Xατζηϊωάννου Aγαθοκλής και Άλλος ν. AρχήςTηλεπικοινωνιών Kύπρου και Άλλου (1993) 4 ΑΑΔ 661

(1993) 4 ΑΑΔ 661

[*661]19 Μαρτίου, 1993

[ΛΟΪΖΟΥ, Π.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΓΑΘΟΚΛHΣ Χ”IΩAΝΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ,

Αιτητές,

v.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 834/91)

 

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Υπάλληλοι — Επανεξέταση απόφασης προαγωγής μετά από ανάκληση αρχικής απόφασης, λόγω μη νόμιμης συγκρότησης του συμβουλίου — Ακυρότητα της τελικής απόφασης συμπαρασύρει σε ακυρότητα και όλες τις προγενέστερες προκαταρκτικές αποφάσεις — Η διαδικασία επαναλαμβάνεται εξ αρχής.

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Επανεξέταση — Ανάγεται στον ουσιώδη χρόνο λήψης της αρχικής ανακληθείσας απόφασης — Η Αρχή όμως δεσμεύεται από το ισχύον κατά το χρόνo της επανεξέτασης δίκαιο.

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Αναδρομική προαγωγή — Είναι επιτρεπτή κατ’εξαίρεση εφόσον υφίσταται νομοθετική πρόνοια — Αναδρομικότητα νόμιμη γιατί προβλέφθηκε από τον περί Προϋπολογισμού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Νόμο του 1988 (Ν. 92/88).

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Αιτιολογία — Το διοικητικό όργανο οφείλει να καταγράφει τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη του, ώστε να καθίσταται εφικτός ο Δικαστικός έλεγχος — Δεν απαιτείται αναφορά στα στοιχεία που δε λαμβάνονται υπόψη.

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συμ[*662]βούλιο Προσωπικού — Συμβουλευτική επιτροπή, έργο της οποίας είναι να υποβοηθά την Αρχή στο έργο της — Οι συμβουλές του δεν είναι δεσμευτικές για την Αρχή.

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Υπάλληλοι — Προαγωγές — Συστάσεις Διευθυντή — Μπορεί να έχουν το στοιχείο της προσωπικής γνώμης του ίδιου, αναφορικά με την υπηρεσιακή απόδοση των υποψηφίων.

Με την προσφυγή του αυτή, ο αιτητής προσέβαλε την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να προάξουν, στα πλαίσια επανεξέτασης ανακληθείσας απόφασής τους, τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί του ιδίου. Οι ισχυρισμοί που πρόβαλε προς υποστήριξη της προσφυγής του, αναπτύσσονται εκτενώς στο κείμενο της απόφασης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Στην προκειμένη περίπτωση η όλη διαδικασία πλήρωσης της θέσης ξεκίνησε με απόφαση της Αρχής, της οποίας η συγκρότηση κατά το χρόνο εκείνο ήταν, άκυρη. Συνεπώς οι ενέργειες της Αρχής να ζητήσει τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και τις εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντή, είναι άκυρες, για τον ίδιο λόγο και κατά συνέπεια και η υποβολή της συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού και των εισηγήσεων του Γενικού Διευθυντή είναι άκυρες εφόσον το υπόβαθρο στο οποίο στηρίχθηκαν δεν υφίσταται πλέον.

2.  Όσον αφορά τους Κανονισμούς που έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο Προσωπικού και συγκεκριμένα τις Κ.Δ.Π. 91/89 και 163/90, η ενέργεια της Αρχής ήταν καθ’ όλα νόμιμη και η ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις. Στις προσφυγές Βανέζης κ.ά. v. Δημοκρατίας και Λυώνας κ.ά. v. Δημοκρατίας, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου αποφάσισε ότι η Διοίκηση δεσμεύεται και οφείλει να ακολουθήσει το ισχύον δίκαιο. Συνεπώς δεν ευσταθεί το επιχείρημα αυτό.

3.  Όσον αφορά το θέμα της αναδρομικής προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών, σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, είναι επιτρεπτό, κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα, να δοθεί αναδρομική ισχύς σε προαγωγή ή διορισμό αν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόνοια.

     Συνεπώς απορρίπτεται και αυτός ο ισχυρισμός, δεδομένου ότι η επίδικη θέση είχε δημοσιευτεί στον περί Προϋπολογισμού της [*663]Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Νόμο του 1988 (Ν. 92/88), ο οποίος, όπως έχει νομολογηθεί, είναι Νόμος.

4.  Σε σχέση με τον επόμενο ισχυρισμό ότι λήφθηκαν υπόψη και οι συνεντεύξεις, τέτοιο συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί ούτε υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου. Ουδεμία αναφορά περί συνεντεύξεων γίνεται στα πρακτικά της υπό εξέταση διαδικασίας και θα θεωρείτο αυθαίρετο και αστήριχτο το συμπέρασμα ότι λήφθηκαν υπόψη οι συνεντεύξεις, επειδή και μόνο δεν αναφέρεται ρητά στα πρακτικά ότι παραγνωρίστηκαν. Άλλωστε η υποχρέωση καταγραφής από ένα διοικητικό όργανο των στοιχείων που λαμβάνει υπόψη του, ως μέρος της αιτιολογίας της απόφασής του ώστε να καθίσταται εφικτός ο Δικαστικός έλεγχος, δεν απαιτεί και την αναφορά στα στοιχεία που δε λαμβάνονται υπόψη και τα οποία δεν ήταν ενώπιόν του κατά τον ουσιώδη χρόνο.

5.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό για επέμβαση του Συμβουλίου Προσωπικού στις αρμοδιότητες της Αρχής και αυτός πρέπει να απορριφθεί. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(5) η Αρχή “προ πάσης προαγωγής ... ζητεί την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού ...”  Αναμφίβολα όπως ορθά είναι η θέση των καθ’ ων η αίτηση, το Συμβούλιο Προσωπικού καταλήγοντας στη συμβουλή του όφειλε να χρησιμοποιήσει τα ίδια κριτήρια όπως αυτά που λαμβάνει υπόψη της η Αρχή κατά τη διενέργεια των προαγωγών. Ουδεμία επέμβαση υπάρχει στο έργο ή στην εξουσία της Αρχής, δεδομένου ότι ο σκοπός των συμβουλευτικών Επιτροπών, όπως στην παρούσα περίπτωση το Συμβούλιο Προσωπικού, είναι να υποβοηθά την Αρχή στο έργο της πράγμα το οποίο έκαμε και εν πάση περιπτώσει δεν είναι καθ’οιονδήποτε τρόπο δεσμευτική για την Αρχή.

6.  Το επόμενο θέμα που προβάλλεται ότι η ένσταση του Διευθυντή αναφέρεται στην προσωπική του γνώμη, απασχόλησε πρόσφατα το Δικαστήριο στην Χαράλαμπος Χ”Βασιλείου v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

“Η πρόνοια των Κανονισμών για αναζήτηση της εισήγησης του Γενικού Διευθυντή πριν από κάθε προαγωγή, αφ’εαυτης αλλά και σε συνδυασμό προς τα κριτήρια που καθορίζονται, εξυπακούει πως πέρα από τα αντικειμενικά στοιχεία των φακέλων που και το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής μπορεί να διαπιστώσει, είναι ενδεδειγμένο να αξιοποιηθούν και όσα ο ίδιος ο Γενικός Διευθυντής γνωρίζει αναφορικά με την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων.”

[*664]Δε θεωρείται λοιπόν ότι υπάρχει οτιδήποτε το επιλήψιμο στις ενστάσεις του Διευθυντή.

7.  Τέλος όσον αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή ότι είναι έκδηλα υπέρτερος των ενδιαφερομένων μερών, παρατηρούνται τα ακόλουθα:

     Ο αιτητής αυτός από άποψης αξίας φαίνεται ίσος με τα ενδιαφερόμενα μέρη 2, 4 και 6, υπερέχει δε των υπολοίπων.  Από απόψεως προσόντων φαίνεται να υπερτερεί όλων εκτός του αρ. 8, Μιχαήλ, παρόλο που όλοι πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας. Τέλος, όσον αφορά την αρχαιότητα είναι νεώτερος όλων κατά ένα χρόνο του αρ. 8 Μιχαήλ, 3 χρόνια του αρ. 6 Μπαταρία και αρ. 7 Κολοκοτρώνη, 4 χρόνια του αρ. 5 Γεωργιάδη, 5 χρόνια του αρ. 4 Σωτηρίου, 6 χρόνια του αρ. 3 Περικλέους και 10 χρόνια των αρ. 1 Λοΐζου και 2 Καλλίδη.

     Η πιο πάνω εικόνα του αιτητή δεν του προσδίδει την απαραίτητη έκδηλη υπεροχή, ώστε το Δικαστήριο να δύναται να επέμβει στην επίδικη απόφαση.

H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

ΡΙΚ v. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159,

Βανέζης κ.α. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2522,

Panayides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 378,

Soteriades and Others v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1604,

Διαμαντίδης v. ΑΗΚ (1993) 4 Α.Α.Δ. 278,

Χριστοδουλίδου v. ΑΤΗΚ (1993) 4 Α.Α.Δ. 40,

Χ”Βασιλείου v. ΑΤΗΚ (1992) 4 Α.Α.Δ. 4136.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την οποία προάχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β’ (Ειδικευμένου Προσωπικού) αναδρομικά από [*665]1 Ιουνίου 1988, αντί του αιτητή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Κ. Χ”Ιωάννου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΛOΪZOY, Π.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής 1 προσβάλλει την απόφαση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Αρχής) με ημερομηνία 8 Ιουλίου 1991 με την οποία προήγαγε τους 1. Ευστάθιο Λοΐζου, 2. Ανδρέα Γ. Καλλίδη, 3. Δημητράκη Περικλέους, 4. Θεόδωρο Σωτηρίου, 5. Φοίβο Κ. Γεωργιάδη, 6. Χαράλαμπο Μπαταριά, 7. Γεώργιο Κολοκοτρώνη και 8. Ανδρέα Σ. Μιχαήλ στη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β’ (Ειδικευμένου Προσωπικού) αναδρομικά από 1 Ιουνίου 1988 αντί του αιτητή.

Ο αιτητής 2 Κ. Παπακωνσταντίνου απέσυρε την προσφυγή του κατά την ακρόαση της υποθέσεως.

Οι πιο πάνω θέσεις κενώθηκαν ύστερα από απόφαση της Αρχής ημερ. 30 Μαΐου 1991 με την οποία ανακάλεσε προηγούμενη απόφαση της ημερ. 30 Μαρτίου 1990 για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στην πιο πάνω θέση μετά την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση ΡΙΚ v. Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, με την οποία ο περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) Νόμος του 1988 (Νόμος αρ. 149 του 1988), κηρύχθηκε αντισυνταγματικός σε όση έκταση προβλέπεται η συμμετοχή των κοινοβουλευτικών κομμάτων στο διορισμό των μελών οργανισμών δημοσίου δικαίου (στους οποίους περιλαμβάνεται και η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου) και στην παρουσία παρατηρητών στις συνεδρίες των συμβουλίων.

Η πιο πάνω απόφαση της Αρχής κοινοποιήθηκε στο προσωπικό της Αρχής στις 31 Μαΐου 1991.

Στην ίδια συνεδρία η Αρχή αποφάσισε να ζητήσει από το Συμβούλιο Προσωπικού να υποβάλει και πάλι τη συμβουλή του προς την Αρχή για την πλήρωση των πιο πάνω θέσεων. Το Συμβούλιο αφού εξέτασε το θέμα σύστησε ως τους πιο κατάλληλους για προαγωγή 12 υποψηφίους μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.

[*666]Κατά τη συνεδρία ημερ. 5 Ιουλίου 1991 το Συμβούλιο μετά από μελέτη και συζήτηση των δεδομένων για τους υποψήφιους και συγκεκριμένα των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού, της Εισηγήσεως του Γενικού Διευθυντή και του περιεχομένου των προσωπικών τους φακέλων, στους οποίους περιλαμβάνονται τα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής τους, παρατήρησε τα ακόλουθα:

“...................................................................................................

Ο υποψήφιος Ευστάθιος Λοΐζου (1260) κρίνεται ως πολύ καλός υπάλληλος με γνώση εργασίας στις εσωτερικές και εξωτερικές εγκαταστάσεις.

Ο υποψήφιος Ανδρέας Γ. Καλλίδης (953) κρίνεται ως πολύ καλός υπάλληλος με πολύ καλή γνώση εργασίας στις εξωτερικές και εσωτερικές εγκαταστάσεις.

...................................................................................................

Ο υποψήφιος Δημητράκης Περικλέους (1907) κρίνεται ως πάρα πολύ καλός, εργατικός, ευσυνείδητος και φιλότιμος υπάλληλος.

Ο υποψήφιος Θεόδωρος Σωτηρίου (2238) κρίνεται ως άριστος υπάλληλος, εξαίρετος γνώστης της εργασίας του που εργάζεται με ζήλο και ευσυνειδησία.

Ο υποψήφιος Φοίβος Κ. Γεωργιάδης (379) κρίνεται ως πολύ καλός, εργατικός και ευσυνείδητος υπάλληλος.

...................................................................................................

Ο υποψήφιος Γεώργιος Κολοκοτρώνης (1033) κρίνεται ως πολύ καλός υπάλληλος και τα αποτελέσματα της εργασίας του είναι εξαιρετικά.  Είναι πολύ καλός συντηρητής πινάκων και τηλεφωνικών συσκευών.

Ο υποψήφιος Χαράλαμπος Μπαταριάς (1370) κρίνεται ως άριστος υπάλληλος, άριστος γνώστης της εργασίας του και με άριστο ήθος και συμπεριφορά.

...................................................................................................

Ο υποψήφιος Ανδρέας Σ. Μιχαήλ (1415) κρίνεται ως τακτικός, εργατικός και ευσυνείδητος υπάλληλος με ικανότητες εποπτείας και αναπτυγμένο το αίσθημα ευθύνης.

[*667]Όσον αφορά τους υπόλοιπους υποψήφιους, το Συμβούλιο έκρινε ότι δε διαθέτουν την πείρα των προηγούμενων και είναι νεώτεροι στο βαθμό του Επιθεωρητή Ειδικευμένου Προσωπικού.

Με βάση τα πιο πάνω, το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη τη Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψήφιων υπαλλήλων και τα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής τους, συνέκρινε τους υποψήφιους μεταξύ τους και έκρινε ότι οι υποψήφιοι Ευστάθιος Λοΐζου (1260), Ανδρέας Γ. Καλλίδης (953), Δημητράκης Περικλέους (1907), Θεόδωρος Σωτηρίου (2238), Φοίβος Κ. Γεωργιάδης (379), Χαράλαμπος Μπαταριάς (1370), Γεώργιος Κολοκοτρώνης (1033) και Ανδρέας Σ. Μιχαήλ (1415) υπερέχουν όλων των υπόλοιπων υποψήφιων σε επίδοση, απόδοση και ικανότητες και ότι είναι οι καταλληλότεροι υποψήφιοι για πλήρωση των οκτώ κενών θέσεων Προϊστάμενου Υπηρεσίας “Β” (Ειδικευμένου Προσωπικού).”

Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

Είναι η θέση του αιτητή ότι εφόσον η ανάκληση της προηγούμενης απόφαση αφορούσε μόνο την τελική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ημερ. 30 Μαρτίου 1990, εφόσον από την όλη διαδικασία εκλογής το μόνο τμήμα της σύνθετης διαδικασίας που έπασχε ήταν η τελική απόφαση της 1 Μαρτίου 1990, εσφαλμένα το θέμα επανεξετάστηκε από το Συμβούλιο Προσωπικού εξ υπαρχής. Εν πάση περιπτώσει είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι το Συμβούλιο Προσωπικού ενήργησε επικαλούμενο διατάξεις Κανονισμών μεταγενέστερων του ουσιώδους χρόνου που αφορούσε η ανακληθείσα πράξη και συγκεκριμένα της Κ.Δ.Π. 91/89 με ισχύ από την 21 Απριλίου 1989 και Κ.Δ.Π. 163/90 με ισχύ από την 13 Ιουλίου 1990, εφαρμόζοντας έτσι εσφαλμένο νομικό καθεστώς, αντίθετα προς τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου και τη Νομολογία που επιβάλλει η επανεξέταση να γίνεται κάτω από το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της ακυρωθείσας απόφασης.

Είναι επίσης ο ισχυρισμός του αιτητή ότι εν πάση περιπτώσει το Συμβούλιο Προσωπικού ενήργησε εσφαλμένα κατά την προηγούμενη διαδικασία, το οποίο σφάλμα επανάλαβε και κατά την επανεξέταση, εφαρμόζοντας όπως αναφέρεται το νομικό και πραγματικό καθεστώς που επικρατούσε κατά την 1 Νοεμβρίου, 1989, με βάση το [*668]οποίο εξετάστηκαν αρχικά από το Συμβούλιο Προσωπικού οι θέσεις, δεδομένου ότι οι επίδικες προαγωγές ισχύουν αναδρομικά από την 1 Ιουνίου 1988 δηλαδή 17 μήνες προηγουμένως.

Ο επόμενος ισχυρισμός είναι ότι από τα πρακτικά της επίδικης απόφασης, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι συνεντεύξεις που διενεργήθηκαν κατά την προηγούμενη διαδικασία δε λήφθηκαν υπόψη κατά την επανεξέταση, ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι οι κρίσεις για τους υποψηφίους κατά την επανεξέταση είναι επί λέξει αντιγραφή των κρίσεων του Συμβουλίου μετά από τη συνέντευξη.

Επίσης όπως ισχυρίζεται ο αιτητής δεδομένου ότι οι προαγωγές ίσχυαν από την 1 Ιουνίου 1988, τα φύλλα ποιότητας των υποψηφίων για τα έτη 1988 και 1989 ως μεταγενέστερα της ουσιώδους ημερομηνίας των προαγωγών, δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη.

Ο επόμενος ισχυρισμός είναι ότι το Συμβούλιο Προσωπικού ενεργώντας με βάση τον Κανονισμό 10(7) όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 163/90 προχώρησε στη σύγκριση και αξιολόγηση των υποψηφίων και κατάρτισε κατάλογο των επικρατεστέρων επεμβαίνοντας στις αρμοδιότητες της Αρχής, ενώ η δική του αρμοδιότητα που ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 10(5) είναι μόνο συμβουλευτική.

Ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης ότι ο Γενικός Διευθυντής στην εισήγησή του για πλήρωση των θέσεων με ημερ. 1 Ιουλίου 1991 συστήνει τα ενδιαφερόμενα μέρη για τις επίδικες θέσεις με βάση, όπως αναφέρει, μεταξύ άλλων και την προσωπική του γνώμη για τον κάθε υποψήφιο, η οποία προσωπική του γνώμη είναι παντελώς άγνωστη και στοιχείο μη προβλεπόμενο από τους Κανονισμούς. Συνεπώς η σύσταση αυτή του Διευθυντή είναι γενική, αόριστη και αναιτιολόγητη.

Ενόψει όλων των πιο πάνω είναι η θέση του αιτητή ότι εφόσον πάσχει όλη η προπαρασκευαστική διαδικασία, συμπαρασύρεται και οδηγείται σε ακυρότητα και η τελική επίδικη απόφαση η οποία είναι παντελώς αναιτιολόγητη.

Είναι τέλος η θέση του αιτητή ότι υπερέχει σαφώς των ενδιαφερομένων μερών.

Στην προκειμένη περίπτωση η όλη διαδικασία πλήρωσης της θέσης ξεκίνησε με απόφαση της Αρχής της οποίας η συγκρότηση [*669]κατά το χρόνο εκείνο ήταν, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, άκυρη.  Συνεπώς οι ενέργειες της Αρχής να ζητήσει τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και τις εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντή είναι άκυρες για τον ίδιο λόγο και κατά συνέπεια και η υποβολή της συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού και των εισηγήσεων του Γενικού Διευθυντή είναι άκυρες εφόσον το υπόβαθρο στο οποίο στηρίχθηκαν δεν υφίσταται πλέον.

Όσον αφορά τους Κανονισμούς που έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο Προσωπικού και συγκεκριμένα τις Κ.Δ.Π. 91/89 και 163/90 που εκδόθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο της ακυρωθείσας απόφασης, θεωρώ ότι η ενέργεια της Αρχής ήταν καθ’ όλα νόμιμη και η ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις. Στις προσφυγές Βανέζης κ.ά. v. της Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2522, Λυώνας κ.ά. v. της Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου αποφάσισε ότι η Διοίκηση δεσμεύεται και οφείλει να ακολουθεί το ισχύον δίκαιο. Συνεπώς δεν ευσταθεί το επιχείρημα αυτό.

Στην υπόθεση Βανέζη (πιο πάνω) λέχθησαν τα ακόλουθα:

“..................................................................................................

Κάθε διοικητική ενέργεια πρέπει να είναι σύμφωνη με το δίκαιο του χρόνου που λαμβάνει χώραν.  Θα ήταν ανεπίτρεπτη η εφαρμογή Κανονισμών που έχουν ακυρωθεί και η παράλειψη εφαρμογής Κανονισμών που ισχύουν στο χρόνο της έκδοσης μίας πράξης ......”

Όσον αφορά το θέμα της αναδρομικής προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών, σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, είναι επιτρεπτό κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα να δοθεί αναδρομική ισχύς σε προαγωγή ή διορισμό αν υπάρχει σχετική νομοθετική πρόνοια. Βλ. Petrakis Panayides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 378 στη σελ. 383-4, Soteriades and Others v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1604.

Συνεπώς απορρίπτεται και αυτός ο ισχυρισμός δεδομένου ότι η επίδικη θέση είχε δημοσιευτεί στον περί Προϋπολογισμό της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Νόμο του 1988 (Ν. 92/88), ο οποίος όπως έχει νομολογηθεί είναι νόμος.

Σε σχέση με τον επόμενο ισχυρισμό ότι λήφθηκαν υπόψη και οι συνεντεύξεις, τέτοιο συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί ούτε υποστηρίζεται από τα στοιχεία του φακέλου. Ουδεμία αναφορά περί συνεντεύξεων γίνεται στα πρακτικά της υπό εξέταση διαδικασίας και θα θεωρούσα αυθαίρετο και αστήριχτο το συμπέρασμα ότι λή[*670]φθηκαν υπόψη οι συνεντεύξεις επειδή και μόνο δεν αναφέρεται ρητά στα πρακτικά ότι παραγνωρίστηκαν. Άλλωστε η υποχρέωση καταγραφής από ένα διοικητικό όργανο των στοιχείων που λαμβάνει υπόψη του, ως μέρος της αιτιολογίας της απόφασής του και ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, δεν απαιτεί και την αναφορά στα στοιχεία που δε λαμβάνονται υπόψη και τα οποία δεν ήταν ενώπιόν του κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό για επέμβαση του Συμβουλίου Προσωπικού στις αρμοδιότητες της Αρχής και αυτός πρέπει να απορριφθεί.  Σύμφωνα με τον Κανονισμό 10(5) η Αρχή “προ πάσης προαγωγής ... ζητεί την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού ...” Αναμφίβολα όπως ορθά είναι η θέση των καθ’ ων η αίτηση, το Συμβούλιο Προσωπικού καταλήγοντας στη συμβουλή του όφειλε να χρησιμοποιήσει τα ίδια κριτήρια όπως αυτά που λαμβάνει υπόψη της η Αρχή κατά τη διενέργεια των προαγωγών.  Ουδεμία επέμβαση υπάρχει στο έργο ή στην εξουσία της Αρχής δεδομένου ότι ο σκοπός των συμβουλευτικών επιτροπών, όπως στην παρούσα περίπτωση το Συμβούλιο Προσωπικού, είναι να υποβοηθά την Αρχή στο έργο της πράγμα το οποίο έκαμε και εν πάση περιπτώσει δεν είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπο δεσμευτική για την Αρχή. Βλ. Διαμαντίδης v. ΑΗΚ (1993) 4 Α.Α.Δ. 278, Χριστοδουλίδου v. ΑΤΗΚ (1993) 4 Α.Α.Δ. 40.

Το επόμενο θέμα που προβάλλεται ότι η ένσταση του Διευθυντή αναφέρεται στην προσωπική του γνώμη, απασχόλησε πρόσφατα το Δικαστήριο στη Χαράλαμπος Χ”Βασιλείου v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 4136, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

“Η πρόνοια των Κανονισμών για αναζήτηση της εισήγησης του Γενικού Διευθυντή πριν από κάθε προαγωγή, αφ’ εαυτής αλλά και σε συνδυασμό προς τα κριτήρια που καθορίζονται, εξυπακούει πως πέρα από τα αντικειμενικά στοιχεία των φακέλων που και το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής μπορεί να διαπιστώσει, είναι ενδεδειγμένο να αξιοποιηθούν και όσα ο ίδιος ο Γενικός Διευθυντής γνωρίζει αναφορικά με την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων.”

Δε θεωρώ λοιπόν ότι υπάρχει οτιδήποτε το επιλήψιμο στις ενστάσεις του Διευθυντή.

Τέλος όσον αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή ότι είναι έκδηλα υπέρτερος των ενδιαφερομένων μερών, έχω να παρατηρήσω τα ακόλουθα:

[*671]Ο αιτητής αυτός από άποψης αξίας φαίνεται ίσος με τα ενδιαφερόμενα μέρη 2, 4 και 6, υπερέχει δε των υπολοίπων. Από απόψεως προσόντων φαίνεται να υπερτερεί όλων εκτός του αρ. 8, Μιχαήλ, παρόλο που όλοι πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας. Τέλος, όσον αφορά την αρχαιότητα είναι νεώτερος όλων κατά ένα χρόνο του αρ. 8 Μιχαήλ, 3 χρόνια του αρ. 6 Μπαταρία και αρ. 7 Κολοκοτρώνη, 4 χρόνια του αρ. 5 Γεωργιάδη, 5 χρόνια του αρ. 4 Σωτηρίου, 6 χρόνια του αρ. 3 Περικλέους και 10 χρόνια των αρ. 1 Λοΐζου και 2 Καλλίδη.

Η πιο πάνω εικόνα του αιτητή δεν του προσδίδει την απαραίτητη έκδηλη υπεροχή ώστε το Δικαστήριο να δύναται να επέμβει στην επίδικη απόφαση.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Δε γίνεται διαταγή για έξοδα.

H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο