Διαμαντίδης ν. Α.Η.Κ. (1993) 4 ΑΑΔ 278

(1993) 4 ΑΑΔ 278

[*278] 15 Φεβρουαρίου, 1993

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΥΠΡΟΣ Α. ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 599/91)

Οι περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί τον 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86) — Καν. 23(3) — Προηγούμενη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής είναι υποχρεωτική — Ανάλυση.

Διοικητικό Δίκαιο — Απόψεις οποιουδήποτε οργάνου εντεταγμένου διό Νόμου ή Κανονισμών να προβαίνει σε αυτές, πρέπει να καταγράφονται στα πρακτικά, για να μπορεί να ασκείται ο δικαστικός έλεγχος.

Με την προσφυγή προσβλήθηκε η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Διευθυντή Εμπορικών Υπηρεσιών. Η προσβαλλόμενη πράξη ήταν προϊόν επανεξέτασης, συνεπεία ακυρωτικής απόφασης, που αφορούσε όμοια αρχική πράξη, σε συμμόρφωση με την Ρ.Ι.Κ. ν. Καραγιώργη.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας εκ νέου την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1. Η νομολογία είναι ξεκάθαρη. Έχει συνοψισθεί σε πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (Ελευθερίου ν. ΑΗΚ). Ορθά ενήργησε το Συμβούλιο όταν ελάμβανε υπόψη του τις συστάσεις του Διευθυντή που έγιναν, και αφορούσαν βεβαίως στον ουσιώδη χρόνο, εφόσον δεν έπασχαν διόλου νομικά.

2. Στο σχετικό πρακτικό του Συμβουλίου αναφέρεται πως για την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους έλαβε υπόψη του, μεταξύ [*279] άλλων στοιχείων που αναφέρονται σ' αυτό, και τις προφορικές απόψεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Οι προφορικές αυτές απόψεις δεν καταγράφονται στα πρακτικά.

Είναι γεγονός πως ο ρόλος της Υπεπιτροπής είναι καθαρά συμβουλευτικός και οι απόψεις της δε δεσμεύουν το Συμβούλιο της Αρχής. Οι Κανονισμοί όμως ρυθμίζουν με ρητές πρόνοιες τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί κατά την επιλογή των υποψηφίων για διορισμό ή προαγωγή. Έπεται πως η διαδικασία αυτή είναι υποχρεωτική, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το Συμβούλιο της Αρχής δε δεσμεύεται από τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Εξάλλου, και ειδικά για την παρούσα υπόθεση, ο Κανονισμός 23(3) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86) προβλέπει πως η Αρχή "λαμβάνει δεόντως υπόψη τη σύσταση της συμβουλευτικής Υπεπιτροπής". Η Συμβουλευτική υπεπιτροπή έκρινε εδώ πως δεν υπήρχε λόγος να κάμει συστάσεις, και παρέπεμψε το θέμα στο Συμβούλιο της Αρχής, με την παρατήρηση πως αυτό ήταν "πολύ γνωστό". Ίσως με αυτά τα λόγια η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή να ήθελε να πει ότι δεν τροποποιεί τη σύσταση που είχε κάμει προηγουμένως, και που ήταν ευνοϊκή για τον αιτητή. Το Συμβούλιο όμως της Αρχής δεν αρκέστηκε σ' αυτό. Προχώρησε και άκουσε τις προφορικές απόψεις της Υπεπιτροπής πάνω στην επίμαχη προαγωγή. Οι απόψεις αυτές δεν καταγράφονται στα πρακτικά.

3. Οι απόψεις οποιουδήποτε οργάνου, εντεταλμένου διά Νόμου ή κανονισμών να προβαίνει σ' αυτές, και που μεταφέρονται για να αξιολογηθούν από το αποφασίζον όργανο, πρέπει να καταγράφονται στα πρακτικά για να μπορεί να ασκείται ο δικαστικός έλεγχος.

Ουδείς γνωρίζει αν τα σχόλια, αυτή τη φορά, ήσαν αρνητικά για τον αιτητή ή όχι.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με £100 έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ρ.Ι.Κ ν. Καραγιώργη (1991) 3 Α.Α.Δ. 159,

Ελευθερίου ν. Α.Η.Κ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 2437.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της καθής η αίτηση με την [*280] οποία προάχθηκε το Ενδιαφερόμενο Μέρος στη θέση Διευθυντή Εμπορικών Υπηρεσιών κατόπιν επανεξέτασης.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Κ. Στιβαρού για Γ. Κακογιάννη, για την Καθ' ης η αίτηση.

Α. Ποιητής, για το Ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη μετά από επανεξέταση του ζητήματος της προαγωγής του ενδιαφερομένου προσώπου, που ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 17.4.89 σε προσφυγή (261/89) που κατεχώρησε ο αιτητής, στην οποία κρίθηκε πως η απόφαση έπασχε γιατί ελήφθη από παράνομα συγκροτημένο όργανο. Η ακυρωτική απόφαση ήταν το βέβαιο επακόλουθο της ετυμηγορίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη γνωστή υπόθεση ΡΙΚ ν. Καραγιώργη (1991) 3 Α.Α.Δ. 159.

Στην ακυρωθείσα απόφαση το Συμβούλιο της καθ' ης η αίτηση Αρχής αποφάσισε, με πλειοψηφία, 5 έναντι 4, την προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου Ανδρέα Χ"Πασχάλη στη θέση διευθυντή εμπορικών υπηρεσιών. Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, που συγκροτήθηκε και λειτουργεί σύμφωνα με τον Κανονισμό 19 των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, είχε συστήσει για προαγωγή τον αιτητή, ενώ ο διευθυντής το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση ΡΙΚ ν. Καραγιώργη διορίστηκε νέο διοικητικό συμβούλιο της Αρχής, που επελήφθη της επανεξέτασης της επίδικης προαγωγής, και επαναπροήξε στις 21.5.96 το ενδιαφερόμενο μέρος.

Ο δικηγόρος του αιτητή εισηγείται πως η διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά την επανεξέταση είναι παράνομη και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί. Προσθέτει δε πως, εν πάση περιπτώσει, ο αιτητής απέδειξε πως υπερτερεί έκδηλα έναντι του προαχθέντος και επομένως η προσφυγή θα πρέπει να γίνει αποδεκτή και γι' αυτό το λόγο. Ενδιατρίβοντας πάνω στο πρώτο σκέλος της εισήγησής του, και επικαλούμενος αρχές του διοικητικού δικαίου και της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ισχυρίζεται πως κατά την επανεξέταση θα έπρεπε να επαναληφθεί η διαδικασία που προβλέπουν οι κανονισμοί, δηλαδή αφού [*281] εξεταζόταν πρώτα το θέμα από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή να κάμει τις συστάσεις της στο Συμβούλιο, το οποίο με τη σειρά του, να καλέσει το νέο διευθυντή για να ακούσει τις δικές του εισηγήσεις, προτού πάρει την τελική του απόφαση.

Η δικηγόρος της Αρχής, μολονότι συμφωνεί με τις αρχές του διοικητικού δικαίου και της νομολογίας όπως τις εκθέτει ο συνάδελφός της, διαφωνεί πως εφαρμόζονται στα γεγονότα της κρινόμενης υπόθεσης με τον τρόπο που εισηγείται αυτός. Επιχειρηματολογώντας επί του προκειμένου, επισημαίνει πως η απόφαση του Συμβουλίου ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους, που αφορούσαν δηλαδή στη συγκρότησή του και όχι ουσιαστικούς, που άπτονται του περιεχομένου της. Προχωρεί δε και παρατηρεί πως η διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, και οι συστάσεις του διευθυντή, ήσαν καθόλα νόμιμες και κατά συνέπεια δεν πλήγηκαν από την ακυρωτική απόφαση.

Δε θα ασχοληθώ πολύ με αυτό το ζήτημα. Η άποψή μου είναι πως η νομολογία είναι ξεκάθαρη. Την έχω συνοψίσει σε πρόσφατη απόφασή μου. (Ελευθερίου ν. ΑΗΚ (1992) 4 Α.Α.Δ. 2437.) Ορθά νομίζω ενήργησε το Συμβούλιο όταν ελάμβανε υπόψη του τις συστάσεις του διευθυντή που έγιναν, και αφορούσαν βεβαίως στον ουσιώδη χρόνο, εφόσον δεν έπασχαν διόλου νομικά. Δεν προχωρώ να σχολιάσω το γεγονός πως δεν έπραξε το ίδιο με τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής γιατί, και για το λόγο που αναφέρεται παρακάτω, η επίδικη απόφαση πάλιν θα ακυρωθεί και θα ακολουθήσει επανεξέταση του ζητήματος.

Στο σχετικό πρακτικό του Συμβουλίου αναφέρεται πως για την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων στοιχείων που αναφέρονται σ' αυτό, και τις προφορικές απόψεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Οι προφορικές αυτές απόψεις δεν καταγράφονται στα πρακτικά. Εξάλλου, όπως η ίδια η φράση υποδηλώνει, φαίνεται πως τα μέλη του Συμβουλίου είχαν προσωπικές επαφές με αυτά της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής για ανταλλαγή απόψεων, οι οποίες όμως δε μεταφέρθηκαν στα πρακτικά.

Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, που επελήφθη του ζητήματος κατά την επανεξέταση, αντί συστάσεως προς το Συμβούλιο παρατηρεί τα εξής, (αντιγράφω το σχετικό πρακτικό).

"Δεδομένου ότι το θέμα τούτο είναι πολύ γνωστό στην ολομέλεια της Αρχής, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της [*282] Αρχής για θέματα προσωπικού παραπέμπει το θέμα στην ολομέλεια για λήψη απόφασης."

Ο Κανονισμός 23(3) προνοεί τα ακόλουθα:

"Κατά την προαγωγήν εις θέσιν επί κλίμακος Α15 και άνω ως και εις ανωτέρα συνδεδυασμένην θέσιν, η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπ' όψιν τας συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και του Διευθυντού και τας περί των υποψηφίων εμπιστευτικός εκθέσεις."

Εισηγείται επί του προκειμένου η δικηγόρος της Αρχής πως η μη καταγραφή των προφορικών απόψεων της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής δεν επηρεάζει ποσώς την εγκυρότητα της κρινόμενης απόφασης, γιατί ο ρόλος της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, όπως ρητά προβλέπεται στο εδάφιο 4 του Κανονισμού 19, είναι καθαρά συμβουλευτικός η δε Αρχή ουδόλως δεσμεύεται από οποιαδήποτε σύστασή της.

Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή. Είναι γεγονός πως ο ρόλος της Υπεπιτροπής είναι καθαρά συμβουλευτικός και οι απόψεις της δε δεσμεύουν το συμβούλιο της Αρχής. Οι κανονισμοί όμως ρυθμίζουν με ρητές πρόνοιες τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί κατά την επιλογή των υποψηφίων για διορισμό ή προαγωγή. Επεται πως η διαδικασία αυτή είναι υποχρεωτική, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το Συμβούλιο της Αρχής δεν δεσμεύεται από τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Εξάλλου, και ειδικά για την παρούσα υπόθεση, ο Κανονισμός 23(3), που παραθέτω πιο πάνω, προβλέπει πως η Αρχή "λαμβάνει δεόντως υπόψη τη σύσταση της συμβουλευτικής υπεπιτροπής". Η Συμβουλευτική Υπε-πιτροπή έκρινε εδώ πως δεν υπήρχε λόγος να κάμει συστάσεις, και παρέπεμψε το θέμα στο Συμβούλιο της Αρχής, με την παρατήρηση πως αυτό ήταν "πολύ γνωστό" Ισως με αυτά τα λόγια η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή να θέλει να πει ότι δεν τροποποιεί τη σύσταση που είχε κάμει προηγουμένως, και που ήταν ευνοϊκή για τον αιτητή. Το Συμβούλιο όμως της Αρχής δεν αρκέστηκε σ' αυτό. Προχώρησε και άκουσε τις προφορικές απόψεις της Υπεπιτροπής πάνω στην επίμαχη προαγωγή. Οι απόψεις αυτές, όπως είπα πιο πριν, δεν καταγράφονται στα πρακτικά.

Έχω τη γνώμη πως το ζήτημα δεν είναι τυπικό και άνευ σημασίας. Οι απόψεις οποιουδήποτε οργάνου, εντεταλμένου δια νόμου ή κανονισμών να προβαίνει σ' αυτές, και που μεταφέρονται για να αξιολογηθούν από το αποφασίζον όργανο, πρέπει να κα[*283]ταγράφονται στα πρακτικά για να μπορεί να ασκείται ο δικαστικός έλεγχος. Ίσως να προβληθεί το επιχείρημα πως ο αιτητής δεν έχει λόγους, ή συμφέρον, να αντιμάχεται τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, εφόσον ήταν ευνοϊκή γι' αυτόν. Η απάντηση είναι απλή. Ήταν μεν υπέρ του αιτητή κατά τη λήψη της πρώτης και ακυρωθείσας απόφασης, αλλά είναι άγνωστο τί διημήφθη μεταξύ του Συμβουλίου και της Υπεπιτροπής, όταν μάλιστα το περιεχόμενο των προφορικών διαβουλεύσεων ελήφθη υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ουδείς γνωρίζει αν τα σχόλια, αυτή τη φορά, ήσαν αρνητικά για τον αιτητή.

Τέλος, ο ισχυρισμός του δικηγόρου του ενδιαφερομένου μέρους ότι ο αιτητής δεν κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση, που εξ' όσων διαπιστώνω προβάλλεται για πρώτη φορά, είναι απόλυτα ανεδαφικός, όπως τουλάχιστο σ' αυτό το στάδιο αποδεικνύεται από τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων.

Γι' αυτό το λόγο η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται πάλιν, με £100 έξοδα υπέρ του αιτητή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με £100,-έξοδα υπέρ του αιτητή.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο