(1993) 4 ΑΑΔ 578
[*578]17 Μαρτίου, 1993
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ,
Αιτητές,
v.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ’ ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 951/91)
Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Συγκρότηση Διοικητικών Συμβουλίων — Ρ.Ι.Κ. v. Καραγιώργη και η Απόφαση Ν. 60 του Υπουργικού Συμβουλίου — Νόμιμη η συγκρότηση των Διοικητικών Συμβουλίων μετά την δημοσίευση της αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου.
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Οι περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Γενικοί Κανονισμοί (Κ.Δ.Π. 220/82), όπως τροποποιήθηκαν με την Κ.Δ.Π. 163/90 — Καν. 10(7) — Κριτήρια προαγωγής — Αρχαιότητα δεν αποτελεί κριτήριο προαγωγής.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Υπαλληλική Προσφυγή — Έκδηλη υπεροχή — Νομολογία.
Με την προσφυγή προσβλήθηκε η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση υποτομεάρχη (Τεχνικού Προσωπικού).
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
(1) Μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ρ.Ι.Κ. v. Καραγιώργη, το Υπουργικό Συμβούλιο δημοσίευσε στο Παράρτημα Τέταρτο της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας Αρ. 2579, την με αρ. 60 Απόφασή του, με την οποία διόρισε από 14.2.91 σαν Προέδρους, Αντιπροέδρους και Μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των Ημικρατικών Οργανισμών, ορισμένα πρόσωπα, ανεξάρτητα από το [*579]εάν είχαν αναφερθεί τα ονόματά τους σε προγενέστερα στάδια, πριν από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση ΡΙΚ v. Καραγιώργης. Οι επίδικες προαγωγές αποφασίστηκαν κατά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου ημερ.25.7.91, τέσσερις περίπου μήνες μετά τη δημοσίευση της πιο πάνω Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, συνεπώς έγιναν από όργανο νόμιμα συγκροτημένο βάσει του Νόμου.
(2) Το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής προέβη, όπως ανέφερε, σε διεξοδική μελέτη όλων των δεδομένων για τους υποψηφίους. Το γεγονός ότι η Αρχή αναφέρθηκε και στα ακαδημαϊκά προσόντα των επιλεγέντων, δεν κατέστησε αυτομάτως τρωτή την απόφασή της. Είναι φανερό, πως το Διοικητικό Συμβούλιο προχώρησε σε σύγκριση και αξιολόγηση και των 26 υποψηφίων μεταξύ τους και διατύπωσε για όλους σχετικά σχόλια. Οι αιτητές χαρακτηρίστηκαν ως πολύ καλοί υπάλληλοι, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη και άλλος ένας υποψήφιος, ως άριστοι. Άλλοι υποψήφιοι, οι οποίοι επίσης κατείχαν ακαδημαϊκά προσόντα, είχαν χαρακτηριστεί ως πολύ καλοί. Ο ισχυρισμός ότι το Συμβούλιο απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στα προσόντα, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Το Συμβούλιο συστάθμισε όλα τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7), τα οποία συνέθεταν την ουσιαστική καταλληλότητα ενός εκάστου υποψηφίου για προαγωγή στη θέση.
Το στοιχείο της αρχαιότητας, δε συμπεριλαμβάνετο στα κριτήρια του Καν. 10(7). Η αρχαιότητα των αιτητών έναντι των ενδιαφερομένων μερών, δεν αποτελούσε κριτήριο προαγωγής, ούτε και μπορούσε να εφαρμοστεί αναλογικά η νομολογία η οποία διαμορφώθηκε για τους δημόσιους υπαλλήλους, όπου η αρχαιότητα αποτελεί ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια.
(3) Τόσο οι αιτητές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, ήταν άξιοι και ικανοί υπάλληλοι, οι οποίοι συστήνονταν για προαγωγή από τους Προϊσταμένους τους, πλην όμως, είναι επίσης φανερό πως η υπό εξέταση προσφυγή δεν αφορά περιπτώσεις υπαλλήλων που υπερείχαν έκδηλα εκείνων που κατέβαλαν τις θέσεις.
Οι αιτητές δεν απέδειξαν έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών, η δε Αρχή έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, ασκώντας μέσα στα ορθά πλαίσια τη διακριτική της εξουσία.
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ρ.Ι.Κ. v. Καραγιώργη (1991) 3 Α.Α.Δ. 159,
[*580]Κυριάκου v. Κ.Ο.Τ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3272,
Tyllirides v. CY.T.A. (1987) 3 C.L.R. 2071,
Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76,
Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253,
Ευαγγέλη κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ. (1990) 3 Α.Α.Δ. 634.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση Αρχής ημερομηνίας 26.7.1991 με την οποία προάχθηκε στη θέση Υποτομεάρχη (Τεχνικού Προσωπικού) τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί των αιτητών.
Λ. Παπαφιλίππου, για τους Αιτητές.
Κ. Χ”Ιωάννου, για την Καθ’ ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
XPYΣOΣTOMHΣ, Δ.: Με την προσφυγή αυτή οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:
“Δήλωση ότι η πράξη ή/και απόφαση της Αρχής ημερομηνίας 26 Ιουλίου, 1991, να προαγάγη στην θέση Υποτομεάρχη (Τεχνικού Προσωπικού) τους Κυπριανό Γιαννή (467) Λεωνίδα Λεωνίδου (3437) Ιωάννη Σουρουλλά Κέυ (1221) Αχιλλέα Θ. Θεοδότου (782) και Κώστα Ε. Χριστοδούλου (2935) αντί του Αιτητή είναι άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.”
Στις 8.7.91 το Συμβούλιο Προσωπικού της Α.ΤΗ.Κ. συνήλθε σε συνεδρίαση, με σκοπό να δόσει τη συμβουλή του προς την Αρχή για την πλήρωση πέντε κενών θέσεων Υποτομεάρχη Τεχνικού Προσωπικού. Η παροχή συμβουλής προς την Αρχή, έγινε με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά την 22.12.90, για το λόγο ότι οι θέσεις αυτές επρονοούντο στον Τακτικό και Συμπληρωματικό Προϋπολογισμό του 1990. Για την πλήρωση των θέσεων, εξετάστηκαν οι περιπτώσεις όλων των υποψηφίων που κατείχαν θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας ‘Α’ και ‘Β’, που ήταν οι αμέσως κατώτεροι βαθμοί του Υποτομεάρχη και πληρούσαν τις προϋποθέσεις των παραγράφων (1) και (4) του Καν. 10 των Κανονισμών, όπως τροποποιήθηκαν από την Κ.Δ.Π. 91/89, καθώς και του Καν. 56(8)(ζ) των [*581]Κανονισμών, όπως τροποποιήθηκαν με την Κ.Δ.Π. 375/90.
Μεταξύ των υποψηφίων οι οποίοι στις 22.12.90 είχαν συμπληρώσει τριετία στο βαθμό του Προϊσταμένου Υπηρεσίας ‘Β’ και ‘Α’, ή εξαετία στο βαθμό του Προϊσταμένου Υπηρεσίας ‘Β’ και οι οποίοι με βάση τους προαναφερθέντες Κανονισμούς εδικαιούντο κρίσεως, περιλαμβάνονταν τόσο οι αιτητές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Επίσης, τα ενδιαφερόμενα μέρη περιλαμβάνονταν μεταξύ των υποψηφίων που κατείχαν τα ελάχιστα ειδικά προσόντα, τα οποία προβλέπονταν από τον Καν. 8(1)(Β)(α) των Κανονισμών, για το βαθμό του Υποτομεάρχη, δηλαδή κατείχαν πλήρη πανεπιστημιακό τίτλο στην ηλεκτρολογία ή ισοδύναμο τίτλο αναγνωρισμένο από την Αρχή και οι αιτητές περιλαμβάνονταν μεταξύ των υποψηφίων οι οποίοι δεν κατείχαν τα απαιτούμενα από τον Κανονισμό 8(1)(Β)(α) προσόντα, πληρούσαν όμως το Σχέδιο Υπηρεσίας του Μηχανικού (Θέση Προαγωγής), που ίσχυε για το προσωπικό που είχε προσληφθεί στην υπηρεσία της Αρχής πριν από τις 13.5.72.
Το Συμβούλιο Προσωπικού συνεχίζοντας τις εργασίες του, προχώρησε στη μελέτη των βαθμολογιών, των παρατηρήσεων και των συστάσεων των Προϊσταμένων στα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής για την περίοδο από το Νοέμβριο του 1985 μέχρι και το Δεκέμβριο του 1990, καθώς και όλων των άλλων στοιχείων των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων.
Στη συνέχεια το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη στο σύνολό τους τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7), όπως αυτός τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 163/90, προχώρησε σε αξιολόγηση και σύγκριση 26 υποψηφίων και θεώρησε ότι και οι 26 υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη, ήταν κατάλληλοι για σύσταση προς προαγωγή. Το Συμβούλιο αξιολόγησε και σύγκρινε περαιτέρω τους 26 υποψηφίους και έλαβε υπόψη και τον Καν. 54 των Κανονισμών, καθώς και τη σχετική έκθεση του Υποδιευθυντή Εργατικών Σχέσεων προς το Συμβούλιο Προσωπικού, στην οποία επεξηγούσε τον τρόπο εφαρμογής του Καν. 54 (βλ. Συνημμένο `4’ στο Τεκμήριο 2). Ο Κανονισμός αυτός πρόβλεπε πως στην περίπτωση προαγωγών στη θέση Υποτομεάρχη, ο αριθμός των υποψηφίων των στερουμένων ειδικών προσόντων και οι οποίοι υπηρετούσαν κατά την έναρξη εφαρμογής των παρόντων Κανονισμών, δεν έπρεπε να υπερβαίνει το ποσοστό του 20%.
Ακολούθως, το Συμβούλιο Προσωπικού συμβούλευσε την [*582]Αρχή να προχωρήσει στην πλήρωση των πέντε κενών θέσεων Υποτομεάρχη, με τα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία υπερτερούσαν όλων των άλλων υποψηφίων σε ουσιαστική καταλληλότητα, διαφωνούντων, του μέλους κ. Κορινού ο οποίος δήλωσε ότι θα περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, και τα ονόματα των δυο αιτητών, λόγω του ότι δεν υστερούσαν σε αξία και υπερείχαν στην αρχαιότητα στον κατεχόμενο βαθμό και του μέλους κ. Σολέα, ο οποίος δήλωσε ότι έπρεπε να περιληφθεί, μεταξύ άλλων, και το όνομα του αιτητή Δημητρίου, λόγω της μακρόχρονης πείρας και μακράς ευδόκιμης υπηρεσίας του στην Αρχή.
Η εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, ο οποίος συμφώνησε με την κατάταξη των υποψηφίων από το Συμβούλιο Προσωπικού και εισηγήθηκε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών οι οποίοι, κατά την άποψή του, υπερείχαν των υπολοίπων υποψηφίων και ήταν άξιοι και ικανοί να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της νέας θέσης, περιείχετο σε έγγραφο ημερ. 16.7.91 (βλ. Τεκμήριο 3) και τέθηκε ενώπιον της Αρχής.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής κατά τη συνεδρίασή του με ημερ. 25.7.91 (Τεκμήριο 1), προχώρησε σε διεξοδική μελέτη και συζήτηση όλων των δεδομένων για τους υποψηφίους και συγκεκριμένα των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού, της Εισήγησης του Γενικού Διευθυντή και του περιεχομένου των προσωπικών φακέλων, στους οποίους περιλαμβάνονταν τα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής. Αναφορικά με τους αιτητές, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής διατύπωσε τα ακόλουθα σχόλια:
“Ο υποψήφιος Ανδρέας Κ. Κυπριανού (949) κρίνεται ως πολύ καλός υπάλληλος.
Ο υποψήφιος Κώστας Δημητρίου (560) κρίνεται ως πολύ καλός και φιλότιμος υπάλληλος με ανεπτυγμένο αίσθημα ευθύνης.”
Αναφορικά με τα ενδιαφερόμενα μέρη, το Διοικητικό Συμβούλιο παρατήρησε τα εξής:
“Ο υποψήφιος Κυπριανός Γιαννή (467) κρίνεται ως άριστος υπάλληλος. Άριστα εκπαιδευμένος και ικανότατος μηχανικός ο οποίος συμβάλλει στην εφαρμογή του προγράμματος της Αρχής.
Ο υποψήφιος Λεωνίδας Λεωνίδου (3437) κρίνεται ως άριστος υπάλληλος. Διαθέτει εξαιρετικές διοικητικές ικανότητες και είναι άρτια τεχνικά καταρτισμένος.
[*583]Ο υποψήφιος Ιωάννης Σουρουλλάς Κέϋ (1221) κρίνεται ως άριστος υπάλληλος με άρτια τεχνική και επαγγελμαντική κατάρτιση.
Ο υποψήφιος Αχιλλέας Θ. Θεοδότου (782) κρίνεται ως πάρα πολύ καλός και ευσυνείδητος υπαλληλος.
Ο υποψήφιος Κώστας Ε. Χριστοδούλου (2935) κρίνεται ως άριστος υπάλληλος, εργατικός και μεθοδικός.”
Με βάση όλα τα πιο πάνω, το Συμβούλιο προχώρησε σε περαιτέρω αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων μεταξύ τους και έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν όλων των υπολοίπων υποψηφίων σε ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα, επίδοση, απόδοση, ικανότητες και πείρα και ήταν οι καταλληλότεροι για πλήρωση των πέντε κενών θέσεων Υποτομεάρχη Τεχνικού προσωπικού, γι’ αυτό και αποφάσισε την προαγωγή τους στο βαθμό αυτό από 31.12.90.
Είναι η εισήγηση του δικηγόρου των αιτητών πως κατά την ημερομηνία λήψης της επίδικης απόφασης, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής ήταν παράνομα συγκροτημένο, για το λόγο ότι αποτελείτο από πρόσωπα των οποίων η συμμετοχή στα Συμβούλια είχε κριθεί αντισυνταγματική, σαν συνέπεια της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση ΡΙΚ v. Καραγιώργης (1991) 3 Α.Α.Δ. 159. Συνεχίζοντας ο δικηγόρος των αιτητών, υπέβαλε πως οι προσβαλλόμενες προαγωγές συνέπεσε να διενεργηθούν κατά την περίοδο της παράτασης από το Υπουργικό Συμβούλιο, της θητείας των Προέδρων, Αντιπροέδρων και Μελών των παρανόμως συγκροτηθέντων Διοικητικών Συμβουλίων των Ημικρατικών Οργανισμών και για το λόγο αυτό ήταν άκυρες.
Η εισήγηση του δικηγόρου των αιτητών δε με βρίσκει σύμφωνο, γιατί, μετά την πιο πάνω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Υπουργικό Συμβούλιο δημοσίευσε στο Παράρτημα Τέταρτο της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας Αρ. 2579, την με αρ. 60 Απόφασή του, με την οποία διόρισε από 14.2.91 σαν Προέδρους, Αντιπροέδρους και Μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των Ημικρατικών Οργανισμών, ορισμένα πρόσωπα ανεξάρτητα από το εάν είχαν αναφερθεί τα ονόματά τους σε προγενέστερα στάδια πριν από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση ΡΙΚ v. Καραγιώργης (ανωτέρω). Οι επίδικες προαγωγές αποφασίστηκαν κατά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου ημερ. 25.7.91, τέσσερις περίπου μήνες μετά τη δημοσίευση της πιο πάνω [*584]Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, συνεπώς έγιναν από όργανο νόμιμα συγκροτημένο βάσει του Νόμου. (Βλ. απόφασή μου Κυριάκος Κυριάκου v. ΚΟΤ (1992) 4 Α.Α.Δ. 3272.
Ο δικηγόρος των αιτητών περαιτέρω εισηγήθηκε, πως το Συμβούλιο δεν παρέθεσε κανένα λόγο που να αιτιολογεί τη μη σύσταση των αιτητών, παρά το ότι το ίδιο τους είχε περιλάβει μεταξύ των υποψηφίων, που πληρούσαν τις προϋποθέσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Μηχανικού, που ίσχυε για το προσωπικό που προσλήφθηκε στην υπηρεσία πριν από τις 13.5.72, καθώς και τις προϋποθέσεις του Καν. 56(7)(β) των Κανονισμών.
Συνεχίζοντας, υπέβαλε πως και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή έπασχε, γιατί καμιά αναφορά δεν έκαμε για τους αιτητές, ούτε αιτιολόγησε την υπέρ των ενδιαφερομένων μερών σύστασή του, δεν είχε προσωπική γνώση των υποψηφίων, βασίστηκε αποκλειστικά στα πρακτικά της συνεδρίασης του Συμβουλίου και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και οι εκτιμήσεις του αναφορικά με την καταλληλότητα των υποψηφίων, συγκρούονταν ουσιωδώς με τα στοιχεία των φακέλων· σαν συνέπεια τούτου, η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, που στηρίχτηκε ουσιωδώς στις συστάσεις του Γενικού Διευθυντή, έπασχε από ακυρότητα.
Ένας άλλος λόγος ακυρότητας που προβλήθηκε, ήταν ότι η καθ’ ης η αίτηση Αρχή έλαβε υπόψη ως αυτοτελές και ξεχωριστό στοιχείο προαγωγής στην επίδικη θέση, τα ακαδημαϊκά προσόντα των υποψηφίων, στοιχείο το οποίο δεν επροβλέπετο από την Κ.Δ.Π. 163/90, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό, σαφή νομοθετική ρύθμιση δευτερογενούς νομοθεσίας, ενεργώντας καθ’ υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων. Προς επίρρωση του ισχυρισμού του, ο δικηγόρος των αιτητών παρέπεμψε το Δικαστήριο στην απόφαση Georghios Tyllirides v. CYTA (1987) 2 C.L.R. 2071, υποστηρίζοντας ότι η υπόθεση αυτή επραγματεύτηκε το επίδικο αυτό ζήτημα και το έλυσε καθοριστικά υπέρ των αιτητών.
Στην πιο πάνω υπόθεση, η Επιτροπή Προσωπικού σε δυο ξεχωριστές συνεδριάσεις της, επέλεξε τα τρία “προσοντούχα” ενδιαφερόμενα μέρη και ακολούθως τα τρία “μη προσοντούχα” ενδιαφερόμενα μέρη, για προαγωγή. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, πως η προαγωγή των μη προσοντούχων υποψηφίων, χωρίς προηγούμενη σύγκριση με τους προσοντούχους, παραβίαζε την αρχή της ισότητας και πως από τους Κανονισμούς δεν μπορούσε να συναχθεί ότι οι προαγωγές προσοντούχων και μη υπαλλήλων, [*585]έπρεπε να γίνονται χωριστά και χωρίς σύγκριση μεταξύ τους.
Στην υπό κρίση υπόθεση το Συμβούλιο Προσωπικού, ενεργώντας βάσει του Καν. 54, προετοίμασε χωριστούς καταλόγους για τις δυο κατηγορίες υπαλλήλων, δηλαδή, ένα κατάλογο για προσοντούχους με βάση τον Καν. 8(1)(Β)(α) και ένα κατάλογο για προσοντούχους με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας που ίσχυε πριν τις 13.5.72. Ακολούθως, προέβη σε σύγκριση των υποψηφίων, λαμβάνοντας ορθά υπόψη τα κριτήρια του Καν. 10(7) των Κανονισμών, όπως τροποποιήθηκαν με την Κ.Δ.Π. 163/90, δηλαδή τις βαθμολογίες, τις παρατηρήσεις στα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων. Όπως ρητά αναφέρθηκε στα πρακτικά, προχώρησε σε αξιολόγηση και σε σύγκριση μεταξύ τους και των 26 υποψηφίων, δηλαδή των 15 προσοντούχων βάσει των Κανονισμών και των 11 προσοντούχων βάσει του Σχεδίου Υπηρεσίας. Στη συνέχεια, προχωρώντας στην ολοκλήρωση της συμβουλής του, αξιολόγησε και σύγκρινε περαιτέρω τους 26 υποψηφίους μεταξύ τους και κατέληξε πως τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερτερούσαν των υπολοίπων σε ουσιαστική καταλληλότητα.
Το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο προέβη, όπως ανέφερε, σε διεξοδική μελέτη όλων των δεδομένων για τους υποψηφίους. Το γεγονός ότι η Αρχή αναφέρθηκε και στα ακαδημαϊκά προσόντα των επιλεγέντων, δεν κατέστησε, κατά την άποψή μου, αυτομάτως τρωτή την απόφασή της. Είναι φανερό, πως το Διοικητικό Συμβούλιο προχώρησε σε σύγκριση και αξιολόγηση και των 26 υποψηφίων μεταξύ τους και διατύπωσε για όλους σχετικά σχόλια. Οι αιτητές χαρακτηρίστηκαν ως πολύ καλοί υπάλληλοι, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη και άλλος ένας υποψήφιος, ως άριστοι. Άλλοι υποψήφιοι, οι οποίοι επίσης κατείχαν ακαδημαϊκά προσόντα, είχαν χαρακτηριστεί ως πολύ καλοί. Ο ισχυρισμός ότι το Συμβούλιο απέδοσε υπέρμετρη βαρύτητα στα προσόντα, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Το Συμβούλιο συστάθμισε όλα τα κριτήρια του Κανονισμού 10(7), τα οποία συνέθεταν την ουσιαστική καταλληλότητα ενός εκάστου υποψηφίου για προαγωγή στη θέση.
Το στοιχείο της αρχαιότητας, δε συμπεριλαμβάνετο στα κριτήρια του Καν. 10(7). Η αρχαιότητα των αιτητών έναντι των ενδιαφερομένων μερών, δεν αποτελούσε κριτήριο προαγωγής, ούτε και μπορούσε να εφαρμοστεί αναλογικά η νομολογία η οποία διαμορφώθηκε για τους δημοσίους υπαλλήλους, όπου η αρχαιότητα αποτελεί ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια.
Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η σύσταση του Συμβουλίου Προ[*586]σωπικού και του Γενικού Διευθυντή υπέρ των ενδιαφερομένων μερών ήταν τρωτή, άκυρη και άνευ σημασίας, γιατί δεν ήταν σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Η προσωπική γνώμη του Διευθυντή ήταν σαφώς διατυπωμένη και βρισκόταν σε πλήρη συμφωνία με τα στοιχεία των φακέλων. Το ίδιο και η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, το οποίο διεξήγαγε ενδελεχή έρευνα, προέβη σε συγκρίσεις και αξιολογήσεις και εφάρμοσε ορθά τους Κανονισμούς, προτού προχωρήσει στη συμβουλή του. Περαιτέρω, βάσει του Καν. 10(5), η συμβουλή αυτή δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα και δεν εδέσμευε με οποιοδήποτε τρόπο την Αρχή, η οποία προέβη σε δική της κρίση.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η Αρχή έλαβε υπόψη τις εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντή και τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, αλλά προέβη και σε δική της έρευνα και κρίση των δεδομένων για τους υποψηφίους, προέβη στις δικές της παρατηρήσεις και χαρακτηρισμούς για ένα έκαστο των υποψηφίων.
Πέραν των όσων έχουν προαναφερθεί, επιπρόσθετα αναφέρω πως από το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, είναι φανερό πως τόσο οι αιτητές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, ήταν άξιοι και ικανοί υπάλληλοι, οι οποίοι συστήνονταν για προαγωγή από τους Προϊσταμένους τους, πλην όμως, είναι επίσης φανερό πως η υπό εξέταση προσφυγή δεν αφορά περιπτώσεις υπαλλήλων που υπερείχαν έκδηλα εκείνων που κατέλαβαν τις θέσεις (βλ. Χατζησάββα v. Δημοκρατίας (1982) 3 C.L.R. 76, 78, Rolis Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253, Ευαγγέλη κ.ά. v. ΕΔΥ (1990) 3 Α.Α.Δ. 634.)
Οι αιτητές δεν απέδειξαν έκδηλη υπεροχή έναντι των ενδιαφερομένων μερών, η δε Αρχή έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση ασκώντας μέσα στα ορθά πλαίσια τη διακριτική της εξουσία.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα εις βάρος των αιτητών. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο