιχείο, αφού η πείρα που απέκτησε εκεί έχει σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων της επίδικης θέσης, ...”

[*147]Το ίδιο σκεπτικό ακολουθήθηκε στην Ανδρέας Γ. Αβρααμίδης και Άλλος ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 4755.

Ο λόγος ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι γενική, αόριστη και αναιτιολόγητη δεν ευσταθεί. Ο Διευθυντής έδωσε τους λόγους για τη σύστασή του.

Η σύσταση δεν είναι ανάγκη να είναι ειδικά αιτιολογημένη, με βάση τους σχετικούς Κανονισμούς που διέπουν την παρούσα προαγωγή και με βάση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τις συστάσεις του Προϊσταμένου, στις περιπτώσεις μελών της Δημόσιας Υπηρεσίας, βάσει της νομοθεσίας που ίσχυε μέχρι τον Ιανουάριο του 1990.

Στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Άννας Βιολάρη και Άλλης, (1991) 3 Α.Α.Δ. 456, ειπώθηκε στη σελ. 460:-

“Ο Νόμος δεν προβλέπει ειδική αιτιολόγηση των συστάσεων.  Επαναλαμβάνουμε, εξάλλου, πως η έννοια της λέξης ‘συστάσεις’, εμπεριέχει την κρίση πως οι συστηνόμενοι είναι και οι καταλληλότεροι για προαγωγή.”

(Βλ. Νιόβη Παπαϊωάννου και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 659.)

Όταν υπάρχει αιτιολογία ελέγχεται από το Δικαστήριο και, εάν είναι αντίθετη ή ασύμφωνη με τα στοιχεία του φακέλου, τότε η σύσταση δεν είναι έγκυρη.

Στην παρούσα υπόθεση η σύσταση του Διευθυντή ήταν αιτιολογημένη.

Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι δεν καταγράφτηκαν στα πρακτικά οι διαβουλεύσεις των Μελών της Αρχής, πράγμα το οποίο συνιστά λόγο ακυρώσεως.

Το συλλογικό όργανο έχει υποχρέωση να καταγράφει στα πρακτικά του την απόφασή του και επαρκή στοιχεία που να προσδίδουν την απαραίτητη αιτιολογία - (βλ. Οικονόμου - “Ο Δικαστικός Έλεγχος της Διακριτικής Εξουσίας”, 1965, σελ. 233).  Δεν έχει υποχρέωση να καταγράφει τις διαβουλεύσεις των μελών του πριν να καταλήξει σε απόφαση. Σχετική είναι η Αποφάση HadjiAntoni and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1145, στις σελ. 1153 - 1154. Η διαδικασία ενώπιόν του διέπεται από τον Κανόνα 3. Οι πρόνοιες [*148]του Κανόνα αυτού δεν υποστηρίζουν την εισήγηση των αιτητών. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.

Ο αιτητής στην Προσφυγή Αρ. 15/92 ισχυρίστηκε ότι, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, τα διάφορα ενδιάμεσα όργανα και η Αρχή ενήργησαν με πλάνη περί τα πράγματα, αναφορικά με την αρχαιότητά του, γιατί στο Έντυπο που κυκλοφόρησε για τους υποψηφίους αναφέρεται ότι ο αιτητής προήχθη στη θέση που κατέχει στην Κλίμακα Α13 στις 30 Μαρτίου, 1984.

Το Έντυπο αυτό αναφέρει:-

“(Περιφ. Μηχανικός

(Μελέτ. Συστήμ.)

Α13 - 1.2.82)”

Αυτή είναι η θέση στην οποία προήχθη από το 1982. Η θέση που κατέχει από 30 Μαρτίου, 1984, αναγράφεται στην ίδια στήλη.

Κανένας, σε κανένα στάδιο, δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι ο αιτητής κατείχε θέση στην Κλίμακα Α13 από τις 30 Μαρτίου, 1984, και όχι από 1η Φεβρουαρίου, 1982.

Η Αρχή, στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται στους Κανονισμούς.

Το Δικαστήριο ερεύνησε το θέμα της ισχυριζόμενης υπεροχής των αιτητών έναντι του ενδιαφερομένου μέρους.  Αιτητής για να επιτύχει σε προσφυγή πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους.

Η αρχαιότητα, η πείρα, η αξία των αιτητών, όπως αντικατοπτρίζεται στις βαθμολογίες από 1η Απριλίου, 1988 και μετά, τα προσόντα, όπως φαίνονται στους σχετικούς Διοικητικούς Φακέλους, και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και ήταν και ενώπιον της Αρχής, δεν αποδεικνύουν έκδηλη υπεροχή. Η αρχαιότητα είναι ένα από τα κριτήρια.  Τα διάφορα στοιχεία πρέπει να συνεκτιμούνται.

Τα πρόσθετα προσόντα, που δεν είναι πλεονέκτημα, λαμβάνονται υπόψη από το διορίζον όργανο, αλλά από μόνα τους δε συνιστούν έκδηλη υπεροχή - (βλ. HjiIoannou v. Republic (1983) [*149]3 C.L.R. 1041, 1046-1047).

Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Καμιά διαταγή για έξοδα.

Oι προσφυγές απορρίπτονται χωρίς διαταγή για έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο